Quantcast
Channel: Taxheaven - Νέες αποφάσεις
Viewing all 7448 articles
Browse latest View live

Υπόθεση C-49/18 Μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας – Μείωση των αποδοχών στην εθνική δημόσια διοίκηση – Σχετικές λεπτομέρειες – Διαφοροποιημένες επιπτώσεις – Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 21 – Ανεξαρτησία των δικαστών

$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 7ης Φεβρουαρίου 2019 «Προδικαστική παραπομπή – Μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας – Μείωση των αποδοχών στην εθνική δημόσια διοίκηση – Σχετικές λεπτομέρειες – Διαφοροποιημένες επιπτώσεις – Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 21 – Ανεξαρτησία των δικαστών – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ»

Στην υπόθεση C‑49/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Catalunya (ανώτερο δικαστήριο Καταλονίας, Ισπανία) με απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Ιανουαρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Carlos Escribano Vindel

κατά

Ministerio de Justicia,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Levits, M. Berger, C. Vajda και P. G. Xuereb, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο C. Escribano Vindel, αυτοπροσώπως,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις J. García-Valdecasas Dorrego και A. Gavela Llopis,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους L. Flynn, H. Krämer και J. Baquero Cruz,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) καθώς και του άρθρου 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Carlos Escribano Vindel και του Ministerio de Justicia (Υπουργείου Δικαιοσύνης, Ισπανία) σχετικά με τη μείωση του ποσού των αποδοχών του πρώτου στο πλαίσιο των κατευθυντηρίων γραμμών της δημοσιονομικής πολιτικής του Ισπανικού Κράτους.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»

4        Το άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

[...]

β)      συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν

i)      η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, [...]

[...]».

5        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

[...]

β)      τον καθορισμό ελάχιστων όρων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση».

 Το ισπανικό δίκαιο

6        Το άρθρο 299 του Ley Orgánica 6/1985 del Poder Judicial (οργανικού νόμου 6/1985 περί οργανισμού των δικαστηρίων), της 1ης Ιουλίου 1985 (BOE αριθ. 157, της 2ας Ιουλίου 1985, σ. 20632), προβλέπει ότι το δικαστικό σώμα περιλαμβάνει τρεις βαθμούς, ήτοι τους βαθμούς του δικαστή πρώτου βαθμού (magistrado) του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία), του δικαστή πρώτου βαθμού (magistrado) και του δικαστή δευτέρου βαθμού (juez).

7        Το άρθρο 32.Uno.II, παράγραφος 1, του Ley 26/2009 de Presupuestos Generales del Estado para el año 2010 (νόμου 26/2009 περί γενικού προϋπολογισμού του κράτους για το έτος 2010), της 23ης Δεκεμβρίου 2009 (BOE αριθ. 309, της 23ης Δεκεμβρίου 2009, σ. 108804, στο εξής: LPGE του 2010), προβλέπει ότι, από την 1η Ιουνίου 2010, οι βασικές αποδοχές των διαφόρων κατηγοριών των μελών του δικαστικού σώματος θα μειωθούν κατά 9,73 % σε σχέση με τις αποδοχές που προβλέπονταν μέχρι τότε.

8        Το άρθρο 32.Uno.II, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του LPGE του 2010 έχει ως εξής:

«Σε ετήσια βάση, οι πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού και του εισαγγελικού σώματος θα μειωθούν κατά 6 % στην περίπτωση των δικαστών πρώτου βαθμού και των εισαγγελέων πρώτου βαθμού, και κατά 5 % στην περίπτωση των δικαστών δευτέρου βαθμού και των εισαγγελέων δευτέρου βαθμού, σε σχέση με τις ισχύουσες στις 31 Μαΐου 2010 αποδοχές.»

9        Το άρθρο 1 του Real Decreto-Ley 8/2010 (βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 8/2010), της 20ής Μαΐου 2010 (BOE αριθ. 126, της 24ης Μαΐου 2010, σ. 45070), τροποποίησε το άρθρο 32 του LPGE του 2010 όσον αφορά τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Μαΐου 2010.

10      Το άρθρο 31.Uno του Ley 39/2010 de Presupuestos Generales del Estado para el año 2011 (νόμου 39/2010 περί γενικού προϋπολογισμού του κράτους για το έτος 2011), της 22ας Δεκεμβρίου 2010 (BOE αριθ. 311, της 23ης Δεκεμβρίου 2010, σ. 105744) (στο εξής: LPGE του 2011), προβλέπει, αφενός, ότι τα ποσά των αποδοχών των διαφόρων κατηγοριών των μελών του δικαστικού σώματος είναι πανομοιότυπα με εκείνα που ορίζονται στο άρθρο 32.Uno.II, παράγραφος 1, του LPGE του 2010, όπως τροποποιήθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 8/2010, της 20ής Μαΐου 2010, και, αφετέρου, ότι οι πρόσθετες αποδοχές δεν υπόκεινται σε καμία αύξηση σε σχέση με τις ισχύουσες στις 31 Δεκεμβρίου 2010 αποδοχές.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Ο C. Escribano Vindel, δικαστής πρώτου βαθμού, υπηρετών στο μονομελές Juzgado de lo Social n° 26 de Barcelona (δικαστήριο εργατικών διαφορών αριθ. 26 της Βαρκελώνης, Ισπανία), προσέβαλε ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de Catalunya (ανώτερου δικαστηρίου Καταλονίας, Ισπανία) τα δελτία μισθοδοσίας του για το έτος 2011, υποστηρίζοντας, αφενός, ότι αυτά αποτελούσαν διοικητικές πράξεις εκδοθείσες βάσει του άρθρου 31.Uno του LPGE του 2011 και, αφετέρου, ότι συνεπάγονταν «σημαντική μείωση σε σχέση με τις αντίστοιχες περιόδους του προηγούμενου έτους» αντίθετη προς το ισπανικό Σύνταγμα.

12      Με διάταξη της 30ής Μαρτίου 2015, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Tribunal Constitucional (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ισπανία) ερώτημα όσον αφορά το συμβατό του άρθρου 31.Uno του LPGE του 2011 με το ισπανικό Σύνταγμα, με το οποίο επισήμανε ότι από έκθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης προκύπτει ότι η μισθολογική μείωση είναι 7,16 % για τους δικαστές δευτέρου βαθμού του μισθολογικού κλιμακίου 5, των οποίων οι αποδοχές είναι οι χαμηλότερες, 6,64 % για τους δικαστές πρώτου βαθμού που υπηρετούν σε μονομελή δικαστήρια και υπάγονται στο μισθολογικό κλιμάκιο 4, στο οποίο υπάγεται, εξάλλου, ο C. Escribano Vindel, και 5,90 % για τους δικαστές πρώτου βαθμού του μισθολογικού κλιμακίου 1, των οποίων οι αποδοχές είναι οι υψηλότερες.

13      Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2015, η ολομέλεια του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου) έκρινε ότι το ερώτημα αυτό είναι απαράδεκτο και ότι η επίμαχη διάταξη δεν παραβιάζει, μεταξύ άλλων, την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 14 του ισπανικού Συντάγματος. Συγκεκριμένα, το Tribunal Constitucional (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε ότι τα οικεία μέλη του ισπανικού δικαστικού σώματος δεν τελούν σε αντικειμενικά συγκρίσιμη κατάσταση, δεδομένου ότι εντάσσονται σε χωριστές κατηγορίες και κατέχουν διαφορετικές θέσεις εργασίας.

14      Με διάταξη της 24ης Φεβρουαρίου 2016, το αιτούν δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του ζητήματος αν τα ληφθέντα μέτρα μειώσεως των αποδοχών εισάγουν διακρίσεις υπό το πρίσμα του Χάρτη. Στην απάντησή του, ο C. Escribano Vindel ισχυρίστηκε ότι τα εν λόγω μέτρα συνεπάγονται έμμεση διάκριση λόγω ηλικίας ή αρχαιότητας, δεδομένου ότι η μείωση των αποδοχών είναι πιο σημαντική για τους δικαστές δευτέρου βαθμού του μισθολογικού κλιμακίου 5, που είναι η βαθμίδα εισόδου στο δικαστικό σώμα στην οποία καταλέγονται οι νεότεροι σε ηλικία δικαστές με τη μικρότερη αρχαιότητα. Ως εκ τούτου, μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη δημιουργεί δυσανάλογα αρνητικό αποτέλεσμα ανάλογα με την ηλικία ή την αρχαιότητα.

15      Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η επίμαχη εθνική ρύθμιση, η οποία αποσκοπεί στη μείωση του δημοσίου ελλείμματος που επιβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, η οποία απαγορεύεται από τον Χάρτη και την οδηγία 2000/78. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι ο συντελεστής της μειώσεως των αποδοχών στην οποία προβαίνει η ρύθμιση αυτή είναι υψηλότερος για τους δικαστές δευτέρου βαθμού του μισθολογικού κλιμακίου 5 και για τους δικαστές πρώτου βαθμού που υπηρετούν σε μονομελή δικαστήρια, οι οποίοι υπάγονται στο μισθολογικό κλιμάκιο 4, από ό,τι για τις λοιπές κατηγορίες δικαστικών λειτουργών. Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι νεότεροι σε ηλικία και έχοντες μικρότερη αρχαιότητα δικαστές συμβάλλουν επομένως σε μεγαλύτερο βαθμό στη μείωση του δημοσίου ελλείμματος, χωρίς η ειδική αυτή επιβάρυνση που τους επιβάλλεται να δικαιολογείται από πρόσφορο αντικειμενικό λόγο.

16      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον η επίμαχη εθνική ρύθμιση παραβιάζει τη γενική αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, δεδομένου ότι καθορίζει μείωση των αποδοχών σύμφωνα με κριτήρια τα οποία δεν λαμβάνουν υπόψη ούτε τα ασκούμενα καθήκοντα ούτε την αρχαιότητα και προβλέπει μεγαλύτερο ποσοστό μειώσεως των αποδοχών για τους δικαστικούς λειτουργούς με τις χαμηλότερες αποδοχές.

17      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται, κατ’ αρχάς, στο άρθρο 6 του Ευρωπαϊκού Χάρτη για το καθεστώς των δικαστών, ο οποίος εκδόθηκε στις 8 – 10 Ιουλίου 1998 από το Συμβούλιο της Ευρώπης, στη συνέχεια, στη σύσταση CM/Rec(2010)12 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη μέλη για τους δικαστές: ανεξαρτησία, αποτελεσματικότητα και αρμοδιότητες, η οποία εκδόθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2010, και, τέλος, στα σημεία 74 έως 79 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Η. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:395).

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de Catalunya (ανώτερο δικαστήριο Καταλονίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί της απαγορεύσεως των διακρίσεων την έννοια ότι δεν αποκλείει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 31.Uno του [LPGE του 2010], η οποία ορίζει διαφορετικά ποσοστά μειώσεως τα οποία είναι επαχθέστερα για τα μέλη του δικαστικού σώματος που λαμβάνουν τις χαμηλότερες αποδοχές, επιβάλλοντάς τους μεγαλύτερες θυσίες στο πλαίσιο της συνεισφοράς στα δημόσια οικονομικά (αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων);

2)      Έχει η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί διασφαλίσεως της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης μέσω δίκαιων, σταθερών και ανάλογων με τα ασκούμενα από το δικαστικό σώμα καθήκοντα αποδοχών την έννοια ότι αποκλείει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 31.Uno του [LPGE του 2011], η οποία δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τη φύση των ασκουμένων καθηκόντων, ούτε την αρχαιότητα, ούτε τη σπουδαιότητα του λειτουργήματος των μελών του δικαστικού σώματος, και απαιτεί μόνον από τα μέλη του δικαστικού σώματος με τις χαμηλότερες αποδοχές μεγαλύτερες θυσίες για τη βιωσιμότητα των δημόσιων δαπανών (αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης);»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

19      Η Ισπανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη δεδομένου ότι δεν παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο οι πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να αποφανθεί επί των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων. Συγκεκριμένα, η αίτηση αυτή δεν εκθέτει επαρκώς ούτε τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης ούτε την κρίσιμη εθνική ρύθμιση, ούτε το δίκαιο της Ένωσης του οποίου ζητείται η ερμηνεία.

20      Ειδικότερα, δεν αναφέρονται η ηλικία, η αρχαιότητα και το μισθολογικό καθεστώς του C. Escribano Vindel. Επιπλέον, η έκθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης δεν καλύπτει το μισθολογικό κλιμάκιο 1, στο οποίο υπάγεται ο C. Escribano Vindel, αλλά τα μισθολογικά κλιμάκια 4 και 5.

21      Όσον αφορά την παρουσίαση του εθνικού νομικού πλαισίου, δεν αρκούν οι αναφορές μόνον στο άρθρο 31.Uno του LPGE του 2011 και στο άρθρο 301 του οργανικού νόμου 6/1985 περί οργανισμού των δικαστηρίων για να γίνει κατανοητό το καθεστώς αποδοχών των δικαστικών λειτουργών στην Ισπανία και ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε στους εν λόγω λειτουργούς η αφορώσα όλους τους υπαλλήλους του δημόσιου τομέα μισθολογική μείωση.

22      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χωρίς να προβάλει ένσταση απαραδέκτου, τονίζει ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει κανένα στοιχείο σχετικό με τις πραγματικές οικονομικές επιπτώσεις της μειώσεως των αποδοχών για τον C. Escribano Vindel ή για τους άλλους δικαστές του πρώτου ή του δευτέρου βαθμού και αναφέρει απλώς ποσοστά χωρίς να διευκρινίζει τα ποσά επί των οποίων εφαρμόζονται τα ποσοστά αυτά.

23      Περαιτέρω, δεν παρέχεται καμία πληροφορία σχετικά με τον αντίκτυπο της μειώσεως των αποδοχών για τους δικαστές του πρώτου βαθμού του Audiencia Provincial (περιφερειακού δικαστηρίου, Ισπανία) ή του Audiencia Nacional (κεντρικού δικαστηρίου, Ισπανία), ή για τους δικαστές του πρώτου βαθμού του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Εξάλλου, η έκθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης συγκρίνει μόνον την κατάσταση τριών τύπων θέσεως εργασίας που επελέγησαν «εν είδει παραδείγματος», προκειμένου «να γίνει κατανοητός» ο τρόπος με τον οποίο το συνολικό ποσοστό μειώσεως ποικίλλει ανάλογα με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη σημασία των πρόσθετων αποδοχών επί των συνολικών αποδοχών.

24      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της καθιερούμενης με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και το οποίο φέρει την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως να αξιολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να αποφανθεί (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Συνεπώς, για τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ανάγκη να δοθεί ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που να είναι χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο απαιτεί το δικαστήριο αυτό να προσδιορίζει το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, να εξηγεί τις αναφερόμενες στα πραγματικά περιστατικά υποθέσεις στις οποίες στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Εν προκειμένω, κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι το αιτούν δικαστήριο επισήμανε σαφώς, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Ισπανική Κυβέρνηση, τις αρχές του δικαίου της Ένωσης τις οποίες αφορούν τα προδικαστικά ερωτήματα.

28      Στη συνέχεια, η Ισπανική Κυβέρνηση επισημαίνει ορθώς ότι η παρουσίαση του εθνικού νομικού πλαισίου στην απόφαση περί παραπομπής είναι υποτυπώδης. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν η εν λόγω κυβέρνηση και η Επιτροπή, οι οποίες επιβεβαιώνουν και αποσαφηνίζουν το νομικό αυτό πλαίσιο, από το σύνολο των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η απόφαση περί παραπομπής περιέχει παρ’ όλ’ αυτά τα ουσιώδη στοιχεία του κανονιστικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο.

29      Τέλος, όσον αφορά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ορθώς επισημαίνουν τον ελλιπή χαρακτήρα των παρασχεθεισών πληροφοριών. Πάντως, η απόφαση περί παραπομπής περιέχει επαρκή στοιχεία για την κατανόηση των προδικαστικών ερωτημάτων και του περιεχομένου τους.

30      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόφαση περί παραπομπής περιέχει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο.

31      Συνεπώς, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

32      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο Δικαστήριο εναπόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα που του υποβάλλονται. Το γεγονός ότι, από τυπικής απόψεως, εθνικό δικαστήριο διατύπωσε προδικαστικό ερώτημα παραπέμποντας σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να είναι χρήσιμα για να αποφανθεί επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του αν στα τεθέντα ερωτήματα γίνεται μνεία των στοιχείων αυτών. Συναφώς, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που παρέχει το εθνικό δικαστήριο και, ιδίως, από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, όλων των στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο καθώς και των παρατηρήσεων που υπέβαλαν η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, πρέπει, προκειμένου να παρασχεθούν στο αιτούν δικαστήριο τέτοια χρήσιμα ερμηνευτικά στοιχεία, να αναδιατυπωθούν τα υποβληθέντα ερωτήματα.

34      Συγκεκριμένα, πρώτον, καθόσον το πρώτο ερώτημα αφορά ερμηνεία της «γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης περί της απαγορεύσεως των διακρίσεων», από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ειδικότερα αν το άρθρο 21 του Χάρτη καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

35      Δεύτερον, καθόσον το ίδιο αυτό ερώτημα αφορά ειδικά τις μειώσεις των μισθών των «μελών του δικαστικού σώματος που λαμβάνουν τις χαμηλότερες αποδοχές», από την εν λόγω απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, αφενός, ότι η κατηγορία αυτή αποτελείται από τους δικαστές δευτέρου βαθμού του μισθολογικού κλιμακίου 5 και, αφετέρου, ότι ο C. Escribano Vindel δεν υπάγεται στο μισθολογικό αυτό κλιμάκιο. Πράγματι, ενώ η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή θεωρούν ότι από τα πραγματικά στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο καταδεικνύεται ότι ο C. Escribano Vindel υπάγεται στο μισθολογικό κλιμάκιο 1, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να θεωρεί ότι υπάγεται στο μισθολογικό κλιμάκιο 4.

36      Τρίτον, καίτοι το δεύτερο ερώτημα αφορά, σύμφωνα με το γράμμα του, την ερμηνεία «της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης περί διασφαλίσεως της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης μέσω δίκαιων, σταθερών και ανάλογων με τα ασκούμενα από το δικαστικό σώμα καθήκοντα αποδοχών», από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

37      Τέταρτον, δεδομένου ότι ο C. Escribano Vindel ενεργεί αποκλειστικά για λογαριασμό του, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνον η δική του κατάσταση (πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 28).

 Επί του πρώτου ερωτήματος, σχετικά με την ύπαρξη διακρίσεως λόγω ηλικίας ή αρχαιότητας

38      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 21 του Χάρτη καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία έχει καθορίσει, στο πλαίσιο γενικών μέτρων μειώσεως των μισθών τα οποία υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, διαφορετικά ποσοστά μισθολογικής μειώσεως για τις βασικές και τις πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού σώματος, γεγονός το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για εκείνους που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας του εν λόγω σώματος, ενώ οι πρώτοι λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές, είναι συνήθως νεότερης ηλικίας και έχουν κατά κανόνα μικρότερη αρχαιότητα από τους δεύτερους.

39      Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι η απαγόρευση κάθε διακρίσεως λόγω, μεταξύ άλλων, ηλικίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 του Χάρτη ο οποίος, από την 1η Δεκεμβρίου 2009, έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες και ότι η απαγόρευση αυτή συγκεκριμενοποιήθηκε με την οδηγία 2000/78 στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai, C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560, σκέψη 47).

40      Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, το καθεστώς αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών λειτουργών, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2014, Specht κ.λπ., C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005, σκέψη 37, καθώς και της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Unland, C‑20/13, EU:C:2015:561, σκέψη 29).

41      Τρίτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, βάσει του άρθρου 1 και του άρθρου 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, απαγορεύονται οι έμμεσες διακρίσεις «λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας».

42      Τέταρτον, όσον αφορά την περίπτωση έμμεσης διακρίσεως λόγω ηλικίας, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου ορισμένης ηλικίας σε σχέση με άλλα άτομα, εκτός εάν η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από θεμιτό σκοπό και τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2018, Stollwitzer, C-482/16, EU:C:2018:180, σκέψη 22).

43      Ως εκ τούτου, πρέπει να εξετασθεί αν υπάλληλος όπως ο C. Escribano Vindel τυγχάνει, λόγω της ηλικίας του, λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως από άλλον υπάλληλο ευρισκόμενο σε παρεμφερή κατάσταση ή αν η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση όσον αφορά την ηλικιακή κατηγορία στην οποία ανήκει, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, John, C‑46/17, EU:C:2018:131, σκέψη 22).

44      Συναφώς, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρίνισε την ηλικία του C. Escribano Vindel ούτε προσδιόρισε άλλο πρόσωπο ευρισκόμενο σε παρεμφερή κατάσταση με την κατάσταση του C. Escribano Vindel, αλλά επισήμανε απλώς τις λιγότερο ευνοϊκές συνέπειες της επίμαχης στην κύρια δίκη ρυθμίσεως για τα μέλη του δικαστικού σώματος που υπάγονται στα μισθολογικά κλιμάκια 4 και 5 σε σχέση με τα μέλη του δικαστικού σώματος που υπάγονται στο μισθολογικό κλιμάκιο 1.

45      Περαιτέρω, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, αν ο C. Escribano Vindel υπάγεται, όπως υποστηρίζουν η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, στο μισθολογικό κλιμάκιο 1, δεν μπορεί να θεωρηθεί θύμα δυσμενούς διακρίσεως λόγω ηλικίας, δεδομένου ότι περιλαμβάνεται μεταξύ των δικαστικών λειτουργών οι οποίοι, κατά το αιτούν δικαστήριο, έχουν ευνοηθεί από την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση σε σχέση με άλλους.

46      Τέλος, αν, όπως φαίνεται να εκτιμά το αιτούν δικαστήριο, ο C. Escribano Vindel υπάγεται στο μισθολογικό κλιμάκιο 4, πρέπει να εξεταστεί αν οι δικαστικοί λειτουργοί που υπάγονται στο εν λόγω μισθολογικό κλιμάκιο ανήκουν σε μια συγκεκριμένη ηλικιακή κατηγορία η οποία διακρίνεται από την ηλικιακή κατηγορία στην οποία ανήκουν οι δικαστικοί λειτουργοί που υπάγονται στο μισθολογικό κλιμάκιο 1.

47      Ωστόσο, ως προς το ζήτημα αυτό, αφενός, το αιτούν δικαστήριο δεν προσδιόρισε καμία συγκεκριμένη ηλικιακή κατηγορία η οποία να τυγχάνει δυσμενούς μεταχειρίσεως, αλλά απλώς επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι, κατά μέσο όρο, οι δικαστικοί λειτουργοί του μισθολογικού κλιμακίου 5 είναι νεότερης ηλικίας από τους δικαστικούς λειτουργούς των μισθολογικών κλιμακίων 4 και 1. Ειδικότερα, από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε συγκεκριμένη διαφορά ηλικίας μεταξύ του μισθολογικού κλιμακίου 4 και του μισθολογικού κλιμακίου 1.

48      Αφετέρου, η Ισπανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι στα εν λόγω μισθολογικά κλιμάκια δεν περιλαμβάνονται δικαστές συγκεκριμένης ηλικίας, δεδομένου ότι το μόνο όριο ηλικίας για την είσοδο στο δικαστικό σώμα είναι να μην έχει συμπληρωθεί πριν από την ανάληψη καθηκόντων η ηλικία συνταξιοδοτήσεως από το δικαστικό σώμα και ότι οι δικαστικοί λειτουργοί δεν έχουν καμία υποχρέωση να καταλάβουν ανώτερες θέσεις εργασίας, να υπαχθούν σε ανώτερες βαθμίδες ή ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια, αλλά μπορούν να παραμείνουν σε θέσεις δικαστών δευτέρου βαθμού ανεξαρτήτως ηλικίας.

49      Εναπόκειται, πάντως, στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο που έχει άμεση γνώση της ενώπιόν του διαφοράς, να προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις προκειμένου να καθοριστεί αν στα εν λόγω μισθολογικά κλιμάκια περιλαμβάνονται δικαστικοί λειτουργοί συγκεκριμένης ηλικιακής κατηγορίας.

50      Πέμπτον, όσον αφορά την προϋπόθεση της συγκρισιμότητας των περιπτώσεων, διευκρινίζεται ότι, αφενός, δεν είναι αναγκαίο οι περιπτώσεις να είναι πανομοιότυπες, αλλά αρκεί να είναι συγκρίσιμες και, αφετέρου, η εξέταση της συγκρισιμότητας των περιπτώσεων δεν πρέπει να είναι γενική και αφηρημένη αλλά ειδική και συγκεκριμένη, λαμβανομένης υπόψη της εκάστοτε παροχής (απόφαση της 19ης Ιουλίου 2017, Abercrombie & Fitch Italia, C‑143/16, EU:C:2017:566, σκέψη 25).

51      Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να κρίνει αν οι δικαστές του μισθολογικού κλιμακίου 4 τελούν σε κατάσταση συγκρίσιμη με αυτήν των δικαστών του μισθολογικού κλιμακίου 1 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Grupo Norte Facility, C‑574/16, EU:C:2018:390, σκέψη 49).

52      Πάντως, από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι δεν αμφισβητείται ότι οι βασικές αποδοχές των διαφόρων κατηγοριών των μελών του δικαστικού σώματος μειώθηκαν ομοιόμορφα κατά 9,73 % και ότι η προβαλλόμενη διαφορετική μεταχείριση στην υπόθεση της κύριας δίκης προκύπτει, αφενός, από τη λιγότερο σημαντική μείωση των πρόσθετων αποδοχών των μελών του δικαστικού σώματος και, αφετέρου, από τα διαφορετικά ποσοστά που αντιπροσωπεύουν, αναλόγως των μισθολογικών κλιμακίων, οι βασικές αποδοχές και οι πρόσθετες αποδοχές επί των συνολικών αποδοχών.

53      Στο πλαίσιο αυτό, η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή διευκρινίζουν ότι στις πρόσθετες αποδοχές περιλαμβάνονται επίδομα αρχαιότητας, επίδομα θέσεως, το οποίο λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τον τόπο διορισμού και τις αντικειμενικές συνθήκες παραστάσεως που έχουν σχέση με τα ασκούμενα καθήκοντα, καθώς και ένα ειδικό επίδομα, το οποίο αντισταθμίζει το επίπεδο ευθύνης, την κατάρτιση, την πολυπλοκότητα ή τον επίπονο χαρακτήρα της εργασίας που συνεπάγονται τα εν λόγω καθήκοντα. Η κυβέρνηση αυτή και το εν λόγω θεσμικό όργανο υποστηρίζουν ότι, εφόσον οι πρόσθετες αποδοχές ποικίλλουν, κατά τα προεκτεθέντα, ανάλογα με αντικειμενικά στοιχεία που διαφοροποιούν τις διάφορες κατηγορίες των δικαστικών λειτουργών, οι κατηγορίες αυτές δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμες καταστάσεις.

54      Εξάλλου, το ίδιο το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι η ολομέλεια του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου) έκρινε, με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2015, ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν βρίσκονταν σε αντικειμενικώς συγκρίσιμη κατάσταση, δεδομένου ότι τα μέλη του δικαστικού σώματος εντάσσονται σε διαφορετικές κατηγορίες και κατέχουν διαφορετικές θέσεις εργασίας.

55      Ως εκ τούτου, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες πρέπει πάντως να προβεί το αιτούν δικαστήριο, δεν προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη διαφορετική μεταχείριση αφορά συγκρίσιμες καταστάσεις ή ότι συνδέεται έμμεσα με την ηλικία.

56      Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι από τις περιστάσεις τις οποίες εκθέτει το αιτούν δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση ενέχει διάκριση λόγω ηλικίας.

57      Έκτον, όσον αφορά την περίπτωση διακρίσεως λόγω αρχαιότητας, αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το κριτήριο αυτό δεν περιλαμβάνεται στα κριτήρια που απαριθμούνται στην απαγόρευση του άρθρου 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78. Αντιθέτως, το εν λόγω κριτήριο περιλαμβάνεται μεταξύ των κριτηρίων του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, τα οποία μπορούν να δικαιολογήσουν διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας.

58      Αφετέρου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 21 του Χάρτη έχει εν προκειμένω εφαρμογή εκτός του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, επισημαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο ούτε διευκρίνισε την προϋπηρεσία του C. Escribano Vindel ούτε προσδιόρισε άλλο πρόσωπο ευρισκόμενο σε κατάσταση συγκρίσιμη με την κατάσταση του C. Escribano Vindel, ούτε τέλος προσδιόρισε συγκεκριμένη κατηγορία ως προς την αρχαιότητα η οποία να αντιμετωπίζεται λιγότερο ευνοϊκά. Ειδικότερα, υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων της Ισπανικής Κυβερνήσεως που συνοψίζονται στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί τεκμήριο ότι οι διάφορες κατηγορίες αποδοχών αντικατοπτρίζουν συγκεκριμένες κατηγορίες ως προς την αρχαιότητα.

59      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι από τις περιστάσεις τις οποίες εκθέτει το αιτούν δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση ενέχει διαφορετική μεταχείριση λόγω αρχαιότητας η οποία θα μπορούσε να προσκρούει στο άρθρο 21 του Χάρτη ή στο άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78.

60      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 21 του Χάρτη καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία καθόρισε, στο πλαίσιο γενικών μέτρων μισθολογικής μειώσεως τα οποία υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, διαφορετικά ποσοστά μισθολογικής μειώσεως για τις βασικές και τις πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού σώματος, γεγονός το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για εκείνους που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας του εν λόγω σώματος, ενώ οι πρώτοι λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές, είναι συνήθως νεότερης ηλικίας και έχουν κατά κανόνα μικρότερη αρχαιότητα από τους δεύτερους.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος, σχετικά με την ανεξαρτησία των δικαστών

61      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών αποκλείει την εφαρμογή στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία έχει καθορίσει, ανεξάρτητα από τη φύση των ασκούμενων καθηκόντων, την αρχαιότητα ή τη σπουδαιότητα του επιτελούμενου λειτουργήματος, στο πλαίσιο γενικών μέτρων μισθολογικής μειώσεως τα οποία υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, διαφορετικά ποσοστά μισθολογικής μειώσεως για τις βασικές και τις πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού σώματος, γεγονός το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για εκείνους που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας του εν λόγω σώματος, ενώ οι πρώτοι λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές από τους δεύτερους.

62      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ προβλέπει ότι τα κράτη μέλη καθιερώνουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται ο σεβασμός του δικαιώματος των ιδιωτών σε αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, στα κράτη μέλη εναπόκειται να προβλέπουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων καθώς και διαδικασιών ικανών να διασφαλίσουν τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο στους εν λόγω τομείς (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 34).

63      Επομένως, κάθε κράτος μέλος οφείλει να διασφαλίζει ότι τα όργανα που εντάσσονται, ως «δικαστήρια», υπό την έννοια του δικαίου της Ένωσης, στο εθνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 37).

64      Στα στοιχεία όμως που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της ιδιότητας του «δικαστηρίου» περιλαμβάνονται η ίδρυση του σχετικού οργάνου με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου εφαρμογή κανόνων δικαίου καθώς και η ανεξαρτησία του (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 38).

65      Η εγγύηση της ανεξαρτησίας, η οποία είναι συμφυής προς το δικαιοδοτικό έργο, ισχύει υποχρεωτικώς όχι μόνο σε επίπεδο Ένωσης, για τους δικαστές και τους γενικούς εισαγγελείς του Δικαστηρίου, όπως προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ, αλλά και σε επίπεδο κρατών μελών, για τα εθνικά δικαστήρια (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 42).

66      Η έννοια της ανεξαρτησίας προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι το σχετικό όργανο ασκεί τα δικαιοδοτικά καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση εξαρτήσεως έναντι οποιουδήποτε και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους. Πάντως, όπως και η ισοβιότητα των μελών εντός τέτοιου οργάνου, η καταβολή στα μέλη αυτά αποδοχών των οποίων το επίπεδο τελεί σε αναλογία με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκούν αποτελεί εγγύηση συμφυή με την ανεξαρτησία των δικαστών (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σημεία 44 και 45).

67      Εν προκειμένω, κατ’ αρχάς, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, όπως και υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σημεία 46 έως 49), τα μέτρα μισθολογικής μειώσεως στην υπόθεση της κύριας δίκης θεσπίσθηκαν λόγω επιταγών περί της εξαλείψεως του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος του οικείου κράτους μέλους και προέβλεπαν περιορισμένη μείωση του ύψους των αποδοχών, μέχρι ενός ποσοστού το οποίο ποικίλλει ανάλογα με το επίπεδο των αποδοχών αυτών. Τα ως άνω μέτρα δεν εφαρμόστηκαν μόνο στα μέλη των ισπανικών δικαστηρίων, αλλά ευρύτερα σε διάφορους δημόσιους λειτουργούς και πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα στον δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Ως εκ τούτου, προσομοιάζουν με μέτρα γενικής εφαρμογής που αποσκοπούν στη συμβολή ενός συνόλου μελών της εθνικής δημόσιας διοικήσεως στην προσπάθεια περιορισμού των δαπανών η οποία υπαγορεύεται από τις επιταγές περί περιορισμού του υπερβολικού ελλείμματος του προϋπολογισμού του Ισπανικού Κράτους.

68      Περαιτέρω, δεδομένου ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνον η κατάσταση του C. Escribano Vindel, η εξέταση που πρέπει εν προκειμένω να γίνει υπό το πρίσμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει, κατ’ εφαρμογή της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης μισθολογικής μειώσεως, αποδοχές επιπέδου ανάλογου με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκεί.

69      Επομένως, όπως ορθώς προβάλλει η Επιτροπή, δεν παρίστανται κρίσιμα για την εκτίμηση στην οποία πρέπει, εν προκειμένω, να προβεί το αιτούν δικαστήριο η μέθοδος της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης μισθολογικής μειώσεως, η οποία, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη τη φύση των ασκούμενων καθηκόντων, την προϋπηρεσία ή τη σπουδαιότητα του επιτελούμενου λειτουργήματος, ή το γεγονός ότι, κατά το εν λόγω δικαστήριο, η μέθοδος αυτή αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για τα μέλη του δικαστικού σώματος που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας του εν λόγω σώματος.

70      Τέλος, όσον αφορά το ζήτημα αν ο C. Escribano Vindel λαμβάνει, κατ’ εφαρμογήν της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης μισθολογικής μειώσεως, αποδοχές επιπέδου ανάλογου με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκεί, επισημαίνεται ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο όσον αφορά το ύψος του μισθού του C. Escribano Vindel. Στις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι αποδοχές που εισπράττει, σύμφωνα με την έκθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω μισθολογικής μειώσεως, ένας δικαστής μονομελούς δικαστηρίου στη Βαρκελώνη, όπως ο C. Escribano Vindel, ο οποίος υπάγεται στο μισθολογικό κλιμάκιο 4, είναι επαρκείς, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που επικρατούν στην πόλη αυτή και των μέσων αποδοχών των Ισπανών δημόσιων υπαλλήλων, τις οποίες η εν λόγω έκθεση αναφέρει επίσης, για την προστασία του από τον κίνδυνο τυχόν εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις να υπονομεύσουν την ουδετερότητα των δικαστικών αποφάσεων τις οποίες καλείται να εκδίδει.

71      Πρέπει να προστεθεί ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο C. Escribano Vindel υπάγεται στο μισθολογικό κλιμάκιο 1, όπως υποστηρίζουν η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής πρέπει κατά μείζονα λόγο να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 12 της παρούσας αποφάσεως, οι αποδοχές των υπαγομένων στο κλιμάκιο αυτό είναι υψηλότερες από τις αποδοχές του μισθολογικού κλιμακίου 4.

72      Εναπόκειται, πάντως, στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο που έχει άμεση γνώση της ενώπιόν του διαφοράς, να προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το επίπεδο των αποδοχών που λαμβάνει, κατ’ εφαρμογήν της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης μισθολογικής μειώσεως, ο C. Escribano Vindel συνάδει με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκεί και διασφαλίζει, ως εκ τούτου, την ανεξαρτησία της κρίσης του.

73      Κατόπιν τούτων, από τις περιστάσεις τις οποίες εκθέτει το αιτούν δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση ενέχει παραβίαση της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών, όπως αυτή διασφαλίζεται με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

74      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών δεν αποκλείει την εφαρμογή στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης εθνικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία έχει καθορίσει, ανεξάρτητα από τη φύση των ασκούμενων καθηκόντων, την αρχαιότητα ή τη σπουδαιότητα του επιτελούμενου λειτουργήματος, στο πλαίσιο γενικών μέτρων μισθολογικής μειώσεως τα οποία υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, διαφορετικά ποσοστά μισθολογικής μειώσεως για τις βασικές και τις πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού σώματος, γεγονός το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για εκείνους που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας του εν λόγω σώματος, ενώ οι πρώτοι λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές από τους δεύτερους, εφόσον το επίπεδο των αποδοχών που λαμβάνει, κατ’ εφαρμογήν της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης μισθολογικής μειώσεως, ο προσφεύγων της κύριας δίκης τελεί σε αναλογία με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκεί και διασφαλίζει, ως εκ τούτου, την ανεξαρτησία της κρίσης του, γεγονός το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 Επί των δικαστικών εξόδων

75      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΕ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχουν την έννοια ότι, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία καθόρισε, στο πλαίσιο γενικών μέτρων μισθολογικής μειώσεως τα οποία υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, διαφορετικά ποσοστά μισθολογικής μειώσεως για τις βασικές και τις πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού σώματος, γεγονός το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για εκείνους που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας του εν λόγω σώματος, ενώ οι πρώτοι λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές, είναι συνήθως νεότερης ηλικίας και έχουν κατά κανόνα μικρότερη αρχαιότητα από τους δεύτερους.

2)      Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών δεν αποκλείει την εφαρμογή στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης εθνικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία έχει καθορίσει, ανεξάρτητα από τη φύση των ασκούμενων καθηκόντων, την αρχαιότητα ή τη σπουδαιότητα του επιτελούμενου λειτουργήματος, στο πλαίσιο γενικών μέτρων μισθολογικής μειώσεως τα οποία υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, διαφορετικά ποσοστά μισθολογικής μειώσεως για τις βασικές και τις πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού σώματος, γεγονός το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για εκείνους που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας του εν λόγω σώματος, ενώ οι πρώτοι λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές από τους δεύτερους, εφόσον το επίπεδο των αποδοχών που λαμβάνει, κατ’ εφαρμογήν της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης μισθολογικής μειώσεως, ο προσφεύγων της κύριας δίκης τελεί σε αναλογία με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκεί και διασφαλίζει, ως εκ τούτου, την ανεξαρτησία της κρίσης του, γεγονός το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.


Υπόθεση C‑231/18 Οδικές μεταφορές – Κανονισμός (ΕΚ) 561/2006 – Κανονισμός (ΕΕ) 165/2014 – Υποχρέωση χρήσεως ταχογράφου – Εξαίρεση όσον αφορά τα οχήματα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ζώντων ζώων από αγροκτήματα σε τοπικές αγορές και αντιστρόφως ή από αγορές προς τοπικά σφαγεία»

Next: 32/15688/2019 Καθορισμός διαδικασιών απασχόλησης στο Πλαίσιο εφαρμογής της δράσης 1.1.1 «Δράσεις Κατάρτισης και Ανάπτυξης Δεξιοτήτων για νέους γεωργούς και μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις» του Μέτρου Μ01 («Δράσεις μετάδοσης Γνώσεων και Ενημέρωσης»), του ΠΑΑ 2014-2020, για τους δικαιούχους του Υπομέτρου 6.1 των οποίων οι πράξεις έχουν ενταχθεί και θα ενταχθούν για πρώτη φορά στο πλαίσιο του ΠΑΑ 2014-2020 και για τους δικαιούχους του Υπομέτρου 6.3 των οποίων οι Πράξεις θα ενταχθούν στο πλαίσιο του ΠΑΑ 2014-2020».
$
0
0

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα) της 7ης Φεβρουαρίου 2019  «Προδικαστική παραπομπή – Μεταφορές – Οδικές μεταφορές – Κανονισμός (ΕΚ) 561/2006 – Κανονισμός (ΕΕ) 165/2014 – Υποχρέωση χρήσεως ταχογράφου – Εξαίρεση όσον αφορά τα οχήματα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ζώντων ζώων από αγροκτήματα σε τοπικές αγορές και αντιστρόφως ή από αγορές προς τοπικά σφαγεία»

Στην υπόθεση C‑231/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberlandesgericht Oldenburg (εφετείο Oldenburg, Γερμανία) με απόφαση της 5ης Μαρτίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Απριλίου 2018, στο πλαίσιο της διαδικασίας κατά

NK,

παρισταμένων των:

Staatsanwaltschaft Oldenburg,

Staatliches Gewerbeaufsichtsamt Oldenburg,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Biltgen, πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund και L. S. Rossi (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Νορβηγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. Sawkins Eikeland και K. H. Aarvik καθώς και από τον C. Anker,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις B. Eggers και J. Hottiaux,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιστʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 και (ΕΚ) αριθ. 2135/98 του Συμβουλίου καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 του Συμβουλίου (EE 2006, L 102, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 165/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014 (ΕΕ 2014, L 60, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 561/2006).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας που έχει κινηθεί κατά του NK, χονδρεμπόρου ζώων εγκατεστημένου στην Κάτω Σαξονία (Γερμανία), επειδή αυτός επέτρεψε σε έναν εκ των οδηγών του να μεταφέρει ζώα από μια αγροτική εκμετάλλευση απευθείας σε σφαγείο, χωρίς χρήση κάρτας οδηγού.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 1 του κανονισμού 561/2006 ορίζει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τους κανόνες που διέπουν τον χρόνο οδήγησης, τα διαλείμματα και τις περιόδους ανάπαυσης των οδηγών που απασχολούνται στην οδική μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών με σκοπό την εναρμόνιση των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των τρόπων χερσαίων μεταφορών, ιδιαίτερα στον οδικό τομέα, καθώς και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και της οδικής ασφάλειας. […]»

4        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις οδικές μεταφορές:

α)      εμπορευμάτων, όταν το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε ρυμουλκούμενου ή ημιρυμουλκούμενου, υπερβαίνει τους 3,5 τόνους· […]»

5        Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγονται οι στόχοι του άρθρου 1, κάθε κράτος μέλος μπορεί να χορηγεί εξαιρέσεις από τα άρθρα 5 έως 9 και να καθιστά τις εξαιρέσεις αυτές αντικείμενο μεμονωμένων προϋποθέσεων στο έδαφός του […],στις μεταφορές με τα εξής οχήματα:

[...]

ιστ)       οχήματα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ζώντων ζώων από αγροκτήματα σε τοπικές αγορές και αντιστρόφως ή από αγορές προς τοπικά σφαγεία σε ακτίνα έως 100 χιλιομέτρων.»

6        Ο κανονισμός 165/2014 καθορίζει, μεταξύ άλλων, τις υποχρεώσεις και τις απαιτήσεις που ισχύουν όσον αφορά την κατασκευή, την εγκατάσταση, τη χρήση, τις δοκιμές και τον έλεγχο των ταχογράφων που χρησιμοποιούνται στον τομέα των οδικών μεταφορών.

7        Η αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού αυτού έχει ως εξής:

«Ορισμένα οχήματα εξαιρούνται από τις διατάξεις του κανονισμού […] 561/2006 […]. Για να εξασφαλισθεί συνοχή, θα πρέπει επίσης να καταστεί δυνατή η εξαίρεση των οχημάτων αυτών από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.»

8        Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 165/2014 προβλέπει τα εξής:

«Επιπρόσθετα των ορισμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, θα ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)      “ταχογράφος” ή “συσκευή ελέγχου”, εννοεί τον εξοπλισμό που προορίζεται για εγκατάσταση σε οχήματα οδικών μεταφορών για αυτόματη ή ημιαυτόματη απεικόνιση, καταγραφή, εκτύπωση, αποθήκευση και έκδοση στοιχείων που αφορούν στην κίνηση, περιλαμβανομένης της ταχύτητας, αυτών των οχημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, και στοιχείων για ορισμένες περιόδους δραστηριότητας των οδηγών τους,

[...]

δ)      “κάρτα ταχογράφου”, εννοεί την ευφυή κάρτα προοριζόμενη να χρησιμοποιείται μαζί με τον ταχογράφο, η οποία επιτρέπει την ταυτοποίηση από τον ταχογράφο του ρόλου του κατόχου της και την τηλεφόρτωση και αποθήκευση δεδομένων,

[...]

στ)      “κάρτα οδηγού”, εννοεί την κάρτα ταχογράφου που εκδίδουν οι αρχές κράτους μέλους σε συγκεκριμένο οδηγό, η οποία ταυτοποιεί τον οδηγό και επιτρέπει την αποθήκευση δεδομένων της δραστηριότητας του οδηγού,

[...]»

9        Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρούν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού τα οχήματα που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού […] 561/2006.»

 Το γερμανικό δίκαιο

10      Το άρθρο 8 του Fahrpersonalgesetz (νόμου περί των πληρωμάτων οδικών μεταφορών) ορίζει τα εξής:

(1).      Κρίνεται ένοχος παραβάσεως όποιος, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας

1.      κατά την άσκηση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας

[...]

b)      ενεργεί κατά παράβαση διάταξης [...] του κανονισμού [...] 165/2014 [...]

(2).      Η διοικητική παράβαση μπορεί στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, σημεία 1 και 3, να τιμωρείται με πρόστιμο έως 30 000 ευρώ […]»

11      Το άρθρο 18, παράγραφος 1, σημείο 16, της Fahrpersonalverordnung (κανονιστικής απόφασης περί των πληρωμάτων οδικών μεταφορών) προβλέπει τα εξής:

«(1)      Σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού […] 561/2006 και το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού […] 165/2014, […]οι ακόλουθες κατηγορίες οχημάτων εξαιρούνται από την εφαρμογή των άρθρων 5 έως 9 του κανονισμού […] 561/2006 και από την εφαρμογή του κανονισμού […] 165/2014:

[...]

16.      οχήματα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ζώντων ζώων από αγροκτήματα σε τοπικές αγορές και αντιστρόφως ή από αγορές προς τοπικά σφαγεία σε ακτίνα έως 100 χιλιομέτρων από την εγκατάσταση της επιχείρησης.»

12      Το άρθρο 23, παράγραφος 1, σημείο 2, της κανονιστικής απόφασης περί των πληρωμάτων οδικών μεταφορών ορίζει τα εξής:

«(1)      Κρίνεται ένοχος παραβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, σημείο 1, στοιχείο b, του νόμου περί των πληρωμάτων οδικών μεταφορών όποιος, κατά την άσκηση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, παραβιάζει τον κανονισμό […] 165/2014 […], εκ προθέσεως ή εξ αμελείας,

[...]

2.      καθότι δεν μεριμνά για την ορθή λειτουργία ή χρήση του ταχογράφου ή της κάρτας οδηγού ή του φύλλου καταγραφής […]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

13      Ο NK είναι χονδρέμπορος ζώων, εγκατεστημένος στην Κάτω Σαξονία, ο οποίος αγοράζει ζώα από κτηνοτρόφους και στη συνέχεια τα μεταφέρει σε σφαγεία, όπου μεταπωλεί τα ζώα αυτά.

14      Τον Νοέμβριο του 2016 ο NK αγόρασε χοίρους πάχυνσης από κτηνοτρόφο ευρισκόμενο στη διοικητική περιφέρεια του Cloppenburg, στην Κάτω Σαξονία, και μερίμνησε για τη μεταφορά τους, με ένα από τα οχήματά του για μεταφορά ζώων, από την αγροτική εκμετάλλευση προς το σφαγείο. Κατά τη διενέργεια οδικού ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι ο οδηγός του οχήματος δεν είχε ενεργοποιήσει την κάρτα οδηγού την οποία διέθετε. Κατ’ εφαρμογήν του νόμου περί των πληρωμάτων οδικών μεταφορών και της κανονιστικής απόφασης περί των πληρωμάτων οδικών μεταφορών, ο NK υποχρεώθηκε να καταβάλει πρόστιμο ύψους 750 ευρώ, επειδή επέτρεψε και απηύθυνε εντολή για την πραγματοποίηση δρομολογίου χωρίς χρήση κάρτας οδηγού, το πρόστιμο δε αυτό επικυρώθηκε με απόφαση του Amtsgericht Oldenburg (πταισματοδικείου Oldenburg, Γερμανία).

15      Ο NK άσκησε προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του Oberlandesgericht Oldenburg (εφετείου Oldenburg, Γερμανία), επικαλούμενος την εφαρμογή της εξαιρέσεως του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιστʹ, του κανονισμού 561/2006, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 165/2014 και η οποία μεταφέρθηκε στο γερμανικό δίκαιο με το άρθρο 18, παράγραφος 1, σημείο 16, της κανονιστικής απόφασης περί των πληρωμάτων οδικών μεταφορών.

16      Εκτιμώντας ότι η ερμηνεία του όρου «αγορά», κατά την έννοια του κανονισμού 561/2006, δεν ήταν πρόδηλη, το Oberlandesgericht Oldenburg (εφετείο Oldenburg) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Μπορεί ένας χονδρέμπορος ζώων, ο οποίος αποκτά ζώντα ζώα από κτηνοτρόφο και τα μεταφέρει με σκοπό να τα μεταπωλήσει σε σφαγείο σε απόσταση μέχρι 100 χιλιομέτρων, να επικαλεστεί την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιστʹ, του κανονισμού 561/2006 […] –“οχήματα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ζώντων ζώων από αγροκτήματα σε τοπικές αγορές και αντιστρόφως ή από αγορές προς τοπικά σφαγεία σε ακτίνα έως 100 χιλιομέτρων”–, για τον λόγο ότι η απόκτηση των ζώων από τον κτηνοτρόφο συνιστά “αγορά” κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ή μήπως πρέπει η ίδια η επιχείρηση εμπορίας ζώων να θεωρηθεί “αγορά”;

Εφόσον δεν πρόκειται για “αγορά” κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης:

Μπορεί ο χονδρέμπορος ζώων, ο οποίος αποκτά ζώντα ζώα από κτηνοτρόφο και τα μεταφέρει με σκοπό να τα μεταπωλήσει σε σφαγείο σε ακτίνα έως 100 χιλιομέτρων, να επικαλεστεί την εξαίρεση αυτή κατά αναλογική εφαρμογή της προαναφερθείσας ρύθμισης;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

17      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν ο όρος «αγορά», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιστʹ, του κανονισμού 561/2006, έχει την έννοια ότι δηλώνει είτε τη συναλλαγή που πραγματοποιείται μεταξύ ενός χονδρεμπόρου ζώων και ενός κατόχου αγροτικής εκμεταλλεύσεως είτε τον ίδιο τον χονδρέμπορο ζώων, ή αν είναι δυνατόν να επεκταθεί η εξαίρεση την οποία προβλέπει η εν λόγω διάταξη στα οχήματα που μεταφέρουν ζώντα ζώα από αγροκτήματα προς τοπικά σφαγεία.

18      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, μεταξύ άλλων κατά το άρθρο 1 του κανονισμού 561/2006, σκοποί του εν λόγω κανονισμού είναι η εναρμόνιση των όρων ανταγωνισμού στον τομέα των οδικών χερσαίων μεταφορών και η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και της οδικής ασφάλειας, έκφραση δε των σκοπών αυτών αποτελεί, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση εφοδιασμού, κατ’ αρχήν, των οχημάτων με εγκεκριμένο ταχογράφο που να καθιστά δυνατό τον έλεγχο της τηρήσεως του χρόνου οδήγησης και ανάπαυσης των οδηγών (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, A. Karuse, C‑222/12, EU:C:2014:142, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

19      Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 165/2014, επιτρέπεται, ωστόσο, στα κράτη μέλη να εξαιρούν από την υποχρέωση εγκαταστάσεως ή/και χρήσεως ταχογράφου τα οχήματα που απαριθμούνται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 561/2006, στα οποία συμπεριλαμβάνονται εκείνα που μνημονεύονται υπό στοιχείο ιστʹ της διατάξεως αυτής, ήτοι τα «οχήματα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ζώντων ζώων από αγροκτήματα σε τοπικές αγορές και αντιστρόφως ή από αγορές προς τοπικά σφαγεία σε ακτίνα έως 100 χιλιομέτρων».

20      Δεδομένου ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έκανε χρήση της δυνατότητας την οποία παρέχει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 165/2014, πρέπει, ως εκ τούτου, να προσδιορισθεί το περιεχόμενο της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιστʹ, του κανονισμού 561/2006.

21      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, ως εξαίρεση από τα άρθρα 5 έως 9 του κανονισμού 561/2006, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιστʹ, του κανονισμού αυτού πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά [βλ., κατ’ αναλογία, όσον αφορά το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του εν λόγω κανονισμού, απόφαση της 28ης Ιουλίου 2011, Seeger, C‑554/09, EU:C:2011:523, σκέψη 33]. Εξάλλου, το περιεχόμενο της εξαιρέσεως αυτής πρέπει να προσδιορίζεται με γνώμονα τους σκοπούς που επιδιώκει η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση (πρβλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, A. Karuse, C‑222/12, EU:C:2014:142, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

22      Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιστʹ, του κανονισμού 561/2006, επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή δεν αφορά τον ευρύτερο όρο «αγορές», αλλά την ειδικότερη έκφραση «τοπικές αγορές». Πλην όμως, η έκφραση αυτή δεν αφήνει περιθώριο για καμία αμφιβολία ως προς το γεγονός ότι η εξαίρεση που διαλαμβάνεται στην εν λόγω διάταξη οριοθετείται με βάση τους τόπους αναχώρησης και προορισμού της μεταφοράς ζώντων ζώων, λαμβανομένου υπόψη ότι τα αγροκτήματα ουδόλως συγχέονται με τις «τοπικές αγορές» ζώων. Ομοίως, το επίθετο «τοπικές» συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι οι «αγορές» περί των οποίων πρόκειται δεν δηλώνουν την ουσιαστική τέλεση συναλλαγών με αντικείμενο τη μεταφορά ζώντων ζώων, ανεξαρτήτως του τόπου όπου διεξάγονται οι συναλλαγές αυτές, αλλά δηλώνουν επακριβώς καθορισμένους τόπους, οι οποίοι διαφέρουν τόσο από τα αγροκτήματα ή τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις όσο και από τα τοπικά σφαγεία, τόπους οι οποίοι βρίσκονται όλοι εντός της γεωγραφικής περιμέτρου περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιστʹ, του κανονισμού 561/2006.

23      Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Νορβηγική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, από το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιστʹ, του κανονισμού 561/2006 προκύπτει ότι μια «τοπική αγορά» δεν μπορεί να συγχέεται με τον τόπο εγκαταστάσεως ενός αγροκτήματος ή μιας αγροτικής εκμεταλλεύσεως, πράγμα που αποκλείει το ενδεχόμενο απευθείας μεταφοράς ζώντων ζώων, από έναν χονδρέμπορο ζώων, από το εν λόγω αγρόκτημα ή από την εν λόγω αγροτική εκμετάλλευση στο τοπικό σφαγείο.

24      Τυχόν αντίθετη ερμηνεία της εξαιρέσεως που διαλαμβάνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιστʹ, του κανονισμού 561/2006 θα προσέκρουε, επίσης, στους σκοπούς της διατάξεως αυτής, καθώς και σε εκείνους του εν λόγω κανονισμού.

25      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο σε σχέση με την εξαίρεση από την υποχρέωση χρήσεως ταχογράφου, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 14α, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 543/69 του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 1969, περί εναρμονίσεως ορισμένων κοινωνικών διατάξεων που αφορούν τις οδικές μεταφορές (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 47), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2827/77 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1977 (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 213) (στο εξής: κανονισμός 543/69), της οποίας το γράμμα έχει κατ’ ουσίαν ανάλογη διατύπωση προς εκείνη της εξαιρέσεως που διαλαμβάνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιστʹ, του κανονισμού 561/2006, η εξαίρεση αυτή αποσκοπεί στο να ευνοηθούν δραστηριότητες εμπορικής φύσεως που έχουν πρωτεύοντα λόγο σε σχέση με την κατά κυριολεξία μεταφορά και μπορεί να αφορά μόνον μεταφορές μικρής αποστάσεως που εκτελούνται προς το συμφέρον των μεμονωμένων αγροκτημάτων, και που ανταποκρίνονται στις συνήθεις ανάγκες αυτών ως προς την προμήθεια ζώντων ζώων ή τη διάθεση της παραγωγής τους (απόφαση της 28ης Μαρτίου 1985, Hackett κ.λπ., 91/84 και 92/84, EU:C:1985:153, σκέψεις 16 και 19).

26      Υπό το πρίσμα του σκοπού αυτού, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι δεν καλύπτονται από την εξαίρεση που διαλαμβάνεται στο άρθρο 14α, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 543/69 οι μεταφορές οι οποίες, όσον αφορά τις καλυπτόμενες αποστάσεις, την ισχύ των χρησιμοποιουμένων οχημάτων και την ένταση της χρήσεώς τους, εμφανίζουν ακριβώς εκείνα τα χαρακτηριστικά που υπαγόρευσαν τη γενίκευση της χρήσης του ταχογράφου, δηλαδή τον κίνδυνο υπερβολικής καταπονήσεως των οχημάτων και των οδηγών με όλες τις ανεπιθύμητες επιπτώσεις επί της κοινωνικής προστασίας των εργαζομένων στον τομέα των μεταφορών, της οδικής ασφάλειας και της διατηρήσεως υγιών συνθηκών ανταγωνισμού στον συγκεκριμένο τομέα (απόφαση της 28ης Μαρτίου 1985, Hackett κ.λπ., 91/84 και 92/84, EU:C:1985:153, σκέψη 21).

27      Βεβαίως, η εξαίρεση του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιστʹ, του κανονισμού 561/2006 περιλαμβάνει, αντιθέτως προς εκείνη του άρθρου 14α, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 543/69, μια πρόσθετη προϋπόθεση σχετικά με τη γεωγραφική ακτίνα εντός της οποίας εφαρμόζεται.

28      Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι τυχόν ευρεία ερμηνεία της εν λόγω εξαιρέσεως κατά την έννοια ότι επιτρέπει να εξαιρούνται από την υποχρέωση χρήσεως ταχογράφου τα οχήματα που πραγματοποιούν τη μεταφορά ζώντων ζώων απευθείας από το αγρόκτημα προς τα τοπικά σφαγεία θα ενείχε τον κίνδυνο να ωθήσει επιχειρηματίες, όπως οι χονδρέμποροι ζώων, στο να χρησιμοποιούν υπέρμετρα τα οχήματα μεγάλης ισχύος, τα οποία θα μετέφεραν καθημερινά, επί πολλές ώρες και αδιαλείπτως, ζώντα ζώα από διάφορα αγροκτήματα στα τοπικά σφαγεία, κατ’ αντίθεση, μεταξύ άλλων, προς τους σκοπούς της κοινωνικής προστασίας των οδηγών και της οδικής ασφάλειας, την επίτευξη των οποίων επιδιώκει ο κανονισμός 561/2006. Εξάλλου, όπως υποστήριξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η επέλευση ενός τέτοιου κινδύνου είναι ιδιαιτέρως ευλογοφανής όταν η οικεία περιοχή χαρακτηρίζεται, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, από υψηλή πυκνότητα αγροτικών εκμεταλλεύσεων εκτροφής και κέντρων μεταποίησης ζωικών προϊόντων.

29      Η ερμηνεία αυτή δεν κλονίζεται από τα επιχειρήματα που εξέθεσε η Νορβηγική Κυβέρνηση, με τα οποία προβάλλεται, αφενός, ότι ο αριθμός των τοπικών αγορών ζώων στα κράτη μέλη παρουσιάζει σταθερή μείωση, η οποία θα καθιστούσε αναγκαία την υιοθέτηση μιας πιο ελαστικής ερμηνείας της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιστʹ, του κανονισμού 561/2006, και, αφετέρου, ότι ο σεβασμός της υγείας και της ευημερίας των ζώων θα διασφαλιζόταν περισσότερο εάν ήταν δυνατόν να μεταφέρονται τα εν λόγω ζώα απευθείας από τα αγροκτήματα στα τοπικά σφαγεία.

30      Ως προς το πρώτο ζήτημα, έστω και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο ότι ο αριθμός των τοπικών αγορών ζώων στα κράτη μέλη έχει μειωθεί, ακόμη και σημαντικά, , αρκεί να επισημανθεί, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει, εντούτοις, απορρίψει ρητώς πρόταση του εν λόγω θεσμικού οργάνου, η οποία αποσκοπούσε στην άμβλυνση του περιεχομένου της εξαιρέσεως που διαλαμβάνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιστʹ, του κανονισμού 561/2006. Στη συνέχεια, επιπλέον, ο νομοθέτης της Ένωσης, εκδίδοντας τον κανονισμό 165/2014, περιορίστηκε στο να αυξήσει τη γεωγραφική ακτίνα από 50 χιλιόμετρα σε 100 χιλιόμετρα, χωρίς, επομένως, να απαλείψει την έκφραση «τοπικές αγορές».

31      Ως προς το δεύτερο ζήτημα, καίτοι η απαίτηση σεβασμού της υγείας και της ευημερίας των ζώων δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των σκοπών των οποίων η επίτευξη επιδιώκεται με τον κανονισμό 561/2006, εντούτοις, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Νορβηγική Κυβέρνηση, ουδόλως αποκλείεται, εν πάση περιπτώσει, ότι μια τέτοια απαίτηση μπορεί να συγκεραστεί με τους εν λόγω σκοπούς. Πράγματι, η υπέρμετρη χρήση οχημάτων που μεταφέρουν καθημερινά και αδιαλείπτως ζώντα ζώα απευθείας μεταξύ διαφόρων αγροτικών εκμεταλλεύσεων και ενός ή περισσοτέρων τοπικών σφαγείων όχι μόνον είναι πιθανόν να επηρεάσει τις συνθήκες εργασίας των οδηγών και να θέσει σε κίνδυνο την οδική ασφάλεια, πράγμα που δικαιολογεί τη χρήση ταχογράφου εκ μέρους τέτοιων οχημάτων, αλλά μπορεί επίσης να έχει αρνητικές συνέπειες επί της υγείας και της ευημερίας των ζώων αυτών.

32      Επομένως, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η έκφραση «τοπικές αγορές», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιστʹ, του κανονισμού 561/2006, έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να δηλώνει ούτε τη συναλλαγή που πραγματοποιείται μεταξύ ενός χονδρεμπόρου ζώων και ενός κατόχου αγροτικής εκμεταλλεύσεως ούτε τον ίδιο τον χονδρέμπορο ζώων, και επομένως η εξαίρεση που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να επεκταθεί στα οχήματα που μεταφέρουν ζώντα ζώα απευθείας από αγροκτήματα προς τοπικά σφαγεία.

 Επί των δικαστικών εξόδων

33      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

Η έκφραση «τοπικές αγορές», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιστʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 και (ΕΚ) αριθ. 2135/98 του Συμβουλίου καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 165/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να δηλώνει ούτε τη συναλλαγή που πραγματοποιείται μεταξύ ενός χονδρεμπόρου ζώων και ενός κατόχου αγροτικής εκμεταλλεύσεως ούτε τον ίδιο τον χονδρέμπορο ζώων, και επομένως η εξαίρεση που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να επεκταθεί στα οχήματα που μεταφέρουν ζώντα ζώα απευθείας από αγροκτήματα προς τοπικά σφαγεία.

(υπογραφές)

32/15688/2019 Καθορισμός διαδικασιών απασχόλησης στο Πλαίσιο εφαρμογής της δράσης 1.1.1 «Δράσεις Κατάρτισης και Ανάπτυξης Δεξιοτήτων για νέους γεωργούς και μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις» του Μέτρου Μ01 («Δράσεις μετάδοσης Γνώσεων και Ενημέρωσης»), του ΠΑΑ 2014-2020, για τους δικαιούχους του Υπομέτρου 6.1 των οποίων οι πράξεις έχουν ενταχθεί και θα ενταχθούν για πρώτη φορά στο πλαίσιο του ΠΑΑ 2014-2020 και για τους δικαιούχους του Υπομέτρου 6.3 των οποίων οι Πράξεις θα ενταχθούν στο πλαίσιο του ΠΑΑ 2014-2020».

$
0
0

Αριθμ. 32/15688

(ΦΕΚ Β' 320/08.02.2019)

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:

α) Της περ. α' της παρ. 2 του άρθρου 62 του ν. 4235/2014 «Διοικητικά μέτρα, διαδικασίες και κυρώσεις στην εφαρμογή της Ενωσιακής και Εθνικής νομοθεσίας στους τομείς των τροφίμων, των ζωοτροφών και της υγείας και προστασίας των ζώων και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων» (Α' 32), όπως η παρ. 2 τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 46 του ν. 4384/2016 «Αγροτικοί Συνεταιρισμοί, μορφές συλλογικής οργάνωσης του αγροτικού χώρου και άλλες διατάξεις» (Α' 78).

β) Της παρ. 2 του άρθρου 69 του ν. 4314/2014 (Α' 265) «Α) Για τη διαχείριση, τον έλεγχο και την εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την προγραμματική περίοδο 2014-2020, Β) Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2012/17 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2012 (ΕΕ L 156/16.6.2012) στο Ελληνικό δίκαιο, τροποποίηση του ν. 3419/2005 (Α' 297) και άλλες διατάξεις» (Α' 265), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.

γ) Του άρθρου 31 του ν. 3528 /2007 (ΦΕΚ Α' 26), «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ», όπως ισχύει».

δ) Του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα, όπως κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα» (Α' 98).

ε) Του π.δ. 97/2017 (ΦΕΚ Α' 138) «Οργανισμός Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων».

στ) Του π.δ. 88/2018 (ΦΕΚ Α' 160) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».

2. Τους Κανονισμούς, όπως ισχύουν:

α) (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006 (ΕΕ L 347,20.12.2013, σ. 320).

β) (ΕΕ) αριθ. 1305/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347, 20.12.2013, σ. 487).

γ) (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 352/78, (ΕΚ) αριθ. 165/94, (ΕΚ) αριθ. 2799/98, (ΕΚ) αριθ. 814/2000, (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 και (ΕΚ) αριθ. 485/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347, 20.12.2013, σ. 549).

δ) Κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 807/2014 της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 305/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και για τη θέσπιση μεταβατικών διατάξεων (ΕΕ L 227, 31.7.2014, σ. 1).

ε) Εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 808/2014 της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1305/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 227, 31.7.2014, σ. 18).

3. Την υπ' αριθμ. 11510/14.12.2016 υπουργική απόφαση (ΦΕΚ 4113/Β/21-12-2016) «Πλαίσιο εφαρμογής της Δράσης 1.1.1. «Δράσεις Κατάρτισης και Ανάπτυξης Δεξιοτήτων για νέους γεωργούς και μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις» του Μέτρου 1 «Δράσεις μετάδοσης Γνώσεων και Ενημέρωσης» του ΠΑΑ 2014-2020», όπως ισχύει.

4. Το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) της Ελλάδας 2014-2020 (CCI 2014GR06RDNP001), όπως κάθε φορά ισχύει.

5. Την αριθμ. C (2015) 9170 final/11-12-2015 Εκτελεστική Απόφαση της Επιτροπής, για την έγκριση του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης της Ελλάδας για στήριξη από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης, όπως κάθε φορά ισχύει.

6. Το με αριθμ. 51619/03-12-2018 έγγραφο του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού-ΔΗΜΗΤΡΑ (ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ).

7. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Άρθρο 1
Καθορισμός διαδικασιών απασχόλησης


1 .α) Για την υλοποίηση των προγραμμάτων κατάρτισης, ο δικαιούχος των δράσεων, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 4 της υπ' αριθμ. 11510/14-12-2016 υπουργικής απόφασης, συνάπτει συμβάσεις έργου με το εκπαιδευτικό προσωπικό, που αναφέρεται στο άρθρο 7 της υπ' αριθμ. 11510/ 14-12-2016 (ΦΕΚ 4113/Β/21-12-2016) υπουργικής απόφασης. Στις συμβάσεις καθορίζεται το εκπαιδευτικό έργο που πρόκειται να παρασχεθεί, ο απαιτούμενος χρόνος απασχόλησης και η αποζημίωση, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με την περίπτωση δ) του παρόντος άρθρου.

Ο δικαιούχος χρησιμοποιεί εκπαιδευτικό προσωπικό που διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα για την παροχή των υπηρεσιών μεταφοράς γνώσης στα συγκεκριμένα θεματικά πεδία των προγραμμάτων κατάρτισης, υπό τη μορφή εγγεγραμμένων εκπαιδευτών ενηλίκων στο πιστοποιημένο μητρώο του Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΕΟΠΠΕΠ), καθώς και μη πιστοποιημένους εκπαιδευτές σε ποσοστό μικρότερο του 40%, κατόπιν σύμφωνης γνώμης της EYE ΠΑΑ, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της υπ' αριθμ. 11510/14-122016 υπουργικής απόφασης. Το εκπαιδευτικό προσωπικό θα αντλείται από το Μητρώο Εκπαιδευτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ που διαχειρίζεται η Διεύθυνση Αγροτικής Κατάρτισης, στο οποίο όσοι εκπαιδευτές έχουν υποβάλλει αίτηση και πληρούν τα κριτήρια της υπ' αριθμ. 11510/1412-2016 απόφασης, θεωρούνται ενταγμένοι σε αυτό, έχοντας τη δυνατότητα επικαιροποίησης των στοιχείων τους. Ο δικαιούχος εάν κρίνει απαραίτητο μπορεί να μοριοδοτήσει επί τη βάσει κριτηρίων το παραπάνω Μητρώο Εκπαιδευτών.

Κατά την διαδικασία επιλογής εκπαιδευτικού προσωπικού θα πρέπει κατά προτεραιότητα να προτιμούνται οι εγγεγραμμένοι στο μητρώο ανεργίας του ΟΑΕΔ, οι οποίοι είναι ενταγμένοι στο Μητρώο Εκπαιδευτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ. Οι παραπάνω άνεργοι δηλώνουν την Περιφέρεια του τόπου κατοικίας τους και δύναται να δηλώσουν μία ακόμη Περιφέρεια στην οποία επιθυμούν να απασχοληθούν. Προσκομίζουν βεβαίωση ότι είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο ανεργίας του ΟΑΕΔ και για την σειρά προτεραιότητας θα λαμβάνεται ο χρόνος εγγραφής στο παραπάνω μητρώο ανεργίας. Οι υπολειπόμενες θέσεις θα καλύπτονται από εκπαιδευτές, ελεύθερους επαγγελματίες, υπαλλήλους του ίδιου του δικαιούχου, υπαλλήλους του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ή άλλων Υπουργείων, τους υπαλλήλους των Δήμων, των Περιφερειών, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και των Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου οι οποίοι είναι ενταγμένοι στο Μητρώο Εκπαιδευτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ. Για την πλήρωση των θέσεων από τους εκπαιδευτές της ανωτέρω κατηγορίας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως κριτήριο επιλογής ο τόπος κατοικίας του εκπαιδευτή ο οποίος πρέπει να είναι εντός της αυτής Περιφέρειας. Κατ' εξαίρεση, σε περίπτωση μη πλήρωσης των θέσεων για την Περιφέρεια Βορείου και Νοτίου Αιγαίου, το εκπαιδευτικό προσωπικό όλων των ως άνω κατηγοριών, μπορεί να αντλείται και από την Περιφέρεια Αττικής. Σε περίπτωση αποδεδειγμένης αδυναμίας ανεύρεσης εκπαιδευτών βάσει των ως άνω κριτηρίων, ο δικαιούχος δύναται, με αιτιολογημένη απόφαση του Διευθύνοντα Συμβούλου του, να ορίζει εκπαιδευτές από το μητρώο εκπαιδευτών, κατά παρέκκλιση της ανωτέρω διαδικασίας.

Για τη διασφάλιση της διαδικασίας της αξιολόγησης των προγραμμάτων κατάρτισης του άρθρου 8 της υπ' αριθμ. 11510/21.12.2016 υπουργική απόφαση, η γραπτή εξέταση και η βαθμολόγηση θα πραγματοποιείται από εκπαιδευτές ( υπαλλήλους του δικαιούχου ή δημοσίους υπαλλήλους) ενταγμένους στο Μητρώο Εκπαιδευτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ, πιστοποιημένους η μη.

β) Σε περίπτωση που απασχολούνται ως εκπαιδευτές ή ως υπεύθυνοι υλοποίησης εκπαιδεύσεων, υπάλληλοι του δημοσίου τομέα, εφαρμόζεται το άρθρο 31 του υπαλληλικού κώδικα.

γ) Το ανώτατο όριο απασχόλησης των εκπαιδευτών όλων των κατηγοριών είναι δεκαοκτώ (18) ώρες ανά εκπαιδευτή ανά πρόγραμμα κατάρτισης και κατ' εξαίρεση τριάντα έξι (36) ώρες ανά εκπαιδευτή ανά πρόγραμμα κατάρτισης για τα προγράμματα κατάρτισης που λαμβάνουν χώρα σε νησιωτικές περιοχές, εκτός Κρήτης και Εύβοιας. Το ανώτερο όριο απασχόλησης για τους εκπαιδευτές δεν δύναται να ξεπερνά τις οχτακόσιες δέκα (810) ώρες ανά εκπαιδευτή στο σύνολο του έτους, με εξαίρεση τους εκπαιδευτές υπαλλήλους του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπου το όριο απασχόλησης ανά εκπαιδευτή στο σύνολο του έτους, δε δύναται να ξεπερνά τις τριακόσιες εξήντα (360) ώρες. Σε κάθε περίπτωση πρέπει για τον καθορισμό του ανώτατου ορίου απασχόλησης ανά εκπαιδευτή, να λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, προκειμένου να μην γίνεται υπέρβαση του ανώτατου επιτρεπόμενου ωραρίου εργασίας.

δ) Η αποζημίωση του εκπαιδευτικού προσωπικού της παρ. 1 α) του παρόντος, βαρύνει αποκλειστικά τον προϋπολογισμό της συγχρηματοδοτούμενης πράξης και το ύψος της καθορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του δικαιούχου με τρόπο ώστε να μην γίνεται υπέρβαση του μοναδιαίου κόστους ανά καταρτιζόμενο, όπως αυτό υπολογίζεται με βάση τη μελέτη σχετικά με την εκτίμηση του εύλογου εύρους μοναδιαίου κόστους για τις σχετικές δαπάνες.

2 .α) Για την οργάνωση, τη διεξαγωγή, την αξιολόγηση, την παρακολούθηση, τον έλεγχο και την υποστήριξη των προγραμμάτων κατάρτισης, ο δικαιούχος απευθύνει πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος και θέτει τα κριτήρια επιλογής για την πλήρωση των θέσεων. Ο δικαιούχος δύναται να συνάπτει συμβάσεις έργου με ανέργους και ελεύθερους επαγγελματίες, στις οποίες καθορίζεται το έργο που πρόκειται να παρασχεθεί, ο απαιτούμενος χρόνος απασχόλησης και η αποζημίωση η οποία καθορίζεται σύμφωνα με την παρ. 2β του παρόντος. Σε περίπτωση μη πλήρωσης των θέσεων από τις παραπάνω κατηγορίες, οι υπολειπόμενες θέσεις δύνανται να καλυφθούν με υπαλλήλους του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ή άλλων Υπουργείων, τους υπαλλήλους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και των Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου.

β) Η αποζημίωση του λοιπού προσωπικού της παρ. 2α του παρόντος βαρύνει αποκλειστικά τον προϋπολογισμό της συγχρηματοδοτούμενης πράξης και το ύψος της καθορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του δικαιούχου, με τρόπο ώστε να μην γίνεται υπέρβαση του μοναδιαίου κόστους ανά καταρτιζόμενο, όπως αυτό υπολογίζεται με βάση τη μελέτη σχετικά με την εκτίμηση του εύλογου εύρους μοναδιαίου κόστους για τις σχετικές δαπάνες.

Άρθρο 2 Έναρξη ισχύος

Η παρούσα από την έναρξη ισχύος της καταργεί την υπ'αριθμ. 1151/59872/1.6.2017 (ΦΕΚ 1974/Β΄/2017) υπουργική απόφαση.

Η ισχύς της παρούσας αρχίζει με τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 25 Ιανουαρίου 2019

Ο Υπουργός
ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΡΑΧΩΒΙΤΗΣ

137027/ΕΥΣΣΑ2394/2019 Τροποποίηση της 23451/ ΕΥΣΣΑ 493/24.02.2017 υπουργικής απόφασης που αφορά στις «Διαδικασίες κατάρτισης, έγκρισης και υλοποίησης προγραμμάτων Τεχνικής Βοήθειας, διαδικασίες δημιουργίας και διατήρησης καταλόγων προμηθευτών για την ανάθεση και υλοποίηση ενεργειών Τεχνικής Βοήθειας» (ΦΕΚ 677 Β’), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει

Previous: 32/15688/2019 Καθορισμός διαδικασιών απασχόλησης στο Πλαίσιο εφαρμογής της δράσης 1.1.1 «Δράσεις Κατάρτισης και Ανάπτυξης Δεξιοτήτων για νέους γεωργούς και μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις» του Μέτρου Μ01 («Δράσεις μετάδοσης Γνώσεων και Ενημέρωσης»), του ΠΑΑ 2014-2020, για τους δικαιούχους του Υπομέτρου 6.1 των οποίων οι πράξεις έχουν ενταχθεί και θα ενταχθούν για πρώτη φορά στο πλαίσιο του ΠΑΑ 2014-2020 και για τους δικαιούχους του Υπομέτρου 6.3 των οποίων οι Πράξεις θα ενταχθούν στο πλαίσιο του ΠΑΑ 2014-2020».
$
0
0

Αριθμ. 137027/ΕΥΣΣΑ 2394

(ΦΕΚ Β' 325/08-02-2019)
 
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Το άρθρο 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98/τ.Α’/22.04.2005).

2. Το ν. 4314/2014 (ΦΕΚ 265/τ.Α’/23.12.2014) «Α) Για τη διαχείριση, τον έλεγχο και την εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την προγραμματική περίοδο 2014 2020, Β) Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2012/17 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2012 (ΕΕ L 156/16.6.2012) στο ελληνικό δίκαιο, τροποποίηση του ν. 3419/2005 (ΦΕΚ 297/τ.Α’) και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει, και ειδικότερα τα άρθρα 48 και 70 αυτού.

3. Το ν. 3614/2007 (ΦΕΚ 267/τ.Α’/03.12.2007) «Διαχείριση, έλεγχος και εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την προγραμματική περίοδο 2007-2013», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

4. Το ν. 4412/2016 (ΦΕΚ 147/τ.Α’/08.08.2106) «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)» και ειδικότερα τα άρθρα 119 παρ. 4 και 329 παρ. 4 αυτού, ως ισχύει.

5. Το π.δ. 147/2017 (ΦΕΚ 192/τ.Α’/13-12-2017) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης».

6. Το π.δ. 123/2016 (ΦΕΚ 208/τ.Α’/04.11.2016) περί ανασύστασης και μετονομασίας υπουργείων.

7. Το π.δ. 88/2018 (ΦΕΚ 160/τ.Α’/29-08-2018), περί διορισμού Υπουργών, αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών…. καθώς και του Ευστάθιο Γιαννακίδη στη θέση του Υφυπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης.

8. To π.δ. 133/2017 (ΦΕΚ 161/τ.Α’/30.10.2017) Οργανισμός  του  Υπουργείου  Διοικητικής  Ανασυγκρότησης.

9. Το ν. 4440/2016 (ΦΕΚ 224/τ.Α’/02.12.2016) περί Ενιαίου Συστήματος Κινητικότητας στην Δημόσια Διοίκηση…… (άρθρο 39 Επιτελική Δομή ΕΣΠΑ).

10. Τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του Κανονισμού (ΕΚ) 1083/2006.

11. Τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1301/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και για τη θέσπιση ειδικών διατάξεων σχετικά με τον στόχο «Επενδύσεις στην ανάπτυξη και την απασχόληση» και για την κατάργηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1080/2006.

12. Τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1304/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και για την κατάργηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1081/2006.

13. Τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1305/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1698/2005 του Συμβουλίου.

14. Τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 508/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση των Κανονισμών 2328/2003, 861/2006, 1168/2006, 791/2007 και 1255/2011.

15. Τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1300/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το Ταμείο Συνοχής και για την κατάργηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1084/2006.

16. Τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1299/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί καθορισμού ειδικών διατάξεων για την υποστήριξη του στόχου της Ευρωπαϊκής εδαφικής συνεργασίας από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης.

17. Τις αποφάσεις έγκρισης των Προγραμμάτων συνεργασίας που υποστηρίζονται από τα ΕΔΕΤ στο πλαίσιο του στόχου της Ευρωπαϊκής Εδαφικής Συνεργασίας σε όλα τα κράτη μέλη με τη συμμετοχή της Ισλανδίας, του Λιχτενστάιν, της Νορβηγίας και της Ελβετίας.

18. Την 23451/ΕΥΣΣΑ493/24.2.2017 υπουργική απόφαση «Διαδικασίες κατάρτισης, έγκρισης και υλοποίησης προγραμμάτων τεχνικής βοήθειας, διαδικασίες δημιουργίας και διατήρησης καταλόγων προμηθευτών για την ανάθεση και υλοποίηση ενεργειών τεχνικής βοήθειας» (ΦΕΚ 677/τ.Β’/03.03.2017), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.

19. Την 69136/ΕΥΘΥ627/22.6.2015 (ΦΕΚ 1451/τ.Β’/10.07.2015) υπουργική απόφαση περί «Αναδιάρθρωσης της Ειδικής Υπηρεσίας Στρατηγικής, Σχεδιασμού και Αξιολόγησης του άρθρου 15 παρ. 1 του ν. 4314/2014 και αντικατάσταση της 35257/17.10.2001 κοινής υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ 1352 Β’), όπως κάθε φορά ισχύει».

20. Την 69137/ΕΥΘΥ628/22.6.2015 (ΦΕΚ 1451/τ.Β’/10.07.2015) υπουργική απόφαση περί «Αναδιάρθρωσης της Ειδικής Υπηρεσίας Θεσμικής Υποστήριξης του άρθρου 15 παρ. 3 του ν. 4314/2014 και αντικατάσταση της 3861/ΕΥΣ524/29.1.2008 κοινής υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ 333 Β΄), όπως κάθε φορά ισχύει.

21. Την απόφαση της Επιτροπής των ΕΚ με αριθμό C(2014) 7801 final/29.10.2014 για την έγκριση ορισμένων στοιχείων της αναθεωρημένης Συμφωνίας Εταιρικής Σχέσης με την Ελλάδα, η οποία κατήργησε την απόφαση C(2014)3542, ως ισχύει.

22. Την 110427/ΕΥΘΥ/1020/20.10.2016 (ΦΕΚ 3521/τ.Β’/01.11.2016) υπουργική απόφαση περί «Τροποποίηση και αντικατάσταση της 81986/ΕΥΘΥ712/31.7.2015 (ΦΕΚ 1822/τ.Β’) υπουργικής απόφασης “Εθνικοί κανόνες επιλεξιμότητας δαπανών για τα προγράμματα του ΕΣΠΑ 2014-2020 Έλεγχοι νομιμότητας δημοσίων συμβάσεων συγχρηματοδοτούμενων πράξεων ΕΣΠΑ 2014-2020 από Αρχές Διαχείρισης και Ενδιάμεσους Φορείς Διαδικασία ενστάσεων επί των αποτελεσμάτων αξιολόγησης πράξεων”», ως ισχύει.

23. Το γεγονός ότι οι ενέργειες Τεχνικής Βοήθειας αφορούν στον προγραμματισμό, σχεδιασμό, προετοιμασία, διαχείριση, παρακολούθηση, αξιολόγηση, δημοσιότητα, εφαρμογή και έλεγχο των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, καθώς και δραστηριότητες για την ενίσχυση της διοικητικής ικανότητας για την υλοποίηση των προγραμμάτων. Οι ανωτέρω ενέργειες χρηματοδοτούνται από εθνικούς ή ενωσιακούς πόρους μέσω του προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων.

24. Την αναγκαιότητα προσαρμογής του καθεστώτος υλοποίησης των ενεργειών τεχνικής βοήθειας στις απαιτήσεις της προγραμματικής περιόδου 2014-2020, καθώς και στο νέο θεσμικό πλαίσιο δημοσίων συμβάσεων στη βάση και της εμπειρίας από την υλοποίηση ενεργειών τεχνικής βοήθειας, που απαιτεί επαναπροσδιορισμό της επιλεξιμότητας των δράσεων για τη βελτίωση της ποιότητας και της διαφάνειας στη διαχείρισή τους, καθώς και τη μεγαλύτερη δυνατή θετική επίπτωση στην υποβοήθηση υλοποίησης των παρεμβάσεων.

25. Την 91589/03.09.2018 (ΦΕΚ 3814 Α’) απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης για Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης, Ευστάθιο Γιαννακίδη.

26. Την αριθμ. 4/2017 θετική γνώμη της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. που εκδόθηκε κατ’άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ υποπερ. γγ του ν. 4013/2011 (ΦΕΚ 204/τ.Α’), που αφορούσε στην έγκριση της υπουργικής απόφασης 23451/ΕΥΣΣΑ 493/24.02.2017 (ΦΕΚ 677/τ.Β’/03.03.2017).

27. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, 

αποφασίζουμε:

Την τροποποίηση της 23451/ΕΥΣΣΑ493/24.2.2017 υπουργικής απόφασης «Διαδικασίες κατάρτισης, έγκρισης και υλοποίησης προγραμμάτων τεχνικής βοήθειας, διαδικασίες δημιουργίας και διατήρησης καταλόγων προμηθευτών για την ανάθεση και υλοποίηση ενεργειών τεχνικής βοήθειας» (ΦΕΚ 677/τ.Β’/03.03.2017), όπως ισχύει, εφεξής υπουργικής απόφασης, ως εξής:

Άρθρο 1

Στο τέλος του άρθρου 2 παράγραφος 3 περίπτωση Γ της υπουργικής απόφασης 23451/ΕΥΣΣΑ493/24.2.2017, προστίθεται σημείο ως εξής:
«Διεύθυνση Στρατηγικού Σχεδιασμού και Καινοτομίας, ως Επιτελική Δομή ΕΣΠΑ του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης».

Άρθρο 2

Στο τέλος της πρώτης περιόδου της παραγράφου 1 του άρθρου 5 της 23451/ΕΥΣΣΑ493/24.2.2017, προστίθεται φράση ως εξής:
«…και η Διεύθυνση Στρατηγικού Σχεδιασμού και Καινοτομίας, ως Επιτελική Δομή ΕΣΠΑ του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης».

Κατά τα λοιπά εξακολουθεί να ισχύει η 23451/ΕΥΣΣΑ493/24.2.2017 υπουργική απόφαση «Διαδικασίες κατάρτισης, έγκρισης και υλοποίησης προγραμμάτων τεχνικής βοήθειας, διαδικασίες δημιουργίας και διατήρησης καταλόγων προμηθευτών για την ανάθεση και υλοποίηση ενεργειών τεχνικής βοήθειας» (ΦΕΚ 677/τ.Β’/03.03.2017), όπως ισχύει.

Η απόφαση αυτή ισχύει από την δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
 
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 30 Ιανουαρίου 2019

Ο Υφυπουργός
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΙΔΗΣ

Δημόσια Πρόσκληση Νο 1/2019 προς εποχικές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις για υποβολή αιτήσεων στο «Πρόγραμμα επιχορήγησης εποχικών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων για τη διατήρηση θέσεων εργασίας κατά τη χειμερινή περίοδο 2018-2019»

$
0
0

Αρ. Πρωτ. :12144/11-02-2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ
Ταχ. Δ/νση: Εθν. Αντίστασης 8,
ΤΚ 17456, ΑΛΙΜΟΣ

ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ Νο 1/2019

ΠΡΟΣ ΕΠΟΧΙΚΕΣ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΣΤΟ «Πρόγραμμα επιχορήγησης εποχικών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων για τη διατήρηση θέσεων εργασίας κατά τη χειμερινή περίοδο 2018-2019»


Η Διοικήτρια του Ο.Α.Ε.Δ. λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 25 του Ν.4144/2013 (ΦΕΚ Α' 88) που αντικατέστησε το άρθρο 2 του Ν.2956/2001 (ΦΕΚ Α' 258), τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1407/2013 της Επιτροπής, τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 8 του Ν.1545/1985 (ΦΕΚ 91/Α/20-05-1985), τη με αριθμ. 43452/633/22-12-2014 ΚΥΑ (ΦΕΚ 3637/Β/31-12-2014) καθώς και το άρθρο 55 του Ν. 4430/2016 (Α'205) καλεί τις εποχικές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που επιθυμούν να συμμετάσχουν στο «Πρόγραμμα επιχορήγησης εποχικών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων για τη διατήρηση θέσεων εργασίας κατά τη χειμερινή περίοδο 2018-2019» να υποβάλλουν αιτήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος από τις 12/02/2019 και ώρα 11η πρωινή έως τις 15/04/2019 και ώρα 12η μεσημβρινή στο διαδικτυακό τόπο του ΟΑΕΔ www.oaed.gr, στο πεδίο καταχώρησης ηλεκτρονικών αιτήσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Σκοπός - Αντικείμενο

Σκοπός του προγράμματος είναι η διατήρηση των θέσεων εργασίας στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, που λειτουργούν εποχικά, κατά τη χειμερινή περίοδο και συγκεκριμένα από την 1η Νοεμβρίου 2018 έως την 28η Φεβρουαρίου 2019.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Πλαίσιο ένταξης - χρηματοδότηση

Το πρόγραμμα υλοποιείται στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 55 του Ν. 4430/2016 (Α' 205), όπως τροποποίησε το άρθρο 8 (παρ. 2 και 3) του ν.1545/1985, το οποίο ορίζει ότι:

«Η παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν. 1545/1985 (Α'91) τροποποιείται και αναδιατυπώνεται ως εξής: «2. Ο Ο.Α.Ε.Δ. μπορεί να επιχορηγεί ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που λειτουργούν εποχιακά, εφόσον συνεχίζουν την απασχόληση εργαζομένων και κατά την περίοδο περιορισμού ή αναστολής της δραστηριότητάς τους. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ., καθορίζονται οι δικαιούχοι, οι όροι και οι προϋποθέσεις, η διαδικασία, το ποσό της επιχορήγησης, και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την επιχορήγηση. Οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις υποβάλλουν σχετική αίτηση στον Ο.Α.Ε.Δ., ο οποίος ανάλογα με την περιοχή που λειτουργούν, τον αριθμό του προσωπικού που απασχολούν, την κατηγορία στην οποία υπάγονται και άλλα συναφή κριτήρια, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκών της αγοράς εργασίας, καταρτίζει πίνακα των επιχειρήσεων που κρίνει ότι πρέπει να επιχορηγηθούν.

Η αρμόδια Υπηρεσία/Όργανο του Ο.Α.Ε.Δ., με βάση την ανωτέρω υπουργική απόφαση και ύστερα από σχετικό έλεγχο προβαίνει στην έκδοση σχετικής εγκριτικής απόφασης για την καταβολή της επιχορήγησης. Το ύψος της επιχορήγησης δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από τα ποσά των επιδομάτων ανεργίας που θα κατέβαλλε ο Ο.Α.Ε.Δ. στους εργαζόμενους στην επιχείρηση, αν έπαυαν να απασχολούνται κατά τη διάρκεια του περιορισμού ή της αναστολής της δραστηριότητας της επιχείρησης».

Το κόστος υλοποίησης του προγράμματος θα καλυφθεί από τον προϋπολογισμό του ΟΑΕΔ στον οποίο έχουν προβλεφθεί ανάλογες πιστώσεις και θα βαρύνει τον ΚΑΕ 2493. Η μέγιστη δαπάνη θα ανέλθει συνολικά στο ποσό των 1.000.000,00 ευρώ για το έτος 2019.

Οι ενισχύσεις που προβλέπονται χορηγούνται βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1407/2013 της Επιτροπής για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (de minimis). Η ενίσχυση που θα λάβει μια επιχείρηση βάσει της παρούσας ΚΥΑ, αθροιζόμενη με οποιαδήποτε άλλη de minimis ενίσχυση (Καν.14θ7/2013) έχει λάβει ή θα λάβει η επιχείρηση, δεν πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ σε οποιαδήποτε περίοδο τριών οικονομικών ετών. Το συνολικό ποσό ενισχύσεων ήσσονος σημασίας που χορηγείται σε μια επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον τομέα των οδικών μεταφορών δεν πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 100.000 ευρώ σε οποιαδήποτε περίοδο τριών οικονομικών ετών.

Ως ημερομηνία λήψης της συνολικής ενίσχυσης νοείται η ημερομηνία της εγκριτικής απόφασης, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 3 του Καν.1407/2013(1).

Επισημαίνεται ότι, στην περίπτωση που η ενδιαφερόμενη επιχείρηση η οποία υποβάλλει ηλεκτρονική αίτηση υπαγωγής στο πρόγραμμα είναι «ενιαία» τότε στον ως άνω έλεγχο της σώρευσης αθροίζονται και οι ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που έχουν λάβει οι ενιαίες με την αιτούσα επιχειρήσεις.

Στην «ενιαία επιχείρηση» περιλαμβάνονται, όλες οι επιχειρήσεις που έχουν τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες σχέσεις μεταξύ τους:

α) μια επιχείρηση κατέχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή των εταίρων άλλης επιχείρησης,

β) μια επιχείρηση έχει το δικαίωμα να διορίζει ή να παύει την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου του καταστατικού της τελευταίας,

γ) μια επιχείρηση έχει το δικαίωμα να ασκήσει κυριαρχική επιρροή σε άλλη επιχείρηση βάσει σύμβασης που έχει συνάψει με αυτήν ή δυνάμει ρήτρας του καταστατικού της αυτής της τελευταίας και δ) μια επιχείρηση που είναι μέτοχος ή εταίρος άλλης επιχείρησης ελέγχει μόνη της, βάσει συμφωνίας που έχει συνάψει με άλλους μετόχους ή εταίρους της εν λόγω επιχείρησης, την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή των εταίρων αυτής της επιχείρησης.

Οι επιχειρήσεις που έχουν οποιαδήποτε από τις σχέσεις που αναφέρονται στα ανωτέρω στοιχεία α έως δ με μία ή περισσότερες άλλες επιχειρήσεις θεωρούνται επίσης ενιαία επιχείρηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Δικαιούχοι και προϋποθέσεις συμμετοχής

Στο πρόγραμμα διατήρησης θέσεων εργασίας σε ξενοδοχειακές μονάδες μπορούν να υπαχθούν οι κάθε μορφής ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, εφόσον πληρούν σωρευτικά τις παρακάτω προϋποθέσεις:

Α) Ξενοδοχειακές επιχειρήσεις ή/και ξενοδοχειακές μονάδες, οι οποίες θα υποβάλουν αίτηση υπαγωγής στο πρόγραμμα και λειτουργούν εκτός της περιφέρειας της Διοικητικής Περιφέρειας Αττικής (πλην της Περιφερειακής Ενότητας Νήσων) και του Πολεοδομικού Συγκροτήματος της πόλεως της Θεσσαλονίκης,

Β) έχουν άδεια λειτουργίας του Ε.Ο.Τ. σε ισχύ,

Γ) Είναι εποχικές, είχαν διακόψει τη συνεχόμενη λειτουργία τους τουλάχιστον για δύο έτη, κατά την προηγούμενη πενταετία (2013-2017), και συγκεκριμένα, τη χρονική περίοδο από 1η Νοεμβρίου μέχρι 28η Φεβρουαρίου, εκτός εάν μετείχαν σε ένα τουλάχιστον από τα προηγούμενα προγράμματα διατήρησης θέσεων εργασίας για τη χειμερινή περίοδο ή είναι νέες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις (άρχισαν δηλαδή να λειτουργούν από την 1η Ιανουαρίου 2017 και μετά), οπότε θα πρέπει να διέκοψαν την συνεχόμενη λειτουργία τους κατά το προηγούμενο έτος (2017) πριν την 1η Νοεμβρίου.

Ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που άρχισαν να λειτουργούν από την 1η Νοεμβρίου 2017 και μετά, δεν επιχορηγούνται.

Δεν υπάγονται :

- Στο πρόγραμμα δεν μπορεί να επιχορηγηθεί ξενοδοχειακή επιχείρηση ή/και ξενοδοχειακή μονάδα για το προσωπικό της, το οποίο πριν την 1η Νοεμβρίου 2017 είχε συνεχόμενη δωδεκάμηνη απασχόληση στην ίδια ή/ και σε άλλη ξενοδοχειακή επιχείρηση.

- Εξωχώριες εταιρείες όπως και επιχειρήσεις, που στην εταιρική τους σύνθεση συμμετέχουν εξωχώριες εταιρείες.

- Επιχειρήσεις εις βάρος των οποίων εκκρεμεί ανάκτηση προηγούμενων κρατικών ενισχύσεων. Είναι δυνατή η υπαγωγή των επιχειρήσεων για τις οποίες έχει εκδοθεί απόφαση διακοπής με αναζήτηση αναλογούντος ποσού ή απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης εφόσον προσκομίσουν ταμειακό παραστατικό πληρωμής δικαιούχου, από το οποίο προκύπτει ότι έχουν εξοφλήσει ή εξακολουθούν και καταβάλλουν τις τυχόν δόσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ωφελούμενοι

Ωφελούμενοι είναι οι ξενοδοχοϋπάλληλοι οι οποίοι δικαιούνται επίδομα τακτικής ανεργίας κατά την έναρξη του χρονικού διαστήματος της επιμήκυνσης, δηλαδή κατά την 1-11-2018.

Οι ωφελούμενοι ξενοδοχοϋπάλληλοι θα πρέπει να απασχολούνται κατά την προηγούμενη ημέρα ήτοι την 31-10-2018, της έναρξης του χρονικού διαστήματος της επιμήκυνσης (1-11-2018), διότι σκοπός του προγράμματος είναι η επιμήκυνση της απασχόλησης τους.

Δεν είναι δυνατή η υπαγωγή ξενοδοχοϋπαλλήλων στο πρόγραμμα οι οποίοι πριν την 1η Νοεμβρίου 2017 είχαν συνεχόμενη δωδεκάμηνη απασχόληση στην ίδια ή/ και σε άλλη ξενοδοχειακή επιχείρηση.

Δεν είναι δυνατή η υπαγωγή ξενοδοχοϋπαλλήλων στο πρόγραμμα οι οποίοι δεν απασχολούνταν κατά την 31-10-2018.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Διαδικασία υπαγωγής δικαιούχων

5.1 Η ενδιαφερόμενη ξενοδοχειακή επιχείρηση ή ξενοδοχειακή μονάδα οφείλει να υποβάλει ηλεκτρονικά αίτηση υπαγωγής στο ΚΠΑ2 στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει, από τις 12/02/2019 και ώρα 11η πρωινή έως τις 15/04/2019 και ώρα 12η μεσημβρινή στο διαδικτυακό τόπο του ΟΑΕΔ www.oaed.gr.

Απαραίτητη προϋπόθεση για την υποβολή της ηλεκτρονικής αίτησης είναι η ενδιαφερόμενη ξενοδοχειακή επιχείρηση να είναι εγγεγραμμένος χρήστης στο πληροφοριακό σύστημα (portal) του ΟΑΕΔ και να διαθέτει κωδικούς πρόσβασης σε αυτό (Ονομασία Χρήστη και Συνθηματικό).

Στην περίπτωση που μια ξενοδοχειακή επιχείρηση (π.χ. Ανώνυμη Εταιρεία) διατηρεί σε λειτουργία περισσότερες ξενοδοχειακές μονάδες, πρέπει να υποβάλει ξεχωριστά αίτηση υπαγωγής για κάθε μία ξενοδοχειακή μονάδα που αιτείται να επιχορηγηθεί και να την αποστείλει στην Υπηρεσία (ΚΠΑ2), στην αρμοδιότητα της οποίας ανήκει η κάθε ξενοδοχειακή μονάδα.

Στην αίτηση αναφέρει τα βασικά στοιχεία της ξενοδοχειακής επιχείρησης (επωνυμία, διεύθυνση, τηλέφωνο, νόμιμο εκπρόσωπο, μετοχική σύνθεση κτλ) και της ξενοδοχειακής μονάδας για την οποία ζητάει επιχορήγηση, τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούσε κατά την 31 Οκτωβρίου 2018, τη χρονική διάρκεια της επιμήκυνσης των εργασιών της και τον αριθμό των εργαζομένων που θα απασχολήσει κατά τη διάρκεια της επιμήκυνσης.

Απαραίτητη προϋπόθεση για την υποβολή της ηλεκτρονικής αίτησης είναι η ενδιαφερόμενη ξενοδοχειακή επιχείρηση να είναι εγγεγραμμένος χρήστης στο πληροφοριακό σύστημα (portal) του ΟΑΕΔ και να διαθέτει κωδικούς πρόσβασης σε αυτό (Ονομασία Χρήστη και Συνθηματικό).

Επισημαίνεται ότι στην περίπτωση που η επιχείρηση επιθυμεί να ενταχθεί για τα υποκαταστήματα / ξενοδοχειακές μονάδες της, τότε οι κωδικοί πρόσβασης που θα χρησιμοποιήσει κατά την υποβολή της ηλεκτρονικής αίτησης για την πρόσληψη επιχορηγούμενων ανέργων σε αυτά, είναι ο κλειδάριθμος του υποκαταστήματος ή της ξενοδοχειακής μονάδας της επιχείρησης.

Στην περίπτωση που οι ενδιαφερόμενες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις δεν είναι εγγεγραμμένοι χρήστες στο Πληροφοριακό Σύστημα (portal) του Οργανισμού τότε θα πρέπει να επισκεφτούν την Υπηρεσία του ΟΑΕΔ (ΚΠΑ2) στην αρμοδιότητα της οποίας ανήκει η ξενοδοχειακή επιχείρηση ή η ξενοδοχειακή μονάδα και αν προσκομίσουν τα κάτωθι δικαιολογητικά για την έκδοση κλειδαρίθμου προκειμένου στη συνέχεια να υποβάλουν ηλεκτρονική αίτηση για την υπαγωγή στο ανωτέρω πρόγραμμα.

1. Οι ατομικές επιχειρήσεις προσκομίζουν τη Βεβαίωση έναρξης επιτηδεύματος.

2. Τα νομικά πρόσωπα προσκομίζουν πρόσφατο καταστατικό της επιχείρησης από όπου θα προκύπτει η μετοχική ή/και εταιρική σύνθεσή της, καθώς και το ΑΦΜ της επιχείρησης. Επίσης, η επιχείρηση πρέπει να αναφέρει υποχρεωτικά το νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης και μόνο τα- τυχόν- νομικά πρόσωπα που είναι εταίροι ή μέτοχοι της επιχείρησης από 20% και άνω, ανεξαρτήτως εάν τα νομικά πρόσωπα είναι μέτοχοι ή εταίροι εντός ή εκτός της ελληνικής επικράτειας, προκειμένου να γίνει η σώρευση των κρατικών ενισχύσεων.

Η ανωτέρω διαδικασία μπορεί να διενεργηθεί από νόμιμα εξουσιοδοτημένο πρόσωπο.

Εάν η επιχείρηση διατηρεί υποκαταστήματα τότε κατά την έκδοση του κλειδάριθμου θα πρέπει να δηλώνονται και να καταχωρούνται όλα τα απαραίτητα στοιχεία (δ/νση, τηλ., email, ΑΦΜ κλπ) κάθε υποκαταστήματος της.

5.2 Η ηλεκτρονική αίτηση επέχει θέση υπεύθυνης δήλωσης, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν.1599/1986, όσον αφορά στα στοιχεία που περιλαμβάνονται και αναφέρονται σε αυτήν. Η ανακρίβεια των στοιχείων που δηλώνονται στην ηλεκτρονική αίτηση επισύρει τις προβλεπόμενες ποινικές και διοικητικές κυρώσεις. Η επιχείρηση φέρει την ευθύνη της πλήρους και ορθής συμπλήρωσης της ηλεκτρονικής της αίτησης.

Η αίτηση συμμετοχής συνιστά εξουσιοδότηση προς τον ΟΑΕΔ για τη χρήση και επεξεργασία των στοιχείων της από το ΠΣ του ΟΑΕΔ, το αρχείο της Υπηρεσίας (ΚΠΑ2), το ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ, του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) και του Πληροφοριακού Συστήματος Σώρευσης Κρατικών Ενισχύσεων (sorefsis).

Σε περίπτωση που επιχείρηση υποβάλλει ηλεκτρονικές αιτήσεις για περισσότερα από ένα υποκαταστήματά της, σε διαφορετικά ΚΠΑ, η υπηρεσία μέσω του ΟΠΣ οφείλει να ελέγχει τον αριθμό των αιτούμενων θέσεων, ώστε να μη γίνεται υπέρβαση του ποσού των κρατικών ενισχύσεων (de minimis).

5.3 Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας (ΚΠΑ2) προβαίνει άυεσα στην έκδοση της εγκριτικής απόφασης, για το σύνολο των ατόμων που αιτείται να επιχορηγηθεί η ξενοδοχειακή επιχείρηση ή ξενοδοχειακή μονάδα στην οποία θα προσδιορίζεται ο ακριβής αριθμός των ατόμων για τα οποία δικαιούται να επιχορηγηθεί η επιχείρηση, στο πλαίσιο του καθεστώτος ενίσχυσης ήσσονος σημασίας (de minimis).

Όσον αφορά την έννοια της τριετίας όταν εξετάζεται η έγκριση μίας ενίσχυσης de minimis, π.χ. στις 23/02/2019 τότε ελέγχονται οι ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί για την επιχείρηση τα έτη 2017, 2018 και 2019 μέχρι τις 23-02-2019.

Ο έλεγχος αυτός γίνεται πριν την έγκριση της νέας ενίσχυσης και λαμβάνονται υπ ' όψιν το σύνολο των ενισχύσεων που έχει λάβει η -ενιαία- επιχείρηση μέχρι εκείνη τη στιγμή αθροιζόμενης και της υπό έγκριση ενίσχυσης. Εάν το σύνολο δεν υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ τότε μπορεί να χορηγηθεί και η εξεταζόμενη ενίσχυση, διαφορετικά δεν χορηγείται καθόλου ούτε κατά τμήμα της. Σε περίπτωση που οι εταίροι ή μέτοχοι της επιχείρησης είναι φυσικά πρόσωπα, τότε η επιχείρηση δεν τα δηλώνει στην ηλεκτρονική της αίτηση, διότι στο πλαίσιο εφαρμογής του Καν. 1407/2013 όπου εντάσσονται οι ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει του παρόντος προγράμματος, δεν εξετάζεται η σύνδεση των επιχειρήσεων μέσω φυσικών προσώπων και δεν σωρεύονται οι ενισχύσεις σε φυσικά πρόσωπα.

Ως ενισχύσεις προγενέστερες της εξεταζόμενης που έχει λάβει η επιχείρηση θεωρούνται οι εγκριτικές αποφάσεις/αποφάσεις υπαγωγής/συμβάσεις /ή όποια άλλη απόφαση προβλέπεται στο θεσμικό πλαίσιο της δράσης ενίσχυσης με τις οποίες χορηγήθηκαν οι ενισχύσεις de minimis που έχει ήδη λάβει, οι οποίες θεωρείται ότι χορηγήθηκαν κατά τη χρονική στιγμή έγκρισης τους.

Ειδικότερα:

-Εγκριτικές αποφάσεις για τις οποίες κατά την χρονική στιγμή της εξέτασης της νέας ενίσχυσης έχει εκδοθεί οριστική απόφαση ανάκλησης/απένταξης και ο επενδυτής δεν έχει πλέον κανένα δικαίωμα σε αυτές δεν συνυπολογίζονται.

-Εγκριτικές αποφάσεις για τις οποίες κατά τη χρονική στιγμή της εξέτασης της νέας ενίσχυσης υπάρχει μείωση της τελικά χορηγούμενης ενίσχυσης σε σχέση με την αρχικά εγκεκριμένη με σχετική οριστική διοικητική πράξη του φορέα που την χορήγησε και ο επενδυτής δεν έχει πλέον κανένα δικαίωμα για το υπόλοιπο ποσόν, τότε για την σώρευση υπολογίζεται το τελικό μειωμένο ποσόν.

Επομένως, το σύνολο των προϋποθέσεων ελέγχεται κατά τη στιγμή εξέτασης της χορήγησης της νέας ενίσχυσης, οπότε θα πρέπει να εξακριβώνεται ότι η νέα ενίσχυση ήσσονος σημασίας δεν οδηγεί σε υπέρβαση του ανώτατου ορίου των 200.000 ευρώ για περίοδο τριών οικονομικών ετών.

Σε περίπτωση υπέρβασης του ανωτέρω ποσού, τότε ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας θα προβαίνει στην έκδοση απορριπτικής απόφασης.

5.4 Στη συνέχεια, το αρμόδιο ΚΠΑ2 καλεί την επιχείρηση μέσω αποδεδειγμένης πρόσκλησης - κοινοποίησης (ηλεκτρονικής ή εγγραφής), να προσέλθει για να παραλάβει την εγκριτική απόφαση.

Σε περίπτωση που η επιχείρηση δεν προσέλθει εντός (30) ημερών από την ημερομηνία ενημέρωσης της, τότε ο Προϊστάμενος του ΚΠΑ2 θα προβαίνει στην έκδοση απόφασης ανάκλησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Χρονικό διάστημα επιμήκυνσης

Το χρονικό διάστημα λειτουργίας της εποχικής ξενοδοχειακής επιχείρησης και διατήρησης των θέσεων εργασίας για το οποίο μπορούν να επιχορηγηθούν οι διατηρούμενες θέσεις ορίζεται από την 1η Νοεμβρίου 2018, δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες και σε καμία περίπτωση πέραν της 28ης Φεβρουαρίου 2019.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Ποσό επιχορήγησης και όροι του προγράμματος

7.1 Οι ημέρες επιχορήγησης της ξενοδοχειακής επιχείρησης δεν μπορούν να υπερβαίνουν τον αριθμό των ημερήσιων επιδομάτων ανεργίας που δικαιούται ο ξενοδοχοϋπάλληλος κατά την έναρξη του χρονικού διαστήματος επιμήκυνσης της λειτουργίας της ξενοδοχειακής επιχείρησης και αφαιρούνται από την τακτική επιδότηση της ανεργίας που δικαιούται ο ξενοδοχοϋπάλληλος.

Το ποσό της επιχορήγησης κατά το χρονικό διάστημα της επιμήκυνσης είναι ίσο με το ημερήσιο επίδομα ανεργίας, που δικαιούται ο ξενοδοχοϋπάλληλος για κάθε ημέρα ασφάλισης του, με ανώτερο όριο τις 25 ημέρες ανά μήνα και τις 100 ημέρες για όλο το χρονικό διάστημα της επιμήκυνσης.

Στην περίπτωση που ο επιχορηγούμενος εργαζόμενος (ωφελούμενος) πραγματοποιήσει περισσότερες από 25 ημέρες ασφάλισης σε ένα μήνα της επιμήκυνσης, θα καταχωρηθούν στη σχετική αναλυτική κατάσταση των εργαζομένων μόνο 25 για το μήνα αυτό, χωρίς οι υπόλοιπες να καταχωρηθούν στον ίδιο ή στον επόμενο μήνα.

Επισημαίνεται ότι στην περίπτωση που ο εργαζόμενος δεν είχε συμπληρώσει τον απαιτούμενο για την επιδότηση της ανεργίας του αριθμό ημερομισθίων, κατά την έναρξη του χρονικού διαστήματος της επιμήκυνσης, τότε ο δικαιούχος (ξενοδοχειακή επιχείρηση) δεν μπορεί να επιχορηγηθεί στο πλαίσιο του παρόντος προγράμματος για τον συγκεκριμένο υπάλληλο.

7.2 Ο ξενοδοχοϋπάλληλος, μετά τη λήξη της επιμήκυνσης και αφού δεν απασχολείται πλέον στην ξενοδοχειακή επιχείρηση, δύναται να λάβει τα ημερήσια επιδόματα ανεργίας που δικαιούνταν κατά την έναρξη της επιμήκυνσης μειωμένα κατά τις ημέρες ασφάλισης που πραγματοποίησε κατά το χρονικό διάστημα επιμήκυνσης της λειτουργίας της ξενοδοχειακής επιχείρησης.

Η επιδότηση του ξενοδοχοϋπαλλήλου δεν είναι αναγκαία προϋπόθεση για την επιχορήγηση της επιχείρησης, η οποία μπορεί να επιχορηγηθεί και στην περίπτωση που ο ξενοδοχοϋπάλληλος δεν ασκήσει για οποιοδήποτε λόγο, μετά τη λήξη της επιμήκυνσης, το δικαίωμα που είχε για επιδότηση κατά την έναρξή της.

7.3 Η δικαιούχος ξενοδοχειακή επιχείρηση, κατά το χρονικό διάστημα της επιμήκυνσης, μπορεί να προβεί σε αντικατάσταση του εργαζόμενου, που είτε δεν θα αποδεχθεί να απασχοληθεί σε αυτήν ή θα σταματήσει για οποιοδήποτε λόγο την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα της επιμήκυνσης, με άνεργο ξενοδοχοϋπάλληλο άλλης ξενοδοχειακής μονάδας της ίδιας ξενοδοχειακής επιχείρησης ή από άλλη ξενοδοχειακή επιχείρηση και να επιχορηγηθεί για αυτόν, εφόσον όμως ο άνεργος ξενοδοχοϋπάλληλος είχε συμπληρώσει τον απαιτούμενο αριθμό ημερών επιδότησης κατά το χρονικό διάστημα έναρξης της επιμήκυνσης.

Ο εργαζόμενος που σταματήσει για οποιοδήποτε λόγο την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα της επιμήκυνσης, δεν δύναται να επαναπροσληφθεί από την ίδια ξενοδοχειακή επιχείρηση ή ξενοδοχειακή μονάδα στα πλαίσια του ανωτέρω προγράμματος.

7.4 Η αρμόδια Υπηρεσία (ΚΠΑ2) διενεργεί, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, διοικητικό και επιτόπιο (όπου απαιτείται) έλεγχο λειτουργίας της ξενοδοχειακής επιχείρησης ή της ξενοδοχειακής μονάδας κατά το χρονικό διάστημα της επιμήκυνσης των εργασιών της και συντάσσει σχετική έκθεση διοικητικού και επιτόπιου (όπου απαιτείται) ελέγχου. Εφόσον διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι όροι του προγράμματος, θα προβαίνει σε απόφαση ανάκλησης της υπαγωγής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Διαδικασία για την καταβολή της επιχορήγησης 8.1 Υποβολή αίτησης για καταβολή της επιχορήγησης

Η επιχορηγούμενη δικαιούχος ξενοδοχειακή επιχείρηση υποβάλει εντός 60 ημερών μετά τη λήξη της ημερομηνίας υποβολής των αιτήσεων για υπαγωγή στο ανωτέρω πρόγραμμα στο ΚΠΑ2 του ΟΑΕΔ που ανήκει η ξενοδοχειακή επιχείρηση ή η ξενοδοχειακή μονάδα, την αίτηση καταβολής επιχορήγησης επισυνάπτοντας τα εξής δικαιολογητικά:

α) Αναλυτική κατάσταση των -εποχικών- ξενοδοχοϋπαλλήλων που απασχόλησαν, με τον αριθμό των ημερών ασφάλισης για καθένα τους, κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος της επιμήκυνσης.

Πιο συγκεκριμένα η κατάσταση - πίνακας αποτελείται από 9 στήλες, οι οποίες είναι οι εξής:

1η στήλη: αύξων αριθμός
2η στήλη: Επώνυμο ξενοδοχοϋπαλλήλου
3η στήλη: Όνομα ξενοδοχοϋπαλλήλου
4η στήλη: Αριθμός μητρώου ΕΦΚΑ
5η στήλη (συμπληρώνεται από την Υπηρεσία): Ημέρες ασφάλισης κατά το τελευταίο (πριν από το χρονικό διάστημα έναρξης της επιμήκυνσης) 12μηνο, 14μηνο ή διετία.
6η στήλη (συμπληρώνεται από την Υπηρεσία): Ημέρες τακτικής επιδότησης ανεργίας που θα δικαιούταν ο ξενοδοχοϋπάλληλος κατά την έναρξη του χρονικού διαστήματος της επιμήκυνσης
7η στήλη (συμπληρώνεται από την Υπηρεσία): Ημέρες ασφάλισης κατά το χρονικό διάστημα της επιμήκυνσης (ημέρες επιχορήγησης της εποχικής ξενοδοχειακής επιχείρησης)
8η στήλη: -τυχόν- Παρατηρήσεις
9η στήλη : στήλη της υπεύθυνης δήλωσης με τις υπογραφές των εποχικών ξενοδοχοϋπαλλήλων ότι απασχολήθηκαν και πληρώθηκαν το χρονικό διάστημα για το οποίο ζητείται η επιχορήγηση. Παραστατικά/ αποδεικτικά πληρωμής μισθοδοσίας των επιχορηγούμενων για το αιτούμενο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με την παρ.10 του άρθρ.38 του Ν.4387/16.

β) Αναλυτικές περιοδικές δηλώσεις (Α.Π.Δ.), οι οποίες μπορούν να υποβληθούν και σε οπτικό δίσκο, συνοδευμένες με υπεύθυνη δήλωση στην οποία θα δηλώνεται ότι τα στοιχεία που εμπεριέχονται είναι αληθή.

γ) Παραστατικά καταβολής ασφαλιστικών εισφορών για το ελεγχόμενο χρονικό διάστημα. Στις περιπτώσεις που η επιχείρηση έχει προβεί σε ρύθμιση των οφειλών της προς το ΕΦΚΑ ή το ΕΤΕΑΕΠ, για να είναι δυνατή η καταβολή της επιχορήγησης θα πρέπει η ρύθμιση να προσκομισθεί και στην απόφαση ρύθμισης να συμπεριλαμβάνεται το κρίσιμο χρονικό διάστημα και εφόσον οι δόσεις της ρύθμισης καταβάλλονται κανονικά. Εάν κριθεί απαραίτητο ότι τα παραπάνω στοιχεία χρήζουν περαιτέρω έρευνας, ενδείκνυται να διασταυρωθούν και με το ΕΦΚΑ ή το ΕΤΕΑΕΠ.

- Αντίγραφα των γραμματίων κατάθεσης (αν η καταβολή έγινε σε Τράπεζα) ή των προσωρινών γραμματίων είσπραξης (αν η καταβολή έγινε π.χ. σε Υποκ/μα του ΕΦΚΑ), που αντιστοιχούν στις μηνιαίες εισφορές, τις οποίες είναι υποχρεωμένος ο εργοδότης να καταβάλει για τους μήνες που αναφέρονται στη χρονική περίοδο της επιμήκυνσης).

- Σε περίπτωση που επιχειρήσεις χρησιμοποιούν τους εναλλακτικούς τρόπους συναλλαγής για την απόδοση των ασφαλιστικών τους εισφορών (π.χ. Internet Banking, Phone Banking) τότε θα πρέπει να προσκομίσουν αντίγραφο συναλλαγής πληρωμής όπου αναγράφεται η ένδειξη «ΑΜΕΣΗ ΠΛΗΡΩΜΗ το ΕΦΚΑ ή το ΕΤΕΑΕΠ», «ΕΚΤΕΛΕΣΜΕΝΗ», «ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ» και Υπεύθυνη δήλωση ότι τα αναγραφόμενα είναι ακριβή και αληθή.

Εάν η Υπηρεσία κρίνει ότι τα παραπάνω στοιχεία χρήζουν περαιτέρω έρευνας, ενδείκνυται να τα διασταυρώσει και με την αρμόδια Υπηρεσία του ΕΦΚΑ ή του ΕΤΕΑΕΠ.

δ) Αντίγραφο κατάστασης προσωπικού και ωρών εργασίας που έχει υποβληθεί ηλεκτρονικά στο σύστημα ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ (Έντυπο Ε4 - ετήσιος πίνακας κατάστασης προσωπικού) καθώς και το Ενιαίο Έντυπο Ε3 της πρόσληψης του επιχορηγούμενου (Ε3 Αναγγελία Πρόσληψης και Ε4 Συμπληρωματικός Πίνακας Προσωπικού Νέας Πρόσληψης). Τα ανωτέρω έντυπα θα αναζητούνται αυτεπάγγελτα από την αρμόδια Υπηρεσία του ΟΑΕΔ (ΚΠΑ), στο Πληροφοριακό Σύστημα ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ (ΣΕΠΕ-ΟΑΕΔ-ΕΦΚΑ) του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.

Ο δικαιούχος (εποχική ξενοδοχειακή επιχείρηση) υποβάλει στο κατά τόπο αρμόδιο για την επιδότηση του ξενοδοχοϋπαλλήλου γραφείο ασφάλισης του ΚΠΑ2 την ανωτέρω αναλυτική κατάσταση των εργαζομένων με συμπληρωμένες τις στήλες 1η έως 4η μαζί με τη «βεβαίωση εργοδότη» ή με τα ασφαλιστικά βιβλιάρια των εργαζομένων της τελευταίας διετίας. Ο αρμόδιος υπάλληλος του ΚΠΑ2 συμπληρώνει τις στήλες 5η έως 6η βάσει της «βεβαίωσης εργοδότη» ή των ασφαλιστικών βιβλιαρίων, στα οποία σημειώνει το χρονικό διάστημα που έχει αιτηθεί για να επιχορηγηθεί η ξενοδοχειακή επιχείρηση λόγω επιμήκυνσης και κατόπιν τα επιστρέφει στον δικαιούχο (εποχική ξενοδοχειακή επιχείρηση).

Κατόπιν το γραφείο ασφάλισης, αφού έχει ελέγξει ποιοι ξενο δοχοϋπάλληλοι δικαιούνται επιδότηση τακτικής ανεργίας κατά την έναρξη της επιμήκυνσης, διαβιβάζει άμεσα τη συμπληρωμένη κατάσταση των εργαζομένων στο αρμόδιο για την επιχορήγηση της ξενοδοχειακής επιχείρησης γραφείο απασχόλησης του ΚΠΑ2. Το γραφείο απασχόλησης που είναι αρμόδιο για την επιχορήγηση της εποχικής ξενοδοχειακής επιχείρησης συμπληρώνει την 7η στήλη, βάσει της «βεβαίωσης εργοδότη» με τις ημέρες ασφάλισης κατά το χρονικό διάστημα της επιμήκυνσης την οποία προσκομίζει ο δικαιούχος (ξενοδοχειακή επιχείρηση).

Σημειώνεται ότι στην περίπτωση που ένας ξενοδοχοϋπάλληλος δεν δικαιούται επίδομα τακτικής ανεργίας κατά την έναρξη του χρονικού διαστήματος της επιμήκυνσης, η εποχική ξενοδοχειακή επιχείρηση (δικαιούχος) δεν μπορεί να επιχορηγηθεί για τον συγκεκριμένο ξενοδοχοϋπάλληλο. Επίσης στην περίπτωση που κανένας από τους ξενοδοχοϋπαλλήλους, για τους οποίους η ξενοδοχειακή επιχείρηση έχει αιτηθεί την επιχορήγηση, δεν δικαιούται επίδομα τακτικής ανεργίας κατά την έναρξη του χρονικού διαστήματος της επιμήκυνσης, τότε η ξενοδοχειακή επιχείρηση δεν μπορεί να επιχορηγηθεί στα πλαίσιο του παρόντος προγράμματος.

Επίσης, σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής της αίτησης ή και των απαραίτητων δικαιολογητικών για καταβολή της επιχορήγησης, που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, περάν της προθεσμίας των 60 ημερών από τη λήξη του τελευταίου μήνα της επιμήκυνσης, τότε η αξίωση για καταβολή της επιχορήγησης, θα παραγράφεται μετά από σχετική απόφαση του Προϊσταμένου του ΚΠΑ2.

Είναι δυνατή η επιμήκυνση της ως άνω προθεσμίας κατά εξήντα (60) ημέρες, ύστερα από αίτηση της επιχείρησης και σχετική απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας.

8.2 Καταβολή της επιχορήγησης

Η αρμόδια Υπηρεσία (ΚΠΑ2), στην αρμοδιότητα της οποίας ανήκει η ξενοδοχειακή επιχείρηση ή η ξενοδοχειακή μονάδα, ύστερα από τον σχετικό έλεγχο των ημερών ασφάλισης του επιχορηγούμενου προσωπικού μέσω του ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος του ΕΦΚΑ, συμπληρώνει την κατάσταση των εργαζομένων υπολογίζοντας και το ποσό της επιχορήγησης.

Η αρμόδια Υπηρεσία (ΚΠΑ2), στην αρμοδιότητα της οποίας ανήκει η ξενοδοχειακή επιχείρηση ή η ξενοδοχειακή μονάδα, ύστερα από το σχετικό έλεγχο των δικαιολογητικών (διοικητικός έλεγχος) ή και τον τυχόν επιτόπιο έλεγχο και αφού διαπιστώσει ότι πληρούνται οι όροι και προϋποθέσεις του προγράμματος, προβαίνει στην έκδοση σχετικής εγκριτικής απόφασης για την καταβολή της ενίσχυσης.

Οι εγκριτικές αποφάσεις καταβολής επιχορήγησης υπογράφονται από τον Προϊστάμενο και αποστέλλονται στο λογιστήριο της αρμόδιας Περιφερειακής Δ/νσης.

Η Περιφερειακή Δ/νση προβαίνει στη λογιστικοποίηση- έγκριση των σχετικών ενταλμάτων.

Μετά την έγκριση των ενταλμάτων, το λογιστήριο του κάθε ΚΠΑ προβαίνει στην έκδοση πληρωμής προς την Τράπεζα.

Σε περίπτωση που ο νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης δεν ανταποκριθεί και δεν προσέλθει στην Υπηρεσία, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας (3 μήνες) τότε το ποσό θα παραγράφεται μετά από σχετική απόφαση του Προϊσταμένου του ΚΠΑ2.

Είναι δυνατή η επιμήκυνση της ως άνω προθεσμίας κατά ενενήντα (90) ημέρες, ύστερα από απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Επιδότηση ανεργίας ξενοδοχοϋπαλλήλου

Το γραφείο ασφάλισης του ΚΠΑ2, που είναι αρμόδιο για την επιδότηση του ξενοδοχοϋπαλλήλου, εξετάζει με βάση την προαναφερθείσα σημείωση στη «βεβαίωση εργοδότη» του ξενοδοχοϋπαλλήλου, αν απασχολήθηκε κατά το χρονικό διάστημα της επιμήκυνσης και σε καταφατική περίπτωση θα του καταβάλει τα επιδόματα ανεργίας σύμφωνα με τον παραπάνω υπολογισμό (ημερήσια επιδόματα που θα δικαιούνταν κατά την έναρξη της επιμήκυνσης μειωμένα κατά τον αριθμό των ημερών εργασίας/ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σε αυτήν και για τα οποία δικαιούται να επιχορηγηθεί η δικαιούχος ξενοδοχειακή επιχείρηση). Επιπλέον θα γνωστοποιήσει τη σχετική απόφαση στο αρμόδιο για την επιχορήγηση της επιχείρησης γραφείο απασχόλησης, που τη διατηρεί στο φάκελο της επιχορήγησής της, αφού θα σημειώσει τον αριθμό της στην κατάσταση εργαζομένων.

Στην περίπτωση που απασχολήθηκε τότε θα του καταβάλει τα επιδόματα ανεργίας σύμφωνα με τον παραπάνω υπολογισμό (ημερήσια επιδόματα που θα δικαιούνταν κατά την έναρξη της επιμήκυνσης μειωμένα κατά τον αριθμό των ημερών εργασίας/ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σε αυτήν και για τα οποία δικαιούται να επιχορηγηθεί η δικαιούχος εποχική ξενοδοχειακή επιχείρηση). Επιπλέον θα γνωστοποιήσει τη σχετική απόφαση στον αρμόδιο για την επιχορήγηση της επιχείρησης γραφείο απασχόλησης, που τη διατηρεί στο φάκελο της επιχορήγησής της.

Αν δεν υπάρχει σημείωση του αρμόδιου για την επιχορήγηση της επιχείρησης γραφείου απασχόλησης επάνω στις «βεβαιώσεις εργοδότη» σχετική με την αίτησή της για επιχορήγηση, θα πρέπει το αρμόδιο για την επιδότηση του ξενοδοχοϋπαλλήλου γραφείο ασφάλισης, πριν εκδώσει απόφαση, να επικοινωνήσει με το αρμόδιο για την επιχορήγηση της επιχείρησης γραφείο απασχόλησης, για να εξακριβώσει αν ο ξενοδοχοϋπάλληλος έχει ζητήσει επιδότηση. Στη συνέχεια θα εκδώσει, με σχετική αναφορά της επικοινωνίας αυτής, την απόφαση για την επιδότηση του ξενοδοχοϋπαλλήλου την οποία θα γνωστοποιήσει και στο αρμόδιο για την επιχορήγηση της ξενοδοχειακής επιχείρησης γραφείο απασχόλησης.

Η γνωστοποίηση εξασφαλίζει τη βεβαιότητα ότι δεν θα καταβληθούν δύο επιχορηγήσεις/επιδοτήσεις (στην επιχείρηση και στον ξενοδοχοϋπάλληλο αντίστοιχα) για τις ίδιες ημέρες ασφάλισης κατά το χρονικό διάστημα της επιμήκυνσης.

Το αρμόδιο γραφείο απασχόλησης για την επιχορήγηση της ξενοδοχειακής επιχείρησης, οφείλει να διατηρεί φάκελο με τα στοιχεία της επιχορήγησης όπως φωτοτυπία της «βεβαίωσης εργοδότη» των ξενοδοχοϋπαλλήλων με τις ημέρες ασφάλισης κατά το χρονικό διάστημα της επιμήκυνσης, αποφάσεις σχετικά με την επιδότηση των εργαζομένων, υπεύθυνες δηλώσεις των δικαιούχων (εποχικών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων) κλπ, από όπου θα προκύπτει ότι η ξενοδοχειακή επιχείρηση μπορεί να επιχορηγηθεί για τις ημέρες ασφάλισης που έχουν καταχωρηθεί στην 7η στήλη και ότι για αυτές δεν επιδοτήθηκαν οι εργαζόμενοι.

Κεφάλαιο 10
Διακοπή -Δημοσιονομική Διόρθωση

Σε περίπτωση που διαπιστωθεί παράβαση όρου ή όρων ή προϋποθέσεων, μετά από οποιαδήποτε καταβολή ποσού της επιχορήγησης στην επιχείρηση οι διατάξεις του άρθρου 29 παρ.7 του ν.1262/1982 (ΦΕΚ 70/Α'/16.6.1982), όπως ισχύει, για την απόδοση στον ΟΑΕΔ , εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 121 και 123 του ν.4270/2014 (ΦΕΚ 143/Α') και του άρθρου 91 παρ. 1 εδ. 1ο του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Ν.Δ. 356/1974), όπως ισχύει.

Κεφάλαιο 11
Επίλυση διαφορών -Διαδικασία Ενστάσεων

Οποιαδήποτε διαφορά προκύψει μεταξύ των δικαιούχων και των Υπηρεσιών Απασχόλησης του ΟΑΕΔ, επιλύεται με απόφαση της Επιτροπής Εκδίκασης Ενδικοφανών Προσφυγών (Απόφαση Δ.Σ.: 635/8-3-2016 - ΦΕΚ 1708/Β/15-6- 2016 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει).

Όλες οι ενστάσεις θα υποβάλλονται, εντός της αποκλειστικής προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση των σχετικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από το κάθε φορά αρμόδιο γραφείο της Υπηρεσίας.

Όλες οι υποβαλλόμενες ενστάσεις με τα τυχόν προσκομισθέντα δικαιολογητικά εξετάζονται από τον Προϊστάμενο και τον κάθε φορά υπάλληλο του ΚΠΑ2. Μετά τον σχετικό έλεγχο γίνεται εισήγηση η οποία αποστέλλεται στο αρμόδιο τμήμα της αντίστοιχης Περιφερειακής Διεύθυνσης του Οργανισμού το οποίο θα θέσει το αίτημα της επιχείρησης υπόψη της Επιτροπής Εκδίκασης Ενδικοφανών Προσφυγών.

Κεφάλαιο 12 Τελικές διατάξεις

Η παρούσα Δημόσια Πρόσκληση αναρτάται στην ιστοσελίδα ΟΑΕΔ (www.oaed.gr). Επίσης, συντάσσεται Δελτίο Τύπου, το οποίο αναρτάται στην επίσημη ιστοσελίδα του ΟΑΕΔ στο διαδίκτυο (www.oaed.gr) και αποστέλλεται μέσω του Γραφείου Τύπου του ΟΑΕΔ στον ημερήσιο τύπο. Για λόγους ευρύτερης δημοσιότητας, η παρούσα Δημόσια Πρόσκληση θα καταχωρηθεί και στο Πρόγραμμα «Διαύγεια» http://sites.diavgeia.gov.gr/oaed/.]


Η ΔΙΟΙΚΗΤΡΙΑ
Μ. ΚΑΡΑΜΕΣΙΝΗ

Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου Εταιρικοί μετασχηματισμοί και εναρμόνιση του νομοθετικού πλαισίου με τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/55/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 για την έκδοση ηλεκτρονικών τιμολογίων στο πλαίσιο δημόσιων συμβάσεων

$
0
0

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
«Εταιρικοί μετασχηματισμοί και εναρμόνιση του νομοθετικού πλαισίου με τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/55/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 για την έκδοση ηλεκτρονικών τιμολογίων στο πλαίσιο δημόσιων συμβάσεων»

Προς τη Βουλή των Ελλήνων

ΤΜΗΜΑ Α'

I. Επί του νομοσχεδίου γενικά


1. Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο επιδιώκεται η αναμόρφωση του δικαίου των εταιρικών μετασχηματισμών και η συστηματοποίησή του για πρώτη φορά σε ένα ενιαίο νομοθετικό κείμενο.
Για το ελληνικό εταιρικό δίκαιο και ειδικότερα για το δίκαιο των εμπορικών εταιριών, στο οποίο συστηματικά ανήκουν οι διατάξεις του προτεινόμενου νομοσχεδίου, η έννοια των μετασχηματισμών δεν είναι ούτε οικεία ούτε σαφής ως προς το περιεχόμενο της. Πράγματι, οι νόμοι που διέπουν τις εταιρικές μορφές της α.ε, της ε.π.ε., της ι.κ.ε., της ο.ε. και της ε.ε. αγνοούν τον όρο αυτόν, ο οποίος αποτελεί «δάνειο» από το χώρο της φορολογικής νομοθεσίας. Στη νομική γλώσσα και στην πρακτική των συναλλαγών, ωστόσο, ο όρος έχει από μακρού χρόνου καθιερωθεί, όχι μόνον εξαιτίας της στενής σχέσης εταιρικού και φορολογικού δικαίου που πάντοτε χαρακτήριζε το σχετικό συναλλακτικό πεδίο (παρακ. αριθ. 8 επ.), αλλά και λόγω του σημασιολογικού του φορτίου και της ικανότητάς του να αποδίδει με συνθετικό και συνάμα περιληπτικό τρόπο ποικίλες νομικές πράξεις αναδιάρθρωσης ενός φορέα άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως η συγχώνευση, η διάσπαση και η μετατροπή (βλ. και τους συγγενείς ξενόγλωσσους όρους: αγγλ. "corporate restructurings"· γαλλ. "restructurations des societes"· γερμ. "Unternehmensumstrukturierungen"). Ως «μετασχηματισμοί» επιχειρήσεων νοούνται, επομένως, οι διεπόμενες από το εταιρικό δίκαιο νομικές πράξεις και διαδικασίες, με τις οποίες μεταβάλλεται η υπόσταση ενός εταιρικού φορέα άσκησης επιχείρησης, χωρίς κατά κανόνα να μεσολαβήσει λύση και εκκαθάρισή του ούτε μεταβίβαση των περιουσιακών του στοιχείων με τους κανόνες της ειδικής διαδοχής. Οι εταιρικοί μετασχηματισμοί συντελούνται με τα μέσα που προβλέπει το εταιρικό δίκαιο, τα δε νομικά αποτελέσματά τους είναι σύνθετα και επέρχονται ταυτοχρόνως και αυτοδικαίως (uno actu) με την καταχώρισή τους στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.): σε αυτό το χρονικό σημείο, πράγματι, οι μετασχηματιζόμενοι εταιρικοί φορείς ενοποιούνται, διαιρούνται ή μεταβάλλουν, κατά περίπτωση, τη νομική μορφή τους, χωρίς να προηγηθούν οι οχληρές διατυπώσεις της λύσης και εκκαθάρισής τους, οι εταίροι τους καθίστανται αυτομάτως εταίροι των εταιρικών φορέων που προέρχονται από τον μετασχηματισμό, ενώ η μεταβίβαση της περιουσίας των μετασχηματιζόμενων φορέων πραγματοποιείται χωρίς εκκαθάριση, διανομή και εισφορά, αλλά (πλην της περίπτωσης της μετατροπής) με καθολική διαδοχή, δηλαδή, μεταβίβαση του συνόλου του ενεργητικού και παθητικού τους στον διάδοχο ή στους διάδοχους εταιρικούς φορείς, χωρίς την ανάγκη μεταβίβασης καθενός περιουσιακού στοιχείου χωριστά.

2. Τα οφέλη της νομικής ρύθμισης των εταιρικών μετασχηματισμών είναι πολλαπλά και δικαιολογούν τη νομοθετική μέριμνα για συστηματοποίηση, αναμόρφωση και εκσυγχρονισμό των σχετικών κανόνων. Οι λόγοι που οδηγούν στην πραγματοποίηση ενός εταιρικού μετασχηματισμοί είναι πολλοί και εντάσσονται στον κύκλο ζωής όλων των φορέων επιχειρηματικής δραστηριότητας: ανάπτυξη, προσαρμογή στο διαρκώς μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον και στον εξελισσόμενο ανταγωνισμό, επιδίωξη ευκαιριών σε νέες αγορές, αξιοποίηση δυνατοτήτων συνεργασίας, εξυγίανση. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το δίκαιο των εταιρικών μετασχηματισμών: (α) προσφέρει στους ενδιαφερομένους τα απαραίτητα νομικά εργαλεία για την αποτελεσματική πραγμάτωση των στόχων τους, (β) διασφαλίζει την απρόσκοπτη και ομαλή συνέχιση της νομικής προσωπικότητας και της εταιρικής επιχείρησης του μετασχηματιζόμενου φορέα, χωρίς κίνδυνο υποβάθμισης της ενότητας και ακεραιότητας των επί μέρους στοιχείων που τη συγκροτούν, (γ) εγγυάται την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων, των πιστωτών και των εταίρων του μετασχηματιζόμενου φορέα και (δ) ενισχύει την ασφάλεια του δικαίου και την ασφάλεια των συναλλαγών, στον αναγκαίο βαθμό.

3. Η έννοια του εταιρικού μετασχηματισμού είναι έννοια γένους, που καλύπτει κάθε περίπτωση μεταβολής του φορέα επιχείρησης. Οι βασικές κατηγορίες μετασχηματισμών είναι τρεις (3): συγχωνεύσεις, διασπάσεις και μετατροπές. Οι ορισμοί ποικίλλουν και δίνουν έμφαση άλλες φορές στο αποτέλεσμα και άλλες στη διαδικασία. Συγχώνευση είναι η πράξη με την οποία επιτυγχάνεται η απόκτηση, με καθολική διαδοχή, από υφιστάμενη ή νεοϊδρυόμενη εταιρία, των περιουσιακών στοιχείων άλλων εταιριών που λύονται χωρίς εκκαθάριση. Διάσπαση είναι η πράξη μεταβίβασης, με καθολική διαδοχή, της περιουσίας μιας εταιρίας που λύεται χωρίς εκκαθάριση, σε δύο τουλάχιστον υφιστάμενες ή νεοϊδρυόμενες εταιρίες. Τέλος, μετατροπή είναι η πράξη μεταβολής της εταιρικής μορφής (του «νομικού ενδύματος») μιας εταιρίας, χωρίς να προηγηθεί λύση της, όπως στις άλλες κατηγορίες μετασχηματισμών, και χωρίς να μεσολαβήσει διαδοχή (καθολική ή ειδική) στην περιουσία της. Από συστηματική άποψη, στους μετασχηματισμούς εντάσσονται και οι γνωστές στην ενωσιακή έννομη τάξη, αλλά και σε ευρωπαϊκές νομοθεσίες, πράξεις της εισφοράς ή απόσχισης κλάδου και της μερικής διάσπασης, οι οποίες στο πλαίσιο του προτεινόμενου νομοσχεδίου αποτελούν ειδικότερες εκφάνσεις των τριών βασικών κατηγοριών μετασχηματισμών.

4. Οι τρεις βασικές κατηγορίες μετασχηματισμών είναι βεβαίως γνωστές στο δίκαιο μας. Η ισχύουσα ρύθμισή τους, όμως, δεν διακρίνεται ούτε από δικαιοπολιτική συνέπεια ούτε και από συστηματική συνοχή. Ειδικότερα, διατάξεις για τους μετασχηματισμούς περιλαμβάνονται στο ισχύον (μέχρι την επικείμενη αντικατάστασή του με το Ν.4548/2018) νομοθετικό πλαίσιο για τις ανώνυμες εταιρίες (ΚΝ 2190/1920), στο νόμο για τις εταιρίες περιορισμένης ευθύνης (Ν. 3190/1955), στο νόμο για τις ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρίες (Ν. 4072/2012) και στο νόμο τις προσωπικές εταιρίες (Ν. 4072/2012), ενώ δεν λείπουν και διατάξεις για τους μετασχηματισμούς, που διεκδικούν ευθεία ή ανάλογη εφαρμογή, και από τη νομοθεσία που διέπει άλλους εταιρικούς τύπους, όπως για παράδειγμα ο αστικός συνεταιρισμός (Ν. 1667/1986), η σχεδόν άγνωστη στην πράξη ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρία (άρθρ. 284 Ν. 4072/2012) ή και προβλεπόμενοι από το ενωσιακό δίκαιο εταιρικοί τύποι όπως η Ευρωπαϊκή Εταιρία (Κανονισμός [ΕΚ] 2157/2001) και η Ευρωπαϊκή Συνεταιριστική Εταιρία (Κανονισμός [ΕΚ] 1435/2003).

5. Η σημερινή κατάσταση του εταιρικού δικαίου μετασχηματισμών δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ικανοποιητική. Τούτο έχει ως αιτία μία σειρά από παράγοντες που σχετίζονται κυρίως με την αποσπασματική νομοθέτηση και την πολυδιάσπαση της ύλης του, καθώς και την ελλειμματική κάλυψη περιπτώσεων. Απόρροια της έλλειψης συστηματικής συνοχής των υφιστάμενων διατάξεων αποτελούν τρεις κατηγορίες προβλημάτων, τα οποία έχουν συσσωρευτεί με «σειριακό» σχεδόν τρόπο στο δίκαιο των μετασχηματισμών, καθώς η προσπάθεια επίλυσης του ενός προκαλεί το επόμενο: η αρχή της ειδικότητας των επιτρεπόμενων μορφών μετασχηματισμών, οι αποκαλούμενοι «καταχρηστικοί μετασχηματισμοί» και η «ανάμειξη» του φορολογικού δικαίου.

6. Στην ισχύουσα σήμερα νομοθεσία, προβλέπονται μόνον συγκεκριμένης μορφής μετασχηματισμοί για συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να τίθεται εύλογα εν αμφιβόλω το επιτρεπτό των μη προβλεπόμενων μετασχηματισμών και να καταλείπεται έδαφος για αντικρουόμενες ερμηνείες σε νομολογία, θεωρία και πράξη, σε έναν τομέα όπου η ασφάλεια δικαίου θα έπρεπε να είναι το πρώτο ζητούμενο. Βάσει, ειδικότερα, του σήμερα ισχύοντος εταιρικού δικαίου, είναι επιτρεπτοί οι ακόλουθοι μετασχηματισμοί:
(α) μετατροπή ικε σε άλλη εταιρία (άρθρ. 106 Ν. 4072/2012), (β) μετατροπή άλλης εταιρίας σε ικε (άρθρ. 107 Ν. 4072/2012), (γ) συγχώνευση μεταξύ ικε (άρθρ. 108 έως 115 Ν. 4072/2012), (δ) μετατροπή αε σε επε (άρθρ. 51 Ν. 3190/1955), (ε)μετατροπή οε ή εε σε επε (άρθρ. 53 Ν. 3190/1955), (στ) μετατροπή εε σε οε (άρθρ. 282 Ν. 4072/2012), (ζ) μετατροπή οε σε εε (άρθρ. 282Α Ν. 4072/2012), (η) μετατροπή επε σε οε η εε (άρθρ. 283 Ν. 4072/2012) (θ)συγχώνευση μεταξύ επε (άρθρ. 54 και 55 Ν. 3190/1955), (ι) μετατροπή αε σε επε (άρθρ. 66 Ν.ΚΝ 2190/1920), (ια)μετατροπή αε σε οε ή εε (άρθρ. 66° Ν.ΚΝ 2190/1920), (ιβ) μετατροπή επε σε αε (άρθρ. 67 παρ. 1 Ν.ΚΝ 2190/1920), (ιγ) μετατροπή οε ή εε σε αε (άρθρ. 67 παρ. 2 Ν.ΚΝ 2190/1920), (ιδ) συγχώνευση μεταξύ αε (άρθρ. 68 έως 80 Ν.ΚΝ 2190/1920), (ιε) διάσπαση αε (άρθρ. 81 έως 89 Ν.ΚΝ 2190/1920).

7. Από την παραπάνω καταγραφή προκύπτει ότι το εταιρικό δίκαιο αγνοεί μεγάλο αριθμό δυνατών μετασχηματισμών: δεν προβλέπονται, για παράδειγμα, συγχωνεύσεις μεταξύ εταιριών διαφορετικού τύπου, δεν προβλέπονται διασπάσεις παρά μόνον η διάσπαση αε με επωφελούμενες επίσης αε, ενώ αγνοούνται παντελώς παραλλαγές της διάσπασης, όπως η απόσχιση κλάδου ή η μερική διάσπαση.

8. Η απουσία ενός πλήρους φάσματος δυνατών μετασχηματισμών, με τα προσόντα της καθολικής διαδοχής και της συνέχισης της νομικής προσωπικότητας των μετασχηματιζόμένων εταιρικών φορέων, θάλπει το ανεπιθύμητο φαινόμενο των καλούμενων «καταχρηστικών μετασχηματισμών». Ως τέτοιοι νοούνται εκείνοι που καταλήγουν στο ίδιο οικονομικό αποτέλεσμα με τους ρυθμιζόμενους μετασχηματισμούς, δηλαδή, στην μεταβολή του μετασχηματιζόμενου επιχειρηματικού φορέα, η οποία επιτυγχάνεται, όμως, με τη διενέργεια μίας σειράς ασύνδετων μεταξύ τους νομικών πράξεων, οι οποίες δεν διασφαλίζουν τη συνέχιση της νομικής του προσωπικότητας και της επιχείρησής του. Πρόκειται για διαδικασίες οι οποίες, σε σύγκριση με τους ρητά προβλεπόμενους στο νόμο μετασχηματισμούς, δεν είναι καθόλου απλές και ασφαλείς και οι οποίες παραλλάσσουν κατά περίπτωση, περιλαμβάνοντας λύση εταιρίας ή εταιριών, εκκαθάριση, διανομή, ίδρυση νέας ή νέων εταιριών και εισφορά περιουσίας σε αυτές, χωρίς τα προσόντα της καθολικής διαδοχής, αλλά με τα μέσα του κοινού περιουσιακού δικαίου. Και είναι αλήθεια, βεβαίως, ότι με την αρωγή των κανόνων του φορολογικού δικαίου (βλ. αμέσως στη συνέχεια, αριθ. 9 επ.) αλλά και την ευρηματικότητα των επαγγελματιών της πράξης (δικηγόρων, συμβολαιογράφων, ορκωτών ελεγκτών λογιστών κ.λπ.), διαπλάσθηκαν στην πρακτική των συναλλαγών νέες μορφές γνήσιων μετασχηματισμών, με ανάλογη συνδυαστική εφαρμογή διατάξεων που ισχύουν για τις ρητά προβλεπόμενες μορφές αυτών (λ.χ. απορρόφηση ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας από ε.π.ε. ή ανώνυμη). Μολαταύτα, ελλείψει συγκεκριμένου ερείσματος στους κανόνες του εταιρικού δικαίου, η διάπλαση αυτή παραμένει ατελής και ξένη προς το σύστημα του τελευταίου, καταλείποντας ρυθμιστικά κενά και ελλείμματα προστασίας των μειοψηφούντων εταίρων και των πιστωτών και προκαλώντας ανασφάλεια δικαίου και αβεβαιότητα στους συναλλασσόμενους.

9. Πιο συγκεκριμένα, με αφορμή τη θέσπιση φορολογικών κινήτρων για συγκεκριμένες μορφές μετασχηματισμών και για συγκεκριμένους εταιρικούς τύπους, με δικαιοπολιτικό στόχο την ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για δημιουργία ισχυρών οικονομικών μονάδων, το φορολογικό δίκαιο (ιδίως ο Ν. 2166/1993) παρεμβαίνει στο ουσιαστικό εταιρικό δίκαιο μετασχηματισμών, δημιουργώντας μείζον πρόβλημα συμβατότητας και συστηματικής συνοχής με αυτό. Αρκεί να σημειωθεί ότι ο Ν. 2166/1993 καταλαμβάνει: (α) μετατροπή επιχείρησης οποιασδήποτε μορφής σε αε ή επε, (β) απορρόφηση επιχειρήσεων οποιασδήποτε μορφής από υφιστάμενη αε ή επε, (γ) συγχώνευση ανωνύμων εταιριών, (δ) διάσπαση ανωνύμων εταιριών υπό την προϋπόθεση ότι οι διασπώμενες απορροφώνται από υφιστάμενες αε, (ε) εισφορά από λειτουργούσα επιχείρηση ενός ή περισσότερων κλάδων ή τμημάτων της σε λειτουργούσα αε και (στ) συγχώνευση αστικών συνεταιρισμών του Ν. 1667/1986 με σκοπό την ίδρυση νέου αστικού συνεταιρισμού. Περαιτέρω, το ν.δ. 1297/1972 εφαρμόζεται (άρθρ. 1) «επί συγχωνεύσεων ή μετατροπής επιχειρήσεων, οποιασδήποτε μορφής, σε ανώνυμη εταιρία ή προς το σκοπό ίδρυσης ανώνυμης εταιρίας, καθώς και επί συγχωνεύσεως ή μετατροπής επιχειρήσεων οποιασδήποτε μορφής, εφόσον σε αυτές δεν περιλαμβάνεται ανώνυμη εταιρία, σε εταιρία περιορισμένης ευθύνης ή προς το σκοπό ίδρυσης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης», καθώς και σε εισφορά κλάδου σε αε (άρθρ. 7). Με το Ν. 4172/2013 παρέχονται φορολογικά ευεργετήματα τα οποία ισχύουν επί εισφοράς ενεργητικού έναντι τίτλων (άρθρ. 52), επί ανταλλαγής τίτλων (άρθρ. 53), καθώς και επί συγχωνεύσεων εταιριών με απορρόφηση ή με σύσταση νέας εταιρίας και επί της διάσπασης μιας εταιρίας σε μια ή περισσότερες υφιστάμενες εταιρίες, συμπεριλαμβανομένης και της μερικής διάσπασης (άρθρ. 54).

10. Το μεγαλύτερο μέρος των παραπάνω αναφερόμενων (αριθ. 9) κατηγοριών μετασχηματισμών κινείται στα όρια του ισχύοντος εταιρικού δικαίου και αυτό όχι μόνον εξαιτίας των εταιρικών μορφών που μπορούν να συμμετάσχουν σε αυτούς, αλλά και εξαιτίας της ίδιας της δομής ορισμένων από αυτούς, όπως π.χ. η εισφορά ή απόσχιση κλάδου και η μερική διάσπαση, οι οποίες στερούνται σαφούς ερείσματος στο ουσιαστικό εταιρικό δίκαιο. . Η παρέμβαση του φορολογικού δικαίου δημιουργεί ασάφεια όχι μόνον ως προς το ποιος μετασχηματισμός επιτρέπεται, αλλά και ως προς το πώς υλοποιείται ένας τέτοιος μετασχηματισμός. Η απόσχιση κλάδου και η μερική διάσπαση, για παράδειγμα, συνδυάζονται μόνον με την παροχή φορολογικών κινήτρων, χωρίς να υπάρχει καμία πρόβλεψη στο εταιρικό δίκαιο για τους όρους και τη διαδικασία πραγματοποίησής τους, ενώ ακόμη και για γνωστούς στο εταιρικό δίκαιο μετασχηματισμούς, όπως οι συγχωνεύσεις και διασπάσεις ανωνύμων εταιριών και εταιριών περιορισμένης ευθύνης, κατά τον ΚΝ 2190/1920 και το Ν. 3190/1955, η φορολογική νομοθεσία μετασχηματισμών θεσπίζει παρεκκλίσεις από τους κανόνες του εταιρικού δικαίου, κάποιες από τις οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν τουλάχιστον αμφίβολης συμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο. Συγκεκριμένα, για τους εν λόγω μετασχηματισμούς προβλέπεται από το Ν. 2166/1993 (άρθρ. 2 παρ. 1), ότι πραγματοποιούνται κατά παρέκκλιση των διατάξεων του ΚΝ 2190/1920, με ενοποίηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού των μετασχηματιζομένων επιχειρήσεων, όπως αυτά εμφανίζονται σε ισολογισμούς αυτών συντασσόμενους για το σκοπό του μετασχηματισμού και μεταφέρονται ως στοιχεία ισολογισμού της νέας εταιρίας. Η ισχύουσα Οδηγία (EE) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δικαίου, η οποία, κωδικοποιεί, μεταξύ άλλων, προηγούμενες οδηγίες για τη συγχώνευση και τη διάσπαση κεφαλαιουχικών εταιριών, προβλέπει όμως αυστηρή διαδικασία σύνταξης έκθεσης και ενημέρωσης του διαχειριστικού οργάνου για τη συγχώνευση ή διάσπαση (άρθρ. 95 και 141) και εξέταση του σχεδίου από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες (άρθρ. 96 και 142), δηλαδή διασφάλιση της εγκυρότητας της σχέσης ανταλλαγής με βάση ελεγμένη από ειδικούς αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων των μετασχηματιζόμενων επιχειρήσεων. Αν και οι ρυθμίσεις αυτές είναι καίριες για τη προστασία όλων των εμπλεκομένων στο μετασχηματισμό συμφερόντων, μια εταιρία που επιχειρεί την υπαγωγή της στο Ν. 2166/1993 δύναται να τις αποφύγει όχι μόνον όταν συμμετέχει σε μια μη προβλεπόμενη από το εταιρικό δίκαιο απόσχιση κλάδου, αλλά και όταν συμμετέχει σε συγχώνευση ή διάσπαση διεπόμενη από αυτό.

11. Συνολικά, επομένως, το εταιρικό δίκαιο των μετασχηματισμών παραμένει σήμερα κατακερματισμένο σε ένα ευρύ φάσμα νομοθετημάτων εταιρικού και φορολογικού δικαίου, παλαιότερων και νεότερων, των οποίων οι επί μέρους ρυθμίσεις υποφέρουν από ελλείψεις, συγκρούσεις και ασάφειες, δεν παρουσιάζουν συστηματική ενότητα και κανονιστική πληρότητα ούτε έχουν πάντοτε κοινή στόχευση (προστασία των μειοψηφούντων εταίρων και μετόχων καθώς και των εταιρικών πιστωτών, το εταιρικό δίκαιο / παροχή κινήτρων για δημιουργία ισχυρών οικονομικών μονάδων, το φορολογικό). Αποτέλεσμα της διαχρονικής αυτής νομοτεχνικής ακαταστασίας είναι να δημιουργούνται ρυθμιστικά κενά και δυσλειτουργίες, οι οποίες επιδρούν αρνητικά στο κρίσιμο για την εθνική οικονομία πεδίο της αναδιάρθρωσης των φορέων άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας και δημιουργούν ανασφάλεια δικαίου.

12. Στο παραπάνω πλαίσιο, εύλογα ανακύπτει η νομοθετική ανάγκη για αναμόρφωση και συστηματοποίηση του δικαίου των εταιρικών μετασχηματισμών, έτσι ώστε αυτοί να διέπονται από ένα ενιαίο, συμπαγές και πλήρες νομοθετικό πλαίσιο, με ρυθμίσεις που καλύπτουν κάθε πτυχή εταιρικού δικαίου με πληρότητα, συνέπεια και συμβατότητα με το ενωσιακό πλαίσιο. Ένα τέτοιο πλαίσιο δεν μπορεί παρά να στοχεύει στην κάλυψη των κενών που αφήνουν οι υφιστάμενες ρυθμίσεις, στην άρση των συγκρούσεών τους, αλλά και στην παροχή ευελιξίας και νέων δυνατοτήτων στους φορείς επιχειρηματικής δραστηριότητας με έδρα στην Ελλάδα, ώστε να προσαρμόζουν με τρόπο αποτελεσματικό τις νομικές τους δομές στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της οικονομικής ζωής, με πρόνοια για την προστασία των επενδυτών, των συμφερόντων μειοψηφίας, των πιστωτών και των εργαζομένων.

II. Οι κύριες κατευθύνσεις

Α. Τα βασικά προβλήματα νομοθετικής πολιτικής


13. Με δεδομένη την υπάρχουσα κατάσταση του δικαίου των εταιρικών μετασχηματισμών, τρία (3) είναι τα μείζονα ζητήματα νομοθετικής πολιτικής τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει το προτεινόμενο νομοσχέδιο: (α) διευκόλυνση ή μη των μετασχηματισμών με τα χαρακτηριστικά της καθολικής διαδοχής και της συνέχισης της νομικής προσωπικότητας (παρακ. υπό Β), (β) αντιμετώπιση των διαδικασιών μετασχηματισμού με ενιαίο τρόπο, ανεξάρτητα από το είδος μετασχηματισμού ή τις εταιρικές μορφές που συμμετέχουν σε αυτόν ή κατά περίπτωση προσέγγιση (παρακ. υπό Γ) και (γ) εξισορρόπηση των συμφερόντων των μετόχων ή εταίρων μειοψηφίας και των πιστωτών των μετασχηματιζόμένων εταιριών με το συμφέρον ασφαλούς επέλευσης του αποτελέσματος των μετασχηματισμών ή πρόταξη ορισμένων κατηγοριών συμφερόντων έναντι άλλων (παρακ. υπό Δ.).

Β. Διευκόλυνση των εταιρικών μετασχηματισμών


14. Η επιδιωκόμενη διευκόλυνση των εταιρικών μετασχηματισμών προϋποθέτει κατ' αρχάς τη με σαφή τρόπο διεύρυνση του φάσματος των επιτρεπτών περιπτώσεων, ιδίως από τη σκοπιά των εταιρικών μορφών που μπορούν να συμμετέχουν σε αυτούς. Ανεξάρτητα από το εάν λ.χ. η ισχύουσα σήμερα ρύθμιση της συγχώνευσης μεταξύ εταιριών μόνο της ίδιας νομικής μορφής (συγχώνευση μεταξύ αε, μεταξύ επε και μεταξύ ικε) συνιστά ή όχι εκούσιο νομοθετικό αποκλεισμό άλλων δυνατοτήτων μετασχηματισμών μεταξύ εταιριών διαφορετικού τύπου (το αποκαλούμενο στην επιστήμη του εταιρικού δικαίου πρόβλημα του «κλειστού αριθμού» των εταιρικών μετασχηματισμών), η αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού δεν μπορεί να επαφίεται πλέον μόνο στη νομολογία και στη θεωρία ούτε στην αξιοποίηση της ασαφούς σχέσης εταιρικού και φορολογικού δικαίου. Άλλωστε, κάθε είδους ερμηνεία έχει τα όριά της. Από την άλλη πλευρά, ο περιορισμός του φάσματος των επιτρεπτών μετασχηματισμών σε ορισμένες μόνο μορφές αυτών δεν βρίσκει κανένα έρεισμα δικαιοπολιτικό ή νομοθετικό -ενωσιακό ή εγχώριο- αλλά ούτε και στο συγκριτικό δίκαιο. Πράγματι, τα επιτυχημένα υποδείγματα του γερμανικού νόμου περί μετασχηματισμών του έτους 1994 ("Umwandlungsgesetz") και του ελβετικού ομοσπονδιακού νόμου για τη συγχώνευση, τη διάσπαση, τη μετατροπή και τις μεταβιβάσεις περιουσίας ("Fusionsgesetz") του έτους 2003, οι οποίοι θεσπίζουν ενιαίους κανόνες μετασχηματισμών για πλήθος εταιρικών μορφών και ειδών μετασχηματισμού, αποδεικνύουν ότι η συνθετική και περιεκτική νομοθέτηση στο πεδίο αυτό αποδίδει καρπούς.

15. Από την σκοπιά της νομοθετικής πολιτικής, επομένως, η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι προφανής: δραστική επέκταση του φάσματος των επιτρεπτών μετασχηματισμών για όλες τις εμπορικές εταιρίες που εμπίπτουν στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου νομοσχεδίου και επιτρεπτό μετασχηματισμού με τη συμμετοχή δύο ή και περισσοτέρων εταιριών διαφορετικού τύπου. Ακόμη, επιτρεπτό μετασχηματισμού χωρίς δέσμευση από κάποιο (ανασφαλές, σε κάθε περίπτωση) κριτήριο μεγέθους, είτε αυτό έχει να κάνει με εταιρική μορφή είτε με τη συνδρομή αριθμητικών κριτηρίων. Ο κανόνας εδώ οφείλει να είναι ότι όλοι μπορούν να συγχωνευτούν με όλους, όλοι μπορούν να απορροφήσουν όλους, όλοι μπορούν να διασπαστούν σε όλους, όλοι μπορεί να επωφεληθούν από όλους, όλοι μπορούν να μετατραπούν σε όλους. Οι εταιρικές μορφές που καταλαμβάνονται από το προτεινόμενο νομοσχέδιο μπορούν, έτσι, να συμμετάσχουν σε κάθε είδους μετασχηματισμό, ως απορροφώμενες, απορροφώσες, συγχωνευόμενες, διασπώμενες, εισφέρουσες, επωφελούμενες, συνιστώμενες (νέες) ή μετατρεπόμενες. Πέραν τούτου, όμως, και μορφές μετασχηματισμών οι οποίες προβλέπονταν μέχρι σήμερα μόνον από τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας, ενσωματώνονται πλέον ομαλά στο σύστημα του εταιρικού δικαίου. Υπό τα δεδομένα αυτά, ο προβληματισμός περί του «κλειστού αριθμού» ή μη των επιτρεπτών μορφών μετασχηματισμού παύει πλέον να έχει τη σημασία που διατηρούσε στο προγενέστερο δίκαιο. Το φάσμα των αποδεκτών με βάση το προτεινόμενο νομοσχέδιο συνδυασμών είναι πλέον τόσο μεγάλο σε σύγκριση με όσα ίσχυαν μέχρι σήμερα, που αναμένεται να καλύψει το μέγιστο μέρος των αναγκών των ενδιαφερομένων. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόβλεψη του νομοσχεδίου σύμφωνα με την οποία άλλες μορφές εταιρικών μετασχηματισμών επιτρέπονται, εφόσον προβλέπονται ρητά από διάταξη νόμου (άρθρο 1 παράγραφος 3), αποτελεί ελάχιστη ασφαλιστική δικλείδα για τη διαφύλαξη της ακεραιότητας του συστήματος που θεσπίζεται με το προτεινόμενο νομοσχέδιο και για την επίτευξη ασφάλειας δικαίου επί οριακών περιπτώσεων που τυχόν θα εμφανισθούν.

Β. Ενοποίηση της ρύθμισης

16. Αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται να εμπίπτουν στους μετασχηματισμούς πράξεις με διαφορετικά νομικά χαρακτηριστικά, ο κοινός παρονομαστής της συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας από νέο επιχειρηματικό φορέα (στις περιπτώσεις συγχώνευσης και διάσπασης) ή από τον ίδιο επιχειρηματικό φορέα υπό διαφορετικό «νομικό ένδυμα» (στην περίπτωση της μετατροπής) διευκολύνει τη σύλληψη της ρυθμιστέας ύλης και την ενιαία αντιμετώπιση των ουσιαστικών και διαδικαστικών προβλημάτων που αναφύονται, ανεξάρτητα από την νομική μορφή (και άρα το νομικό καθεστώς) κάθε συμμετέχουσας στον μετασχηματισμό εταιρίας. Από ουσιαστική άποψη, σε όλες τις ρυθμιζόμενες περιπτώσεις πρόκειται για αλλαγή του φορέα άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, μέσω ειδικά προβλεπόμενης εταιρικής διαδικασίας, χωρίς εκκαθάριση (σε όλες τις περιπτώσεις) ή και χωρίς λύση ακόμα (στην περίπτωση της μετατροπής). Στις περιπτώσεις της συγχώνευσης και της διάσπασης, η συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας επιτυγχάνεται νομικά ιδίως μέσω του θεσμού της καθολικής διαδοχής, ενώ στην περίπτωση της μετατροπής απουσιάζει κάθε στοιχείο διαδοχής, καθώς ο μετατρεπόμενος φορέας συνεχίζεται υπό νέο νομικό καθεστώς. Σε κάθε περίπτωση, εξάλλου, η απόφαση για συμμετοχή σε μετασχηματισμό αποτελεί «επιχειρηματική απόφαση», η οποία συμπεριλαμβάνεται στις σημαντικές εταιρικές αποφάσεις (όπως λ.χ. η απόφαση για λύση της εταιρίας), καθώς θίγει τα θεμέλια του εταιρικού οργανισμού όλων των εταιριών που συμμετέχουν σε αυτόν και αναπτύσσει ιδιαίτερα σοβαρές νομικές και οικονομικές συνέπειες για τους εταίρους και τους πιστωτές αυτών. Από διαδικαστική άποψη, συνεπώς, η λήψη της εν λόγω απόφασης θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ενδελεχούς προπαρασκευής, στη βάση ενός εκ των προτέρων καταρτιζόμενου από τα διαχειριστικά όργανα των μετασχηματιζόμενων εταιριών σχεδίου (σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης ή διάσπασης ή σχεδίου απόφασης μετατροπής, κατά περίπτωση), σύμφωνα με το επιτυχημένο πρότυπο του ισχύοντος δικαίου συγχωνεύσεων και διασπάσεων κεφαλαιουχικών εταιριών. Στις περιπτώσεις της συγχώνευσης και της διάσπασης, το σχέδιο πρέπει κατά κανόνα να συνοδεύεται από επεξηγηματική έκθεση των οικείων διαχειριστικών οργάνων και να αποτελεί αντικείμενο εξέτασης από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα, εκτός αν το σύνολο των εταίρων στέργει οι διατυπώσεις αυτές να παραλειφθούν. Λόγω της ήδη εκτεθείσας σημασίας της, η απόφαση για τον μετασχηματισμό ανήκει κατά κανόνα στην αρμοδιότητα του ανώτατου οργάνου κάθε μετασχηματιζόμενης εταιρίας (εταίρους ή συνέλευση εταίρων, κατά περίπτωση) και λαμβάνεται μόνον εφόσον διασφαλίζεται πριν τη λήψη της, επαρκής ενημέρωση των μετόχων ή εταίρων για τις νομικές και οικονομικές συνέπειες του μετασχηματισμού. Μετά την έγκριση της συγχώνευσης ή της διάσπασης από τους εταίρους ή τις συνελεύσεις των εταίρων, καταρτίζεται από τα διαχειριστικά όργανα των συμμετεχουσών εταιριών οριστική πράξη συγχώνευσης ή διάσπασης (σύμβαση ή μονομερής πράξη, κατά περίπτωση), στην οποία συμφωνούνται και εξειδικεύονται οι σωματειακές και περιουσιακές συνέπειες του μετασχηματισμού. Τέλος, όλες οι πράξεις και διατυπώσεις προπαρασκευής του μετασχηματισμού υποβάλλονται σε προληπτικό έλεγχο νομιμότητας από τη διοίκηση και σε (συστατική) δημοσιότητα, μέσω της οποίας συντελείται ο μετασχηματισμός και επέρχονται τα αποτελέσματα του.

17. Εάν στα παραπάνω ουσιαστικά και διαδικαστικά βήματα (αριθ. 16) προστεθούν η ειδική πρόνοια για την προστασία των συμφερόντων των πιστωτών των μετασχηματιζόμενων εταιριών, η ρητή απαρίθμηση των αποτελεσμάτων του μετασχηματισμού (σωματειακής, περιουσιακής και δικονομικής φύσεως), η θέσπιση κανόνων ευθύνης για τα πρόσωπα (μέλη των διαχειριστικών οργάνων ή διαχειριστές) που συμμετείχαν στην υλοποίηση του μετασχηματισμού και η θέσπιση ειδικού καθεστώτος ακυρότητας του μετασχηματισμού με βασική στόχευση την διατήρηση των αποτελεσμάτων του τελευταίου, περιγράφεται ένα γενικό μέρος δικαίου μετασχηματισμών που διεκδικεί εφαρμογή σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για συγχώνευση, διάσπαση ή μετατροπή και ανεξάρτητα από το αν στη συγχώνευση, διάσπαση ή μετατροπή συμμετέχουν εταιρίες της ίδιας ή διαφορετικής μορφής, ανώνυμες, επε, ικε, οε ή εε. Ωστόσο, παρά τις πολλές ομοιότητες τους αλλά και την εν γένει συμμετρική τους δομή (ιδίως στο παράδειγμα της διάσπασης, η οποία εμφανίζεται ως πράξη αντίστροφη της συγχώνευσης), κάθε επί μέρους κατηγορία μετασχηματισμών διατηρεί και πολλές ρυθμιστικές ιδιαιτερότητες- λιγότερες μεν η διάσπαση έναντι της συγχώνευσης, πολύ περισσότερες, όμως, η μετατροπή έναντι των δύο προηγουμένων. Υπό το πρίσμα αυτό, θεωρήθηκε ότι αποτελεί ασφαλέστερη οδός η κατάστρωση ενός γενικού μέρους ρυθμίσεων για κάθε κατηγορία μετασχηματισμών, έτσι ώστε να προκύπτει εν τέλει ένα γενικό μέρος συγχώνευσης, ένα γενικό μέρος διάσπασης και ένα γενικό μέρος μετατροπής. Το σχήμα αυτό προϋποθέτει αφαίρεση των περιπτωσιολογικών χαρακτηριστικών που συναρτώνται όχι τόσο με το είδος του μετασχηματισμού, όσο με τις εταιρικές μορφές που συμμετέχουν σε αυτόν. Συνδυάζεται δε με την αναγκαία προσθήκη ειδικών διατάξεων για την αντιμετώπιση ειδικών ζητημάτων ανά εταιρική μορφή ή ανά κατηγορία εταιρικών μορφών, όπως για παράδειγμα η προσωπική ευθύνη των εταίρων προσωπικών εταιριών, ή ύπαρξη εγγυητικών και εξωκεφαλαιακών εισφορών στην ικε ή ο ειδικός τρόπος λήψης πλειοψηφικών αποφάσεων στην επε. Η νομοτεχνική αυτή επιλογή, βεβαίως, είχε ως τίμημα μία σχετική αύξηση της έκτασης του νομοσχεδίου. Τούτο, όμως, αντισταθμίζεται πλήρως από την ασφάλεια των ρυθμίσεών του. Πράγματι, το επίπεδο νομοτεχνικής αφαίρεσης που θα ήταν αναγκαίο, προκειμένου το γενικό μέρος του δικαίου των μετασχηματισμών να καλύπτει κατά τρόπο ομοιόμορφο όχι μόνον όλες τις εταιρικές μορφές που εμπίπτουν στο νομοσχέδιο, αλλά και όλα τα είδη μετασχηματισμών που ρυθμίζονται από αυτό (διπλή αφαίρεση), θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτη υποβάθμιση των ιδιαιτεροτήτων κάθε κατηγορίας μετασχηματισμού, σε βάρος της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας των κανόνων του προτεινόμενου νομοσχεδίου, αλλά και της πρόσληψής τους από τους αποδέκτες του.

18. Τέλος, δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής ότι τόσο στις γενικές όσο -και ιδίως- στις ειδικές διατάξεις του νομοσχεδίου, με τις οποίες αντιμετωπίζονται ζητήματα που αναφύονται στις περιπτώσεις μετασχηματισμών συγκεκριμένων εταιρικών μορφών (προσωπικές εταιρίες, κεφαλαιουχικές εταιρίες, συνεταιρισμοί κ.λπ.), έχει ληφθεί ιδιαίτερη μέριμνα, ώστε η διαδικασία να είναι απλούστερη και λιγότερο γραφειοκρατική, χωρίς, πάντως, να παραβλάπτονται ή να τίθενται σε διακινδύνευση τα συμφέροντα των εταίρων και των πιστωτών. Ενδεικτικά αναφέρονται οι ακόλουθες διαδικαστικές ελαφρύνσεις: (α) δυνατότητα δημοσίευσης του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης και διάσπασης μόνο στην ιστοσελίδα κάθε μετασχηματιζόμενης εταιρίας, (β) απαλλαγή από τη σύνταξη και υποβολή στη συνέλευση ή στους εταίρους των εταιριών που μετέχουν στο μετασχηματισμό, επεξηγηματικής έκθεσης των διαχειριστικών οργάνων και των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, εφόσον όλοι οι εταίροι συμφωνούν, (γ) ειδικά στην περίπτωση συμμετοχής προσωπικής εταιρίας σε μετασχηματισμό, η εξέταση του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες προβλέπεται ως υποχρεωτική μόνο κατόπιν ειδικού αιτήματος ενός τουλάχιστον από τους εταίρους της, (δ) στην ίδια περίπτωση, καθώς και στην περίπτωση συμμετοχής επε και ικε, ούτε και η σύνταξη επεξηγηματικής έκθεσης είναι απαραίτητη, εφόσον όλοι οι εταίροι της μετασχηματιζόμενης προσωπικής εταιρίας ή επε ή ικε είναι συγχρόνως και διαχειριστές της, (ε) διαθεσιμότητα των εγγράφων που αφορούν το μετασχηματισμό στην ιστοσελίδα κάθε μετασχηματιζόμενης εταιρίας και παροχή αντιγράφων αυτών, κατόπιν αιτήματος εταίρου, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, (στ) κατάρτιση της σύμβασης συγχώνευσης και διάσπασης με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον μετέχουν στον μετασχηματισμό μόνο προσωπικές εταιρίες ή ικε, (ζ) πραγματοποίηση του προληπτικού ελέγχου νομιμότητας του μετασχηματισμού χωρίς έκδοση διοικητικής εγκριτικής απόφασης, εφόσον στον μετασχηματισμό μετέχουν μόνο προσωπικές εταιρίες, επε ή ικε.

Γ. Εξισορρόπηση συμφερόντων

19. Η ενοποίηση της ρύθμισης των εταιρικών μετασχηματισμών (παραπ. αριθ. 16-18) σε συνδυασμό με τη διεύρυνση του φάσματος των επιτρεπτών περιπτώσεων (παραπ. αριθ. 14-15), αναμένεται να ενισχύσει το επίπεδο προστασίας των εμπλεκόμενων κατηγοριών συμφερόντων, παρέχοντας ένα πλήρες, ολοκληρωμένο, προβλέψιμο και ασφαλές νομικό πλαίσιο για τη συντέλεση αυτών. Θεμελιώδεις και αναγνωρισμένες δικλείδες προστασίας, τις οποίες γνωρίζει το δίκαιο μας από τις ήδη ρυθμιζόμενες σήμερα μορφές μετασχηματισμών (κυρίως συγχωνεύσεις και διασπάσεις μεταξύ α.ε.) επεκτείνονται σε ολόκληρο το φάσμα των νοητών μετασχηματισμών: κατάρτιση σχεδίου συγχώνευσης/διάσπασης με ελάχιστο περιεχόμενο που προβλέπεται στο νόμο, θέσπιση διατυπώσεων δημοσιότητας, υποβολή από το διαχειριστικό όργανο προς τη συνέλευση ή τους εταίρους γραπτής έκθεσης για το σχέδιο, εξέτασή του από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, διαθεσιμότητα των εγγράφων για εξέταση από τους μετόχους ή εταίρους, παροχή δικαιώματος στους πιστωτές των εμπλεκόμενων εταιριών να ζητήσουν εγγυήσεις για την ικανοποίηση των απαιτήσεών εφόσον ο μετασχηματισμός τις καθιστά απαραίτητες, έγκριση της συγχώνευσης/διάσπασης/μετατροπής με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία της συνέλευσης των μετόχων ή εταίρων, επέλευση των αποτελεσμάτων του μετασχηματισμού με την τήρηση συγκεκριμένων διατυπώσεων δημοσιότητας και έλεγχο νομιμότητας, κήρυξη της ακυρότητας με διαπλαστική απόφαση με αυστηρές προϋποθέσεις και για περιοριστικά αναφερόμενους λόγους.

Δ. Περιορισμός «καταχρηστικών» μετασχηματισμών και «ανάμειξης» της φορολογικής νομοθεσίας


20. Η διεύρυνση του φάσματος των επιτρεπτών μετασχηματισμών και η ενοποίηση της ρύθμισης τους με τα παραπάνω χαρακτηριστικά αναδεικνύει το εταιρικό δίκαιο ως τον «τόπο» αποκλειστικής ρύθμισης του επιτρεπτού, της διαδικασίας και των αποτελεσμάτων των μετασχηματισμών. Η ανάδειξη αυτή έχει δύο ειδών θετικές συνέπειες, καθεμία από τις οποίες συνδέεται με την αντιμετώπιση ενός διαφορετικού προβλήματος του σημερινού δικαίου των μετασχηματισμών. Αφενός μειώνονται τα κίνητρα προσφυγής σε καταχρηστικούς μετασχηματισμούς με τα κόστη και τις αβεβαιότητες που αυτοί συνεπάγονται. Αφετέρου, εξαιτίας της άμβλυνσης της ανάγκης προσφυγής σε «καταχρηστικούς» μετασχηματισμούς, δεν χρειάζεται η αντιστάθμιση της απουσίας του προνομίου της καθολικής διαδοχής με φορολογικές διευκολύνσεις και κίνητρα, αφού θα πρόκειται πλέον για προνόμιο γενικής εφαρμογής εφαρμοστέο σε κάθε περίπτωση.

21. Παράλληλα, τίθενται πλέον σαφή όρια ανάμεσα στην εταιρική διαδικασία συντέλεσης των μετασχηματισμών και τη φορολογική μεταχείρισή τους. Στον βαθμό που το εάν και το πώς κάθε μετασχηματισμού προβλέπεται αποκλειστικά στο εταιρικό δίκαιο, η φορολογική νομοθεσία δεν χρειάζεται πλέον ούτε να προβλέψει νέες μορφές μετασχηματισμών ούτε να θεσπίσει παρεκκλίσεις από το εταιρικό δίκαιο, αλλά να επιτελέσει τη ζωτική λειτουργία της θέσπισης φορολογικών κινήτρων με σκοπό τη δημιουργία ισχυρότερων οικονομικών μονάδων, με τον τρόπο και στην έκταση που αυτό επιτάσσεται από το ενωσιακό δίκαιο και κρίνεται εκάστοτε αναγκαίο.

III. Το σχέδιο νόμου

22. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα του δικαίου των μετασχηματισμών που προαναφέρθηκαν, με το προτεινόμενο νομοσχέδιο επιχειρούνται:
(α) η συστηματοποίηση όλων των ρητά προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία μορφών μετασχηματισμών τόσο κατ' είδος (συγχωνεύσεις, διασπάσεις, μετατροπές) όσο και κατά εταιρική μορφή (μετασχηματισμοί μεταξύ ομοειδών και μεταξύ διαφορετικών εταιρικών μορφών),
(β) η πλήρωση των κενών και ασαφειών του υφιστάμενου νομικού πλαισίου ιδίως σε σχέση με μη ρητά ή χωρίς νομική πληρότητα προβλεπόμενες μορφές μετασχηματισμών, οι οποίες όμως είτε θεωρούνται επιτρεπτές από τη νομολογία των δικαστηρίων και την πρακτική των αρμόδιων υπηρεσιών είτε το επιτρεπτό τους τελεί υπό αμφισβήτηση,
(γ) η συμπλήρωση των μέχρι σήμερα αμέσως ή εμμέσως επιτρεπόμενων μετασχηματισμών, με τη δυνατότητα οιουδήποτε είδους μετασχηματισμού μεταξύ ή με τη συμμετοχή οιαδήποτε μορφής επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως εταιρικού τύπου, μεγέθους ή κατεύθυνσης (π.χ. όχι μόνον από το τυπολογικά μικρό προς το τυπολογικά μεγάλο, αλλά και το αντίστροφο),
(δ) η αποφυγή και εξάλειψη φαινομένων δυσαρμονίας και αξιολογικών αντινομιών μεταξύ του εν λόγω νομικού πλαισίου και αφενός του ισχύοντος ενωσιακού δικαίου περί συγχωνεύσεων και διασπάσεων κεφαλαιουχικών εταιριών (Οδηγία [ΕΕ] 2017/1132, Τίτλος II: «Συγχωνεύσεις και Διασπάσεις Κεφαλαιουχικών Εταιριών»), καθώς και η λήψη υπόψη αντίστοιχων ενωσιακών πρωτοβουλιών (όπως η Πρόταση Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 25.4.2018, για την τροποποίηση της ανωτέρω Οδηγίας όσον αφορά τις διασυνοριακές μετατροπές, συγχωνεύσεις και διασπάσεις, COM(2018) 241 τελικό),
(ε) η ενσωμάτωση μορφών μετασχηματισμών που προβλέπονται σε αναπτυξιακούς-φορολογικούς νόμους, με πλήρη εφαρμογή σε αυτούς του εταιρικού δικαίου, με παράλληλη διατήρηση σε ισχύ των φορολογικών ρυθμίσεων για κίνητρα, ευεργετήματα και απαλλαγές οι οποίες κρατούν την αυτοτέλειά τους, έτσι ώστε να υπάρξει ασφάλεια δικαίου (ουσιαστική και διαδικαστική) και πλήρης εναρμόνιση μεταξύ των δύο κλάδων διατάξεων.

23. Βασικό νομοθετικό πρότυπο του σχεδίου νόμου αποτέλεσε το υφηλής νομοτεχνικής ποιότητας, σύγχρονο και λεπτομερές γερμανικό δίκαιο των μετασχηματισμών (άνω των 300 άρθρων), όπως ισχύει σήμερα, το οποίο ρυθμίζει όλες τις μορφές μετασχηματισμών για όλους τους εταιρικούς τύπους (Umwandlungsgesetz της 28.10.1994, όπως ισχύει). Επιπλέον, σημαντικό οδηγό για την κατάστρωση της ρυθμιστέας ύλης, αποτέλεσε η Οδηγία (EE) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30.6.2017, σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δικαίου, η οποία κωδικοποίησε σε ενιαίο κείμενο την τρίτη και την έκτη εταιρική οδηγία για τις συγχωνεύσεις και τις διασπάσεις κεφαλαιουχικών εταιριών, αντίστοιχα, όπως είχαν επανειλημμένα τροποποιηθεί. Αν και το περιεχόμενο των ρυθμίσεων της εν λόγω Οδηγίας αφορά συγχωνεύσεις και διασπάσεις ανωνύμων εταιριών, η διαδικαστική εκτύλιξη των μετασχηματισμών που διέπονται από αυτήν αλλά και η ουσιαστική αντιμετώπιση των σχετικών νομικών ζητημάτων αποτέλεσαν χρήσιμο δείκτη για τη ρύθμιση των ίδιων ζητημάτων και για τους άλλους εταιρικούς τύπους, με την επιφύλαξη, ωστόσο, ειδικών ρυθμίσεων όπου αυτές κρίθηκαν αναγκαίες. Από το ελληνικό δίκαιο, λήφθηκε υπόψη η δομή και το περιεχόμενο των ισχυουσών σήμερα διατάξεων για τη συγχώνευση και διάσπαση ανωνύμων εταιριών, με τις οποίες ενσωματώθηκαν στο ελληνικό δίκαιο οι παραπάνω αναφερθείσες ρυθμίσεις της τρίτης και έκτης εταιρικής οδηγίας (άρθρα 68-80 για τη συγχώνευση και 81-89 για τη διάσπαση, τα οποία, σημειωτέον, δεν καταργούνται με το Ν. 4548/2018). Επίσης, με εκτεταμένες προσαρμογές αξιοποιήθηκαν οι ρυθμίσεις των άρθρων 66, 66" και 67 του κν 2190/1920, για τη μετατροπή αε σε επε και αντίστροφα, αε σε οε ή εε και αντίστροφα, καθώς και οι διατάξεις για τη μετατροπή από και σε ικε (άρθρα 106 και 107 Ν. 4072/2012) και για τη συγχώνευση μεταξύ ικε (άρθρ. 108 έως 115 Ν. 4072/2012).

24. Το σχέδιο νόμου ρυθμίζει και τις τρεις (3) βασικές κατηγορίες μετασχηματισμών: τη συγχώνευση, τη διάσπαση και τη μετατροπή. Σε αυτές τις μορφές μετασχηματισμών (συγχώνευση, διάσπαση και μετατροπή) μπορούν να μετάσχουν, με οποιαδήποτε ιδιότητα (ως απορροφώμενες, απορροφώσες, συγχωνευόμενες, διασπώμενες, εισφέρουσες, επωφελούμενες, συνιστώμενες (νέες) ή μετατρεπόμενες), όλες οι εταιρικές μορφές (αε, επε, ικε, οε, εε, αλλά και αστικοί συνεταιρισμοί, ετερόρρυθμες εταιρίες κατά μετοχές, κοινοπραξίες, ευρωπαϊκές εταιρίες και ευρωπαϊκές συνεταιριστικές εταιρίες), ενώ γίνεται σαφές ότι σε ένα μετασχηματισμό μπορούν να συμμετάσχουν εταιρίες διαφορετικού τύπου. Κατά το πρότυπο των ρυθμίσεων της Οδηγίας 2017/1132 αλλά και του μέχρι σήμερα ισχύοντος ΚΝ. 2190/1920, η συγχώνευση και η διάσπαση μπορεί να πραγματοποιηθούν είτε με απορρόφηση, είτε με σύσταση νέας εταιρίας, είτε και με εξαγορά.

25. Καινοτομία του σχεδίου είναι η κατά το γερμανικό πρότυπο ένταξη, στην ευρύτερη κατηγορία της διάσπασης, όχι μόνον της μερικής διάσπασης, αλλά και της απόσχισης κλάδου. Έτσι, η διάσπαση διακρίνεται πλέον σε κοινή διάσπαση (split up, Aufspaltung), μερική διάσπαση (spin off, Abspaltung) και απόσχιση κλάδου (hive down, Ausgliederung), ενσωματώνοντας τις αντίστοιχες κατηγορίες που προβλέπει η φορολογική Οδηγία 2009/133/ΕΚ σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το εφαρμοστέο σε συγχωνεύσεις, διασπάσεις, μερικές διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού κ.λπ., αλλά και αναγνωρίζει η φορολογική νομοθεσία με τις διατάξεις του ν. 2166/1993 και του ν. 4172/2013. Τόσο η κοινή διάσπαση, όσο και η μερική διάσπαση και η απόσχιση κλάδου, μπορούν να πραγματοποιηθούν είτε με απορρόφηση, είτε με σύσταση νέων εταιριών, είτε με απορρόφηση και με σύσταση μιας ή περισσότερων νέων εταιριών, ενώ η κοινή διάσπαση, στην οποία συμμετέχουν μόνον ανώνυμες εταιρίες, μπορεί να συντελεστεί και με εξαγορά, κατ' ανάλογη εφαρμογή όσων ισχύουν και επί συγχωνεύσεως μεταξύ αε. Ανεξάρτητα από τον ειδικότερο τρόπο με τον οποίο υλοποιείται (απορρόφηση, σύσταση κ.λπ.), η ειδοποιός μεταφορά μεταξύ μερικής διάσπασης και απόσχισης κλάδου έγκειται στο γεγονός ότι στην πρώτη οι εταιρικές συμμετοχές, τα εταιρικά μερίδια ή οι μετοχές στην επωφελούμενη ή στις επωφελούμενες εταιρίες διατίθενται στους μετόχους ή εταίρους της διασπώμενης εταιρίας, ενώ στη δεύτερη διατίθενται στην ίδια τη διασπώμενη εταιρία και όχι στους μετόχους ή εταίρους αυτής.

26. Το σχέδιο νόμου αποτελείται από 148 άρθρα, χωρισμένα σε πέντε (5) μέρη, ένα για καθεμία από τις βασικές μορφές μετασχηματισμών, πλέον το εισαγωγικό μέρος και το μέρος με τις τελικές και μεταβατικές διατάξεις. Για τους λόγους που ήδη εκτέθηκαν (παραπ. αριθ. 17), κάθε μέρος του σχεδίου νόμου αναφέρεται σε μία μορφή μετασχηματισμού (συγχώνευση, διάσπαση ή μετατροπή) και χωρίζεται σε κεφάλαια, εκ των οποίων το πρώτο είναι το γενικό, που αφορά τον οικείο μετασχηματισμό ανεξάρτητα από τις εταιρικές μορφές που συμμετέχουν σε αυτόν, ενώ τα υπόλοιπα κεφάλαια συγκροτούν το ειδικό μέρος της αντίστοιχης κατηγορίας μετασχηματισμού. Με τον τρόπο αυτό, κάθε μορφή μετασχηματισμού διέπεται από γενικές και ειδικές διατάξεις, με τις γενικές να προβλέπουν τη διαδικασία συγχώνευσης, διάσπασης και μετατροπής ανεξαρτήτως εταιρικού τύπου των εταιριών που συμμετέχουν, και τις ειδικές να προβλέπουν αποκλίσεις ή να συμπληρώνουν κενά, όπου αυτό επιβάλλεται από το είδος του εταιρικού τύπου. Εισάγονται, έτσι, ειδικές διατάξεις για τη συγχώνευση με συμμετοχή προσωπικών εταιριών, για τη συγχώνευση με συμμετοχή επε, με συμμετοχή αε, ικε ή συνεταιρισμών, ενώ η ίδια διάρθρωση ακολουθείται για τη διάσπαση αλλλά και για τη μετατροπή.

IV. Κύριες προβλέψεις

Α. Διαδικασία


27. Για την κατάστρωση κάθε είδους μετασχηματισμού (συγχώνευσης, διάσπασης και μετατροπής) ακολουθήθηκε η φυσιολογική χρονική ακολουθία εκτύλιξης της όλης διαδικασίας, η οποία αναδεικνύει και την ομοιογένεια των προς ρύθμιση ζητημάτων σε όλες τις μορφές μετασχηματισμών. Από τις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου γίνεται αντιληπτό ότι η διαδικασία συγχώνευσης, διάσπασης και μετατροπής συγκλίνει στις γενικές και ουσιώδεις προϋποθέσεις πραγματοποίησής της. Στη μετατροπή, βεβαίως, απουσιάζουν κάποια διαδικαστικά βήματα (όπως το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης και διάσπασης, άγνωστο και στις ισχύουσες ρυθμίσεις περί μετατροπών), καθώς αποτελεί απλή μεταβολή του εταιρικού τύπου χωρίς να μεσολαβεί λύση της υπό μετατροπή εταιρίας και χωρίς να απαιτείται κάποιου είδους διαδοχή (καθολική ή ειδική) προς τον σκοπό μεταβίβασης της περιουσίας της.

28. Η πραγματοποίηση του μετασχηματισμού περιλαμβάνει κατά χρονική σειρά τα ακόλουθα βήματα:
(α) σύνταξη σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης ή διάσπασης από τα διοικητικά συμβούλια ή τους διαχειριστές των εταιριών που συμμετέχουν (εναρκτήρια πράξη της συγχώνευσης και της διάσπασης),
(β) καταχώριση και δημοσίευσή του σχεδίου στο Γ.Ε.ΜΗ., ένα (1) μήνα πριν από τη λήψη απόφασης, με δυνατότητα απαλλαγής σε περίπτωση ανάρτησης στην ιστοσελίδα κάθε συμμετέχουσας εταιρίας,
(γ) σύνταξη λεπτομερούς επεξηγηματικής έκθεσης επί του σχεδίου συγχώνευσης ή διάσπασης και επί της προτεινόμενης σχέσης ανταλλαγής ή, κατά περίπτωση, επί της επικείμενης απόφασης των μετόχων ή των εταίρων για τη μετατροπή (εναρκτήρια πράξη της μετατροπής), από το διοικητικό συμβούλιο ή τους διαχειριστές των εταιριών που συμμετέχουν ή της υπό μετατροπή εταιρίας και υποβολή της έκθεσης στη γενική συνέλευση ή στους εταίρους, εκτός εάν όλοι οι μέτοχοι η οι εταίροι συμφωνούν εγγράφως να μην συνταχθεί έκθεση,
(δ) εξέταση του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης ή διάσπασης από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες και σύνταξη σχετικής έκθεσης προς τη συνέλευση ή τους εταίρους των οικείων εταιριών, η οποία δεν απαιτείται εφόσον όλοι οι μέτοχοι η οι εταίροι συμφωνούν εγγράφως στη μη εξέταση του σχεδίου· στην περίπτωση της μετατροπής σε κεφαλαιουχική εταιρία, προηγούμενη εξακρίβωση της αξίας της περιουσίας της από τα πρόσωπα της παραγράφου 3 του άρθρου 17 του ν. 4548/2018,
(ε) λήψη απόφασης από τη γενική συνέλευση ή τους εταίρους για τη συγχώνευση, τη διάσπαση ή τη μετατροπή,
(στ) κατάρτιση της σύμβασης ή, κατά περίπτωση, μονομερούς πράξης συγχώνευσης ή διάσπασης με ιδιωτικό έγγραφο, εκτός αν πρόκειται για αε, επε, ευρωπαϊκές εταιρίες, αστικούς συνεταιρισμούς και ευρωπαϊκές συνεταιριστικές εταιρίες ή αν συντρέχουν άλλοι λόγοι που προβλέπονται στο νόμο, οπότε απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο (το διαδικαστικό αυτό βήμα απουσιάζει στη μετατροπή),
(ζ) προληπτικό έλεγχο νομιμότητας όλων των προπαρασκευαστικών πράξεων και διατυπώσεων της συγχώνευσης, της διάσπασης και της μετατροπής από το αρμόδιο κατά περίπτωση διοικητικό όργανο (Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης, Περιφερειάρχη ή Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ.) και πραγματοποίηση συστατικής δημοσιότητας της συγχώνευσης, της διάσπασης ή της μετατροπής στο ΓΕ.Μ.Η. καθώς και πρόσθετης (δηλωτικής) δημοσιότητας, όπου συντρέχει περίπτωση (λ.χ. ενημέρωση του μητρώου συνεταιρισμών),
(η) επέλευση των αποτελεσμάτων της συγχώνευσης, διάσπασης ή της μετατροπής.

Β. Προστασία μετόχων

29. Σημαντική είναι η απαίτηση του νομοσχεδίου για σύνταξη των σχεδίων σύμβασης συγχώνευσης και διάσπασης καθώς και της έκθεσης μετατροπής με ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο, η διαθεσιμότητα των σχετικών εγγράφων (συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης του διοικητικού συμβουλίου και των διαχειριστών και της έκθεσης των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, εφόσον έχουν συνταχθεί αυτές) κατά την ειδικά προβλεπόμενη, ανά εταιρικό τύπο, χρονική περίοδο μέχρι τη λήψη απόφασης επί του μετασχηματισμού (1 μήνας πριν τη γενική συνέλευση για ανώνυμες εταιρίες· 8 μέρες πριν από τη λήψη απόφασης για προσωπικές εταιρίες· από τη σύγκληση της συνέλευσης των εταίρων στην επε, ικε και αστικούς συνεταιρισμούς). Το είδος των εγγράφων ποικίλλει ανάλογα με το εάν πρόκειται για συγχώνευση/διάσπαση ή για μετατροπή (στην τελευταία περίπτωση απαιτείται μόνον διαθεσιμότητα της έκθεσης μετατροπής και των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων και ενδεχομένως της έκθεσης αποτίμησης, ενώ στην περίπτωση συγχώνευσης και διάσπασης απαιτείται η διαθεσιμότητα, εκτός των σχεδίων σύμβασης συγχώνευσης ή διάσπασης, των εκθέσεων των δσ ή των διαχειριστών και της έκθεσης των εμπειρογνωμόνων, καθώς και λογιστικής κατάστασης, σε περίπτωση που οι τελευταίες ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις αναφέρονται σε έτος που έχει λήξει τουλάχιστον 6 μήνες πριν από την ημερομηνία του σχεδίου συγχώνευσης ή διάσπασης). Σημειωτέον ότι σε όλες τις περιπτώσεις παρέχεται η δυνατότητα απαλλαγής από την υποχρέωση διαθεσιμότητας των εγγράφων αυτών, εφόσον αυτά είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της εταιρίας.

Γ. Προστασία πιστωτών

30. Παρεμφερείς είναι και οι διατάξεις που προβλέπονται για την προστασία των πιστωτών για κάθε μορφής μετασχηματισμό. Προβλέπεται, ειδικότερα, ότι μέσα σε 20 (είκοσι) ημέρες από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας του σχεδίου συγχώνευσης ή διάσπασης ή της απόφασης για τη μετατροπή, οι πιστωτές των εταιριών ή της εταιρίας (στην περίπτωση της μετατροπής), των οποίων οι απαιτήσεις είχαν γεννηθεί πριν από το χρόνο αυτό, έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν κατάλληλες εγγυήσεις από τις εταιρίες ή την εταιρία, εφόσον αποδεικνύουν ότι η οικονομική κατάστασή τους εξαιτίας του μετασχηματισμού καθιστά απαραίτητη την παροχή τέτοιων εγγυήσεων κι εφόσον δεν έχουν ήδη λάβει τέτοιες εγγυήσεις. Κάθε διαφορά που θα προκύψει από την αναζήτηση των ως άνω εγγυήσεων επιλύεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας οποιασδήποτε από τις εταιρίες που μετέχουν στη συγχώνευση ή τη διάσπαση ή της εταιρίας υπό τη νέα νομική της μορφή, εφόσον πρόκειται για μετατροπή.

Δ. Ευθύνη διαχειριστών και μελών δσ

31. Με ειδικές διατάξεις προβλέπεται ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου ή των διαχειριστών των εταιριών που μετέχουν στο μετασχηματισμό, έναντι των μετόχων ή των εταίρων τους, για κάθε πταίσμα τους κατά την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του μετασχηματισμού, με δυνατότητα εισαγωγής των σχετικών αξιώσεων από ειδικό εκπρόσωπο, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, με σκοπό την αποφυγή πολλαπλών δικών και τον εξορθολογισμό του κόστους για ενάγοντες και εναγομένους. Πρόκειται για ευθύνη προς αποκατάσταση της τυχόν άμεσης ζημίας που υφίστανται οι μέτοχοι ή εταίροι, εξαιτίας του μετασχηματισμού, ρύθμιση η οποία δεν θίγει την ευθύνη των ίδιων προσώπων για ζημία τρίτων κατά τις γενικές διατάξεις (ιδίως ΑΚ 914) ή τις ειδικότερες του ΠτΚ (άρθρ. 98), αλλά προφανώς ούτε την (εσωτερική) ευθύνη τους έναντι του νομικού προσώπου με βάση τις ειδικές διατάξεις που διέπουν κάθε εταιρικό τύπο (π.χ. άρθρ. 22° επ. κ.ν. 2190/1920 και πλέον 102 επ. ν. 4548/2018).

Ε. Ακυρότητα

32. Ενιαία φιλοσοφία ρύθμισης ακολουθείται και όσον αφορά την ακυρότητα των μετασχηματισμών. Προβλέπεται, ειδικότερα, σύμφωνα με το πρότυπο ρύθμισης της ακυρότητας της συγχώνευσης και της διάσπασης ανωνύμων εταιριών (άρθρ. 77, 77α και 86 κ.ν. 2190/1920), ότι ο μετασχηματισμός που συντελέστηκε μπορεί να κηρυχθεί άκυρος με δικαστική απόφαση, εφόσον παραλείφθηκε η έγκρισή του από μία από τις εταιρίες που συμμετέχουν σε αυτόν, με απόφαση της συνέλευσης ή των εταίρων (σε περίπτωση συγχώνευσης ή διάσπασης) ή μία από τις αποφάσεις αυτές είναι άκυρη ή ακυρώσιμη (σε κάθε περίπτωση). Εξαιτίας των σοβαρότατων πρακτικών δυσχερειών που συναρτώνται με την ανατροπή των αποτελεσμάτων του μετασχηματισμού και των κινδύνων που η ανατροπή αυτή εγκυμονεί για τα δικαιώματα εταίρων και πιστωτών, αλλά και για την ασφάλεια των συναλλαγών, προβλέπονται μηχανισμοί διάσωσης του κύρους του μετασχηματισμού, και συγκεκριμένα: (α) εφόσον το υφιστάμενο ελάττωμα εξαλειφθεί ή ιαθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη συζήτηση της αίτησης για την κήρυξη της ακυρότητας, η συγχώνευση, η διάσπαση και η μετατροπή δεν κηρύσσονται άκυρες, (β) το δικαστήριο παρέχει προθεσμία για την άρση του ελαττώματος εφόσον τέτοια άρση είναι εφικτή, με δυνατότητα προσωρινής ρύθμισης των εταιρικών υποθέσεων στην περίπτωση αυτή, (β) σε περίπτωση ακυρότητας ή ακυρωσίας απόφασης γσ ή των εταίρων, το δικαστήριο δύναται να μην κηρύξει την ακυρότητα της συγχώνευσης, της διάσπασης ή της μετατροπής, εφόσον κρίνει ότι αυτή είναι δυσανάλογη σε σχέση με το ελάττωμα της απόφασης, με παροχή δυνατότητας έγερσης αξίωσης αποζημίωσης στον αιτούντα για τη ζημία που του προκάλεσε το ελάττωμα, (δ) σε περίπτωση που η απορροφώσα ή η επωφελούμενη είναι εισηγμένη σε ρυθμιζόμενη αγορά εταιρία, δεν μπορεί να κηρυχθεί ακυρότητα λόγω άκυρης ή ακυρώσιμης απόφασης, παρέχεται όμως η ανωτέρω αξίωση αποζημίωσης. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα της συγχώνευσης, διάσπασης ή μετατροπής δεν θίγει το κύρος των συναλλαγών της απορροφώσας, της επωφελούμενης ή της προερχόμενης από τη μετατροπή εταιρίας που έγιναν μετά την καταχώριση του μετασχηματισμού και πριν τη δημοσίευση της απόφασης για την ακυρότητα στο Γ.Ε.ΜΗ.

V. Ειδικότερα επί των επιμέρους άρθρων

ΜΕΡΟΣ Α' - ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ.


Επί του άρθρου 1: Με το άρθρο αυτό οριοθετούνται (παρ. 1) οι κατηγορίες εταιρικών μετασχηματισμών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νομοσχεδίου (: συγχώνευση, διάσπαση και μετατροπή). Για λόγους ασφάλειας δικαίου, οι διατάξεις του νόμου εισάγουν ως επί το πλείστον αυστηρό δίκαιο (ius cogens), γεγονός που αποτυπώνεται στην παρ. 6 του παρόντος άρθρου. Ωστόσο, σε πλήθος επί μέρους διατάξεων του νόμου προβλέπεται δυνατότητα παρεκκλίσεων από την εκάστοτε βασική ρύθμιση, με σκοπό τη διευκόλυνση των συμμετεχουσών στο μετασχηματισμό εταιριών και την απλούστευση της πραγματοποίησης του μετασχηματισμού (εντελώς ενδεικτ. άρθρ. 8 παρ. 2, 9 παρ. 5, 10 παρ. 7, 11 παρ. 2, 4 και 5). Αντικείμενο του νόμου είναι κυρίως οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και τα αποτελέσματα των προβλεπόμενων κατηγοριών μετασχηματισμού, δηλαδή τα ζητήματα εταιρικού δικαίου που ανακύπτουν από τους μετασχηματισμούς αυτούς. Πέραν των μορφών μετασχηματισμών της παρ. 1, άλλες μορφές μετασχηματισμών επιτρέπονται εφόσον προβλέπονται από άλλη διάταξη νόμου (παρ.3). Δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις (παρ. 4), οι οποίες θα συνεχίσουν να διέπονται από το Ν. 3777/2009. Και τούτο για τον λόγο ότι, ενόψει της υφιστάμενης Πρότασης Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 25.4.2018, για την τροποποίηση της Οδηγίας (EE) 2017/1132 όσον αφορά τις διασυνοριακές μετατροπές, συγχωνεύσεις και διασπάσεις (COM[2018] 241 τελικό), οποιαδήποτε παρέμβαση του εσωτερικού νομοθέτη στο πεδίο αυτό θα προκαταλάμβανε ανεπίτρεπτα την ενωσιακή νομοθετική πρωτοβουλία. Επίσης οι διατάξεις του παρόντος νομοσχεδίου δεν εφαρμόζονται κατά τη χρήση των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης του άρθρου 2 Ν. 4335/2015 (παρ. 5).

Επί του άρθρου 2: Το παρόν άρθρο οριοθετεί το κατά υποκείμενα (προσωπικό) πεδίο εφαρμογής του νόμου. Το τελευταίο καταλαμβάνει αποκλειστικά νομικά πρόσωπα με εμπορική ιδιότητα, όπως αυτά περιοριστικώς απαριθμούνται στην παρ. 1, στοιχ. α' έως ι'. Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του νόμου δεν εμπίπτουν ούτε εταιρικές μορφές που στερούνται νομικής προσωπικότητας, όπως λ.χ. η συμπλοιοκτησία (άρθρ. 10 επ. ΚΙΝΔ), ούτε και η ατομική (εμπορική) επιχείρηση ενός φυσικού προσώπου. Και τούτο γιατί ως εταιρικός μετασχηματισμός συλλαμβάνεται από το εταιρικό δίκαιο (άρα και από το προτεινόμενο νομοσχέδιο) η πράξη, της οποίας ελάχιστα γνωρίσματα είναι η μεταβίβαση περιουσίας με καθολική διαδοχή (ή και χωρίς διαδοχή, στην περίπτωση της μετατροπής) και η επέλευση ορισμένων αποτελεσμάτων σωματειακής φύσεως (απόκτηση της ιδιότητας εταίρου στις προερχόμενες από το μετασχηματισμό εταιρίες ή απώλειά της, σε περίπτωση εξαγοράς, ενδεχομένως δε και απώλεια της νομικής προσωπικότητας της μετασχηματιζόμενης εταιρίας). Οι συνέπειες αυτές, όμως, προϋποθέτουν ότι ο επιχειρηματικός φορέας που μετέχει στον μετασχηματισμό εξοπλίζεται με νομική προσωπικότητα. Η πρόβλεψη συνεπειών καθολικής διαδοχής στο πλαίσιο απλής μεταβίβασης επιχείρησης από ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα ή από ατομικά εμπορευόμενο-φυσικό πρόσωπο είναι απολύτως ξένη προς το σύστημα του ιδιωτικού δικαίου, το οποίο δεν διαχωρίζει την επιχείρηση από τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία των προσώπων που συγκροτούν την ένωση προσώπων ή του ατομικώς εμπορευομένου, αλλά την αντιμετωπίζει ως αντικείμενο κοινών περιουσιακών διαθέσεων με τα γνωρίσματα της ειδικής διαδοχής. Άλλωστε, και υπό το καθεστώς του ν.δ. 1297/1972 και του Ν. 2166/1993, η καταχρηστικά αποκαλούμενη «μετατροπή» ή «συγχώνευση ατομικής επιχείρησης» σε ε.π.ε. ή α.ε. δεν αποτελεί γνήσιο μετασχηματισμό παρά κοινή εισφορά επιχείρησης (υπό μορφή εισφοράς σε είδος) στο πλαίσιο, αντίστοιχα, της ίδρυσης ή της αύξησης του κεφαλαίου της ε.π.ε. ή της α.ε. Η εισφορά αυτή, όμως, ρυθμίζεται επαρκώς από τις κοινές διατάξεις του εταιρικού και του αστικού δικαίου, ενώ, όπου κρίνεται αναγκαία η παροχή φορολογικών κινήτρων σε αυτήν, ο φορολογικός νομοθέτης δεν εμποδίζεται να θεσπίσει τέτοια κίνητρα, χωρίς να παραβλάπτεται το σύστημα του ιδιωτικού δικαίου. Περαιτέρω, οι αστικοί συνεταιρισμοί του Ν. 1667/1986, συμπεριλαμβανομένων των φορέων κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας του Ν. 4430/2016 καθόσον είναι αστικοί συνεταιρισμοί, εντάσσονται επίσης στο πεδίο εφαρμογής του νόμου και μπορούν να συμμετέχουν σε κάθε είδους μετασχηματισμούς, δηλαδή είτε συγχωνεύσεις και διασπάσεις μεταξύ τους είτε μικτούς μετασχηματισμούς (συγχωνεύσεις και διασπάσεις με συμμετοχή και άλλων εταιρικών μορφών, μετατροπές από εταιρία προς συνεταιρισμό και από συνεταιρισμό προς εταιρία). Έτσι, διευρύνονται οι δυνατότητες των μερών σε σύγκριση με το προηγούμενο δίκαιο, που επέτρεπε μόνο τη συγχώνευση των αστικών συνεταιρισμών μεταξύ τους και τη μετατροπή εταιρίας σε συνεταιρισμό. Από το άλλο μέρος, δεν έχουν περιληφθεί στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του παρόντος νομοσχεδίου εταιρικές μορφές όπως η ναυτική εταιρία (Ν. 959/1979, ΦΕΚ Α' 192) και η ναυτιλιακή εταιρία πλοίων αναψυχής (Ν. 3182/2003, ΦΕΚ Α' 220), το νομικό καθεστώς των οποίων έχει διαμορφωθεί από τον νομοθέτη ως κλειστό και στεγανό, περιορίζοντας δραστικά τη δυνατότητα προσφυγής σε μετασχηματισμούς (πρβλ., αντίστοιχα, τα άρθρα 57 παρ. 4 και 59 του Ν. 959/1979 και τα άρθρα 36 παρ. 4 και 38 του Ν. 3182/2003). Κατ7 εξαίρεση, η ειδική νομοθεσία για τις εν λόγω εταιρικές μορφές προβλέπει τη δυνατότητα μετατροπής α.ε. και ε.π.ε. σε ναυτική εταιρία (άρθρ. 57 παρ. 1-3 του ν. 959/1979) ή ναυτιλιακή εταιρία πλοίων αναψυχής (άρθρ. 36 παρ. 1-3 ν. 3182/2003), περιπτώσεις κατά τις οποίες οι διατάξεις του παρόντος νομοσχεδίου θα μπορούν να εφαρμόζονται αναλογικά, εφόσον συντρέχει ανάγκη. Τέλος, αν και αποτελούν νομικά πρόσωπα με εμπορική ιδιότητα, οι αγροτικοί συνεταιρισμοί (Ν. 4384/2016, ΦΕΚ Α' 78) δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παρόντος άρθρου. Και αυτό κατ7 αρχάς ενόψει της βιοτικής σημασίας που έχει για τα μέλη τους η συμμετοχή σε αυτούς (βλ. ιδίως άρθρ. 8 παρ. 3 ν. 4384/2016), η οποία καθιστά δυσχερή την ομαλή ένταξή τους στο σύστημα του προτεινόμενου νομοσχεδίου, δηλαδή, την πλήρη ευχέρεια μετασχηματισμού τους σε κάθε άλλη εταιρική μορφή. Πράγματι, οι διατάξεις των άρθρων 24 και 32 του Ν. 4384/2016 ρυθμίζουν τις συγκεκριμένες περιπτώσεις μετασχηματισμών που προσιδιάζουν σε αγροτικούς συνεταιρισμούς. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, πάντως, οι διατάξεις τους παρόντος νομοσχεδίου θα μπορούν να εφαρμόζονται αναλογικά, για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από τον Ν. 4384/2016 (πρβλ. και την παρ. 13 του άρθρου 24 του Ν. 4384/2016). Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι διατάξεις του παρόντος νομοσχεδίου θα εφαρμόζονται ευθέως στις αγροτικές εταιρικές συμπράξεις του άρθρου 33 ν. 4384/2016 ως ανώνυμες εταιρίες.

Επί του άρθρου 3: Το παρόν άρθρο ρυθμίζει το ζήτημα του μετασχηματισμού εταιριών που έχουν λυθεί. Με την παρ. 1 εισάγεται ο γενικός κανόνας ότι επιτρέπεται κατ' αρχήν ο μετασχηματισμός εταιρίας που βρίσκεται σε στάδιο λύσης και εκκαθάρισης (πτωχευτικής ή μη), εφόσον δεν έχει αρχίσει η διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης και εφόσον δεν θίγεται η προϋπόθεση του ελάχιστου κεφαλαίου της οικείας εταιρικής μορφής (παρ.2). Η ολοκλήρωση του μετασχηματισμού επάγεται αυτοδικαίως την αναβίωση της απορροφώσας ή της επωφελούμενης ή της μετατρεπόμενης εταιρίας (παρ. 3).

Επί του άρθρου 4: Το άρθρο αυτό ρυθμίζει το νευραλγικό ζήτημα της σχέσης του προτεινόμενου νομοσχεδίου με τις διατάξεις άλλων νόμων, φορολογικού ή αναπτυξιακού περιεχομένου, οι οποίες αναφέρονται επίσης σε μετασχηματισμούς του άρθρου 1. Οι συγκεκριμένες διατάξεις διατηρούνται σε ισχύ όσον αφορά τις φορολογικού χαρακτήρα ρυθμίσεις τους. Σε σχέση, όμως, με τα εταιρικού δικαίου ζητήματα που αφορούν τις προϋποθέσεις, τη διαδικασία και τα αποτελέσματα των μετασχηματισμών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου νομοσχεδίου, κατισχύουν οι διατάξεις του τελευταίου. Η παροχή φορολογικών κινήτρων στο πλαίσιο της διενέργειας μετασχηματισμών μεταξύ εταιριών αποτελεί καίριας σημασίας δικαιοπολιτική επιλογή, μέσω της οποίας προάγεται η πρωτοβουλία δημιουργίας ισχυρότερων οικονομικών μονάδων. Ωστόσο, η παρέμβαση της φορολογικής νομοθεσίας στο πεδίο αυτό πρέπει να τελεί σε αρμονία με τις αρχές και το σύστημα των κανόνων του εταιρικού δικαίου, ενωσιακών και εθνικών. Ειδικότερα, ο φορολογικός νομοθέτης υπεισέρχεται ορισμένες φορές στο κανονιστικό πεδίο της εταιρικής νομοθεσίας και μεταβάλλει ουσιώδεις αξιολογήσεις της. Τούτο συμβαίνει ιδίως με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1, 2 και 4 του Ν. 2166/1993. Προς τον σκοπό διευκόλυνσης του μετασχηματισμού, συγκεκριμένα, οι εν λόγω διατάξεις υπαγορεύουν την απλή λογιστική ενοποίηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού των μετασχηματιζόμενων επιχειρήσεων, καθιστώντας, έτσι, μη αναγκαία μία σειρά εγγυήσεων, οι οποίες θεσπίζονται από τον νομοθέτη του εταιρικού δικαίου για την ενημέρωση των εταίρων των μετασχηματιζόμενων εταιριών, αλλά και για την ουσιαστική δικαιολόγηση της απόφασης τους για πραγματοποίηση του μετασχηματισμού, στον βαθμό που αυτός συνδέεται πάντοτε με ουσιώδεις μεταβολές στη νομική θέση και στα δικαιώματά τους (ιδίως εκείνα των μειοψηφούντων εταίρων). Τέτοιου είδους εγγυήσεις είναι η υποχρεωτική επιστράτευση μίας ή περισσότερων επιστημονικά αποδεκτών μεθόδων προσδιορισμού της προτεινόμενης σχέσης ανταλλαγής, ο προσδιορισμός των αξιών που προκύπτουν από την εφαρμογή κάθε τέτοιας μεθόδου, η εξειδίκευση της καταλληλότητας και της βαρύτητας κάθε μεθόδου, όπως επίσης και των τυχόν δυσκολιών που προέκυψαν κατά την αποτίμηση, δηλαδή, κατά τον καθορισμό των αξιών που χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για την προτεινόμενη σχέση ανταλλαγής (άρθρ. 10 παρ. 5 και 62 του προτεινόμενου νομοσχεδίου). Εφόσον οι εγγυήσεις αυτές απουσιάζουν, ο καθορισμός των δικαιωμάτων των εταίρων, μετά τη συντέλεση του μετασχηματισμού, επαφίεται μόνο στην απόφαση της πλειοψηφίας (πρβλ. άρθρ. 2 παρ. 4 Ν. 2166/1993) και, έτσι, ενδέχεται να στερείται ουσιαστικού ερείσματος. Εξάλλου, στο πεδίο ειδικά των μετασχηματισμών μεταξύ ανωνύμων εταιριών, οι πιο πάνω αναφερόμενες εγγυήσεις επιβάλλονται ευθέως και από το ενωσιακό δίκαιο (βλ. άρθρ. 96 παρ. 2 και 142 παρ. 2 της Οδηγίας [ΕΕ] 2017/1132), του οποίου οι διατάξεις υπερέχουν του εσωτερικού δικαίου. Θα ήταν ευκταίο, συνεπώς, στο πλαίσιο μιας μελλοντικής νομοθετικής πρωτοβουλίας, να επανεκτιμηθεί από τον φορολογικό νομοθέτη το σημερινό καθεστώς παροχής φορολογικών κινήτρων σε εταιρικούς μετασχηματισμούς, μέσω αφενός του εξορθολογισμού τους και αφετέρου της πλήρους ευθυγράμμισής τους με το σύστημα του προτεινόμενου νομοσχεδίου. Μέχρι την ανάληψη της νομοθετικής αυτής πρωτοβουλίας, οι παραπάνω αναφερθείσες διατάξεις του Ν. 2166/1993 θα είναι ερμηνευτέες (εν μέρει και για λόγους σύμφωνης με την Οδηγία [ΕΕ] 2017/1132 ερμηνείας) υπό το πρίσμα του κανόνα της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, το οποίο, σε ζητήματα εταιρικού δικαίου δίνει το προβάδισμα στις διατάξεις του παρόντος νομοσχεδίου. Με αυτήν την έννοια, η λογιστική ενοποίηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού των μετασχηματιζόμενων επιχειρήσεων, σύμφωνα με τον ν. 2166/1993, θα παραμένει δυνατή στις ακόλουθες περιπτώσεις: (α) εφόσον όλοι οι εταίροι των μετασχηματιζό μένων εταιριών συμφώνησαν να μην εξετασθεί το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης ή διάσπασης από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα και να μην συνταχθεί σχετική έκθεση (άρθρ. 10 παρ. 7 και 62 του παρόντος νομοσχεδίου) και (β) στην περίπτωση που στη συγχώνευση ή στη διάσπαση μετέχουν προσωπικές εταιρίες, υπό την προϋπόθεση ότι κανένας εταίρος δεν ζήτησε την εξέταση του σχεδίου από εμπειρογνώμονες (άρθρ. 28 παρ. 1 και 81 παρ. 1 του παρόντος νομοσχεδίου).

Επί του άρθρου 5: Το παρόν άρθρο περιέχει ρυθμίσεις δικονομικού χαρακτήρα και ορίζει (ακολουθώντας, για λόγους ρυθμιστικής ενότητας, το υπόδειγμα του άρθρου 3 παρ. 1 του Ν. 4548/2018) το Μονομελές Πρωτοδικείο ως το καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των υποθέσεων και διαφορών που ανακύπτουν από τον παρόντα νόμο (παρ.1), εκτός αν στις διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά (βλ. λ.χ. άρθρ. 19 παρ. 4). Σε κάθε περίπτωση, είναι δυνατή η υπαγωγή των υποθέσεων και διαφορών αυτών σε διαιτησία ή διαμεσολάβηση (παρ. 2).

ΜΕΡΟΣ Β' - ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ.

Επί του άρθρου 6: Η «προγραμματική» αυτή διάταξη ακολουθεί κατά βάση το λεκτικό των άρθρων 89 και 90 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2017 σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δικαίου (EE L 169/46, 30.6.2017), με την οποία κωδικοποιούνται οι διατάξεις των Οδηγιών 82/891/ΕΟΚ για τη διάσπαση και 2011/35/ΕΕ για τη συγχώνευση ανωνύμων εταιριών (: η «Οδηγία»). Η διάταξη οριοθετεί τα κοινά εννοιολογικά χαρακτηριστικά της εταιρικής πράξης της συγχώνευσης, ανεξάρτητα από την ειδικότερη μορφή που αυτή προσλαμβάνει. Τα εν λόγω χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα: (α) μεταβίβαση της περιουσίας της απορροφώμενης εταιρίας στην εταιρία που προκύπτει από τη συγχώνευση, απορροφώσα ή νέα, (β) λύση χωρίς εκκαθάριση της απορροφώμενης εταιρίας και (γ) απόδοση στους εταίρους ή μετόχους της απορροφώμενης, εταιρικών συμμετοχών στην εταιρία που προκύπτει από τη συγχώνευση - ενδεχομένως δε και ποσού σε μετρητά - σε αντάλλαγμα των συμμετοχών τους στην πρώτη. Η μεταβίβαση της περιουσίας της απορροφώμενης εταιρίας, περιλαμβάνει τόσο τα στοιχεία του ενεργητικού όσο και τις υποχρεώσεις της και ισοδυναμεί από λογιστική άποψη με εισφορά της καθαρής της θέσης στην προκύπτουσα από τη συγχώνευση εταιρία. Η διάταξη του άρθρου 6, όπως άλλωστε και η αντίστοιχη του άρθρου 68 του ΚΝ 2190/1920, αναγνωρίζει δύο μορφές συγχώνευσης: τη συγχώνευση με απορρόφηση και τη συγχώνευση με σύσταση νέας εταιρίας.

Επί του άρθρου 7: Το παρόν άρθρο αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 69 παρ. 1 και 2 του ΚΝ 2190/1920 και ενσωματώνει το άρθρο 95 της Οδηγίας. Η διάταξη του άρθρου 7 δεν αποκλίνει κατά περιεχόμενο παρά ελάχιστα από τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 69 του ΚΝ 2190/1920. Οι όποιες διαφορές εντοπίζονται κυρίως σε κάποιες φραστικές βελτιώσεις και στην ορολογική ομογενοποίηση, ώστε το πεδίο εφαρμογής της διάταξης να διαλαμβάνει το σύνολο των εταιρικών μορφών που μπορούν να αποτελέσουν υποκείμενο εταιρικού μετασχηματισμού. Η παρούσα διάταξη ρυθμίζει, επίσης, το ελάχιστο περιεχόμενο του Σχεδίου Σύμβασης Συγχώνευσης (το «Σχέδιο»). Το υπό στοιχεία (δ) και (ε) περιεχόμενο του Σχεδίου αποκτά σημασία όταν παρεκκλίνει από τον κανόνα του άρθρου 18 του παρόντος νομοσχεδίου. Από την άλλη, το υπό στοιχεία (στ) και (ζ) περιεχόμενο του Σχεδίου έχει πρακτική σημασία όταν υπάρχουν ειδικά δικαιώματα των εταίρων ή μετόχων της απορροφώμενης εταιρίας ή όταν παρέχονται πλεονεκτήματα στους εμπειρογνώμονες ή στα μέλη της διοίκησης των συγχωνευόμενων εταιριών. Όσον αφορά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της απορροφώσας (κεφαλαιουχικής) εταιρίας, αυτή θα αποτελεί από την ίδια τη φύση του πράγματος περιεχόμενο του Σχεδίου πλην συγκεκριμένων εξαιρέσεων (π.χ. επί απορρόφησης εταιρίας η οποία κατέχει σε ποσοστό 100% τις συμμετοχές της απορροφώμενης ή επί παροχής ίδιων μετοχών που η απορροφώσα εταιρία διατηρεί νόμιμα στο χαρτοφυλάκιο της). Τούτο γίνεται δεκτό και από ορισμένες αλλοδαπές έννομες τάξεις (βλ. για παράδειγμα το άρθρο 54 του γερμανικού UmwG).

Επί του άρθρου 8: Το άρθρο 8 ρυθμίζει τις διατυπώσεις δημοσιότητας στις οποίες υποβάλλεται το Σχέδιο. Οι διατυπώσεις αυτές περιλαμβάνουν καταχώριση του Σχεδίου στο Γ.Ε.ΜΗ. και την ανάρτηση στο διαδικτυακό του τόπο, κατά τις προδιαγραφές του Ν. 3419/2005. Η διάταξη ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο το άρθρο 92 της Οδηγίας. Όσον αφορά την τήρηση ιστοσελίδας, για την οποία κάνει λόγο το παρόν άρθρο, αυτή είναι υποχρεωτική για εταιρίες με κινητές αξίες εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά και δυνητική για τις υπόλοιπες. Στην τελευταία περίπτωση, η λειτουργία της ιστοσελίδας υπό τους όρους του παρόντος άρθρου συνεπάγεται την απαλλαγή της εταιρίας από την υποχρέωση καταχώρισης του Σχεδίου στο Γ.Ε.ΜΗ. Η διάταξη προβλέπει υποχρέωση διατήρησης της δημοσίευσης του Σχεδίου για διάστημα ενός έτους από την ημερομηνία λήψης της απόφασης για το Σχέδιο από τους εταίρους ή τη συνέλευση των συγχωνευομένων εταιριών. Κατά τούτο, η διάταξη κάνει χρήση της δυνατότητα που εισάγει το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 92 της Οδηγίας.

Επί του άρθρου 9: Η διάταξη επαναλαμβάνει κατ' ουσία τις παραγράφους 4-6 του άρθρου 69 του ΚΝ 2190/1920, εισάγοντας παράλληλα, κατά το πρότυπο του γερμανικού UmwG (βλ. άρθρο 8 παρ. 1 και 2 UmwG), τη δυνατότητα της κατά περίπτωση διεύρυνσης της πληροφόρησης που παρέχεται με την έκθεση, ώστε να περιλάβει στοιχεία για τη νομική ή οικονομική θέση εταιριών που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με τη συγχωνευόμενη, και της επιτρεπτής παράλειψης πληροφοριών, των οποίων η δημοσιοποίηση εγκυμονεί κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε μία ή περισσότερες από τις συγχωνευόμενες εταιρίες ή σε άλλη εταιρία του ομίλου (βλ. παρ. 1, τελευταίο εδάφιο, και παρ. 4). Δεν αρκεί, επομένως, για τη μη δημοσιοποίηση πληροφοριών, κίνδυνος οποιασδήποτε βλάβης. Ως πρόσθετη δικλείδα διαφύλαξης του δικαιώματος πληροφόρησης προβλέπεται η υποχρέωση να εξηγούνται στην έκθεση οι λόγοι για τους οποίους οι οικείες πληροφορίες και τα στοιχεία παραλείπονται. Όλες οι σχετικές κρίσεις επαφίενται στα διοικητικά συμβούλια ή στους διαχειριστές, που συντάσσουν την έκθεση. Η διάταξη καινοτομεί σε σχέση με το προϊσχύσαν άρθρο 69 παρ. 6 ΚΝ 2190/20 κατά το ότι αρκείται σε θεώρηση του εγγράφου της συμφωνίας για τη μη κατάρτιση έκθεσης του οργάνου διοίκησης και από δικηγόρο, πλέον της θεώρησης από τα πρόσωπα που απαιτούνται κατά το άρθρο 446 ΚΠολΔ για να αποκτήσει αυτό βέβαιη χρονολογία.

Επί του άρθρου 10: Με τη διάταξη του άρθρου 10, το οποίο κάνει χρήση του υποδείγματος του άρθρου 96 της Οδηγίας, επιδιώκεται κατ' αρχάς η διεύρυνση των επαγγελματικών τάξεων, τα μέλη των οποίων μπορούν να επιτελέσουν το έργο του εμπειρογνώμονα. Δεδομένου ότι το παρόν νομοσχέδιο ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τις συγχωνεύσεις σχεδόν κάθε μορφής εμπορικής εταιρίας, η υποχρεωτική ανάθεση του έργου αυτού σε ορκωτούς ελεγκτές ή σε ελεγκτικές εταιρίες, ακόμη και από περιορισμένου μεγέθους προσωπικές εταιρίες, θα τις επιβάρυνε με σημαντικό συναλλακτικό κόστος. Σύμφωνα με το άρθρο 10, ως εμπειρογνώμονες μπορούν πλέον να ορισθούν και επαγγελματίες εκτιμητές του Ν. 4152/2013, φοροτεχνικοί Α' τάξεως και οικονομολόγοι που είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο του Οικονομικού Επιμελητηρίου. Εξυπακούεται, ότι το επίπεδο της επαγγελματικής κατάρτισης, οι κανόνες λειτουργίας και η ένταση της ασκούμενης εποπτείας δύνανται να εμφανίζουν διακυμάνσεις για κάθε μία από τις επαγγελματικές κατηγορίες της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 10 (πρβλ. άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 2515/1997, και υποπαράγραφοι Γ2 και Γ3 του Ν. 4152/2013 σε αντίθεση με τις δεσμευτικότερες προδιαγραφές του Ν. 4449/2017 για τους ορκωτούς ελεγκτές). Σε κάθε περίπτωση, ο πληθωρισμός των επαγγελματικών τάξεων τα μέλη των οποίων μπορούν να διοριστούν ως εμπειρογνώμονες είναι ένα ζήτημα, για τη διευθέτηση του οποίου ενδείκνυται η σύσταση και λειτουργία ενός ενιαίου (δημοσίου) μητρώου εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι, επί τη βάσει ενιαίων προδιαγραφών, θα αναλάβουν το έργο του άρθρου 10.
Όσον αφορά τη διαδικασία διορισμού των εμπειρογνωμόνων, σημειώνεται ότι το άρθρο 10 θέτει στη διάθεση των συγχωνευομένων εταιριών δύο επιλογές: (α) εφόσον πρόκειται για εμπειρογνώμονα εγγεγραμμένο σε Δημόσιο Μητρώο, αρκεί ο διορισμός του από κάθε εταιρία, ενδεχομένως μάλιστα και ο διορισμός κοινού πραγματογνώμονα με κοινή απόφαση των συγχωνευομένων εταιριών, (β) εφόσον πάλι πρόκειται για εμπειρογνώμονα ο οποίος δεν έχει εγγραφεί σε Δημόσιο Μητρώο, απαιτείται αίτηση κάθε μιας από τις εταιρίες προς το Γ.Ε.ΜΗ., το οποίο αποφαίνεται επί της πρότασης διορισμού εντός πενθήμερης προθεσμίας, άλλως, αν η εν λόγω προθεσμία παρέλθει άπρακτη, τεκμαίρεται ότι η Διοίκηση αποδέχθηκε την πρόταση των εταιριών. Κατ7 εξαίρεση, όταν η συγχωνευόμενη εταιρία έχει τη μορφή αε, επε, ή ικε, εμπειρογνώμονες πρέπει υποχρεωτικά να ορισθούν δύο ορκωτοί ελεγκτές ή πιστοποιημένοι εκτιμητές (άρθρο 17 παρ. 3 Ν. 4548/2018).
Κατά τα λοιπά, το άρθρο 10 ασχολείται με το περιεχόμενο της έκθεσης των εμπειρογνωμόνων, η οποία υποβάλλεται στις ίδιες διατυπώσεις δημοσιότητας με την έκθεση των διοικητικών συμβουλίων ή των διαχειριστών σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο. Από το περιεχόμενο της έκθεσης απαλείφεται η αξία της εισφερόμενης από την απορροφώμενη εταιρία περιουσίας (: καθαρή θέση). Επίσης, τροποποιείται ο τίτλος του άρθρου, κατ'αντιστοιχία προς το άρθρο 96 της Οδηγίας. Πάντως, ακόμη και αν δεν αποτελεί πλέον τυπικά περιεχόμενο της έκθεσης, η αποτίμηση της καθαρής θέσης των εταιριών αποτελεί λογικό προαπαιτούμενο για τον καθορισμό της σχέσης ανταλλαγής των εταιρικών συμμετοχών και, συνεπώς, δεν νοείται εκφορά γνώμης από εμπειρογνώμονα, χωρίς να έχει προηγηθεί αποτίμηση της καθαρής θέσης ή καθορισμός της σχέσης ανταλλαγής. Επίσης, παρέχεται κι εδώ η δυνατότητα να μην περιληφθούν στην έκθεση πληροφορίες, των οποίων η δημοσιοποίηση εγκυμονεί κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε μία ή περισσότερες από τις συγχωνευόμενες εταιρίες ή σε άλλη εταιρία του ομίλου. Τέλος, οι λοιπές διατάξεις του άρθρου ακολουθούν το πρότυπο του άρθρου 71 ΚΝ 2190/1920.

Επί του άρθρου 11: Το άρθρο 11 είναι προσανατολισμένο στο άρθρο 97 της Οδηγίας - με μεγαλύτερη πιστότητα σε σχέση με το άρθρο 72 ΚΝ 2190/1920 - και υπηρετεί την πληροφόρηση και την προετοιμασία των μετόχων ή εταίρων, ώστε να είναι σε θέση να αποφασίσουν υπέρ ή κατά της συγχώνευσης, σύμφωνα με το άρθρο 14, έχοντας λάβει έγκαιρα γνώση κρίσιμων παραμέτρων. Η παρούσα διάταξη εισάγει ειδικό (ατομικό) δικαίωμα πληροφόρησης των εταίρων/μετόχων των συγχωνευομένων εταιριών. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 11 μηχανισμός πρόσβασης στην πληροφόρηση περιλαμβάνει τα εξής: (α) πρόσβαση σε έγγραφα στην καταστατική έδρα κάθε εταιρίας, εκτός αν τα έγγραφα αυτά παραμείνουν διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της εταιρίας για επαρκή χρόνο πριν από τη λήφη απόφασης για τη συγχώνευση, ανάλογα με την εταιρική μορφή της κάθε συγχωνευόμενης εταιρίας, και μέχρι τη λήψη της εν λόγω απόφασης (παρ. 1 και 5)· (β) λήψη αντιγράφων των εγγράφων σε έγχαρτη μορφή, ή, εναλλακτικώς, αποστολή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, εφόσον ο εταίρος/μέτοχος έχει παράσχει σχετική συγκατάθεση προς την εταιρία ή, σε περίπτωση ανάρτησης των εγγράφων στην ιστοσελίδα της εταιρίας, με δυνατότητα μεταφόρτωσης και εκτύπωσης εγγράφων (παρ. 4 και 5 εδ. 2). Οι υποχρεώσεις των συγχωνευόμενων εταιριών που απορρέουν από το άρθρο 11 «ενεργούν» και μετά την ολοκλήρωση της συγχώνευσης.
Επί του άρθρου 12: Με το άρθρο αυτό, γίνεται παραπομπή στις ρυθμίσεις του εργατικού δικαίου που ούτως ή άλλως θα ίσχυαν ακόμη και χωρίς αυτή την παραπομπή και κατατείνουν στην προστασία των εργαζομένων των συγχωνευόμενων εταιριών. Η ελληνική νομοθεσία (ΠΔ 178/2002) ακολουθεί συναφώς τις κατευθύνσεις της προστατευτικής για τους εργαζόμενους ενωσιακής νομοθεσίας, προς αποφυγή της χειροτέρευσης της θέσης τους εξαιτίας της μεταβίβασης επιχείρησης με τη μορφή της συγχώνευσης (βλ. Οδηγία 98/50/ΕΚ). Κρίθηκε σκόπιμο να περιληφθεί η διάταξη αυτή στον παρόντα νόμο κατά το υπόδειγμα του άρθρου 98 της Οδηγίας.

Επί του άρθρου 13: Η διάταξη του άρθρου 13 αντιστοιχεί στο άρθρο 70 ΚΝ 2190/1920, από το οποίο διαφοροποιείται ως προς τα εξής: (α) θέτει ως εναρκτήριο χρονικό σημείο για την άσκηση των δικαιωμάτων από τους πιστωτές την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας του άρθρου 8, και όχι τη δημοσίευση του Σχεδίου σε οικονομική εφημερίδα, καθόσον οι δημοσιεύσεις σε «λοιπά έντυπα» (πλην του διαδικτυακού τόπου του Γ.Ε.ΜΗ.) έχουν πλέον καταστεί δια νόμου προαιρετικές (άρθρο 232 Ν. 4072/2012), (β) προβλέπει το χρονικό διάστημα εντός του οποίου μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους οι πιστωτές,το οποίο αντιστοιχεί σε είκοσι ημέρες, όπως προέβλεπε και το άρθρο 70 παρ.2 ΚΝ 2190/1920, (γ) κατανέμει το βάρος απόδειξης ως προς την αναγκαιότητα της προστασίας στους ίδιους τους πιστωτές ήδη από το στάδιο της προβολής των αντιρρήσεων (: «[...] εφόσον οι πιστωτές αποδεικνύουν επαρκώς [...]»). Η εν λόγω κατανομή του βάρους απόδειξης μπορούσε να συναχθεί ερμηνευτικά και από τη διάταξη του άρθρου 70 ΚΝ 2190/1920. Οι προβλέψεις για τους ομολογιούχους δανειστές και τους κατόχους ειδικών τίτλων, που εξομοιώνονται για τους σκοπούς της συγχώνευσης με πιστωτές (παρ. 4 και 5 άρθρου 70 ΚΝ 2190/1920), μεταφέρονται στα άρθρα 33 και 34 του παρόντος νομοσχεδίου, καθώς αφορούν μόνον ανώνυμες εταιρίες.

Επί του άρθρου 14: Το άρθρο 14 απηχεί τη ρύθμιση του άρθρου 72 ΚΝ 2190/1920 (προσαρμοσμένη σε όλες τις εταιρικές μορφές) και ενσωματώνει το άρθρο 93 της Οδηγίας, θεσπίζει υποχρέωση έγκρισης από τη γενική συνέλευση ή τους εταίρους κάθε μιας από τις συγχωνευόμενες εταιρίες του Σχεδίου και, εφόσον απαιτείται, των τροποποιήσεων του καταστατικού τους. Η σχετική αποφασιστική αρμοδιότητα της συνέλευσης ή των εταίρων είναι αποκλειστική. Εξαιρέσεις από αυτήν προβλέπονται στα άρθρα 35 παρ. 2, 36 παρ. 2 και 88 του νομοσχεδίου. Απαλείφεται οποιαδήποτε αναφορά στην τήρηση των διατυπώσεων που κατατείνουν στην προστασία των πιστωτών των συγχωνευόμενων εταιριών (βλ. τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 70 ΚΝ 2190/1920), καθώς τυχόν ελλιπής τήρηση αυτών δεν είναι δυνατόν ούτε να επιδράσει στο κύρος της απόφασης των εταίρων ή της συνέλευσης ούτε, κατ' επέκταση, να πλήξει το κύρος της συγχώνευσης. Οι αποφάσεις της συνέλευσης και των εταίρων λαμβάνονται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο και το καταστατικό των συγχωνευόμενων εταιριών.
Η διάταξη του άρθρου 14 εφαρμόζεται σε συνδυασμό με τις ευρισκόμενες στο ειδικό μέρος διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 2 (συγχώνευση με συμμετοχή προσωπικών εταιριών) 27, 30 παρ. 2 (συγχώνευση με συμμετοχή ανωνύμων εταιριών), 39 παρ.2 (συγχώνευση με συμμετοχή εταιριών περιορισμένης ευθύνης), 42 παρ. 2 (συγχώνευση με συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιριών) του παρόντος νομοσχεδίου. Σύμφωνα, εξάλλου, με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 14, είναι υποχρεωτική η λήψη απόφασης για την έγκριση της συγχώνευσης και από τις ειδικές κατηγορίες μετόχων ή εταίρων (για παράδειγμα, μετόχων με προνομιούχες μετοχές), εφόσον τα δικαιώματα των μετόχων ή των εταίρων επηρεάζονται από τη συγχώνευση. Το λεκτικό του άρθρου 14 (: «επηρεάζει») είναι ηπιότερο από το αντίστοιχο του άρθρου 72 ΚΝ 2190.1920 (: «ϋίγονται»). Συνεπώς, η διάταξη εφαρμόζεται, ακόμη και αν η επιρροή της συγχώνευσης στις ειδικές κατηγορίες των μετόχων ή εταίρων είναι έμμεση ή τοποθετείται σε μακρινό χρονικό ορίζοντα.

Επί των άρθρων 15, 16 και 17: Η διάταξη του άρθρου 15 λαμβάνει ως πρότυπο το άρθρο 93 της Οδηγίας και περιέχει ρύθμιση αντίστοιχη προς εκείνη του άρθρου 74 του ΚΝ 2190/1920. Προς διευκόλυνση και απλοποίηση των συναλλαγών, προβλέπει ότι το ιδιωτικό έγγραφο συνιστά πλέον τον κανόνα, ως τύπος της σύμβασης συγχώνευσης. Ο συμβολαιογραφικός τύπος παραμένει, πάντως, υποχρεωτικός εφόσον στη συγχώνευση μετέχει τουλάχιστον μια εταιρία που είναι ανώνυμη, ή εταιρία περιορισμένης ευθύνης, ή Ευρωπαϊκή Εταιρία ή Ευρωπαϊκή Συνεταιριστική Εταιρία ή όταν τούτο απαιτείται από το νόμο, ανεξαρτήτως εταιρικής μορφής (π.χ. όταν στα μεταβιβαζόμενα στοιχεία του ενεργητικού απορροφώμενης εταιρίας περιλαμβάνεται ακίνητο).
Οι διατάξεις των άρθρων 16 και 17 ενσωματώνουν τα άρθρα 102 και 104 της Οδηγίας και αντιστοιχούν στα άρθρα 72 και 74 του ΚΝ 2190/1920.
Το άρθρο 16 καθορίζει τις πράξεις και τα στοιχεία που υποβάλλονται σε δημοσιότητα στο Γ.Ε.ΜΗ., τα οποία διακρίνονται ανάλογα με το αν μετέχει στη συγχώνευση μία τουλάχιστον ανώνυμη εταιρία ή ευρωπαϊκή εταιρία (SE), οπότε σε δημοσιότητα υποβάλλεται για καθεμία εταιρία, πλέον των στοιχείων της παρ. 2, και η εγκριτική απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 17 (παρ. 1). Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ένας σχετικός περιορισμός της εμβέλειας της εγκριτικής απόφασης που εκδίδεται για τη συγχώνευση από την εκάστοτε αρμόδια διοικητική αρχή, σε σύγκριση με το καθεστώς του ΚΝ 2190/1920 (άρθρ. 77), καθώς η έλλειψη της (ή τα τυχόν ελαττώματά της) δεν συνιστά πλέον λόγο ακυρότητας της συγχώνευσης, όπως συνέβαινε υπό το ισχύσαν δίκαιο, ρύθμιση η οποία είχε προκαλέσει ερμηνευτικά προβλήματα (βλ. παρακάτω άρθρο 20 του παρόντος νομοσχεδίου).
Η συγχώνευση προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση τη διενέργεια προληπτικού διοικητικού ελέγχου νομιμότητας, κατόπιν του οποίου υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του Ν. 3419/2005 για κάθε μία εταιρία που μετέχει σε αυτήν. Με την παρ. 2 του άρθρου 17 διατηρείται το σύστημα της διοικητικής έγκρισης της συγχώνευσης, εφόσον σε αυτή μετέχει ανώνυμη εταιρία ή ευρωπαϊκή εταιρία (SE), ως απορροφώμενη ή ως απορροφώσα. Περαιτέρω, η διοικητική αρμοδιότητα διενέργειας του προληπτικού ελέγχου νομιμότητας της συγχώνευσης κλιμακώνεται με γνώμονα: (α) τη μορφή της συγχωνευόμενης εταιρίας, όταν δηλαδή στη συγχώνευση μετέχει είτε ανώνυμη εταιρία είτε Ευρωπαϊκή Εταιρία (οπότε απαιτείται έκδοση εγκριτικής απόφασης εκ μέρους του Περιφερειάρχη, στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα της η απορροφώσα εταιρία), (β) τη συστημική σημασία ή το μέγεθος των συγχωνευόμενων εταιριών (οπότε την εγκριτική απόφαση εκδίδει ο Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης), ενώ (γ) σε κάθε άλλη περίπτωση, αρμόδια για την διενέργεια προληπτικού ελέγχου νομιμότητας είναι η υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ., στην περιφέρεια της οποίας έχει την έδρα της η απορροφώσα εταιρία, η οποία ασκεί την αρμοδιότητά της αυτή χωρίς την έκδοση προηγούμενης εγκριτικής απόφασης (πάντως, όμως, πριν από την υποβολή της συγχώνευσης στις διατυπώσεις δημοσιότητας). Η πρόβλεψη αρμοδιότητας του Περιφερειάρχη ή της υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ., στην περιφέρεια του οποίου ή της οποίας έχει την έδρα της η απορροφώσα εταιρία επιλύει το ζήτημα της τυχόν συντρέχουσας αρμοδιότητας περισσότερων διοικητικών οργάνων.
Ο προληπτικός έλεγχος νομιμότητας εκτείνεται σε όλες τις πράξεις και διατυπώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις για τη συγχώνευση. Δεν πρόκειται ούτε για έλεγχο τυπικής νομιμότητας, εξαντλούμενο στο «τύποις σύννομο» και στην «πληρότητα» των πράξεων και διατυπώσεις της συγχώνευσης, αλλά ούτε και σε πλήρη και ουσιαστικό έλεγχο νομιμότητας με σκοπό την «πραγμάτωση του συνόλου της έννομης τάξης».

Επί του άρθρου 18: Το άρθρο 18 αντιστοιχεί στη διάταξη του άρθρου 75 του ΚΝ 2190/1920 και ενσωματώνει το άρθρο 105 της Οδηγίας. Κύριο αντικείμενο του είναι ο προσδιορισμός των σωματειακών, περιουσιακών και δικονομικών αποτελεσμάτων της συγχώνευσης και του χρονικού σημείου επέλευσης τους. Η ρύθμισή του διαφοροποιείται σε σχέση με εκείνη του άρθρου 75 ΚΝ 2190/1920 κατά τα εξής: Πρώτον, προσδιορίζεται το χρονικό σημείο επέλευσης των αποτελεσμάτων της συγχώνευσης, με σημείο αναφοράς την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. μόνης της σύμβασης συγχώνευσης και μάλιστα, μόνον ως προς την απορροφώσα εταιρία. Η υποβολή σε δημοσιότητα, για κάθε εταιρία που μετέχει στη συγχώνευση, των λοιπών πράξεων και στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 17, δηλαδή, των αποφάσεων των συνελεύσεων ή των εταίρων, με τις οποίες εγκρίνεται η συγχώνευση και, κατά περίπτωση,της εγκριτικής απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής, παραμένει μεν αναγκαία, πλην όμως δεν είναι αποφασιστική για την επέλευση των αποτελεσμάτων της συγχώνευσης. . Και δεύτερον, το λεκτικό της διάταξης θέτει τέρμα στη θεωρητική διαφωνία αναφορικά με τη νομική φύση των αποτελεσμάτων της συγχώνευσης, καθώς ορίζεται πλέον ότι με τη συγχώνευση η απορροφώσα εταιρία υποκαθίσταται ως καθολική διάδοχος στο σύνολο της περιουσίας, δηλαδή στο σύνολο των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων και γενικά των έννομων σχέσεων της απορροφώμενης ή των απορροφώμενων εταιριών, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών αδειών που έχουν εκδοθεί υπέρ της απορροφώμενης ή των απορροφώμενων εταιριών.

Επί του άρθρου 19: Η ρύθμιση του άρθρου 19 αντιστοιχεί στο άρθρο 76 ΚΝ 2190/1920 και ενσωματώνει τα άρθρα 106 και 107 της Οδηγίας. Με αυτήν εισάγεται, προς όφελος ιδίως των εταίρων ή μετόχων πολυπληθών εταιριών, που αντιμετωπίζουν προβλήματα συντονισμού της δράσης τους, δυνατότητα ορισμού ειδικού εκπροσώπου για την άσκηση αξιώσεων κατά των μελών των οργάνων διοίκησης της απορροφώμενης εταιρίας ή των εμπειρογνωμόνων. Ο ειδικός εκπρόσωπος ορίζεται από το δικαστήριο του άρθρου 5, κατά την εκούσια δικαιοδοσία, εφόσον πιθανολογηθεί η ύπαρξη της αξίωσης των εταίρων ή μετόχων. Με τη δημοσίευση στο Γ.Ε.ΜΗ. της απόφασης ορισμού του ειδικού εκπροσώπου— και με τήρηση όσων επιπρόσθετων προϋποθέσεων προβλέπονται από το καταστατικό ή από την εταιρική σύμβαση για τη διεξαγωγή της γενικής συνέλευσης ή για τη λήψη αποφάσεων των εταίρων-προσκαλείται κάθε εταίρος ή μέτοχος να εκδηλώσει την επιθυμία του για την άσκηση αξίωσης εντός εξάμηνης προθεσμίας.

Επί του άρθρου 20: Η ρύθμιση του άρθρου 20, με τον τίτλο «ακυρότητα της συγχώνευσης», ακολουθεί εν πολλοίς το υπόδειγμα του άρθρου 77 ΚΝ 2190/1920 και του άρθρου 108 της Οδηγίας. Οι σχετικές διατάξεις αφορούν στην ακυρότητα (ακριβέστερα: ακυρωσία) της συγχώνευσης ως αυτοτελούς πράξης του εταιρικού δικαίου, η οποία απαγγέλλεται πάντοτε με διαπλαστική απόφαση του δικαστηρίου, κατά την εκούσια δικαιοδοσία, σε αντιδιαστολή με τη σημερινή ρύθμιση της ελαττωματικής συγχώνευσης μεταξύ ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιριών, η ελαττωματικότητα της οποίας οδηγεί άλλοτε σε ακύρωση της και άλλοτε σε αναγνώριση της ακυρότητάς της, ανάλογα με το υφιστάμενο ελάττωμα (βλ. το καταργούμενο με το παρόν νομοσχέδιο άρθρ. 114 Ν. 4072/2012 με τον τίτλο «ακυρωσία και ακυρότητα της συγχώνευσης»). Πλέον, οι - ήδη περιορισμένες υπό το προϊσχύσαν δίκαιο - δυνατότητες επίκλησης της ακυρότητας της συγχώνευσης (τουλάχιστον στις περιπτώσεις της συγχώνευσης μεταξύ α.ε. και μεταξύ ι.κ.ε.) συρρικνώνονται έτι περισσότερο, καθώς αφενός μειώνονται οι λόγοι ακυρότητας και αφετέρου οριοθετείται πιο αυστηρά ο κύκλος των προσώπων που νομιμοποιούνται να υποβάλουν σχετική διαπλαστική αίτηση στο δικαστήριο, ενώ συντέμνονται και οι προθεσμίες υποβολής της σχετικής αίτησης, καθώς και της τριτανακοπής κατά της απόφασης που κηρύσσει την ακυρότητα, σε τρεις (3) μήνες. Επίσης λαμβάνεται μέριμνα για την εναλλακτική προστασία των προσώπων που είτε δεν νομιμοποιούνται από το νόμο να εγείρουν τις εν λόγω αξιώσεις είτε οι αξιώσεις τους δεν έχουν γίνει δεκτές από το δικαστήριο.
Η ελαττωματικότητα της εγκριτικής απόφασης της διοίκησης, στις περιπτώσεις που προβλέπεται η έκδοσή της (άρθρ. 16 παρ. 3 του νομοσχεδίου), που, κατά μία άποψη υποστηριχθείσα υπό το πρίσμα του στοιχ. α' παρ. 1 του άρθρου 77 ΚΝ 2190/1920, περιλάμβανε και την παντελή έλλειψη έγκρισης από την διοικητική αρχή, δεν αποτελεί πλέον λόγο ακυρότητας της συγχώνευσης. Ενόψει της ρύθμισης αυτής, διευκρινίζεται στο νομοσχέδιο ότι τυχόν ακύρωση, με δικαστική απόφαση, της διοικητικής πράξης, με την οποία εγκρίθηκε η συγχώνευση σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 5 του άρθρου 16, δεν επιφέρει ανατροπή των αποτελεσμάτων της συγχώνευσης ούτε αποτελεί λόγο κήρυξης της ακυρότητάς της. Έτσι, οι λόγοι ακυρότητας της συγχώνευσης περιορίζονται πλέον στα εξής: (α) στην παράλειψη έγκρισης της συγχώνευσης από μια έστω από τις εταιρίες που μετέχουν στη συγχώνευση με απόφαση της συνέλευσης ή των εταίρων της ή στο ανυπόστατο τυχόν ληφθείσας απόφασης και (β) στην ακυρότητα ή ακυρωσία της απόφασης αυτής. Η ακυρότητα, η ακυρωσία και το ανυπόστατο της απόφασης της συνέλευσης ή των εταίρων κρίνονται αποκλειστικά από το δικαστήριο που δικάζει την αίτηση της προηγούμενης παραγράφου.
Παρέχεται επίσης στο αρμόδιο δικαστήριο η δυνατότητα να τάξει προθεσμία άρσης των λόγων ακυρότητας (ρύθμιση γνωστή και από τα άρθρ. 77 ΚΝ 2190/1920 και 114 Ν. 4072/2012), καθώς και διακριτική ευχέρεια να μην κηρύξει την ακυρότητα της συγχώνευσης, εφόσον κρίνει ότι η απαγγελία της είναι δυσανάλογη με το υφιστάμενο ελάττωμα. Για την εξειδίκευση της έννοιας του δυσαναλόγου κρίσιμα στοιχεία θα είναι ενδεικτικά: η βαρύτητα του ελαττώματος τα πρακτικής φύσεως προβλήματα και η διατάραξη των συναλλαγών που θα προξενούσε η απαγγελία της ακυρότητας (πρόβλημα αποκαλούμενο στα γερμ. "Entschmelzung") κ.λπ.
Η ενεργητική νομιμοποίηση προς άσκηση αίτησης με αντικείμενο την κήρυξη της ακυρότητας της συγχώνευσης οριοθετείται ως εξής: (α) ενεργητικά νομιμοποιείται κατ' αρχάς κάθε μέτοχος ή εταίρος εταιρίας που συγχωνεύθηκε, εφόσον δεν έλαβε μέρος στη λήψη της απόφασης για την έγκριση της συγχώνευσης ή αντιτάχθηκε στη λήψη της, (β) στις περιπτώσεις που παραλείφθηκε εντελώς η λήψη απόφασης ή η τυχόν ληφθείσα είναι ανυπόστατη ή άκυρη, νομιμοποιούνται και πιστωτές εταιρίας που συγχωνεύθηκε, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον και (γ) εφόσον προτεινόμενος λόγος ακυρότητας της συγχώνευσης είναι η ακυρωσία απόφασης συνέλευσης ή εταίρων, οι μέτοχοι ή εταίροι που εκπροσωπούν συνολικά το ένα εικοστό (1/20) τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου εταιρίας που συγχωνεύθηκε, εφόσον δεν έλαβαν μέρος στη λήψη της απόφασης για την έγκριση της συγχώνευσης ή αντιτάχθηκαν στη λήψη της. Ειδική ρύθμιση επιφυλάσσεται για εταιρίες με μετοχές εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά, εφόσον έχον τη θέση απορροφώσας. Στην περίπτωση αυτή, οι λόγοι ακυρότητας της συγχώνευσης είναι ακόμη πιο περιορισμένοι. Μέτοχοι ή εταίροι εισηγμένων εταιριών ή που δεν συγκεντρώνουν τα αναγκαία ποσοστά ή των οποίων η αίτηση ακύρωσης απορρίφθηκε από το δικαστήριο, διατηρούν χρηματική αξίωση κατά της απορροφώσας εταιρίας για αποκατάσταση της ζημίας που τους προκάλεσε το ελάττωμα της απόφασης που ενέκρινε τη συγχώνευση. Η προθεσμία κατάθεσης της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας μειώνεται στους τρεις μήνες από την καταχώριση στο ΓΕ.Μ.Η. της σύμβασης συγχώνευσης (πρβλ. και άρθρ. 114 παρ. 2 Ν. 4072/2012). Η προθεσμία άσκησης τριτανακοπής κατά της απόφασης που κηρύσσει την ακυρότητα ορίζεται επίσης τρίμηνη, με σημείο έναρξης της τη δημοσίευση στο Γ.Ε.ΜΗ της απόφασης αυτής, αφότου αυτή καταστεί τελεσίδικη.
Προβλέπεται επίσης η δημοσίευση στο Γ.Ε.ΜΗ. τόσο της αίτησης για κήρυξη της ακυρότητας της συγχώνευσης όσο και της απόφασης που κηρύσσει την ακυρότητα, με την οποία μπορεί να ληφθούν, ύστερα από σχετικό αίτημα ή και αυτεπαγγέλτως, όλα τα αναγκαία κατά την κρίση του δικαστηρίου μέτρα για την προστασία των συμφερόντων που τίθενται σε διακινδύνευση. Διευκρινίζεται επίσης ότι τα αποτελέσματα της απόφασης επέρχονται με την τελεσιδικία της.
Τέλος, προβλέπεται -όπως άλλωστε και υπό το ισχύσαν δίκαιο (άρθρ. 77 παρ. 6 και 7 ΚΝ 2190/1920, άρθρ. 114 παρ. 5 Ν. 4072/2012) αλλά και βάσει της Οδηγίας (άρθρ. 108 παρ. 1 στοιχ. ζ' και η')- ότι η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα της συγχώνευσης δεν θίγει το κύρος των συναλλαγών της απορροφώσας εταιρίας που πραγματοποιήθηκαν μετά την καταχώριση της συγχώνευσης στο Γ.Ε.ΜΗ. ως προς τις οποίες οι απορροφώμενες εταιρίες ευθύνονται εις ολόκληρον.

Επί του άρθρου 21: Με μικρές διαφορές στη διατύπωση («σχέση ανταλλαγής δίκαιη και λογική...» αντί «αδικαιολόγητα χαμηλή», κατ' αντιστοιχία προς το άρθρο 10 του παρόντος νομοσχεδίου), το άρθρο 21 επαναλαμβάνει τη διάταξη του άρθρου 77α ΚΝ 2190/1920.

Επί του άρθρου 22: Το άρθρο 22 επαναλαμβάνει τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΝ 2190/1920 και ενσωματώνει το άρθρο 109 της Οδηγίας

Επί του άρθρου 23: Το εν λόγω άρθρο καθορίζει τις εφαρμοζόμενες διατάξεις σε περίπτωση συγχώνευσης με συμμετοχή ομόρρυθμης εταιρίας, ετερόρρυθμης εταιρίας, κοινοπραξίας κατά την παρ. 3 του άρθρου 293 του Ν. 4072/2012, καθώς επίσης και ετερόρρυθμης εταιρίας κατά μετοχές. Εφόσον, το παρόν νομοσχέδιο δεν περιέχει ειδική ρύθμιση για τις συγχωνεύσεις των εταιρικών αυτών μορφών, εφαρμόζονται ως προς τη μετέχουσα στη συγχώνευση προσωπική ή ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρία οι διατάξεις του Ν. 4072/2012.

Επί του άρθρου 24: Το εν λόγω άρθρο, σε αρμονία με την παρ. 1 του άρθρου 3 του νομοσχεδίου, εκκινεί από την αρχή ότι είναι επιτρεπτή η συμμετοχή λυθείσας προσωπικής εταιρίας σε συγχώνευση. Εξαίρεση από την ως άνω αρχή ισχύει στην περίπτωση κατά την οποία οι εταίροι έχουν συμφωνήσει ότι τη λύση δεν θα ακολουθήσει το στάδιο της εκκαθάρισης (άρθρ. 268 παρ. 1 του Ν. 4072/2012)..

Επί του άρθρου 25: Το εν λόγω άρθρο ρυθμίζει αφενός ορισμένα ειδικά θέματα του περιεχομένου του Σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης και αφετέρου το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης των εταίρων ή μετόχων για τα χρέη της απορροφώμενης. Στον βαθμό που τόσο η απορροφώσα όσο και η απορροφώμενη είναι προσωπικές εταιρίες, είναι αναγκαίο να καθορίζεται με σαφήνεια τόσο έναντι τρίτων όσο και στις εσωτερικές σχέσεις των εταίρων της απορροφώσας ποιος ή ποιοι εταίροι θα ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της απορροφώμενης. Όσον αφορά τους ετερόρρυθμους εταίρους της απορροφώμενης ετερόρρυθμης ή ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρίας, αυτοί συνεχίζουν να διατηρούν την εν λόγω ιδιότητά τους, εφόσον η απορροφώσα είναι προσωπική εταιρία. Ωστόσο, επιτρέπονται και παρεκκλίσεις με ρητή συγκατάθεση των εταίρων αυτών, οι οποίες θα πρέπει να επισημαίνονται στο Σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης.

Επί του άρθρου 26: Το εν λόγω άρθρο ρυθμίζει ορισμένα ειδικά ζητήματα σε σχέση αφενός με τη χρονική περίοδο άσκησης του δικαιώματος της παραγράφου 1 του άρθρου 11 εκ μέρους των εταίρων της προσωπικής εταιρίας που μετέχει στη συγχώνευση και αφετέρου με τη σύνταξη γραπτής έκθεσης και την ενημέρωση των εταίρων σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 9, εφόσον το σύνολο των εταίρων της προσωπικής εταιρίας που μετέχει στη συγχώνευση είναι συγχρόνως και διαχειριστές της. Η διάταξη της παραγράφου 1 ορίζει ότι το δικαίωμα των εταίρων να λαμβάνουν γνώση των εγγράφων της συγχώνευσης για συνεχή χρονική περίοδο που αρχίζει τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη λήφη της απόφασης του άρθρου 27 και λήγει με τη λήψη της. Εξάλλου, το άρθρο 11 του νομοσχεδίου υπηρετεί την ενημέρωση πρωτίστως εκείνων των εταίρων, οι οποίοι δεν μετέχουν στη διαχείριση και ως εκ τούτου στερούνται κατά τεκμήριο της αναγκαίας πληροφόρησης για την οικονομική και νομική σημασία της συγχώνευσης, καθώς και για την προτεινόμενη σχέση ανταλλαγής των μετοχών. Η ανάγκη αυτή προδήλως δεν υφίσταται στην περίπτωση κατά την οποία το σύνολο των εταίρων της προσωπικής εταιρίας που συμμετέχει στη συγχώνευση είναι (και) διαχειριστές της (παρ. 2).

Επί του άρθρου 27: Το εν λόγω άρθρο ρυθμίζει ζητήματα που σχετίζονται με την απόφαση των εταίρων προσωπικής εταιρίας για έγκριση της συμμετοχής της σε συγχώνευση. Η παράγραφος 1 εκκινεί από τον κανόνα που διέπει στο δίκαιο των προσωπικών εταιριών τη λήψη αποφάσεων, σύμφωνα με τον οποίον οι αποφάσεις λαμβάνονται κατ' αρχήν με ομοφωνία. Είναι, ωστόσο, δυνατόν κατ' εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 253 του Ν. 4072/2013 να προβλεφθούν αποκλίσεις από την αρχή της ομοφωνίας, ώστε να αρκεί η πλειοψηφία για τη λήψη των αποφάσεων. Για την περίπτωση αυτή, το παρόν άρθρο προβλέπει, ότι για την λήψη της απόφασης κατά πλειοψηφία, απαιτείται τουλάχιστον πλειοψηφία των % του όλου αριθμού των εταίρων. Ο ομόρρυθμος εταίρος μπορεί να εξαρτήσει τη συγκατάθεσή του στην πραγματοποίηση της συγχώνευσης, από το αν οι λοιποί εταίροι θα δεχθούν να λάβει τη θέση ετερόρρυθμου εταίρου (παρ. 2). Τέλος, υπέρ των διαφωνούντων εταίρων καθώς και υπέρ εκείνων, ως προς τους οποίους δεν έγινε δεκτός ο όρος της παραγράφου 2, προβλέπεται δικαίωμα εξόδου (παρ. 3).

Επί του άρθρου 28: Εισάγοντας εξαίρεση στη γενική ρύθμιση του άρθρου 10, το παρόν άρθρο καθιστά υποχρεωτική τη σύνταξη έκθεσης εμπειρογνωμόνων ως προς την προσωπική εταιρία που μετέχει στη συγχώνευση, μόνον κατόπιν αιτήματος ενός (1) τουλάχιστον από τους εταίρους της. Το σχετικό αίτημα υποβάλλεται το αργότερο πέντε (5) ημέρες πριν από την παρέλευση της προθεσμίας της παραγράφου 1 του άρθρου 26. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση του άρθρου 27 λαμβάνεται μετά την κοινοποίηση της έκθεσης που συντάσσουν οι εμπειρογνώμονες στους εταίρους..

Επί του άρθρου 29: Το εν λόγω άρθρο ρυθμίζει ζητήματα παραγραφής αξιώσεων τρίτων για εταιρικά χρέη, κατά των ομόρρυθμων εταίρων απορροφώμενης προσωπικής εμπορικής εταιρίας, σε περίπτωση απορρόφησής της από άλλη εταιρία της οποίας οι μέτοχοι ή οι εταίροι δεν ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της. Η προθεσμία παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων ορίζεται πενταετής από τη συντέλεση της συγχώνευσης, ενώ κατά τα λοιπά υιοθετούνται κι εδώ οι ρυθμίσεις του άρθρου 269 του Ν. 4072/2012.

Επί του άρθρου 30: Το εν λόγω άρθρο καθορίζει τις εφαρμοζόμενες διατάξεις σε περίπτωση συγχώνευσης με τη συμμετοχή α.ε. Οι διατάξεις του Ν. 4548/2018 εφαρμόζονται ως προς τη μετέχουσα στη συγχώνευση α.ε., εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα νόμο.

Επί του άρθρου 31: Το εν λόγω άρθρο ορίζει τη χρονική περίοδο κατά την οποία τίθενται στη διάθεση των μετόχων τα προς εξέταση έγγραφα που προβλέπονται στο άρθρο 11 του νομοσχεδίου.

Επί του άρθρου 32: Η διάταξη του παρόντος άρθρου μεταφέρει στην ελληνική έννομη τάξη την παρ. 2 του άρθρου 93 της Οδηγίας. Αντίστοιχου περιεχομένου είναι η διάταξη του παρ. 2 εδ. 2 του άρθρου 72 ΚΝ 2190/1920.

Επί του άρθρου 33: Με το παρόν άρθρο εισάγεται ειδική διάταξη για τους ομολογιούχους δανειστές, η οποία ενσωματώνει τη ρύθμιση του άρθρου 100 της Οδηγίας.

Επί του άρθρου 34: Η παρούσα διάταξη μεταφέρει στο ελληνικό δίκαιο τη διάταξη του άρθρου 101 της Οδηγίας.

Επί του άρθρου 35: Η διάταξη του παρόντος άρθρου αποδίδει τη διάταξη του άρθρου 78 ΚΝ 2190/1920.

Επί του άρθρου 36: Η διάταξη του παρόντος άρθρου αποδίδει τη διάταξη του άρθρου 78° ΚΝ 2190/1920.

Επί του άρθρου 37; Η διάταξη του παρόντος άρθρου αποδίδει τη διάταξη του άρθρου 79 ΚΝ 2190/1920 (συγχώνευση με εξαγορά).

Επί του άρθρου 38; Η διάταξη του παρόντος άρθρου αποδίδει τη διάταξη του άρθρου 79α ΚΝ 2190/1920.

Επί του άρθρου 39: Το εν λόγω άρθρο καθορίζει τις εφαρμοζόμενες διατάξεις σε περίπτωση συγχώνευσης με τη συμμετοχή ε.π.ε. Ο Ν. 3190/1955 εφαρμόζεται ως προς τη μετέχουσα στη συγχώνευση εταιρία περιορισμένης ευθύνης, εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα νόμο.

Επί του άρθρου 40: Με το παρόν άρθρο ρυθμίζεται κατ' αρχάς η περίπτωση κατά την οποία μία ε.π.ε. είναι η απορροφώσα εταιρία, η δε απορροφώμενη εταιρία έχει άλλη εταιρική μορφή (παρ. 1). Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει στο Σχέδιο της σύμβασης συγχώνευσης να αναφέρονται πλέον των στοιχείων του άρθρου 7, η μερίδα συμμετοχής και τα εταιρικά μερίδια που θα αποκτήσει στην απορροφώσα ε.π.ε. κάθε μέλος της απορροφώμενης εταιρίας. Εφόσον η απορροφώμενη είναι α.ε., δεν είναι απαραίτητο η ονομαστική αξία της εταιρικής συμμετοχής να συμπίπτει με την ονομαστική αξία της μετοχής. Με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου εισάγεται απόκλιση από την υποχρέωση του άρθρου 9 (κατ7 αναλογία προς τη ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 26), εφόσον το σύνολο των εταίρων της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης που μετέχει στη συγχώνευση είναι συγχρόνως και διαχειριστές της.

Επί του άρθρου 41: Με το παρόν άρθρο ρυθμίζεται η έγκριση της συγχώνευσης από τη συνέλευση των εταίρων, η απόφαση της οποίας λαμβάνεται με την πλειοψηφία της παραγράφου 1 του άρθρου 38 του Ν. 3190/1955. Εξάλλου, η ρύθμιση της παρ. 2 συμπληρώνει τη διάταξη του άρθρου 11 του νομοσχεδίου, όσον αφορά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα σχετικά έγγραφα τίθενται στη διάθεση των εταίρων προς εξέταση.

Επί του άρθρου 42: Το εν λόγω άρθρο καθορίζει τις εφαρμοζόμενες διατάξεις σε περίπτωση συγχώνευσης με τη συμμετοχή ι.κ.ε.. Οι διατάξεις των άρθρων 43 επ. Ν. 4072/2012 εφαρμόζονται ως προς τη μετέχουσα στη συγχώνευση ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα νόμο.

Επί του άρθρου 43: Η διάταξη του παρόντος άρθρου αποδίδει τη ρύθμιση του άρθρου 109 παρ. 2 (β) Ν. 4072/2012, η οποία καταργείται από την έναρξη ισχύος του νομοσχεδίου (βλ. άρθρ. 147 στοιχ. γ' του νομοσχεδίου).

Επί του άρθρου 44: Το εν λόγω άρθρο συμπληρώνει τη διάταξη του άρθρου 11 του νομοσχεδίου, όσον αφορά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα έγγραφα τίθενται στη διάθεση των εταίρων προς εξέταση.

Επί του άρθρου 45: Η διάταξη αυτή ρυθμίζει θέματα παραγραφής αξιώσεων σε βάρος των εταίρων απορροφώμενης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας που έχουν αναλάβει εγγυητικές εισφορές, ορίζοντας ως χρόνο παραγραφής τα τρία έτη, εκτός εάν η αξίωση υπόκειται σε βραχύτερη παραγραφή (πρβλ. επίσης και την ανάλογου περιεχομένου ρύθμιση του άρθρου 29 του νομοσχεδίου σε συνδυασμό με το άρθρο 269 Ν. 4072/2012).

Επί του άρθρου 46: Με τη διάταξη αυτή καθορίζονται οι εφαρμοζόμενες διατάξεις στην περίπτωση συγχώνευσης με συμμετοχή ευρωπαϊκής εταιρίας.

Επί του άρθρου 47: Με τη διάταξη αυτή καθορίζονται οι εφαρμοζόμενες διατάξεις στην περίπτωση συγχώνευσης με συμμετοχή αστικού συνεταιρισμού.

Επί του άρθρου 48: Με τη διάταξη αυτή διευκρινίζεται ότι κατά τον προσδιορισμό της σχέσης ανταλλαγής λαμβάνονται υπόφη οι ιδιαιτερότητες της νομικής θέσης των συνεταίρων στον αστικό συνεταιρισμό.

Επί του άρθρου 49: Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού αποδίδει ρύθμιση που ήδη ισχύει βάσει του άρθρου 5 του ν. 1667/1986. Η παράγραφος 2 συμπληρώνει τη διάταξη του άρθρου 11, όσον αφορά τη χρονική περίοδο κατά την οποία τα έγγραφα τίθενται στη διάθεση των εταίρων προς εξέταση.

Επί του άρθρου 50: Με τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου λαμβάνεται υπόψη το κατά το μάλλον ή ήττον υφιστάμενο προσωπικό στοιχείο και συναφώς η ιδιαιτερότητα των συνεταιρισμών, που εμφανίζουν συνδυασμό σωματειακής οργάνωσης και στοιχείων προσωπικής συνεργασίας και ευθύνης, έναντι όλων των άλλων εταιρικών μορφών (για διαφορετικούς λόγους σε κάθε περίπτωση). Έτσι, παρέχεται δικαίωμα εξόδου στους διαφωνούντες συνεταίρους, καθώς και δικαίωμα εξαγοράς, εξόδου ή μεταβίβασης μετοχών ή μεριδίων και στους διαφωνούντες εταίρους απορροφώμενης από συνεταιρισμό ανώνυμης ή άλλης εταιρίας, αντίστοιχα. Τα εν λόγω δικαιώματα δεν επιτρέπεται να περιορίζονται από το καταστατικό ούτε παρακωλύεται η άσκησή τους από καταστατικούς όρους που εισάγουν απαγορεύσεις ή δεσμεύσεις μεταβίβασης ή συμμετοχής. Επί του άρθρου 51: Διευκρινίζεται ότι συστατική ενέργεια έχει αναπτύσσει μόνον η καταχώριση συγχώνευσης με τη συμμετοχή αστικού συνεταιρισμού στο Γ.Ε.ΜΗ., σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 18, χωρίς να θίγεται, πάντως, η (δηλωτική) δημοσιότητα στο μητρώο του άρθρου 14 του Ν. 1667/1986.

Επί του άρθρου 52: Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ζητήματα παραγραφής αξιώσεων κατά των συνεταίρων απορροφώμενου αστικού συνεταιρισμού, ακολουθώντας τον κανόνα της ενιαύσιος παραγραφής που προκύπτει από το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του Ν. 1667/1986.

Επί του άρθρου 53: Με το παρόν άρθρο εντάσσεται στο σύστημα του νόμου και η Ευρωπαϊκή Συνεταιριστική Εταιρία, κατ7 αντιστοιχία με τα προβλεπόμενα για την Ευρωπαϊκή Εταιρία, αλλά και προκειμένου να μην υφίσταται αρνητική διάκριση έναντι των αστικών συνεταιρισμών του Ν. 1667/1986. Επιπλέον, καθορίζονται οι διατάξεις που διέπουν τη συγχώνευση με συμμετοχή ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρίας.

ΜΕΡΟΣ Γ' - ΔΙΑΣΠΑΣΗ

Επί του άρθρου 54: Η παράγραφος 1 οριοθετεί τις τρεις ειδικότερες μορφές που προσλαμβάνει η διάσπαση, ως οργανωτική πράξη του εταιρικού δικαίου, από τις οποίες οι δύο (μερική διάσπαση και απόσχιση κλάδου) αποτελούν καινοτομία του προτεινόμενου νομοσχεδίου. Η παράγραφος 2 έχει ερμηνευτικό χαρακτήρα και επαναλαμβάνει τη διάταξη του άρθρου 81 παρ. 5 ΚΝ 2190/1920, καθώς κι εκείνη του άρθρου 136 παρ. 3 της Οδηγίας. Η παρ. 3 εισάγει την έννοια του «κλάδου δραστηριότητας», η οποία αποκτά σημασία στο πλαίσιο τόσο της μερικής διάσπασης όσο και της απόσχισης κλάδου δραστηριότητας, εξαιτίας του γεγονότος ότι, στις δύο αυτές μορφές διάσπασης, η διασπώμενη εταιρία διατηρεί τη νομική της προσωπικότητα κι έτσι καθίσταται εφικτή η εκ μέρους της μεταβίβαση μόνον ενός ή περισσότερων κλάδων δραστηριότητάς της (βλ. άρθρα 56 και 57 του νομοσχεδίου). Ορίζεται δε ως κλάδος δραστηριότητας «το σύνολο των στοιχείων τόσο του ενεργητικού όσο και του παϋητικού, τα οποία συνιστούν, από οργανωτική άποψη, αυτόνομη εκμετάλλευση, δηλαδή, σύνολο ικανό να λειτουργήσει αυτοδύναμα». Ο εν λόγω ορισμός εναρμονίζεται με τον αντίστοιχο της Οδηγίας 2009/133/ΕΚ (άρθρο 2 στοιχείο ι') σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς στις συγχωνεύσεις και διασπάσεις.

Επί του άρθρου 55: Το παρόν άρθρο οριοθετεί την κοινή διάσπαση, κατ' αντιστοιχία προς το άρθρο 81 παρ. 1-4 του ΚΝ 2190/1920 και περιγράφει τα ουσιώδη γνωρίσματά της. Η συγκεκριμένη μορφή διάσπασης ήταν και η μόνη που προβλεπόταν από το προγενέστερο δίκαιο. Η κοινή διάσπαση -όπως άλλωστε και δύο άλλες μορφές διάσπασης- πραγματοποιείται είτε με απορρόφηση, είτε με σύσταση νέων εταιριών, είτε με απορρόφηση και σύσταση μιας ή περισσότερων εταιριών. Διατυπώνονται ορισμοί για την κοινή διάσπαση με απορρόφηση και περαιτέρω για τη διάσπαση με σύσταση νέας εταιρίας, καθώς και για τη διάσπαση με απορρόφηση και με σύσταση νέων εταιριών.

Επί του άρθρου 56: Με το παρόν άρθρο διατυπώνονται ορισμοί για τη μερική διάσπαση με απορρόφηση και περαιτέρω για τη μερική διάσπαση με σύσταση νέας εταιρίας ή νέων εταιριών, καθώς και για τη μερική διάσπαση με ταυτόχρονη απορρόφηση και σύσταση νέας εταιρίας ή νέων εταιριών. Αντίστοιχη ρύθμιση περιέχεται στην § 123 παρ. 2 του γερμανικού νόμου περί μετασχηματισμών (UmwG).
Η νομοθετική ρύθμιση της μερικής διάσπασης, όπως και της απόσχισης κλάδου δραστηριότητας, και μάλιστα με το πλεονέκτημα της καθολικής διαδοχής, ανταποκρίνεται σε παλαιότερο αίτημα της θεωρίας και της πράξης, καθόσον μάλιστα η απόσχιση κλάδου δραστηριότητας προβλεπόταν - έστω και αποσπασματικώς ρυθμιζόμενη - ήδη από τις διατάξεις των αναπτυξιακών νόμων (ΝΔ 1297/1972 και Ν. 2166/1993), ώστε να είναι από μακρού αναμενόμενη—και επιβεβλημένη—η ρύθμιση αυτή. Η μερική διάσπαση, όπως και η κοινή διάσπαση και η απόσχιση κλάδου δραστηριότητας, πραγματοποιούνται είτε με απορρόφηση είτε με σύσταση νέων εταιριών είτε με απορρόφηση και με σύσταση μιας ή περισσότερων εταιριών.
Ουσιώδη τυπολογικά γνωρίσματα της μερικής διάσπασης είναι αφενός η διατήρηση της νομικής αυτοτέλειας της διασπώμενης εταιρίας και αφετέρου η απόσπαση από αυτήν ενός ή περισσότερων κλάδοι δραστηριότητας, οι οποίοι μεταβιβάζονται με το πλεονέκτημα της καθολικής διαδοχής στην επωφελούμενη εταιρία, έναντι της διάθεσης εταιρικών συμμετοχών της τελευταίας και ενδεχομένως ποσού σε μετρητά που δεν υπερβαίνει το 10 % της ονομαστικής αξίας των εταιρικών αυτών συμμετοχών, προς τους μετόχους ή εταίρους της διασπώμενης εταιρίας. Ενόψει του ότι, στο πλαίσιο της μερικής διάσπασης, η διασπώμενη εταιρία στερείται περιουσιακών στοιχείων της, χωρίς να εισέρχεται στην περιουσία της κάποιο αντάλλαγμα, ενδέχεται να τεθεί ζήτημα συμμόρφωσής της με τις διατάξεις της νομοθεσίας που διέπουν τα στοιχεία της καθαρής της θέσης. Εφόσον, ως αποτέλεσμα της μεταβίβασης ενός ή περισσότερων κλάδων, δεν διασφαλίζεται πλέον η συμμόρφωση αυτή, η συνέλευση των εταίρων ή οι εταίροι της διασπώμενης εταιρίας που καλούνται να εγκρίνουν τη διάσπαση, θα αποφασίσουν ταυτόχρονα και για τη λήψη των απαιτούμενων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των απαραίτητων τροποποιήσεων του καταστατικού της. Στα μέτρα αυτά μπορεί μεταξύ άλλων να περιλαμβάνεται και η μείωση κεφαλαίου, η οποία θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την οικεία εταιρική μορφή και με επιφύλαξη εφαρμογής του άρθρου 65 για την προστασία των πιστωτών.

Επί του άρθρου 57: Με το παρόν άρθρο διατυπώνονται ορισμοί για την απόσχιση κλάδου με απορρόφηση και περαιτέρω για την απόσχιση κλάδου με σύσταση νέας εταιρίας ή νέων εταιριών, καθώς και για την απόσχιση κλάδου με ταυτόχρονη απορρόφηση και σύσταση νέας εταιρίας ή νέων εταιριών. Αντίστοιχη ρύθμιση περιέχεται στην § 123 παρ. 3 του γερμανικού νόμου περί μετασχηματισμών (UmwG).
Όπως ακριβώς συμβαίνει και στη μερική διάσπαση, η απόσχιση κλάδου διαφυλάσσει τη νομική αυτοτέλεια της διασπώμενης εταιρίας. Σε αντιδιαστολή, ωστόσο, με τη μερική διάσπαση, οι εταιρικές συμμετοχές και ενδεχομένως το ποσό μετρητών που διατίθενται από την επωφελούμενη ή τις επωφελούμενες εταιρίες, περιέρχονται εν προκειμένω στην ίδια τη διασπώμενη εταιρία και όχι στους εταίρους ή μετόχους της. Όπως σε όλες τις μορφές διάσπασης, πάντως, ο κλάδος ή οι κλάδοι δραστηριότητας που «αποσχίζονται» από τη διασπώμενη εταιρία, μεταβιβάζονται στην επωφελούμενη ή τις επωφελούμενες με καθολική διαδοχή.

Επί του άρθρου 58: Το εν λόγω άρθρο υπαγορεύει την εφαρμογή των διατάξεων του δεύτερου κεφαλαίου του νόμου, στην περίπτωση της διάσπασης με απορρόφηση. Η ρύθμιση ισχύει και για τις τρεις μορφές διάσπασης (κοινή, μερική και απόσχιση).

Επί του άρθρου 59: Το εν λόγω άρθρο ρυθμίζει το περιεχόμενο του Σχεδίου της σύμβασης διάσπασης για όλες τις μορφές διάσπασης, και αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 7 του παρόντος νομοσχεδίου για την συγχώνευση. Η διάταξη ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο το άρθρο 137 της Οδηγίας. Η ρυθμιστική ύλη του άρθρου αντιστοιχεί σε αυτήν του άρθρου 82 παρ. 1 και 2 του ΚΝ 2190/1920. Όπως και στο προγενέστερο δίκαιο, το παρόν άρθρο ρυθμίζει και την περίπτωση κατά την οποία στο Σχέδιο της σύμβασης διάσπασης δεν προβλέπεται η μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού της διασπώμενης εταιρίας στην (κάθε) επωφελούμενη εταιρία. Στην περίπτωση αυτή, η κατανομή των στοιχείων του ενεργητικού ή η ευθύνη για τα στοιχεία του παθητικού καθορίζεται ανάλογα με το ύφος της εισφερόμενης περιουσίας σε κάθε επωφελούμενη εταιρία.

Επί του άρθρου 60: Το εν λόγω άρθρο ρυθμίζει ζητήματα της δημοσίευσης του Σχεδίου της σύμβασης διάσπασης. Αφορά σε όλες τις μορφές διάσπασης και αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 8 του νομοσχεδίου για τη συγχώνευση. Η διάταξη ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο το άρθρο 138 της Οδηγίας και η ρυθμιστική ύλη του αντιστοιχεί σε εκείνη του άρθρου 82 παρ. 4 του ΚΝ 2190/1920.

Επί του άρθρου 61: Το εν λόγω άρθρο καλύπτει όλες τις μορφές διάσπασης και αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 9 του παρόντος νομοσχεδίου για τη συγχώνευση. Η διάταξη ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο το άρθρο 141 της Οδηγίας. Η ρυθμιστική ύλη του άρθρου αντιστοιχεί σε αυτήν του άρθρου 82 παρ. 5 και 6 του προϊσχύσαντος ΚΝ 2190/1920. Οι καινοτομίες που απαντούν στις παραγράφους 1 και 4 της διάταξης έχουν ως πρότυπο τις §§ 127 και 8 παρ. 1 και 2 του γερμανικού UmwG.

Επί του άρθρου 62: Το εν λόγω άρθρο καλύπτει όλες τις μορφές διάσπασης και αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 10 του παρόντος νομοσχεδίου για τη συγχώνευση. Η διάταξη ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο το άρθρο 142 της Οδηγίας. Η ρυθμιστική ύλη του άρθρου αντιστοιχεί σε αυτήν του άρθρου 84 παρ. 1 του ΚΝ 2190/1920.

Επί του άρθρου 63: Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, ως προς όλες τις μορφές διάσπασης, ρύθμιση η οποία αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 11 του παρόντος νομοσχεδίου (συγχώνευση). Η διάταξη ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο το άρθρο 143 της Οδηγίας. Η ρυθμιστική ύλη του άρθρου αντιστοιχεί σε αυτήν του άρθρου 84 παρ. 3 του προϊσχύσαντος ΚΝ 2190/1920.

Επί του άρθρου 64: Το εν λόγω άρθρο αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 12 του παρόντος νομοσχεδίου για τη συγχώνευση. Η διάταξη ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο το άρθρο 145 της Οδηγίας.

Επί του άρθρου 65: Το εν λόγω άρθρο αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 13 του παρόντος νομοσχεδίου για τη συγχώνευση. Η διάταξη ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο το άρθρο 146 της Οδηγίας. Η ρυθμιστική ύλη του άρθρου αντιστοιχεί σε αυτήν του άρθρου 83 του ΚΝ 2190/1920 με την αναγκαία προσαρμογή, ώστε να καλύπτει τις περιπτώσεις της μερικής διάσπασης και της απόσχισης κλάδου. Στις περιπτώσεις της μερικής διάσπασης και της απόσχισης ευθύνονται εις ολόκληρον με την οφειλέτιδα εταιρία, εκτός από τις επωφελούμενες και η διασπώμενη, η οποία συνεχίζει να υφίσταται μετά την ολοκλήρωση της μερικής διάσπασης ή της απόσχισης κλάδου. Η παρ. 4 του άρθρου αναφέρεται στην άκαρπη αναγκαστική εκτέλεση ως ενδεικτική περίπτωση μη ικανοποίησης των πιστωτών. Τέλος, κατά το πρότυπο των §§ 133 και 134 του γερμανικού UmwG, το άρθρο 65 προβλέπει πενταετή παραγραφή των απαιτήσεων των πιστωτών κατά των λοιπών επωφελούμενων εταιριών ή και της διασπώμενης, αρχόμενη από τη συντέλεση της διάσπασης σύμφωνα με το άρθρο 70 του νομοσχεδίου.

Επί του άρθρου 66: Το εν λόγω άρθρο αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 14 του παρόντος νομοσχεδίου για τη συγχώνευση. Η διάταξη ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο το άρθρο 139 της Οδηγίας. Η ρυθμιστική ύλη του άρθρου αντιστοιχεί σε αυτήν του άρθρου 84 παρ. 2 του ΚΝ 2190/1920.

Επί του άρθρου 67: Το εν λόγω άρθρο αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 15 του παρόντος νομοσχεδίου για τη συγχώνευση. Η διάταξη ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο το άρθρο 148 της Οδηγίας. Η ρυθμιστική ύλη του άρθρου αντιστοιχεί σε αυτήν του άρθρου 84 παρ. 4 εδ 1 του ΚΝ 2190/1920.

Επί του άρθρου 68: Το εν λόγω άρθρο αντιστοιχεί στο άρθρο 16 του παρόντος νομοσχεδίου (συγχώνευση). Η διάταξη ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο το άρθρο 150 της Οδηγίας. Η ρυθμιστική ύλη του άρθρου αντιστοιχεί σε αυτήν του άρθρου 84 παρ. 4 εδ 1 του προϊσχύσαντος ΚΝ 2190/1920.

Επί του άρθρου 69: Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, για όλες τις μορφές διάσπασης, ρύθμιση η οποία, κατά περιεχόμενο αντιστοιχεί στο άρθρο 17 του παρόντος νομοσχεδίου (συγχώνευση). Η διάταξη ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο το άρθρο 150 της Οδηγίας. Η ρυθμιστική ύλη του άρθρου αντιστοιχεί σε αυτήν του άρθρου 84 παρ. 4 εδ 1 του προϊσχύσαντος ΚΝ 2190/1920.

Επί του άρθρου 70: Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, για όλες τις μορφές διάσπασης, ρύθμιση η οποία, κατά περιεχόμενο αντιστοιχεί στο άρθρο 18 του παρόντος νομοσχεδίου (συγχώνευση). Η διάταξη ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο το άρθρο 151 της Οδηγίας. Η ρυθμιστική ύλη του άρθρου αντιστοιχεί σε αυτήν του άρθρου 85 του προϊσχύσαντος ΚΝ 2190/1920, με τις αναγκαίες της προσαρμογές, ώστε να καλύπτονται η μερική διάσπαση και η απόσχιση κλάδου, στο πλαίσιο των οποίων η καθολική διαδοχή αφορά αποκλειστικά τον κλάδο δραστηριότητας που καθορίζεται στη σύμβαση διάσπασης. Ταυτόχρονα, στην μερική διάσπαση και στην απόσχιση κλάδου η διασπώμενη εταιρία δεν παύει να υπάρχει, ενώ εταιρικές συμμετοχές στις επωφελούμενες αποκτούν στη μεν μερική διάσπαση οι μέτοχοι ή εταίροι της διασπώμενης εταιρίας, στη δε απόσχιση κλάδου η ίδια η διασπώμενη εταιρία.

Επί του άρθρου 71: Το εν λόγω άρθρο προβλέπει για την κοινή και τη μερική διάσπαση ρύθμιση η οποία αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 19 του νομοσχεδίου (συγχώνευση). Η διάταξη ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο το άρθρο 152 της Οδηγίας. Η ρυθμιστική ύλη του άρθρου αντιστοιχεί σε αυτήν του άρθρου 84 παρ. 6 του ισχύσαντος ΚΝ 2190/1920. Διευκρινίζεται, ότι στην περίπτωση της απόσχισης κλάδου δεν νοείται άμεση ζημία των εταίρων ή μετόχων, που πρέπει να αποκατασταθεί, ώστε το άρθρο 72 να μην τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω. Επιπλέον, σε περίπτωση απόσχισης κλάδου δεν προβλέπεται μεν ρητά στο άρθρο 72 ευθύνη των διοικούντων της διασπώμενης εταιρίας έναντι των λοιπών εταιριών που μετέχουν στη διάσπαση, πλην όμως τέτοια ευθύνη δεν πρέπει να αποκλείεται κατά τις γενικές διατάξεις.

Επί του άρθρου 72; Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, για όλες τις μορφές διάσπασης, ρύθμιση η οποία κατά περιεχόμενο αντιστοιχεί στο άρθρο 20 του νομοσχεδίου (συγχώνευση). Η διάταξη ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο το άρθρο 153 της Οδηγίας. Η ρυθμιστική ύλη του άρθρου αντιστοιχεί σε αυτήν του άρθρου 86 του ισχύσαντος ΚΝ 2190/1920.

Επί του άρθρου 73: Το εν λόγω άρθρο αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 21 του παρόντος νομοσχεδίου για τη συγχώνευση. Η ρυθμιστική ύλη του άρθρου αντιστοιχεί σε αυτήν του άρθρου 86 παρ. 4 ΚΝ 2190/1920. Στην παρ. 3 διευκρινίζεται ότι τυχόν αξιώσεις κατά το κοινό δίκαιο μεταξύ της διασπώμενης εταιρίας και της επωφελούμενης ή των επωφελούμενων εταιριών στην απόσχιση κλάδου δεν θίγονται.

Επί του άρθρου 74: Το εν λόγω άρθρο αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 22 του παρόντος νομοσχεδίου για τη συγχώνευση και ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο τα άρθρα 155 και 156 της Οδηγίας. Η ρυθμιστική ύλη του άρθρου αντιστοιχεί σε εκείνη του άρθρου 88 ΚΝ 2190/1920.

Επί του άρθρου 75: Η ρυθμιστική ύλη του άρθρου αντιστοιχεί σε εκείνη του άρθρου 89 ΚΝ 2190/1920.

Επί του άρθρου 76: Το εν λόγω άρθρο καθορίζει το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ειδικού μέρους για τη διάσπαση, εφόσον συμμετέχει σε αυτήν ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία, κοινοπραξίας (βλ. παρ. 3 του άρθρου 293 Ν. 4072/2012), καθώς επίσης και ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρία. Εφόσον δεν ρυθμίζεται κάτι ειδικώς στο πλαίσιο του νομοσχεδίου, ισχύουν οι διατάξεις του Ν. 4072/2012.

Επί του άρθρου 77: Το παρόν άρθρο εκκινεί από την αρχή ότι είναι δυνατή η συμμετοχή σε διάσπαση λυθείσας προσωπικής εταιρίας (πρβλ. και άρθρ. 3). Εξαίρεση από την ως άνω αρχή ισχύει σε περίπτωση κατά την οποία οι εταίροι έχουν συμφωνήσει ότι τη λύση δεν θα ακολουθήσει το στάδιο της εκκαθάρισης (βλ. άρθρο 268 παρ. 1 Ν. 4072/2012). Επί του άρθρου 78: Το παρόν άρθρο περιέχει ειδικές ρυθμίσεις όσον αφορά το περιεχόμενο του Σχεδίου της σύμβασης διάσπασης, εφόσον στη διάσπαση συμμετέχει προσωπική εταιρία. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να αναφέρεται στο σχέδιο σύμβασης διάσπασης ποιος από τους εταίρους της διασπώμενης προσωπικής εταιρίας θα ευθύνεται προσωπικά για τα χρέη της επωφελούμενης προσωπικής εταιρίας. Όσον αφορά τους ετερόρρυθμους εταίρους, αυτοί συνεχίζουν να διατηρούν την ιδιότητά αυτή, εφόσον η επωφελούμενη είναι προσωπική εταιρία, εκτός αν συγκατατεθούν ρητά στην ανάληψη προσωπικής ευθύνης.

Επί του άρθρου 79: Το παρόν άρθρο ρυθμίζει τη χρονική περίοδο κατά την οποία τίθενται στη διάθεση των μετόχων τα προς εξέταση έγγραφα, σύμφωνα με το άρθρο 63 του νομοσχεδίου. Η ενημέρωση παρέλκει, εφόσον το σύνολο των εταίρων της προσωπικής εταιρίας που συμμετέχει στη διάσπαση είναι συγχρόνως και διαχειριστές της.

Επί του άρθρου 80: Η παρούσα ρύθμιση αντιστοιχεί στο άρθρο 27 του ενομοσχεδίου για τη συγχώνευση με τη συμμετοχή προσωπικής εταιρείας. Όπως συμβαίνει στη συγχώνευση, έτσι και στη διάσπαση η ομοφωνία αποτελεί τον κανόνα, μπορεί όμως να γίνει μνεία στην εταιρική σύμβαση, ότι απαιτείται πλειοψηφία τουλάχιστον των ¾ του όλου αριθμού των εταίρων. Ο ομόρρυθμος εταίρος μπορεί να εξαρτήσει τη συγκατάθεσή του στη διάσπαση, από το αν θα λάβει τη θέση ετερόρρυθμου εταίρου. Για τους διαφωνούντες εταίρους προβλέπεται δικαίωμα εξόδου.

Επί του άρθρου 81: Με το παρόν άρθρο παρέχεται στους μειοψηφήσαντες εταίρους, ιδίως του ετερόρρυθμους εταίρους, το δικαίωμα να ζητήσουν την εξέταση του σχεδίου σύμβασης διάσπασης από εμπειρογνώμονες με δαπάνες της εταιρίας.

Επί του άρθρου 82: Με τη διάταξη αυτή, ρυθμίζονται θέματα παραγραφής αξιώσεων σε βάρος των ομόρρυθμων εταίρων διασπώμενης προσωπικής εταιρίας, για εταιρικά χρέη (βλ. και το άρθρο 269 παρ. 1 Ν. 4072/2012).

Επί του άρθρου 83: Με το εν λόγω άρθρο οριοθετείται το πεδίο εφαρμογής του νόμου, εφόσον μετέχει στη διάσπαση ανώνυμη εταιρία. Ο Ν. 4548/2018 εφαρμόζεται μόνον εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στο νόμο για τους μετασχηματισμούς. Η παρ. 3 ορίζει ότι η διάταξη για τη συγχώνευση με εξαγορά (άρθρ. 38) εφαρμόζεται αναλόγως σε περίπτωση κοινής διάσπασης.

Επί του άρθρου 84: Η διάταξη αυτή ορίζει τη χρονική περίοδο κατά την οποία τίθενται στη διάθεση των μετόχων τα προς εξέταση έγγραφα, σύμφωνα με το άρθρο 63 του νομοσχεδίου.

Επί του άρθρου 85: Η διάταξη του εν λόγω άρθρου μεταφέρει στη διάσπαση με συμμετοχή ανωνύμων εταιριών την παρ. 2 του άρθρου 93 της Οδηγίας.

Επί του άρθρου 86: Με το εν λόγω άρθρο εισάγεται, όπως και στη συγχώνευση (βλ. άρθρο 33 του παρόντος νομοσχεδίου), ειδική ρύθμιση ως προς τους ομολογιούχους δανειστές. Επί του άρθρου 87: Η διάταξη του άρθρου αυτού μεταφέρει στη διάσπαση με συμμετοχή ανώνυμης εταιρίας τη διάταξη 101 της Οδηγίας.

Επί του άρθρου 88; Η διάταξη του άρθρου αυτού αποδίδει κατά περιεχόμενο τη διάταξη του άρθρου 87 ΚΝ 2190/1920.

Επί του άρθρου 89: Με το εν λόγω άρθρο οριοθετείται το πεδίο εφαρμογής του νόμου, εφόσον μετέχει στη διάσπαση εταιρία περιορισμένης ευθύνης. Ο Ν. 3190/1955 εφαρμόζεται μόνον εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα νόμο.

Επί του άρθρου 90: Με τη διάταξη αυτή λαμβάνονται υπόψη οι περιπτώσεις κατά τις οποίες μία ε.π.ε είναι επωφελούμενη, αλλά η διασπώμενη εταιρία έχει άλλη εταιρική μορφή. Σε μία τέτοια περίπτωση στο σχέδιο σύμβασης διάσπασης θα πρέπει να αναφέρονται πέραν των στοιχείων του άρθρου 59 του νομοσχεδίου, η μερίδα συμμετοχής και τα εταιρικά μερίδια που θα αποκτήσει κάθε μέλος της επωφελούμενης εταιρίας. Εφόσον δε η επωφελούμενη είναι α.ε. ή ετερρόρυθμη κατά μετοχές, τότε δεν είναι απαραίτητο η ονομαστική αξία της εταιρικής συμμετοχής να συμπίπτει με την ονομαστική αξία της μετοχής. Σύμφωνα με την παρ. 2, δεν απαιτείται γραπτή έκθεση προς τους εταίρους για τη διάσπαση κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 61, ούτε ενημέρωση των εταίρων κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, εφόσον το σύνολο των εταίρων της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης που μετέχει στη διάσπαση είναι συγχρόνως και διαχειριστές της.

Επί του άρθρου 91: Η εν λόγω διάταξη αντιστοιχεί στο άρθρο 41 του νομοσχεδίου για τη συγχώνευση. Κατά συνέπεια εφαρμόζεται και στη διάσπαση η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 38 ν. 3190/1955 ως προς την αναγκαία πλειοψηφία για την λήψη απόφασης από τη συνέλευση των εταίρων.

Επί του άρθρου 92: Με το παρόν άρθρο οριοθετείται το πεδίο εφαρμογής της διάσπασης με συμμετοχή ι.κ.ε. σε σχέση με το Ν. 4072/2012, ο οποίος εφαρμόζεται μόνον εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στο νόμο για τους μετασχηματισμούς.

Επί του άρθρου 93: Η εν λόγω διάταξη αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 43 του νομοσχεδίου για τη συγχώνευση με συμμετοχή ι.κ.ε. Η παρ. 3 ορίζει ότι δεν απαιτείται γραπτή έκθεση προς τους εταίρους για τη διάσπαση, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 61, ούτε ενημέρωση των εταίρων σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, εφόσον το σύνολο των εταίρων της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας που μετέχει στη διάσπαση είναι συγχρόνως και διαχειριστές της.

Επί του άρθρου 94: Με το εν λόγω άρθρο συμπληρώνεται η διάταξη του άρθρου 63 του παρόντος νομοσχεδίου όσον αφορά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα έγγραφα τίθενται στη διαθεσιμότητα των εταίρων προς εξέταση.

Επί του άρθρου 95: Η εν λόγω διάταξη αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 45 του παρόντος για τη συγχώνευση με συμμετοχή ι.κ.ε. Όπως και στην περίπτωση της συγχώνευσης, έτσι κι εδώ ορίζεται τριετής παραγραφή των αξιώσεων σε βάρος των εταίρων διασπώμενης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας που έχουν αναλάβει εγγυητικές εισφορές, εκτός εάν η αξίωση υπόκειται σε βραχύτερη παραγραφή.

Επί του άρθρου 96: Με το εν λόγω άρθρο καταγράφονται OL εφαρμοστέες διατάξεις σε περίπτωση διάσπασης με συμμετοχή ευρωπαϊκής εταιρίας. Η διάταξη αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 46 του παρόντος νομοσχεδίου για τη συγχώνευση.

Επί του άρθρου 97: Με τη διάταξη αυτή ορίζονται οι εφαρμοστέες διατάξεις στην περίπτωση διάσπασης με συμμετοχή αστικού συνεταιρισμού. Σημειωτέον, ότι η
δυνατότητα διάσπασης με τη συμμετοχή αστικού συνεταιρισμού εισάγεται το πρώτον με τον παρόντα νόμο, καθώς ένας τέτοιος μετασχηματισμός δεν προβλεπόταν στο Ν. 1667/1986.

Επί του άρθρου 98: Διευκρινίζεται, όπως και στο άρθρο 48 για τη συγχώνευση, ότι κατά τον προσδιορισμό της σχέσης ανταλλαγής λαμβάνονται υπόψη συναφείς ιδιαιτερότητες της νομικής θέσης των συνεταίρων.

Επί του άρθρου 99: Η παράγραφος 1 εισάγει ρύθμιση για τον τρόπο λήψης της απόφασης του συνεταιρισμού για τη διάσπαση. Η παράγραφος 2 συμπληρώνει τη διάταξη του άρθρου 63, όσον αφορά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα έγγραφα τίθενται στη διάθεση των εταίρων προς εξέταση.

Επί του άρθρου 100: Προβλέπεται δικαίωμα εξόδου αντίστοιχο του προβλεπομένου στο άρθρο 50 για τη συγχώνευση. Το δικαίωμα εξόδου δεν παρέχεται σε περίπτωση απόσχισης κλάδου, καθώς αυτή δεν θίγει με όμοιο τρόπο τη νομική θέση των συνεταίρων ή εταίρων.

Επί του άρθρου 101: Διευκρινίζεται, όπως και στο άρθρο 51 για τη συγχώνευση, ότι συστατική ενέργεια έχει μόνο η καταχώριση της διάσπασης στο Γ.Ε.ΜΗ., χωρίς να θίγεται η δηλωτική ενέργεια της δημοσιότητας στο μητρώο του άρθρου 14 του Ν. 1667/1986.

Επί του άρθρου 102: Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ζητήματα παραγραφής αξιώσεων κατά των συνεταίρων διασπώμενου συνεταιρισμού, ακολουθώντας τον κανόνα της ενιαύσιας παραγραφής που προκύπτει από το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του Ν. 1667/1986.

Επί του άρθρου 103: Ισχύουν και εδώ αντίστοιχα όσα εκτέθηκαν για τη συγχώνευση με συμμετοχή ΕΣΕτ (βλ. άρθρο 53 του νομοσχεδίου).

ΜΕΡΟΣ Δ' - ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ

Επί του άρθρου 104: Το εν λόγω άρθρο εσυνοψίζει τα βασικά τυπολογικά γνωρίσματα της μετατροπής, ως αυτοτελούς πράξης του εταιρικού δικαίου και ως επιμέρους μορφής εταιρικού μετασχηματισμού, σύμφωνα με τη γενική πρόβλεψη του άρθρου 1 στοιχ. γ' του παρόντος νομοσχεδίου. Η μετατροπή είναι διαδικασία μετασχηματισμού στην οποία μετέχει ένα μόνο από τα υποκείμενα εταιρικών μετασχηματισμών που προσδιορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 2, το οποίο, χωρίς να λυθεί και να τεθεί υπό εκκαθάριση, μεταβάλλει τη νομική μορφή του σε άλλη εταιρική μορφή της ίδιας διάταξης, διατηρώντας συγχρόνως τη νομική του προσωπικότητα, δηλαδή χωρίς αλλαγή της ταυτότητας του νομικού προσώπου της παλιάς (μετατραπείσας) εταιρίας.

Επί του άρθρου 105: Το περιεχόμενο του άρθρου αυτού αντιστοιχεί στο περιεχόμενο των άρθρων 106 παρ. 2 εδ. α' και 107 παρ. 2 εδ. α' Ν. 4072/2012 για τη μετατροπή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας σε άλλη εταιρική μορφή και αντιστρόφως, αντίστοιχα. Από διαδικαστική άποψη, η μετατροπή δεν εξαντλείται στην τροποποίηση του καταστατικού ή, αναλόγως, της εταιρικής σύμβασης της μετατρεπόμενης εταιρίας, αλλά σηματοδοτεί την αλλαγή του συστήματος κανόνων που ρυθμίζουν όλη τη λειτουργία της και τις έννομες σχέσεις της, τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές σχέσεις της, δηλαδή, έναντι των τρίτων. Μάλιστα, αυτή η μετάβαση και υπαγωγή σε καινούργιο νομοθετικό καθεστώς έχει ιδιαίτερη σημασία, όταν οι διατάξεις που διέπουν την ίδρυση της εταιρίας με τη νέα νομική μορφή της προβλέπουν αυστηρότερες προϋποθέσεις σε σχέση με τις διατάξεις που διέπουν την ίδρυσή της με την παλιά μορφή (π.χ. μετατροπή προσωπικής εταιρίας σε κεφαλαιουχική ή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας ή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε ανώνυμη εταιρία), και τούτο ενόψει του κινδύνου παράκαμψής τους. Το άρθρο 105 εξασφαλίζει την εφαρμογή, στο πλαίσιο της μετατροπής, των διατάξεων που διέπουν την ίδρυση της εταιρίας με τη νέα νομική μορφή της, στο μέτρο που το περιεχόμενο τους δεν καλύπτεται ήδη από τη ρυθμιστική ύλη του παρόντος νομοσχεδίου.

Επί του άρθρου 106: Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, για όλες τις περιπτώσεις μετατροπής, ρύθμιση η οποία, κατά το βασικό της περιεχόμενο αντιστοιχεί στο άρθρο 9 του παρόντος νομοσχεδίου (συγχώνευση).
Η υποχρέωση του οργάνου διοίκησης της υπό μετατροπή εταιρίας για τη σύνταξη λεπτομερούς έκθεσης, στην οποία επεξηγεί και δικαιολογεί, από νομική και οικονομική άποψη, τη μεταβολή της νομικής μορφής της και ειδικότερα τη θέση των μετόχων ή των εταίρων στην εταιρία υπό τη νέα νομική μορφή και, επιπλέον, περιέχει σχέδιο της απόφασης της συνέλευσης των μετόχων ή των εταίρων για τη μετατροπή, θεσπίζεται για πρώτη φορά στο ελληνικό δίκαιο κατά το πρότυπο του γερμανικού νόμου για τους μετασχηματισμούς (§ 192 παρ. 1 UmwG). Επισημαίνεται ότι στην Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 όσον αφορά τις διασυνοριακές μετατροπές, συγχωνεύσεις και διασπάσεις, προβλέπεται (άρθρο 86δ) η κατάρτιση σχεδίου μετατροπής. Το παρόν νομοσχέδιο προκρίνει την έκθεση ως απλούστερη διατύπωση.

Επί του άρθρου 107: Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, για όλες τις περιπτώσεις μετατροπής, ρύθμιση η οποία κατά περιεχόμενο αντιστοιχεί στο άρθρο 11 του παρόντος νομοσχεδίου (συγχώνευση).

Επί του άρθρου 108: Η μετατροπή αποτελεί δομική εταιρική μεταβολή. Για τον λόγο αυτό, θεμελιώδης προϋπόθεση για τη συντέλεσή της είναι η λήψη απόφασης από τη γενική συνέλευση των μετόχων ή τους εταίρους της υπό μετατροπή εταιρίας. Η σχετική αρμοδιότητα είναι αποκλειστική. Αντίστοιχες με το άρθρο 108 είναι οι καταργούμενες πλέον (με το άρθρο 147 στοιχ. α' έως δ' του παρόντος νομοσχεδίου) προβλέψεις: των άρθρων 66 παρ. 1 (μετατροπή ανώνυμης εταιρίας σε εταιρία περιορισμένης ευθύνης), 66α παρ. 1 (μετατροπή ανώνυμης εταιρίας σε ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία) και 67 παρ. 1 (μετατροπή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε ανώνυμη εταιρία) και παρ. 2 (μετατροπή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας σε ανώνυμη εταιρία) του ΚΝ 2190/1920- του άρθρου 53 παρ. 1 Ν. 3190/1955 (για τη μετατροπή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας σε εταιρία περιορισμένης ευθύνης)· των άρθρων 106 παρ. 1 (μετατροπή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας σε άλλη εταιρική μορφή), 107 παρ. 1 (μετατροπή άλλης εταιρικής μορφής σε ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία), 282 παρ. 2 (μετατροπή ετερόρρυθμης εταιρίας σε ομόρρυθμη εταιρία), 282Α παρ. 1 (μετατροπή ομόρρυθμης εταιρίας σε ετερόρρυθμη εταιρία) και 283 παρ. 1 (μετατροπή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία) Ν. 4072/2012· και τέλος, του άρθρου 16 παρ. 2 (μετατροπή ανώνυμης εταιρίας και εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε συνεταιρισμό) και 3 (μετατροπή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας σε συνεταιρισμό) του Ν. 1667/1986. Η απόφαση της γενικής συνέλευσης ή των εταίρων λαμβάνεται όπως ορίζεται στον νόμο ή το καταστατικό της υπό μετατροπή εταιρίας. Συμπληρωματικές του άρθρου 108 είναι οι ευρισκόμενες στο ειδικό μέρος για τη μετατροπή διατάξεις των άρθρων 121 παρ. 1 (μετατροπή προσωπικών εταιριών), 130 παρ. 1 (μετατροπή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης) και παρ. 2 (μετατροπή κεφαλαιουχικής εταιρίας σε ομόρρυθμη εταιρία) και 136 παρ. 1 (μετατροπή αστικού συνεταιρισμού).
Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 108 προβλέπει ρύθμιση η οποία, κατά περιεχόμενο αντιστοιχεί στο άρθρο 14 παρ. 2 του παρόντος νομοσχεδίου (συγχώνευση).

Επί του άρθρου 109: Το άρθρο 109 ορίζει το ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο της απόφασης της συνέλευσης ή των εταίρων για τη μετατροπή, σύμφωνα με το άρθρο 108. Η πρόβλεψη είναι γενική, δηλαδή ισχύει για όλες αδιακρίτως τις περιπτώσεις μετατροπών, συμπληρώνεται δε από τις ειδικές και προσαρμοσμένες στις ιδιορρυθμίες της εκάστοτε περίπτωσης μετατροπής προβλέψεις των άρθρων 122 παρ. 1 και παρ. 2 (μετατροπή προσωπικών εταιριών), 131 παρ. 1 (μετατροπή κεφαλαιουχικών εταιριών) και 134 (μετατροπή ευρωπαϊκής εταιρίας σε ανώνυμη εταιρία και αντιστρόφως). Ειδικότερα, με τα στοιχ. β' και δ' του άρθρου 109 αναγορεύονται σε υποχρεωτικό περιεχόμενο της απόφασης ο ποσοτικός και ποιοτικός προσδιορισμός των εταιρικών συμμετοχών στην εταιρία υπό τη νέα νομική μορφή της. Το στοιχ. γ' επαναλαμβάνει κατ' ουσία τη γνωστή κυρίως από τον ΚΝ. 2190/1920 πρόβλεψη των καταργούμενων πλέον (με το άρθρο 147 στοιχ. α' του παρόντος νομοσχεδίου) άρθρων 66 παρ. 1 εδ. γ' (μετατροπή ανώνυμης εταιρίας σε εταιρία περιορισμένης ευθύνης), 66α παρ. 1 εδ. β' (μετατροπή ανώνυμης εταιρίας σε ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία), 67 παρ. 1 εδ. δ' (μετατροπή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε ανώνυμη εταιρία) και παρ. 2 εδ. γ' (μετατροπή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας σε ανώνυμη εταιρία).

Επί του άρθρου 110: Η εταιρία μπορεί και υπό τη νέα νομική μορφή της να διατηρήσει την παλιά επωνυμία της (συνέχεια της εταιρικής επωνυμίας), με αντίστοιχη προσαρμογή των ενδείξεων που προσδιορίζουν τη νέα μορφή της, αφού κύριο χαρακτηριστικό της μετατροπής είναι η συνέχεια του νομικού προσώπου της παλιάς εταιρίας (βλ. επί του άρθρου 104). Για τον ίδιο λόγο, δεν απαιτείται προσθήκη ένδειξης στην επωνυμία που να υποδηλώνει σχέση διαδοχής (αφού δεν υπάρχει τέτοια σχέση). Πρόκειται για διάταξη αντίστοιχη των καταργούμενων πλέον (με το άρθρο 147 στοιχ. α και β') διατάξεων των άρθρων 67 παρ. 2 εδ. η' του ΚΝ. 2190/1920 (μετατροπή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας σε ανώνυμη εταιρία) και 53 παρ. 3 του Ν. 3190/1955 (μετατροπή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας σε εταιρία περιορισμένης ευθύνης). Πάντως, η εν λόγω δυνατότητα τελεί υπό την (αυτονόητη) επιφύλαξη τυχόν περιορισμών που προκύπτουν από τις οικείες διατάξεις της εταιρικής νομοθεσίας (π.χ. άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 1667/1986).

Επί του άρθρου 111: Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, για όλες τις περιπτώσεις μετατροπής, ρύθμιση η οποία, κατά το βασικό περιεχόμενο της αντιστοιχεί στο άρθρο 16 του παρόντος νομοσχεδίου (συγχώνευση). Όπως και η συγχώνευση, η μετατροπή υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του ν. 3419/2005, αφού προηγηθεί έλεγχος νομιμότητας των πράξεων και των διατυπώσεων που επιβάλλει το παρόν νομοσχέδιο στην υπό μετατροπή εταιρία, με σημείο αναφοράς τις διατάξεις του παρόντος νομοσχεδίου, της εταιρικής νομοθεσίας που διέπει την υπό μετατροπή εταιρία, του καταστατικού της, καθώς και των διατάξεων του ν. 3419/2005. Η διαφορά έναντι της συγχώνευσης είναι ότι η κλιμάκωση του συστήματος διοικητικού ελέγχου γίνεται σε δύο επίπεδα, αντί τριών. Σε περίπτωση μετατροπής ανώνυμης εταιρίας ή ευρωπαϊκής εταιρίας (SE) σε εταιρία άλλης μορφής και αντίστροφα, απαιτείται εγκριτική απόφαση του Περιφερειάρχη (του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης δεύτερου βαθμού, στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα της η υπό μετατροπή εταιρία), η οποία εκδίδεται μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου νομιμότητας. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η δημοσιότητα στο Γ.Ε.ΜΗ. ενεργείται από την αρμόδια υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ., μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου νομιμότητας, χωρίς την έκδοση εγκριτικής απόφασης.

Επί του άρθρου 112; Με το παρόν άρθρο προσδιορίζονται τα στοιχεία που υποβάλλονται στη δημοσιότητα του ν. 3419/2005 κατά το άρθρο 111 παρ. 1.

Επί του άρθρου 113: Με το παρόν άρθρο ορίζεται ο χρόνος επέλευσης των αποτελεσμάτων της μετατροπής, με σημείο αναφοράς την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. (με συστατική ενέργεια) της απόφασης των μετόχων ή των εταίρων κατά το άρθρο 108. Αν όμως το καταστατικό της εταιρίας υπό τη νέα νομική μορφή της έχει περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 122 παρ. 3 (μετατροπή προσωπικών εταιριών) και 131 παρ. 1 (μετατροπή κεφαλαιουχικών εταιριών), κρίσιμη για την επέλευση των αποτελεσμάτων της μετατροπής καθίσταται η καταχώριση του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις τα αποτελέσματα της μετατροπής επέρχονται άμεσα και δεν εξαρτώνται από την έκβαση της διαδικασίας προστασίας των δανειστών της υπό μετατροπή εταιρίας κατά το άρθρο 114 (βλ. σχετικώς επί του άρθρου αυτού).
Επίσης, προσδιορίζονται τα αποτελέσματα της μετατροπής, όπως είναι ήδη γνωστά από τις καταργούμενες πλέον (με το άρθρο 147 στοιχ. α έως δ') προβλέψεις: των άρθρων 66 παρ. 2 (μετατροπή ανώνυμης εταιρίας σε εταιρία περιορισμένης ευθύνης), 66α παρ. 2 (μετατροπή ανώνυμης εταιρίας σε ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία) και 67 παρ. 1 εδ. ζ' και η' (μετατροπή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε ανώνυμη εταιρία) και παρ. 2 εδ. ε' και στ' (μετατροπή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας σε ανώνυμη εταιρία) του ΚΝ 2190/1920- των άρθρων 53 παρ. 2 και 51 παρ. 2 εδ. γ' του Ν. 3190/1955 (μετατροπή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας σε εταιρία περιορισμένης ευθύνης)- των άρθρων 106 παρ. 2 (μετατροπή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας σε άλλη εταιρική μορφή), 107 παρ. 4 (μετατροπή άλλης εταιρικής μορφής σε ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία), 282Α παρ. 2 (μετατροπή ομόρρυθμης εταιρίας σε ετερόρρυθμη εταιρία) και 283 παρ. 2 (μετατροπή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία) του Ν. 4072/2012· και τέλος, του άρθρου 16 παρ. 5 του Ν. 1667/1986 (μετατροπή εταιρίας σε αστικό συνεταιρισμό). Επιπλέον, διατυπώνεται με σαφήνεια το βασικό χαρακτηριστικό της συνέχειας του νομικού προσώπου, τόσο μέσω της διευκρίνισης ότι δεν λαμβάνει χώρα μεταβίβαση της περιουσίας της μετατραπείσας εταιρίας ούτε με καθολική διαδοχή (όπως το τελευταίο υποστηριζόταν εν μέρει στο ισχύον μέχρι σήμερα δίκαιο) όσο και μέσω της ρητής πρόβλεψης περί συνέχειας των εταιρικών συμμετοχών στη εταιρία υπό τη νέα νομική μορφή της.

Επί του άρθρου 114: Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, για όλες τις περιπτώσεις μετατροπής, ρύθμιση η οποία κατά περιεχόμενο αντιστοιχεί στα άρθρα 13 και 34 του παρόντος νομοσχεδίου (συγχώνευση). Επισημαίνεται ότι η θεσπιζόμενη διάταξη αφίσταται σημαντικά της ρύθμισης του καταργούμενου πλέον (με το άρθρο 147 στοιχ. γ') άρθρου 107 παρ. 3 του Ν. 4072/2012. Η τελευταία διάταξη αφορούσε ειδικά στη μετατροπή άλλης εταιρικής μορφής σε ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, όμως ήταν η μοναδική, στο πλαίσιο του ισχύοντος μέχρι σήμερα δικαίου, που ρύθμιζε το ακανθώδες πρόβλημα της προστασίας των πιστωτών της υπό μετατροπή εταιρίας, με τρόπο που εξαρτούσε την επέλευση των αποτελεσμάτων της μετατροπής όχι από την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. αλλά από την έκβαση της διαδικασίας προστασίας των πιστωτών που πρότειναν αντιρρήσεις στη μετατροπή. Με σκοπό την ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου και την αποτροπή καταστάσεων αβεβαιότητας ως προς τη συντέλεση ή μη της μετατροπής, αλλά και την αποθάρρυνση φαινομένων προβολής αξιώσεων παροχής προστασίας από κακόπιστους δανειστές της υπό μετατροπής εταιρίας, προκρίνεται η λύση του διαχωρισμού των δύο ζητημάτων (συντέλεση μετατροπής - επαρκής προστασία δανειστών), ώστε να καθίσταται δυνατή η απρόσκοπτη συνέχιση της διαδικασίας της μετατροπής. Αντίστοιχη λύση υιοθετεί και ο γερμανικός νόμος (UmwG) περί μετασχηματισμών (βλ. συνδυασμό §§ 204 και 22).

Επί του άρθρου 115: Θεσπίζεται διάταξη για την ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των διαχειριστών της υπό μετατροπή εταιρίας για τυχόν πταίσμα τους κατά την προετοιμασία και την πραγματοποίηση της μετατροπής. Πρόκειται για ειδικό πραγματικό ευθύνης, το οποίο συνιστά αυτοτελή νομική βάση για την άσκηση αξιώσεων από τους θιγόμενους μετόχους ή εταίρους της υπό μετατροπή εταιρίας (και όχι από την ίδια την εταιρία, η οποία μπορεί να επωφεληθεί μόνο των διατάξεων της λοιπής νομοθεσίας). Κατά τα λοιπά, η ρύθμιση του εν λόγω άρθρου, η οποία αφορά σε όλες τις περιπτώσεις μετατροπής, αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 19 του παρόντος νομοσχεδίου (συγχώνευση).

Επί του άρθρου 116: Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, για όλες τις περιπτώσεις μετατροπής, ρύθμιση η οποία, κατά περιεχόμενο αντιστοιχεί στο άρθρο 20 του παρόντος νομοσχεδίου (συγχώνευση). Η κήρυξη της ακυρότητας της μετατροπής με τελεσίδικη δικασηκή απόφαση, λόγω ακυρότητας ή ακυρωσίας της απόφασης της γενικής συνέλευσης των μετόχων ή των εταίρων κατά το άρθρο 108, επιφέρει την ανατροπή της και σηματοδοτεί την επάνοδο στην αρχική εταιρική μορφή. Προβλέπονται, ωστόσο, κι εδώ οι ίδιες ασφαλιστικές δικλείδες με το άρθρο 20 του νομοσχεδίου, για τον περιορισμό των λόγων και των συνεπειών της ακυρότητας καθώς και την ίαση των ελαττωμάτων.

Επί του άρθρου 117: Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, για όλες τις περιπτώσεις μετατροπής, ρύθμιση η οποία, κατά περιεχόμενο αντιστοιχεί στο άρθρο 21 του παρόντος νομοσχεδίου (συγχώνευση). Ο μη δίκαιος και λογικός καθορισμός των εταιρικών συμμετοχών στην εταιρία υπό τη νέα νομική μορφή της δεν δύναται να επηρεάσει το κύρος της μετατροπής, αλλά απομονώνεται ως πρόβλημα αποκλειστικά στη σχέση μεταξύ εταιρίας και εταίρου, αποτελώντας αντικείμενο αξίωσης του εταίρου για αποζημίωσή του από την εταιρία. Από πρακτική άποφη, η δυνατότητα εφαρμογής της διάταξης εντοπίζεται στις περιπτώσεις μετατροπών για τις οποίες δεν απαιτείται η λήψη ομόφωνης απόφασης.

Επί του άρθρου 118: Εισάγονται ειδικές διατάξεις (άρθρα 118 έως 127), συμπληρωματικές των γενικών διατάξεων των άρθρων 104 επ., για τη μετατροπή προσωπικών εταιριών και συγκεκριμένα ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης εταιρίας καθώς και κοινοπραξίας κατά το άρθρο 293 παρ. 3 του Ν. 4072/2012, σε άλλη προσωπική ή κεφαλαιουχική εταιρία ή αστικό συνεταιρισμό, με τις οποίες (διατάξεις) προσαρμόζεται η διαδικασία της μετατροπής στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εν λόγω εταιριών. Η ισχύς τους είναι αποκλειστική, όμως στο μέτρο που διαπιστώνεται ρυθμιστικό κενό, εφαρμόζονται οι διατάξεις του έβδομου μέρους του Ν. 4072/2012 για την εκάστοτε εταιρική μορφή. Οι ίδιες διατάξεις (άρθρα 118 έως 127) εφαρμόζονται και σε περίπτωση μετατροπής ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρίας, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από τις διατάξεις που διέπουν την εν λόγω εταιρία. Η συγκεκριμένη εταιρική μορφή δεν συναντάται στις συναλλαγές, πλην όμως κρίνεται σκόπιμο να μην εξαιρεθεί από τις θεσπιζόμενες διατάξεις, με βάση την εκτίμηση ότι η ρύθμιση της δυνατότητας μετατροπής της σε άλλη εταιρική μορφή μπορεί να είναι χρήσιμη για ετερόρρυθμες κατά μετοχές εταιρίες που τυχόν υπάρχουν. Σε περίπτωση μετατροπής σε αστικό συνεταιρισμό, για τη συντέλεση της μετατροπής εφαρμόζεται το άρθρο 113, δηλαδή καθιερώνεται αποκλειστική συστατική ενέργεια της καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ., ενώ η ενέργεια της δημοσιότητας στο μητρώο του άρθρου 14 του Ν. 1667/1986 αναπτύσσει απλώς δηλωτική ενέργεια.

Επί του άρθρου 119: Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, για τις περιπτώσεις μετατροπής προσωπικής εταιρίας ή ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρίας, ρύθμιση η οποία, κατά το βασικό της περιεχόμενο αντιστοιχεί στο άρθρο 24 του παρόντος νομοσχεδίου (συγχώνευση).
Πρόκειται για διάταξη συμπληρωματική του γενικής ισχύος άρθρου 3 του παρόντος νομοσχεδίου. Ενώ το άρθρο 3 παρ. 1 επιτρέπει γενικά τον εταιρικό μετασχηματισμό λυθείσας εταιρίας - υποκειμένου εταιρικού μετασχηματισμού κατά το άρθρο 2 παρ. 1, εφόσον δεν άρχισε η διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης, το άρθρο 119 αφορά ειδικά τη μετατροπή λυθείσας εταιρίας, την οποία επιτρέπει, εκτός αν οι εταίροι έχουν συμφωνήσει να μην ακολουθήσει εκκαθάριση (άρθρο 268 παρ. 1 του Ν. 4072/2012).

Επί του άρθρου 120: Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, για τις περιπτώσεις μετατροπής προσωπικής εταιρίας ή ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρίας, ρύθμιση η οποία, κατά το βασικό της περιεχόμενο αντιστοιχεί στο άρθρο 26 του παρόντος νομοσχεδίου (συγχώνευση).
Η ανάγκη σύνταξης γραπτής έκθεσης ενημέρωσης κατά το άρθρο 106 παρ. 1 δεν συντρέχει, όταν όλοι οι εταίροι της υπό μετατροπή εταιρίας είναι σε θέση να συμπράξουν στην προετοιμασία της μετατροπής και να επηρεάσουν την έκβασή της, επειδή είναι συγχρόνως και διαχειριστές της. Επίσης οριοθετούνται τα χρονικά όρια του θεσπιζόμενου στο άρθρο 107 δικαιώματος πληροφόρησης των εταίρων.

Επί του άρθρου 121: Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, για τις περιπτώσεις μετατροπής προσωπικής εταιρίας ή ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρίας, ρύθμιση η οποία, κατά το βασικό της περιεχόμενο αντιστοιχεί στο άρθρο 27 του παρόντος νομοσχεδίου (συγχώνευση).
Όπως και στη συγχώνευση, η πρόβλεψη της κατ' εξαίρεση δυνατότητας λήψης απόφασης με πλειοψηφία 3/4 τουλάχιστον του όλου αριθμού των εταίρων, δυνάμει σχετικής ρήτρας στην εταιρική σύμβαση, είναι γνωστή από το άρθρο 253 παρ. 2 του Ν. 4072/2012 (το οποίο αναγνωρίζει τη δυνατότητα λήψης πλειοψηφικής απόφασης για την ομόρρυθμη εταιρία και περαιτέρω, μέσω των άρθρων 271 παρ. 2 και 293 παρ. 3 του ίδιου νόμου, για την ετερόρρυθμη εταιρία και την κοινοπραξία αντίστοιχα), έχει δε ως πρότυπο το γερμανικό νόμο (§ 217 παρ. 1) περί μετασχηματισμών (UmwG).
Η παρ. 2 καλύπτει καταρχήν περιπτώσεις που για έναν ή περισσότερους από τους υφιστάμενους εταίρους η μετατροπή επάγεται τη θεμελίωση παράλληλης (με την εταιρία υπό τη νέα νομική μορφή της) ευθύνης για τα εταιρικά χρέη, π.χ. με την ιδιότητα του ομόρρυθμου εταίρου ή του εταίρου ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας που λαμβάνει μερίδια που αντιστοιχούν σε εγγυητική εισφορά (η τελευταία περίπτωση ρυθμιζόταν, μέχρι σήμερα, από την καταργούμενη πλέον, με το άρθρο 148 στοιχ. γ', διάταξη του άρθρου 107 παρ. 1 εδ. β' του Ν. 4072/2012). Για τη μετατροπή απαιτείται η ρητή συναίνεση των εταίρων αυτών, ακόμη και αν κατά τα λοιπά η απόφαση για τη μετατροπή μπορεί να μην ληφθεί ομόφωνα αλλά με πλειοψηφία 3/4 του όλου αριθμού των εταίρων. Αντίστοιχα ισχύουν σε περίπτωση μετατροπής σε ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία για εταίρους που πρόκειται να λάβουν μερίδια που αντιστοιχούν σε εξωκεφαλαιακές εισφορές, κατά το πρότυπο της καταργούμενης πλέον (με το άρθρο 147 στοιχ. γ') διάταξης του άρθρου 107 παρ. 1 εδ. β' του Ν. 4072/2012.

Επί του άρθρου 122: Η παρ. 1 του εν λόγω άρθρου προβλέπει, για τις περιπτώσεις μετατροπής προσωπικής εταιρίας ή ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρίας, ρύθμιση η οποία, κατά το βασικό της περιεχόμενο αντιστοιχεί στο άρθρο 25 παρ. 1 του παρόντος νομοσχεδίου (συγχώνευση).
Με την παρ. 2 κατ' ουσία διατηρείται σε ισχύ το περιεχόμενο της καταργούμενης πλέον (με το άρθρο 148 στοιχ. α') διάταξης του άρθρου 67 παρ. 2 εδ. γ' του ΚΝ 2190/1920 (μετατροπή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας σε ανώνυμη εταιρία) και επαναλαμβάνεται η διάταξη του άρθρου 87 παρ. 3 του Ν. 4548/2018. Στην παρ. 3 ορίζεται πότε η απόφαση των εταίρων για τη μετατροπή πρέπει να αποτυπωθεί σε συμβολαιογραφικό έγγραφο (π.χ. πλην των ρητά αναφερόμενων περιπτώσεων, όταν προβλέπεται η είσοδος στην εταιρία υπό τη νέα νομική μορφή της εταίρου που εισφέρει ακίνητο).

Επί του άρθρου 123: Προβλέπεται υποχρέωση εξακρίβωσης της αξίας της περιουσίας της υπό μετατροπή εταιρίας σε περίπτωση μετατροπής της σε κεφαλαιουχική εταιρία και δημοσίευσης της σχετικής έκθεσης, κατά το πρότυπο των καταργούμενων πλέον (με το άρθρο 147 στοιχ. α') διατάξεων του άρθρου 67 παρ. 1 εδ. α' (μετατροπή ε.π.ε. σε α.ε.) και παρ. 2 (μετατροπή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας σε α.ε.) του ΚΝ 2190/1920.
Η παρ. 3 εδ. α' διατυπώνεται κατά το πρότυπο της καταργούμενης πλέον (με το άρθρο 147 στοιχ. α') διάταξης του άρθρου 67 παρ. 1 εδ. β' του ΚΝ 2190/1920 (μετατροπή ε.π.ε. σε α.ε.), ενώ παρόμοια είναι η ρύθμιση και του γερμανικού νόμου (§ 220 παρ. 1) περί μετασχηματισμών (UmwG). Με το εδ. β' κατ' ουσία διατηρείται σε ισχύ το περιεχόμενο των καταργούμενων πλέον (με το άρθρο 147 στοιχ. α' και γ') άρθρων 66 παρ. 1 εδ. β' (μετατροπή α.ε. σε ε.π.ε.), 67 παρ. 1 εδ. γ' (μετατροπή ε.πε. σε α.ε.) και παρ. 2 εδ. β' (μετατροπή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας σε α.ε.) του ΚΝ 2190/1920 και 106 παρ. 2 εδ. στ' (μετατροπή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας σε άλλη εταιρική μορφή) του Ν. 4072/2012. Σκοπός είναι η προάσπιση της εγγυητικής για τα συμφέροντα των εταιρικών δανειστών λειτουργίας του κεφαλαίου.

Επί του άρθρου 124: Το εν λόγω άρθρο αποδίδει τη ρύθμιση της καταργούμενης πλέον (με το άρθρο 147 στοιχ. α') διάταξης του άρθρου 67 παρ. 3 του ΚΝ 2190/1920.

Επί του άρθρου 125: Με το εν λόγω άρθρο κατ7 ουσία διατηρείται σε ισχύ το περιεχόμενο της καταργούμενης πλέον (με το άρθρο 147 στοιχ. γ') διάταξης του άρθρου 282 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 (μετατροπή ετερόρρυθμης εταιρίας σε ομόρρυθμη).

Επί του άρθρου 126: Με το εν λόγω άρθρο κατ7 ουσία διατηρείται σε ισχύ το περιεχόμενο της καταργούμενης πλέον (με το άρθρο 147 στοιχ. γ') διάταξης του άρθρου 282Α παρ. 1 του Ν. 4072/2012 (μετατροπή ομόρρυθμης εταιρίας σε ετερόρρυθμη). Σε αντίθεση με την περίπτωση της εισόδου νέου εταίρου ως ετερόρρυθμου, η μετατροπή της ιδιότητας εταίρου από ομόρρυθμο σε ετερόρρυθμο ενδέχεται να έχει δυσμενείς συνέπειες για τα συμφέροντα των εταιρικών δανειστών και γι' αυτό κρίνεται αναγκαία η ανάλογη εφαρμογή της προστατευτικής δικλείδας του άρθρου 114.

Επί του άρθρου 127: Με την παρ. 1 διατηρείται κατ' ουσία σε ισχύ το περιεχόμενο των καταργούμενων πλέον (με το άρθρο 147 στοιχ. α', β' και γ') διατάξεων των άρθρων 67 παρ. 2 εδ. θ' του ΚΝ 2190/1920 (μετατροπή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας σε α.ε.), 53 παρ. 4 του Ν. 3190/1955 (μετατροπή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας σε ε.π.ε.) και 107 παρ. 5 Ν. 4072/2012 (μετατροπή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας σε ι.κ.ε.). Με την παρ. 2 κατ7 ουσία διατηρείται σε ισχύ το περιεχόμενο της καταργούμενης πλέον (με το άρθρο 147 στοιχ. γ') διάταξης του άρθρου 282α παρ. 3 του Ν. 4072/2012 (μετατροπή ομόρρυθμης εταιρίας σε ετερόρρυθμη). Η ευθύνη των παρ. 1 και 2 παύει μόνο έναντι των συγκεκριμένων δανειστών που συγκατατέθηκαν εγγράφως στη μετατροπή. Το εδ. β' της παρ. 4 διατυπώνεται κατά το πρότυπο του άρθρου 269 παρ. 2 Ν. 4072/2012.

Επί του άρθρου 128: Εισάγονται ειδικές διατάξεις (άρθρα 128-133), συμπληρωματικές των γενικών διατάξεων των άρθρων 104 επ., για τη μετατροπή κεφαλαιουχικών εταιριών και συγκεκριμένα α.ε., ε.π.ε. και ι.κ.ε., σε άλλη προσωπική ή κεφαλαιουχική εταιρία ή αστικό συνεταιρισμό, με τις οποίες (διατάξεις) προσαρμόζεται η διαδικασία της μετατροπής στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εταιριών αυτών. Στο μέτρο που διαπιστώνεται ρυθμιστικό κενό, εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις της εταιρικής νομοθεσίας. Σε περίπτωση μετατροπής σε αστικό συνεταιρισμό, για τη συντέλεση της μετατροπής εφαρμόζεται το άρθρο 113, δηλ. καθιερώνεται αποκλειστική συστατική ενέργεια της καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ., ενώ η ενέργεια της δημοσιότητας στο μητρώο του άρθρου 14 του Ν. 1667/1986 αναπτύσσει απλώς δηλωτική ενέργεια.

Επί του άρθρου 129: Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, για τις περιπτώσεις μετατροπής κεφαλαιουχικής εταιρία ρύθμιση η οποία, κατά το βασικό της περιεχόμενο αντιστοιχεί στο άρθρο 120 (μετατροπή προσωπικής εταιρίας ή ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρίας), με μόνη απόκλιση ως προς τα χρονικά όρια του θεσπιζόμενου στο άρθρο 107 δικαιώματος πληροφόρησης.

Επί του άρθρου 130: Η ρύθμιση της παρ. 1 για την περίπτωση μετατροπής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 41 παρ. 1 (συγχώνευση). Η απόφαση της συνέλευσης των εταίρων για τη μετατροπή πρέπει να ληφθεί με την πλειοψηφία της παραγράφου 1 του άρθρου 38 Ν. 3190/1955.
Εξάλλου, η μετατροπή κεφαλαιουχικής εταιρίας σε ομόρρυθμη επάγεται την για πρώτη φορά θεμελίωση προσωπικής ευθύνης των μετόχων ή των εταίρων για τις εταιρικές υποχρεώσεις, αν όχι για όλους (περίπτωση μετατροπής α.ε. ή ε.π.ε.) τουλάχιστον για μερικούς από αυτούς (περίπτωση μετατροπής ι.κ.ε. με κατόχους μεριδίων που αντιστοιχούν σε εγγυητικές εισφορές και με κατόχους μεριδίων που αντιστοιχούν σε κεφαλαιακές ή/και σε εξωκεφαλαιακές εισφορές). Συνεπώς, ανταποκρίνεται στο εύλογο συμφέρον των μετόχων ή των εταίρων, μια τέτοια μετατροπή να γίνεται με ομόφωνη απόφαση. Η αντίληψη αυτή εκφράζεται στην παρ. 2, η οποία ειδικά ως προς τη μετατροπή σε ομόρρυθμη εταιρία έχει ως πρότυπο την καταργούμενη πλέον (με το άρθρο 147 στοιχ.
α') διάταξη του άρθρου 66α παρ. 1 ΚΝ 2190/1920. Επιπλέον, λαμβάνεται μέριμνα για την αποτροπή φαινομένων καταστρατήγησης, με τη ρητή πρόβλεψη ότι δεν λαμβάνονται υπόψη όροι του καταστατικού της υπό μετατροπή εταιρίας που επιτρέπουν τη μετατροπή της με πλειοψηφική απόφαση. Αναφορικά με την απαιτούμενη πλειοψηφία σε άλλες περιπτώσεις μετατροπής κεφαλαιουχικών εταιριών ισχύει η πρόβλεψη του άρθρου 108 παρ. 1 εδ. β'.
Με τις παρ. 3 και 4 επαναλαμβάνεται η ρύθμιση των παρ. 2 και 3 του άρθρου 121, με την πρόσθετη πρόβλεψη υπέρ του διαφωνούντος μετόχου ή εταίρου δικαιώματος να ζητήσει εκείνος την εξαγορά των μετοχών ή των μεριδίων του, καθώς και δικαιώματος μεταβίβασής τους σε τρίτους κατά παρέκκλιση από τυχόν καταστατικούς όρους που εισάγουν απαγορεύσεις ή δεσμεύσεις αναφορικά με τη δυνατότητα μεταβίβασης.

Επί του άρθρου 131: Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, για τις περιπτώσεις μετατροπής κεφαλαιουχικής εταιρίας κατά το άρθρο 128, την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 122 και 123 (για τη μετατροπή προσωπικής εταιρίας και ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρίας).

Επί του άρθρου 132: Όπως και το άρθρο 124 (για τη μετατροπή προσωπικής εταιρίας και ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρίας), το εν λόγω άρθρο αποδίδει, για τις περιπτώσεις μετατροπής κεφαλαιουχικής εταιρίας κατά το άρθρο 128, τη ρύθμιση της καταργούμενης πλέον (με το άρθρο 147 στοιχ. α') διάταξης του άρθρου 67 παρ. 3 του ΚΝ 2190/1920. Επί του άρθρου 133: Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, για την περίπτωση μετατροπής ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας, ρύθμιση η οποία, κατά περιεχόμενο αντιστοιχεί, εν μέρει στην καταργούμενη πλέον (με το άρθρο 147 στοιχ. γ') διάταξη του άρθρου 106 παρ. 4 του Ν. 4072/2012 (ως προς τον χρόνο διατήρησης της ευθύνης) και εν μέρει στο άρθρο 127 (ως προς τις προβλέψεις των παρ. 2 και 3).

Επί του άρθρου 134: Με το παρόν άρθρο οριοθετείται το εύρος εφαρμογής των διατάξεων για τη μετατροπή ως προς την ευρωπαϊκή εταιρία (SE). Ο Κανονισμός 2157/2001 του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρίας (SE), προβλέπει τη δυνατότητα μετατροπής της εν λόγω εταιρίας σε ανώνυμη και αντιστρόφως. Το άρθρο 134 εναρμονίζεται με την πρόβλεψη αυτή, συνιστώντας έτσι παράδειγμα εφαρμογής της επιφύλαξης του άρθρου 2 παρ. 2.

Επί του άρθρου 135: Προβλέπεται ότι οι διατάξεις αυτού του κεφαλαίου αφορούν καταρχήν στη μετατροπή συνεταιρισμού σε άλλη εταιρική μορφή, αλλά μπορεί (και δη στην περίπτωση της παραγράφου 3 του άρθρου 136) να αφορούν (και) την αντίστροφη περίπτωση της μετατροπής εταιρίας άλλης μορφής σε συνεταιρισμό.

Επί του άρθρου 136: Η παράγραφος 1 θεσπίζει ρύθμιση σχετικά με τον τρόπο λήψης της απόφασης του συνεταιρισμού για τη μετατροπή. Η παράγραφος 2 καθιερώνει δικαίωμα εξόδου του διαφωνήσαντος συνεταίρου, αντίστοιχο με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 50 και 100. Σημειώνεται ότι και στην αντίστροφη περίπτωση του εταίρου που διαφωνεί με τη μετατροπή εταιρίας άλλης μορφής σε συνεταιρισμό, δικαίωμα εξόδου υφίσταται και απλώς δεν αναφέρεται στο παρόν κεφάλαιο, διότι προκύπτει ήδη από την παράγραφο 3 του άρθρου 121 και την παράγραφο 4 του άρθρου 130. Η παράγραφος 3 προβλέπει ομόφωνη απόφαση για τη μετατροπή σε συνεταιρισμό, όταν η προσωπική ευθύνη των συνεταίρων (πλέον) μετά τη μετατροπή θα υπερβαίνει το ελάχιστο όριο που προκύπτει από την παράγραφο 4 του άρθρου 4 του Ν. 1667/1986. Η παράγραφος 4 συμπληρώνει τη διάταξη του άρθρου 107, όσον αφορά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα έγγραφα τίθενται στη διάθεση των συνεταίρων προς εξέταση.

Επί του άρθρου 137: Διευκρινίζεται, όπως και στα άρθρο 51 και 101 για τους λοιπούς μετασχηματισμούς, ότι συστατική ενέργεια έχει μόνο η καταχώριση της μετατροπής στο Γ.Ε.ΜΗ., χωρίς να θίγεται η δηλωτική ενέργεια της δημοσιότητας στο μητρώο του άρθρου 14 του Ν. 1667/1986. Και στην αντίστροφη περίπτωση της μετατροπής εταιρίας άλλης μορφής σε συνεταιρισμό, συστατική ενέργεια έχει μόνο η καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ., όπως προκύπτει από τη γενική διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 113.

Επί του άρθρου 138: Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ζητήματα παραγραφής αξιώσεων κατά των συνεταίρων μετατρεπόμενου συνεταιρισμού, ακολουθώντας τον κανόνα της ενιαύσιας παραγραφής που προκύπτει από το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του Ν. 1667/1986

Επί του άρθρου 139: Ισχύουν και εδώ αντίστοιχα όσα εκτέθηκαν για τη συγχώνευση με συμμετοχή ΕΣΕτ (βλ. άρθρο 53).

ΜΕΡΟΣ Ε' - ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Επί του άρθρου 140: Με το παρόν άρθρο προσδιορίζονται οι διατάξεις που διατηρούνται σε ισχύ μετά την εισαγωγή του παρόντος νομοσχεδίου. Αυτές αφορούν: (α) ειδικές διατάξεις εταιρικού δικαίου που ρυθμίζουν ζητήματα μετασχηματισμών άλλων εταιρικών μορφών από εκείνες της παραγράφου 1 του άρθρου 2, (β) ειδικές διατάξεις που ρυθμίζουν ζητήματα μετασχηματισμών, για συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων ή για επιχειρήσεις που υπόκεινται σε ειδική εποπτεία ή προβλέπουν μεταξύ άλλων την έκδοση ειδικής εγκριτικής απόφασης.
Σύμφωνα δε με την παρ. 3 του παρόντος άρθρου, ειδικά για τους εταιρικούς μετασχηματισμούς που αφορούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων και εν γένει τα νομικά πρόσωπα που διέπονται από διατάξεις του άρθρου 16 του Ν. 2515/1997, οι οποίες παραμένουν σε ισχύ, αποσαφηνίζεται ότι και σε αυτούς τους μετασχηματισμούς εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 16 του ν.2515/1997 συμπληρωματικά προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται αφενός η διατήρηση των ειδικών ρυθμίσεων που προβλέπει το άρθρο 16 του ν.2515/1997 (εγκριτική απόφαση της εποπτικής αρχής, ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις ή θέματα μεταγραφών, τρόπος ενοποίησης στοιχείων ενεργητικού-παθητικού, κοκ) και αφετέρου η δυνατότητα και των νομικών αυτών προσώπων να προβούν σε εταιρικούς μετασχηματισμούς του παρόντος νόμου οι οποίοι δεν περιγράφονται ρητά στο ν.2515/1997.

Επί του άρθρου 141: Το παρόν άρθρο περιέχει ρυθμίσεις μεταβατικού δικαίου. Για τον προσδιορισμό του χρονικού πεδίου εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νομοσχεδίου, λαμβάνονται υπόψη: η ημερομηνία του σχεδίου της σύμβασης συγχώνευσης και διάσπασης (παρ. 1 και 2) και ο χρόνος λήψης απόφασης για τη μετατροπή (παρ. 3 ).

Επί του άρθρου 142: Το παρόν άρθρο έχει διευκρινιστικό χαρακτήρα.

Επί του άρθρου 143: Με τις παραγράφους 1 και 2 τροποποιούνται διατάξεις του άρθρου 9 Ν. 4548/2018, προκειμένου αυτές να συναρμοσθούν με τις διατάξεις του παρόντος νομοσχεδίου.

Επί των άρθρων 144-146: Με τα εν λόγω άρθρα τροποποιούνται διατάξεις επί μέρους νομοθετημάτων προκειμένου αυτές να συναρμοσθούν με τις διατάξεις του παρόντος νομοσχεδίου.

Επί του άρθρου 147: Η εν λόγω διάταξη αναφέρεται στις καταργούμενες διατάξεις άλλων νομοθετημάτων.

ΤΜΗΜΑ Β' Γενικό Μέρος

Η Ψηφιακή Ατζέντα για την Ευρώπη, ένας από τους πυλώνες της Στρατηγικής Ευρώπη 2020, προσδιορίζει την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και την ψηφιακή ενιαία αγορά ως κρίσιμα στοιχεία μιας σύγχρονης και ανταγωνιστικής οικονομίας της EE. Η εφαρμογή της ηλεκτρονικής τιμολόγησης στις δημόσιες συμβάσεις υλοποιεί μια από τις προτεραιότητες του ψηφιακού θεματολογίου, εμβληματικής πρωτοβουλίας της Στρατηγικής Ευρώπη 2020, που συνίσταται στη ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης και στη μετάβαση σε μια δημόσια διοίκηση «χωρίς χαρτί».

Ο περιορισμός του διοικητικού φόρτου, η ενίσχυση της δυνατότητας λογιστικού ελέγχου και η αύξηση της διαφάνειας, ως συνεπακόλουθα της εφαρμογής της ηλεκτρονικής τιμολόγησης στις δημόσιες συμβάσεις, αποτελούν παράγοντες ανάπτυξης, καθώς εισάγουν τον εκσυγχρονισμό και την αποδοτικότητα στη δημόσια διοίκηση, με σημαντικά περιβαλλοντικά και οικονομικά οφέλη. Επιπλέον, η καθιέρωση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης στο πλαίσιο των δημόσιων συμβάσεων θα συμβάλλει στην αυτοματοποίηση και άλλων διαδικασιών μετά την ανάθεση, με δευτερογενή αποτελέσματα, όπως ηλεκτρονικές παραγγελίες, ηλεκτρονικές πληρωμές και ηλεκτρονική αρχειοθέτηση (end-to- end e-procurement).

Σήμερα, στα κράτη μέλη υπάρχουν και χρησιμοποιούνται διάφορα παγκόσμια, εθνικά, περιφερειακά και ιδιόκτητα πρότυπα ηλεκτρονικών τιμολογίων, τα περισσότερα από τα οποία, δεν είναι διαλειτουργικά μεταξύ τους.

Η πληθώρα μη διαλειτουργικών προτύπων καταλήγει σε υπερβολική πολυπλοκότητα, έλλειψη ασφάλειας δικαίου kol πρόσθετο κόστος λειτουργίας για τους οικονομικούς φορείς που χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά τιμολόγια σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη. Οι οικονομικοί φορείς που επιθυμούν να συμμετάσχουν σε διασυνοριακές δημόσιες συμβάσεις είναι υποχρεωμένοι συχνά να συμμορφώνονται με νέο πρότυπο έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων κάθε φορά που εισέρχονται σε νέα αγορά. Οι αποκλίνουσες νομικές και τεχνικές απαιτήσεις που αφορούν τα ηλεκτρονικά τιμολόγια συνιστούν φραγμούς πρόσβασης στην αγορά διασυνοριακών δημόσιων συμβάσεων και αποτελούν εμπόδια στις συναλλαγές.

Η θέσπιση κοινού ευρωπαϊκού προτύπου για την ηλεκτρονική τιμολόγηση και η επακόλουθη διαλειτουργικότητα των συστημάτων τιμολόγησης, καθώς και η εναρμόνιση των διαδικασιών ηλεκτρονικής σύναψης συμβάσεων συνιστούν σημαντικά μέτρα για την εξάλειψη φραγμών που εμποδίζουν σήμερα τον ανταγωνισμό.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτιμώντας ότι η χρήση των ηλεκτρονικών τιμολογίων στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων γίνεται πιο διαδεδομένη ή καθίσταται υποχρεωτική στα κράτη μέλη, στα οποία υπάρχουν και χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα διάφορα πρότυπα ηλεκτρονικών τιμολογίων τα οποία δεν είναι διαλειτουργικά μεταξύ τους, υιοθέτησε την Οδηγία 2014/55/ΕΕ της 16ης Απριλίου 2014 για την έκδοση ηλεκτρονικών τιμολογίων στο πλαίσιο των δημόσιων συμβάσεων (L 133). [Βλ. συμπεράσματα Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 28ης και 29ης Ιουνίου 2012 και της 24ης Οκτωβρίου 2013, το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Απριλίου 2012, καθώς και τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Πολυμερούς Φόρουμ για την Έκδοση Ηλεκτρονικών Τιμολογίων (e-invoicing), σχετικά με τη χρήση υποδείγματος σημασιολογικών δεδομένων προς υποστήριξη της διαλειτουργικότητας για την έκδοση ηλεκτρονικών τιμολογίων τον Οκτώβριο του 2013-αντίστοιχες αιτιολογικές σκέψεις 11, 12 και 13 της Οδηγίας 2014/55/ΕΕ],

Η Οδηγία 2014/55/ΕΕ έχει στόχο την προώθηση της υιοθέτησης της ηλεκτρονικής τιμολόγησης στο πλαίσιο των δημόσιων συμβάσεων, τη διασφάλιση της σημασιολογικής διαλειτουργικότητας και τη βελτίωση της ασφάλειας δικαίου. Τα οφέλη από την έκδοση ηλεκτρονικών τιμολογίων μεγιστοποιούνται όταν η δημιουργία, αποστολή, μετάδοση, παραλαβή και επεξεργασία του τιμολογίου μπορούν να αυτοματοποιηθούν πλήρως. Η χρήση ενός κοινού ευρωπαϊκού προτύπου έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων και η κατάρτιση καταλόγου με περιορισμένο αριθμό συντακτικών δομών αποτελούν εγγύηση ότι επιτυγχάνονται τα οφέλη αυτά στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς.

Η ως άνω Οδηγία εφαρμόζεται στα ηλεκτρονικά τιμολόγια τα οποία παραλαμβάνονται από αναθέτουσες αρχές και αναθέτοντες φορείς και εκδίδονται κατά την εκτέλεση των συμβάσεων στις οποίες εφαρμόζονται η Οδηγία 2009/81/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης ορισμένων συμβάσεων έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται από αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας καθώς και την τροποποίηση των οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ (EE L 216 της 20.8.2009 ( 2 ), η Οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης (EE L 94 της 28.3.2014) -όταν οι συμβάσεις παραχώρησης προβλέπουν πληρωμές οι οποίες απαιτούν την έκδοση τιμολογίων από τον οικονομικό φορέα στον οποίο έχει ανατεθεί η σύμβαση παραχώρησης - η Οδηγία 2014/24/ΕΕ και η Οδηγία 2014/25/ΕΕ.
Επιπλέον, η Οδηγία 2014/55/ΕΕ υπόκειται στο άρθρο 346 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν ισχύει για ηλεκτρονικά τιμολόγια που εκδίδονται κατά την εκτέλεση συμβάσεων (που έχουν χαρακτηριστεί απόρρητες ή συνοδεύονται από ειδικά μέτρα ασφαλείας) οι οποίες έχουν αποκλεισθεί από το πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 2014/23/ΕΕ, 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 6, το άρθρο 15 παράγραφος 3 και το άρθρο 24 παράγραφος 3 αντιστοίχως. Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, προβλέπεται ειδική εξαίρεση για τα ηλεκτρονικά τιμολόγια που εκδίδονται κατά την εκτέλεση τέτοιων συμβάσεων (που έχουν χαρακτηριστεί απόρρητες ή συνοδεύονται από ειδικά μέτρα ασφαλείας), οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/81/ΕΚ.

Ως ηλεκτρονικό τιμολόγιο στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων νοείται αυτό του οποίου η δημιουργία, αποστολή, μετάδοση, παραλαβή και επεξεργασία μπορεί να αυτοματοποιηθεί πλήρως. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να θεωρείται ότι συμμορφώνονται προς το ευρωπαϊκό πρότυπο έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων μόνο τα μηχαναγνώσιμα τιμολόγια, τα οποία μπορούν να γίνουν αντικείμενο αυτόματης και ψηφιακής επεξεργασίας από τον λήπτη. Απλό αρχείο εικόνας δεν θα πρέπει να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ηλεκτρονικό τιμολόγιο για τους σκοπούς της Οδηγίας (βλ αιτιολογική σκέψη 7 της Οδηγίας).

Περαιτέρω η Οδηγία αφορά στην υποχρέωση των αποδεκτών του τιμολογίου, δηλαδή τις αναθέτουσες αρχές, τις κεντρικές αρχές αγορών και τους αναθέτοντες φορείς, να αποδέχονται και να επεξεργάζονται ηλεκτρονικά τιμολόγια και δεν θίγει το δικαίωμα του αποστολέα του τιμολογίου να επιλέξει μεταξύ της υποβολής του τιμολογίου σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πρότυπο έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων, σύμφωνα με εθνικά ή άλλα τεχνικά πρότυπα ή σε χαρτί (βλ αιτιολογική σκέψη 35 της Οδηγίας).

Με το άρθρο 3 της οδηγίας 2014/55/ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από τον αρμόδιο Ευρωπαϊκό Οργανισμό Τυποποίησης να σχεδιάσει ευρωπαϊκό πρότυπο για το υπόδειγμα σημασιολογικών δεδομένων των βασικών στοιχείων του ηλεκτρονικού τιμολογίου («ευρωπαϊκό πρότυπο έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων»). Ειδικότερα, η Επιτροπή ζήτησε το ευρωπαϊκό πρότυπο έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων να πληροί τα κάτωθι κριτήρια: να είναι ουδέτερο από τεχνολογική άποψη, ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε στρέβλωση του ανταγωνισμού, συμβατό με τα σχετικά διεθνή πρότυπα έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων, να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ, την προσέγγιση που εξασφαλίζει την προστασία των δεδομένων μέσω τεχνολογίας και τις αρχές της αναλογικότητας, της ελαχιστοποίησης των δεδομένων και του περιορισμού του σκοπού, να συνάδει με τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, να καθιστά δυνατή τη δημιουργία κατάλληλων, φιλικών προς τον χρήστη, ευέλικτων και οικονομικά αποδοτικών συστημάτων ηλεκτρονικής τιμολόγησης, να λαμβάνει υπόψη τις ειδικές ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων καθώς και των μη κεντρικών αναθετουσών αρχών και αναθετόντων φορέων, να είναι κατάλληλο προς χρήση στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων. Επιπλέον, η Επιτροπή ζήτησε από τον αρμόδιο Ευρωπαϊκό Οργανισμό Τυποποίησης να παράσχει κατάλογο με περιορισμένο αριθμό συντακτικών δομών που συμμορφώνονται με το ευρωπαϊκό πρότυπο έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων, καθώς και κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη διαλειτουργικότητα της μετάδοσης, ώστε να διευκολυνθεί η χρήση ενός τέτοιου προτύπου.

Με βάση τις κατευθύνσεις της ίδιας της Οδηγίας το εν λόγω πρότυπο προσδιορίζει και περιγράφει τα βασικά στοιχεία που πρέπει να περιέχει πάντα ένα ηλεκτρονικό τιμολόγιο, διευκολύνοντας έτσι την αποστολή και παραλαβή ηλεκτρονικών τιμολογίων μεταξύ συστημάτων που βασίζονται σε διαφορετικά τεχνικά πρότυπα. Τα ισχύοντα εθνικά τεχνικά πρότυπα δεν θα πρέπει ούτε να αντικατασταθούν ούτε να περιοριστεί η χρήση τους από το νέο ευρωπαϊκό πρότυπο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτό, θα πρέπει δε να συνεχίσουν να μπορούν να ισχύουν παραλλήλως με το ευρωπαϊκό πρότυπο (αιτιολογική σκέψη 5 της Οδηγίας). Επιπλέον σημειώνεται ότι η πλήρης διαλειτουργικότητα περιλαμβάνει την ικανότητα διαλειτουργίας σε τρία διαφορετικά επίπεδα: από άποψη περιεχομένου του τιμολογίου (σημασιολογικό), μορφότυπου ή γλώσσας που χρησιμοποιείται (συντακτικό) και μεθόδου διαβίβασης.

Στο ίδιο πλαίσιο επισημαίνεται ότι θα πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την ελαχιστοποίηση του κόστους του ευρωπαϊκού προτύπου έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων για τους χρήστες του, ιδίως τις πολύ μικρές, τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις, ώστε να καταστεί εφικτή η υλοποίησή του σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπλέον θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων καθώς και των μικρών αναθετουσών αρχών και αναθετόντων φορέων και να παρασχεθεί σε όλες τις αναθέτουσες αρχές, τους αναθέτοντες φορείς και τους προμηθευτές η απαραίτητη στήριξη, (βλ αιτιολογικές σκέψεις 40 και 41 της Οδηγίας). Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Τυποποίησης (CEN) σχεδίασε το ευρωπαϊκό πρότυπο έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων σύμφωνα με το αίτημα της παρ. 1 του άρθρου 3 της Οδηγίας. Εκδόθηκαν από τον CEN συνολικά έξι μέρη: α) ΕΝ 16931-1: 2017, Ηλεκτρονική τιμολόγηση - Μέρος 1: Σημασιολογικό μοντέλο δεδομένων των στοιχείων πυρήνα ηλεκτρονικού τιμολογίου, β) CEN/TS 16931-2:2017, Ηλεκτρονική τιμολόγηση — Μέρος 2: Κατάλογος συντακτικών δομών που συμμορφώνονται με το πρότυπο ΕΝ 16931-1, γ1) CEN/TS 16931-3- 1, Ηλεκτρονική τιμολόγηση - Μέρος 3-1: Μεθοδολογία για σύνταξη διαδέσεων των στοιχείων πυρήνα ηλεκτρονικού τιμολογίου, γ2) CEN/TS 16931-3-2, Ηλεκτρονική τιμολόγηση - Μέρος 3-2: Σύνδεση σύνταξης για τιμολόγιο και πιστωτικό σημείωμα ISO/IEC 19845 (UBL 2.1), γ3) CEN/TS 16931-3-3, Ηλεκτρονική τιμολόγηση - Μέρος 3-3: Σύνδεση σύνταξης για βιομηχανική τιμολόγιο UN/CEFACT XML D16B, γ4) CEN/TS 16931-3-4, Ηλεκτρονική τιμολόγηση - Μέρος 3-4: Σύνδεση σύνταξης για UN/EDIFACT INVOIC D16B, δ) CEN/TR 16931-4, Electronic invoicing - Part 4 : Guidelines on interoperability of electronic invoices at the transmission level, ε) CEN/TR 16931-5, Electronic invoicing - Part 5: Guidelines on the use of sector or country extensions in conjunction with EN 16931-1, methodology to be applied in the real environment, στ) CEN/TR 16931-6, Electronic invoicing - Part 6: Result of the test of EN 16931-1 with respect to its practical application for an end user, σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης CEN. Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω ευρωπαϊκά τυποποιητικά έγγραφα έχουν ενταχθεί στο σύνολο τους στο εθνικό σύστημα τυποποίησης (ΕΛΟΤ ΕΝ 16931) από τον Ελληνικό Οργανισμό Τυποποίησης Α.Ε. του Εθνικού Συστήματος Υποδομών Ποιότητας (Ε.Σ.Υ.Π./ΕΛ.Ο.Τ.).

Σύμφωνα δε με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 3 της Οδηγίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την Εκτελεστική Απόφαση της (ΕΕ) 2017/1870 της 16ης Οκτωβρίου 2017 (L 266) δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα στοιχεία αναφοράς του ευρωπαϊκού προτύπου έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων «ΕΝ 16931-1:2017, Ηλεκτρονική τιμολόγηση — Μέρος 1: Σημασιολογικό μοντέλο δεδομένων των στοιχείων πυρήνα ηλεκτρονικού τιμολογίου» και τον κατάλογο με περιορισμένο αριθμό συντακτικών δομών που συμμορφώνονται με το ευρωπαϊκό πρότυπο έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων με στοιχεία αναφοράς «CEN/TS 16931-2:2017, Ηλεκτρονική τιμολόγηση — Μέρος 2: Κατάλογος συντακτικών δομών που συμμορφώνονται με το πρότυπο ΕΝ 16931-1». Επισημαίνεται επίσης ότι στο άρθρο 5 της Οδηγίας προβλέπεται η δυνατότητα της Επιτροπής να επανεξετάζει και να αναθεωρεί το ευρωπαϊκό πρότυπο έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων, καθώς και να επανεξετάζει και να αναθεωρεί τον κατάλογο των συντακτικών δομών που έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να συμβαδίζει με τις τεχνολογικές εξελίξεις και να εξασφαλίζει πλήρη και συνεχή διαλειτουργικότητα.

Σύμφωνα με το άρθρο 11 της Οδηγίας τέθηκε στα κράτη μέλη προθεσμία έως στις 27 Νοεμβρίου 2018 για να συμμορφωθούν με την Οδηγία και έως 18 Απριλίου 2019, ήτοι 18 μήνες μετά τη δημοσίευση της αναφοράς του ευρωπαϊκού προτύπου έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έλαβε χώρα στις 17 Οκτωβρίου 2017, για να εγκρίνουν, δημοσιεύσουν και εφαρμόσουν της αναγκαίες διατάξεις για να συμμορφωθούν με την υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 7 της ίδιας Οδηγίας περί παραλαβής και επεξεργασίας ηλεκτρονικών δεδομένων. Κατά παρέκκλιση από την ως άνω γενική προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και με σκοπό τη διευκόλυνση της υλοποίησης του συστήματος έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων από ορισμένες αναθέτουσες αρχές, όπως τοπικές και περιφερειακές αναθέτουσες αρχές και δημόσιες επιχειρήσεις, δόθηκε στα κράτη μέλη η δυνατότητα να μπορούν να αναβάλουν την εφαρμογή της οδηγίας για τις μη κεντρικές αναθέτουσες αρχές και αναθέτοντες φορείς έως και 30 μήνες από τη δημοσίευση των στοιχείων αναφοράς του ευρωπαϊκού προτύπου, δυνατότητα που δεν ισχύει για τις κεντρικές αρχές αγορών.

Στόχος του παρόντος σχεδίου νόμου αποτελεί η ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 2014/55/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 για την έκδοση ηλεκτρονικών τιμολογίων στο πλαίσιο των δημόσιων συμβάσεων, καθώς και η εξουσιοδότηση της Διοίκησης να λάβει τα αναγκαία εφαρμοστικά και τεχνικά μέτρα προκειμένου οι αναθέτουσες αρχές και οι αναθέτοντες φορείς να παραλαμβάνουν και να επεξεργάζονται ηλεκτρονικά τιμολόγια στο πλαίσιο της εκτέλεσης των συμβάσεων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του.

Ειδικό Μέρος

Άρθρο 148: Στο άρθρο 148 αναλύεται το αντικείμενο ρύθμισης, το πεδίο εφαρμογής και οι εξαιρέσεις. Ειδικότερα ορίζεται ότι οι ρυθμίσεις του νόμου ισχύουν για τα ηλεκτρονικά τιμολόγια που εκδίδονται κατά την εκτέλεση συμβάσεων οι οποίες υπάγονται στο ν. 3978/2011 (Α'137) «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Υπηρεσιών και Προμηθειών στους τομείς της Άμυνας και της Ασφάλειας - Εναρμόνιση με την Οδηγία 2009/81/ΕΚ - Ρύθμιση θεμάτων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας», στο ν. 4412/2016 (Α'147) «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)» και στο ν. 4413/2016 (Α'148) «Ανάθεση και εκτέλεση συμβάσεων παραχώρησης- Εναρμόνιση με την Οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης (ΕΕ L94/1/28.3.2014) και άλλες διατάξεις» εφόσον η αξία τους εκτός ΦΠΑ είναι ίση ή ανώτερη των κατώτατων ενωσιακών ορίων του άρθρου 24 του ν. 3978/2011, των άρθρων 5 και 235 του ν. 4412/2016, καθώς και της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4413/2016.
Από το πεδίο εφαρμογής ρητά εξαιρούνται τα ηλεκτρονικά τιμολόγια που εκδίδονται κατά την εκτέλεση συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3978/2011, και οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί απόρρητες ή πρέπει να συνοδεύονται από ειδικά μέτρα ασφαλείας κατ' εφαρμογή των ισχυουσών νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, και υπό τον όρο ότι τα ουσιώδη εθνικά συμφέροντα δεν μπορούν να προστατευθούν με λιγότερο οχληρά μέτρα. Σημειώνεται όη αντίστοιχες εξαιρέσεις περιλαμβάνονται στους νόμους 4412/2016 και 4413/2016 ως προς τις συμβάσεις που έχουν χαρακτηριστεί απόρρητες ή συνοδεύονται από ειδικά μέτρα ασφαλείας και οι οποίες έχουν αποκλεισθεί από το πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 2014/23/ΕΕ, 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 6, το άρθρο 15 παράγραφος 3 και το άρθρο 24 παράγραφος 3 αντιστοίχως, όπως έχουν ενσωματωθεί στην εθνική έννομη τάξη με το άρθρο 9 του ν. 4413/2016 και τα άρθρα 15 και 243 του ν. 4412/2016 (βλ αιτιολογική σκέψη 16 της Οδηγίας).

Άρθρο 149: Στο άρθρο 149 τίθενται οι βασικοί ορισμοί, όπως περιλαμβάνονται στο άρθρο 2 της Οδηγίας, ενώ παράλληλα εισάγονται ορισμοί για το ευρωπαϊκό πρότυπο έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων, τον πωλητή και τον αγοραστή. Όπου στους ορισμούς της αναφέρονται διατάξεις των Οδηγιών 2009/81 ΕΚ, 2014/23/ΕΕ και 2014/24/ΕΕ γίνεται παραπομπή στις αντίστοιχες διατάξεις και ορολογία της κείμενης εθνικής νομοθεσίας μεταφοράς των ως άνω Οδηγιών. Ειδικά ως προς τον ορισμό του αγοραστή και του πωλητή, υιοθετούνται οι ορισμοί της κείμενης νομοθεσίας προκείμενου να ευθυγραμμιστεί το πλαίσιο της ηλεκτρονικής τιμολόγησης στις δημόσιες συμβάσεις, με τις έννοιες των οικονομικών φορέων, των αναθετουσών αρχών και των αναθετόντων φορέων. Με την εισαγωγή ενιαίων ορισμών επιχειρείται η διασφάλιση της συνοχής, της σαφήνειας και της ασφάλειας δικαίου στο νομοθετικό πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων.

Άρθρο 150: Με το άρθρο 150 μεταφέρεται το άρθρο 6 της Οδηγίας, όπου ενδεικτικά και όχι περιοριστικά τίθενται οι κατηγορίες των βασικών στοιχείων του ηλεκτρονικού τιμολογίου, όπως αυτές θα εξειδικευτούν με την κανονιστική πράξη, που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 7, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πρότυπο και την κείμενη φορολογική νομοθεσία. Επιπλέον, κατά τη μεταφορά της Οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη, διορθώνεται το στοιχείο της περίπτ. στ) του άρθρου 6 της ελληνικής μετάφρασης της Οδηγίας, η οποία από προφανή παραδρομή αναφέρεται στον φορολογικό αντιπρόσωπο του αγοραστή αντί του ορθού που αντιστοιχεί στον φορολογικό αντιπρόσωπο του πωλητή.
Τέλος, γίνεται παραπομπή στο σύνολο των ουσιαστικών στοιχείων πληροφόρησης το οποίο πρέπει να περιέχεται στο ηλεκτρονικό τιμολόγιο με βάση τα σημασιολογικά δεδομένα (από άποψη περιεχομένου) του προτύπου προκειμένου να είναι δυνατή η διασυνοριακή διαλειτουργικότητα.

Άρθρο 151: Με το άρθρο 151 μεταφέρεται στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 7 της Οδηγίας, που συνίσταται στην υποχρέωση των αναθετουσών αρχών και αναθετόντων φορέων, να μην απορρίπτουν ηλεκτρονικά τιμολόγια που συμμορφώνονται με το ευρωπαϊκό πρότυπο και τις προβλεπόμενες συντακτικές δομές. Εξυπακούεται ότι άλλοι υποχρεωτικοί λόγοι άρνησης παραλαβής, όπως οι συναφείς με συμβατικούς όρους, δεν θα πρέπει να θίγονται από αυτή την υποχρέωση (βλ αιτιολογική σκέψη 34 της Οδηγίας).
Σημειώνεται ότι με την Οδηγία και, συνεπώς, με το νόμο, καλύπτονται μόνον ηλεκτρονικά τιμολόγια που εκδίδονται από τον οικονομικό φορέα στον οποίο έχει ανατεθεί δημόσια σύμβαση ή σύμβαση ανάθεσης παραχώρησης (ο κύριος αντισυμβαλλόμενος), και, όταν ανατίθεται σύμβαση σε κοινοπραξία οικονομικών φορέων, ηλεκτρονικά τιμολόγια που εκδίδονται είτε από την κοινοπραξία είτε από τους επιμέρους οικονομικούς φορείς. Εφόσον οι αναθέτουσες αρχές και οι αναθέτοντες φορείς, στο πλαίσιο ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων και συμβάσεων των Βιβλίων I και II του ν. 4412/2016 (σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 132 και την παρ. 2 του άρθρου 336), καθώς και στο πλαίσιο ανάθεσης συμβάσεων παραχώρησης του ν. 4413/2016 (σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 50) προβλέπουν απευθείας πληρωμές στους υπεργολάβους, θα πρέπει να αναφέρουν στα έγγραφα της σύμβασης εάν θα παραλαμβάνουν ηλεκτρονικά τιμολόγια που πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου (βλ αιτιολογική σκέψη 14 της Οδηγίας).

Άρθρο 152: Στο άρθρο 152 υιοθετείται η γενική επιφύλαξη τήρησης του Κανονισμού (EE) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της Οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων), σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της ηλεκτρονικής τιμολόγησης.

Άρθρο 153: Στο άρθρο 153 υιοθετείται επιφύλαξη υπέρ των διατάξεων της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (EE L 347 της 11.12.2006), όπως έχουν ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο με τα άρθρα 1-22 του ν. 3763/2009 (Α'80) και το άρθρο 9 του ν. 4308/2014 (Α'251). Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 23 και 37 της Οδηγίας 2014/55/ΕΕ η οδηγία αυτή και, κατ'επέκταση, ο νόμος, έχει διαφορετικό σκοπό και πεδίο εφαρμογής από την οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου και, συνεπώς, δεν επηρεάζει τις διατάξεις για τη χρήση ηλεκτρονικών τιμολογίων σε ό,τι αφορά τον ΦΠΑ. Ειδικότερα, το άρθρο 232 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου διέπει τις σχέσεις μεταξύ συναλλασσομένων και έχει σκοπό να διασφαλίσει ότι δεν μπορεί να επιβληθεί στον λήπτη η χρήση ηλεκτρονικών τιμολογίων από τον αποστολέα. Ωστόσο, αυτό θα πρέπει να ισχύει με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να επιβάλλουν στις αναθέτουσες αρχές και στους αναθέτοντες φορείς υποχρέωση αποδοχής, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ηλεκτρονικών τιμολογίων.

Άρθρο 154: Στο άρθρο 154 τίθενται οι απαραίτητες νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις σχετικά με την έκδοση του δευτερογενούς κανονιστικού πλαισίου λειτουργίας της ηλεκτρονικής τιμολόγησης στις δημόσιες συμβάσεις, ώστε να καταστεί εφικτή η χρήση του ευρωπαϊκού προτύπου έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων. Συγκεκριμένα οι κανονιστικές αποφάσεις που θα εκδοθούν θα αφορούν στη συμμόρφωση με το ευρωπαϊκό πρότυπο έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων του περιεχομένου και της μορφής του ηλεκτρονικού τιμολογίου στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων (άρθρο 150) καθώς και την αρχιτεκτονική, τις διαδικασίες παραλαβής, επεξεργασίας και πληρωμής του ηλεκτρονικού τιμολογίου, τις απαιτήσεις διαλειτουργικότητας και διασύνδεσης με ολοκληρωμένα πληροφοριακά συστήματα του δημοσίου, τις τεχνικές προϋποθέσεις ασφάλειας και προστασίας δεδομένων και κάθε άλλο τεχνικό και ειδικό θέμα αναγκαίο για την εφαρμογή του άρθρου 151. Με την απόφαση της παραγράφου 2 ορίζεται και το απώτατο χρονικό σημείο έναρξης εφαρμογής των κατάλληλων αναγκαίων τεχνικών μέτρων σύμφωνα με τις προθεσμίες του άρθρου 11 της Οδηγίας. Το ως άνω απώτατο χρονικό σημείο διαφοροποιείται ανάλογα με το αν πρόκειται για κεντρικές κυβερνητικές αρχές και κεντρικές αρχές αγορών ή για μη κεντρικές αναθέτουσες αρχές και αναθέτοντες φορείς, σύμφωνα με τη σχετική διακριτική ευχέρεια που δόθηκε στα κράτη μέλη για παρέκκλιση από τη γενική προθεσμία (βλ αιτιολογική σκέψη 38 της Οδηγίας).

Άρθρο 155: Στο άρθρο 155 τίθεται η έναρξη ισχύος των προτεινόμενων διατάξεων των τμημάτων Α' και Β'.


ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ

ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ
Εταιρικοί μετασχηματισμοί

ΜΕΡΟΣ Α'
Πεδίο εφαρμογής-κοινές διατάξεις

Άρθρο 1
Μορφές εταιρικών μετασχηματισμών


1. Οι εταιρείες της παρ. 1 του άρθρου 2, που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, μπορέί να υποβληθούν ή να μετάσχουν στις εξής μορφές μετασχηματισμών:
α. συγχώνευση,
β. διάσπαση,
γ. μετατροπή.

2. Πέραν των μορφών μετασχηματισμών της παρ. 1, άλλες μορφές εταιρικών μετασχηματισμών επιτρέπονται, εφόσον προβλέπονται ρητά από διάταξη νόμου.

3. Οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3777/2009 (Α'127) διέπονται από τις διατάξεις του εν λόγω νόμου.

4. Οι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται κατά τη χρήση των εργαλείων, των εξουσιών και των μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον άρθρο 2 του ν. 4335/2015 (Α' 87).

5. Οι διατάξεις του παρόντος αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο, εκτός αν σ' αυτές ορίζεται ρητά το αντίθετο.

Άρθρο 2
Υποκείμενα εταιρικών μετασχηματισμών


1. Σε διαδικασία εταιρικού μετασχηματισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, μπορεί να υποβληθούν ή να μετάσχουν οι ακόλουθες εταιρικές μορφές:
α. ανώνυμες εταιρείες,
β. εταιρείες περιορισμένης ευθύνης,
γ. ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες,
δ. ομόρρυθμες εταιρείες,
ε. ετερόρρυθμες εταιρείες,
στ. ετερόρρυθμες εταιρείες κατά μετοχές,
ζ. κοινοπραξίες που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 293 του ν. 4072/2012 (Α'86),
η. ευρωπαϊκές εταιρείες (SE) που προβλέπονται στον Κανονισμό (ΕΚ) 2157/2001 του Συμβουλίου της 8ης Οκτωβρίου 2001 (EE L 294), θ. αστικοί συνεταιρισμοί,
ι. ευρωπαϊκές συνεταιριστικές εταιρείες (ΕΣΕτ) που προβλέπονται στον Κανονισμό (ΕΚ) 1435/2003 της 22ης Ιουλίου 2003 (EE L 207).

2. Οι εταιρείες της παρ. 1 μπορεί να μετάσχουν σε εταιρικό μετασχηματισμό με οποιαδήποτε από τις ιδιότητες που προσιδιάζουν σ' αυτόν, δηλαδή ως απορροφώμενες, απορροφώσες, συγχωνευόμενες, διασπώμενες, εισφέρουσες, επωφελούμενες, συνιστώμενες (νέες) ή μετατρεπόμενες, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις διατάξεις του παρόντος νόμου. Όπου στον παρόντα γίνεται αναφορά σε εταιρικές συμμετοχές, νοούνται, κατά περίπτωση, εταιρικές συμμετοχές, εταιρικά μερίδια ή μετοχές ή συνεταιριστικές μερίδες της εταιρείας που μετέχει στο μετασχηματισμό.

3. Οι εταιρικοί μετασχηματισμοί της παρ. 1 του άρθρου 1 μπορεί να πραγματοποιηθούν με τη συμμετοχή εταιρειών της παρ. 1 της ίδιας ή και διαφορετικής μορφής, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις διατάξεις του παρόντος.

Άρθρο 3
Μετασχηματισμοί εταιρειών που έχουν λυθεί


1. Σε εταιρικό μετασχηματισμό σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος μπορεί να μετάσχουν και εταιρείες που έχουν λυθεί λόγω παρόδου του χρόνου διάρκειας ή με απόφαση της συνέλευσης ή των εταίρων τους, καθώς επίσης και εταιρείες που κηρύχθηκαν σε πτώχευση, εφόσον μετά την κήρυξη της πτώχευσης επικυρώθηκε τελεσίδικα το σχέδιο αναδιοργάνωσης ή εξοφλήθηκαν όλοι οι πτωχευτικοί πιστωτές, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 164 του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007, ΑΊ53). Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται, εφόσον έχει αρχίσει η διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης.

2. Στην περίπτωση της παρ. 1, εφόσον η απορροφώσα ή μία από τις επωφελούμενες ή τις νέες εταιρίες ή η μετατρεπόμενη εταιρεία υπό τη νέα εταιρική της μορφή εμπίπτει στις περιπτ. α, β, γ, η, θ και ι' της παρ. 1 του άρθρου 2, ο μετασχηματισμός αποφασίζεται υπό την προϋπόθεση ότι τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας αυτής δεν είναι κατώτερα του ελάχιστου κεφαλαίου που προβλέπεται για την οικεία εταιρική μορφή.

3. Στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 2, η ολοκλήρωση του μετασχηματισμού επάγεται αυτοδίκαια την αναβίωση της απορροφώσας ή επωφελούμενης ή μετατρεπόμενης εταιρείας.

Άρθρο 4
Σχέση με φορολογικές διατάξεις


1. Οι διατάξεις του ν.δ. 1297/1972 (Α' 217), των νόμων 2166/1993 (Α' 137), 4172/2013 (ΑΊ67) και άλλων νόμων, ιδίως φορολογικού ή αναπτυξιακού περιεχομένου, οι οποίες αναφέρονται σε μετασχηματισμούς που αποτελούν αντικείμενο του παρόντος, διατηρούνται σε ισχύ ως προς τις φορολογικές τους ρυθμίσεις και τα παρεχόμενα πλεονεκτήματα ή κίνητρα. Κατά τα λοιπά, οι αναφερόμενοι στα νομοθετήματα αυτά μετασχηματισμοί διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος, ιδίως όσον αφορά το επιτρεπτό, τις προϋποθέσεις, τη διαδικασία πραγματοποίησης και τα αποτελέσματά τους.

2. Εφόσον στις διατάξεις των νόμων που αναφέρονται στην παρ. 1 προβλέπονται μορφές ή υποκείμενα μετασχηματισμών που δεν αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2 ή δεν καταλαμβάνονται από αυτά, OL μετασχηματισμοί αυτοί διέπονται, όσον αφορά ιδίως το επιτρεπτό, τις προϋποθέσεις, τη διαδικασία και τα αποτελέσματά τους, από τις διατάξεις της οικείας εταιρικής νομοθεσίας σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του παρόντος. Στις ανωτέρω μορφές συμπεριλαμβάνονται και η μετατροπή ατομικής επιχείρησης σε ανώνυμη εταιρεία ή σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και η εισφορά ή απόσχιση κλάδου ή κλάδων από λειτουργούσα επιχείρηση ή εταιρεία, σε άλλη εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 1297/1972 και του ν. 2166/1993, καθώς και η μετατροπή υποκαταστήματος σε νεοσυσταθείσα εταιρεία που αποτελεί θυγατρική της εισφέρουσας εταιρείας σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 52 του ν. 4172/2013.

Άρθρο 5
Επίλυση διαφορών


1. Για την εκδίκαση των υποθέσεων που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος αποκλειστικά αρμόδιο είναι το μονομελές πρωτοδικείο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις του. Αν στον μετασχηματισμό μετέχουν περισσότερες εταιρείες, τοπικά αρμόδιο είναι το δικαστήριο της έδρας οποιασδήποτε απ' αυτές.

2. Οι υποθέσεις της παρ. 1 μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία ή διαμεσολάβηση.

ΜΕΡΟΣ Β'
ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ

Κεφάλαιο Α'
Γενικές διατάξεις για τη συγχώνευση

Άρθρο 6
Μορφές συγχώνευσης - ορισμοί


1. Η συνχώνευση πραγματοποιείται είτε με απορρόφηση είτε με σύσταση νέας εταιρείας.

2. «Συγχώνευση με απορρόφηση» είναι η πράξη με την οποία μία ή περισσότερες εταιρείες (απορροφώμενες) μεταβιβάζουν σε μία άλλη υφιστάμενη εταιρεία (απορροφώσα), ύστερα από λύση τους, χωρίς να τεθούν σε εκκαθάριση, το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεών τους, με τη διάθεση στους μετόχους ή στους εταίρους των απορροφώμενων εταιρειών εταιρικών συμμετοχών της απορροφώσας εταιρείας και ενδεχομένως με καταβολή χρηματικού ποσού, το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της ονομαστικής αξίας των εταιρικών συμμετοχών που διατίθενται ή, σε περίπτωση έλλειψης ονομαστικής αξίας, της λογιστικής τους αξίας.

3. Η συγχώνευση με απορρόφηση διέπεται από τα άρθρα 7 έως 21.

4. «Συγχώνευση με σύσταση νέας εταιρείας» είναι η πράξη με την οποία δύο ή περισσότερες εταιρείες (συγχωνευόμενες) μεταβιβάζουν σε μία νέα εταιρεία, την οποία συνιστούν, ύστερα από λύση τους, χωρίς να τεθούν σε εκκαθάριση, το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεών τους, με τη διάθεση στους μετόχους ή στους εταίρους των συγχωνευόμενων εταιρειών εταιρικών συμμετοχών της νέας εταιρείας και ενδεχομένως με καταβολή χρηματικού ποσού, το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της ονομαστικής αξίας των εταιρικών συμμετοχών που διατίθενται ή, σε περίπτωση έλλειψης ονομαστικής αξίας, της λογιστικής τους αξίας.

5. Η συγχώνευση με σύσταση νέας εταιρείας διέπεται από το άρθρο 22.

Κεφάλαιο Β'
Συγχώνευση με απορρόφηση

Άρθρο 7
Σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης


1. Τα διοικητικά συμβούλια ή οι διαχειριστές των εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση συντάσσουν σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης.

2. Το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης αναφέρει τουλάχιστον:
α. τη νομική μορφή, την επωνυμία, την έδρα, καθώς και τον αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. των εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση,
β. την προτεινόμενη σχέση ανταλλαγής των εταιρικών συμμετοχών και το ποσό μετρητών που προβλέπεται στις παρ. 2 ή 4 του άρθρου 6,
γ. εφόσον συντρέχει περίπτωση, τον τρόπο διάθεσης των εταιρικών συμμετοχών στην απορροφώσα εταιρεία,
δ. την ημερομηνία από την οποία οι εταιρικές συμμετοχές που αποκτούν οι μέτοχοι ή οι εταίροι της απορροφώμενης ή των απορροφώμενων εταιρειών παρέχουν δικαίωμα στα κέρδη της απορροφώσας εταιρείας, καθώς και ειδικές συνθήκες σχετικά με αυτό το δικαίωμα,
ε. την ημερομηνία από την οποία οι πράξεις της απορροφώμενης εταιρείας ή των απορροφώμενων εταιρειών θεωρούνται, από λογιστική άποφη, ότι έχουν διενεργηθεί για λογαριασμό της απορροφώσας εταιρείας,
στ. τα δικαιώματα που παρέχονται από την απορροφώσα εταιρεία στους μετόχους ή στους εταίρους που έχουν ειδικά δικαιώματα, καθώς και στους δικαιούχους άλλων δικαιωμάτων ή τα μέτρα που προτείνονται γι' αυτούς,
ζ. τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα που παρέχονται στους εμπειρογνώμονες σύμφωνα με το άρθρο 10 και στα μέλη των διοικητικών συμβουλίων ή στους διαχειριστές ή στους εσωτερικούς ελεγκτές των εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση.

Άρθρο 8
Δημοσίευση του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης


1. Το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης καταχωρίζεται στο Γ.Ε.ΜΗ. για καθεμία από τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση και δημοσιεύεται στον διαδικτυακό του τόπο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3419/2005 (Α'297), ένα (1) μήνα τουλάχιστον πριν από την ημερομηνία συνεδρίασης της συνέλευσης για τη λήψη απόφασης για το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης ή πριν από την ημερομηνία απόφασης των εταίρων γι' αυτό.

2. Καθεμία από τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση απαλλάσσεται από την υποχρέωση της παρ. 1, εφόσον, για συνεχή περίοδο που αρχίζει ένα (1) μήνα πριν από την ημερομηνία συνεδρίασης της συνέλευσης για τη λήψη απόφασης για το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης ή, κατά περίπτωση, για συνεχή περίοδο που αρχίζει ένα (1) μήνα πριν από την ημερομηνία της απόφασης των εταίρων για το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης, διατηρεί αναρτημένο το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης στην ιστοσελίδα της χωρίς επιβάρυνση για το κοινό.

3. Το σχέδιο διατηρείται δημοσιευμένο στο διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.ΜΗ., καθώς και, κατά περίπτωση, στην ιστοσελίδα της απορροφώσας εταιρείας για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους από την ημερομηνία λήφης απόφασης για το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης από τη συνέλευση ή τους εταίρους των εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση.

4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης μπορεί να καθορίζονται οι συνέπειες που έχει η προσωρινή διακοπή πρόσβασης στο Γ.Ε.ΜΗ., σύμφωνα με τις παρ. 1 έως 3, εφόσον η διακοπή προκαλείται από τεχνικούς ή άλλους λόγους.

Άρθρο 9
Λεπτομερής γραπτή έκθεση και ενημέρωση για τη συγχώνευση


1. Το διοικητικό συμβούλιο ή οι διαχειριστές καθεμίας από τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση, συντάσσουν λεπτομερή έκθεση, στην οποία επεξηγούν και δικαιολογούν, από νομική και οικονομική άποφη, το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης και ειδικότερα τη σχέση ανταλλαγής των εταιρικών συμμετοχών στην απορροφώμενη ή στις απορροφώμενες εταιρείες προς τις εταιρικές συμμετοχές στην απορροφώσα εταιρεία. Εφόσον συμμετέχουσα στη συγχώνευση εταιρεία ανήκει σε όμιλο σύμφωνα με το Παράρτημα Α' του ν.4308/2014 (Α'251), το διοικητικό συμβούλιο ή οι διαχειριστές παρέχουν πληροφορίες και για τις άλλες εταιρείες του ομίλου, η νομική και οικονομική θέση των οποίων είναι απαραίτητη για την εξήγηση και τη δικαιολόγηση του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης. Η έκθεση αναφέρει επίσης, τις ειδικές δυσχέρειες που προέκυψαν κατά την αποτίμηση.

2. Η έκθεση της παρ. 1 καταχωρίζεται στο Γ.Ε.ΜΗ, δημοσιεύεται στο διαδικτυακό του τόπο και υποβάλλεται στη συνέλευση ή στους εταίρους καθεμίας από τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση.

3. Το διοικητικό συμβούλιο ή οι διαχειριστές καθεμίας από τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση υποχρεούνται να ενημερώνουν τη συνέλευση ή τους εταίρους, συμπεριλαμβανομένων σε κάθε περίπτωση των μετόχων ή των εταίρων που αποφασίζουν σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 14, καθώς και τα διοικητικά συμβούλια ή τους διαχειριστές των άλλων εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση, ώστε τα τελευταία να είναι σε θέση να ενημερώσουν τις οικείες συνελεύσεις των εταιρειών τους ή τους εταίρους, για κάθε σημαντική μεταβολή των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεών τους που σημειώθηκε ανάμεσα στην ημερομηνία κατάρτισης του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης και στην ημερομηνία λήψης της απόφασης του άρθρου 14.

4. Η έκθεση δεν είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει πληροφορίες και στοιχεία, η δημοσιοποίηση των οποίων μπορεί να προκαλέσει σημαντική βλάβη σε μία ή περισσότερες από τις εταιρείες που μετέχουν στη συνχώνευση ή, στην περίπτωση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1, σε άλλη εταιρεία του ομίλου. Στην περίπτωση αυτή, η έκθεση εξηγεί τους λόγους για τους οποίους οι οικείες πληροφορίες και τα στοιχεία παραλείπονται.

5. Δεν απαιτείται έκθεση του διοικητικού συμβουλίου ή των διαχειριστών σύμφωνα με την παρ. 1 ούτε ενημέρωση των συνελεύσεων ή των εταίρων και των άλλων εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση σύμφωνα με την παρ. 3, εφόσον όλοι οι μέτοχοι ή οι εταίροι και οι κάτοχοι άλλων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα φήφου σε καθεμία από τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση συμφωνούν εγγράφως να μην καταρτιστεί έκθεση ή να μην γίνει ενημέρωση. Το σχετικό έγγραφο πρέπει να έχει θεωρηθεί από τα πρόσωπα που προβλέπονται στο άρθρο 446 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή από δικηγόρο.

Άρθρο 10
Εξέταση του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης από εμπειρογνώμονες


1. Για καθεμία από τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση, ένας ή περισσότεροι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες εξετάζουν το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης και συντάσσουν γραπτή έκθεση που απευθύνεται στη συνέλευση ή στους εταίρους της, καταχωρίζεται στο Γ.Ε.ΜΗ. και δημοσιεύεται στον διαδικτυακό του τόπο. Οι εμπειρογνώμονες θεωρούνται ανεξάρτητοι έναντι των εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση, εφόσον συνέτρεχαν στο πρόσωπο τους, για τρία (3) τουλάχιστον συνεχόμενα έτη πριν από την ημερομηνία του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης, οι απαιτήσεις ανεξαρτησίας του άρθρου 21 του ν. 4449/2017 (Α'7), καθώς και της παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 4548/2018 (Α'104).

2. Με την επιφύλαξη της παρ. 4, εμπειρογνώμονες, σύμφωνα με την παρ. 1, μπορεί, κατ' επιλογή των εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση, να είναι είτε ορκωτοί ελεγκτές λογιστές και ελεγκτικές εταιρείες που έχουν εγγραφεί στο δημόσιο μητρώο της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων σύμφωνα με το ν. 4449/2017, οι οποίοι παρέχουν νόμιμα υπηρεσίες στην Ελλάδα, είτε πιστοποιημένοι εκτιμητές σύμφωνα με την υποπαρ. Γ.1 του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α'107), είτε φοροτεχνικοί Α' Τάξης, είτε διπλωματούχοι οικονομολόγοι εγγεγραμμένοι στο μητρώο του Οικονομικού Επιμελητηρίου, σύμφωνα με τον ν. 2515/1997 (Α'154).

3. Ο διορισμός εμπειρογνώμονα γίνεται ως εξής:
α. εφόσον πρόκειται για εμπειρογνώμονα επίσημα εγγεγραμμένο σε δημόσιο μητρώο, αρκεί για το διορισμό του απόφαση καθεμίας από τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση.
Με κοινή απόφαση των εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση, είναι δυνατή στην περίπτωση αυτή η επιλογή ενός ή περισσότερων εμπειρογνωμόνων, κοινών για όλες τις εταιρείες.
β. σε κάθε άλλη περίπτωση, οι ενδιαφερόμενες εταιρείες υποβάλλουν πρόταση για το διορισμό ενός ή περισσότερων εμπειρογνωμόνων προς την αρμόδια υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. Στην αίτηση αναφέρονται το όνομα ή η επωνυμία, η ιδιότητα, τα επαγγελματικά προσόντα, η εμπειρία και η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας των προτεινόμενων εμπειρογνωμόνων. Η αρμόδια υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. υποχρεούται να απαντήσει αν αποδέχεται το διορισμό, μέσα σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από τη λήφη της αίτησης. Σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου, ο διορισμός θεωρείται ότι έγινε. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, η αρμόδια υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. αιτιολογεί την απόρριψη της πρότασης και η διαδικασία επαναλαμβάνεται με την υποβολή νέας πρότασης των ενδιαφερόμενων εταιρειών.

4. Εφόσον στη συγχώνευση μετέχει κάποια από τις εταιρείες των περιπτ. α, β, γ, στ, η, θ και ι της παρ. 1 του άρθρου 2, η εξέταση του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης και η σύνταξη γραπτής έκθεσης σύμφωνα με την παρ. 1 διενεργείται από τα πρόσωπα της παρ. 3 του άρθρου 17 του ν. 4548/2018.

5. Στην έκθεση της παρ. 1, οι εμπειρογνώμονες δηλώνουν σε κάθε περίπτωση αν, κατά τη γνώμη τους, η προτεινόμενη σχέση ανταλλαγής των εταιρικών συμμετοχών είναι δίκαιη και λογική. Στην ίδια έκθεση, εφαρμόζεται ανάλογα η παρ. 4 του άρθρου 9, περιλαμβάνονται δε τουλάχιστον οι ακόλουθες πληροφορίες:
α. η μέθοδος ή οι μέθοδοι αποτίμησης που υιοθετήθηκαν για τον καθορισμό της προτεινομένης σχέσης ανταλλαγής,
β. δήλωση για το αν η μέθοδος ή οι μέθοδοι αυτές είναι κατάλληλες για τη συγκεκριμένη περίπτωση,
γ. δήλωση για τις αξίες που προέκυψαν από την εφαρμογή κάθε μεθόδου, δ. γνώμη για τη βαρύτητα που αποδόθηκε σε ορισμένη ή ορισμένες μεθόδους για τον προσδιορισμό των παραπάνω αξιών, καθώς και περιγραφή των δυσκολιών που προέκυψαν κατά την αποτίμηση.

6. Κάθε εμπειρογνώμονας έχει το δικαίωμα να ζητεί από τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση κάθε χρήσιμη πληροφορία και έγγραφο, καθώς και να προβαίνει σε κάθε απαραίτητη εξέταση.

7. Δεν απαιτείται εξέταση του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης ούτε έκθεση εμπειρογνώμονα, εφόσον όλοι οι μέτοχοι και οι κάτοχοι άλλων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα ψήφου σε καθεμία από τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση ή οι εταίροι αυτών, συμφωνούν εγγράφως επ' αυτού. Το σχετικό έγγραφο πρέπει να έχει θεωρηθεί από τα πρόσωπα που προβλέπονται στο άρθρο 446 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή από δικηγόρο.

Άρθρο 11
Διαθεσιμότητα των εγγράφων νια εξέταση από τους μετόχους ή τους εταίρους


1. Κάθε μέτοχος ή εταίρος έχει το δικαίωμα να λαμβάνει γνώση στην έδρα της εταιρείας, κατά τη χρονική περίοδο που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 26, στο άρθρο 31, στην παρ. 2 του άρθρου 41, στο άρθρο 44 και στην παρ. 2 του άρθρου 49, κατά περίπτωση, των εξής τουλάχιστον εγγράφων:
α. του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης,
β. των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων και των ετήσιων εκθέσεων διαχείρισης του διοικητικού συμβουλίου ή των διαχειριστών καθεμίας από τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση των τριών (3) τελευταίων ετών, γ. λογιστικής κατάστασης που έχει συνταχθεί σε ημερομηνία που δεν είναι προγενέστερη από την πρώτη ημέρα του τρίτου μήνα πριν από την ημερομηνία του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης, αν που οι τελευταίες ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις αναφέρονται σε χρήση που έχει λήξει έξι (6) μήνες τουλάχιστον πριν από την ημερομηνία του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης. Η λογιστική κατάσταση περιλαμβάνει τουλάχιστον ισολογισμό, κατάσταση αποτελεσμάτων και περίληψη των λογιστικών μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύνταξή τους, δ. των προβλεπόμενων στο άρθρο 9 εκθέσεων των διοικητικών συμβουλίων ή των διαχειριστών καθεμίας από τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση, ε. της έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 10.

2. Δεν απαιτείται λογιστική κατάσταση σύμφωνα με την περίπτ. γ της παρ. 1, εφόσον: α. η εταιρεία δημοσιεύει εξαμηνιαία οικονομική έκθεση σύμφωνα με τις διατάξεις που αφορούν τις υποχρεώσεις διαρκούς και περιοδικής πληροφόρησης των εκδοτών κινητών αξιών, οι οποίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά και την καθιστά διαθέσιμη στους μετόχους σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 1, ή
β. όλοι οι μέτοχοι και οι κάτοχοι άλλων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα ψήφου σε καθεμία από τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση ή οι εταίροι αυτών έχουν συμφωνήσει ότι δεν απαιτείται η σύνταξη λογιστικής κατάστασης. Το σχετικό έγγραφο πρέπει να έχει θεωρηθεί από τα πρόσωπα που προβλέπονται στο άρθρο 446 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή από δικηγόρο.

3. Η λογιστική κατάσταση που προβλέπεται στην περίπτ. γ της παρ. 1 συντάσσεται σύμφωνα με τις ίδιες μεθόδους και την ίδια διάταξη και εμφάνιση όπως οι τελευταίες ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις.
Για την κατάρτιση της λογιστικής αυτής κατάστασης ισχύουν τα εξής:
α. δεν είναι απαραίτητο να γίνει νέα φυσική απογραφή των αποθεμάτων,
β. οι επιμετρήσεις που εμφανίζονται στον τελευταίο ετήσιο ισολογισμό πρέπει να προσαρμόζονται προς τις λογιστικές εγγραφές της ενδιάμεσης περιόδου, χωρίς να απαιτούνται νέες επιμετρήσεις. Σε κάθε περίπτωση στην λογιστική κατάσταση αναγνωρίζονται:
(αα) οι αποσβέσεις και οι προβλέψεις της ενδιάμεσης περιόδου,
(ββ) οι σημαντικές αλλαγές πραγματικής αξίας που δεν εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία.

4. Κάθε μέτοχος ή εταίρος μπορεί να λάβει πλήρες αντίγραφο ή, αν το επιθυμεί, απόσπασμα των εγγράφων που προβλέπονται στην παρ. 1, ατελώς και με απλή αίτηση προς την εταιρεία. Εφόσον μέτοχος ή εταίρος έχει δώσει τη συγκατάθεση του για τη χρήση, από την εταιρεία, ηλεκτρονικών μέσων για τη διαβίβαση των πληροφοριών, τα εν λόγω αντίγραφα ή αποσπάσματα μπορεί να παρασχεθούν στο συγκεκριμένο μέτοχο ή εταίρο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

5. Καθεμία από τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση απαλλάσσεται από την υποχρέωση να καταστήσει τα αναφερόμενα στην παρ. 1 έγγραφα διαθέσιμα στην έδρα της, εφόσον αυτή, για συνεχή χρονική περίοδο που είναι η ίδια με εκείνη που αναφέρεται στην παρ. 1, τα καταστήσει διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της.
Η παρ. 4 δεν εφαρμόζεται, εφόσον η ιστοσελίδα παρέχει στους μετόχους ή στους εταίρους τη δυνατότητα, καθόλη τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο, να μεταφορτώνουν και να εκτυπώνουν τα έγγραφα που αναφέρονται στην παρ. 1. Στην τελευταία περίπτωση, η εταιρεία υποχρεούται να θέτει τα έγγραφα στη διάθεση των μετόχων ή των εταίρων στην έδρα της. Οι πληροφορίες διατηρούνται στην ιστοσελίδα της εταιρείας για περίοδο δύο (2) ετών από την ημερομηνία λήψης απόφασης για το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης από τη συνέλευση ή τους εταίρους της. Προσωρινή διακοπή της πρόσβασης στην ιστοσελίδα, η οποία προκαλείται από τεχνικούς ή άλλους λόγους, δε θίγει το κύρος των πράξεων που έχουν αναρτηθεί σε αυτή.

6.  Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, είναι δυνατόν η απαλλαγή που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 5 να εξαρτάται από όρους και περιορισμούς, που είναι απαραίτητοι για να προστατευτεί η ασφάλεια της ιστοσελίδας και η γνησιότητα των εγγράφων.

7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης μπορεί να καθορίζονται οι συνέπειες που έχει η προσωρινή διακοπή πρόσβασης στην ιστοσελίδα, σύμφωνα με την παρ. 5, εφόσον η διακοπή προκαλείται από τεχνικούς ή άλλους λόγους.

Άρθρο 12
Προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων


Σε κάθε περίπτωση μετασχηματισμού που διέπεται από τον παρόντα, οι εργαζόμενοι προστατεύονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για τη μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη.

Άρθρο 13
Προστασία των πιστωτών των εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση


1. Μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας του άρθρου 8, οι πιστωτές των εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση, των οποίων οι απαιτήσεις είχαν γεννηθεί πριν από το χρόνο αυτό, χωρίς να έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες, έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν κατάλληλες εγγυήσεις από τις εταιρείες, εφόσον αποδεικνύουν επαρκώς ότι η οικονομική κατάσταση των εταιρειών εξαιτίας της συγχώνευσης καθιστά απαραίτητη την παροχή τέτοιων εγγυήσεων και εφόσον δεν έχουν ήδη λάβει τέτοιες εγγυήσεις.

2. Οι εγγυήσεις που χορηγούνται στους πιστωτές της απορροφώσας εταιρείας μπορεί να είναι διαφορετικές από αυτές που χορηγούνται στους πιστωτές της απορροφώμενης ή των απορροφώμενων εταιρειών.

3. Κάθε διαφορά που προκύπτει από την εφαρμογή της παρ. 1 επιλύεται από το δικαστήριο της παρ. 1 του άρθρου 5, το οποίο στην περίπτωση αυτή δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 682 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου πιστωτή. Η αίτηση ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών, η οποία αρχίζει από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας του άρθρου 8. Με την απόφασή του το δικαστήριο μπορεί να λάβει τα κατά την κρίση του επαρκή και πρόσφορα μέτρα για την εξασφάλιση της απαίτησης του αιτούντος.

Άρθρο 14
Έγκριση από τη συνέλευση ή τους εταίρους καθεμιάς από τις εταιρίες που μετέχουν στη συγχώνευση


1. Για τη συγχώνευση απαιτείται απόφαση της συνέλευσης ή των εταίρων καθεμιάς από τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση, η οποία λαμβάνεται όπως ορίζεται στο νόμο και το καταστατικό της. Η απόφαση αφορά τουλάχιστον την έγκριση του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης και, κατά περίπτωση, των τροποποιήσεων του καταστατικού που απαιτούνται για την πραγματοποίηση της συγχώνευσης.

2. Εφόσον υπάρχουν πολλές κατηγορίες εταιρικών συμμετοχών, η απόφαση για τη συγχώνευση υποβάλλεται σε έγκριση από κάθε κατηγορία μετόχων ή εταίρων, τα δικαιώματα των οποίων επηρεάζει η συγχώνευση.

Άρθρο 15
Σύμβαση συγχώνευσης - τύπος


1. Μετά τη λήψη αποφάσεων για έγκριση της συγχώνευσης από τις γενικές συνελεύσεις ή από τους εταίρους όλων των εταιρειών που μετέχουν & αυτήν, σύμφωνα με το άρθρο 14, καταρτίζεται από τους εκπροσώπους των οικείων εταιρειών σύμβαση συγχώνευσης, η οποία υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, θεωρημένου από τα πρόσωπα που προβλέπονται στο άρθρο 446 ΚΠολΔ ή από δικηγόρο.

2. Εφόσον στη συγχώνευση μετέχει εταιρεία των περιπτ. α, β, η, θ και ι της παρ. 1 του άρθρου 2, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση που προβλέπεται από το νόμο, η σύμβαση συγχώνευσης υποβάλλεται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου.

Άρθρο 16
Διατυπώσεις δημοσιότητας - Πράξεις και στοιχεία που υποβάλλονται σε δημοσιότητα


1. Η συγχώνευση υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του ν. 3419/2005 για καθεμία από τις εταιρείες που μετέχουν σε αυτή.

2. Σε περίπτωση συγχώνευσης, στην οποία μετέχει μία τουλάχιστον ανώνυμη εταιρεία ή ευρωπαϊκή εταιρεία (SE), στη δημοσιότητα της παρ. 1 υποβάλλονται για καθεμία εταιρεία που μετέχει στη συγχώνευση, η απόφαση της γενικής συνέλευσης ή των εταίρων, η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 14, μαζί με τη σχετική σύμβαση συγχώνευσης, καθώς και την εγκριτική απόφαση που προβλέπεται στις περίπτ. β ή γ στην παρ. 2 του άρθρου 17.

3. Σε κάθε άλλη περίπτωση, στη δημοσιότητα της παρ. 1 υποβάλλεται για καθεμία εταιρεία που μετέχει στη συγχώνευση, η απόφαση της συνέλευσης των εταίρων ή η απόφαση των εταίρων τους για τη συγχώνευση, η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 14, μαζί με τη σχετική σύμβαση συγχώνευσης.

Άρθρο 17
Προληπτικός έλεγχος νομιμότητας


1. Με την επιφύλαξη της παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 4548/2018, η δημοσιότητα προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση προηγούμενο έλεγχο της νομιμότητας όλων των πράξεων και διατυπώσεων που επιβάλλει ο παρών στις εταιρείες οι οποίες μετέχουν στη συγχώνευση. Ο έλεγχος νομιμότητας του προηγούμενου εδαφίου περιορίζεται στην τήρηση των διατάξεων του παρόντος και της εταιρικής νομοθεσίας που διέπει τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση, του καταστατικού και των διατάξεων του ν. 3419/2005.

2. Εφόσον στη συγχώνευση μετέχει ανώνυμη εταιρεία ή ευρωπαϊκή εταιρεία (SE), ως απορροφώμενη ή ως απορροφώσα, η δημοσιότητα σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 16 προϋποθέτει προηγούμενη εγκριτική απόφαση του Περιφερειάρχη του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης δεύτερου βαθμού, στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα της η απορροφώσα εταιρεία.

3. Εφόσον στη συγχώνευση δε μετέχει ανώνυμη εταιρεία ή ευρωπαϊκή εταιρεία (SE), η δημοσιότητα στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 16 ενεργείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες Γ.Ε.ΜΗ. που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3419/2005, χωρίς την έκδοση προηγούμενης εγκριτικής απόφασης. Η υποβολή σε δημοσιότητα πραγματοποιείται μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου νομιμότητας της παρ. 1, για τη διενέργεια του οποίου μόνη αρμόδια είναι η Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ., στην περιφέρεια της οποίας έχει την έδρα της η απορροφώσα εταιρεία.

4. Εφόσον στη συγχώνευση μετέχει, ως απορροφώμενη ή απορροφώσα μία τουλάχιστον από τις εταιρείες που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 4548/2018, η εγκριτική απόφαση εκδίδεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης.

Άρθρο 18
Αποτελέσματα της συγχώνευσης


1. Η συγχώνευση συντελείται με μόνη την καταχώριση, σύμφωνα με την υποπερίπτ. αα' της περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3419/2005, της σύμβασης συγχώνευσης ως προς την απορροφώσα εταιρεία, ακόμα και πριν από τη διαγραφή από το Γ.Ε.ΜΗ. της απορροφώμενης εταιρείας.

2. Από την ημερομηνία καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παρ. 1, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα τόσο μεταξύ της απορροφώσας και της απορροφώμενης εταιρείας όσο και έναντι τρίτων, τα εξής αποτελέσματα:
α) η απορροφώσα εταιρεία υποκαθίσταται ως καθολική διάδοχος στο σύνολο της περιουσίας, δηλαδή στο σύνολο των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων και γενικά των έννομων σχέσεων της απορροφώμενης ή των απορροφώμενων εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών αδειών που έχουν εκδοθεί υπέρ της απορροφώμενης ή των απορροφώμενων εταιρειών
β) οι μέτοχοι ή οι εταίροι της απορροφώμενης ή των απορροφώμενων εταιρειών
γίνονται μέτοχοι ή εταίροι της απορροφώσας εταιρείας
γ) η απορροφώμενη ή οι απορροφώμενες εταιρείες παύουν να υπάρχουν.

3. Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδίκαια και χωρίς άλλη διατύπωση από την απορροφώσα εταιρεία.

4. Οι προβλεπόμενες στο νόμο ιδιαίτερες διατυπώσεις για τη μεταβίβαση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων ισχύουν και στην περίπτωση συγχώνευσης.

5. Οι εταιρικές συμμετοχές της απορροφώσας εταιρείας δεν ανταλλάσσονται με εταιρικές συμμετοχές της απορροφώμενης εταιρείας που κατέχονται:
α. είτε από την ίδια την απορροφώσα εταιρεία είτε από πρόσωπο που ενεργεί στο όνομά του αλλά για λογαριασμό της,
β. είτε από την ίδια την απορροφώμενη εταιρεία, είτε από πρόσωπο που ενεργεί στο όνομά του αλλά για λογαριασμό της.

6. Η περίπτ. δ' της παρ. 4 του άρθρου 49 ν.4548/2018 εφαρμόζεται σε περίπτωση διάσπασης με την επιφύλαξη της παρ. 5.

Άρθρο 19
Ευθύνη


1. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή οι διαχειριστές της απορροφώσας και της απορροφώμενης εταιρείας ευθύνονται έναντι των μετόχων ή των εταίρων της εταιρείας τους για κάθε πταίσμα τους κατά την προετοιμασία και την πραγματοποίηση της συγχώνευσης.

2. Κάθε εμπειρογνώμονας του άρθρου 10 ευθύνεται έναντι των μετόχων ή των εταίρων των εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση για κάθε πταίσμα του κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του.

3. Δε θίγεται η ευθύνη των προσώπων που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 για ζημία τρίτων κατά τις γενικές διατάξεις.

4. Οι αξιώσεις των παρ. 1 και 2 εισάγονται στο καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο και μπορεί να ασκούνται από ειδικό εκπρόσωπο, ο οποίος διορίζεται από το δικαστήριο του άρθρου 5, που δικάζει κατά την εκούσια δικαιοδοσία, με αίτηση κάθε διαδίκου ή, ειδικά αν πρόκειται για ανώνυμη εταιρεία, με αίτηση μετόχου ή μετόχων που κατά τη συντέλεση της συγχώνευσης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 18 κατείχαν το ένα πεντηκοστό (1/50) τουλάχιστον του μετοχικού κεφαλαίου. Για τον ορισμό ειδικού εκπροσώπου, το δικαστήριο πρέπει να πιθανολογήσει την ύπαρξη της αξίωσης των αιτούντων. Η απόφαση του δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Σε περίπτωση άσκησης αξιώσεων κατά περισσότερων υπόχρεων, είναι δυνατό να οριστεί ο ίδιος ή διαφορετικοί ειδικοί εκπρόσωποι.

5. Η απόφαση που διορίζει ειδικό εκπρόσωπο υποβάλλεται σε δημοσιότητα, με επιμέλειά του, στη μερίδα της απορροφώσας εταιρείας στο Γ.Ε.ΜΗ. και, κατά περίπτωση, στην ιστοσελίδα της απορροφώσας εταιρείας, μαζί με πρόσκληση του ειδικού εκπροσώπου προς τους μετόχους ή τους εταίρους της απορροφώσας ή της απορροφώμενης εταιρείας να δηλώσουν στον ίδιο αν επιθυμούν να ασκήσει αξιώσεις για λογαριασμό τους. Εφόσον το καταστατικό ή η εταιρική σύμβαση της απορροφώσας ή της απορροφώμενης εταιρείας προβλέπει και άλλους τρόπους ενημέρωσης των μετόχων ή των εταίρων για τη διεξαγωγή συνέλευσης ή τη λήψη αποφάσεων των εταίρων, αυτοί εφαρμόζονται ανάλογα και στην πρόσκληση του πρώτου εδαφίου. Οι μέτοχοι ή οι εταίροι πρέπει να προβούν στην ανωτέρω δήλωση μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι (6) μηνών από την ολοκλήρωση της δημοσιότητας που προβλέπεται στην παρούσα. Κατά τη διάρκεια αυτής της προθεσμίας η παραγραφή των αξιώσεών τους αναστέλλεται.

6. Η απόφαση της παρ. 4 καθορίζει την αμοιβή του ειδικού εκπροσώπου, η οποία του οφείλεται από τους μετόχους ή τους εταίρους που εκπροσωπεί αναλογικά με το ποσοστό συμμετοχής καθενός στην απορροφώσα ή στην απορροφώμενη εταιρεία. Διαφορετική συμφωνία για αμοιβή μεταξύ του ειδικού εκπροσώπου και των μετόχων ή των εταίρων που εκπροσωπεί δεν αποκλείεται.

Άρθρο 20
Ακυρότητα της συγχώνευσης


1. Η συγχώνευση που συντελέστηκε σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 18 κηρύσσεται άκυρη με δικαστική απόφαση εφόσον:
α. παραλείφθηκε η έγκριση της συγχώνευσης έστω από μία από τις εταιρείες που μετέχουν & αυτή, με απόφαση της συνέλευσης ή των εταίρων, ή η απόφαση με την οποία εγκρίθηκε η συγχώνευση είναι ανυπόστατη, β. έστω μία από τις αποφάσεις της περίπτ. α είναι άκυρη ή ακυρώσιμη.

2. Εφόσον το ελάττωμα της παρ. 1 εξαλειφθεί ή ιαθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη συζήτηση της αίτησης για την κήρυξη της ακυρότητας της συγχώνευσης, η συγχώνευση δεν κηρύσσεται άκυρη. Επιπλέον, το δικαστήριο τάσσει προθεσμία για την άρση των λόγων ακυρότητας της συγχώνευσης, εφόσον η άρση είναι εφικτή. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται. Εφόσον παρασχεθεί η ανωτέρω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων.

3. Η αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας της συγχώνευσης ασκείται μέσα σε τρεις (3) μήνες από την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 18 και υπάγεται στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Μπορεί να υποβληθεί από κάθε μέτοχο ή εταίρο εταιρείας που συγχωνεύθηκε, εφόσον δεν έλαβε μέρος στη λήψη της απόφασης της εταιρείας αυτής για την έγκριση της συγχώνευσης ή αντιτάχθηκε στη λήφη της. Στην περίπτ. α' της παρ. 1 καθώς και όταν πρόκειται για άκυρη απόφαση της περίπτ. β' της παρ. 1, η αίτηση μπορεί να υποβληθεί και από πιστωτές εταιρείας που συγχωνεύθηκε, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον. Εφόσον πρόκειται για ακυρώσιμη απόφαση της περίπτ. β της παρ. 1, η αίτηση μπορεί να υποβληθεί μόνο από μέτοχο ή από μετόχους ή από εταίρο ή από εταίρους που εκπροσωπούν συνολικά το ένα εικοστό (1/20) τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων φήφου εταιρείας που συγχωνεύθηκε, εφόσον δεν έλαβαν μέρος στη λήφη της απόφασης για την έγκριση της συγχώνευσης ή αντιτάχθηκαν στη λήψη της.

4. Όπου συντρέχει περίπτωση σύμφωνα με την παρ. 1, η ακυρότητα ή η ακυρωσία ή το ανυπόστατο της απόφασης της συνέλευσης ή των εταίρων κρίνεται αποκλειστικά από το δικαστήριο που δικάζει την αίτηση της παρ. 2.

5. Στην περίπτ. β' της παρ. 1, το δικαστήριο μπορεί να μην κηρύξει την ακυρότητα της συγχώνευσης, εφόσον κρίνει ότι αυτή είναι δυσανάλογη σε σχέση με το ελάττωμα της απόφασης της συνέλευσης ή των εταίρων. Σε αυτή την περίπτωση, ο αιτών έχει χρηματική αξίωση κατά της απορροφώσας εταιρείας προς αποκατάσταση της ζημίας που του προκάλεσε το συγκεκριμένο ελάττωμα, η οποία πρέπει να ασκηθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) έτους από το αμετάκλητο της δικαστικής απόφασης. Την ίδια αξίωση έχουν μέτοχοι ή εταίροι που δεν μπορούν να ζητήσουν την κήρυξη της ακυρότητας της συγχώνευσης, επειδή δε διαθέτουν το απαιτούμενο ποσοστό μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφου σύμφωνα με την παρ. 3. Εφόσον η απορροφώσα είναι ανώνυμη εταιρεία με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, δεν κηρύσσεται ακυρότητα της συγχώνευσης στην περίπτ. β' της παρ. 1, αλλά εφαρμόζεται αναλογικά το δεύτερο εδάφιο της παρούσας και η αξίωση που αναφέρεται σ' αυτό μπορεί να ασκηθεί από κάθε μέτοχο που δεν έλαβε μέρος στη λήψη της απόφασης ή αντιτάχθηκε σ' αυτήν, μέσα σε προθεσμία ενός (1) έτους από την καταχώριση της συγχώνευσης στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 18.

6. Ακύρωση, με δικαστική απόφαση, της διοικητικής πράξης, με την οποία εγκρίθηκε η συγχώνευση σύμφωνα με τις παρ. 2 και 4 του άρθρου 17, δεν επιφέρει ανατροπή των αποτελεσμάτων της συγχώνευσης ούτε αποτελεί λόγο κήρυξης της ακυρότητάς της. Αξιώσεις αποζημίωσης κατά τις γενικές διατάξεις ή τις διατάξεις του παρόντος δε θίγονται.

7. Η αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας της συγχώνευσης και η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα δημοσιεύονται στο Γ.Ε.ΜΗ. Στην απόφαση αυτή δεν εφαρμόζεται το άρθρο 763 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Με την ίδια απόφαση το δικαστήριο λαμβάνει, ύστερα από σχετικό αίτημα ή και αυτεπαγγέλτως, όλα τα αναγκαία κατά την κρίση του μέτρα για την προστασία των συμφερόντων που τίθενται σε διακινδύνευση.

8. Τριτανακοπή κατά της απόφασης που κηρύσσει την ακυρότητα της συγχώνευσης, μπορεί να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση σύμφωνα με την παρ. 7.

9. Η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα της συγχώνευσης δε θίγει το κύρος των συναλλαγών της απορροφώσας εταιρείας που έγιναν μετά την καταχώριση της συγχώνευσης στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 18 και πριν από τη δημοσίευση της απόφασης σύμφωνα με την παρ. 7. Για τις υποχρεώσεις της απορροφώσας εταιρείας από συναλλαγές του προηγούμενου εδαφίου ευθύνονται εις ολόκληρον οι απορροφώμενες εταιρείες.

Άρθρο 21
Μη δίκαιη σχέση ανταλλαγής


1. Η συγχώνευση που συντελέστηκε σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 18 δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρη για το λόγο ότι η σχέση ανταλλαγής των εταιρικών συμμετοχών δεν είναι δίκαιη και λογική.

2. Σε αυτή την περίπτωση, κάθε θιγόμενος μέτοχος ή εταίρος μπορεί να αξιώσει από την απορροφώσα εταιρεία την καταβολή αποζημίωσης. Η αποζημίωση ορίζεται από το δικαστήριο της παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος. Η σχετική αξίωση παραγράφεται μέσα σε προθεσμία έξι (6) μήνες από τη συντέλεση της συγχώνευσης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 18.

Κεφάλαιο Γ'
Συγχώνευση με σύσταση νέας εταιρείας

Άρθρο 22
Εφαρμοζόμενες διατάξεις - Έγκριση της συγχώνευσης


1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων για την ελαττωματική ίδρυση, οι γενικές και ειδικές διατάξεις που διέπουν τη συγχώνευση με απορρόφηση εφαρμόζονται ανάλογα στη συγχώνευση με σύσταση νέας εταιρείας. Ως απορροφώμενες εταιρείες νοούνται οι εταιρείες που παύουν να υφίστανται και απορροφώσα εταιρεία νοείται η νέα εταιρεία.

2. Η περίπτ. α' της παρ. 2 του άρθρου 7 εφαρμόζεται αναλόγως και για τη νέα εταιρεία.

3. Το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης μαζί με το καταστατικό της νέας εταιρείας, εγκρίνονται από τη συνέλευση ή τους εταίρους καθεμίας από τις εταιρείες που παύουν να υφίστανται, συμπεριλαμβανομένων σε κάθε περίπτωση των κατηγοριών μετόχων ή των εταίρων που αποφασίζουν σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 14, εφαρμοζόμενη αναλόγως.

Κεφάλαιο Δ'
Ειδικές διατάξεις για τη συγχώνευση με συμμετοχή προσωπικών εταιρειών

Άρθρο 23
Εφαρμοζόμενες διατάξεις

1. Τα άρθρα 24 έως 29 εφαρμόζονται, όταν στη συγχώνευση μετέχει προσωπική εταιρεία των περιπτ. δ', ε' και ζ' της παρ. 1 του άρθρου 2.

2. Τα ανωτέρω άρθρα εφαρμόζονται και όταν στη συγχώνευση μετέχει ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρεία της περίπτ. στ' της παρ. 1 του άρθρου 2, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στις διατάξεις που διέπουν αυτή την εταιρική μορφή.

3. Με την επιφύλαξη ειδικότερης διάταξης του παρόντος, στη μετέχουσα στη συγχώνευση προσωπική εταιρεία ή ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρεία εφαρμόζονται οι διατάξεις του έβδομου μέρους του ν. 4072/2012 (Α'86).

Άρθρο 24
Συγχώνευση με τη συμμετοχή λυθείσας προσωπικής εταιρείας


Η συμμετοχή σε συγχώνευση λυθείσας προσωπικής εταιρείας επιτρέπεται με τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 3 του παρόντος, εκτός αν οι εταίροι έχουν συμφωνήσει, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 268 του ν. 4072/2012, να μην ακολουθήσει εκκαθάριση.

Άρθρο 25
Περιεχόμενο του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης


1. Σε περίπτωση απορρόφησης προσωπικής εταιρείας, το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης αναφέρει, εκτός από τα στοιχεία της παρ.2 του άρθρου 7, και τους εταίρους της που, ως εταίροι της απορροφώσας προσωπικής εταιρείας ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της. Το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης αναφέρει επίσης το ποσοστό συμμετοχής των εταίρων της απορροφώμενης προσωπικής εταιρείας στην απορροφώσα εταιρεία.

2. Σε περίπτωση απορρόφησης εταιρείας, στην οποία μετέχουν εταίροι που δεν ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της, από προσωπική εταιρεία, οι εταίροι αυτοί μετέχουν στην απορροφώσα εταιρεία ως ετερόρρυθμοι εταίροι. Παρέκκλιση από το προηγούμενο εδάφιο επιτρέπεται μόνο με ρητή συγκατάθεση των εταίρων αυτών, η οποία παρέχεται κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης του άρθρου 14 και περιλαμβάνεται στο σχέδιο της συγχώνευσης.

Άρθρο 26
Γραπτή έκθεση και ενημέρωση για τη συγχώνευση


1. Το δικαίωμα των εταίρων που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 11, μπορεί να ασκείται για συνεχή χρονική περίοδο που αρχίζει οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη λήψη της απόφασης του άρθρου 27 και λήγει με τη λήψη της.

2. Δεν απαιτείται γραπτή έκθεση προς τους εταίρους για τη συγχώνευση, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 9, ούτε ενημέρωση των εταίρων σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, εφόσον το σύνολο των εταίρων της προσωπικής εταιρείας που μετέχει στη συγχώνευση είναι συγχρόνως και διαχειριστές της.

Άρθρο 27
Απόφαση των εταίρων


1. Η απόφαση των εταίρων προσωπικής εταιρείας με την οποία εγκρίνεται η συμμετοχή της σε συγχώνευση, λαμβάνεται με ομοφωνία. Η εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέπει τη λήψη της απόφασης με πλειοψηφία τριών τετάρτων (3/4) τουλάχιστον του όλου αριθμού των εταίρων.

2. Ο εταίρος απορροφώμενης ή απορροφώσας προσωπικής εταιρείας που ευθύνεται προσωπικά για τα χρέη της, μπορεί να παράσχει τη συγκατάθεσή του με τον όρο ότι λαμβάνει τη θέση ετερόρρυθμου εταίρου στην απορροφώσα εταιρεία

3. Ο εταίρος που διαφώνησε με την απόφαση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 έχει δικαίωμα εξόδου από την απορροφώμενη ή την απορροφώσα προσωπική εταιρεία. Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο εταίρος, για τον οποίο δεν έγινε δεκτός ο όρος της παρ. 2. Το δικαίωμα εξόδου της παρούσας δεν μπορεί να περιοριστεί από την εταιρική σύμβαση.

Άρθρο 28
Εξέταση του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης από εμπειρογνώμονες


1. Η εξέταση του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης από εμπειρογνώμονες είναι υποχρεωτική για την προσωπική εταιρεία που μετέχει στη συγχώνευση, μόνον ύστερα από αίτημα ενός (1) τουλάχιστον από τους εταίρους της. Το σχετικό αίτημα υποβάλλεται πέντε (5) το αργότερο ημέρες πριν από την παρέλευση της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 26. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση του άρθρου 27 λαμβάνεται μετά την κοινοποίηση της έκθεσης που συντάσσουν οι εμπειρογνώμονες στους εταίρους.

2. Στην περίπτωση της παρ. 1, τα έξοδα για την εξέταση του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης βαρύνουν την εταιρεία.

Άρθρο 29
Παραγραφή αξιώσεων κατά εταίρων απορροφώμενης εταιρείας


1. Σε περίπτωση απορρόφησης προσωπικής εταιρείας από εταιρεία της οποίας οι μέτοχοι ή οι εταίροι δεν ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της, οι αξιώσεις κατά των εταίρων της απορροφώμενης εταιρείας που ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της παραγράφονται ύστερα από πέντε (5) έτη από τη συντέλεση της συγχώνευσης, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 18, εκτός αν η αξίωση κατά της απορροφώμενης εταιρείας υπόκειται σε βραχύτερη παραγραφή.

2. Η ευθύνη της παρ. 1 δεν υφίσταται έναντι των δανειστών της απορροφώμενης εταιρείας που συγκατατέθηκαν εγγράφως στη συγχώνευση.

3. Στην προθεσμία της παρ. 1 εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής. Αν η αξίωση καταστεί ληξιπρόθεσμη μετά τη συντέλεση της συγχώνευσης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 18, η παραγραφή αρχίζει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αξίωση καθίσταται ληξιπρόθεσμη.

Κεφάλαιο Ε'
Ειδικές διατάξεις για τη συγχώνευση με συμμετοχή ανωνύμων εταιρειών

Άρθρο 30
Εφαρμοζόμενες διατάξεις


1. Τα άρθρα 31 έως 38 εφαρμόζονται, όταν στη συγχώνευση μετέχει ανώνυμη εταιρεία.

2. Εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα στη μετέχουσα στη συγχώνευση ανώνυμη εταιρεία εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4548/2018.

Άρθρο 31
Διαθεσιμότητα των εγγράφων για εξέταση από τους μετόχους


Το δικαίωμα των μετόχων που προβλέπεται στο άρθρο 11, μπορεί να ασκείται για συνεχή χρονική περίοδο που αρχίζει έναν (1) τουλάχιστον μήνα πριν από τη συνεδρίαση της γενικής συνέλευσης που καλείται να αποφασίσει για τη συγχώνευση και λήγει με το τέλος της συνέλευσης αυτής.

Άρθρο 32
Ιδιαίτερες κατηγορίες μετόχων


Εφόσον υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες μετοχών, η απόφαση της γενικής συνέλευσης για τη συγχώνευση τελεί υπό την έγκρισή της ή την έγκριση των κατ" ιδίαν κατηγοριών μετόχων, τα δικαιώματα των οποίων θίγονται από τη συγχώνευση. Η έγκριση παρέχεται με απόφαση της ιδιαίτερης συνέλευσης των μετόχων της κατηγορίας που θίγεται, η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την απαρτία και την πλειοψηφία, αντίστοιχα, των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 130 και της παρ. 2 του άρθρου 132 του ν. 4548/2018.

Άρθρο 33
Ομολογιούχοι δανειστές


Εφόσον υπάρχουν ομολογιούχοι δανειστές, εφαρμόζεται σ' αυτούς το άρθρο 13, εκτός αν εγκρίνουν τη συγχώνευση είτε ατομικά είτε, αν είναι οργανωμένοι σε ομάδα, με απόφαση που λαμβάνεται από τη συνέλευση των ομολογιούχων της κάθε ομάδας.

Άρθρο 34
Λοιποί τίτλοι


Στους κατόχους άλλων τίτλων, εκτός μετοχών, από τους οποίους απορρέουν ειδικά δικαιώματα, παρέχονται από την απορροφώσα εταιρεία δικαιώματα ισοδύναμα τουλάχιστον με εκείνα που είχαν στην απορροφώμενη εταιρεία, εκτός αν κάθε κάτοχος άλλων τίτλων συyκατατίθεται στην τροποποίηση των δικαιωμάτων του.

Άρθρο 35
Απορρόφηση εταιρείας από ανώνυμη εταιρεία που κατέχει το 100% των μετοχών ή μεριδίων της


1. Η πράξη με την οποία μία ή περισσότερες κεφαλαιουχικές εταιρείες μεταβιβάζουν, ύστερα από λύση τους, χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεών τους σε ανώνυμη εταιρεία που κατέχει το σύνολο των εταιρικών μεριδίων ή των μετοχών τους ή άλλων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα ψήφου στη συνέλευση ή στη συνέλευση των εταίρων, είτε αυτοτελώς είτε δια μέσου προσώπων που ενεργούν στο όνομά τους αλλά για λογαριασμό της, εφαρμόζονται τα άρθρα 7 έως και 21, με εξαίρεση τις διατάξεις των περιπτ. β', γ' και δ' της παρ. 2 του άρθρου 7, του άρθρου 9, του άρθρου 10, της περίπτ. β' της παρ. 2 του άρθρου 18 και του άρθρου 19.

2. Στην περίπτωση της παρ. 1, δεν απαιτείται απόφαση της γενικής συνέλευσης ή της συνέλευσης των εταίρων των εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση εφόσον:
α. η δημοσιότητα του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης σύμφωνα με το άρθρο 8 πραγματοποιείται, από καθεμία από τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση, έναν (1) τουλάχιστον μήνα πριν από τη συντέλεση της συγχώνευσης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 18 και
β. οι μέτοχοι της απορροφώσας εταιρείας έχουν το δικαίωμα, έναν (1) τουλάχιστον μήνα πριν από τη συντέλεση της συγχώνευσης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 18, να λαμβάνουν γνώση στην έδρα της απορροφώμενης ή των απορροφώμενων εταιρειών των εγγράφων που προβλέπονται στις περιπτ. α', β' και γ' της παρ. 1 του άρθρου 11.

3. Η παρ. 2 δεν εφαρμόζεται, εφόσον ένας ή περισσότεροι μέτοχοι της απορροφώσας εταιρείας, οι οποίοι εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του μετοχικού κεφαλαίου που έχει καταβληθεί, ζητήσουν, μέχρι τη συντέλεση της συγχώνευσης, τη σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης, ορίζοντας ως αντικείμενο ημερήσιας διάταξης τη λήψη απόφασης για έγκριση της συγχώνευσης σύμφωνα με το άρθρο 14.

4. Για τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία άσκησης του δικαιώματος της παρ. 3 εφαρμόζεται η παρ. 1 του άρθρου 141 του ν. 4548/2018.

Άρθρο 36
Απορρόφηση εταιρείας από ανώνυμη εταιρεία που κατέχει το 90% ή περισσότερο των μετοχών ή μεριδίων της


1. Σε περίπτωση συγχώνευσης μίας ή περισσότερων κεφαλαιουχικών εταιρειών με απορρόφηση τους από άλλη ανώνυμη εταιρεία, στην οποία ανήκει το ενενήντα τοις εκατό (90%) ή περισσότερο, αλλά όχι το σύνολο, των εταιρικών μεριδίων, ή των μετοχών ή άλλων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα ψήφου στη γενική συνέλευση ή στη συνέλευση των εταίρων των απορροφώμενων εταιρειών, είτε αυτοτελώς είτε δια μέσου προσώπων που ενεργούν στο δικό τους όνομα αλλά για λογαριασμό της, δεν απαιτείται απόφαση της γενικής συνέλευσης της απορροφώσας εταιρείας, εφόσον:
α. η δημοσιότητα του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης σύμφωνα με το άρθρο 8 πραγματοποιείται για την απορροφώσα εταιρεία, έναν (1) τουλάχιστον μήνα πριν από την ημερομηνία συνεδρίασης της γενικής συνέλευσης ή της συνέλευσης των εταίρων της απορροφώμενης ή των απορροφώμενων εταιρειών για τη λήψη απόφασης για το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης, και
β. οι μέτοχοι της απορροφώσας εταιρείας έχουν το δικαίωμα, έναν (1) τουλάχιστον μήνα πριν από την ημερομηνία συνεδρίασης της γενικήςσυνέλευσης ή της συνέλευσης των εταίρων της απορροφώμενης ή των απορροφώμενων εταιρειών, να λάβουν γνώση των εγγράφων που προβλέπονται στο άρθρο 11 στην έδρα της απορροφώσας εταιρείας,.

2. Η παρ. 1 δεν εφαρμόζεται εφόσον ένας ή περισσότεροι μέτοχοι της απορροφώσας εταιρείας, οι οποίοι εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του μετοχικού κεφαλαίου που έχει καταβληθεί, ζητήσουν, μέχρι τη συντέλεση της συγχώνευσης, τη σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης, ορίζοντας ως αντικείμενο ημερήσιας διάταξης τη λήψη απόφασης για τη συγχώνευση από τη γενική συνέλευση των μετόχων.

3. Για τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία άσκησης του δικαιώματος της παρ. 2 εφαρμόζεται η παρ. 1 του άρθρου 141 του ν. 4548/2018.

Άρθρο 37
Πράξεις που εξομοιώνονται με τη συγχώνευση με απορρόφηση


1. Για την πράξη με την οποία μία ή περισσότερες ανώνυμες εταιρείες (εξαγοραζόμενες) μεταβιβάζουν, ύστερα από λύση τους, χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, σε άλλη ανώνυμη εταιρεία (εξαγοράζουσα), το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεών τους, έναντι απόδοσης στους μετόχους των εξαγοραζόμενων εταιρειών του αντιτίμου των δικαιωμάτων τους (εξαγορά), εφαρμόζονται ανάλογα τα άρθρα 30 έως 36.

2. Για την εφαρμογή της παρ. 1, απορροφώμενες εταιρείες νοούνται οι εταιρείες που παύουν να υφίστανται (εξαγοραζόμενες) και ως απορροφώσα εταιρεία εννοείται η εξαγοράζουσα.

Άρθρο 38
Μη δίκαιο αντάλλαγμα εξαγοράς


1. Η πράξη που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 37 δεν κηρύσσεται άκυρη για το λόγο ότι το αντίτιμο των δικαιωμάτων των μετόχων των εξαγοραζόμενων εταιρειών έχει ορισθεί σε αδικαιολόγητα χαμηλό ή υφηλό ποσό.

2. Σε περίπτωση ορισμού του αντιτίμου της παρ. 1 σε αδικαιολόγητα χαμηλό ποσό, κάθε μέτοχος της εξαγοραζόμενης εταιρείας μπορεί να αξιώσει την καταβολή σ' αυτόν, από την εξαγοράζουσα εταιρεία, αποζημίωσης σε μετρητά. Η αποζημίωση ορίζεται από το δικαστήριο της παρ. 1 του άρθρου 5. Η σχετική αξίωση παραγράφεται έξι (6) μήνες ύστερα από την καταχώριση στο μητρώο της εγκριτικής απόφασης της εξαγοράς.

Κεφάλαιο ΣΤ'
Ειδικές διατάξεις για τη συγχώνευση με συμμετοχή εταιρειών περιορισμένης ευθύνης

Άρθρο 39
Εφαρμοζόμενες διατάξεις


1. Τα άρθρα 40 και 41 εφαρμόζονται όταν στη συγχώνευση μετέχει εταιρεία περιορισμένης ευθύνης.

2. Εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα στη μετέχουσα στη συγχώνευση εταιρεία περιορισμένης ευθύνης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 3190/1955 (Α'91).

Άρθρο 40
Περιεχόμενο του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης - Γραπτή έκθεση και ενημέρωση


Σε περίπτωση απορροφώσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης αναφέρει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 7, τη μερίδα συμμετοχής καθώς και τα εταιρικά μερίδια που αποκτά κάθε μέτοχος ή εταίρος της απορροφώμενης εταιρείας στην απορροφώσα. Εφόσον η απορροφώμενη εταιρεία είναι ανώνυμη ή ετερόρρυθμη κατά μετοχές, η ονομαστική αξία της εταιρικής συμμετοχής δεν χρειάζεται να συμπίπτει με την ονομαστική αξία της μετοχής.
Δεν απαιτείται γραπτή έκθεση προς τους εταίρους για τη συγχώνευση, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 9, ούτε ενημέρωση των εταίρων σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, εφόσον το σύνολο των εταίρων της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης που μετέχει στη συγχώνευση είναι συγχρόνως και διαχειριστές της.

Άρθρο 41
Έγκριση της συγχώνευσης από τη συνέλευση των εταίρων


1. Η απόφαση της συνέλευσης των εταίρων λαμβάνεται σύμφωνα με την πλειοψηφία της παρ. 1 του άρθρου 38 του ν. 3190/1955.

2. Το δικαίωμα των εταίρων που προβλέπεται στο άρθρο 11, μπορεί να ασκείται για συνεχή χρονική περίοδο που αρχίζει το αργότερο με τη σύγκληση της συνέλευσης των εταίρων της παρ. 1 και λήγει με το τέλος της συνέλευσης αυτής.

Κεφάλαιο Ζ'
Ειδικές διατάξεις για τη συγχώνευση με συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών

Άρθρο 42
Εφαρμοζόμενες διατάξεις


1. Τα άρθρα 43 έως 45 εφαρμόζονται όταν στη συγχώνευση μετέχει ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία.

2. Εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα στη μετέχουσα στη συγχώνευση ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 43 επ. του ν. 4072/2012.

Άρθρο 43
Σχέδιο Σύμβασης Συγχώνευσης - Γραπτή έκθεση και ενημέρωση


1. Εφόσον στη συγχώνευση μετέχει ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης περιλαμβάνει εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 7 και αιτιολόγηση της σχέσης ανταλλαγής, ώστε να είναι δίκαιη και εύλογη. Η σχέση ανταλλαγής αφορά το σύνολο των εισφορών των εταίρων των συγχωνευόμενων ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών, είτε πρόκειται για κεφαλαιακές, είτε εξωκεφαλαιακές ή εγγυητικές εισφορές.

2. Εφόσον η απορροφώσα είναι ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, τα εταιρικά μερίδια που προκύπτουν από τη συγχώνευση αντιστοιχούν στο είδος της εισφοράς, το οποίο εκπροσωπούσαν τα παλαιά εταιρικά μερίδια της απορροφώμενης ή των απορροφώμενων ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών.

3. Δεν απαιτείται γραπτή έκθεση προς τους εταίρους για τη συγχώνευση, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 9, ούτε ενημέρωση των εταίρων σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, εφόσον το σύνολο των εταίρων της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας που μετέχει στη συγχώνευση είναι συγχρόνως και διαχειριστές της.

Άρθρο 44
Διαθεσιμότητα των εγγράφων για εξέταση από τους εταίρους


Το δικαίωμα των εταίρων που προβλέπεται στο άρθρο 11 μπορεί να ασκείται για συνεχή χρονική περίοδο που αρχίζει το αργότερο με τη σύγκληση της συνέλευσης των εταίρων που καλείται να αποφασίσει για τη συγχώνευση και λήγει με το τέλος της συνέλευσης αυτής.

Άρθρο 45
Παραγραφή αξιώσεων κατά εταίρων με εγγυητικές εισφορές


1. Εφόσον σε απορροφώμενη ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία υπάρχουν μερίδια που αντιστοιχούν σε εγγυητικές εισφορές και οι εταίροι που κατέχουν τα μερίδια αυτά δεν ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της απορροφώσας εταιρείας, οι αξιώσεις κατά των εταίρων αυτών για τα χρέη της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας παραγράφονται ύστερα από τρία (3) έτη από τη συντέλεση της συγχώνευσης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 18, εκτός αν η αξίωση κατά της εταιρείας υπόκειται σε βραχύτερη παραγραφή.

2. Η ευθύνη της παρ. 1 δεν υφίσταται έναντι των δανειστών της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας που συγκατατέθηκαν εγγράφως στη συγχώνευση.

3. Στην προθεσμία της παρ. 1 εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής. Αν η αξίωση καταστεί ληξιπρόθεσμη μετά τη συντέλεση της συγχώνευσης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 18, η παραγραφή αρχίζει από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο η αξίωση καθίσταται ληξιπρόθεσμη.

Κεφάλαιο Η'
Ειδικές διατάξεις για τη συγχώνευση με συμμετοχή ευρωπαϊκής εταιρείας (SE)

Άρθρο 46


Για τη συγχώνευση με συμμετοχή ευρωπαϊκής εταιρείας (SE) εφαρμόζονται αναλογικά τα άρθρα 30 έως 38 του παρόντος σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κανονισμού 2157/2001 και τις διατάξεις του ν. 3412/2005 (Α'276).

Κεφάλαιο Θ'
Ειδικές διατάξεις για τη συγχώνευση με συμμετοχή αστικών συνεταιρισμών

Άρθρο 47
Εφαρμοζόμενες διατάξεις


1. Τα άρθρα 48 έως 52 εφαρμόζονται όταν στη συγχώνευση μετέχει αστικός συνεταιρισμός

2. Εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα στο συνεταιρισμό που συ μετέχει στη συγχώνευση εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 1667/1986 (ΑΊ96).

Άρθρο 48
Περιεχόμενο του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης


Το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης του άρθρου 7 αναφέρει και την προτεινόμενη σχέση ανταλλαγής λαμβάνοντας υπόφη την υποχρεωτική και τις προαιρετικές συνεταιριστικές μερίδες, καθώς και το ύψος της ευθύνης των μελών του απορροφώντος συνεταιρισμού για τις υποχρεώσεις του.

Άρθρο 49
Έγκριση της συγχώνευσης από τη γενική συνέλευση


1. Η απόφαση της γενικής συνέλευσης του συνεταιρισμού για τη συγχώνευση, σύμφωνα με το άρθρο 14, λαμβάνεται με την απαρτία και την πλειοψηφία που προβλέπονται αντίστοιχα στην παρ. 4 και στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 5 του ν. 1667/1986.

2. Το δικαίωμα των συνεταίρων που προβλέπεται στο άρθρο 11, μπορεί να ασκείται για συνεχή χρονική περίοδο που αρχίζει το αργότερο με τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης της παρ. 1 και λήγει με το τέλος της συνέλευσης αυτής.

Άρθρο 50
Δικαίωμα εξόδου


1. Ο συνεταίρος που διαφώνησε με την απόφαση του άρθρου 14 έχει δικαίωμα εξόδου από το συνεταιρισμό. Το δικαίωμα εξόδου του προηγούμενου εδαφίου δεν μπορεί να περιοριστεί από το καταστατικό και ιδίως δεν υπόκειται σε όρο του καταστατικού για ελάχιστη υποχρεωτική παραμονή στο συνεταιρισμό. Περιορισμός της αξίωσης του συνεταίρου για απόδοση της αξίας της μερίδας του από ειδικές διατάξεις του νόμου δε θίγεται.

2. Μέτοχος ή εταίρος της απορροφώμενης από συνεταιρισμό εταιρείας άλλης μορφής, ο οποίος δεν ευθύνεται προσωπικά για τα χρέη της και διαφώνησε με την απόφαση του άρθρου 14, έχει δικαίωμα να ζητήσει την εξαγορά των μετοχών του ή την έξοδό του από την απορροφώμενη εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την οικεία εταιρική μορφή, εφαρμοζόμενες αναλογικά. Ο ίδιος μέτοχος ή εταίρος δικαιούται επίσης να μεταβιβάσει τις μετοχές ή τα μερίδιά του σε τρίτους κατά παρέκκλιση καταστατικών όρων που εισάγουν απαγορεύσεις ή δεσμεύσεις αναφορικά με τη δυνατότητα μεταβίβασης.

Άρθρο 51
Αποτελέσματα της συγχώνευσης


Η συγχώνευση με συμμετοχή συνεταιρισμού συντελείται με μόνη την καταχώριση που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 18. Οι λοιπές διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 1667/1986 δεν θίγονται.

Άρθρο 52
Παραγραφή αξιώσεων κατά συνεταίρων


1. Σε περίπτωση απορρόφησης συνεταιρισμού από εταιρεία, της οποίας οι μέτοχοι ή οι εταίροι δεν ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της, οι αξιώσεις κατά των συνεταίρων για τα χρέη του συνεταιρισμού παραγράφονται ύστερα από ένα (1) έτος από τη συντέλεση της συγχώνευσης σύμφωνα με το άρθρο 51, εκτός αν η αξίωση κατά του συνεταιρισμού υπόκειται σε βραχύτερη παραγραφή.

2. Η ευθύνη της παρ. 1 δεν υφίσταται έναντι των δανειστών του απορροφώμενου συνεταιρισμού που συγκατατέθηκαν εγγράφως στη συγχώνευση.

3. Στην προθεσμία της παρ. 2 εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις για την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής. Αν η αξίωση καταστεί ληξιπρόθεσμη μετά τη συντέλεση της συγχώνευσης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 18, η παραγραφή αρχίζει από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο η αξίωση καθίσταται ληξιπρόθεσμη.

Κεφάλαιο I'
Ειδικές διατάξεις για τη συγχώνευση με συμμετοχή ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας (ΕΣΕτ)

Άρθρο 53


Για τη συγχώνευση με τη συμμετοχή ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας (ΕΣΕτ) εφαρμόζονται αναλογικά τα άρθρα 47 έως 52 του παρόντος σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 1435/2003 και του μέρους Δ' του ν. 4099/2012 (Α' 250).

ΜΕΡΟΣ Γ'
ΔΙΑΣΠΑΣΗ

Κεφάλαιο Α'
Γενικές διατάξεις

Άρθρο 54
Διάσπαση


1. Η διάσπαση διακρίνεται σε κοινή διάσπαση, μερική διάσπαση και απόσχιση κλάδου.

2. Όπου οι διατάξεις του παρόντος παραπέμπουν στα άρθρα 6 έως και 22, εταιρείες που συγχωνεύονται ή εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση νοούνται οι μετέχουσες στη διάσπαση εταιρείες, απορροφώσα εταιρεία νοείται καθεμία από τις επωφελούμενες από τη διάσπαση εταιρείες, απορροφώμενη εταιρεία νοείται η διασπώμενη εταιρεία, συγχώνευση νοείται η διάσπαση και σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης νοείται το σχέδιο σύμβασης διάσπασης ή, κατά περίπτωση, το σχέδιο διάσπασης.

3. Κλάδος δραστηριότητας είναι το σύνολο των στοιχείων τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού, τα οποία συνιστούν, από οργανωτική άποψη, αυτόνομη εκμετάλλευση, δηλαδή, σύνολο ικανό να λειτουργήσει αυτοδύναμα.

Άρθρο 55
Κοινή διάσπαση


1. Η κοινή διάσπαση πραγματοποιείται είτε με απορρόφηση, είτε με σύσταση νέων εταιρειών, είτε με απορρόφηση και με σύσταση μίας ή περισσότερων νέων εταιρειών.

2. Κοινή διάσπαση με απορρόφηση είναι η πράξη με την οποία μία εταιρεία (διασπώμενη), ύστερα από λύσης της, χωρίς να τεθεί σε εκκαθάριση, μεταβιβάζει σε άλλες υφιστάμενες εταιρείες (επωφελούμενες) το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεών της έναντι απόδοσης στους μετόχους ή στους εταίρους της, εταιρικών συμμετοχών των επωφελούμενων εταιρειών και ενδεχομένως χρηματικού ποσού, το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10 %) της ονομαστικής αξίας των εταιρικών συμμετοχών τχου αποδίδονται στους μετόχους ή στους εταίρους της διασπώμενης εταιρείας ή, σε περίπτωση έλλειψης ονομαστικής αξίας, της λογιστικής τους αξίας.

3. Κοινή διάσπαση με σύσταση νέων εταιρειών είναι η πράξη με την οποία μία εταιρεία (διασπώμενη), η οποία ύστερα από λύση της, χωρίς να τεθεί σε εκκαθάριση, μεταβιβάζει σε άλλες εταιρείες που συνιστώνται ταυτόχρονα (επωφελούμενες), το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεών της έναντι απόδοσης στους μετόχους ή στους εταίρους της, εταιρικών συμμετοχών των επωφελούμενων εταιρειών και ενδεχομένως χρηματικού ποσού, το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της ονομαστικής αξίας των εταιρικών συμμετοχών που αποδίδονται στους μετόχους ή στους εταίρους της διασπώμενης εταιρείας ή, σε περίπτωση έλλειψης ονομαστικής αξίας, της λογιστικής τους αξίας.

4. Κοινή διάσπαση με απορρόφηση και με σύσταση μίας ή περισσότερων νέων εταιρειών είναι η πράξη με την οποία μία εταιρεία (διασπώμενη), η οποία ύστερα από λύση της, χωρίς να τεθεί σε εκκαθάριση, μεταβιβάζει εν μέρει σε μία ή περισσότερες υφιστάμενες εταιρείες (επωφελούμενες με απορρόφηση) και εν μέρει σε μία ή περισσότερες εταιρείες που συνιστώνται ταυτόχρονα (επωφελούμενες με σύσταση), το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεών της έναντι απόδοσης στους μετόχους ή στους εταίρους της, εταιρικών συμμετοχών των επωφελούμενων εταιρειών και ενδεχομένως χρηματικού ποσού, το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της ονομαστικής αξίας των εταιρικών συμμετοχών που αποδίδονται στους μετόχους ή στους εταίρους της διασπώμενης εταιρείας ή, σε περίπτωση έλλειψης ονομαστικής αξίας, της λογιστικής τους αξίας.

Άρθρο 56
Μερική διάσπαση


1. Η μερική διάσπαση πραγματοποιείται είτε με απορρόφηση είτε με σύσταση μίας ή περισσότερων νέων εταιρειών είτε με απορρόφηση και με σύσταση μίας ή περισσότερων νέων εταιρειών.

2. Μερική διάσπαση με απορρόφηση είναι η πράξη με την οποία μία εταιρεία (διασπώμενη) χωρίς να λυθεί, μεταβιβάζει σε μία ή περισσότερες υφιστάμενες εταιρείες (επωφελούμενες), τον καθοριζόμενο ή τους καθοριζόμενους στο σχέδιο σύμβασης μερικής διάσπασης κλάδο ή κλάδους δραστηριότητας, με τη διάθεση στους μετόχους ή στους εταίρους της διασπώμενης εταιρείας εταιρικών συμμετοχών της επωφελούμενης ή των επωφελούμενων εταιρειών και ενδεχομένως χρηματικού ποσού, το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της ονομαστικής αξίας των εταιρικών συμμετοχών που αποδίδονται στους μετόχους ή στους εταίρους της διασπώμενης εταιρείας ή, σε περίπτωση έλλειψης ονομαστικής αξίας, της λογιστικής τους αξίας.

3. Μερική διάσπαση με σύσταση νέας εταιρείας ή νέων εταιρειών είναι η πράξη, με την οποία μία εταιρεία (διασπώμενη), χωρίς να λυθεί, μεταβιβάζει σε μία ή περισσότερες εταιρείες που συνιστώνται ταυτόχρονα (επωφελούμενες) τον καθοριζόμενο ή τους καθοριζόμενους στο σχέδιο διάσπασης κλάδο ή κλάδους δραστηριότητας, με τη διάθεση στους μετόχους ή στους εταίρους της διασπώμενης εταιρείας εταιρικών συμμετοχών της επωφελούμενης ή των επωφελούμενων εταιρειών και ενδεχομένως χρηματικού ποσού, το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της ονομαστικής αξίας των εταιρικών συμμετοχών που αποδίδονται στους μετόχους ή στους εταίρους της διασπώμενης εταιρείας ή, σε περίπτωση έλλειψης ονομαστικής αξίας, της λογιστικής τους αξίας.

4. Μερική διάσπαση με απορρόφηση και με σύσταση νέας εταιρείας ή νέων εταιρειών είναι η πράξη, με την οποία μία εταιρεία (διασπώμενη) χωρίς να λυθεί, μεταβιβάζει, εν μέρει σε μία ή περισσότερες υφιστάμενες εταιρείες (επωφελούμενες με απορρόφηση) και εν μέρει σε μία ή περισσότερες εταιρείες που συνιστώνται ταυτόχρονα (επωφελούμενες με σύσταση) τον καθοριζόμενο ή τους καθοριζόμενους στο σχέδιο σύμβασης διάσπασης κλάδο ή κλάδους δραστηριότητας, με τη διάθεση στους μετόχους ή εταίρους της διασπώμενης εταιρείας, εταιρικών συμμετοχών των επωφελούμενων εταιρειών και ενδεχομένως ποσού σε μετρητά, το οποίο δεν υπερβαίνει το 10 % της ονομαστικής αξίας των εταιρικών συμμετοχών που αποδίδονται στους μετόχους ή στους εταίρους της διασπώμενης εταιρείας ή, σε περίπτωση έλλειψης ονομαστικής αξίας, της λογιστικής τους αξίας.

5. Σε περίπτωση μερικής διάσπασης, η διασπώμενη εταιρεία οφείλει να συμμορφώνεται με τις διατάξεις της νομοθεσίας που διέπουν τα στοιχεία της καθαρής θέσης της. Εφόσον, ως αποτέλεσμα της μεταβίβασης ενός ή περισσότερων κλάδων της διασπώμενης εταιρείας, η καθαρή της θέση δεν απεικονίζεται πλέον σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις ή, κατά περίπτωση, γίνεται κατώτερη από το όριο του νόμου, η απόφαση της συνέλευσης ή των εταίρων της διασπώμενης εταιρείας σύμφωνα με το άρθρο 66 περιλαμβάνει και τα απαιτούμενα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των απαραίτητων τροποποιήσεων του καταστατικού της, για την πραγματοποίηση της μερικής διάσπασης. Στα μέτρα αυτά μπορεί να περιλαμβάνεται και η μείωση του κεφαλαίου της διασπώμενης εταιρείας, η οποία γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την οικεία εταιρική μορφή και με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 65.

Άρθρο 57
Απόσχιση κλάδου


1. Η απόσχιση κλάδου πραγματοποιείται είτε με απορρόφηση, είτε με σύσταση μίας ή περισσότερων νέων εταιρειών, είτε με απορρόφηση και με σύσταση μίας ή περισσότερων νέων εταιρειών.

2. Απόσχιση κλάδου με απορρόφηση είναι η πράξη, με την οποία μία εταιρεία (διασπώμενη) χωρίς να λυθεί, μεταβιβάζει σε μία ή περισσότερες υφιστάμενες εταιρείες (επωφελούμενες) τον καθοριζόμενο ή τους καθοριζόμενους στο σχέδιο σύμβασης διάσπασης κλάδο ή κλάδους δραστηριότητας, με τη διάθεση σ' αυτήν εταιρικών συμμετοχών της επωφελούμενης ή των επωφελούμενων εταιρειών και ενδεχομένως χρηματικού ποσού, το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της ονομαστικής αξίας των εταιρικών συμμετοχών που αποδίδονται στη διασπώμενη εταιρεία ή, σε περίπτωση έλλειψης ονομαστικής αξίας, της λογιστικής τους αξίας.

3. Απόσχιση κλάδου με σύσταση νέας εταιρείας ή νέων εταιρειών είναι η πράξη, με την οποία μία εταιρεία (διασπώμενη) χωρίς να λυθεί, μεταβιβάζει, σε μία ή περισσότερες εταιρείες που συνιστώνται ταυτόχρονα (επωφελούμενες) τον καθοριζόμενο ή τους καθοριζόμενους στο σχέδιο διάσπασης κλάδο ή κλάδους δραστηριότητας, με τη διάθεση σ' αυτήν εταιρικών συμμετοχών της επωφελούμενης ή των επωφελούμενων εταιρειών και ενδεχομένως χρηματικού ποσού, το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της ονομαστικής αξίας των εταιρικών συμμετοχών που αποδίδονται στη διασπώμενη εταιρεία ή, σε περίπτωση έλλειψης ονομαστικής αξίας, της λογιστικής τους αξίας.

4. Απόσχιση κλάδου με απορρόφηση και με σύσταση νέας εταιρείας ή νέων εταιρειών είναι η πράξη, με την οποία μία εταιρεία (διασπώμενη) χωρίς να λυθεί, μεταβιβάζει εν μέρει σε μία ή περισσότερες υφιστάμενες εταιρείες (επωφελούμενες με απορρόφηση) και εν μέρει σε μία ή περισσότερες εταιρείες που συνιστώνται ταυτόχρονα (επωφελούμενες με σύσταση) τον καθοριζόμενο ή τους καθοριζόμενους στο σχέδιο σύμβασης διάσπασης κλάδο ή κλάδους δραστηριότητας, με τη διάθεση σε αυτήν εταιρικών συμμετοχών των επωφελούμενων εταιρειών και ενδεχομένως χρηματικού ποσού, το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της ονομαστικής αξίας των εταιρικών συμμετοχών που αποδίδονται στη διασπώμενη εταιρεία ή, σε περίπτωση έλλειψης ονομαστικής αξίας, της λογιστικής τους αξίας.

Κεφάλαιο Β'
Διάσπαση με απορρόφηση

Άρθρο 58
Εφαρμοζόμενες διατάξεις


Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Β' εφαρμόζονται στις πράξεις της παρ. 2 του άρθρου 55, της παρ. 2 του άρθρου 56 και της παρ. 2 του άρθρου 57.

Άρθρο 59
Σχέδιο σύμβασης διάσπασης


1. Τα διοικητικά συμβούλια ή οι διαχειριστές των εταιρειών που μετέχουν στη διάσπαση συντάσσουν σχέδιο σύμβασης διάσπασης.

2. Το σχέδιο σύμβασης διάσπασης αναφέρει τουλάχιστον:
α. τη νομική μορφή, την επωνυμία, την έδρα, και τον αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. των εταιρειών που μετέχουν στη διάσπαση'
β. την προτεινόμενη σχέση ανταλλαγής των εταιρικών συμμετοχών και το ποσό σε μετρητά που προβλέπεται στα άρθρα 55 και 56 και στην περίπτωση της απόσχισης κλάδου τις εταιρικές συμμετοχές στην επωφελούμενη εταιρεία και το τυχόν ποσό σε μετρητά που προβλέπεται στο άρθρο 57'
γ. εφόσον συντρέχει περίπτωση, τον τρόπο διάθεσης των εταιρικών συμμετοχών στις επωφελούμενες εταιρείες'
δ. την ημερομηνία από την οποία οι εταιρικές συμμετοχές που αποκτούν οι μέτοχοι ή οι εταίροι της διασπώμενης εταιρείας ή, κατά περίπτωση, η ίδια η διασπώμενη εταιρεία παρέχουν δικαίωμα στα κέρδη καθεμίας από τις επωφελούμενες εταιρείες καθώς και ειδικές συνθήκες σχετικά με αυτό το δικαίωμα'
ε. την ημερομηνία από την οποία οι πράξεις της διασπώμενης, και στην περίπτωση της μερικής διάσπασης και της απόσχισης κλάδου, οι πράξεις που αφορούν τον κλάδο θεωρούνται, από λογιστική άποψη, ότι έχουν διενεργηθεί για λογαριασμό καθεμιάς από τις επωφελούμενες εταιρείες'
στ. στις περιπτώσεις της κοινής και της μερικής διάσπασης, τα δικαιώματα που παρέχονται από καθεμία από τις επωφελούμενες εταιρείες στους μετόχους ή στους εταίρους που έχουν ειδικά δικαιώματα, καθώς και στους δικαιούχους άλλων δικαιωμάτων, ή τα μέτρα που προτείνονται γι' αυτούς'
ζ. τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα που παρέχονται στους εμπειρογνώμονες σύμφωνα με το άρθρο 62 και στα μέλη των διοικητικών συμβουλίων ή στους διαχειριστές ή στους εσωτερικούς ελεγκτές των συμμετεχουσών στη διάσπαση εταιρειών που μετέχουν στη διάσπαση'
η. την ακριβή καταγραφή και κατανομή των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων της διασπώμενης εταιρείας που μεταβιβάζονται σε καθεμία από τις επωφελούμενες εταιρείες'
θ. στην κοινή διάσπαση και στην μερική διάσπαση, την κατανομή στους μετόχους ή στους εταίρους της διασπώμενης εταιρείας των εταιρικών συμμετοχών των επωφελούμενων εταιρειών, καθώς και το κριτήριο στο οποίο βασίζεται αυτή η κατανομή.

3. Εφόσον αναφορικά με στοιχεία του ενεργητικού ή και του παθητικού της διασπώμενης εταιρείας δεν προβλέπεται, με βάση το σχέδιο σύμβασης διάσπασης, η μεταβίβασή τους σε κάποια από τις επωφελούμενες εταιρείες και η ερμηνεία του σχεδίου της σύμβασης διάσπασης δεν καθιστά δυνατό τον καθορισμό του τρόπου κατανομής τους, τότε στο βαθμό που πρόκειται για στοιχεία:
α. του ενεργητικού, τα στοιχεία αυτά ή η αξία τους κατανέμονται μεταξύ των επωφελούμενων εταιρειών, ανάλογα με την καθαρή θέση της εισφερόμενης περιουσίας σε καθεμία από τις εταιρείες αυτές, σύμφωνα με το σχέδιο σύμβασης διάσπασης'
β. του παθητικού καθεμία από τις επωφελούμενες εταιρείες ευθύνεται εις ολόκληρον μέχρι του ύφους της καθαρής θέσης της εισφερόμενης σ' αυτήν περιουσίας.

Άρθρο 60
Δημοσίευση του σχεδίου σύμβασης διάσπασης


1. Το σχέδιο σύμβασης διάσπασης καταχωρίζεται στο Γ.Ε.ΜΗ. για καθεμία από τις εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση και δημοσιεύεται στον διαδικτυακό του τόπο σύμφωνα με όσα ορίζονται στο ν.3419/2005 και, κατά περίπτωση, στην ιστοσελίδα των εταιρειών που μετέχουν στη διάσπαση, έναν (1) τουλάχιστον μήνα πριν από την ημερομηνία συνεδρίασης της συνέλευσης για τη λήφη απόφασης για το σχέδιο σύμβασης διάσπασης ή πριν από την ημερομηνία απόφασης των εταίρων επ' αυτού.

2. Καθεμία από τις εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση απαλλάσσεται από την υποχρέωση της παρ. 1 εφόσον, για συνεχή περίοδο που αρχίζει έναν (1) μήνα πριν από την ημερομηνία συνεδρίασης της συνέλευσης για τη λήψη απόφασης για το σχέδιο σύμβασης διάσπασης ή, κατά περίπτωση, για συνεχή περίοδο που αρχίζει ένα (1) μήνα πριν από την ημερομηνία της απόφασης των εταίρων για το σχέδιο σύμβασης διάσπασης, διατηρεί αναρτημένο το σχέδιο σύμβασης διάσπασης στην ιστοσελίδα της χωρίς επιβάρυνση για το κοινό.

3. Το σχέδιο σύμβασης διάσπασης διατηρείται δημοσιευμένο στο διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.ΜΗ., και, κατά περίπτωση, στην ιστοσελίδα των επωφελούμενων εταιρειών, για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους από την ημερομηνία λήψης απόφασης επ' αυτού, από τη συνέλευση ή τους εταίρους των εταιρειών που μετέχουν στη διάσπαση.

4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης μπορεί να καθορίζονται οι συνέπειες προσωρινής διακοπής πρόσβασης στο Γ.Ε.ΜΗ., σύμφωνα με τις παρ. 1 έως 3, εφόσον η διακοπή αυτή προκαλείται από τεχνικούς ή άλλους λόγους.

Άρθρο 61
Λεπτομερής γραπτή έκθεση και ενημέρωση για τη διάσπαση


1. Το διοικητικό συμβούλιο ή οι διαχειριστές καθεμίας από τις εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση, συντάσσουν λεπτομερή έκθεση, στην οποία επεξηγούν και δικαιολογούν, από νομική και οικονομική άποψη, το σχέδιο σύμβασης διάσπασης και ειδικότερα, στις περιπτώσεις της κοινής και της μερικής διάσπασης, τη σχέση ανταλλαγής των εταιρικών συμμετοχών στη διασπώμενη εταιρεία προς τις εταιρικές συμμετοχές στις επωφελούμενες εταιρείες που αποδίδονται στους μετόχους ή στους εταίρους της διασπώμενης εταιρείας και στην περίπτωση της απόσχισης κλάδου, τον αριθμό των εταιρικών συμμετοχών στην επωφελούμενη ή στις επωφελούμενες εταιρείες που αποδίδονται στη διασπώμενη εταιρεία. Στην έκθεση του διοικητικού συμβουλίου ή των διαχειριστών καθεμίας από τις εταιρείες στην κοινή και στη μερική διάσπαση επεξηγείται και αιτιολογείται το κριτήριο κατανομής, στους μετόχους ή στους εταίρους της διασπώμενης εταιρείας, των εταιρικών συμμετοχών των επωφελούμενων εταιρειών. Εφόσον η συμμετέχουσα στη διάσπαση εταιρεία ανήκει σε όμιλο σύμφωνα με το Παράρτημα Α' του ν.4308/2014, το διοικητικό συμβούλιο ή οι διαχειριστές παρέχουν πληροφορίες αναφορικά και με τις άλλες εταιρείες του ομίλου, η νομική και οικονομική θέση των οποίων είναι απαραίτητη για την εξήγηση και τη δικαιολόγηση του σχεδίου σύμβασης διάσπασης. Η έκθεση αναφέρει επίσης τις ειδικές δυσχέρειες που τυχόν προέκυψαν κατά την αποτίμηση.

2. Η έκθεση της παρ. 1 καταχωρίζεται στο Γ.Ε.ΜΗ, δημοσιεύεται στο διαδικτυακό τόπο του και υποβάλλεται στη συνέλευση ή στους εταίρους καθεμίας από τις εταιρείες που μετέχει στη διάσπαση.

3. Το διοικητικό συμβούλιο ή οι διαχειριστές καθεμίας από τις εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση υποχρεούνται να ενημερώνουν τη συνέλευση ή τους εταίρους, συμπεριλαμβανομένων και των κατηγοριών μετόχων ή των εταίρων που αποφασίζουν σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 66, καθώς και τα διοικητικά συμβούλια ή τους διαχειριστές των άλλων εταιρειών που μετέχουν στη διάσπαση, ώστε τα τελευταία να είναι σε θέση να ενημερώσουν τις οικείες γενικές συνελεύσεις των εταιρειών τους ή τους εταίρους για κάθε σημαντική μεταβολή των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεών τους που σημειώθηκε ανάμεσα στην ημερομηνία κατάρτισης του σχεδίου σύμβασης διάσπασης και στην ημερομηνία λήψης της απόφασης του άρθρου 66.

4. Η έκθεση δεν είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει πληροφορίες και στοιχεία, η δημοσιοποίηση των οποίων μπορεί να προκαλέσει σημαντική βλάβη σε μία ή περισσότερες από τις εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση ή στην περίπτωση του τέταρτου εδαφίου της παρ. 1, σε άλλη εταιρεία του ομίλου. Στην περίπτωση αυτή, η έκθεση της οικείας εταιρείας εξηγεί τους λόγους για τους οποίους οι οικείες πληροφορίες και τα στοιχεία παραλείπονται.

5. Δεν απαιτείται έκθεση του διοικητικού συμβουλίου ή των διαχειριστών σύμφωνα με την παρ. 1 ούτε ενημέρωση των συνελεύσεων ή των εταίρων και των άλλων εταιρειών που μετέχουν στη διάσπαση σύμφωνα με την παρ. 3, εφόσον όλοι οι μέτοχοι ή οι εταίροι και οι κάτοχοι άλλων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα ψήφου σε κάθε μία από πς εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση συμφωνούν εγγράφως να μην καταρτιστεί έκθεση ή να γίνει ενημέρωση. Το σχετικό έγγραφο πρέπει να έχει θεωρηθεί από τα πρόσωπα που προβλέπονται στο άρθρο 446 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή από δικηγόρο.

Άρθρο 62
Εξέταση του σχεδίου σύμβασης διάσπασης από εμπειρογνώμονες


Για καθεμία από τις εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση, ένας ή περισσότεροι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες εξετάζουν το σχέδιο σύμβασης διάσπασης και συντάσσουν γραπτή έκθεση που απευθύνεται στη συνέλευση ή προς τους εταίρους της. Για τις κατηγορίες επαγγελματιών που μπορούν να διοριστούν ως εμπειρογνώμονες, τα κριτήρια ανεξαρτησίας τους, το διορισμό τους ως εμπειρογνωμόνων και τα δικαιώματά τους, το περιεχόμενο και τη δημοσιότητα της γραπτής έκθεσής τους, καθώς και για την εξαίρεση από τις υποχρεώσεις του παρόντος εφαρμόζεται το άρθρο 10.

Άρθρο 63
Διαθεσιμότητα των εγγράφων για εξέταση από τους μετόχους ή τους εταίρους


1. Κάθε μέτοχος ή εταίρος έχει το δικαίωμα να λαμβάνει γνώση στην έδρα της εταιρείας, κατά τη χρονική περίοδο που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 79, στο άρθρο 84, στο άρθρο 91 και στην παρ. 2 του άρθρου 99, κατά περίπτωση, των εξής τουλάχιστον εγγράφων:
α. του σχεδίου σύμβασης διάσπασης,
β. των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων και των ετήσιων εκθέσεων διαχείρισης του διοικητικού συμβουλίου ή των διαχειριστών καθεμίας από τις εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση, των τριών (3) τελευταίων ετών,
γ. λογιστικής κατάστασης που έχει συνταχθεί σε ημερομηνία που δεν είναι προγενέστερη από την πρώτη ημέρα του τρίτου μήνα πριν από την ημερομηνία του σχεδίου σύμβασης διάσπασης, αν οι τελευταίες ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις αναφέρονται σε χρήση που έχει λήξει έξι (6) τουλάχιστον μήνες πριν από την ημερομηνία του σχεδίου σύμβασης διάσπασης. Η λογιστική κατάσταση περιλαμβάνει τουλάχιστον ισολογισμό, κατάσταση αποτελεσμάτων και περίληψη των λογιστικών μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύνταξή τους, δ. των προβλεπόμενων στο άρθρο 61 εκθέσεων των διοικητικών συμβουλίων ή των διαχειριστών καθεμίας από τις εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση, ε. της έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 62.

2. Δεν απαιτείται λογιστική κατάσταση σύμφωνα με την περιπτ. γ) της παρ. 1 εφόσον: α. η εταιρεία δημοσιεύει εξαμηνιαία οικονομική έκθεση σύμφωνα με τις διατάξεις που αφορούν τις υποχρεώσεις διαρκούς και περιοδικής πληροφόρησης των εκδοτών κινητών αξιών, οι οποίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά και την καθιστά διαθέσιμη στους μετόχους σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρούσα, ή
β. όλοι οι μέτοχοι και οι κάτοχοι άλλων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα ψήφου σε καθεμία από τις εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση ή οι εταίροι αυτών έχουν συμφωνήσει εγγράφως ότι δεν απαιτείται η σύνταξη λογιστικής κατάστασης. Το σχετικό έγγραφο πρέπει να έχει θεωρηθεί από τα πρόσωπα που προβλέπονται στο άρθρο 446 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή από δικηγόρο.

3. Η λογιστική κατάσταση που προβλέπεται στην περίπτ. γ) της παρ. 1 συντάσσεται σύμφωνα με τις ίδιες μεθόδους και την ίδια διάταξη και εμφάνιση όπως οι τελευταίες ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις.
Για την κατάρτιση της λογιστικής αυτής κατάστασης ισχύουν και τα εξής:
α. δεν είναι απαραίτητο να γίνει νέα φυσική απογραφή των αποθεμάτων,
β. οι επιμετρήσεις που εμφανίζονται στον τελευταίο ετήσιο ισολογισμό πρέπει να προσαρμόζονται προς τις λογιστικές εγγραφές της ενδιάμεσης περιόδου, χωρίς να απαιτούνται νέες επιμετρήσεις. Σε κάθε περίπτωση στη λογιστική κατάσταση αναγνωρίζονται:
(αα) οι αποσβέσεις και οι προβλέψεις της ενδιάμεσης περιόδου,
(ββ) οι σημαντικές αλλαγές πραγματικής αξίας που δεν εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία.

4. Κάθε μέτοχος ή εταίρος μπορεί να λάβει πλήρες αντίγραφο ή, αν το επιθυμεί, απόσπασμα των εγγράφων που προβλέπονται στην παρ. 1, ατελώς και με απλή αίτηση προς την εταιρεία. Εφόσον ένας μέτοχος ή εταίρος έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για τη χρήση, από την εταιρεία, των ηλεκτρονικών μέσων για τη διαβίβαση των πληροφοριών, τα εν λόγω αντίγραφα ή αποσπάσματα μπορεί να παρασχεθούν στο συγκεκριμένο μέτοχο ή εταίρο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

5. Κάθε μία από τις συμμετέχουσες στη διάσπαση εταιρείες απαλλάσσεται από την υποχρέωση να καταστήσει τα έγγραφα που αναφέρονται στην παρ. 1 διαθέσιμα στην έδρα της εφόσον αυτή, για συνεχή χρονική περίοδο που είναι ίδια με εκείνη που αναφέρεται στην παρ. 1, τα καταστήσει διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της.
Η παρ. 4 δεν εφαρμόζεται εφόσον η ιστοσελίδα παρέχει στους μετόχους ή στους εταίρους τη δυνατότητα, καθόλη τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο, να μεταφορτώνουν και να εκτυπώνουν τα έγγραφα που αναφέρονται στην παρ. 1. Στην τελευταία περίπτωση, η εταιρεία υποχρεούται να θέτει τα έγγραφα στη διάθεση των μετόχων ή εταίρων στην έδρα της. Οι πληροφορίες διατηρούνται στην ιστοσελίδα της εταιρείας για περίοδο δύο (2) ετών από την ημερομηνία λήψης απόφασης για το σχέδιο σύμβασης διάσπασης από τη συνέλευση ή από τους εταίρους της. Προσωρινή διακοπή της πρόσβασης στην ιστοσελίδα η οποία προκαλείται από τεχνικούς ή άλλους λόγους δεν θίγει το κύρος των πράξεων που έχουν αναρτηθεί σ' αυτή.

6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, είναι δυνατόν η απαλλαγή που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 5 να εξαρτάται από όρους και περιορισμούς, που είναι απαραίτητοι για να προστατευτεί η ασφάλεια της ιστοσελίδας και η γνησιότητα των εγγράφων.

7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, μπορεί να καθορίζονται οι συνέπειες που έχει η προσωρινή διακοπή πρόσβασης στην ιστοσελίδα, σύμφωνα με την παρ. 5, εφόσον η διακοπή αυτή προκαλείται από τεχνικούς ή άλλους λόγους.

Άρθρο 64
Προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων


Η προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων καθεμίας από εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση ρυθμίζεται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.

Άρθρο 65
Προστασία των πιστωτών των εταιρειών που μετέχουν στη διάσπαση


1. Μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας του άρθρου 60, οι πιστωτές των εταιρειών που μετέχουν στη διάσπαση, των οποίων οι απαιτήσεις είχαν γεννηθεί πριν από το χρόνο αυτό χωρίς να έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες, έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν κατάλληλες εγγυήσεις από τις εταιρείες, εφόσον αποδεικνύουν επαρκώς ότι η οικονομική κατάσταση των εταιρειών εξαιτίας της διάσπασης καθιστά απαραίτητη την παροχή τέτοιων εγγυήσεων και εφόσον δεν έχουν ήδη λάβει τέτοιες εγγυήσεις.

2. Οι εγγυήσεις που χορηγούνται στους πιστωτές της διασπώμενης εταιρείας μπορεί να είναι διαφορετικές από αυτές που χορηγούνται στους πιστωτές της επωφελούμενης ή των επωφελούμενων εταιρειών.

3. Κάθε διαφορά που προκύπτει από την εφαρμογή της παρ. 1 επιλύεται από το δικαστήριο της παρ. 1 του άρθρου 5 το οποίο στην περίπτωση αυτή δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 682 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου πιστωτή. Η αίτηση ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών, η οποία αρχίζει από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 60. Με την απόφασή του το δικαστήριο μπορεί να λάβει τα κατά την κρίση του επαρκή και πρόσφορα μέτρα για την εξασφάλιση της απαίτησης του αιτούντος.

4. Εφόσον δεν ικανοποιήθηκε απαίτηση πιστωτή της διασπώμενης εταιρείας που αναλήφθηκε από επωφελούμενη εταιρεία, ιδίως σε περίπτωση άκαρπης αναγκαστικής εκτέλεσης ή κήρυξης σε πτώχευση, για την απαίτηση αυτή ευθύνονται εις ολόκληρον και οι λοιπές επωφελούμενες εταιρείες, μέχρι του ύφους της καθαρής θέσης της περιουσίας που εισφέρθηκε από τη διασπώμενη εταιρεία σε καθεμία από τις εταιρείες αυτές, ή, στις περιπτώσεις μερικής διάσπασης ή απόσχισης κλάδου και η ίδια η διασπώμενη εταιρεία. Απαιτήσεις κατά των εις ολόκληρον ευθυνόμενων εταιρειών του προηγούμενου εδαφίου παραγράφονται μετά την παρέλευση πενταετίας από την συντέλεση της διάσπασης ή της απόσχισης κλάδου σύμφωνα με το άρθρο 70.

Άρθρο 66
Έγκριση από τη συνέλευση ή τους εταίρους καθεμιάς από τις εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση


1. Για τη διάσπαση απαιτείται απόφαση της συνέλευσης ή των εταίρων καθεμιάς από τις εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση, η οποία λαμβάνεται όπως ορίζεται στο νόμο και στο καταστατικό της. Η απόφαση αφορά τουλάχιστον την έγκριση του σχεδίου σύμβασης διάσπασης και, κατά περίπτωση, των τροποποιήσεων του καταστατικού που απαιτούνται για την πραγματοποίηση της διάσπασης.

2. Εφόσον υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες εταιρικών συμμετοχών, η απόφαση για τη διάσπαση υποβάλλεται σε έγκριση από κάθε κατηγορία μετόχων ή εταίρων, τα δικαιώματα των οποίων επηρεάζει η διάσπασητ

3. Εφόσον οι εταιρικές συμμετοχές των επωφελούμενων εταιρειών δεν κατανέμονται στους μετόχους ή στους εταίρους της διασπώμενης εταιρείας κατ' αναλογία προς τα δικαιώματά τους σ' αυτήν ή στο κεφάλαιο της, οι μειοψηφούντες μέτοχοι ή εταίροι της διασπώμενης εταιρείας μπορούν να απαιτήσουν απ' αυτήν να εξαγοράσει τις συμμετοχές τους στην ίδια, έναντι ανταλλάγματος που αντιστοιχεί στην αξία των συμμετοχών τους. Σε περίπτωση διαφωνίας, αποφασίζει το δικαστήριο.

Άρθρο 67
Σύμβαση διάσπασης - Τύπος


1. Μετά τη λήφη αποφάσεων για έγκριση της διάσπασης από τις γενικές συνελεύσεις ή από τους εταίρους των εταιρειών που μετέχουν σ' αυτήν, σύμφωνα με το άρθρο 65, καταρτίζεται από τους εκπροσώπους των οικείων εταιρειών σύμβαση διάσπασης, η οποία υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, θεωρημένου από τα πρόσωπα που προβλέπονται στο άρθρο 446 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή από δικηγόρο.

2. Εφόσον στη διάσπαση μετέχει οποιαδήποτε από τις εταιρικές μορφές των περιπτ. α', β', η', θ' και ι' της παρ. 1 του άρθρου 2, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση που προβλέπεται από το νόμο, η σύμβαση διάσπασης υποβάλλεται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου.

Άρθρο 68
Διατυπώσεις δημοσιότητας - Πράξεις και στοιχεία που υποβάλλονται σε δημοσιότητα


1. Η διάσπαση υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του ν. 3419/2005, για καθεμία από τις εταιρείες που μετέχουν σε αυτή.

2. Σε περίπτωση διάσπασης, στην οποία μετέχει μία τουλάχιστον ανώνυμη εταιρεία ή ευρωπαϊκή εταιρεία (SE), στη δημοσιότητα της παρ. 1 υποβάλλονται για καθεμία εταιρεία που μετέχει στη διάσπαση, η απόφαση της γενικής συνέλευσης ή των εταίρων, η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 66, μαζί με τη σχετική σύμβαση διάσπασης, καθώς και την εγκριτική απόφαση που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 69.

3. Σε κάθε άλλη περίπτωση, στη δημοσιότητα της παρ. 1 υποβάλλεται για καθεμία εταιρεία που μετέχει στη διάσπαση, η απόφαση της συνέλευσης των εταίρων τους ή η απόφαση των εταίρων για τη διάσπαση, η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 66, μαζί με τη σχετική σύμβαση διάσπασης.

Άρθρο 69
Προληπτικός έλεγχος νομιμότητας


1. Με την επιφύλαξη της παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 4548/2018, η δημοσιότητα προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση προηγούμενο έλεγχο της νομιμότητας όλων των πράξεων και των διατυπώσεων που επιβάλλει ο παρών στις εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση. Ο έλεγχος νομιμότητας του προηγούμενου εδαφίου περιορίζεται στην τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου, της εταιρικής νομοθεσίας που διέπει τις εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση, του καταστατικού τους και των διατάξεων του ν. 3419/2005.

2. Εφόσον στη διάσπαση μετέχει ανώνυμη εταιρεία ή ευρωπαϊκή εταιρεία (SE) ως διασπώμενη ή ως επωφελούμενη, η δημοσιότητα σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 68 προϋποθέτει προηγούμενη εγκριτική απόφαση του Περιφερειάρχη του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης δεύτερου βαθμού, στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα της η επωφελούμενη ή οι επωφελούμενες εταιρείες. Στην περίπτωση επωφελούμενων εταιρειών των οποίων η έδρα βρίσκεται στην περιφέρεια διαφορετικών οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης δεύτερου βαθμού, αρμόδιος για την έκδοση της εγκριτικής απόφασης του προηγούμενου εδαφίου είναι ο Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης. Η εγκριτική απόφαση των δύο προηγούμενων εδαφίων εκδίδεται μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου νομιμότητας της παρ. 1.

3. Εφόσον στη διάσπαση δεν μετέχει ανώνυμη εταιρεία ή ευρωπαϊκή εταιρεία (SE), η δημοσιότητα στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 68 ενεργείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες Γ.Ε.ΜΗ. που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 2, του ν. 3419/2005, χωρίς την έκδοση προηγούμενης εγκριτικής απόφασης. Η υποβολή σε δημοσιότητα πραγματοποιείται μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου νομιμότητας της παρ. 1, για τη διενέργεια του οποίου αρμόδια είναι η Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ., στην περιφέρεια της οποίας έχει την έδρα της η επωφελούμενη ή οι επωφελούμενες εταιρείες. Στην περίπτωση επωφελούμενων εταιρειών που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα της ίδιας Υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ,. αρμόδιος για τον έλεγχο νομιμότητας σύμφωνα με την παρ. 1 του παρόντος και την υποβολή σε δημοσιότητα σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 68 είναι ο Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, χωρίς να απαιτείται η έκδοση εγκριτικής απόφασης.

4. Εφόσον στη διάσπαση μετέχει, ως διασπώμενη ή ως επωφελούμενη, έστω μία από τις εταιρείες που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 4548/2018 η εγκριτική απόφαση της παρ. 3 εκδίδεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης.

Άρθρο 70
Αποτελέσματα της διάσπασης


1. Η διάσπαση συντελείται με μόνη την καταχώριση σύμφωνα με την υποπερίπτ. αα' της περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3419/2005, της σύμβασης διάσπασης, ως προς τις επωφελούμενες εταιρείες, ακόμα και πριν από τη διαγραφή από το Γ.Ε.ΜΗ. της διασπώμενης εταιρείας, εφόσον πρόκειται για κοινή διάσπαση.

2. Από την ημερομηνία καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παρ. 1, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα τόσο μεταξύ της διασπώμενης και των επωφελούμενων εταιρειών όσο και έναντι τρίτων, τα εξής αποτελέσματα:
α. οι επωφελούμενες εταιρείες υποκαθίστανται καθολικές διάδοχοι στη μεταβιβαζόμενη σ' αυτές περιουσία. Στην κοινή διάσπαση, η καθολική διαδοχή καταλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας, δηλαδή το σύνολο των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων και γενικά των έννομων σχέσεων της διασπώμενης εταιρείας, περιλαμβανομένων των διοικητικών αδειών που έχουν εκδοθεί υπέρ της τελευταίας και αφορούν τη μεταβιβαζόμενη περιουσία. Η μεταβίβαση αυτής της περιουσίας στις επωφελούμενες εταιρείες γίνεται σύμφωνα με την κατανομή που προβλέπεται στη σύμβαση διάσπασης ή προκύπτει από την παρ. 3 του άρθρου 59. Στη μερική διάσπαση και στην απόσχιση κλάδου η καθολική διαδοχή καταλαμβάνει τον κλάδο δραστηριότητας που καθορίζεται στη σύμβαση διάσπασης.
β. στις περιπτώσεις της κοινής διάσπασης και της μερικής διάσπασης, οι μέτοχοι ή οι εταίροι της διασπώμενης εταιρείας γίνονται μέτοχοι ή εταίροι μίας ή περισσότερων επωφελούμενων εταιρειών, σύμφωνα με την κατανομή που προβλέπεται στη σύμβαση διάσπασης. Στην περίπτωση της απόσχισης κλάδου, η διασπώμενη εταιρεία γίνεται μέτοχος ή εταίρος της επωφελούμενης εταιρείας, λαμβάνοντας τις εταιρικές συμμετοχές που προβλέπονται στη σύμβαση διάσπασης.
γ. στην περίπτωση της κοινής διάσπασης, η διασπώμενη εταιρεία παύει να υπάρχει.

3. Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδίκαια και χωρίς άλλη διατύπωση από τις επωφελούμενες εταιρείες, σύμφωνα με την κατανομή που προβλέπεται στο σχέδιο σύμβασης διάσπασης ή προκύπτει από την παρ. 3 του άρθρου 59.

4. Οι προβλεπόμενες στο νόμο ιδιαίτερες διατυπώσεις για τη μεταβίβαση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων ισχύουν και στην περίπτωση διάσπασης.

5. Στην κοινή και τη μερική διάσπαση, οι εταιρικές συμμετοχές επωφελούμενης εταιρείας δεν ανταλλάσσονται με εταιρικές συμμετοχές της διασπώμενης εταιρείας που κατέχονται:
α. είτε από την ίδια την επωφελούμενη εταιρεία είτε από πρόσωπο που ενεργεί στο όνομά του αλλά για λογαριασμό της,
β. είτε από την ίδια την διασπώμενη εταιρεία, είτε από πρόσωπο που ενεργεί στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό της.
Στην απόσχιση κλάδου, δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνονται στο μεταβιβαζόμενο κλάδο εταιρικές συμμετοχές της διασπώμενης εταιρείας στην επωφελούμενη εταιρεία.

Άρθρο 71
Ευθύνη


1. Στην περίπτωση της κοινής και της μερικής διάσπασης, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή οι διαχειριστές της διασπώμενης και των επωφελούμενων εταιρειών ευθύνονται έναντι των μετόχων ή των εταίρων της εταιρείας τους για κάθε πταίσμα κατά την προετοιμασία και την πραγματοποίηση της διάσπασης.

2. Στην περίπτωση της κοινής και της μερικής διάσπασης, κάθε εμπειρογνώμονας του άρθρου 62 ευθύνεται έναντι των μετόχων ή των εταίρων των εταιρειών που μετέχουν στη διάσπαση για κάθε πταίσμα του κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του.

3. Δεν θίγεται η ευθύνη των προσώπων που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 για ζημία τρίτων κατά τις γενικές διατάξεις.

4. Οι αξιώσεις των παρ. 1 και 2 εισάγονται στο καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο και μπορεί να ασκούνται από ειδικό εκπρόσωπο, ο οποίος διορίζεται από το δικαστήριο του άρθρου 5, που δικάζει κατά την εκούσια δικαιοδοσία, με αίτηση κάθε διαδίκου ή, ειδικά αν πρόκειται για ανώνυμη εταιρεία, με αίτηση μετόχου ή μετόχων που κατά τη συντέλεση της κοινής ή της μερικής διάσπασης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 70 κατείχαν το ένα πεντηκοστό (1/50) τουλάχιστον του μετοχικού κεφαλαίου. Για τον ορισμό ειδικού εκπροσώπου, το δικαστήριο πρέπει να πιθανολογήσει την ύπαρξη της αξίωσης των αιτούντων. Η απόφαση του δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Σε περίπτωση άσκησης αξιώσεων κατά περισσότερων υπόχρεων, είναι δυνατό να οριστεί ο ίδιος ή διαφορετικοί ειδικοί εκπρόσωποι.

5. Η απόφαση που διορίζει ειδικό εκπρόσωπο υποβάλλεται σε δημοσιότητα, με επιμέλειά του στη μερίδα στο Γ.Ε.ΜΗ. της εταιρείας ή των εταιρειών, με τη συμμετοχή στην οποία ή στις οποίες σχετίζεται η προβαλλόμενη ζημία των δικαιούχων, και, κατά περίπτωση, στην ιστοσελίδα της ίδιας εταιρείας αυτής ή των ίδιων εταιρειών αυτών, μαζί με πρόσκληση του ειδικού εκπροσώπου προς τους μετόχους ή τους εταίρους της εταιρείας αυτής ή των εταιρειών αυτών να δηλώσουν στον ίδιο αν επιθυμούν να ασκήσει αξιώσεις για λογαριασμό τους. Εφόσον το καταστατικό ή η εταιρική σύμβαση της εταιρείας αυτής ή των εταιρειών αυτών προβλέπει και άλλους τρόπους ενημέρωσης των μετόχων ή των εταίρων για τη διεξαγωγή συνέλευσης ή τη λήψη αποφάσεων των εταίρων, αυτοί εφαρμόζονται ανάλογα και στην πρόσκληση του πρώτου εδαφίου. Οι μέτοχοι ή οι εταίροι πρέπει να προβούν στην ανωτέρω δήλωση μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι (6) μηνών από την ολοκλήρωση της δημοσιότητας που προβλέπεται στην παρούσα. Κατά τη διάρκεια αυτής της προθεσμίας η παραγραφή των αξιώσεών τους αναστέλλεται.

6. Η απόφαση της παρ. 4 καθορίζει την αμοιβή του ειδικού εκπροσώπου, η οποία του οφείλεται από τους μετόχους ή τους εταίρους που εκπροσωπεί αναλογικά με το ποσοστό συμμετοχής καθενός στην εταιρεία, με τη συμμετοχή στην οποία σχετίζεται η προβαλλόμενη ζημία τους. Διαφορετική συμφωνία για αμοιβή μεταξύ του ειδικού εκπροσώπου και των μετόχων ή των εταίρων που εκπροσωπεί δεν αποκλείεται.

Άρθρο 72
Ακυρότητα της διάσπασης


1. Η διάσπαση που συντελέστηκε σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 70 κηρύσσεται άκυρη με δικαστική απόφαση εφόσον:
α. εφόσον παραλείφθηκε η έγκριση της διάσπασης από έστω μία από τις εταιρείες που μετέχουν σ' αυτή, με απόφαση της συνέλευσης ή των εταίρων, συμπεριλαμβανομένης και της περίπτωσης των μετόχων ή των εταίρων που αποφασίζουν σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 66, ή η απόφαση με την οποία εγκρίθηκε η διάσπαση είναι ανυπόστατη,
β. εφόσον έστω μία από τις αποφάσεις της περίπτ. α' είναι άκυρη ή ακυρώσιμη.

2. Εφόσον το ελάττωμα της παρ. 1 εξαλειφθεί ή ιαθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη συζήτηση της αίτησης για την κήρυξη της ακυρότητας της διάσπασης, η διάσπαση δεν κηρύσσεται άκυρη. Επιπλέον, το δικαστήριο τάσσει προθεσμία για την άρση των λόγων ακυρότητας της διάσπασης, εφόσον η άρση είναι εφικτή. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται. Εφόσον παρασχεθεί η ανωτέρω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων.

3. Η αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας της διάσπασης ασκείται μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από τη καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 70 και υπάγεται στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Μπορεί να υποβληθεί από κάθε μέτοχο ή εταίρο εταιρείας που διασπάστηκε, εφόσον δεν έλαβε μέρος στη λήψη της απόφασης της εταιρείας αυτής για την έγκριση της διάσπασης ή αντιτάχθηκε στη λήψη της. Στην περίπτ. α' της παρ. 1 καθώς και όταν πρόκειται για άκυρη απόφαση της περίπτ. β' της παρ. 1, η αίτηση μπορεί να υποβληθεί και από πιστωτές εταιρείας που διασπάστηκε, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον. Εφόσον πρόκειται για ακυρώσιμη απόφαση της περίπτ. β' της παρ. 1, η αίτηση μπορεί να υποβληθεί μόνο από μέτοχο ή μετόχους ή από εταίρο ή εταίρους που εκπροσωπούν συνολικά το ένα εικοστό (1/20) τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου εταιρείας που διασπάστηκε, εφόσον δεν έλαβαν μέρος στη λήψη της απόφασης για την έγκριση της διάσπασης ή αντιτάχθηκαν στη λήψη της.

4. Όπου συντρέχει περίπτωση σύμφωνα με την παρ. 1, η ακυρότητα ή η ακυρωσία ή το ανυπόστατο της απόφασης της συνέλευσης ή των εταίρων κρίνεται αποκλειστικά από το δικαστήριο που δικάζει την αίτηση της παρ. 3.

5. Στην περιπτ. β' της παρ. 1, το δικαστήριο μπορεί να μην κηρύξει την ακυρότητα της διάσπασης, εφόσον κρίνει ότι αυτή είναι δυσανάλογη σε σχέση με το ελάττωμα της απόφασης της συνέλευσης ή των εταίρων. Σε αυτή την περίπτωση, όταν πρόκειται για κοινή διάσπαση ή μερική διάσπαση, ο αιτών έχει χρηματική αξίωση κατά της εταιρείας, της οποίας είναι μέτοχος ή εταίρος μετά τη συντέλεση της διάσπασης, προς αποκατάσταση της ζημίας που του προκάλεσε το συγκεκριμένο ελάττωμα, η οποία πρέπει να ασκηθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) έτους από το αμετάκλητο της δικαστικής απόφασης. Την ίδια αξίωση έχουν μέτοχοι ή εταίροι που δεν μπορούν να ζητήσουν την κήρυξη της ακυρότητας της διάσπασης, επειδή δεν διαθέτουν το απαιτούμενο ποσοστό μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφου σύμφωνα με την παρ. 3. Στην περίπτωση των δύο προηγούμενων εδαφίων, περισσότερες υπόχρεες εταιρείες ευθύνονται ανάλογα με την κατανομή που προβλέπεται στη σύμβαση κοινής διάσπασης ή μερικής διάσπασης για τις εταιρικές συμμετοχές του δικαιούχου.

6. Εφόσον η επωφελούμενη εταιρεία είναι ανώνυμη εταιρεία με μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, δεν κηρύσσεται ακυρότητα της διάσπασης στην περιπτ. β' της παρ. 1, αλλά εφαρμόζεται ανάλογα το δεύτερο εδάφιο της παρ. 5 όταν πρόκειται για κοινή διάσπαση ή μερική διάσπαση και η αξίωση που αναφέρεται σε αυτό μπορεί να ασκηθεί από κάθε μέτοχο ή εταίρο που δεν έλαβε μέρος στη λήψη της απόφασης ή αντιτάχθηκε σε αυτήν, μέσα σε προθεσμία ενός (1) έτους που αρχίζει από την καταχώριση της διάσπασης στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 70.

7. Στις περιπτώσεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 5 και του πρώτου εδαφίου της παρ. 6, καθώς και όταν πρόκειται για απόσχιση κλάδου, δεν θίγονται αξιώσεις κατά το κοινό δίκαιο μεταξύ της διασπώμενης εταιρείας και της επωφελούμενης ή των επωφελούμενων εταιρειών.

8. Ακύρωση, με δικαστική απόφαση, της διοικητικής πράξης, με την οποία εγκρίθηκε η διάσπαση σύμφωνα με τις παρ. 2 και 4 του άρθρου 69, δεν επιφέρει ανατροπή των αποτελεσμάτων της διάσπασης ούτε αποτελεί λόγο κήρυξης της ακυρότητάς της. Αξιώσεις αποζημίωσης κατά τις γενικές διατάξεις ή τις διατάξεις του παρόντος δεν θίγονται.

9. Η αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας της διάσπασης και η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα δημοσιεύονται στο Γ.Ε.ΜΗ. Στην απόφαση αυτή δεν εφαρμόζεται το άρθρο 763 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Με την ίδια απόφαση το δικαστήριο λαμβάνει, ύστερα από σχετικό αίτημα ή και αυτεπάγγελτα, όλα τα αναγκαία κατά την κρίση του μέτρα για την προστασία των συμφερόντων που τίθενται σε διακινδύνευση.

10. Τριτανακοπή κατά της απόφασης που κηρύσσει την ακυρότητα της διάσπασης, μπορεί να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση σύμφωνα με την παρ. 9.

11. Η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα της διάσπασης δεν θίγει το κύρος των συναλλαγών των επωφελούμενων εταιρειών που έγιναν μετά την καταχώριση της διάσπασης στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 70 και πριν από τη δημοσίευση της απόφασης σύμφωνα με την παρ. 9. Για τις υποχρεώσεις των επωφελούμενων εταιρειών από συναλλαγές του προηγούμενου εδαφίου ευθύνεται εις ολόκληρον η διασπώμενη εταιρεία.

Άρθρο 73
Μη δίκαιη σχέση ανταλλαγής


1. Η κοινή ή η μερική διάσπαση που συντελέστηκε σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 70, δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρη για το λόγο ότι η σχέση ανταλλαγής των εταιρικών συμμετοχών δεν είναι δίκαιη και λογική. Ομοίως, η απόσχιση κλάδου που συντελέστηκε σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 70 δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρη για το λόγο ότι ο αριθμός των εταιρικών συμμετοχών της επωφελούμενης ή των επωφελούμενων εταιρειών που διατίθενται στη διασπώμενη εταιρεία δεν είναι δίκαιος και λογικός.

2. Σε αυτή την περίπτωση, όταν πρόκειται για κοινή ή μερική διάσπαση, κάθε θιγόμενος μέτοχος ή εταίρος μπορεί να αξιώσει από την εταιρεία, της οποίας οι μέτοχοι ή εταίροι ωφελούνται από τη μη δίκαιη σχέση ανταλλαγής, την καταβολή αποζημίωσης. Η αποζημίωση ορίζεται από το δικαστήριο της παρ. 1 του άρθρου 5. Η σχετική αξίωση παραγράφεται μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από τη συντέλεση της κοινής ή της μερικής διάσπασης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 70.

3. Αξιώσεις κατά το κοινό δίκαιο μεταξύ της διασπώμενης εταιρείας και της επωφελούμενης ή των επωφελούμενων εταιρειών στην απόσχιση κλάδου δε θίγονται.

Κεφάλαιο Γ
Διάσπαση με σύσταση νέας εταιρείας ή νέων εταιρειών

Άρθρο 74


1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων για την ελαττωματική ίδρυση, οι γενικές και ειδικές διατάξεις που διέπουν τη διάσπαση με απορρόφηση, εφαρμόζονται ανάλογα στη διάσπαση με σύσταση νέας εταιρείας ή νέων εταιρειών. Ως επωφελούμενες εταιρείες νοούνται οι νέες εταιρείες.

2. Στο σχέδιο διάσπασης που καταρτίζεται από το διοικητικό συμβούλιο ή τους διαχειριστές της διασπώμενης εταιρείας, αναφέρονται, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 59, η μορφή, η επωνυμία KOL η έδρα της νέας εταιρείας ή των νέων εταιρειών.

3. Το σχέδιο διάσπασης μαζί με το καταστατικό της νέας εταιρείας ή των νέων εταιρειών εγκρίνονται από τη συνέλευση ή από τους εταίρους της διασπώμενης εταιρείας.

4. Η διάσπαση γίνεται με πράξη της διασπώμενης εταιρείας, η οποία υποβάλλεται στον τύπο του άρθρου 67, ύστερα από την έγκριση της παρ. 3. Η πράξη αυτή περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία της παρ. 2 και το καταστατικό ή τα καταστατικά των νέων εταιρειών.

5. Στην κοινή και στη μερική διάσπαση, αν οι εταιρικές συμμετοχές καθεμίας από τις νέες εταιρείες διανέμονται στους μετόχους ή στους εταίρους της διασπώμενης εταιρείας σε αναλογία προς τα δικαιώματά τους στο κεφάλαιο της εταιρείας αυτής, δεν απαιτείται η τήρηση των διατάξεων της περίπτ.θ' της παρ. 2 του άρθρου 59, του άρθρου 61, του άρθρου 62, καθώς και των περιπτ. γ', δ' και ε' της παρ. 1 του άρθρου 63.

Κεφάλαιο Δ'
Διάσπαση με απορρόφηση και με σύσταση νέας εταιρείας ή νέων εταιρειών


Άρθρο 75

Σε περίπτωση διάσπασης με απορρόφηση και με σύσταση νέας εταιρείας ή νέων εταιρειών, εφαρμόζονται κατά περίπτωση οι γενικές και ειδικές διατάξεις που διέπουν τη διάσπαση με απορρόφηση και το άρθρο 74.

Κεφάλαιο Ε'
Ειδικές διατάξεις για τη διάσπαση με συμμετοχή προσωπικών εταιρειών

Άρθρο 76
Εφαρμοζόμενες διατάξεις

1. Τα άρθρα 77 έως 82 εφαρμόζονται, όταν στη διάσπαση μετέχει προσωπική εταιρεία των περιπτ. δ', ε', και ζ' της παρ. 1 του άρθρου 2.

2. Οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται και όταν στη διάσπαση μετέχει ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρεία της περίπτ. στ' της παρ. 1 του άρθρου 2, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στις διατάξεις που διέπουν αυτή την εταιρική μορφή.

3. Με την επιφύλαξη ειδικότερης διάταξης του παρόντος στη μετέχουσα στη διάσπαση προσωπική εταιρεία ή ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρεία εφαρμόζονται οι διατάξεις του έβδομου μέρους του ν. 4072/2012.

Άρθρο 77
Διάσπαση με ιη συμμετοχή λυθείσας προσωπικής εταιρείας


Η συμμετοχή σε διάσπαση λυθείσας προσωπικής εταιρείας επιτρέπεται με τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 3, εκτός αν οι εταίροι έχουν συμφωνήσει, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 268 του ν. 4072/2012, να μην ακολουθήσει εκκαθάριση.

Άρθρο 78
Περιεχόμενο του σχεδίου σύμβασης διάσπασης


1. Σε περίπτωση διάσπασης προσωπικής εταιρείας, το σχέδιο σύμβασης διάσπασης αναφέρει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 59, και τους εταίρους της διασπώμενης εταιρείας που, ως εταίροι της επωφελούμενης προσωπικής εταιρείας, ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της. Το σχέδιο σύμβασης διάσπασης αναφέρει επίσης το ποσοστό συμμετοχής των εταίρων της διασπώμενης εταιρείας στην επωφελούμενη εταιρεία.

2. Σε περίπτωση διάσπασης εταιρείας, στην οποία μετέχουν εταίροι που δεν ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της, αυτοί μετέχουν στην επωφελούμενη εταιρεία ως ετερόρρυθμοι εταίροι. Παρέκκλιση από το προηγούμενο εδάφιο επιτρέπεται μόνο με ρητή συγκατάθεση των εταίρων αυτών, η οποία παρέχεται κατά το χρόνο λήψης της απόφασης του άρθρου 80.

Άρθρο 79
Γραπτή έκθεση και ενημέρωση για τη διάσπαση


1. Το δικαίωμα των εταίρων που προβλέπεται στο άρθρο 63 μπορεί να ασκείται για συνεχή χρονική περίοδο που αρχίζει οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη λήψη της απόφασης του άρθρου 80 και λήγει με τη λήψη της.

2. Δεν απαιτείται γραπτή έκθεση προς τους εταίρους για τη διάσπαση, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 61, ούτε ενημέρωση των εταίρων σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, εφόσον οι εταίροι της προσωπικής εταιρείας που μετέχει στη διάσπαση είναι συγχρόνως και διαχειριστές της.

Άρθρο 80
Απόφαση των εταίρων


1. Η απόφαση των εταίρων προσωπικής εταιρείας με την οποία εγκρίνεται η συμμετοχή της σε διάσπαση, λαμβάνεται με ομοφωνία. Η εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέπει τη λήφη της απόφασης με πλειοψηφία τριών τετάρτων (3/4) τουλάχιστον του όλου αριθμού των εταίρων.

2. Σε περίπτωση κοινής ή μερικής διάσπασης, ο εταίρος της διασπώμενης ή επωφελούμενης προσωπικής εταιρείας που ευθύνεται προσωπικά για τα χρέη της, μπορεί να παράσχει τη συγκατάθεσή του υπό τον όρο ότι θα λάβει τη θέση ετερόρρυθμου εταίρου στην επωφελούμενη εταιρεία.

3. Ο εταίρος που διαφώνησε με την απόφαση του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1, έχει δικαίωμα εξόδου από τη διασπώμενη ή την επωφελούμενη προσωπική εταιρεία. Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο εταίρος, για τον οποίο δεν έγινε δεκτός ο όρος της παρ. 2. Το δικαίωμα εξόδου της παρούσας δεν μπορεί να περιοριστεί από την εταιρική σύμβαση.

Άρθρο 81
Εξέταση του σχεδίου σύμβασης διάσπασης από εμπειρογνώμονες


1. Η εξέταση του σχεδίου σύμβασης διάσπασης από εμπειρογνώμονες είναι υποχρεωτική για την προσωπική εταιρεία που μετέχει στη διάσπαση, μόνο ύστερα από αίτημα ενός (1) τουλάχιστον από τους εταίρους της. Το σχετικό αίτημα υποβάλλεται πέντε (5) το αργότερο ημέρες πριν από την παρέλευση της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 79. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση του άρθρου 80 λαμβάνεται μετά την κοινοποίηση της έκθεσης που συντάσσουν οι εμπειρογνώμονες στους εταίρους.

2. Στην περίπτωση της παρ. 1, τα έξοδα για την εξέταση του σχεδίου σύμβασης διάσπασης βαρύνουν την εταιρεία.

Άρθρο 82
Παραγραφή αξιώσεων κατά εταίρων της διασπώμενης εταιρείας


1. Σε περίπτωση διάσπασης προσωπικής εταιρείας με απορρόφησή της από επωφελούμενη εταιρεία, της οποίας οι μέτοχοι ή οι εταίροι δεν ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της, οι αξιώσεις κατά των εταίρων της διασπώμενης εταιρείας που ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της, παραγράφονται ύστερα από πέντε (5) έτη από τη συντέλεση της διάσπασης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 70, εκτός αν η αξίωση κατά της διασπώμενης εταιρείας υπόκειται σε βραχύτερη παραγραφή.

2. Η ευθύνη της παρ. 1 δεν υφίσταται έναντι των δανειστών της διασπώμενης εταιρείας που συγκατατέθηκαν εγγράφως στη διάσπαση.

3. Στην προθεσμία της παρ. 1 εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα yia την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής. Αν η αξίωση καταστεί ληξιπρόθεσμη μετά τη συντέλεση της διάσπασης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 70, η παρ. 1 αρχίζει από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο η αξίωση καθίσταται ληξιπρόθεσμη.

Κεφάλαιο ΣΤ'
Ειδικές διατάξεις για τη διάσπαση με συμμετοχή ανώνυμων εταιρειών

Άρθρο 83
Εφαρμοζόμενες διατάξεις


1. Τα άρθρα 84 έως 88 εφαρμόζονται όταν στη διάσπαση μετέχει ανώνυμη εταιρεία.

2. Εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα στη μετέχουσα στη διάσπαση ανώνυμη εταιρεία εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4548/2018.

3. Σε περίπτωση κοινής διάσπασης στην οποία συμμετέχουν μόνον ανώνυμες εταιρίες, εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 37.

Άρθρο 84
Διαθεσιμότητα των εγγράφων για εξέταση από τους μετόχους

Το δικαίωμα των μετόχων που προβλέπεται στο άρθρο 63 μπορεί να ασκείται για συνεχή χρονική περίοδο που αρχίζει ένα (1) τουλάχιστον μήνα πριν από τη συνεδρίαση της γενικής συνέλευσης που καλείται να αποφασίσει για τη διάσπαση και λήγει με το τέλος της συνέλευσης αυτής.

Άρθρο 85
Ιδιαίτερες κατηγορίες μετόχων


Εφόσον υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες μετοχών, η απόφαση της γενικής συνέλευσης για τη διάσπαση τελεί υπό την έγκριση της ή των κατ" ιδίαν κατηγοριών μετόχων, τα δικαιώματα των οποίων θίγονται από τη διάσπαση. Η έγκριση παρέχεται με απόφαση της ιδιαίτερης συνέλευσης των μετόχων της κατηγορίας που θίγεται, η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την απαρτία και την πλειοψηφία, αντίστοιχα, των παρ. 3 και 4 του άρθρου 130 και της παρ. 2 του άρθρου 132 του ν. 4548/2018.

Άρθρο 86
Ομολογιούχοι δανειστές

Εφόσον υπάρχουν ομολογιούχοι δανειστές, εφαρμόζεται σ' αυτούς η διάταξη του άρθρου 65, εκτός αν αυτοί εγκρίνουν τη διάσπαση είτε ατομικά είτε, αν είναι οργανωμένοι σε ομάδα, με απόφαση που λαμβάνεται από τη συνέλευση των ομολογιούχων της κάθε ομάδας.

Άρθρο 87
Λοιποί τίτλοι


Στους κατόχους άλλων τίτλων, εκτός μετοχών, από τους οποίους απορρέουν ειδικά δικαιώματα, παρέχονται από την επωφελούμενη ή τις επωφελούμενες εταιρείες δικαιώματα ισοδύναμα τουλάχιστον με εκείνα που είχαν στη διασπώμενη εταιρεία, εκτός αν κάθε κάτοχος άλλων τίτλων συγκατατίθεται στην τροποποίηση των δικαιωμάτων του.

Άρθρο 88
Διάσπαση ανώνυμης εταιρείας, οι μετοχές της οποίας κατέχονται στο σύνολο τους από τις επωφελούμενες εταιρείες


1. Αν το σύνολο των μετοχών ή άλλων τίτλων της διασπώμενης ανώνυμης εταιρείας που παρέχουν δικαίωμα ψήφου στη γενική συνέλευση ανήκουν στις επωφελούμενες εταιρείες, δεν απαιτείται απόφαση της γενικής συνέλευσης της διασπώμενης εταιρείας που εγκρίνει τη διάσπαση, κατά παρέκκλιση από την παρ. 1 του άρθρου 66, εφόσον: α. η δημοσιότητα του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης σύμφωνα με το άρθρο 60 πραγματοποιείται, από καθεμία από τις εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση, ένα (1) τουλάχιστον μήνα πριν από τη συντέλεση της διάσπασης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 70,
β. οι μέτοχοι ή οι εταίροι των εταιρειών που μετέχουν στη διάσπαση έχουν το δικαίωμα, ένα (1) τουλάχιστον μήνα πριν από τη συντέλεση της διάσπασης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 70, να λαμβάνουν γνώση, στην έδρα της εταιρείας τους, των εγγράφων που προβλέπονται στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 63. Για τους σκοπούς της παρούσας περίπτωσης εφαρμόζονται οι ν παρ. 2 έως 5 του άρθρου 63, γ. το διοικητικό συμβούλιο της διασπώμενης εταιρείας ενημέρωσε τα διοικητικά συμβούλια ή τους διαχειριστές των επωφελούμενων εταιρειών σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 61.

2. Η παρ. 1 δεν εφαρμόζεται, εφόσον ένας ή περισσότεροι μέτοχοι της διασπώμενης ανώνυμης εταιρείας, οι οποίοι εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, ζητήσουν μέχρι τη συντέλεση της διάσπασης τη σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης, ορίζοντας αντικείμενο ημερήσιας διάταξης τη λήψη απόφασης για έγκριση της διάσπασης σύμφωνα με το άρθρο 66.

3. Για τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία άσκησης του δικαιώματος της παρ. 2 εφαρμόζεται η παρ. 1 του άρθρου 141 του ν. 4548/2018.

Κεφάλαιο Ζ'
Ειδικές διατάξεις για τη διάσπαση με συμμετοχή εταιρειών περιορισμένης ευθύνης

Άρθρο 89
Εφαρμοζόμενες διατάξεις


1. Τα άρθρα 87 και 88 εφαρμόζονται όταν στη διάσπαση μετέχει εταιρεία περιορισμένης ευθύνης.

2. Εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα στη μετέχουσα στη διάσπαση εταιρεία περιορισμένης ευθύνης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 3190/1955.

Άρθρο 90
Περιεχόμενο του σχεδίου σύμβασης διάσπασης - γραπτή έκθεση και ενημέρωση


1. Σε περίπτωση επωφελούμενης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, το σχέδιο σύμβασης διάσπασης αναφέρει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 59, τη μερίδα συμμετοχής καθώς και τα εταιρικά μερίδια που αποκτά κάθε μέτοχος ή εταίρος της διασπώμενης εταιρείας στην επωφελούμενη. Εφόσον η διασπώμενη εταιρεία είναι ανώνυμη ή ετερόρρυθμη κατά μετοχές, η ονομαστική αξία της εταιρικής συμμετοχής δεν χρειάζεται να συμπίπτει με την ονομαστική αξία της μετοχής.

2. Δεν απαιτείται γραπτή έκθεση προς τους εταίρους για τη διάσπαση, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 61, ούτε ενημέρωση των εταίρων σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, εφόσον το σύνολο των εταίρων της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης που μετέχει στη διάσπαση είναι συγχρόνως και διαχειριστές της.

Άρθρο 91
Έγκριση της διάσπασης από τη συνέλευση των εταίρων


1. Η απόφαση της συνέλευσης των εταίρων λαμβάνεται σύμφωνα με την πλειοψηφία της παρ. 1 του άρθρου 38 του ν. 3190/1955.

2. Το δικαίωμα των εταίρων που προβλέπεται στο άρθρο 63 μπορεί να ασκείται για συνεχή χρονική περίοδο που αρχίζει το αργότερο με τη σύγκληση της συνέλευσης των εταίρων της παρ. 1 και λήγει με το τέλος της συνέλευσης αυτής.

Κεφάλαιο Η'
Ειδικές διατάξεις για τη διάσπαση με συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών


Άρθρο 92

1. Τα άρθρα 93 έως 95 εφαρμόζονται όταν στη διάσπαση μετέχει ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία.

2. Εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα στη μετέχουσα στη διάσπαση ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία εφαρμόζονται οι διατάξεις του δεύτερου μέρους του ν. 4072/2012.

Άρθρο 93
Σχέδιο σύμβασης διάσπασης - Γραπτή έκθεση και ενημέρωση


1. Εφόσον στη διάσπαση μετέχει ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, το σχέδιο σύμβασης διάσπασης περιλαμβάνει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 59, και αιτιολόγηση της σχέσης ανταλλαγής, ώστε να είναι δίκαιη και λογική. Η σχέση ανταλλαγής αφορά το σύνολο των εισφορών των εταίρων των εταιρειών που μετέχουν στη διάσπαση, είτε πρόκειται για κεφαλαιακές είτε εξωκεφαλαιακές ή εγγυητικές εισφορές.

2. Εφόσον η επωφελούμενη είναι ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, τα εταιρικά μερίδια που προκύπτουν από τη διάσπαση αντιστοιχούν στο είδος της εισφοράς, το οποίο εκπροσωπούσαν τα παλαιά εταιρικά μερίδια της διασπώμενης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας.

3. Δεν απαιτείται γραπτή έκθεση προς τους εταίρους για τη διάσπαση, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 61, ούτε ενημέρωση των εταίρων σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, εφόσον το σύνολο των εταίρων της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας που μετέχει στη διάσπαση είναι συγχρόνως και διαχειριστές της.

Άρθρο 94
Διαθεσιμότητα των εγγράφων για εξέταση από τους εταίρους


Το δικαίωμα των εταίρων που προβλέπεται στο άρθρο 63 μπορεί να ασκείται για συνεχή χρονική περίοδο που αρχίζει το αργότερο με τη σύγκληση της συνέλευσης των εταίρων που καλείται να αποφασίσει για τη διάσπαση και λήγει με το τέλος της συνέλευσης αυτής.

Άρθρο 95
Παραγραφή αξιώσεων κατά εταίρων με εγγυητικές εισφορές


1. Εφόσον σε διασπώμενη ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία υπάρχουν μερίδια που αντιστοιχούν σε εγγυητικές εισφορές και οι εταίροι που κατέχουν τα μερίδια αυτά δεν ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της επωφελούμενης ή των επωφελούμενων εταιριών που ανέλαβαν τα χρέη της διασπώμενης εταιρείας, οι αξιώσεις κατά των εταίρων αυτών yia τα χρέη της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας παραγράφονται ύστερα από τρία (3) έτη από τη συντέλεση της διάσπασης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 70, εκτός αν η αξίωση κατά της εταιρείας υπόκειται σε βραχύτερη παραγραφή.

2. Η ευθύνη της παρ. 1 δεν υφίσταται έναντι των δανειστών της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας που συγκατατέθηκαν εγγράφως στη διάσπαση.

3. Στην προθεσμία της παρ. 1 εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις για την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής. Αν η αξίωση καταστεί ληξιπρόθεσμη μετά τη συντέλεση της διάσπασης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 70, η παραγραφή αρχίζει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αξίωση καθίσταται ληξιπρόθεσμη.

Κεφάλαιο Θ'
Ειδικές διατάξεις για τη διάσπαση με συμμετοχή ευρωπαϊκής εταιρείας (SE)

Άρθρο 96


Στη διάσπαση με συμμετοχή ευρωπαϊκής εταιρείας (SE) εφαρμόζονται αναλογικά τα άρθρα 83 έως 88 του παρόντος σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κανονισμού 2157/2001 και τις διατάξεις του ν. 3412/2005.

Κεφάλαιο Γ
Ειδικές διατάξεις για τη διάσπαση με συμμετοχή αστικών συνεταιρισμών

Άρθρο 97
Εφαρμοζόμενες διατάξεις


1. Τα άρθρα 98 έως 103 εφαρμόζονται όταν στη διάσπαση μετέχει αστικός συνεταιρισμός.

2. Εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα στο συνεταιρισμό που μετέχει στη διάσπαση εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 1667/1986.

Άρθρο 98
Περιεχόμενο του σχεδίου σύμβασης διάσπασης


Το σχέδιο σύμβασης διάσπασης του άρθρου 59 αναφέρει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, και την προτεινόμενη σχέση ανταλλαγής λαμβάνοντας υπόψη την υποχρεωτική και τις προαιρετικές συνεταιριστικές μερίδες, καθώς και το ύψος της ευθύνης των μελών του επωφελούμενου συνεταιρισμού για τις υποχρεώσεις του.

Άρθρο 99
Έγκριση της διάσπασης


1. Η απόφαση της γενικής συνέλευσης του συνεταιρισμού για τη διάσπαση, σύμφωνα με το άρθρο 66, λαμβάνεται με την απαρτία και την πλειοψηφία που προβλέπονται αντίστοιχα στην παρ. 4 και στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 5 του ν. 1667/1986.

2. Το δικαίωμα των συνεταίρων που προβλέπεται στο άρθρο 63 μπορεί να ασκείται για συνεχή χρονική περίοδο που αρχίζει το αργότερο με τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης της παρ. 1 και λήγει με το τέλος της συνέλευσης αυτής.

Άρθρο 100
Δικαίωμα εξόδου


1. Σε περίπτωση κοινής ή μερικής διάσπασης, ο συνεταίρος που διαφώνησε με την απόφαση του άρθρου 66 έχει δικαίωμα εξόδου από το συνεταιρισμό. Το δικαίωμα εξόδου του προηγούμενου εδαφίου δεν μπορεί να περιοριστεί από το καταστατικό και ιδίως δεν υπόκειται σε όρο του καταστατικού για ελάχιστη υποχρεωτική παραμονή στο συνεταιρισμό. Περιορισμός της αξίωσης του συνεταίρου προς απόδοση της αξίας της μερίδας του από ειδικές διατάξεις του νόμου δε θίγεται.

2. Σε περίπτωση κοινής ή μερικής διάσπασης, μέτοχος ή εταίρος της διασπώμενης και απορροφώμενης από συνεταιρισμό εταιρείας άλλης μορφής, ο οποίος δεν ευθύνεται προσωπικά για τα χρέη της και διαφώνησε με την απόφαση του άρθρου 66, δικαιούται να ζητήσει την εξαγορά των μετοχών ή των μεριδίων του ή την έξοδό του από τη διασπώμενη εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την οικεία εταιρική μορφή, εφαρμοζόμενες αναλογικά. Ο ίδιος μέτοχος ή εταίρος δικαιούται επίσης να μεταβιβάσει τις μετοχές ή τα μερίδιά του σε τρίτους κατά παρέκκλιση καταστατικών όρων που εισάγουν απαγορεύσεις ή δεσμεύσεις αναφορικά με τη δυνατότητα μεταβίβασης.

Άρθρο 101
Αποτελέσματα της διάσπασης


Η διάσπαση με επωφελούμενο συνεταιρισμό συντελείται με μόνη την καταχώριση που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 70. Οι λοιπές διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 1667/1986 δε θίγονται.

Άρθρο 102
Παραγραφή αξιώσεων κατά συνεταίρων


1. Σε περίπτωση κοινής διάσπασης συνεταιρισμού με απορρόφηση από εταιρεία ή με σύσταση νέας εταιρείας, της οποίας οι μέτοχοι ή εταίροι δεν ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της, οι αξιώσεις κατά των συνεταίρων για τα χρέη του συνεταιρισμού παραγράφονται ύστερα από ένα (1) έτος από τη συντέλεση της διάσπασης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 70, εκτός αν η αξίωση κατά του συνεταιρισμού υπόκειται σε βραχύτερη παραγραφή.

2. Η ευθύνη της παρ. 1 δεν υφίσταται έναντι των δανειστών του διασπώμενου συνεταιρισμού που συγκατατέθηκαν εγγράφως στη διάσπαση.

3. Στην προθεσμία της παρ. 1 εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής. Αν η αξίωση καταστεί ληξιπρόθεσμη μετά τη συντέλεση της διάσπασης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 70, η παραγραφή αρχίζει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αξίωση καθίσταται ληξιπρόθεσμη.

Κεφάλαιο ΙΑ'
Ειδικές διατάξεις για τη διάσπαση με συμμετοχή ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας (ΕΣΕτ)

Άρθρο 103


Για τη διάσπαση με τη συμμετοχή ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας (ΕΣΕτ) εφαρμόζονται αναλογικά τα άρθρα 97 έως 102 του παρόντος σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 1435/2003 και του μέρους Δ' του ν. 4099/2012.

Μέρος Δ'
Μετατροπή


Κεφάλαιο Α'
Γενικές διατάξεις για τη μετατροπή

Άρθρο 104


Μετατροπή είναι η πράξη με την οποία μία εταιρεία, χωρίς να λυθεί και να τεθεί υπό εκκαθάριση, μεταβάλλει τη νομική μορφή της, διατηρώντας τη νομική της προσωπικότητα.

Άρθρο 105
Εφαρμογή της διαδικασίας για την ίδρυση της νέας εταιρικής μορφής

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος για τη μετατροπή εφαρμόζεται ανάλογα, στο μέτρο που είναι αναγκαίο, η διαδικασία ίδρυσης της νέας νομικής μορφής.

Άρθρο 106
Λεπτομερής γραπτή έκθεση και ενημέρωση για τη μετατροπή


1. Το διοικητικό συμβούλιο ή οι διαχειριστές της υπό μετατροπή εταιρείας, συντάσσουν λεπτομερή έκθεση, η οποία περιέχει σχέδιο της απόφασης της συνέλευσης ή των εταίρων για τη μετατροπή. Η έκθεση επεξηγεί και δικαιολογεί από νομική και οικονομική άποψη τη μεταβολή της νομικής μορφής της εταιρείας και ειδικότερα τη θέση των μετόχων ή των εταίρων στην εταιρεία με τη νέα νομική της μορφή. Εφόσον η υπό μετατροπή εταιρεία ανήκει σε όμιλο σύμφωνα με το Παράρτημα Α' του ν. 4308/2014, το διοικητικό συμβούλιο ή οι διαχειριστές παρέχουν πληροφορίες αναφορικά και με τις άλλες εταιρείες του ομίλου, η νομική και οικονομική θέση των οποίων είναι απαραίτητη για την εξήγηση και τη δικαιολόγηση της μετατροπής.

2. Η έκθεση της παρ. 1 καταχωρίζεται στο Γ.Ε.ΜΗ, δημοσιεύεται στο διαδικτυακό του τόπο και υποβάλλεται στη συνέλευση ή στους εταίρους, συμπεριλαμβανομένων σε κάθε περίπτωση των μετόχων ή των εταίρων που αποφασίζουν σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 108.

3. Η έκθεση δεν είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει πληροφορίες και στοιχεία η δημοσιοποίηση των οποίων μπορεί να προκαλέσει σημαντική βλάβη στην υπό μετατροπή εταιρεία ή, στην περίπτ. του τρίτου εδαφίου της παρ. 1, σε άλλη εταιρεία του ομίλου. Στην περίπτωση αυτή, η έκθεση εξηγεί τους λόγους για τους οποίους οι οικείες πληροφορίες και τα στοιχεία παραλείπονται.

4. Δεν απαιτείται έκθεση του διοικητικού συμβουλίου ή των διαχειριστών σύμφωνα με την παρ. 1, εφόσον οι μέτοχοι ή OL εταίροι και οι κάτοχοι άλλων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα ψήφου συμφωνούν εγγράφως να μην καταρτιστεί έκθεση. Το σχετικό έγγραφο πρέπει να έχει θεωρηθεί από τα πρόσωπα που προβλέπονται στο άρθρο 446 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή από δικηγόρο.

Άρθρο 107
Διαθεσιμότητα των εγγράφων για εξέταση από τους μετόχους ή τους εταίρους


1. Κάθε μέτοχος ή εταίρος έχει το δικαίωμα να λαμβάνει γνώση στην έδρα της υπό μετατροπή εταιρείας, κατά τη χρονική περίοδο που ορίζεται στο άρθρο 120, στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 129 και στην παρ. 4 του άρθρου 136 κατά περίπτωση, των εξής τουλάχιστον εγγράφων:
α. της έκθεσης της παρ. 1 του άρθρου 106,
β. των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων και των ετήσιων εκθέσεων διαχείρισης του διοικητικού συμβουλίου ή των διαχειριστών της υπό μετατροπή εταιρείας των τριών (3) τελευταίων ετών, γ. κατά περίπτωση, της έκθεσης της παρ. 2 του άρθρου 123.

2. Κάθε μέτοχος ή εταίρος μπορεί να λάβει πλήρες αντίγραφο ή, αν το επιθυμεί, απόσπασμα των εγγράφων που προβλέπονται στην παρ. 1, ατελώς και με απλή αίτηση προς την εταιρεία. Εφόσον μέτοχος ή εταίρος έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για τη χρήση, από την υπό μετατροπή εταιρεία, των ηλεκτρονικών μέσων για τη διαβίβαση των πληροφοριών, τα εν λόγω αντίγραφα ή αποσπάσματα μπορεί να παρασχεθούν στο συγκεκριμένο μέτοχο ή εταίρο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

3. Η υπό μετατροπή εταιρεία απαλλάσσεται από την υποχρέωση να καταστήσει τα αναφερόμενα στην παρ. 1 έγγραφα διαθέσιμα στην έδρα της, εφόσον, yia συνεχή χρονική περίοδο που είναι η ίδια με εκείνη που αναφέρεται στην παρ. 1, τα καταστήσει διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της. Η παρ. 2 δεν εφαρμόζεται, εφόσον η ιστοσελίδα παρέχει στους μετόχους ή στους εταίρους τη δυνατότητα, καθόλη τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο, να μεταφορτώνουν και να εκτυπώνουν τα έγγραφα που αναφέρονται στην παρ. 1. Στην τελευταία περίπτωση, η εταιρεία υποχρεούται να θέτει τα έγγραφα στη διάθεση των μετόχων ή των εταίρων στην έδρα της. Η εταιρεία με τη νέα νομική της μορφή διατηρεί τις πληροφορίες στην ιστοσελίδα της για περίοδο δύο (2) ετών από την ημερομηνία λήφης της απόφασης για τη μετατροπή. Προσωρινή διακοπή της πρόσβασης στην ιστοσελίδα, η οποία προκαλείται από τεχνικούς ή άλλους λόγους, δεν θίγει το κύρος των πράξεων που έχουν αναρτηθεί σε αυτή.

4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης μπορεί η απαλλαγή που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 να εξαρτάται από όρους και περιορισμούς που είναι απαραίτητοι για να προστατευτεί η ασφάλεια της ιστοσελίδας και η γνησιότητα των εγγράφων.

5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης μπορεί να καθορίζονται οι συνέπειες που έχει η προσωρινή διακοπή πρόσβασης στην ιστοσελίδα, σύμφωνα με την παρ. 3, εφόσον η διακοπή προκαλείται από τεχνικούς ή άλλους λόγους.

Άρθρο 108
Απόφαση της συνέλευσης ή των εταίρων


1. Για τη μετατροπή απαιτείται απόφαση της συνέλευσης ή των εταίρων, με το περιεχόμενο του άρθρου 109. Η απόφαση λαμβάνεται όπως ορίζεται στο νόμο και στο καταστατικό της υπό μετατροπή εταιρείας.

2. Εφόσον υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες εταιρικών συμμετοχών, η απόφαση για τη μετατροπή υποβάλλεται σε έγκριση από κάθε κατηγορία μετόχων ή εταίρων, τα δικαιώματα των οποίων επηρεάζει η μετατροπή.

Άρθρο 109
Ελάχιστο περιεχόμενο της απόφασης για τη μετατροπή


Η απόφαση της συνέλευσης ή των εταίρων για τη μετατροπή, σύμφωνα με το άρθρο 108, περιλαμβάνει τουλάχιστον:
α. τη νομική μορφή και την επωνυμία της εταιρείας με τη νέα νομική της μορφή,
β. το είδος, την αξία και τον τρόπο διάθεσης των εταιρικών συμμετοχών στην εταιρεία
με τη νέα νομική της μορφή, γ. τους όρους που αποτελούν υποχρεωτικό περιεχόμενο του καταστατικού σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την εταιρεία με τη νέα νομική της μορφή, δ. εφόσον συντρέχει περίπτωση, τα δικαιώματα που παρέχονται από την εταιρεία με τη νέα νομική της μορφή στους μετόχους ή στους εταίρους που έχουν ειδικά δικαιώματα, καθώς και στους δικαιούχους άλλων δικαιωμάτων ή τα μέτρα που προτείνονται γι' αυτούς.

Άρθρο 110
Επωνυμία


Εφόσον δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό από τις οικείες διατάξεις της εταιρικής νομοθεσίας, η επωνυμία της εταιρείας μπορεί να διατηρηθεί και με τη νέα νομική της μορφή με αντίστοιχη προσαρμογή των ενδείξεων που προσδιορίζουν τη μορφή αυτή.

Άρθρο 111
Διατυπώσεις δημοσιότητας-Πράξεις και στοιχεία που υποβάλλονται σε δημοσιότητα


1. Η μετατροπή υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του ν. 3419/2005.

2. Στη δημοσιότητα της παρ. 1 υποβάλλεται η απόφαση της συνέλευσης ή των εταίρων της υπό μετατροπή εταιρείας, η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με τα άρθρα 108 και 109, και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, το συμβολαιογραφικό έγγραφο στον τύπο του οποίου έχει υποβληθεί το καταστατικό της εταιρείας με τη νέα νομική της μορφή, καθώς και η εγκριτική απόφαση που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 112.

Άρθρο 112
Προληπτικός έλεγχος νομιμότητας


1. Με την επιφύλαξη της παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 4548/2018, η δημοσιότητα προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση προηγούμενο έλεγχο της νομιμότητας όλων των πράξεων και διατυπώσεων που επιβάλλει ο παρών στην υπό μετατροπή εταιρεία. Ο έλεγχος νομιμότητας του προηγούμενου εδαφίου περιορίζεται στην τήρηση των διατάξεων του παρόντος, της εταιρικής νομοθεσίας που διέπει την υπό μετατροπή εταιρεία, του καταστατικού αυτής και των διατάξεων του ν. 3419/2005.

2. Σε περίπτωση μετατροπής εταιρείας άλλης μορφής σε ανώνυμη εταιρεία ή ευρωπαϊκή εταιρεία (SE) και αντίστροφα, η δημοσιότητα σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 111 προϋποθέτει προηγούμενη εγκριτική απόφαση του περιφερειάρχη του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης δεύτερου βαθμού, στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα της η υπό μετατροπή εταιρεία. Η εγκριτική απόφαση εκδίδεται μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου νομιμότητας της παρ. 1, χωρίς να απαιτείται στην περίπτωση αυτή η διενέργεια πρόσθετου ελέγχου νομιμότητας και από συναρμόδια υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παρ. 3.

3. Εφόσον δεν πρόκειται για τη μετατροπή εταιρείας άλλης μορφής σε ανώνυμη εταιρεία ή ευρωπαϊκή εταιρεία (SE) και αντίστροφα, η δημοσιότητα στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παρ. 1 ενεργείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες Γ.Ε.ΜΗ. που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3419/2005, χωρίς την έκδοση προηγούμενης εγκριτικής απόφασης. Η υποβολή σε δημοσιότητα πραγματοποιείται μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου νομιμότητας της παρ. 1, για τη διενέργεια του οποίου μόνη αρμόδια είναι η Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ., στην περιφέρεια της οποίας έχει την έδρα της η υπό μετατροπή εταιρεία.

Άρθρο 113
Αποτελέσματα της μετατροπής


1. Η μετατροπή συντελείται με μόνη την καταχώριση, σύμφωνα με την υποπερίπτ. αα' της περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3419/2005, της απόφασης της συνέλευσης ή των εταίρων για τη μετατροπή.

2. Εφόσον το καταστατικό της εταιρείας με τη νέα νομική της μορφή έχει υποβληθεί στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, η μετατροπή συντελείται με μόνη την καταχώριση, σύμφωνα με την υποπερίπτ. αα' της περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3419/2005, του συμβολαιογραφικού εγγράφου.

3. Από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2, κατά περίπτωση, επέρχονται αυτοδίκαια και έναντι όλων τα εξής αποτελέσματα:
α. η μετατραπείσα εταιρεία διατηρεί τη νομική της προσωπικότητα και συνεχίζεται με τη νέα νομική της μορφή χωρίς να πραγματοποιείται μεταβίβαση της περιουσίας της, με ειδική ή καθολική διαδοχή,
β. οι διοικητικές άδειες που έχουν εκδοθεί υπέρ της μετατραπείσας εταιρείας συνεχίζουν να υφίστανται,
γ. οι μέτοχοι ή οι εταίροι της μετατραπείσας εταιρείας μετέχουν στην εταιρεία με τη νέα νομική της μορφή, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν αυτή, δ. δικαιώματα τρίτων στις εταιρικές συμμετοχές της μετατραπείσας εταιρείας διατηρούνται στις εταιρικές συμμετοχές με τη νέα νομική της μορφή.

4. Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδίκαια και χωρίς άλλη διατύπωση στο όνομα της εταιρείας με τη νέα νομική της μορφή.

Άρθρο 114
Προστασία των πιστωτών και των κατόχων ειδικών προνομίων χωρίς δικαίωμα ψήφου


1. Μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας της παρ. 1 του άρθρου 111, οι πιστωτές της εταιρείας με τη νέα νομική της μορφή, των οποίων οι απαιτήσεις είχαν γεννηθεί πριν από το χρόνο αυτό, χωρίς να έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες, έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν κατάλληλες εγγυήσεις από την εταιρεία, εφόσον αποδεικνύουν επαρκώς ότι η οικονομική κατάσταση της εταιρείας εξαιτίας της μετατροπής καθιστά απαραίτητη την παροχή τέτοιων εγγυήσεων και εφόσον δεν έχουν ήδη λάβει τέτοιες εγγυήσεις.

2. Κάθε διαφορά που προκύπτει από την εφαρμογή της παρ. 1 επιλύεται από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας με τη νέα νομική της μορφή, το οποίο στην περίπτωση αυτή δικάζει με τη διαδικασία των άρθρων 682 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου πιστωτή. Η αίτηση κατατίθεται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών, η οποία αρχίζει από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας της παρ. 1 του άρθρου 111. Με την απόφασή του το δικαστήριο μπορεί να λάβει τα κατά την κρίση του επαρκή και πρόσφορα μέτρα για την εξασφάλιση της απαίτησης του αιτούντος.

3. Κάτοχοι ειδικών δικαιωμάτων χωρίς δικαίωμα ψήφου έχουν αξίωση για την παροχή ανάλογων κατά το δυνατόν δικαιωμάτων στην εταιρεία υπό τη νέα μορφή.

Άρθρο 115
Ευθύνη


1. Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή κάθε διαχειριστής της υπό μετατροπή εταιρείας ευθύνεται έναντι των μετόχων ή των εταίρων αυτής για κάθε πταίσμα του κατά την προετοιμασία και την πραγματοποίηση της μετατροπής.

2. Δε θίγεται η ευθύνη των προσώπων που αναφέρονται στην παρ. 1 για ζημία τρίτων κατά τις γενικές διατάξεις.

3. Οι αξιώσεις της παρ. 1 εισάγονται στο καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριοκαι μπορεί να ασκούνται από ειδικό εκπρόσωπο, ο οποίος διορίζεται από το δικαστήριο του άρθρου 5, που δικάζει κατά την εκούσια δικαιοδοσία, με αίτηση κάθε διαδίκου ή, αν πρόκειται για μετατροπή ανώνυμης εταιρείας σε άλλη εταιρική μορφή, με αίτηση μετόχου ή μετόχων που κατά τη συντέλεση της μετατροπής σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 113 κατείχαν το ένα πεντηκοστό (1/50) τουλάχιστον του μετοχικού κεφαλαίου. Για τον ορισμό ειδικού εκπροσώπου, το δικαστήριο πρέπει να πιθανολογήσει την ύπαρξη της αξίωσης των αιτούντων. Η απόφαση του δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Σε περίπτωση άσκησης αξιώσεων κατά περισσότερων υποχρέων, είναι δυνατό να οριστεί ο ίδιος ή διαφορετικοί ειδικοί εκπρόσωποι.

4. Η απόφαση που διορίζει ειδικό εκπρόσωπο υποβάλλεται σε δημοσιότητα, με επιμέλειά του, στη μερίδα της εταιρείας στο Γ.Ε.ΜΗ. και, κατά περίπτωση, στην ιστοσελίδα της εταιρείας, μαζί με πρόσκληση του ειδικού εκπροσώπου προς τους μετόχους ή τους εταίρους της εταιρείας να δηλώσουν στον ίδιο, αν επιθυμούν να ασκήσει αξιώσεις για λογαριασμό τους. Εφόσον το καταστατικό ή η εταιρική σύμβαση της εταιρείας προβλέπει και άλλους τρόπους ενημέρωσης των μετόχων ή των εταίρων για τη διεξαγωγή συνέλευσης ή τη λήφη αποφάσεων των εταίρων, αυτοί εφαρμόζονται ανάλογα και στην πρόσκληση του πρώτου εδαφίου. Οι μέτοχοι ή οι εταίροι πρέπει να προβούν στην ανωτέρω δήλωση μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι (6) μηνών από την ολοκλήρωση της δημοσιότητας που προβλέπεται στην παρούσα. Κατά τη διάρκεια αυτής της προθεσμίας η παραγραφή των αξιώσεών τους αναστέλλεται.

5. Η απόφαση της παρ. 3 καθορίζει την αμοιβή του ειδικού εκπροσώπου, η οποία του οφείλεται από τους μετόχους ή τους εταίρους που εκπροσωπεί αναλογικά με το ποσοστό συμμετοχής καθενός στην υπό μετατροπή εταιρεία κατά τη συντέλεση της μετατροπής σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 113. Διαφορετική συμφωνία για αμοιβή μεταξύ του ειδικού εκπροσώπου και των μετόχων ή των εταίρων που εκπροσωπεί δεν αποκλείεται.

Άρθρο 116
Ακυρότητα της μετατροπής


1. Η μετατροπή που συντελέστηκε σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 113 κηρύσσεται άκυρη με δικαστική απόφαση, εφόσον η απόφαση της συνέλευσης ή των εταίρων, συμπεριλαμβανομένης και της περίπτωσης των μετόχων ή των εταίρων που αποφασίζουν σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 105, είναι άκυρη ή ακυρώσιμη.

2. Εφόσον το ελάττωμα της παρ. 1 εξαλειφθεί ή ιαθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη συζήτηση της αίτησης για την κήρυξη της ακυρότητας της μετατροπής, η μετατροπή δεν κηρύσσεται άκυρη. Επιπλέον, το δικαστήριο τάσσει προθεσμία για την άρση των λόγων ακυρότητας της μετατροπής, εφόσον η άρση είναι εφικτή. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται. Εφόσον παρασχεθεί η ανωτέρω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων.

3. Η αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας της μετατροπής ασκείται μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 113, κατά περίπτωση και υπάγεται στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Σε περίπτωση ακυρότητας της παρ. 1, η αίτηση μπορεί να υποβληθεί από μετόχους ή από εταίρους, εφόσον δεν έλαβαν μέρος στη λήψη της απόφασης ή αντιτάχθηκαν στη λήψη της, καθώς και από πιστωτή, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Σε περίπτωση ακυρωσίας της παρ. 1, η αίτηση μπορεί να υποβληθεί μόνον από μέτοχο ή από μετόχους ή από εταίρο ή από εταίρους που εκπροσωπούν συνολικά το ένα εικοστό (1/20) τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου στην υπό μετατροπή εταιρεία, εφόσον δεν έλαβαν μέρος στη λήψη της απόφασης ή αντιτάχθηκαν στη λήψη της.

4. Όπου συντρέχει περίπτωση κατά την παρ. 1, η ακυρότητα ή η ακυρωσία της απόφασης της συνέλευσης ή των εταίρων κρίνεται αποκλειστικά από το δικαστήριο που δικάζει την αίτηση της παρ. 3.

5. Το δικαστήριο μπορεί να μην κηρύξει την ακυρότητα της μετατροπής, εφόσον κρίνει ότι αυτή είναι δυσανάλογη σε σχέση με το ελάττωμα της απόφασης της συνέλευσης ή των εταίρων. Σ' αυτή την περίπτωση, ο αιτών έχει χρηματική αξίωση κατά της εταιρείας προς αποκατάσταση της ζημίας που του προκάλεσε το συγκεκριμένο ελάττωμα, η οποία πρέπει να ασκηθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) έτους από το αμετάκλητο της δικαστικής απόφασης. Την ίδια αξίωση έχουν μέτοχοι ή εταίροι που δεν μπορούν να ζητήσουν την κήρυξη της ακυρότητας της μετατροπής, επειδή δεν διαθέτουν το απαιτούμενο ποσοστό μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφου σύμφωνα με την παρ. 3.

6. Ακύρωση με δικαστική απόφαση, της διοικητικής πράξης, με την οποία εγκρίθηκε η μετατροπή σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 112, δεν επιφέρει ανατροπή των αποτελεσμάτων της μετατροπής ούτε αποτελεί λόγο κήρυξης της ακυρότητάς της. Αξιώσεις αποζημίωσης σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις ή τις διατάξεις του παρόντος δεν θίγονται.

7. Η αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας της μετατροπής και η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα δημοσιεύονται στο Γ.Ε.ΜΗ. Στην απόφαση αυτή δεν εφαρμόζεται το άρθρο 763 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Με την ίδια απόφαση το δικαστήριο λαμβάνει, ύστερα από σχετικό αίτημα ή και αυτεπάγγελτα, τα αναγκαία κατά την κρίση του μέτρα για την προστασία των συμφερόντων που τίθενται σε διακινδύνευση.

8. Τριτανακοπή κατά της απόφασης που κηρύσσει την ακυρότητα της μετατροπής, μπορεί να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση σύμφωνα με την παρ. 7.

9. Η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα της μετατροπής δεν θίγει το κύρος των συναλλαγών της εταιρείας που έγιναν μετά την καταχώριση της μετατροπής στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 113 και πριν από τη δημοσίευση της απόφασης σύμφωνα με την παρ. 7 του παρόντος.

Άρθρο 117
Μη δίκαιος καθορισμός των εταιρικών συμμετοχών στην εταιρεία με τη νέα μορφή


1. Η μετατροπή που συντελέστηκε σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 113 δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρη για το λόγο ότι η εταιρική συμμετοχή στην εταιρεία με τη νέα νομική της μορφή δεν αποτελεί δίκαιο και λογικό αντάλλαγμα για την εταιρική συμμετοχή στην εταιρεία πριν τη μετατροπή.

2. Σ'αυτή την περίπτωση, κάθε θιγόμενος μέτοχος ή εταίρος μπορεί να αξιώσει από την εταιρεία την καταβολή αποζημίωσης. Η αποζημίωση ορίζεται από το δικαστήριο της παρ. 1 του άρθρου 5. Η σχετική αξίωση παραγράφεται μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από τη συντέλεση της μετατροπής σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 113.

Κεφάλαιο Β'
Ειδικές διατάξεις yux τη μετατροπή προσωπικών εταιρειών


Άρθρο 118
Εφαρμοζόμενες διατάξεις


1. Τα άρθρα 119 έως 127 εφαρμόζονται εφόσον η υπό μετατροπή εταιρεία είναι προσωπική εταιρεία των περιπτ. δ', ε' και ζ' της παρ. 1 του άρθρου 2.

2. Τα ανωτέρω άρθρα εφαρμόζονται και όταν η υπό μετατροπή εταιρεία είναι ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρεία της περίπτ. στ' της παρ. 1 του άρθρου 2, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στις διατάξεις που διέπουν αυτή την εταιρική μορφή.

3. Με την επιφύλαξη ειδικότερης διάταξης του παρόντος στην υπό μετατροπή προσωπική εταιρεία εφαρμόζονται οι διατάξεις του έβδομου μέρους του ν. 4072/2012.

Άρθρο 119
Μετατροπή λυθείσας προσωπικής εταιρείας


Η μετατροπή λυθείσας προσωπικής εταιρείας επιτρέπεται με τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 3, εκτός αν οι εταίροι έχουν συμφωνήσει, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 268 του ν. 4072/2012, να μην ακολουθήσει εκκαθάριση.

Άρθρο 120
Διαθεσιμότητα των εγγράφων για έλεγχο από τους εταίρους - γραπτή έκθεση για τη μετατροπή

1. Το δικαίωμα των εταίρων που προβλέπεται στο άρθρο 107 μπορεί να ασκείται yia συνεχή χρονική περίοδο που αρχίζει οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη λήψη της απόφασης του άρθρου 121 και λήγει με τη λήψη της.

2. Δεν απαιτείται γραπτή έκθεση προς τους εταίρους, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 106, εφόσον το σύνολο των εταίρων της υπό μετατροπή εταιρείας είναι συγχρόνως και διαχειριστές της.

Άρθρο 121
Απόφαση των εταίρων


1. Η απόφαση των εταίρων προσωπικής εταιρείας για τη μετατροπή της λαμβάνεται με ομοφωνία. Η εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέπει τη λήψη της απόφασης με πλειοψηφία τριών τετάρτων (3/4) τουλάχιστον του όλου αριθμού των εταίρων.

2. Εφόσον εταίρος της υπό μετατροπή εταιρείας ευθύνεται προσωπικά, μετά τη μετατροπή, για τα χρέη της εταιρείας με τη νέα της νομική μορφή απαιτείται η ρητή συναίνεσή του. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση μετατροπής σε ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, εφόσον εταίρος της υπό μετατροπή εταιρείας πρόκειται να λάβει μερίδια που αντιστοιχούν σε εξωκεφαλαιακές εισφορές.

3. Ο εταίρος που διαφώνησε με την απόφαση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1, έχει δικαίωμα εξόδου από την εταιρεία. Το δικαίωμα εξόδου της παρούσας δεν μπορεί να περιοριστεί από την εταιρική σύμβαση.

Άρθρο 122
Περιεχόμενο και τύπος της απόφασης

1. Η απόφαση των εταίρων για τη μετατροπή και η εταιρική σύμβαση της εταιρείας με τη νέα νομική της μορφή πρέπει να περιλαμβάνουν και τους εταίρους που, ως εταίροι της εταιρείας με τη νέα νομική της μορφή ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της, εφόσον συντρέχει περίπτωση τέτοιας ευθύνης.

2. Σε περίπτωση μετατροπής σε ανώνυμη εταιρεία, η απόφαση της παρ. 1 και το καταστατικό της εταιρείας με τη νέα νομική της μορφή πρέπει να περιλαμβάνουν και τη σύνθεση του πρώτου διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας και των ελεγκτών της πρώτης εταιρικής χρήσης. Στην ίδια απόφαση και στο καταστατικό μπορεί επίσης να περιλαμβάνεται και ο διορισμός προέδρου, αντιπροέδρου, διευθύνοντος ή εντεταλμένου συμβούλου ή προσώπων με άλλη ιδιότητα και αρμοδιότητες για το πρώτο διοικητικό συμβούλιο.

3. Σε περίπτωση μετατροπής σε ανώνυμη εταιρεία ή σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και, με τους όρους του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 49 του ν. 4072/2012, σε περίπτωση μετατροπής σε ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση που προβλέπεται από το νόμο, η απόφαση της παρ. 1 πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου.

Άρθρο 123
Ελάχιστο κεφάλαιο - εξακρίβωση της αξίας της περιουσίας της υπό μετατροπή εταιρείας


1. Σε περίπτωση μετατροπής σε κεφαλαιουχική εταιρεία απαιτείται προηγούμενη εξακρίβωση της αξίας της περιουσίας της υπό μετατροπή εταιρείας από τα πρόσωπα της παρ. 3 του άρθρου 17 του ν. 4548/2018.

2. Η έκθεση εξακρίβωσης που συντάσσεται σύμφωνα με την παρ. 1 υποβάλλεται σε δημοσιότητα με ανάλογη εφαρμογή της παρ. 8 του άρθρου 17 του ν. 4548/2018.

3. Στην περίπτωση της παρ. 1, το κεφάλαιο της εταιρείας με τη νέα νομική της μορφή δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο, χωρίς νέες εισφορές, από το ποσό που προκύπτει, αν από τη συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων της υπό μετατροπή εταιρείας αφαιρεθούν οι υποχρεώσεις της. Εφόσον το κεφάλαιο της εταιρείας με τη νέα νομική της μορφή υπολείπεται από το ελάχιστο όριο που προβλέπεται από το νόμο ή το καταστατικό για την εταιρεία αυτή, η διαφορά καλύπτεται με νέες εισφορές.

Άρθρο 124
Είσοδος νέων εταίρων


Στην εταιρεία με τη νέα νομική της μορφή μπορεί να εισέλθουν νέοι μέτοχοι ή εταίροι σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία της.

Άρθρο 125
Αυτοδίκαιη μετατροπή ετερόρρυθμης εταιρείας σε ομόρρυθμη εταιρεία


1. Ετερόρρυθμη εταιρεία μετατρέπεται αυτοδίκαια σε ομόρρυθμη εταιρεία σε περίπτωση εξόδου, αποκλεισμού ή θανάτου του μοναδικού ετερόρρυθμου εταίρου.

2. Οι διαχειριστές υποχρεούνται να αναγγείλουν στο Γ.Ε.ΜΗ. τα περιστατικά της παρ. 1.

Άρθρο 126
Αυτοδίκαιη μετατροπή ομόρρυθμης εταιρείας σε ετερόρρυθμη εταιρεία


1. Ομόρρυθμη εταιρεία μετατρέπεται αυτοδίκαια σε ετερόρρυθμη εταιρεία, στις περιπτώσεις :
α. εισόδου νέου εταίρου με την ιδιότητα του ετερόρρυθμου εταίρου, β. μετατροπής της ιδιότητας ενός έστω ομόρρυθμου εταίρου σε ετερόρρυθμο εταίρο.

2. Στην περίπτ. β' της παρ. 1 εφαρμόζονται αναλόγως οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 114.

Άρθρο 127
Παραγραφή αξιώσεων κατά ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταίρων


1. Σε περίπτωση μετατροπής ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας σε κεφαλαιουχική, οι αξιώσεις κατά των ομόρρυθμων και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, κατά των ετερόρρυθμων εταίρων, παραγράφονται ύστερα από πέντε (5) έτη από τη συντέλεση της μετατροπής, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 113, κατά περίπτωση, εκτός αν η αξίωση κατά της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας υπόκειται σε βραχύτερη παραγραφή.

2. Σε περίπτωση μετατροπής ομόρρυθμης εταιρείας σε ετερόρρυθμη σύμφωνα με την περίπτ. β' της παρ. 1 του άρθρου 126, οι αξιώσεις κατά των ομόρρυθμων εταίρων που μετατράπηκαν σε ετερόρρυθμους παραγράφονται ύστερα από πέντε (5) έτη από τη συντέλεση της μετατροπής, εκτός αν η αξίωση κατά της ομόρρυθμης εταιρείας υπόκειται σε βραχύτερη παραγραφή.

3. Η ευθύνη των παρ. 1 και 2 δεν υφίσταται έναντι των δανειστών της μετατραπείσας εταιρείας που συγκατατέθηκαν εγγράφως στη μετατροπή.

4. Στις προθεσμίες των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής. Αν η αξίωση καταστεί ληξιπρόθεσμη μετά τη συντέλεση της μετατροπής σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 113, κατά περίπτωση, η παραγραφή αρχίζει από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο η αξίωση καθίσταται ληξιπρόθεσμη.

Κεφάλαιο Γ'
Ειδικές διατάξεις για τη μετατροπή κεφαλαιουχικών εταιρειών

Άρθρο 128
Εφαρμοζόμενες διατάξεις


1. Τα άρθρα 129 έως 133 εφαρμόζονται εφόσον η υπό μετατροπή εταιρεία είναι κεφαλαιουχική εταιρεία των περιπτ. α', β' και γ' της παρ. 1 του άρθρου 2.

2. Εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα στην υπό μετατροπή κεφαλαιουχική εταιρεία εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις της εταιρικής νομοθεσίας.

Άρθρο 129
Γραπτή έκθεση - Διαθεσιμότητα των εγγράφων για εξέταση από τους μετόχους ή τους εταίρους


1. Σε περίπτωση μετατροπής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας, δεν απαιτείται γραπτή έκθεση προς τους εταίρους για τη μετατροπή, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 106, εφόσον το σύνολο των εταίρων της υπό μετατροπή εταιρείας είναι συγχρόνως και διαχειριστές της.

2. Σε περίπτωση μετατροπής ανώνυμης εταιρείας, το δικαίωμα των μετόχων που προβλέπεται στο άρθρο 107, μπορεί να ασκείται για συνεχή χρονική περίοδο που αρχίζει έναν (1) τουλάχιστον μήνα πριν από τη συνεδρίαση της συνέλευσης που καλείται να αποφασίσει για τη μετατροπή και λήγει με το τέλος της συνέλευσης αυτής.

3. Σε περίπτωση μετατροπής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας, το δικαίωμα των εταίρων που προβλέπεται στο άρθρο 107 μπορεί να ασκείται για συνεχή χρονική περίοδο που αρχίζει το αργότερο με τη σύγκληση της συνέλευσης των εταίρων που καλείται να αποφασίσει για τη μετατροπή και λήγει με το τέλος της συνέλευσης αυτής.

Άρθρο 130
Απόφαση των εταίρων


1. Σε περίπτωση μετατροπής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, η απόφαση της συνέλευσης των εταίρων λαμβάνεται σύμφωνα με την πλειοψηφία της παρ. 1 του άρθρου 38 του ν. 3190/1955.

2. Η μετατροπή οποιασδήποτε κεφαλαιουχικής εταιρείας σε ομόρρυθμη εταιρεία πραγματοποιείται με ομόφωνη απόφαση του συνόλου των μετόχων ή των εταίρων της. Μη εμφανισθέντες στη συνέλευση μέτοχοι ή εταίροι μπορούν να εγκρίνουν την απόφαση για τη μετατροπή εγγράφως. Το σχετικό έγγραφο πρέπει να έχει θεωρηθεί από τα πρόσωπα που προβλέπονται στο άρθρο 446 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή από δικηγόρο. Όροι του καταστατικού της υπό μετατροπή εταιρείας που επιτρέπουν τη λήψη απόφασης για μετατροπή της με πλειοψηφία δεν λαμβάνονται υπόψη.

3. Εφόσον μέτοχος ή εταίρος της υπό μετατροπή εταιρείας ευθύνεται προσωπικά, μετά τη μετατροπή, για τα χρέη της εταιρείας με τη νέα νομική της μορφή, απαιτείται η ρητή συναίνεσή του. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση μετατροπής σε ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, εφόσον μέτοχος ή εταίρος της υπό μετατροπή εταιρείας πρόκειται να λάβει μερίδια που αντιστοιχούν σε εξωκεφαλαιακές εισφορές.

4. Μέτοχος ή εταίρος που διαφώνησε με τη μετατροπή, δικαιούται να ζητήσει την εξαγορά των μετοχών ή των μεριδίων του ή, κατά περίπτωση, την έξοδό του από την υπό μετατροπή εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την οικεία εταιρική μορφή, που εφαρμόζονται αναλόγως. Ο ίδιος μέτοχος ή εταίρος δικαιούται επίσης να μεταβιβάσει τις μετοχές ή τα μερίδιά του σε τρίτους κατά παρέκκλιση καταστατικών όρων που εισάγουν απαγορεύσεις ή δεσμεύσεις αναφορικά με τη δυνατότητα μεταβίβασης.

Άρθρο 131
Περιεχόμενο και τύπος της απόφασης για τη μετατροπή - ελάχιστο κεφάλαιο - μετοχές και εταιρικά μερίδια της μετατραπείσας εταιρείας


1. Για το περιεχόμενο και τον τύπο της απόφασης της συνέλευσης των μετόχων ή των εταίρων για τη μετατροπή, εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 122.

2. Σε περίπτωση μετατροπής σε ανώνυμη εταιρεία, σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και σε ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, για το ελάχιστο κεφάλαιο και την εξακρίβωση της αξίας της περιουσίας εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 123.

Άρθρο 132
Είσοδος νέων μετόχων ή εταίρων


Στην εταιρεία με τη νέα της νομική μορφή μπορεί να εισέλθουν νέοι μέτοχοι ή εταίροι σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία της.

Άρθρο 133
Παραγραφή αξιώσεων κατά εταίρων ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με εγγυητές εισφορές


1. Σε περίπτωση μετατροπής ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας, εφόσον υπάρχουν μερίδια που αντιστοιχούν σε εγγυητικές εισφορές και οι εταίροι που κατέχουν τα μερίδια αυτά δεν ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της εταιρείας που γεννώνται μετά τη μετατροπή της, οι αξιώσεις κατά των εταίρων αυτών για τα χρέη της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας παραγράφονται ύστερα από τρία (3) έτη από τη συντέλεση της μετατροπής σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 113, κατά περίπτωση, εκτός αν η αξίωση κατά της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας υπόκειται σε βραχύτερη παραγραφή.

2. Η ευθύνη της παρ. 1 δεν υφίσταται έναντι των δανειστών της μετατραπείσας ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας που συγκατατέθηκαν εγγράφως στη μετατροπή.

3. Στην προθεσμία της παρ. 1 εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής. Αν η αξίωση καταστεί ληξιπρόθεσμη μετά τη συντέλεση της μετατροπής σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 113, κατά περίπτωση, η παραγραφή αρχίζει από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο η αξίωση καθίσταται ληξιπρόθεσμη.

Κεφάλαιο Δ'

Άρθρο 134
Ειδικές διατάξεις για τη μετατροπή ευρωπαϊκής εταιρείας (SE) σε ανώνυμη εταιρεία και αντίστροφα


Για τη μετατροπή ευρωπαϊκής εταιρείας (5Ε) σε ανώνυμη εταιρεία και αντίστροφα εφαρμόζονται αναλογικά τα άρθρα 128-133, στο μέτρο που αφορούν την ανώνυμη εταιρεία, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κανονισμού 2157/2001 και τις διατάξεις του ν. 3412/2005.

Κεφάλαιο Ε'
Ειδικές διατάξεις για τη μετατροπή αστικών συνεταιρισμών

Άρθρο 135
Εφαρμοζόμενες διατάξεις


1. Τα άρθρα 136 έως 139 εφαρμόζονται κατά τη μετατροπή αστικού συνεταιρισμού της περίπτ. θ' της παρ. 1 του άρθρου 2 σε άλλη εταιρεία, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

2. Εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα στον υπό μετατροπή συνεταιρισμό εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 1667/1986.

Άρθρο 136
Έγκριση της μετατροπής - δικαίωμα εξόδου


1. Η απόφαση της γενικής συνέλευσης του συνεταιρισμού, σύμφωνα με το άρθρο 108, λαμβάνεται με την απαρτία και την πλειοψηφία που προβλέπονται αντίστοιχα στην παρ. 4 και στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 5 του ν. 1667/1986.

2. Ο συνεταίρος που διαφώνησε με την απόφαση της παρ. 1 έχει δικαίωμα εξόδου από το συνεταιρισμό. Το δικαίωμα εξόδου του προηγούμενου εδαφίου δεν μπορεί να περιοριστεί από το καταστατικό και ιδίως δεν υπόκειται σε όρο του καταστατικού για ελάχιστη υποχρεωτική παραμονή στο συνεταιρισμό. Περιορισμός της αξίωσης του συνεταίρου για απόδοση της αξίας της μερίδας του από ειδικές διατάξεις του νόμου δεν θίγεται.

3. Για τη μετατροπή εταιρείας σε συνεταιρισμό απαιτείται ομόφωνη απόφαση του συνόλου των μετόχων ή των εταίρων, εφόσον το καταστατικό του συνεταιρισμού προβλέπει ευθύνη των συνεταίρων για τα χρέη του συνεταιρισμού που υπερβαίνει την αξία κάθε συνεταιριστικής μερίδας. Μη εμφανισθέντες στη συνέλευση μέτοχοι ή εταίροι μπορούν να εγκρίνουν την απόφαση για τη μετατροπή εγγράφως. Το σχετικό έγγραφο πρέπει να έχει θεωρηθεί από τα πρόσωπα που προβλέπονται στο άρθρο 446 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή από δικηγόρο. Όροι του καταστατικού της υπό μετατροπή εταιρείας που επιτρέπουν τη λήψη απόφασης για μετατροπή της με πλειοψηφία δεν λαμβάνονται υπόψη.

4. Το δικαίωμα των συνεταίρων που προβλέπεται στο άρθρο 107 μπορεί να ασκείται για συνεχή χρονική περίοδο που αρχίζει το αργότερο με τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης της παρ. 1 και λήγει με το πέρας αυτής.

Άρθρο 137
Αποτελέσματα της μετατροπής


Η μετατροπή συνεταιρισμού συντελείται με την καταχώριση που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 113. Οι λοιπές διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 1667/1986 δε θίγονται.

Άρθρο 138
Παραγραφή αξιώσεων κατά συνεταίρων


1. Σε περίπτωση μετατροπής συνεταιρισμού σε εταιρεία, της οποίας οι μέτοχοι ή εταίροι δεν ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της, οι αξιώσεις κατά των συνεταίρων για τα χρέη του συνεταιρισμού παραγράφονται ύστερα από ένα (1) έτος από τη συντέλεση της μετατροπής σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 113, εκτός αν η αξίωση κατά του συνεταιρισμού υπόκειται σε βραχύτερη παραγραφή.

2. Η ευθύνη της παρ. 1 δεν υφίσταται έναντι των δανειστών του συνεταιρισμού που συγκατατέθηκαν εγγράφως στη μετατροπή.

3. Στην προθεσμία της παρ. 1 εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής. Αν η αξίωση καταστεί ληξιπρόθεσμη μετά τη συντέλεση της μετατροπής σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 113, η παραγραφή αρχίζει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αξίωση καθίσταται ληξιπρόθεσμη.

Κεφάλαιο ΣΤ'
Ειδικές διατάξεις για τη μετατροπή ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας (ΕΣΕτ) σε αστικό συνεταιρισμό και αντίστροφα


Άρθρο 139

Για τη μετατροπή ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας (ΕΣΕτ) σε αστικό συνεταιρισμό και αντίστροφα εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 130, των άρθρων 135 έως 138 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 1435/2003 και του μέρους Δ' του ν. 4099/2012.

Μέρος Ε'
Τελικές και μεταβατικές διατάξεις

Άρθρο 140
Διατηρούμενες σε ισχύ διατάξεις


1. Ειδικές διατάξεις εταιρικού δικαίου που ρυθμίζουν θέματα μετασχηματισμών άλλων εταιρικών μορφών από εκείνες της παρ. 1 του άρθρου 2, ιδίως όσον αφορά το επιτρεπτό, τις προϋποθέσεις, τη διαδικασία πραγματοποίησης και τα αποτελέσματά τους, παραμένουν σε ισχύ.

2. Ειδικές διατάξεις που ρυθμίζουν ζητήματα μετασχηματισμών, για συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων ή για επιχειρήσεις που υπόκεινται σε ειδική εποπτεία ή προβλέπουν μεταξύ άλλων την έκδοση ειδικής εγκριτικής απόφασης, παραμένουν σε ισχύ. Για όσα θέματα δε ρυθμίζονται από τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος.

3. Εταιρικοί μετασχηματισμοί του παρόντος, οι οποίοι πραγματοποιούνται από ή στους οποίους μετέχει πιστωτικό ίδρυμα ή άλλο νομικό πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16 του ν. 2515/1997 (ΑΊ54) διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος συμπληρωματικά προς τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2515/1997, οι οποίες παραμένουν σε ισχύ.

Άρθρο 141
Μεταβατικές διατάξεις


1. Ο παρών νόμος εφαρμόζεται σε:
α) συγχωνεύσεις στις οποίες η ημερομηνία του σχεδίου του άρθρου 7 είναι μεταγενέστερη της ενάρξεως ισχύος του, για οποιαδήποτε από τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση,
β) διασπάσεις στις οποίες η ημερομηνία του σχεδίου του άρθρου 59 είναι μεταγενέστερη της ενάρξεως ισχύος του, για οποιαδήποτε από τις εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση,
γ) μετατροπές στις οποίες η απόφαση του άρθρου 108 λαμβάνεται μετά την έναρξης ισχύος του.

2. Μετασχηματισμοί οι οποίοι δεν εμπίπτουν στις διατάξεις των παρ. 1 έως 3 συνεχίζουν να διέπονται από τις προϊσχύουσες διατάξεις.

Άρθρο 142
Παραπομπές

Όπου διάταξη νόμου παραπέμπει στις περί συγχωνεύσεων, διασπάσεων ή μετατροπών διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, των νόμων 3190/1955, 4072/2012 και 1667/1986 ή άλλων νομοθετημάτων, όσον αφορά εταιρικές μορφές που εμπίπτουν στην παρ. 1 του άρθρου 2, από την έναρξη ισχύος του παρόντος η παραπομπή αυτή νοείται ότι αναφέρεται στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος.

Άρθρο 143
Τροποποίηση του ν.2515/1997


Η παρ. 16 του άρθρου 16 του ν.2515/1997 (Α' 154) αντικαθίσταται ως εξής:
«16. Οι διατάξεις των παρ. 4 έως και 12 εφαρμόζονται επί διασπάσεων πιστωτικών ιδρυμάτων, οι οποίες πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις για τους εταιρικούς μετασχηματισμούς, καθώς και επί εισφοράς από λειτουργούν πιστωτικό ίδρυμα κλάδου, μέρους, τμήματος ή υποκαταστήματος του σε άλλο λειτουργούν ή νεοσυσταθέν πιστωτικό ίδρυμα.»

Άρθρο 144
Τροποποίηση του ν. 3419/2005


Στο ν. 3419/2005 επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις:
α) Η περίπτ. β' της παρ. 1 του άρθρου 15 αντικαθίσταται ως εξής:
«β. Με την επιφύλαξη εφαρμογής των περί μετατροπής διατάξεων του νόμου για τους εταιρικούς μετασχηματισμούς, οι οποίες ρυθμίζουν τη συντέλεση των περιπτώσεων μετατροπών που διέπονται απ' αυτόν, συντελείται η μετατροπή των υπόχρεων εταιρειών σε ανώνυμες εταιρείες, σε εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, σε ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες, σε αστικούς συνεταιρισμούς και σε εταιρείες που αναφέρονται στις περιπτ. γ', δ' και ε' της παρ. 1 του άρθρου 1.».
β) Η περίπτ. δ' της παρ. 1 του άρθρου 15 αντικαθίσταται ως εξής:
«δ. Με την επιφύλαξη εφαρμογής των περί συγχώνευσης και διάσπασης διατάξεων του νόμου για τους εταιρικούς μετασχηματισμούς, οι οποίες ρυθμίζουν τη συντέλεση συγχωνεύσεων και διασπάσεων που διέπονται απ' αυτόν, συντελείται η συγχώνευση ή η διάσπαση, με μόνη την εγγραφή και πριν από τη διαγραφή της εταιρείας που απορροφάται ή διασπάται.»

Άρθρο 145
Τροποποιήσεις του ν. 4099/2012


Στο ν. 4099/2012 επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις:
α) Η παρ. 2 του άρθρου 145 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Το σχέδιο συγχώνευσης καταχωρίζεται και δημοσιεύεται στην οικεία υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 3419/2005, και κατά περίπτωση στην ιστοσελίδα του συνεταιρισμού της παρ. 1. Στη σχετική ανακοίνωση, η οποία δημοσιεύεται στο διαδικτυακό τόπο του ΓΕΜΗ, περιέχονται και τα στοιχεία της παρ. 2 του άρθρου 24 του Κανονισμού.».
β) Η παρ. 3 του άρθρου 145 καταργείται.
γ) Η παρ. 2 του άρθρου 152 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Πριν από τη γενική συνέλευση, που προβλέπεται στην παρ. 6 του άρθρου 35 του Κανονισμού, εμπειρογνώμονες, οι οποίοι ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 4548/2018 πιστοποιούν κατ' αναλογία, ότι τηρούνται οι κανόνες της περίπτ. β' της παρ. 1 του άρθρου 22 του Κανονισμού.».
δ) Η παρ. 2 του άρθρου 154 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Πριν από τη γενική συνέλευση, η οποία καλείται να εγκρίνει το σχέδιο μετατροπής της ΕΣΕτ σε συνεταιρισμό και το καταστατικό του σύμφωνα με το άρθρο 76 του Κανονισμού, εμπειρογνώμονες, οι οποίοι ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 4548/2018 βεβαιώνουν ότι η ΕΣΕτ διαθέτει ενεργητικό ισοδύναμο τουλάχιστον προς το κεφάλαιο της.».

Άρθρο 146
Τροποποίηση του ν. 4548/2018


Στο ν. 4548/2018 επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις:
α) Η παρ. 2 του άρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η τροποποίηση του καταστατικού, η λύση της ανώνυμης εταιρείας ύστερα από απόφαση της γενικής συνέλευσης και η αναβίωσή της εγκρίνονται ύστερα από τη διενέργεια ελέγχου νομιμότητας από την περιφερειακή ενότητα της έδρας της εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος και του ν. 3419/2005 (Α' 297). Ο έλεγχος νομιμότητας περιορίζεται στην τήρηση των διατάξεων του παρόντος, του καταστατικού και των διατάξεων του ν. 3419/2005 και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη διενέργεια της καταχώρισης και την πραγματοποίηση της δημοσιότητας από την αρμόδια υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. Σε περίπτωση μεταβολών των καταχωρίσεων της εταιρείας στο Γ.Ε.ΜΗ., που δεν εμπίπτουν στο πρώτο εδάφιο, όπως μεταβολών στην εκπροσώπηση της εταιρείας ή δηλώσεων προσαρμογής του καταστατικού, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 4, η αρμόδια υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. προβαίνει σε τυπικό έλεγχο (έλεγχο πληρότητας) του άρθρου 7 του ν. 3419/2005 των υποβληθέντων εγγράφων. Τυπικός έλεγχος (έλεγχος πληρότητας) νοείται η διαπίστωση ότι τα υποβαλλόμενα έγγραφα είναι πλήρη και ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του νόμου, χωρίς έλεγχο του περιεχομένου τους.».
β) Η παρ. 4 του άρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Ο Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης εγκρίνει, ύστερα από έλεγχο νομιμότητας, τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις, σύμφωνα με το ν. 3777/2009 (Α' 127).».
γ) Η περίπτ. ε' της παρ. 2 του άρθρου 117 αντικαθίσταται ως εξής:
«ε) Η συγχώνευση με απορρόφηση ανώνυμης εταιρείας από άλλη ανώνυμη εταιρεία που κατέχει το εκατό τοις εκατό (100%) των μετοχών της η απόφαση της απορροφώσας ανώνυμης εταιρείας για τη συγχώνευση με απορρόφηση άλλης κεφαλαιουχικής εταιρίας της οποίας κατέχει το ενενήντα τοις εκατό (90%) ή περισσότερο των μετοχών ή μεριδίων της, καθώς και η απόφαση διασπώμενης ανώνυμης εταιρείας για τη διάσπασή της όταν οι επωφελούμενες εταιρείες κατέχουν τις μετοχές της στο σύνολο τους, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.»
δ) Ο τίτλος του άρθρου 171 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 171
Αναβίωση της λυθείσας εταιρείας».
ε) Οι παρ. 3, 4 και 5 του άρθρου 171 καταργούνται.

Άρθρο 147
Καταργούμενες διατάξεις


Με την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 141, από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται:
α) τα άρθρα 66 έως 89 του κ.ν. 2190/1920,
β) τα άρθρα 51 και 53-55 του ν. 3190/1955,
γ) το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 87, τα άρθρα 106 έως 115 και τα άρθρα 282, 282Α και 283 του ν. 4072/2012,
δ) οι παρ. 4 και 5 του άρθρου 10 και το άρθρο 16 του ν. 1667/1986,
ε) η παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2166/1993,
στ) κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, η οποία αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος.

Τμήμα Β'
Εναρμόνιση του νομοθετικού πλαισίου με τις διατάξεις της οδηγίας 2014/55/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 για την έκδοση ηλεκτρονικών τιμολογίων στο πλαίσιο δημοσίων συμβάσεων (EE L 133).

Άρθρο 148
(άρθρο 1 της Οδηγίας 2014/55/ΕΕ)
Αντικείμενο- πεδίο εφαρμογής- εξαιρέσεις


1. Σκοπός των άρθρων 148 έως 154 είναι η προσαρμογή της νομοθεσίας στην Οδηγία 2014/55/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 (L 133) για την έκδοση ηλεκτρονικών τιμολογίων στο πλαίσιο των δημόσιων συμβάσεων.

2. Ο παρών θεσπίζει κανόνες για τα ηλεκτρονικά τιμολόγια που εκδίδονται κατά την εκτέλεση των συμβάσεων, οι οποίες υπάγονται στους νόμους 3978/2011 (Α'137), 4412/2016 (Α'147) και 4413/2016 (Α' 148) και, ειδικότερα, καταλαμβάνει: α) συμβάσεις οι οποίες συνάπτονται στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας και των οποίων η εκτιμώμενη αξία, εκτός φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), είναι ίση ή ανώτερη από τα κατώτατα όρια, σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 3978/2011, β) δημόσιες συμβάσεις και συμβάσεις έργων, εκπόνησης μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, προμηθειών και γενικών υπηρεσιών των οποίων η εκτιμώμενη αξία, εκτός ΦΠΑ, είναι ίση προς ή ανώτερη από τα κατώτατα όρια των άρθρων 5 και 235 του ν. 4412/2016, γ) συμβάσεις παραχώρησης έργων και υπηρεσιών των οποίων η εκτιμώμενη αξία ισούται με ή υπερβαίνει τα πέντε εκατομμύρια διακόσιες είκοσι πέντε χιλιάδες (5.225.000) ευρώ, όπως το όριο αυτό αναθεωρείται σύμφωνα με το εδάφιο β' της περίπτ. α' της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4413/2016.

3. Ο παρών δεν καταλαμβάνει τα ηλεκτρονικά τιμολόγια που εκδίδονται κατά την εκτέλεση συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3978/2011, στις οποίες η σύναψη και η εκτέλεση της σύμβασης έχουν χαρακτηριστεί απόρρητες ή πρέπει να συνοδεύονται από ειδικά μέτρα ασφαλείας κατ' εφαρμογή των κείμενων νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων και με τον όρο ότι τα ουσιώδη εθνικά συμφέροντα δεν μπορούν να προστατευτούν με λιγότερο οχληρά μέτρα.

Άρθρο 149
(άρθρο 2 της Οδηγίας 2014/55/ΕΕ)
Ορισμοί


Για τους σκοπούς του παρόντος ισχύουν οι εξής ορισμοί:
1) «ηλεκτρονικό τιμολόγιο»: τιμολόγιο που έχει εκδοθεί, διαβιβαστεί και παραληφθεί σε διαρθρωμένη ηλεκτρονική μορφή, η οποία επιτρέπει την αυτόματη και ηλεκτρονική επεξεργασία του,
2) «βασικά στοιχεία ηλεκτρονικού τιμολογίου»: σύνολο ουσιαστικών στοιχείων πληροφόρησης τα οποία πρέπει να περιέχονται σε ηλεκτρονικό τιμολόγιο, προκειμένου να είναι δυνατή η διασυνοριακή διαλειτουργικότητα, συμπεριλαμβανομένων των αναγκαίων πληροφοριών για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τη νομοθεσία,
3) «υπόδειγμα σημασιολογικών δεδομένων»: διαρθρωμένο σύνολο λογικά αλληλένδετων όρων και των εννοιών τους που προσδιορίζουν τα βασικά στοιχεία ενός ηλεκτρονικού τιμολογίου,
4) «συντακτική δομή»: μηχαναγνώσιμη γλώσσα ή διάλεκτος που χρησιμοποιείται για να αναπαριστά τα στοιχεία δεδομένων που περιέχονται στο ηλεκτρονικό τιμολόγιο,
5) «συντακτικές δεσμεύσεις»: κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ένα υπόδειγμα σημασιολογικών δεδομένων για ένα ηλεκτρονικό τιμολόγιο μπορεί να παρουσιάζεται στις διάφορες συντακτικές δομές,
6) «αναθέτουσες αρχές»: οι αναθέτουσες αρχές όπως ορίζονται στην υποπερίπτ. α' της περιπτ. 1 της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4412/2016 και στο άρθρο 3 του ν. 4413/2016,
7) «μη κεντρικές αναθέτουσες αρχές»: οι αναθέτουσες αρχές όπως ορίζονται στην περιπτ. 3 της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4412/2016,
8) «κεντρική υπηρεσία προμηθειών»: η Κεντρική Αρχή Αγορών (ΚΑΑ) όπως ορίζεται στην περιπτ. 17 της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4412/2016,
9) «αναθέτοντες φορείς»: οι αναθέτοντες φορείς όπως ορίζονται στην υποπερίπτ. β της περιπτ. 1 της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4412/2016 και στο άρθρο 4 του ν. 4413/2016,
10) «διεθνές πρότυπο»: διεθνές πρότυπο όπως ορίζεται στην περιπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (EE) 1025/2012 της 22ης Οκτωβρίου 2012 (EE L 316),
11) «ευρωπαϊκό πρότυπο»: ευρωπαϊκό πρότυπο όπως ορίζεται στην περιπτ. β' της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (EE) 1025/2012,
12) «ευρωπαϊκό πρότυπο έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων»: το ευρωπαϊκό πρότυπο ΕΝ 16931-1: 2017, Ηλεκτρονική Τιμολόγηση-Μέρος 1: Σημασιολογικό μοντέλο δεδομένων των στοιχείων πυρήνα ηλεκτρονικού τιμολογίου, τα στοιχεία αναφοράς του οποίου έχουν δημοσιευτεί στην Εκτελεστική Απόφαση (EE) 2017/1870 της Επιτροπής της 16ης Οκτωβρίου 2017 (L 266) και ο κατάλογος συντακτικών δομών με στοιχεία αναφοράς «CEN/TS 16931-2:2017, Ηλεκτρονική τιμολόγηση — Μέρος 2: Κατάλογος συντακτικών δομών που συμμορφώνονται με το πρότυπο ΕΝ 16931-1», όπως αυτός παρατίθεται στο παράρτημα της παραπάνω απόφασης. Τα ευρωπαϊκά τυποποιητικά έγγραφα ΕΝ 16931-1: 2017 και CEN/TS 16931-2:2017 έχουν ενταχθεί στο εθνικό σύστημα τυποποίησης και ισχύουν ως ΕΛΟΤ ΕΝ 16931-1: 2017 και ΕΛΟΤ CEN/TS 16931- 2:2017,
13) «πωλητής»: οικονομικός φορέας στον οποίο έχει ανατεθεί η σύμβαση σύμφωνα με την περίπτ. 18 της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3978/2011, της περίπτ. 11 και 43 της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4412/2016 και της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4413/2016,
14) «αγοραστής»: η αναθέτουσα αρχή και ο αναθέτων φορέας σύμφωνα με τις περίπτ. 6 έως 9, αντίστοιχα, του παρόντος.

Άρθρο 150
(άρθρο 6 της Οδηγίας 2014/55/ΕΕ )
Βασικά στοιχεία του ηλεκτρονικού τιμολογίου


Τα βασικά στοιχεία του ηλεκτρονικού τιμολογίου είναι μεταξύ άλλων:
α) αναγνωριστικά της επεξεργασίας και του τιμολογίου,
β) χρονική περίοδος του τιμολογίου,
γ) στοιχεία του πωλητή,
δ) στοιχεία του αγοραστή,
ε) στοιχεία του δικαιούχου πληρωμής,
στ) στοιχεία του φορολογικού αντιπροσώπου του πωλητή,
ζ) στοιχεία αναφοράς της σύμβασης,
η) λεπτομερή στοιχεία παράδοσης,
θ) οδηγίες για την πληρωμή,
ι) στοιχεία που αφορούν απαλλαγή ή επιβάρυνση,
ια) πληροφορίες για το συγκεκριμένο στοιχείο του τιμολογίου,
ιβ) συνολικά ποσά του τιμολογίου,
ιγ) ανάλυση του ΦΠΑ.

Άρθρο 151
(άρθρο 7 της Οδηγίας 2014/55/ΕΕ)
Παραλαβή και επεξεργασία ηλεκτρονικών τιμολογίων


Οι αναθέτουσες αρχές και οι αναθέτοντες φορείς υποχρεούνται να παραλαμβάνουν και να επεξεργάζονται ηλεκτρονικά τιμολόγια που είναι σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πρότυπο έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων, όπως αυτό ορίζεται στην περίπτ. 12 του άρθρου 149.

Άρθρο 152
(άρθρο 8 της Οδηγίας 2014/55/ΕΕ)
Προστασία δεδομένων


1. Η ενωσιακή και εθνική νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων δεν θίγεται από τις διατάξεις του παρόντος.

2. Εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό από το ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο και με την επιφύλαξη των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (EE) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 (EE L 119), προσωπικά δεδομένα που έχουν συλλεχθεί για τον σκοπό έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων μπορεί να χρησιμοποιηθούν μόνο για τον σκοπό αυτόν ή για συμβατούς σκοπούς.

3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (EE) 2016/679, οι όροι δημοσιοποίησης, για λόγους διαφάνειας και λογοδοσίας, προσωπικών δεδομένων τα οποία συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της ηλεκτρονικής τιμολόγησης είναι σύμφωνοι με τον σκοπό της δημοσίευσης και τη βασική αρχή περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής.

Άρθρο 153
(άρθρο 9 της Οδηγίας 2014/55/ΕΕ)
Χρήση ηλεκτρονικών τιμολογίων όσον αφορά τον ΦΠΑ


Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των άρθρων 1-22 του ν. 3763/2009 (Α'80) και του άρθρου 9 του ν. 4308/2014 (Α'251).

Άρθρο 154
Εξουσιοδοτικές διατάξεις


1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας και Ανάπτυξης ύστερα από γνώμη της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με το περιεχόμενο και τη μορφή του ηλεκτρονικού τιμολογίου στο πλαίσιο των δημόσιων συμβάσεων σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πρότυπο έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων.

2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Οικονομικών, Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, Υποδομών και Μεταφορών, Εθνικής Άμυνας και Εσωτερικών καθορίζονται η αρχιτεκτονική, οι διαδικασίες παραλαβής, επεξεργασίας και πληρωμής ηλεκτρονικού τιμολογίου, οι απαιτήσεις διαλειτουργικότητας και διασύνδεσης με ολοκληρωμένα πληροφοριακά συστήματα του δημοσίου, οι τεχνικές προϋποθέσεις ασφάλειας και προστασίας δεδομένων, ο χρόνος έναρξης ισχύος του άρθρου 151, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει την 18η Απριλίου 2019 για τις κεντρικές κυβερνητικές αρχές και τις κεντρικές αρχές αγορών και την 18η Απριλίου 2020 για τις μη κεντρικές αναθέτουσες αρχές και τους αναθέτοντες φορείς και κάθε άλλο τεχνικό και ειδικό θέμα αναγκαίο για την εφαρμογή του άρθρου 151.

Άρθρο 155
Έναρξη ισχύος


Η ισχύς του τμήματος Α' (άρθρα 1-147) αρχίζει την 15η Απριλίου 2019.
Η ισχύς του τμήματος Β' (άρθρα 148-154) αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν άλλως ορίζεται στις επιμέρους διατάξεις.

ΔΙΔΔΑ/Φ.15/1/2192/2019 Καθορισμός της διαδικασίας υποβολής αίτησης υπεύθυνης δήλωσης ετεροδημότη, αίτησης υπεύθυνης δήλωσης Έλληνα εκλογέα κατοίκου Ε.Ε.

$
0
0
Αριθμ. ΔΙΔΔΑ/Φ.15/1/2192

(ΦΕΚ Β' 326/08-02-2019)

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ -
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ   ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ

Έχοντας υπόψη τις διατάξεις:

1. Των άρθρων 8 και 10 του ν.1599/1986 «Σχέσεις Κράτους Πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 75/Α΄/11-6-1986).

2. Της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του ν. 2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 45/Α΄/9-3-1999).

3. Της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του ν. 3013/2002 «Αναβάθμιση της πολιτικής προστασίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 102/Α΄/1-5-2002), όπως ισχύει.

4.Του άρθρου 8 του ν.3242/2004 (ΦΕΚ102/Α΄/24-5-2004) «Ρυθμίσεις για την οργάνωση και λειτουργία της Κυβέρνησης, τη διοικητική διαδικασία και τους Ο.Τ.Α.».

5. Το άρθρο 15 του ν. 3448/2006 (ΦΕΚ 57/Α΄/15-3-2006) «Για την περαιτέρω χρήση των πληροφοριών του δημοσίου τομέα και τη ρύθμιση θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης».

6. Του ν. 3861/2010 “Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοικητικών οργάνων στο διαδίκτυο “Πρόγραμμα Διαύγεια” και άλλες διατάξεις” (Α΄112).

7. Του άρθρου 2 του ν. 1427/1984 “Άσκηση του εκλογικού δικαιώματος κατά τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από τους Έλληνες που διαμένουν στο έδαφος των λοιπών κρατών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας” (40 Α΄).

8. Του άρθρου 95 του π.δ. 26/2012 “Κωδικοποίηση σ΄ενιαίο κείμενο των διατάξεων της νομοθεσίας για την εκλογή βουλευτών” (ΦΕΚ Α΄ 57/15-3-2012).

9. Το π.δ. αριθμ. 24 «Σύσταση και μετονομασία Υπουργείων, μεταφορά της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (ΦΕΚ Α΄ 20/27-1-2015).

10. Του π.δ. 123/2016 “Ανασύσταση και μετανομασία του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, ανασύσταση του Υπουργείου Τουρισμού, σύσταση Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, μετανομασία Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Οικονομίας και Ανάπτυξης και Τουρισμού και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων” (Α΄208).

11. Του π.δ. 133/2017 «Οργανισμός του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης» (ΦΕΚ 161/Α΄/30-10-2017).

12. Του π.δ. 141/2017 “Οργανισμός Υπουργείου Εσωτερικών”.

13. Του π.δ. 88/2018 “Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών” (Α΄160).

14. Το γεγονός ότι από την έκδοση της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.

15. Την ανάγκη βελτίωσης εξυπηρέτησης και ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τον πολίτη,

αποφασίζουμε:

1. Η καταχώρηση και εκτύπωση των ακόλουθων αιτήσεων υπεύθυνων δηλώσεων που αφορούν διοικητικές διαδικασίες και εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εσωτερικών μπορούν να διεκπεραιώνονται και από τα ΚΕΠ, μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος των ΚΕΠ (eKEP), το οποίο θα έχει πρόσβαση στις αντίστοιχες διαδικτυακές εφαρμογές του ΥΠ.ΕΣ. μέσω της ιστοσελίδας του ΥΠ.ΕΣ.
I. ΑΙΤΗΣΗ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ ΕΤΕΡΟΔΗΜΟΤΗ
II. ΑΙΤΗΣΗ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ ΕΛΛΗΝΑ ΕΚΛΟΓΕΑ ΚΑΤΟΙΚΟΥ Ε.Ε.

2. Για την εξυπηρέτηση των χρηστών του Πληροφοριακού Συστήματος των ΚΕΠ «eKEP» κατά την υποβολή της αίτησης, διατίθεται, το αργότερο 15 ημέρες πριν την έναρξη υποβολής αιτήσεων στα ΚΕΠ εγχειρίδιο χρήσης της ηλεκτρονικής εφαρμογής, τυχόν οδηγίες για τη διεκπεραίωση της διαδικασίας καθώς επίσης και δυνατότητα/διαδικασία τεχνικής υποστήριξης (Help Desk).

3. Η έναρξη διεκπεραίωσης μέσω των ΚΕΠ των διαδικασιών υπό στοιχεία Ι. και II. της παρ. 1, ξεκινά από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 14 Ιανουαρίου 2017

Οι Υπουργοί

Εσωτερικών
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΧΑΡΙΤΣΗΣ

Διοικητικής Ανασυγκρότησης
ΜΑΡΙΑ ΕΛΙΖΑ ΞΕΝΟΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Ε.2026/2019 Οδηγίες συμπλήρωσης εντύπου Ε3 (Κατάσταση Οικονομικών Στοιχείων από Επιχειρηματική Δραστηριότητα) και Κατάστασης Φορολογικής Αναμόρφωσης φορολογικού έτους 2018

$
0
0
Αθήνα, 8 Φεβρουαρίου 2019
Ε.2026/8-2-2019

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ - ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΛΑΒΕΙ Α.Δ.Α.
 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



I. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑΤΑ Α', Β'

Ταχ. Δ/νση
Ταχ. Κώδικας
Τηλέφωνο
Fax E-Mail
Url


Καρ. Σερβίας 10
101 84 ΑΘΗΝΑ
2103375315
2103375312
210 3375001
d12.a@vo.syzefxis.gov.gr
d12.b@yo.syzefxis.gov.gr
www.aade.gr

ΙΙ. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ & ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ (ΔΗΛΕΔ)
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Β'
ΤΜΗΜΑΤΑ Ζ', Α'
Ταχ. Δ/νση    : Χανδρή 1 & Θεσσαλονίκης
Ταχ. Κώδικας : 18346 Μοσχάτο Url    : www.aade.gr

Ε 2026/2019

ΘΕΜΑ: Οδηγίες συμπλήρωσης εντύπου Ε3 (Κατάσταση Οικονομικών Στοιχείων από Επιχειρηματική Δραστηριότητα) και Κατάστασης Φορολογικής Αναμόρφωσης φορολογικού έτους 2018.

ΓΕΝΙΚΑ


Το έντυπο Ε3 (Κατάσταση Οικονομικών Στοιχείων από Επιχειρηματική Δραστηριότητα) και η Κατάσταση της Φορολογικής Αναμόρφωσης για το φορολογικό έτος 2018 είναι ενιαίο για όλα τα νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες του άρθρου 45 του ν.4172/2013 καθώς και τις ατομικές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από την κατηγορία τήρησης των βιβλίων (απλογραφικά ή διπλογραφικά) ή τον τρόπο σύνταξης των οικονομικών τους καταστάσεων (με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα ή Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα). Οι σχετικοί πίνακες συμπληρώνονται από όλες τις επιχειρήσεις, ανάλογα με την δραστηριότητά τους με εξαίρεση τον Πίνακα ΣΤ', ο οποίος συμπληρώνεται μόνο από τις ατομικές επιχειρήσεις. Στο έντυπο αυτό καταχωρούνται τα δεδομένα των βιβλίων των επιχειρήσεων όπως αυτά προκύπτουν με βάση τις διατάξεις του ν.4308/2014. Επισημαίνεται ότι τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα καθώς και τα νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που με βάση την εικόνα που παρουσιάζουν στο Μητρώο δηλώνονται ως μη υπόχρεοι σε τήρηση βιβλίων, θα πρέπει να επικαιροποιήσουν την εικόνα τους, με βάση τα οριζόμενα στον ν.4308/2014, αναφορικά με την υποχρέωση τήρησης βιβλίων, προκειμένου να εφαρμόζονται ορθά οι διατάξεις του άρθρου 31 του ν.3986/2011 περί επιβολής τέλους επιτηδεύματος.

Στις περιπτώσεις που στο έντυπο Ε3 συμπληρώνεται υποχρεωτικά από λογιστή - φοροτεχνικό (για όλα τα νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες ανεξαρτήτως ορίων ακαθαρίστων εσόδων και ατομικές επιχειρήσεις με διπλογραφικά βιβλία) ή υπάρχει υποχρέωση συμπλήρωσης από λογιστή - φοροτεχνικό βάσει των εκάστοτε ισχυόντων ορίων ακαθαρίστων εσόδων (για τις ατομικές επιχειρήσεις με απλογραφικά βιβλία) σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν.2873/2000, όπως ισχύει, και την ΠΟΛ.1008/2011 απόφαση Υπουργού Οικονομικών, δηλαδή 100.000 ευρώ για εμπορική ή μικτή δραστηριότητα και 50.000 ευρώ για παροχή υπηρεσιών, καθώς και σε κάθε περίπτωση που υπάρχει ένδειξη ότι συμπληρώνεται από λογιστή - φοροτεχνικό, το έντυπο αυτό υποβάλλεται αποκλειστικά με τους κωδικούς του λογιστή - φοροτεχνικού και όχι με τους κωδικούς του επιχειρηματία (φυσικού ή νομικού προσώπου). Στις περιπτώσεις αυτές η υποβολή των λοιπών εντύπων φορολογία εισοδήματος δεν απαιτείται να γίνει με τους κωδικούς του λογιστή - φοροτεχνικού.

Α. Έντυπο Ε3

Με την Α.1034/2019 Απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. για τον τύπο και περιεχόμενο του εντύπου Ε3 κοινοποιήθηκε η μορφή και η ανάπτυξη του ως άνω εντύπου με τους δυναμικούς πίνακές του, προσαρμοσμένο στην ορολογία και τις διατάξεις των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων (ν.4308/2014). Το έντυπο αυτό αποτελεί συνοδευτικό των εντύπων «Ε1» και «Ν» για τα φυσικά και νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες αντίστοιχα, που εμπίπτουν στην υποχρέωση συμπλήρωσής του.

Στον κωδικό 008 «Πλήθος υποκαταστημάτων που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 31 του ν.3986/2011» επιλέγονται από το φορολογούμενο μέσα από αναδυόμενο παράθυρο, οι εγκαταστάσεις που δεν νοούνται ως υποκαταστήματα για τις ανάγκες επιβολής του τέλους επιτηδεύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του ν.3986/2011, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ.1 του άρθρου 12 του ν.4484/2017 και τις οδηγίες που έχουν δοθεί με την ΠΟΛ.1156/2017 εγκύκλιο και όχι μόνο οι εγκαταστάσεις που υπάγονται στην περ.δ' της παρ.1 του άρθρου 2 του ν.3874/2010. Στον κωδικό 009 γίνεται διάκριση των ασκούντων αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα σε κανονικό καθεστώς ΦΠΑ, σε ειδικό καθεστώς ΦΠΑ και σε αφανείς αγρότες χωρίς Κ.Α.Δ. (μη υπαγόμενοι ούτε στο κανονικό ούτε στο ειδικό καθεστώς Φ.Π.Α.). Ο κωδικός 011 «Αγρότες-Μέλη αγροτικών συνεταιρισμών που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 του ν.4384/2016» συμπληρώνεται από ασκούντες αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα οι οποίοι είναι μέλη σε αγροτικούς συνεταιρισμούς που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 του ν.4384/2016. Ο έλεγχος των προϋποθέσεων αυτών και η σχετική πιστοποίηση γίνεται από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Τονίζεται ότι ο κωδικός 009 καθώς και ο κωδικός 011 συμπληρώνεται για τις ανάγκες επιβολής/απαλλαγής του τέλους επιτηδεύματος στην ασκούμενη αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα. Η υποχρέωση υποβολής Ε3 από τους ασκούντες αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα είναι ανεξάρτητη από το καθεστώς ΦΠΑ του φορολογούμενου ή τη συμμετοχή του ως μέλους σε συνεταιρισμό. Το εισόδημα όσων ασκούν αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα μεταφέρεται από τον κωδ.352 του πίνακα ΣΤ' στους ανάλογους κωδικούς της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων Ε1 (ΠΟΛ.1116/10.6.2015 εγκύκλιος). Ο κωδικός 011 συμπληρώνεται επίσης και από τους σχολικούς συνεταιρισμούς του άρθρου 46 του ν. 1566/1985, για τους οποίους δεν υφίσταται υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν.4577/2018 (ΠΟΛ.1235/2018).

Στον κωδικό 010 γίνεται διάκριση των επιχειρήσεων - οντοτήτων ανάλογα με το μέγεθός τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων (άρθρο 2 του ν.4308/2014) και συμπληρώνεται υποχρεωτικά από τους φορολογούμενους με βάση και τις οδηγίες που έχουν δοθεί με την ΠΟΛ.1003/2014 εγκύκλιο.

ΠΙΝΑΚΑΣ Α'. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΥ

Περιλαμβάνει τα στοιχεία του φορολογούμενου - επιχείρησης (ΑΦΜ, επώνυμο, επωνυμία, ΚΑΔ, κ.λπ.).

Ειδικότερα, στον κωδικό 023 διενεργείται επιμερισμός των «Πωλήσεων αγαθών και υπηρεσιών» ανά Κ.Α.Δ. βάσει του εσωτερικού υποπίνακα, όπως αυτοί έχουν δηλωθεί στο υποσύστημα Μητρώου του Taxis. Για το φορολογικό έτος 2018 η ανάλυση του κωδικού 023 είναι προαιρετική μέχρι 3ο βαθμό (εξαψήφιος Κ.Α.Δ.). Από το φορολογικό έτος 2019 η ανάλυση του κωδικού 023 θα διενεργείται βάσει των Κ.Α.Δ όπως έχουν δηλωθεί στο υποσύστημα Μητρώου του Taxis (μέχρι 4ο βαθμό).

ΠΙΝΑΚΑΣ Β'. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Ο πίνακας αυτός περιλαμβάνει αποκλειστικά τα πληροφοριακά στοιχεία της επιχείρησης. Δεν συνδέεται με τους άλλους πίνακες του εντύπου, ούτε και με τον προσδιορισμό του αποτελέσματος της επιχείρησης (κέρδος - ζημία) και συμπληρώνεται κατά περίπτωση ανάλογα με τα δεδομένα και στοιχεία κάθε επιχείρησης. Για παράδειγμα, επιχείρηση που δεν ασκεί δραστηριότητα διαδικτυακά δεν συμπληρώνει τον κωδικό 045 «Στοιχεία Συνεργαζόμενων Ηλεκτρονικών Πλατφορμών». Επίσης, δεν συμπληρώνει τον κωδ.039 «Ενεργές Ιστοσελίδες Επιχειρήσεις» όταν δεν διαθέτει.

Στον υποπίνακα «Απασχολούμενο Προσωπικό» με βάση τις οδηγίες της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, ο κωδικός 025 «Αριθμός απασχολουμένων ατόμων» περιλαμβάνει τον συνολικό αριθμό ατόμων που εργάζονται στην επιχείρηση (συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων ιδιοκτητών, των συνεταίρων που εργάζονται κανονικά σε αυτήν και των μελών της οικογένειας που εργάζονται αμισθί), καθώς και των ατόμων που εργάζονται εκτός επιχείρησης, αλλά ανήκουν σε αυτήν και αμείβονται από αυτήν (π.χ. αντιπρόσωποι πωλήσεων, προσωπικό παράδοσης εμπορευμάτων, συνεργεία επισκευής και συντήρησης). Περιλαμβάνει, επίσης, τους εργαζόμενους μερικής απασχόλησης καθώς και τους εποχιακά εργαζόμενους, τους μαθητευόμενους και τους εργαζόμενους κατ' οίκον οι οποίοι περιλαμβάνονται στην κατάσταση μισθοδοσίας. Ο κωδικός αυτός συμπληρώνεται υποχρεωτικά με τον συνολικό αριθμό εργαζομένων που απασχολήθηκαν στην επιχείρηση το φορολογικό έτος 2018, ανεξαρτήτως χρονικού διαστήματος που αυτοί απασχολήθηκαν. Ο κωδικός 026 «Αριθμός μισθωτών» αφορά τον αριθμό των ατόμων που εργάζονται για έναν εργοδότη με σύμβαση απασχόλησης και λαμβάνουν αμοιβή με μορφή ημερομισθίων, μισθών, επιδομάτων, δωρεάν παροχών, πληρωμής με το κομμάτι ή αμοιβής σε είδος και αποτελεί υποσύνολο (μέρος) του κωδικού 025. Ως μισθωτοί θεωρούνται οι αμειβόμενοι εργαζόμενοι ιδιοκτήτες, οι φοιτητές και σπουδαστές και κατ' οίκον εργαζόμενοι. Ο αριθμός των μισθωτών περιλαμβάνει εργαζόμενους με μερική απασχόληση και εποχιακά απασχολούμενους. Στον κωδικό 027 καταχωρείται ο αριθμός του εποχιακά απασχολούμενου προσωπικού, ο οποίος αποτελεί υποσύνολο (μέρος) του κωδικού 026. Για την καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω, παραθέτουμε το ακόλουθο παράδειγμα: Ιατρός απασχολεί μία γραμματέα, καθώς και μία καθαρίστρια για δύο ημέρες την εβδομάδα. Στον κωδικό 025 καταχωρεί τον αριθμό των απασχολούμενων ατόμων που είναι 3. Στον κωδικό 026 καταχωρεί τον αριθμό των μισθωτών που είναι 2, ενώ ο κωδικός 027 δεν συμπληρώνεται γιατί δεν έχει εποχιακά απασχολούμενο προσωπικό. Η καταχώρηση ποσών στον υποπίνακα «Κριτήρια Μεγέθους Οντοτήτων άρθρου 2 ν.4308/2014» γίνεται με βάση τις οδηγίες που έχουν δοθεί με την ΠΟΛ.1003/2014 εγκύκλιο. Σημειώνεται ότι ο κύκλος εργασιών και για τα τρία έτη θα είναι προσυμπληρωμένος.

Στον κωδικό 051 του υποπίνακα «Ελεγχόμενες Αλλοδαπές Εταιρείες (ΕΑΕ) για την εφαρμογή του άρθρου 66 του ν.4172/2013» καταχωρούνται: η επωνυμία, ο ΑΦΜ, η χώρα εγκατάστασης της Ελεγχόμενης Αλλοδαπής Εταιρείας, καθώς και το ποσοστό βάσει κριτηρίου περ. α' παρ. 1 άρθρου 66 του ν.4172/2013 στην Ελεγχόμενη Αλλοδαπή Εταιρεία, όταν η συμμετοχή της φορολογούμενης εταιρείας υπερβαίνει το 50%, τόσο στην περίπτωση άμεσης όσο και στην περίπτωση έμμεσης συμμετοχής. Στην περίπτωση έμμεσης συμμετοχής λαμβάνονται υπόψη οι ενδιάμεσες συνδεδεμένες εταιρείες του πίνακα 037 του εντύπου αυτού.

Επισημαίνεται ότι προκειμένου για τον καθορισμό του ποσοστού αυτού πρώτα πρέπει να εξετάζονται οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 2 του ΚΦΕ και στη συνέχεια τα ποσοστά αυτών να αθροίζονται προκειμένου για τον καθορισμό της ΕΑΕ στην περίπτωση που το άθροισμα ξεπερνάει το 50%.

Ο κωδικός 037 είναι προσυμπληρωμένος, με βάση τα στοιχεία από την εφαρμογή υποβολής του συνοπτικού πίνακα ενδοομιλικών συναλλαγών και θα δίνεται η δυνατότητα τυχόν μεταβολής, προσθήκης ή διαγραφής, προκειμένου να πληρούνται οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν.4172/2013.

Στον κωδικό 038 καταχωρούνται τα στοιχεία (Α.Φ.Μ, επωνυμία, αριθμός μετοχών, ποσοστό συμμετοχής και είδος μετοχών) των μετόχων ανωνύμων εταιρειών μη εισηγμένων στο Χ.Α. που συμμετείχαν στο κεφάλαιο της εταιρείας, όπως αυτά προκύπτουν από την τελευταία γενική συνέλευση (τακτική ή έκτακτη) της εταιρείας.

Στον κωδικό 039 του υποπίνακα «Ενεργές Ιστοσελίδες Επιχείρησης» καταχωρούνται όλες οι ιστοσελίδες που είναι ενεργές κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης.

Στους κωδικούς 040 και 041 στους υποπίνακες «Ενεργοί Επαγγελματικοί Λογαριασμοί Επιχείρησης» και «Ενεργά Τερματικά POS» προσυμπληρώνονται οι ενεργοί επαγγελματικοί λογαριασμοί της παρ. ιη' του άρθρου 62 του ν.4446/2016 ημεδαπής και όλα τα τερματικά POS και ePOS, για τα οποία έχουν συναφθεί συμβάσεις με παρόχους υπηρεσιών πληρωμών ημεδαπής, που διέθετε η επιχείρηση για το φορολογικό έτος 2018, με βάση τα στοιχεία της Ένωσης Τραπεζών και των λοιπών παρόχων πληρωμών και θα δίνεται η δυνατότητα τυχόν προσθήκης ή διόρθωσης.

Οι υπόχρεοι σε υποβολή Ε3 υποχρεούνται να συμπληρώσουν τους επαγγελματικούς λογαριασμούς αλλοδαπής, καθώς και τα POS και ePOS για τα οποία έχουν συναφθεί συμβάσεις με παρόχους υπηρεσιών πληρωμών αλλοδαπής.

Στον κωδικό 042 και στον υποπίνακα «Ενεργές Ηλεκτρονικές Διευθύνσεις Αλληλογραφίας Επιχείρησης» καταχωρείται τουλάχιστον μία από τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις αλληλογραφίας που είναι ενεργές κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης και οι οποίες αφορούν την επικοινωνία της επιχείρησης με την Α.Α.Δ.Ε. Επισημαίνεται ότι τόσο στις ατομικές επιχειρήσεις, όσο και στα νομικά πρόσωπα / νομικές οντότητες, η ηλεκτρονική διεύθυνση αναφέρεται αποκλειστικά διακριτά και απευθείας στην επιχείρηση και όχι σε τρίτα πρόσωπα (π.χ. λογιστές, δικηγόροι κ.α.) ή στα πρόσωπα που νομίμως την εκπροσωπούν (π.χ. νόμιμοι εκπρόσωποι, διαχειριστές κ.α.).

Στον κωδικό 045 και στον υποπίνακα «Στοιχεία Συνεργαζόμενων Ηλεκτρονικών Πλατφορμών» καταχωρούνται οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες που χρησιμοποίησαν οι επιχειρήσεις το φορολογικό έτος που αφορά η δήλωση, προκειμένου να διενεργήσουν πωλήσεις αγαθών ή παροχή υπηρεσιών, να τους παρέχονται διαφημιστικές ή λοιπές υπηρεσίες βάσει σύμβασης, καθώς επίσης και αυτές που τυχόν χρησιμοποιήθηκαν δωρεάν, αποκλειστικά όμως για την εξυπηρέτηση άσκησης της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.

Οι κωδικοί 049 και 050 «Ο δηλών είναι:» και «Το έντυπο συμπληρώθηκε από:», αντίστοιχα, του υποπίνακα «Ιδιότητες Προσώπων Εντύπου», συμπληρώνονται κατά περίπτωση.

ΠΙΝΑΚΑΣ Γ1. ΣΥΝΟΛΟ ΕΝΟΙΚΙΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΑΒΛΗΘΗΚΑΝ

Όσον αφορά τα καταβληθέντα ενοίκια, στον υποπίνακα αυτό αναγράφεται πέραν των μισθωμάτων που καταβάλλονται για μισθωμένες εγκαταστάσεις και η τεκμαρτή δαπάνη ιδιόχρησης. Στον πίνακα αυτό αναγράφεται και ο Αριθμός Παροχής Ρεύματος των εγκαταστάσεων.

ΠΙΝΑΚΑΣ Γ2. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ - ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΙΣΠΡΑΧΘΗΚΑΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΕΤΟΣ


Σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου εδάφιου της παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 4172/2013 όπως αυτό αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 112 (Μέρος Β, παράγραφος 3) του ν.4387/2016, ειδικά, για τους ασκούντες ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, στον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα περιλαμβάνονται εκ των άμεσων ενισχύσεων του Πυλώνα I της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, όπως αυτές ορίζονται, μόνο η βασική ενίσχυση καθώς και, κατά το ποσό που υπερβαίνουν τις δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ, οι πράσινες και συνδεδεμένες ενισχύσεις. Οι αγροτικές αποζημιώσεις (κωδ.070) στο σύνολό τους δεν περιλαμβάνονται στον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα. Οι βεβαιώσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ για τις επιδοτήσεις που αφορούν στο έτος 2018 θα φέρουν ακριβή χαρακτηρισμό για τον ορθό φορολογικό χειρισμό τους.

Με βάση τις ανωτέρω διατάξεις, η βασική ενίσχυση φορολογείται από το πρώτο ευρώ, ενώ οι πράσινες και οι συνδεδεμένες φορολογούνται μόνο κατά το μέρος που, αθροιζόμενες, υπερβαίνουν τις δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ. Ωστόσο, κάθε περίπτωση αγροτικής επιδότησης/ενίσχυσης φέρει υποχρέωση αναγραφής στην πρώτη σελίδα του εντύπου Ε3, αρχικά, για πληροφοριακούς σκοπούς (Πίνακας Γ2, κωδικοί 071, 072, 073, 074, 075, 076, 077, 078, 079 και 080). Το ποσό της βασικής ενίσχυσης (κωδ.071) από το πρώτο ευρώ καθώς και το άθροισμα των πράσινων (κωδ.072) και συνδεδεμένων ενισχύσεων (κωδ.073) για το μέρος άνω των 12.000 ευρώ, μεταφέρεται στον κωδ.362 του πίνακα Ζ1 και στον κωδ.322 του πίνακα Δ8, για να προσμετρηθούν στη διαμόρφωση του κέρδους από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα.

Σημειώνεται ότι οι τρεις αυτές κατηγορίες αποτελούν εισοδηματικές ενισχύσεις, ενώ όλες οι περιπτώσεις των επενδυτικών επιδοτήσεων (κωδικοί 074, 076 και 079), οι λοιπές περιπτώσεις των εισοδηματικών ενισχύσεων (κωδικοί 075, 077 και 080) και η κατηγορία της πρόωρης συνταξιοδότησης (κωδικός 078), δεν λαμβάνονται υπόψη στον προσδιορισμό του κέρδους από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα (σχετικό το 175019/01. 12.2016 έγγραφο του ΟΠΕΚΕΠΕ).

Περαιτέρω, οι λοιπές περιπτώσεις εισοδηματικών επιδοτήσεων/ενισχύσεων, (κωδικοί 075, 077 και 080), η πρόωρη συνταξιοδότηση (κωδικός 078), καθώς και το μέρος των πρασίνων και συνδεδεμένων που δεν λήφθηκε υπόψη κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα (αθροιζόμενες δηλαδή μέχρι τις 12.000 ευρώ), δύνανται να καλύπτουν τεκμήρια, κατ' εφαρμογή της ΠΟΛ.1116/2015 εγκυκλίου. Για αυτό τον λόγο, τα ποσά αυτά, αναγράφονται στους κωδ. 659/660 του Εντύπου Ε1 της δήλωσης φόρου εισοδήματος. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για τις αγροτικές αποζημιώσεις (κωδικός 070), καθώς επίσης και για τα ποσά των επενδυτικών ενισχύσεων/επιδοτήσεων (κωδικοί 074, 076 και 079), τα οποία συμπληρώνονται για πληροφοριακούς λόγους και δεν δύνανται να καλύπτουν τεκμήριο (σχετ. η ΠΟΛ. 1116/2015).

Οι φορολογικές υποχρεώσεις των αγροτικών επιδοτήσεων, όπου αυτές υπάρχουν, εξακολουθούν να είναι ίδιες όσον αφορά στον χρόνο που αυτές βαρύνουν. Συγκεκριμένα, και κατ' εφαρμογή της ΠΟΛ.1116/2015 εγκυκλίου, οι αγροτικές επιδοτήσεις αντιμετωπίζονται φορολογικά στο έτος που αφορούν. Συνεπώς, οι επιδοτήσεις που αφορούν στα έτη 2017 και προηγούμενα θα ακολουθούν τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν φορολογικά με το εκάστοτε φορολογικό πλαίσιο (σχετική και η ΠΟΛ. 1116/2015 εγκύκλιος).

Επισημαίνεται ότι για πρώτη φορά θα αναρτηθούν οι αγροτικές επιδοτήσεις -ενισχύσεις που εισπράχθηκαν κατά το έτος 2018 και αφορούν είτε το ίδιο, είτε προγενέστερα φορολογικά έτη, με βάση στοιχεία του ΟΠΕΚΕΠΕ, προκειμένου να διευκολυνθεί η συμπλήρωση του εντύπου.

ΠΙΝΑΚΑΣ Δ'. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (Απλογραφικά - Διπλογραφικά Βιβλία)

Στον πίνακα Δ' προσδιορίζονται τα αποτελέσματα (κέρδη - ζημίες) των επιχειρήσεων (με απλογραφικά - διπλογραφικά) καθώς και των υπόχρεων που απαλλάσσονται από τήρηση λογιστικών αρχείων (βιβλίων και στοιχείων). Επίσης, στον πίνακα αυτόν προσδιορίζεται το φορολογικό αποτέλεσμα (κέρδος - ζημία) των δηλούντων την περίπτωση 3 του κωδικού 009 «Αφανείς αγρότες χωρίς Κ.Α.Δ.» με βάση τα αναφερόμενα στην ΠΟΛ.1116/2015 εγκύκλιο.

Περαιτέρω, ο πίνακας Δ' χρησιμοποιείται και για τον υπολογισμό του εισοδήματος των ασκούντων επιχειρηματική δραστηριότητα, όταν πληρούν τις προϋποθέσεις της περίπτωσης στ' της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του ν.4172/2013 και φορολογούνται ως μισθωτοί (εργαζόμενοι με μπλοκάκι).

Ο κλάδος της εμπορίας - μεταποίησης, αναλύεται σε «εμπορικής δραστηριότητας» και «παραγωγικής δραστηριότητας». Ο κλάδος της «αγροτικής - βιολογικής δραστηριότητας» απαιτεί χωριστή στήλη, καθόσον οι επιχειρήσεις αυτές έχουν τη δική τους φορολογική μεταχείριση σε συνάρτηση με τα λοιπά εισοδήματα επιχειρηματικής δραστηριότητας. Στον κλάδο της «παροχής υπηρεσιών» περιλαμβάνεται κάθε εμπορική επιχείρηση με αντίστοιχο κλάδο, καθώς και τα πρώην κατονομαζόμενα ελευθέρια επαγγέλματα (σχετ. ΠΟΛ.1047/2015).

Επισημαίνεται ότι πριν από την καταχώρηση ποσών στον πίνακα Δ', απαιτείται να έχουν πρώτα συμπληρωθεί οι κωδικοί του πίνακα Ζ'. Η καταχώρηση ποσών στον πίνακα Ζ' πραγματοποιείται από όλους τους υπόχρεους, ανεξάρτητα της κατηγορίας των βιβλίων (απλογραφικά, διπλογραφικά) και του σχεδίου των λογαριασμών που τηρούν, καθόσον τα ποσά που καταχωρούνται στον πίνακα Ζ' μεταφέρονται για τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων στον πίνακα Δ'.

Ειδικότερα, οι κωδικοί 100, 200, 300 και 400 «Πωλήσεις αγαθών και παροχής υπηρεσιών» ανά κλάδο δραστηριότητας, συμπληρώνονται με ποσά που μεταφέρονται από τους αντίστοιχους κωδικούς 161, 261, 361 και 461 του υποπίνακα Ζ1. Τα υπόλοιπα ποσά των εσόδων του υποπίνακα Ζ1 εξαιρούμενων των κωδικών 163, 263, 363 και 463 «πιστωτικοί τόκοι και συναφή έσοδα» και των κωδικών 169, 269, 369 και 469 «φόρος εισοδήματος έσοδα», μεταφέρονται στους αντίστοιχους κωδικούς 122, 222, 322 και 422 του πίνακα Δ8 «Λοιπά έσοδα εξαιρουμένων των πιστωτικών τόκων». Οι κωδικοί 163, 263, 363, 463 «πιστωτικοί τόκοι και συναφή έσοδα» του Ζ1 μεταφέρονται στους κωδικούς 127, 227, 327 και 427 «πιστωτικοί τόκοι και συναφή έσοδα» του Δ13. Οι αγορές καταχωρούνται στον πίνακα Δ' με την ανάλυση των αντίστοιχων εσωτερικών υποπινάκων (κωδικοί 102, 202, 302 και 313), ενώ τα έξοδα καταχωρούνται καταρχήν στον πίνακα Ζ' όπως επίσης και στον πίνακα Δ', με βάση την ανάλυση της επιχείρησης ανά δραστηριότητα (εμπορική - παραγωγική κ.ο.κ).

Οι κωδικοί 186, 286, 386 και 486 «Χρεωστικοί τόκοι και συναφή έξοδα» του υποπίνακα Ζ2 συμπληρώνονται και μεταφέρονται στον πίνακα Δ' στους αντίστοιχους κωδικούς 128, 228, 328 και 428 του Δ14.

Όσον αφορά τον μερισμό των κοινών δαπανών (λοιπά έξοδα παραγωγής, λοιπά έξοδα εμπορικής δραστηριότητας), αυτές καταχωρούνται με βάση τα δεδομένα των βιβλίων των επιχειρήσεων. Για τις εταιρείες παροχής υπηρεσιών, τυχόν δαπάνες που αφορούν ανάλωση προϊόντων και γενικά επηρεάζουν το κόστος αυτής της δραστηριότητας καταχωρούνται αρχικά στους αντίστοιχους κωδικούς του υποπίνακα Ζ2 και στη συνέχεια μεταφέρονται στον κωδικό 401, ενώ οι υπόλοιπες δαπάνες μεταφέρονται στον κωδικό 423.

Τα ποσά που έχουν καταχωρηθεί στους κωδικούς 106, 205, 210, 305, 310 και 318 «Ιδιοπαραγωγή παγίων - Αυτοπαραδόσεις - Καταστροφές αποθεμάτων» για τους κλάδους της «Εμπορικής δραστηριότητας», «Παραγωγικής δραστηριότητας» και «Αγροτικής - Βιολογικής δραστηριότητας» αντίστοιχα αφαιρούνται από τον υπολογισμό του κόστους για τον προσδιορισμό του μικτού κέρδους της επιχείρησης.

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του κόστους πωληθέντων, οι επιχειρήσεις ως απογραφή έναρξης, λαμβάνουν τα δεδομένα πραγματικής απογραφής, εφόσον διενήργησαν προαιρετικά ή υποχρεωτικά απογραφή και σε διαφορετική περίπτωση, ήτοι μη διενέργειας απογραφής, μηδενικό αρχικό απόθεμα. Ως απογραφή τέλους, λαμβάνουν την πραγματική απογραφή σε περίπτωση προαιρετικής ή υποχρεωτικής απογραφής και μηδενικό τελικό απόθεμα όταν δεν έχουν προβεί σε απογραφή. Δηλαδή, αν για το φορολογικό έτος 2018, η επιχείρηση δεν είναι υπόχρεη σε σύνταξη απογραφής και δεν έχει προβεί σε προαιρετική απογραφή βάσει των διατάξεων του ν.4308/2014, το κόστος πωληθέντων προσδιορίζεται μόνο από τις αγορές, με μηδενικό απόθεμα τέλους και μηδενικό απόθεμα αρχής, εφόσον δεν υπήρχε απογραφή το προηγούμενο έτος. Στους κωδικούς 125, 225, 325 και 425 «Αποσβέσεις» του Δ11 καταχωρούνται οι αποσβέσεις που δεν έχουν ενσωματωθεί στο κόστος πωληθέντων, προκειμένου να υπολογιστούν τα «Αποτελέσματα προ φόρων και τόκων EBIT».

Τέλος, επισημαίνεται ότι στον πίνακα Δ (Δ10-Κωδ: 124, 224, 324, 424 και 524), ο υπολογισμός του δείκτη EBITDA προκύπτει από το άθροισμα του EBIT (Δ12-Κωδ:126, 226, 326, 426 και 526) και των αντίστοιχων κωδικών των αποσβέσεων (Δ11-Κωδ:125, 225, 325, 425 και 525) πλέον όσων από αυτές έχουν ενσωματωθεί στο λειτουργικό κόστος, ποσό δηλαδή αποσβέσεων που προκύπτει με βάση τους κωδικούς 187, 287, 387, 487 και 587 που έχουν δηλωθεί στο πίνακα Ζ2 και γίνεται αυτόματα από την ηλεκτρονική εφαρμογή.

ΠΙΝΑΚΑΣ Ε'. ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ - ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΒΑΣΗΣ

Στον πίνακα Ε' καταχωρούνται οι προσωρινές διαφορές μεταξύ λογιστικής αξίας, για τις επιχειρήσεις που τηρούν τα βιβλία τους με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (Δ.Λ.Π) ή τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα (Ε.Λ.Π.) και φορολογικής αξίας, όπως αυτές προκύπτουν με βάση τις διατάξεις του ν.4172/2013.

Ειδικότερα, στη στήλη «Λογιστική Βάση» καταχωρείται η συνολική λογιστική αξία των αντίστοιχων λογαριασμών της περιγραφόμενης κατηγορίας (π.χ. ενσώματα πάγια, προβλέψεις κ.ο.κ), όπως προκύπτει από τα τηρούμενα βιβλία (Δ.Λ.Π. ή Ε.Λ.Π) της επιχείρησης στην οποία υφίστανται διαφορές από την αντίστοιχη αξία που προκύπτει με βάση τις διατάξεις του ν.4172/2013 και η οποία καταχωρείται στην στήλη «Φορολογική Βάση».

Στην συνέχεια, στη στήλη «Διαφορές» και ειδικότερα στους κωδικούς 722, 730, υπολογίζονται από το σύστημα οι διαφορές (θετικές - αρνητικές) για τους λογαριασμούς εσόδων με βάση τα δεδομένα που αναγράφονται στους εσωτερικούς υποπίνακες των κωδικών 706 και 714, ενώ στους κωδικούς 723, 731, υπολογίζονται οι αντίστοιχες διαφορές για τους λογαριασμούς εξόδων με βάση τα δεδομένα που αναγράφονται στους εσωτερικούς υποπίνακες των κωδικών 707 και 715, προκειμένου στη συνέχεια να μεταφερθεί το σύνολο των διαφορών (θετικών - αρνητικών) από τους κωδικούς 732 και 733 στους αντίστοιχους κωδικούς 118 και 119 του εντύπου Ν. Προκειμένου για ατομικές επιχειρήσεις τα ποσά των κωδικών 732 και 733 καταχωρούνται στους κωδικούς 141, 241, 341 και 441 καθώς και 142, 242, 342 και 442 του πίνακα ΣΤ' του εντύπου Ε3 κατά περίπτωση.

Τα ποσά από ετεροχρονισμό εξόδων και εσόδων που αντιμετωπίζονται ως προσωρινές διαφορές δεν καταχωρούνται και στην κατάσταση φορολογικής αναμόρφωσης ή στον κωδικό 462 του εντύπου Ν, αντίστοιχα.

Τέλος, στους αντίστοιχους κωδικούς 716, 724, 717, 725, 718, 726, 719, 727, 720, 728, 721 και 729 δεν υπολογίζονται διαφορές με βάση τα δεδομένα της λογιστικής - φορολογικής βάσης καθόσον οι διαφορές αυτές αφορούν λογαριασμούς ενεργητικού - παθητικού, οι οποίες δεν λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των φορολογικών αποτελεσμάτων του τρέχοντος φορολογικού έτους στο έντυπο Ν και στον πίνακα ΣΤ' του εντύπου Ε3 για τις ατομικές επιχειρήσεις.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΤ'. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΗΤΕΩΝ ΚΕΡΔΩΝ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (Απλογραφικά - Διπλογραφικά Βιβλία)

Ο πίνακας αυτός συμπληρώνεται αποκλειστικά και μόνο από τις ατομικές επιχειρήσεις ανεξάρτητα αν τηρούν απλογραφικά ή διπλογραφικά βιβλία και η συμπλήρωσή του αποτελεί προϋπόθεση για τη μεταφορά των φορολογητέων καθαρών αποτελεσμάτων στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων (έντυπο Ε1). Στους κωδικούς 140, 240, 340, 440 «Αποτελέσματα προ φόρου» για τους κλάδους Εμπορική δραστηριότητα/Παραγωγική δραστηριότητα/Αγροτική - Βιολογική δραστηριότητα/Παροχή Υπηρεσιών αντίστοιχα, μεταφέρονται τα ποσά των κωδικών 129, 229, 329 και 429 «Αποτελέσματα προ φόρων» (Δ15) του πίνακα Δ', για την ανάλογη φορολογική προσαρμογή (αναμόρφωση), αν βέβαια υφίσταται τέτοιο θέμα με βάση τα βιβλία της επιχείρησης και τη φορολογική νομοθεσία.

Αυτό καθίσταται απαραίτητο, καθόσον επί του εντύπου Ε1 δεν μπορεί να γίνει καμία φορολογική αναμόρφωση, αλλά μεταφέρεται μόνο το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα που θα υπαχθεί σε φορολογία.

Στη συνέχεια, μετά την τυχόν προσαρμογή (αναμόρφωση) που προκύπτει από τον πίνακα Ε', από τη κατάσταση της φορολογικής αναμόρφωσης (κωδ.2100) και από τους λοιπούς κωδικούς του πίνακα ΣΤ', το άθροισμα των κωδικών 152, 252 και 452 «Φορολογητέα καθαρά αποτελέσματα από επιχειρηματική δραστηριότητα» μεταφέρεται στους κωδικούς 401 - 402 και 413 - 414 (κέρδη - ζημίες) από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας του πίνακα 4Γ2, του Ε1. Το ποσό του κωδικού 352 «Φορολογητέα καθαρά αποτελέσματα από αγροτική - βιολογική δραστηριότητα» μεταφέρεται στους κωδικούς 461 - 462 και 465¬466 (κέρδη - ζημίες) από την άσκηση ατομικής αγροτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας του υποπίνακα 4Γ1 του Ε1.

Τέλος, το ποσό του κωδικού 453 «Καθαρό εισόδημα περ. στ' παραγρ. 2 άρθρου 12 ν.4172/2013», μεταφέρεται στους κωδικούς 307 - 308 του υποπίνακα 4Α του Ε1 για να φορολογηθεί ως εισόδημα από μισθωτή εργασία.
Για τα πρόσωπα αυτά η μοναδική δαπάνη που εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδά τους είναι οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβλήθηκαν και εκπίπτουν με βάση τα αναφερόμενα στην ΠΟΛ.1113/2015 εγκύκλιο. Η δαπάνη αυτή που περιλαμβάνεται στον κωδικό 423 του πίνακα Δ'(Δ5) έχει μεταφερθεί από τον κωδικό 485 «Διάφορα λειτουργικά έξοδα» του πίνακα Ζ' (υποπίνακας Ζ'2 - Σύνολο Εξόδων - Ασφαλιστικές Εισφορές Αυτοαπασχολουμένων επιλογή 7). Επισημαίνεται ότι όταν για τον παρέχοντα υπηρεσίες με «μπλοκάκι» ένα μέρος των ασφαλιστικών εισφορών αποδίδεται ως εργοδοτική εισφορά και ένα μέρος παρακρατείται από αυτόν ως εισφορά εργαζόμενου μαζί με Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (Α.Π.Δ.), τότε αφαιρείται μόνο η εισφορά εργαζόμενου για την εύρεση του φορολογητέου εισοδήματος. Στον πίνακα ΣΤ' έχουν επέλθει οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) Αλλαγή της περιγραφής των κωδικών 145, 245, 345 και 445 από «Το κέρδος του άρθρου 71 ν.3842/2010» σε «Αφορολόγητο αποθεματικό άρθρου 71Α ν.4172/2013», λόγω της ενσωμάτωσης των ρυθμίσεων του άρθρου 71 του ν.3842/2010 στον ΚΦΕ ως νέο άρθρο 71Α.
β) Αλλαγή της περιγραφής των κωδικών 148, 248, 348 και 448 από «Αξία πώλησης οχήματος Ι.Χ. (Αρθρ. 5 του ν.δ. 1146/1972)» σε «Υπεραξία μεταβίβασης αυτοκινήτου (άρθρο 10 ν.2579/1998 και άρθρο 5 ν.δ. 1146/1972)» προκειμένου να αποτυπώνεται η υπεραξία από τη μεταβίβαση τόσο των Ι.Χ. αυτοκινήτων όσο και των δημόσιας χρήσης, η οποία, κατ' επιλογή του φορολογουμένου, φορολογείται αυτοτελώς με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης.
γ) Οι κωδικοί 151, 251, 351, 451 και 551 «Ποσό επένδυσης για παραγωγή κινηματογραφικού έργου (άρθρο 71Ε ν.4172/2013)» παραμένουν ανενεργοί για το φορολογικό έτος 2018.
δ) Στους κωδικούς 156, 256, 356, 456 και 556, καταχωρούνται οι προσαυξημένες αποσβέσεις για κόστος ενεργειακής απόδοσης, με βάση την περ. α' της παραγράφου 10 του άρθρου 24 του ν.4172/2013, που προστέθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 117 του ν. 4549/2018. Τα ποσά των προσαυξημένων αποσβέσεων αφαιρούνται από τα καθαρά φορολογητέα αποτελέσματα του φυσικού προσώπου που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα. Ο υπολογισμός τους άρχεται από τον επόμενο μήνα εντός του οποίου το πάγιο στοιχείο του ενεργητικού χρησιμοποιείται ή τίθεται σε υπηρεσία ως στοιχείο επί του οποίου έχουν πραγματοποιηθεί δαπάνες χαρακτηρισμένες από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ως συναφείς με ενεργειακή απόδοση ή εξοικονόμηση νερού (σχετ. ΠΟΛ.1221/2018 ΚΥΑ).
ε) Οι κωδικοί 157, 257, 357, 457 και 557 «Έκπτωση εργοδοτικών εισφορών για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας (άρθρο 71Δ ν.4172/2013)» παραμένουν ανενεργοί για το φορολογικό έτος 2018.
στ) Τέλος, στους κωδικούς 144, 244, 344 και 444 καταχωρούνται και τα αντίστοιχα ποσά που χορηγούνται ως «Αντιστάθμισμα Νησιωτικού Κόστους», με βάση τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 7 του ν.4551/2018, προκειμένου να μην προσμετρηθούν για τη διαμόρφωση του φορολογικού αποτελέσματος.

ΠΙΝΑΚΑΣ Ζ'. ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ (Απλογραφικά - Διπλογραφικά Βιβλία)

Ο Πίνακας αυτός συμπληρώνεται από όλες τις επιχειρήσεις ανεξάρτητα της τήρησης βιβλίων (απλογραφικών ή διπλογραφικών). Όπως προαναφέρθηκε, η συμπλήρωση του πίνακα Ζ' προηγείται από αυτή του πίνακα Δ', καθόσον από τα έσοδα και έξοδα (υποπίνακες Ζ1, Ζ2) προκύπτει ο προσδιορισμός των αποτελεσμάτων του πίνακα Δ'. Οι επιχειρήσεις που τηρούν διπλογραφικά βιβλία θα μεταφέρουν τα δεδομένα των βιβλίων τους στον πίνακα Ζ' ο οποίος είναι προσαρμοσμένος στο σχέδιο λογαριασμών του παραρτήματος Γ του ν.4308/2014. Σε περίπτωση που η περιγραφή του λογιστικού σχεδίου της επιχείρησης είναι διαφορετική από το σχέδιο λογαριασμών του ως άνω παραρτήματος, θα πρέπει η επιχείρηση κατ' ανάγκη να προσαρμόσει τα δεδομένα της πάνω σε αυτό με βάση την αντίστοιχη περιγραφή.

Η συμπλήρωση του σχετικού πίνακα Ζ' είναι υποχρεωτική και για τις επιχειρήσεις που τηρούν απλογραφικά βιβλία, οι οποίες θα καταχωρούν τα δεδομένα των βιβλίων τους με βάση την προτεινόμενη περιγραφή των λογαριασμών που περιγράφονται στον πίνακα αυτό.

Για τις περιπτώσεις που η καταχώρηση ενός κωδικού του εντύπου προϋποθέτει την προηγούμενη καταχώριση υποπίνακα (υπάρχει σχετική ένδειξη δίπλα από την περιγραφή του κωδικού) για να αντιμετωπιστούν προβλήματα που πιθανόν θα προκύψουν κατά την πρώτη χρήση του παρόντος εντύπου λόγω αναντιστοιχίας των δεδομένων των βιβλίων με τα ζητούμενα, υπάρχει και η ένδειξη «λοιπά».

Στους κωδικούς 161, 261, 361 και 461 «Πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών» καταχωρούνται τα έσοδα από την κύρια δραστηριότητα της επιχείρησης, με περαιτέρω ανάλυση με βάση τη σχετική κατηγοριοποίηση του αντίστοιχου εσωτερικού υποπίνακα. Ειδικότερα, στον κωδικό 002 του υποπίνακα Ζ1 , αναγράφεται η αξία των χονδρικών πωλήσεων των εμπορευμάτων που εμπίπτουν στην παράγραφο 5 του άρθρου 39α του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν.2859/2000) και προσδιορίζονται στην ΠΟΛ.1150/2017 εγκύκλιο, ανεξάρτητα εάν η πώλησή τους έχει επιβαρυνθεί ή όχι με Φ.Π.Α. Στον κωδικό 004 του ίδιου υποπίνακα Ζ1, αναγράφεται η αξία των λιανικών πωλήσεων των εμπορευμάτων που εμπίπτουν στην παράγραφο 5 του άρθρου 39α του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν.2859/2000) και προσδιορίζονται στην ΠΟΛ.1150/2017 εγκύκλιο και με τις σχετικές διατάξεις οι εν λόγω πωλήσεις θα πρέπει να έχουν επιβαρυνθεί με Φ.Π.Α.

Οι κωδικοί 181, 281, 381 και 481 «Παροχές σε εργαζόμενους», 185, 285, 385 και 485 «Διάφορα λειτουργικά έξοδα», 198, 298, 398 και 498 «Λοιπά» για τους αντίστοιχους τέσσερις κλάδους δραστηριότητας, αναλύονται σε επιμέρους εσωτερικούς υποπίνακες για την πληρέστερη αποτύπωση των πληροφοριών αυτών, των οποίων η συμπλήρωση είναι υποχρεωτική.

Στους κωδικούς 800, 820, 840 και 860 «Πωλήσεις Παγίων» και στους κωδικούς 801, 821, 841 και 861 «Πωλήσεις για λογ/σμο Τρίτων» του Πίνακα Ζ3 καταχωρούνται υποχρεωτικά οι πωλήσεις παγίων και οι πωλήσεις για λογαριασμό τρίτων αντίστοιχα, οι οποίες δεν αθροίζονται στο σύνολο πωλήσεων, όπως αυτό αναγράφεται στους κωδικούς 161, 261, 361 και 461 «Πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών», με περαιτέρω ανάλυση με βάση τη σχετική κατηγοριοποίηση του αντίστοιχου εσωτερικού υποπίνακα. Στους κωδικούς 802, 822, 842 και 862 «Αγορές ενσώματων παγίων χρήσης» και στους κωδικούς 803, 823, 843 και 863 «Αγορές μη ενσώματων παγίων χρήσης» του πίνακα Ζ3 καταχωρούνται υποχρεωτικά οι αγορές ενσώματων και μη ενσώματων παγίων αντίστοιχα, με περαιτέρω ανάλυση με βάση τη σχετική κατηγοριοποίηση του αντίστοιχου εσωτερικού υποπίνακα. Τα ποσά των κωδικών αυτών δεν αθροίζονται στα σύνολα αγορών του Πίνακα Δ'.

Ειδικά για τους αγρότες του ειδικού καθεστώτος και τους αφανείς αγρότες χωρίς Κ.Α.Δ. (κωδ.009 με ένδειξη (2 ή 3)) οι πωλήσεις των αγροτικών προϊόντων θα συμπληρώνονται στον κωδικό 361, ενώ οι αγροτικές επιδοτήσεις που λαμβάνονται υπόψη στον προσδιορισμό του κέρδους από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα θα συμπληρώνονται στον κωδικό 362, όπως έχει ήδη αναλυθεί στον πίνακα Γ2 της παρούσας.

Επισημαίνεται ότι στα πάσης φύσεως έσοδα των επιχειρήσεων περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και οι κάθε είδους επιχορηγήσεις, αποζημιώσεις στα πλαίσια της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Οι επιδοτήσεις - επιχορηγήσεις, πλην των αγροτικών, αναγράφονται στον Πίνακα Ζ' ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ (Απλογραφικά - Διπλογραφικά Βιβλία) και συγκεκριμένα στον υποπίνακα Ζ'3 (Λοιπά πληροφοριακά στοιχεία) στους κωδικούς 197, 297 και 497 «Επιδοτήσεις - Επιχορηγήσεις για επενδυτικούς σκοπούς - κάλυψη δαπανών» για την Εμπορική δραστηριότητα, την Παραγωγική δραστηριότητα και την Παροχή Υπηρεσιών, αντίστοιχα. Για τις επιχορηγήσεις που εισπράττονται στο πλαίσιο αναπτυξιακών νόμων (π.χ. ν.1892/1990, ν.3299/2004) συνεχίζουν να ισχύουν όσα ειδικότερα ορίζονται στις σχετικές διατάξεις καθώς και οι οδηγίες που έχουν δοθεί για την εφαρμογή τους, ενώ οι επιχορηγήσεις που καταβάλλονται για την κάλυψη συγκεκριμένων δαπανών, αυτές δεν προσαυξάνουν τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά αποτελούν μειωτικό στοιχείο του κόστους της δαπάνης που επιχορηγήθηκε (π.χ. οι επιχορηγήσεις από τον ΟΑΕΔ για την καταπολέμηση της ανεργίας αποτελούν μειωτικό στοιχείο της δαπάνης για αμοιβές προσωπικού) (σχετ. ΠΟΛ.1059/2015 εγκύκλιος). Τέλος, στους κωδικούς 196, 296 και 496 καταχωρείται και το εισπραττόμενο ποσό το οποίο χορηγείται ως «Αντιστάθμισμα Νησιωτικού Κόστους», με βάση τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 7 του ν.4551/2018, καθόσον σε κάθε περίπτωση αυτό προσαυξάνει τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης.

Αναφορικά με το εισπραττόμενο ποσό που αφορά «Αντιστάθμισμα Νησιωτικού Κόστους» για επιδότηση επιχειρήσεων που ασκούν αγροτική δραστηριότητα, αυτό καταχωρείται στον κωδ. 071 του πίνακα Γ2 του εντύπου.

ΠΙΝΑΚΑΣ Η'. ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΚΑΘΑΡΩΝ ΚΕΡΔΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (παρ.23 άρθρου 72 ν.4172/2013)

Ο Πίνακας αυτός παραμένει ο ίδιος με το προηγούμενο έντυπο. Για τη συμπλήρωσή του εξακολουθούν να ισχύουν οι οδηγίες που έχουν δοθεί με την ΠΟΛ.1043/2017 εγκύκλιό μας.

ΠΙΚΑΝΑΣ Θ'. ΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΟΥ ΑΝΗΚΕΙ ΣΕ ΟΜΙΛΟ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΑΝΑ ΧΩΡΑ (ΕαΧ.) ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ 4484/2017 Η' 4490/2017 Η' 4534/2018

Ο Πίνακας αυτός συμπληρώνεται από νομικά πρόσωπα, τα οποία είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα και είναι μέλη Ομίλου Πολυεθνικών Επιχειρήσεων (Όμιλος ΠΕ), ο οποίος Όμιλος έχει υποχρέωση υποβολής Έκθεσης ανά Χώρα (ΕαΧ), με βάση τα οριζόμενα στις διατάξεις των νόμων 4484/2017 (A'110) ή 4490/2017 (A'150) ή 4534/2018 (Α' 77). Στην ένδειξη «Επωνυμία Ομίλου», θα συμπληρωθεί η επωνυμία του Ομίλου Πολυεθνικών Επιχειρήσεων (Όμιλος ΠΕ) στον οποίο ανήκει το νομικό πρόσωπο. Περαιτέρω, συμπληρώνεται η υποχρέωση υποβολής ή όχι Έκθεσης ανά Χώρα (ΕαΧ) από το ίδιο το νομικό πρόσωπο.

Εφόσον η υποχρέωση υφίσταται (NAI), στον κωδικό 671 αναγράφεται το Κράτος/Δικαιοδοσία στο οποίο έχει τη φορολογική κατοικία η Τελική Μητρική Οντότητα του Ομίλου Πολυεθνικών Επιχειρήσεων (Όμιλος ΠΕ) (π.χ. Ελλάδα ή Γερμανία, ή κ.λπ.). Εφόσον το νομικό πρόσωπο δεν υποβάλει το ίδιο την ΕαΧ εκ μέρους του Ομίλου ΠΕ (OXI), στον κωδικό 672 αναγράφεται το Κράτος/Δικαιοδοσία στο οποίο θα υποβληθεί η Έκθεση ανά Χώρα (ΕαΧ) (π.χ. Ελλάδα ή Γερμανία, ή κ.λπ.).

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι'. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ Ν.4557/2018 ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΌ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ο πίνακας αυτός συμπληρώνεται υποχρεωτικά από υπόχρεους του άρθρου 5 του ν.4557/2018, οι οποίοι εποπτεύονται από την Α.Α.Δ.Ε. δυνάμει της παραγράφου (ε) του άρθρου 6 του ίδιου νόμου και συγκεκριμένα τους εξωτερικούς λογιστές - φοροτεχνικούς, νομικά πρόσωπα παροχής λογιστικών - φοροτεχνικών υπηρεσιών και ιδιώτες ελεγκτές, μεσίτες ακινήτων και εμπόρους και εκπλειστηριαστές αγαθών μεγάλης αξίας. Τα πεδία της στήλης «Δραστηριότητα» συμπληρώνονται από όλους τους υπόχρεους με βάση την κατηγοριοποίηση της αναδυόμενης λίστας τιμών.

Τα πεδία της στήλης «Είδος συναλλαγής» συμπληρώνονται μόνο από τους μεσίτες ακινήτων με βάση την κατηγοριοποίηση της αναδυόμενης λίστας τιμών. Τα πεδία των στηλών «Πλήθος συναλλαγών Εκάστη > 10.000,00 €», «Σύνολο αξίας συναλλαγών» και «Σύνολο αξίας συναλλαγών σε μετρητά» συμπληρώνονται μόνο από τους μεσίτες ακινήτων και τους έμπορους και εκπλειστηριαστές αγαθών μεγάλης αξίας. Ειδικότερα στη στήλη «Πλήθος συναλλαγών Εκάστη > 10.000,00 €» συμπληρώνεται το πλήθος των συναλλαγών που η εκάστη εξ αυτών υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ και στη στήλη «Σύνολο αξίας συναλλαγών» συμπληρώνονται το σύνολο της αξίας των εν λόγω συναλλαγών. Στη στήλη «Σύνολο αξίας συναλλαγών σε μετρητά» συμπληρώνεται η συνολική αξία των συναλλαγών της προηγούμενης στήλης που πραγματοποιήθηκαν με μετρητά.




Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ Α.Α.Δ.Ε.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Α.1041/2019 Τύπος και περιεχόμενο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων φορολογικού έτους 2018, των λοιπών εντύπων και των δικαιολογητικών εγγράφων που συνυποβάλλονται με αυτή

$
0
0
Α 1041/2019

(ΦΕΚ Β' 353/11-02-2019)

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) της παραγράφου 7 του άρθρου 67 του ν. 4172/2013 (Α'167),
β) του Κεφαλαίου Α' «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του ν. 4389/2016 (Α'94) και ειδικότερα της περίπτωσης δ της παραγράφου 2 του άρθρου 2, του άρθρου 7, των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 14 και του άρθρου 41 του ν. 4389/2016,
γ) των άρθρων 4, 5, 6, 10, 11, 14, 15, 18, 19, 20, 30, 32, 34, 35, 36, 37, 41 και 45 του ν. 4174/2013 (Α' 170), όπως ισχύουν,
δ) των άρθρων 8, 9, 12, 13, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22Α, 24, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 39, 39Α, 40, 42, 43, 43Α, 59, 60, 64, 67, 69, 70, 71Α, 71Ε και 72 του ν. 4172/2013 (Α' 167), όπως ισχύουν,
ε) του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 (Α'152) όπως ισχύουν,
στ) της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.3.2017 (Β' 968) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει,
ζ) της Δ. ΟΡΓ. Α 1115805 ΕΞ 2017/4.8.2017 (Β' 2743) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, όπως ισχύει, «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότησης υπογραφής με εντολή Διοικητή σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης»,
η) της Α.1017/2019 (Β' 63) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Γνωστοποίηση επιλογής για υποβολή χωριστής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2018 έγγαμων φορολογούμενων».

2. Τις διατάξεις της Δ6Α 1015213 ΕΞ2013/ 28.1.2013 (Β' 130 και 372) απόφασης του Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομικών σχετικά με τη «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υποπαραγράφου α' της παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.

3. Την αριθμ. 1 της 20.1.2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016 και την αριθμ. 39/3/30.11.2017 (Υ.Ο.Δ.Δ. 689) απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε. «Ανανέωση της θητείας του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε.».

4. Τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 18 του ν. 2753/1999 (249 Α') σύμφωνα με τις οποίες «Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να καθορίζονται οι διαδικασίες, οι λεπτομέρειες και ότι άλλο απαιτείται, ώστε οι δηλώσεις οποιουδήποτε φορολογικού αντικειμένου, καθώς και τα τελωνειακά παραστατικά να μπορούν να υποβάλλονται και με τη χρήση σύγχρονων ηλεκτρονικών μεθόδων και δικτυακών υποδομών».

5. Τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 38 του ν. 2873/2000 (Α'285).

6. Τις διατάξεις των άρθρων 7 περί αποδεικτικής δύναμης στοιχείων ταυτότητας και 8 περί Υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986 (Α' 75), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν με τις διατάξεις του ν. 2690/1999 (Α' 45) (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας).

7. Τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του ν. 2690/1999 περί βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής και επικύρωσης των αντιγράφων, όπως ισχύει.

8. Τις διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 4 και της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 3522/2006 (Α' 276) περί βεβαίωσης, είσπραξης και επιστροφής εσόδων.

9. Τις διατάξεις του ν. 3525/2007 (Α' 16) περί πολιτιστικών χορηγιών.

10. Τις διατάξεις της παραγράφου Β2 του άρθρου 43 και της παραγράφου Β2 του άρθρου 44 του ν. 4030/2011 (Α' 249) περί φορολογικών κινήτρων αποκατάστασης κτιρίων στην περιοχή Γεράνι και Μεταξουργείο στο Ιστορικό κέντρο της Αθήνας.

11. Τις διατάξεις του άρθρου 44 του ν. 4141/2013 (Α' 81) περί προϋποθέσεων δικαιολόγησης απόκτησης μερισμάτων πλοιοκτητριών εταιρειών.

12. Τις διατάξεις του ν. 1497/1984 (Α' 188), όπως ισχύουν περί του τίτλου «Apostille (Convention de la Haye du 5 Octobre 1961)» «Επισημείωση (Σύμβαση της Χάγης της 5 Οκτωβρίου 1961)».

13. Τις διατάξεις του άρθρου 1 του κεφαλαίου Α' του ν. 4250/2014 (Α' 74) περί της κατάργησης της υποχρέωσης επικυρώσεων αντιγράφων εγγράφων.

14. Τις ΠΟΛ.1005/2017 (Β' 145) και ΠΟΛ.1100/2017 (Β' 2381) αποφάσεις της Υφυπουργού Οικονομικών, περί καθορισμού δαπανών για τις οποίες απαιτείται η χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής ή/και συλλογής αποδείξεων για το φορολογικό έτος 2017 και ένταξης των δαπανών υγείας στο κτίσιμο του αφορολόγητου.

15. Την ανάγκη για ομοιόμορφη εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των φορολογούμενων, όπως αυτές ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 67 του ν. 4172/2013.

16. Το γεγονός ότι με την απόφαση αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Προϋπολογισμού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων,

αποφασίζουμε:

Άρθρο 1
Υποβολή δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων


1. Οι ετήσιες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2018, των υπόχρεων της παραγράφου 1 του άρθρου 67 του ν. 4172/2013, υποβάλλονται υποχρεωτικά, με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας μέσω διαδικτύου, έως την ημερομηνία που ορίζουν οι οικείες διατάξεις. Οι ίδιες ημερομηνίες ισχύουν και για τις δηλώσεις που θα υποβληθούν σε εξαιρετικές περιπτώσεις σε χειρόγραφη μορφή στις Δ.Ο.Υ. Ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου υποβάλλονται και οι εκπρόθεσμες αρχικές και τροποποιητικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2018, καθώς και οι εκπρόθεσμες αρχικές και τροποποιητικές δηλώσεις από το φορολογικό έτος 2015 και εφεξής.

2. Τα παραπάνω ισχύουν για δηλώσεις που υποβάλλονται είτε από τους ίδιους τους φορολογούμενους με τους δικούς τους κωδικούς πρόσβασης, είτε από εξουσιοδοτημένο λογιστή - φοροτεχνικό με τους προσωπικούς του κωδικούς πρόσβασης.
Η εξουσιοδότηση προς τον λογιστή - φοροτεχνικό αφορά στη διαχείριση των εντύπων E1, E2 (όπως έχουν ενημερωθεί από τα αρχεία της Δ/νσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, εφεξής Δ.ΗΛΕ.Δ.) και του Ε3, ανεξάρτητα αν οι υπόχρεοι είναι εγγεγραμμένοι στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες TaxisNet.
Στην περίπτωση αυτή βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του φορολογούμενου και της συζύγου του προς τον λογιστή, από οποιαδήποτε διοικητική αρχή ή ΚΕΠ (άρθρο 11 παρ. 1 ν. 2690/1999, όπως ισχύει).

3. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει η δυνατότητα ηλεκτρονικής υποβολής λόγω αποδεδειγμένης τεχνικής αδυναμίας που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ή εφόσον κρίνεται από τον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν συντρέχει αντικειμενική και πραγματική αδυναμία υποβολής της δήλωσης με ηλεκτρονικό τρόπο, επιτρέπεται να υποβληθούν αυτές σε χειρόγραφη μορφή στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. Αυτό ισχύει και στις περιπτώσεις που η προθεσμία υποβολής της δήλωσης λήγει στο τέλος του έτους, εφόσον υπάρχει αδυναμία ηλεκτρονικής υποβολής.

4. Σε περίπτωση που οι ετήσιες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2018 των συζύγων υποβάλλονται ως κοινές με βάση τα οριζόμενα στην περ. α' της παραγράφου 4 του άρθρου 67 του ν.4172/2013, δεν απαιτείται καμία επιπλέον ενέργεια από τους συζύγους. Σε αυτή την περίπτωση διενεργείται ξεχωριστή βεβαίωση του φόρου και εκδίδονται δύο πράξεις προσδιορισμού φόρου, μία για κάθε σύζυγο. Πιστωτικά ποσά του ενός συζύγου δεν συμψηφίζονται με τυχόν χρεωστικά του άλλου και στην περίπτωση που έχουν και οι δύο πιστωτικά ποσά επιστρέφονται στον κάθε δικαιούχο χωριστά.
Οι σύζυγοι ωστόσο δύνανται να υποβάλουν χωριστή δήλωση, κατά τα οριζόμενα στην περ. β' της παρ. 4 του άρθρου 67 του ν. 4172/2013, με την διαδικασία που περιγράφεται στην Α.1017/2019 απόφαση του Διοικητή ΑΑΔΕ (Β' 63).
Οι σύζυγοι υποβάλλουν χωριστή φορολογική δήλωση, χωρίς να απαιτείται γνωστοποίηση στην ειδική ηλεκτρονική εφαρμογή, ο καθένας για τα εισοδήματά του, εφόσον έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης ή ο ένας από τους δύο συζύγους είναι σε κατάσταση πτώχευσης ή έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση. Το βάρος της απόδειξης για τη διακοπή φέρει ο φορολογούμενος.
Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η ενημέρωση του Τμήματος Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης της αρμόδιας Δ.Ο.Υ με τις παραπάνω μεταβολές.

5. Τα φυσικά πρόσωπα που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, στην περίπτωση που ενημερώσουν το Τμήμα Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. με δήλωση μεταβολής, δύνανται να υποβάλλουν κοινή δήλωση για τα εισοδήματά τους. Στην περίπτωση αυτή έχουν την ίδια φορολογική αντιμετώπιση με τους έγγαμους και υπόχρεος υποβολής δήλωσης είναι εκείνο το μέρος του συμφώνου συμβίωσης το οποίο κατά την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος δηλώνεται ως υπόχρεος και για τα εισοδήματα του άλλου μέρους του συμφώνου συμβίωσης.

6. Οι δηλώσεις των κατοίκων εξωτερικού υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου έως την ημερομηνία που ορίζουν οι οικείες διατάξεις και για τους κατοίκους ημεδαπής. Σε περίπτωση που φορολογικός κάτοικος Ελλάδας μεταφέρει την κατοικία του στο εξωτερικό, η δήλωση υποβάλλεται εμπρόθεσμα καθ' όλη τη διάρκεια του φορολογικού έτους και το αργότερο έως τις 31.12.2019 (ΠΟΛ.1201/2017 απόφαση Διοικητή ΑΑΔΕ).

7. Οι δηλώσεις των αποβιωσάντων υποβάλλονται σε χειρόγραφη μορφή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. εμπρόθεσμα έως 31.12.2019. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται ενημέρωση του Τμήματος Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης της Δ.Ο.Υ του αποβιώσαντος πριν από την υποβολή της δήλωσης με την ημερομηνία θανάτου και τα στοιχεία των νόμιμων κληρονόμων/ εγγυτέρων συγγενών, προσκομίζοντας τα απαραίτητα δικαιολογητικά.

8. Σε περίπτωση υποβολής εντύπου Ε3 για ανήλικο τέκνο, του οποίου τα εισοδήματα φορολογούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 11 του ΚΦΕ, η δήλωση του γονέα με το Ε3 του ανήλικου τέκνου υποβάλλεται σε χειρόγραφη μορφή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.

9. Σε περίπτωση πτώχευσης υποβάλλονται δύο δηλώσεις, μια δήλωση από τον σύνδικο πτώχευσης για τα εισοδήματα από την πτωχευτική περιουσία σε χειρόγραφη μορφή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και μια δήλωση από τον πτωχό για τα τυχόν εισοδήματα από τη μη πτωχευτική περιουσία ηλεκτρονικά.

10. Οι δηλώσεις με επιφύλαξη υποβάλλονται ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου και εντός χρονικού διαστήματος 30 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της δήλωσης οφείλουν οι φορολογούμενοι να προσκομίσουν στη Δ.Ο.Υ. τα απαραίτητα δικαιολογητικά, τα οποία αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους και τον λόγο της επιφύλαξης, προκειμένου να εκκαθαριστούν οι δηλώσεις και να εκδοθούν οι πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου από τις Δ.Ο.Υ. εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 παρ. 1 του ΚΦΔ, προθεσμίας των 90 ημερών από την υποβολή της δήλωσης. Σε περίπτωση που τα απαιτούμενα δικαιολογητικά δεν προσκομιστούν εντός της προαναφερθείσας προθεσμίας των 30 ημερών, οι δηλώσεις εκκαθαρίζονται, χωρίς να ληφθεί υπόψη η επιφύλαξη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 20 του ΚΦΔ, η επιφύλαξη δεν συνεπάγεται την αναστολή της είσπραξης του φόρου.

11. Στην περίπτωση εισφοράς όλου ή μέρους δημόσιου τεχνικού έργου από τον αρχικό ανάδοχο (φυσικό πρόσωπο που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα) σε κοινοπραξία ή εταιρία στην οποία συμμετέχει και ο ίδιος, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων τελευταίων εδαφίων της περ. δ' της παρ. 1 του άρθρου 64 του ν. 4172/2013, ο φόρος (3%) που βαρύνει τον ανάδοχο συμψηφίζεται από τον αναλογούντα φόρο της κατασκευάστριας εταιρίας ή κοινοπραξίας. Επειδή στην περίπτωση αυτή διενεργήθηκε παρακράτηση φόρου (3%) από τον κύριο του έργου κατά την καταβολή του εργολαβικού ανταλλάγματος στον αρχικό ανάδοχο (φυσικό πρόσωπο που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα) και περαιτέρω υποβλήθηκε και το σχετικό ηλεκτρονικό αρχείο βεβαιώσεων φορολογικού έτους 2018, ο αρχικός ανάδοχος υποβάλλει χειρόγραφα στη Δ.Ο.Υ. δήλωση χωρίς τον συμψηφισμό του παρακρατούμενου φόρου (3%) που διενεργήθηκε από τον κύριο του έργου (σχετ. ΠΟΛ.1025/2017 εγκύκλιος).

12. Κατά την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου, καταχωρούνται πρώτα τα έντυπα Ε2 και Ε3, όταν απαιτούνται και κατόπιν το έντυπο Ε1. Η σειρά καταχώρισης των συνυποβαλλόμενων Εντύπων Ε2 και Ε3 επιλέγεται από τον φορολογούμενο. Το έντυπο Ε16 δεν υποβάλλεται ηλεκτρονικά.

Άρθρο 2
Τύπος και περιεχόμενο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων και συνυποβαλλόμενων εντύπων


1. Ορίζουμε ότι για το φορολογικό έτος 2018 ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων (Ε1) (παράρτημα Α), καθώς και των συνυποβαλλόμενων εντύπων:
α) της αναλυτικής κατάστασης για τα μισθώματα ακίνητης περιουσίας (Φ-01.002)-(Ε2) (παράρτημα Β),
β) της κατάστασης οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα (Ε3) (παράρτημα Γ) καθώς και της κατάστασης φορολογικής αναμόρφωσης που τη συνοδεύει και
γ) της δήλωσης κατοχής μηχανημάτων έργων (Ε16) (παράρτημα Δ),
έχουν όπως τα σχετικά υποδείγματα που επισυνάπτονται στην παρούσα.

Άρθρο 3
Ορισμός Τύπου Πράξεων Διοικητικού ή Διορθωτικού Προσδιορισμού του Φόρου


1. Ορίζουμε ως το συνημμένο υπόδειγμα του Παραρτήματος Ε, τον τύπο της πράξης του Διοικητικού/Διορθωτικού προσδιορισμού, κατά περίπτωση, του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, του τέλους επιτηδεύματος και του φόρου πολυτελούς διαβίωσης, με την οποία συνιστάται και βεβαιώνεται η οφειλή του υπόχρεου και συζύγου/ΜΣΣ., φορολογικού έτους 2018 και εφεξής.
Ορίζουμε, επίσης, ως το συνημμένο υπόδειγμα του Παραρτήματος ΣΤ, τον τύπο της πράξης του Διοικητικού/Διορθωτικού προσδιορισμού, κατά περίπτωση, του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, του τέλους επιτηδεύματος και του φόρου πολυτελούς διαβίωσης, με την οποία συνιστάται και βεβαιώνεται η απαίτηση του υπόχρεου και συζύγου/ ΜΣΣ., φορολογικού έτους 2018 και εφεξής.
Η πράξη Διοικητικού προσδιορισμού φόρου εκδίδεται με βάση τις αρχικές ή εμπρόθεσμες τροποποιητικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 32 του ν. 4174/2013.
Η πράξη Διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου εκδίδεται με βάση τις εκπρόθεσμες τροποποιητικές δηλώσεις, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 34 του ν. 4174/2013.

2. Στην ειδοποίηση πληρωμής περιλαμβάνεται ταυτότητα οφειλής (Τ.Ο.), για όσους φορολογούμενους προκύπτει, μετά την εκκαθάριση, ποσό για καταβολή.
Εάν το οφειλόμενο ποσό καταβάλλεται σε δόσεις, ενσωματώνεται στην Πράξη Προσδιορισμού του Φόρου η ειδοποίηση πληρωμής ολικής εξόφλησης ή ειδοποίηση, με ανάλυση των δόσεων διακριτά (πλήθος δόσεων, ποσό κάθε δόσης, ημερομηνία πληρωμής κάθε δόσης) και η ταυτότητα οφειλής (Τ.Ο.). Η έκδοση των ειδοποιήσεων πληρωμών, γίνεται αυτόματα με την κεντρική εκκαθάριση της δήλωσης, με τη συμπλήρωση όλων των απαραίτητων για την είσπραξη στοιχείων ή ενδείξεων. Η ειδοποίηση επιστροφής ενσωματώνεται στην πράξη προσδιορισμού του φόρου εάν από την εκκαθάριση της αρχικής δήλωσης προκύπτει ποσό προς επιστροφή και το ποσό επιστρέφεται μέσω τραπεζών, σύμφωνα με τις Α.Υ.Ο - ΠΟΛ.1275/2001, ΠΟΛ.1077/2003 και ΠΟΛ.1146/2013.

3. Η Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης πραγματοποιεί την εκκαθάριση των δηλώσεων Φ.Π. που υπεβλήθησαν ηλεκτρονικά, εκδίδει τις Πράξεις Διοικητικού ή Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου κατά περίπτωση, με τις οποίες συνιστάται και βεβαιώνεται η οφειλή ή η απαίτηση του φορολογούμενου. Παράλληλα, κοινοποιεί τις πράξεις στους φορολογούμενους, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτ. α' της παραγρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 4174/2013. Η παραπάνω διαδικασία δύναται να εκτελείται όλο το εικοσιτετράωρο και όλες τις ημέρες της εβδομάδας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 19 του ν. 4223/2013 (ΦΕΚ 287 Α').

4. Οι φορολογούμενοι θα εκτυπώνουν, από το Taxisnet, την Πράξη Διοικητικού ή Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου, χρησιμοποιώντας τους κωδικούς πρόσβασης που διαθέτουν, στην οποία αναγράφεται ότι αποτελεί ακριβές αντίγραφο αυτής και φέρει ημερομηνία έκδοσης και ημερομηνία έκδοσης αντιγράφου και τη σήμανση για την εγκυρότητα της Πράξης Διοικητικού ή Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου, μέσω του www.aade.gr.
Την εκτύπωση των δύο (2) πράξεων προσδιορισμού φόρου δύνανται να την πραγματοποιούν και οι δύο σύζυγοι, στην περίπτωση κοινής δήλωσης έγγαμων ο καθένας με τους δικούς του κωδικούς πρόσβασης. Στην περίπτωση που η σύζυγος δεν διαθέτει κωδικούς πρόσβασης, οι πράξεις προσδιορισμού φόρου θα εκτυπώνονται με τους κωδικούς πρόσβασης του συζύγου.
Επίσης, μπορούν να εκτυπώνουν την ταυτότητα οφειλής για την τρέχουσα δόση κάθε μήνα, στην οποία συμπεριλαμβάνονται τυχόν μη καταβληθείσες προηγούμενες δόσεις και οι αναλογούσες για αυτές προσαυξήσεις, από την Προσωποποιημένη Πληροφόρηση. Η εκτύπωση αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα πιστωτικά ιδρύματα, για την εξόφληση της οφειλής.
Η πρόσβαση στις συγκεκριμένες υπηρεσίες γίνεται μέσω του δικτυακού τόπου www.aade.gr. Η Δ/νση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, μετά την ανάρτηση των Πράξεων Προσδιορισμού Φόρου στο λογαριασμό των φορολογουμένων, αποστέλλει ηλεκτρονική ειδοποίηση στη δηλωθείσα διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

5. Στις πράξεις που εκδίδονται μετά από εκκαθάριση τροποποιητικών δηλώσεων, αναγράφεται, διακριτά, το αποτέλεσμα εκκαθάρισης της αμέσως προηγούμενης δήλωσης του ιδίου έτους, καθώς και το αποτέλεσμα της νέας εκκαθάρισης, χωρίς να γίνεται μνεία αν έχουν καταβληθεί ή επιστραφεί τα ποσά της προηγούμενης εκκαθαρισθείσας δήλωσης.

6. Ανάλογα με το είδος της δήλωσης, το έτος της δήλωσης και το περιεχόμενο της, δύναται να εμφανίζονται διάφορα μηνύματα, κατά περίπτωση, προς ενημέρωση των φορολογουμένων.

7. Στις πράξεις που εκδίδονται μετά από εκκαθάριση τροποποιητικών και αρχικών δηλώσεων παρελθόντων ετών από τη Δ.Ο.Υ., δεν αναγράφονται στοιχεία που αφορούν δόσεις ή επιστροφή φόρου.

Άρθρο 4
Εκκαθάριση δήλωσης και καταβολή φόρου


1. Στις περιπτώσεις που κριθεί απαραίτητος ο έλεγχος των δικαιολογητικών των αρχικών ή τροποποιητικών δηλώσεων που υποβάλλονται ηλεκτρονικά, οι φορολογούμενοι ειδοποιούνται μέσω μηνύματος να προσκομίσουν δικαιολογητικά στη Δ.Ο.Υ. εντός 5 εργάσιμων ημερών, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ΚΦΔ. Μετά το πέρας της ανωτέρω προθεσμίας, οι δηλώσεις εκκαθαρίζονται από τις Δ.Ο.Υ., διαγράφοντας ή διορθώνοντας, όπου απαιτείται, ποσά τα οποία συνεπάγονται φορολογική απαλλαγή, έκπτωση ή ελάφρυνση του δηλούμενου εισοδήματος ή μείωση του φόρου, τα οποία δεν καλύπτονται από ηλεκτρονικά αρχεία ούτε προσκομίζονται για αυτά τα κατάλληλα δικαιολογητικά σε φυσική μορφή και στη συνέχεια εκδίδονται οι Πράξεις Διοικητικού/ Διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 32 και το άρθρο 34 του ν. 4174/2013 (ΚΦΔ). Οι Πράξεις Διοικητικού/Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου, στις περιπτώσεις αυτές, εκδίδονται και κοινοποιούνται στους φορολογούμενους από τη Δ.Ο.Υ. εκκαθάρισης της δήλωσης με απλή επιστολή, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 5 του ΚΦΔ.

2. Κατά την υποβολή των δηλώσεων στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει ηλεκτρονική πληροφόρηση των δηλούμενων εισοδημάτων και φόρων, δύναται να ζητηθεί να προσκομιστούν τα δικαιολογητικά στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και στη συνέχεια εκδίδονται οι Πράξεις Διοικητικού/ Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 32 και το άρθρο 34 του ν. 4174/2013 (ΚΦΔ). Οι Πράξεις Διοικητικού/ Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου, και στις περιπτώσεις αυτές, εκδίδονται και κοινοποιούνται στους φορολογούμενους από τη Δ.Ο.Υ. εκκαθάρισης της δήλωσης με απλή επιστολή, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 5 του ΚΦΔ.

3. Για τις τροποποιητικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των οποίων η αρχική δήλωση έχει υποβληθεί μέσω διαδικτύου, τα δικαιολογητικά που προσκομίζει ο φορολογούμενος είναι μόνο αυτά που αφορούν τον λόγο που επικαλείται για την τροποποίηση της δήλωσής του και όχι όλα τα δικαιολογητικά που αφορούν το σύνολο της δήλωσης.

4. Για τις τροποποιητικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που υποβάλλονται από μισθωτούς ή συνταξιούχους με αναδρομικά μισθών ή συντάξεων προηγουμένων ετών, αναδρομικά επιδομάτων ανεργίας, αμοιβών ιατρών του ΕΣΥ από απογευματινά ιατρεία νοσοκομείων του ΕΣΥ, αυτές παραλαμβάνονται χωρίς πρόστιμα και τόκους μέχρι το τέλος του φορολογικού έτους στο οποίο εκδόθηκαν, κατά περίπτωση, οι βεβαιώσεις αποδοχών ή συντάξεων. Οι παραπάνω δηλώσεις υποβάλλονται αποκλειστικά χειρόγραφα στη Δ.Ο.Υ., εκτός από τις δηλώσεις που αφορούν αναδρομικές αποδοχές ή συντάξεις φορολογικών ετών 2015 και εφεξής, οι οποίες υποβάλλονται ηλεκτρονικά. Ο φόρος που προσδιορίζεται από τις δηλώσεις αυτές καταβάλλεται σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 67 του ΚΦΕ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του πρώτου μήνα του επόμενου έτους, ενώ αν η πράξη προσδιορισμού φόρου εκδοθεί το επόμενο έτος, η καταβολή γίνεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από την έκδοση της πράξης προσδιορισμού φόρου.

5. Οι τροποποιητικές δηλώσεις που υποβάλλονται εκπρόθεσμα εξαιτίας εκπρόθεσμης έκδοσης ή διόρθωσης της βεβαίωσης αποδοχών του εργοδότη ή του ταμείου κοινωνικής ασφάλισης και όχι λόγω υπαιτιότητας του δικαιούχου των αποδοχών ή συντάξεων, θεωρούνται εμπρόθεσμες και υποβάλλονται χωρίς κυρώσεις εντός του φορολογικού έτους που εκδόθηκαν από τον εκκαθαριστή οι διορθωτικές βεβαιώσεις αποδοχών - συντάξεων (ΠΟΛ.1083/2018). Όταν αποστέλλεται ηλεκτρονικά στην Α.Α.Δ.Ε. εκπρόθεσμα ή διορθώνεται αρχική βεβαίωση αποδοχών από τον φορέα, τότε ο φορολογούμενος ενημερώνεται ταυτόχρονα από τον φορέα ότι έχει εκδοθεί βεβαίωση αποδοχών και συνεπώς έχει υποχρέωση να υποβάλει νέα δήλωση.

6. Στην περίπτωση ανείσπρακτων αποδοχών, ο μισθωτός φορολογούμενος που διαθέτει βεβαίωση αποδοχών του εργοδότη του από την οποία δεν προκύπτει ο διαχωρισμός του εισοδήματος από ανείσπρακτες αποδοχές στα έτη που ανάγονται, δύναται να υποβάλει τροποποιητικές δηλώσεις αποκλειστικά χειρόγραφα στη Δ.Ο.Υ. για τη φορολόγηση αυτών των εισοδημάτων κατ' έτος, με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο το οποίο θα αποδεικνύει τον διαχωρισμό των αποδοχών στα έτη που αφορούν, όπως βεβαίωση από πιστοποιημένο λογιστή-φοροτεχνικό βάσει αναλυτικών περιοδικών δηλώσεων (Α.Π.Δ.) του ασφαλιστικού φορέα, κ.λπ. ή παλαιότερες βεβαιώσεις αποδοχών από τις οποίες προκύπτει το ύψος των αποδοχών που είχαν καταστεί ανείσπρακτες, δικαστική απόφαση, κ.α.

7. Για το εισόδημα όλων των κατηγοριών (από μισθωτή υπηρεσία και συντάξεις, από επιχειρηματική/αγροτική δραστηριότητα, από κεφάλαιο, από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου), που έχει αποκτηθεί στην αλλοδαπή, από φορολογικό κάτοικο ημεδαπής και έχει καταβληθεί γι' αυτό ή έχει παρακρατηθεί φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων, εφόσον έχει δικαίωμα να φορολογήσει και η αλλοδαπή χώρα και η Ελλάδα, δηλαδή είτε προβλέπεται με βάση τις διμερείς συμβάσεις να φορολογήσουν και οι δύο χώρες, είτε δεν υπάρχει σύμβαση με τη χώρα προέλευσης του εισοδήματος, ο φόρος πιστώνεται μέχρι το ποσό του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην Ελλάδα (άρθρο 9 ΚΦΕ). Το ποσό που καταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε αναγράφεται στους κωδικούς 651652 αν πρόκειται για εισόδημα από μισθούς, συντάξεις κλπ. αλλοδαπής προέλευσης, τους κωδικούς 265-266 αν πρόκειται για εισόδημα αξιωματικών και κατώτερου πληρώματος εμπορικού ναυτικού, τους κωδικούς 469-470 για εισόδημα από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, τους κωδικούς 653-654 για εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, τους κωδικούς 683684 για μερίσματα, τόκους, δικαιώματα, τους κωδικούς 175-176 για εισόδημα από ακίνητη περιουσία και τέλος τους κωδικούς 867-868 για υπεραξία από μεταβίβαση κεφαλαίου.
Οι φορολογούμενοι που έχουν αναγράψει ποσά στους πιο πάνω κωδικούς, δύνανται να καλούνται στη Δ.Ο.Υ. για προσκόμιση δικαιολογητικών.
Η καταβολή του ποσού του φόρου στην αλλοδαπή ή η παρακράτηση του, αποδεικνύεται με συγκεκριμένα δικαιολογητικά έγγραφα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κ.Φ.Δ. (άρθρο 16 ν. 4174/2013) και όπως αυτά καθορίστηκαν στην ΠΟΛ.1026/2014 απόφαση Γ.Γ.Δ.Ε. (170Β ).
Στην περίπτωση που ο φόρος αλλοδαπής έχει καταβληθεί σε άλλο νόμισμα πέραν του ευρώ (π.χ. σε δολάρια Η.Π.Α.), για τις ανάγκες πίστωσης του φόρου αλλοδαπής λαμβάνεται υπόψη η ισοτιμία ευρώ και ξένου νομίσματος, όπως αυτή προκύπτει κατά την ημερομηνία καταβολής του φόρου στην αλλοδαπή που αναγράφεται στη σχετική βεβαίωση της αρμόδιας φορολογικής αρχής ή Ορκωτού Ελεγκτή. Σε περίπτωση όμως, περιοδικών καταβολών, η μετατροπή γίνεται με βάση τη μέση ετήσια ισοτιμία, όπως αυτή καθορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Προκειμένου για εισοδήματα από τις Η.Π.Α. πιστώνεται μόνο το ποσό του ομοσπονδιακού φόρου των Η.Π.Α. και όχι και ο πολιτειακός φόρος.

8. Η καταβολή του φόρου γίνεται σε τρεις (3) ισόποσες διμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Ιουλίου και η καθεμία από τις επόμενες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των μηνών Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου, από την προθεσμία υποβολής της δήλωσης.

9. Η καταβολή του φόρου που προσδιορίζεται από δηλώσεις που υποβάλλονται καθ' όλη τη διάρκεια του φορολογικού έτους, γίνεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του πρώτου μήνα του επόμενου έτους, ενώ για τις δηλώσεις αυτής της περίπτωσης που υποβάλλονται στη Δ.Ο.Υ. εμπρόθεσμα και η πράξη προσδιορισμού φόρου εκδίδεται το επόμενο έτος, η καταβολή γίνεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από την έκδοση της πράξης προσδιορισμού φόρου.

10. Στις περιπτώσεις που η δήλωση υποβάλλεται εμπρόθεσμα, είτε στη Δ.Ο.Υ είτε ηλεκτρονικά, καλείται ο φορολογούμενος για έλεγχο δικαιολογητικών και η δήλωση εκκαθαρίζεται από τη Δ.Ο.Υ. μετά την καταληκτική ημερομηνία της πρώτης δόσης, ο φόρος καταβάλλεται σε τρεις (3) ισόποσες δόσεις ανά δίμηνο, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 67 του ΚΦΕ.

11. Για τις δηλώσεις που υποβάλλονται εκπρόθεσμα, ως αφετηρία υπολογισμού των τόκων λαμβάνεται η λήξη της προθεσμίας που θα έπρεπε να είχε αρχικά καταβληθεί. Ειδικότερα, για δηλώσεις που υποβάλλονται εκπρόθεσμα και οδηγούνται για έλεγχο στη ΔΟΥ δεν λαμβάνεται υπόψη, για τον υπολογισμό των τόκων, το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την υποβολή της δήλωσης μέχρι την εκκαθάριση αυτής από τη ΔΟΥ.

12. Η καταβολή του φόρου που προσδιορίζεται από δηλώσεις φορολογούμενων που συμμετέχουν σε νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που τηρούν απλογραφικά βιβλία, οι οποίοι μπορούν να υποβάλουν δήλωση φορολογίας εισοδήματος μέχρι το πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, πραγματοποιείται σε δύο (2) ισόποσες διμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Σεπτεμβρίου 2019 και η δεύτερη μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Νοεμβρίου 2019.

13. Δεν βεβαιώνεται το ποσό που οφείλεται με βάση την πράξη προσδιορισμού φόρου, εφόσον αυτό δεν υπερβαίνει τα τριάντα (30) ευρώ ανά σύζυγο (παρ. 1 άρθρου 18 ν.3522/2006 - ΦΕΚ 276 Α').

14. Δεν επιστρέφεται ποσό φόρου με βάση την πράξη προσδιορισμού φόρου μικρότερο των πέντε (5) ευρώ ανά σύζυγο (παρ. 2 άρθρου 18 ν. 3522/2006).

Άρθρο 5
Περιεχόμενο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος


Α. ΓΕΝΙΚΑ

1. Στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος αναγράφεται υποχρεωτικά ο ΑΜΚΑ του υπόχρεου και της συζύγου, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που δεν υποχρεούνται σε απόκτηση ΑΜΚΑ. Υποχρεωτική είναι επίσης και η αναγραφή ΑΜΚΑ των εξαρτώμενων μελών, στον Πίνακα 8. Περαιτέρω, εξαιρούνται από την αναγραφή του ΑΜΚΑ στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος και οι φορολογούμενοι οι οποίοι για λόγους που άπτονται ευαίσθητων προσωπικών τους δεδομένων, δεν επιθυμούν να γνωστοποιήσουν τον ΑΜΚΑ, ούτε για τους ίδιους, ούτε για τα εξαρτώμενα μέλη τους, καθώς και οι υπάλληλοι της Τράπεζας Εμπορίου και Ανάπτυξης Εύξεινου Πόντου.

2. Είναι υποχρεωτική η αναγραφή όλων των εισοδημάτων των υπόχρεων, ανεξάρτητα από το αν φορολογούνται ή όχι, καθώς και ανεξάρτητα από τον τρόπο φορολόγησης τους. Για τα αυτοτελώς ή με ειδικό τρόπο φορολογούμενα εισοδήματα αναγράφεται και ο παρακρατηθείς ή αποδοθείς, κατά περίπτωση, φόρος.

3. Με βάση τα ηλεκτρονικά αρχεία που αποστέλλονται στη Δ.ΗΛΕ.Δ, με τις αποφάσεις Α.1009/2019 και ΠΟΛ.1033/2014 όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις ΠΟΛ.1054/2015 και ΠΟΛ.1260/2015 αποφάσεις, είτε προσυμπληρώνονται ορισμένες κατηγορίες εισοδημάτων (όπως από μισθωτές υπηρεσίες, συντάξεις, κ.λπ.) και οι παρακρατηθέντες φόροι στους αντίστοιχους κωδικούς των πινάκων της δήλωσης, είτε οι φορολογούμενοι ενημερώνονται μέσω πίνακα για τα ποσά των εισοδημάτων τους και των παρακρατηθέντων φόρων, καθώς και λοιπών στοιχείων της δήλωσης (πχ. δόσεις δανείων).

4. Στις περιπτώσεις κοινών τραπεζικών λογαριασμών σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (κάθε μορφής στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό) υπάρχει υποχρέωση δήλωσης των ποσών των τόκων καταθέσεων που αναλογούν στους πραγματικούς δικαιούχους, οι οποίοι καθορίζονται με βάση τις πραγματικές περιστάσεις. Ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. έχει, σε κάθε περίπτωση, τη διακριτική ευχέρεια να κρίνει αιτιολογημένα διαφορετικά.

5. Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 εξαιρούνται από τις υποχρεώσεις καταβολής του τέλους επιτηδεύματος, εκτός εάν πρόκειται για τουριστικούς τόπους, οι εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες που ασκούν τη δραστηριότητα τους σε χωριά με πληθυσμό έως πεντακόσιους (500) κατοίκους και σε νησιά κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους. Για τη διαπίστωση των πληθυσμιακών εξαιρέσεων από την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος ή την επιβολή μειωμένου τέλους, λαμβάνεται υπόψη η τελευταία επίσημη Απογραφή Μόνιμου Πληθυσμού της Χώρας. Στην περίπτωση που η δραστηριότητα δεν ασκείται ολόκληρο το φορολογικό έτος σε περιοχή που απαλλάσσεται, αλλά λόγω μεταφοράς έδρας ασκείται κάποιους μήνες και σε περιοχή που δεν υπάρχει η πληθυσμιακή εξαίρεση, το τέλος επιτηδεύματος επιβάλλεται αναλογικά για τους μήνες λειτουργίας στη μη απαλλασσόμενη περιοχή.
Με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 4484/2017 τροποποιήθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, ως προς την έννοια του υποκαταστήματος για την εφαρμογή των διατάξεων επιβολής του τέλους επιτηδεύματος και δόθηκαν σχετικές οδηγίες με την ΠΟΛ.1156/2017 εγκύκλιο. Συνεπώς, για τις εγκαταστάσεις που δεν νοούνται ως υποκαταστήματα για τις ανάγκες επιβολής του τέλους επιτηδεύματος και οι οποίες δηλώνονται στον κωδικό 008 του εντύπου Ε3, δεν υπολογίζεται τέλος επιτηδεύματος.
Επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 4577/2018 (Α' 199), που τροποποίησαν την παρ. 3 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος, οι αγρότες - μέλη αγροτικών συνεταιρισμών που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 του ν. 4384/2016 (Α' 78), καθώς και όσοι έχουν πραγματοποιήσει έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας αλλά βρίσκονται σε κατάσταση πτώχευσης ή αδράνειας. Σε περίπτωση που η αδράνεια δεν καταλαμβάνει ολόκληρο το φορολογικό έτος, το τέλος επιτηδεύματος περιορίζεται ανάλογα με τους μήνες λειτουργίας.

Β. ΕΝΤΥΠΟ Ε2

Για την ηλεκτρονική υποβολή της αναλυτικής κατάστασης για τα μισθώματα ακίνητης περιουσίας (έντυπο Ε2), ορίζονται τα κάτωθι:
Για τη συμπλήρωση της στήλης 4, γίνεται επιλογή της κατηγορίας του δηλούμενου ακινήτου σύμφωνα με την ακόλουθη κατηγοριοποίηση των ακινήτων, που ισχύει για τη συμπλήρωση του εντύπου Ε9: Κατοικία, Μονοκατοικία, Επαγγελματική Στέγη, Οικόπεδο, Αποθήκη, θέση Στάθμευσης, Σταθμός Αυτοκινήτων ΔΧ, Βιομηχανικό Κτίριο, Ξενοδοχείο, Νοσηλευτήριο, Εκπαιδευτήριο, Αθλητική Εγκατάσταση, Άλλο Κτίριο (θέατρο, Κινηματογράφος, Μουσείο κλπ.), Αγροτεμάχιο, Άλλη Χρήση. Αντίστοιχη συμπλήρωση θα γίνεται και σε περίπτωση χειρόγραφης υποβολής της δήλωσης.
Οι στήλες 13, 14 και 15 συμπληρώνονται με το ακαθάριστο εισόδημα των ακινήτων που αναλογεί στον υπόχρεο κατά κατηγορία όπως εμφανίζεται στους τίτλους των στηλών. Στις στήλες αυτές συμπληρώνονται και τα ανείσπρακτα εισοδήματα από εκμίσθωση ακίνητης περιουσίας (παρ. 4 άρθρου 39 του ν. 4172/2013) που δηλώθηκαν στα φορολογικά έτη 2015-2017 στους κωδικούς 125-126 και εισπράχθηκαν κατά το έτος 2018.
Η στήλη 16 συμπληρώνεται με τα ποσά των ανείσπρακτων εισοδημάτων από την εκμίσθωση ακίνητης περιουσίας, εφόσον έως την προθεσμία υποβολής της ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος έχει εκδοθεί σε βάρος του μισθωτή διαταγή πληρωμής ή διαταγή απόδοσης μισθίου ή δικαστική απόφαση αποβολής ή επιδίκασης μισθωμάτων ή έχει ασκηθεί εναντίον του μισθωτή αγωγή αποβολής ή επιδίκασης μισθωμάτων που συνοδεύεται από το αποδεικτικό επίδοσής της, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 39 του ΚΦΕ, και έχουν προσκομιστεί στη Δ.Ο.Υ. ευκρινή φωτοαντίγραφα αυτών πριν από την υποβολή της δήλωσης. Στην περίπτωση ασκηθείσας αγωγής στην οποία αναγράφεται ότι διεκδικούνται μισθώματα μέχρι την εκδίκαση αυτής, η αγωγή γίνεται δεκτή ως δικαιολογητικό, εφόσον συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση, όπου θα αναγράφεται το χρονικό διάστημα για το οποίο οφείλονται τα μισθώματα. Ειδικά για την περίπτωση που ο μισθωτής έχει πτωχεύσει, αρκεί η προσκόμιση αντιγράφου του πίνακα αναγγελίας χρεών στον οποίο εμφανίζεται η απαίτηση του εκμισθωτή/υπεκμισθωτή.
Εξαιρετικά και προκειμένου να δηλωθούν ανείσπρακτα εισοδήματα για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την έκδοση της απόφασης αποβολής ή της διαταγής απόδοσης χρήσης μισθίου μέχρι την εκτέλεση αυτής, η οποία έλαβε χώρα μέχρι τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, αρκεί η υποβολή υπεύθυνης δήλωσης και έκθεσης αποβολής και εγκατάστασης που έχει συνταχθεί από τον δικαστικό επιμελητή, ότι για το ανωτέρω διάστημα τα μισθώματα δεν έχουν εισπραχθεί. Τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο ισχύουν και για τη μη εισπραχθείσα αποζημίωση για εξωσυμβατική χρήση του ακινήτου για μισθώσεις που λύνονται μετά από την έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης αποβολής ή διαταγής απόδοσης χρήσης μισθίου. Τα απαραίτητα δικαιολογητικά προσκομίζονται στην αρμόδια Δ.Ο. Υ. όπου ελέγχονται και καταχωρούνται πριν από την υποβολή της δήλωσης.
Στη στήλη 17 συμπληρώνεται το είδος μίσθωσης και η χρήση του ακινήτου.
Επιλέγοντας τον κωδικό 60 της στήλης αυτής θα δηλώνονται συγκεντρωτικά ανά ακίνητο όλα τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν από τη βραχυχρόνια εκμίσθωση ακινήτων μέσω ψηφιακών πλατφόρμων (Airbnb, Booking κλπ.), ενώ επιλέγοντας τον κωδικό 61 της στήλης θα δηλώνονται συγκεντρωτικά ανά ακίνητο όλα τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν από τη βραχυχρόνια υπεκμίσθωση ακινήτων μέσω ψηφιακών πλατφόρμων (Airbnb, Booking κλπ.) κατά το φορολογικό έτος 2018, σύμφωνα με το άρθρο 39Α του ν. 4172/2013, όπως ισχύει.
Στον κωδικό 62: «Εκμίσθωση κατοικίας που υπεκμισθώνεται» δηλώνεται το ακαθάριστο εισόδημα που αποκτάει ο εκμισθωτής από την εκμίσθωση κατοικίας η οποία στη συνέχεια υπεκμισθώνεται από τον μισθωτή. Το εν λόγω εισόδημα μεταφέρεται από την υπηρεσία στους κωδικούς 105-106 του εντύπου Ε1.
Στον νέο κωδικό 63: «Εκμίσθωση κατοικίας που υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια μίσθωση μέσω ψηφιακής πλατφόρμας» δηλώνεται το ακαθάριστο εισόδημα που αποκτά ο εκμισθωτής από την εκμίσθωση κατοικίας η οποία υπεκμισθώνεται βραχυχρόνια στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού μέσω ψηφιακής πλατφόρμας από τον μισθωτή. Το εν λόγω εισόδημα μεταφέρεται από την υπηρεσία στους κωδικούς 105-106 του εντύπου Ε1.
Κατά τη συμπλήρωση της στήλης 18 «Αριθμός Παροχής Ρεύματος» αναγράφεται υποχρεωτικά ο εννιαψήφιος αριθμός παροχής ρεύματος όλων των ακινήτων, εφόσον υπάρχει παροχή, ανεξάρτητα από τη λειτουργία της ή μη, από την εταιρεία που το παρέχει (ΔΕΗ ή οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση), από το είδος του παρεχόμενου ρεύματος (συμβατικό, εργοταξιακό, κ.λπ.) και ανεξάρτητα αν από την ίδια παροχή ηλεκτροδοτούνται περισσότερα ακίνητα (γραφεία, καταστήματα, αποθήκες, χώροι στάθμευσης κλπ.). Σε περίπτωση που δεν υπάρχει παροχή ρεύματος (μετρητής) ή πρόκειται για αποθήκη ή χώρο στάθμευσης που ηλεκτροδοτείται από τη κοινόχρηστη παροχή ρεύματος, η στήλη αυτή συμπληρώνεται με τον αριθμό «999999999».
Στη στήλη 19 συμπληρώνεται ο αριθμός της δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας.
Ως αύξων αριθμός του Πίνακα Ι «Εκμισθούμενα κτλ. Ακίνητα» των «Συμπληρωματικών Στοιχείων Ακίνητης Περιουσίας» αναγράφεται ο αύξων αριθμός του Πίνακα της 1ης σελίδας.
Στην Αναλυτική Κατάσταση Μισθωμάτων (έντυπο Ε2) δηλώνεται και η ακίνητη περιουσία των εξαρτώμενων ανήλικων τέκνων από τον υπόχρεο γονέα. Τα ακίνητα αυτά συμπληρώνονται και στον Πίνακα Ι της δεύτερης σελίδας του εντύπου, αναγράφοντας και τον ΑΦΜ του τέκνου.

Γ. ΕΝΤΥΠΟ Ε1

Για την ηλεκτρονική υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων (έντυπο Ε1), ορίζονται τα κάτωθι:
Τα στοιχεία του φορολογούμενου απαιτείται να είναι επικαιροποιημένα, καθόσον χρησιμοποιούνται και ως στοιχεία επικοινωνίας από τη Φορολογική Διοίκηση. Κατά την ηλεκτρονική υποβολή της δήλωσης, στην επιβεβαίωση στοιχείων, υποχρεωτικά καταχωρείται και η ηλεκτρονική διεύθυνση (e-mail) που χρησιμοποιείται. Στις κοινές δηλώσεις έγγαμων, υποχρεωτικά δηλώνουν διεύθυνση e- mail και οι δύο σύζυγοι. Στις χωριστές δηλώσεις έγγαμων, κατά την επιβεβαίωση των στοιχείων τους στην Α.Α.Δ.Ε., εμφανίζονται αποκλειστικά τα ατομικά τους στοιχεία.
Ειδικά, ο φορολογικός κάτοικος αλλοδαπής υποχρεούται να επιβεβαιώσει και τη χώρα φορολογικής κατοικίας του, όπως αυτή είναι καταχωρημένη στα στοιχεία Μητρώου/φυσικού προσώπου, καθώς χρησιμοποιείται για σκοπούς ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών.
Στην περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν συμφωνεί με τη χώρα φορολογικής κατοικίας που εμφανίζεται στην επιβεβαίωση στοιχείων ή το πεδίο της χώρας φορολογικής κατοικίας είναι κενό, θα πρέπει να τροποποιήσει/ συμπληρώσει το σχετικό πεδίο.
Οι παραπάνω φορολογούμενοι υποχρεούνται σε κάθε περίπτωση, εφόσον κληθούν, να προσκομίσουν το πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας (tax residence certificate) στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., προκειμένου να αποδείξουν τη χώρα της φορολογικής τους κατοικίας.
Τα φυσικά πρόσωπα τα οποία αιτούνται μεταβολής της φορολογικής τους κατοικίας για το έτος 2018, ακολουθούν τη διαδικασία που ορίζεται στην ΠΟΛ.1201/2017 απόφαση Διοικητή ΑΑΔΕ, ενώ για προγενέστερα του 2018 έτη, ακολουθούν τη διαδικασία της ΠΟΛ.1177/2014 εγκυκλίου, αλλά με τα δικαιολογητικά που προβλέπονται στην ΠΟΛ.1201/2017 Απόφαση Διοικητή ΑΑΔΕ.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1 (ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΥ) Προστίθεται πεδίο το οποίο συμπληρώνεται με τον ΑΦΜ του έτερου συζύγου, από όποιον έγγαμο φορολογούμενο έχει επιλέξει να υποβάλει χωριστή δήλωση από τον άλλο σύζυγο.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2 (ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ)
α. Οι κωδ. 327-328 συμπληρώνονται από όσους φορολογούμενους υποβάλλουν δήλωση με εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα για πρώτη φορά, προκειμένου να υπολογιστεί η προκαταβολή μειωμένη κατά 50%. Στις δηλώσεις του φορολογικού έτους 2018 και επόμενες, θα περιορίζεται η προκαταβολή στο μισό σε όσους αναγράφουν για πρώτη φορά εισοδήματα, ημεδαπής ή αλλοδαπής προέλευσης από επιχειρηματική δραστηριότητα, στους υποπίνακες Γ1 και Γ2 του έντυπου Ε1. Πιο συγκεκριμένα, θα περιορίζεται στο μισό, σε όσους δηλώσουν για πρώτη φορά εισόδημα αγροτικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας υπόχρεων σε υποβολή εντύπου Ε3 (φυσικά πρόσωπα με έναρξη στο Μητρώο), εισόδημα επιχειρηματικής δραστηριότητας μη υπόχρεων σε υποβολή εντύπου Ε3 (φυσικά πρόσωπα χωρίς έναρξη στο Μητρώο, μη επιτηδευματίες, όπως δημόσιοι υπάλληλοι αυτοεκδότες βιβλίων ή εισηγητές σεμιναρίων), καθώς επίσης και εισόδημα της παρ. 3 του άρθρου 21 του ΚΦΕ (φυσικά πρόσωπα που έχουν πραγματοποιήσει μεμονωμένη πράξη με σκοπό την επίτευξη κέρδους ή συστηματική διενέργεια πράξεων, 3 ομοειδείς, κλπ.). Ομοίως, θα περιορίζεται η προκαταβολή στο μισό και όταν προκύπτει για πρώτη φορά προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων, η οποία φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
β. Οι κωδ. 319-320 συμπληρώνονται από τη Φορολογική Διοίκηση, στην περίπτωση που ο/η φορολογούμενος/η είναι φορολογικός κάτοικος αλλοδαπής.
γ. Οι κωδικοί 023-024 συμπληρώνονται από τους φορολογούμενους που εξαιρούνται από την προσκόμιση αποδείξεων για τη διατήρηση της μείωσης φόρου του άρθρου 16 του ν. 4172/2013 (άρθρο 16 περ.3δ) και συνεπώς έχουν τη μείωση φόρου, ακόμη κι αν δεν έχουν συγκεντρώσει αποδείξεις για δαπάνες απόκτησης αγαθών και λήψης υπηρεσιών.
δ. Ο κωδ. 329 συμπληρώνεται στην περίπτωση που η δήλωση υποβάλλεται από κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομιάς, μεσεγγυούχο, προσωρινό διαχειριστή, σύνδικο πτώχευσης, ή δικαστικό εκκαθαριστή. Οι δηλώσεις αυτές υποβάλλονται χειρόγραφα. Σε περίπτωση διορισμού δικαστικού εκκαθαριστή κληρονομιάς, ο δικαστικός εκκαθαριστής έχει υποχρέωση να υποβάλει και τις σχετικές δηλώσεις φόρου εισοδήματος για τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν μέχρι την ημερομηνία θανάτου (στον ΑΦΜ του αποβιώσαντος). Για τα εισοδήματα της κληρονομιάς που αποκτώνται μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου, ο δικαστικός εκκαθαριστής υποβάλει χειρόγραφα στη Δ.Ο.Υ. τη δήλωση στον ΑΦΜ του κληρονόμου, ενώ παραμένει η υποχρέωση του κληρονόμου να υποβάλλει (με ηλεκτρονική υποβολή) δήλωση για τα μη κληρονομιαία εισοδήματά του.
ε. Ο κωδ. 331 συμπληρώνεται στην περίπτωση που η δήλωση υποβάλλεται από κληρονόμο του φορολογούμενου που απεβίωσε.
Ο εξ απογραφής κληρονόμος δηλώνει τα εισοδήματα που προέρχονται από την κληρονομιαία περιουσία, η οποία έγινε αποδεκτή με το ευεργέτημα της απογραφής, από κοινού με τα εισοδήματα που προέρχονται από την ατομική του περιουσία (σε μια ενιαία δήλωση), αδιαφόρως εάν η κληρονομιά αποτελεί χωριστή ομάδα με πιθανότητα μερικής ή ολικής διάθεσης αυτής προς ικανοποίηση των κληρονομικών πιστωτών (Γνωμ. 474/1998 Ν.Σ.Κ).
στ. Οι κωδ. 021-022 συμπληρώνονται όταν ασκείται επιχειρηματική δραστηριότητα και ο φορολογούμενος είναι ασφαλισμένος στον ΕΦΚΑ (πρώην ΟΓΑ) προκειμένου να υπολογιστεί η μείωση του φόρου που προβλέπεται στο άρθρο 16 του ΚΦΕ, για το μέρος του εισοδήματος που προέρχεται από την αγροτική δραστηριότητα.
ζ. Στους κωδ. 037-038 καταχωρείται η ένδειξη ότι ο ασκών αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα είναι κατ' επάγγελμα αγρότης σύμφωνα με την επίσημη ταυτοποίηση από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης (άρθρο 2 παρ. 1 του ν.3874/2010 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 του ν.4389/2016).
η. Απαλείφθηκαν οι κωδικοί 025-026 λόγω κατάργησης των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 73 του ν. 3842/2010.
θ. Οι κωδικοί 029-030 συμπληρώνονται από τον φορολογούμενο στην περίπτωση που έχει ακίνητα ή καταθέσεις ή οποιαδήποτε άλλη κινητή ή ακίνητη περιουσία στην αλλοδαπή, ανεξάρτητα από το αν αποκτά από αυτή εισόδημα ή όχι. Οι ανωτέρω κωδικοί συμπληρώνονται και από τους φορολογούμενους που έχουν επενδύσει, μέσω ημεδαπού χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, σε χρηματοοικονομικά μέσα αλλοδαπού εκδότη (μετοχές, ομόλογα, λοιπά χρεόγραφα).
ι. Οι κωδ. 011-012 συμπληρώνονται από όσους ανήκουν στην κατηγορία της παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 3023/2002 και αφορά τους βουλευτές και ευρωβουλευτές των οποίων τα ποσά της αποζημίωσης και των συντάξεων που διαθέτουν στα κόμματα ή σε συνασπισμούς κομμάτων δεν συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου ιδιωτικής χρηματοδότησης πολιτικού κόμματος ή συνασπισμού.
ια. Οι κωδ. 007-008 συμπληρώνονται από όσους φιλοξενούν ενήλικες υπόχρεους σε υποβολή δήλωσης, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στον Πίνακα 8. Τα στοιχεία που συμπληρώνονται είναι ο ΑΦΜ του φιλοξενούμενου και οι μήνες φιλοξενίας. Οι κωδικοί αυτοί δεν συμπληρώνονται από τους έγγαμους φορολογούμενους που έχουν γνωστοποιήσει την επιλογή τους για υποβολή χωριστής δήλωσης, προκειμένου να δηλώσουν τον έτερο σύζυγο με τον οποίο συνοικούν και ο οποίος δεν έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας στην κύρια κατοικία ή στη δωρεάν παραχωρημένη ή δεν συμμετέχει ως μισθωτής στη μισθωμένη κύρια κατοικία.
ΠΙΝΑΚΑΣ 3 (ΜΕΙΩΣΗ ΦΟΡΟΥ ΛΟΓΩ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ) Για τους κωδικούς 005-006 και όσον αφορά την συμπλήρωση τους προκειμένου να πραγματοποιηθεί η πρόσθετη μείωση φόρου διακοσίων (200) ευρώ, που προβλέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης α' του άρθρου 17 του ν. 4172/2013, για τα εξαρτώμενα μέλη του φορολογούμενου, ορίζονται τα εξής:
α. Στις κοινές δηλώσεις έγγαμων ή Μ.Σ.Σ. που έχουν από κοινού εξαρτώμενα τέκνα με τουλάχιστον εξήντα επτά τοις εκατό (67%) αναπηρία και εφόσον δεν υποβάλλουν ατομικές δηλώσεις τα εξαρτώμενα τέκνα, συμπληρώνονται οι κωδικοί- 005-006 από τον υπόχρεο κι αν ο φόρος του δεν επαρκεί για να πιστωθεί το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ, αυτό πιστώνεται, κατά την εκκαθάριση της δήλωσης, στον φόρο του άλλου συζύγου.
β. Στις περιπτώσεις που έγγαμοι φορολογούμενοι ή Μ.Σ.Σ. έχουν επιλέξει να υποβάλλουν χωριστές δηλώσεις και έχουν από κοινού εξαρτώμενα τέκνα με αναπηρία τουλάχιστον εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και εφόσον δεν υποβάλλουν ατομικές δηλώσεις τα εξαρτώμενα τέκνα, η μείωση πραγματοποιείται άπαξ, σε κάθε περίπτωση μόνο σε έναν σύζυγο/ Μ.Σ.Σ, χωρίς να μεταφέρεται το δικαίωμα πίστωσης φόρου στον άλλο σύζυγο/ Μ.Σ.Σ. Στις περιπτώσεις αυτές διενεργείται διασταύρωση και εφόσον διαπιστωθεί από τον έλεγχο ότι το τέκνο με αναπηρία δηλώθηκε και από τους δύο συζύγους/ Μ.Σ.Σ, η μείωση φόρου γίνεται στον σύζυγο/ΜΣΣ με τον μεγαλύτερο φόρο εισοδήματος.

ΠΙΝΑΚΑΣ 4 (ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΙΩΣΕΙΣ)

Υποπίνακας 4Α (εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις)
α. Όταν συμπληρώνονται οι κωδικοί 307- 308 σε συνδυασμό με τους κωδικούς 019-020 του Πίνακα 2, απαιτείται η αναγραφή των ΑΦΜ των προσώπων που λαμβάνουν τις υπηρεσίες, ενώ αν πρόκειται για αλλοδαπό πρόσωπο που δεν διαθέτει ΑΦΜ στην Ελλάδα, ο φορολογούμενος καλείται στη Δ.Ο.Υ. για έλεγχο δικαιολογητικών.
β. Όταν συμπληρώνονται εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις (κωδ. 343-344) χωρίς ηλεκτρονική πληροφόρηση, πρέπει να καταχωρούνται οι Α.Φ.Μ. εργοδοτών - ασφαλιστικών φορέων με τα αντίστοιχα ποσά, βάσει των βεβαιώσεων αποδοχών.
γ. Η από 14.6.2018 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4549/2018, με το άρθρο 115 παρ. 11 του οποίου προστέθηκε νέα παρ. 4 στο άρθρο 60 του ΚΦΕ) διενεργούμενη παρακράτηση με συντελεστή 5% επί του καθαρού ποσού των αμοιβών που καταβάλλονται σε αμειβόμενους με ημερομίσθιο, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες ορισμένου χρόνου αλλά διάρκειας μικρότερης από ένα έτος, καθώς και σε ξεναγούς που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 37 του ν.1545/1985 δεν εξαντλεί τη φορολογική υποχρέωση για τις αμοιβές αυτές. Οι εν λόγω αμοιβές και οι παρακρατηθέντες φόροι δηλώνονται όπως και οι αντίστοιχες αμοιβές και παρακρατηθέντες φόροι από μισθούς.
δ. Οι κωδικοί 325-326 έχουν συμπληρωθεί από τη Φορολογική Διοίκηση βάσει του αρχείου βεβαιώσεων που αποστέλλουν ηλεκτρονικά οι εκκαθαριστές αποδοχών (Α. 1009/2019 απόφαση Διοικητή) και αφορούν τις κάτωθι περιπτώσεις:
i) Αμοιβές μελών Δ.Σ. για παροχή υπηρεσίας που σύμφωνα με την περ. δ' της παρ.2 του άρθρου 12 του ν. 4172/2013 αποτελούν εισόδημα από μισθωτή εργασία, μετά την αφαίρεση των ασφαλιστικών κρατήσεων που τους διενεργήθηκαν για την ιδιότητά τους αυτή, χωρίς να αναγράφεται κανένα ποσό στους κωδικούς 351-352.
ii) Αμοιβές διαχειριστών ΕΠΕ και IKE. Οι αμοιβές αυτές αναγράφονται μικτές, εφόσον οι αντίστοιχες εισφορές καταβλήθηκαν από τους ίδιους τους φορολογούμενους και για αυτές τις αποδοχές οι αντίστοιχες εισφορές που καταβλήθηκαν αναγράφονται στους κωδικούς 351-352, ενώ οι φορολογούμενοι οδηγούνται στη Δ.Ο.Υ. για έλεγχο δικαιολογητικών.
iii) Αμοιβές εκπροσώπων και εταίρων O.E. και Ε.Ε. για τις υπηρεσίες που παρέχουν με βάση την ιδιότητά τους αυτή προς τις υπόψη εταιρίες, οι οποίες είναι απαραίτητες για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της εταιρίας (ΔΕΑΦ Α 1064780 ΕΞ2015/11.5.2015 έγγραφο). Οι αμοιβές αυτές αναγράφονται μικτές, εφόσον οι αντίστοιχες εισφορές καταβλήθηκαν από τους ίδιους τους φορολογούμενους και κανένα ποσό δεν συμπληρώνεται στους κωδικούς 351-352, διότι οι εισφορές αυτές εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρίας που συμμετέχουν, αν οι εταίροι αυτοί δεν ασκούν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα.
Στους κωδικούς αυτούς δεν αναγράφονται οι τυχόν αμοιβές των πιο πάνω προσώπων που προέρχονται από διανομή κερδών, διότι αποτελούν μέρισμα.
ε. Οι κωδικοί 351-352 συμπληρώνονται από τον φορολογούμενο και αφορούν ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται από τους ίδιους τους μισθωτούς ή συνταξιούχους σε ασφαλιστικούς οργανισμούς υποχρεωτικής ασφάλισης εξαιτίας εξαγοράς χρόνου ασφάλισης όπως χρόνου στρατιωτικής θητείας, και οι οποίες μειώνουν το εισόδημα από μισθωτή εργασία ή συντάξεις. Συμπληρώνονται ομοίως και οι εισφορές NAT. Οι εισφορές αυτές αποδεικνύονται βάσει αποδεικτικών εγγράφων ή σχετικών δικαιολογητικών που οι φορολογούμενοι προσκομίζουν στη Φορολογική Διοίκηση, κατόπιν προσκλήσεώς τους. Ομοίως, αναγράφονται και τα ποσά που καταβάλλονται από τους ίδιους τους μισθωτούς υπέρ ταμείων επαγγελματικής ασφάλισης (TEA), κατά το μέρος που αφορούν τη μισθωτή τους εργασία (ΠΟΛ.1227/2018 εγκύκλιος).
στ. Οι κωδικοί 651-652 συμπληρώνονται από τον φορολογούμενο με το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για εισόδημα από μισθούς-συντάξεις αλλοδαπής προέλευσης στο οποίο η Ελλάδα έχει δικαίωμα φορολόγησης. Δεν συμπληρώνεται τυχόν ποσό φόρου που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για εισόδημα από μισθούς-συντάξεις αλλοδαπής προέλευσης όπου η Ελλάδα, βάσει ΣΑΔΦ, έχει αποκλειστικό δικαίωμα φορολόγησης.
ζ. Οι κωδικοί 393-394 έχουν συμπληρωθεί από τη Φορολογική Διοίκηση βάσει του αρχείου βεβαιώσεων που αποστέλλουν ηλεκτρονικά οι εκκαθαριστές (Α.1009/2019 απόφαση Διοικητή) και αφορούν αποδοχές που καταβάλλονται από ημεδαπές εταιρείες για μισθωτές υπηρεσίες που παρέχονται στην αλλοδαπή από φορολογικό κάτοικο Ελλάδας και οι οποίες δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου στην Ελλάδα. Οι κωδικοί αυτοί συμπληρώνονται προκειμένου να συμψηφιστούν ποσά φόρου που εκ παραδρομής παρακρατήθηκαν στην Ελλάδα.
η. Οι κωδικοί 395-396 συμπληρώνονται από τον φορολογούμενο και αφορούν ασφάλισμα που καταβάλλεται σε αυτόν από αλλοδαπούς φορείς χωρίς μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα στο πλαίσιο ομαδικού ασφαλιστηρίου συνταξιοδοτικού συμβολαίου που ο εργοδότης του είχε συνάψει με αυτούς τους φορείς. Το ασφάλισμα αυτό, για το οποίο δεν διενεργήθηκε η παρακράτηση της περ. ε' παρ.1 άρθρου 64 του ν. 4172/2013 από τους εν λόγω φορείς, φορολογείται αυτοτελώς σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 15 του ίδιου νόμου ανάλογα με τον τρόπο καταβολής (περιοδικά, εφάπαξ, πρόωρη εξαγορά) και οι φορολογούμενοι καλούνται στη Δ.Ο.Υ. για έλεγχο δικαιολογητικών.
θ. Λόγω της κατάργησης από 1.1.2018 της μείωσης φόρου του 1,5% κατά την παρακράτηση του φόρου που διενεργούταν σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 60 του ν. 4172/2013 στο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις (παρ. 2 άρθ. 69 ν.4472/2017), από τον Πίνακα 4Α απαλείφονται πλέον οι επιλογές των κωδικών που αφορούν τον φόρο που αναλογεί (313314 και 345-346) και αναγράφονται μόνο οι φόροι που παρακρατήθηκαν.

Υποπίνακας 4Β (εισόδημα αξιωματικών και κατώτερου πληρώματος Ε.Ν.)
Το εισόδημα που αποκτούν οι αξιωματικοί και το κατώτερο πλήρωμα που υπηρετούν σε πλοία του εμπορικού ναυτικού φορολογείται με φορολογικό συντελεστή 15% και 10%, αντίστοιχα, και εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τα εισοδήματα αυτά. Στους κωδικούς 257-258, 259-260 του Πίνακα 4Β που αφορούν τις αμοιβές αξιωματικών και κατώτερου πληρώματος εμπορικού ναυτικού, αναγράφεται μόνο ο φόρος που παρακρατήθηκε με βάση τις βεβαιώσεις αποδοχών.

Υποπίνακας 4Γ1 (εισόδημα από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα)
Το εισόδημα που αποκτάται από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα φορολογείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 4172/2013.
Το εισόδημα από ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα προσδιορίζεται με λογιστικό τρόπο (έσοδα μείον έξοδα) ανεξάρτητα από την υποχρέωση τήρησης βιβλίων. Οι μη υπόχρεοι σε έκδοση στοιχείων που έχουν πραγματοποιήσει και λιανικές πωλήσεις, προσθέτουν στα ακαθάριστα έσοδά τους και τις πωλήσεις αυτές που αποδεικνύονται είτε με απλές αποδείξεις είσπραξης, είτε με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέσο.
Προκειμένου να δηλωθεί εισόδημα από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα για το φορολογικό έτος 2018, είναι απαραίτητη η συμπλήρωση του εντύπου Ε3.
Τα κέρδη από ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα (λογιστικός προσδιορισμός) φορολογούνται πλέον αυτοτελώς με την κλίμακα της παραγράφου 1 του άρθρου 15 (κλίμακα μισθωτών), χωρίς δηλαδή τα εισοδήματα αυτά να αθροίζονται με τυχόν εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα και από μισθούς και συντάξεις (παρ. 3 άρθρου 29 ν. 4172/2013).
Ο χαρακτηρισμός του κατ' επάγγελμα αγρότη προκύπτει από επίσημη ταυτοποίηση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης (άρθρο 2 παρ. 1 ν. 3874/2010, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 του ν.4389/2016 Για τους κατ' επάγγελμα αγρότες, όπως αυτοί ορίζονται στην κείμενη νομοθεσία, εφαρμόζονται οι μειώσεις του φόρου του άρθρου 16, εφόσον τουλάχιστον το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνολικού εισοδήματός τους προέρχεται από αγροτική δραστηριότητα. Στο συνολικό εισόδημα του προηγούμενου εδαφίου δεν περιλαμβάνονται η κύρια σύνταξη από ΕΦΚΑ (πρώην ΟΓΑ), οι αμοιβές από παροχή εργασίας με εργόσημο, οι αμοιβές εργαζομένων υπαγομένων στην ασφάλιση ΕΦΚΑ (πρώην ΟΓΑ) σε τυποποιητήρια, συσκευαστήρια και σε συναφείς χώρους, για έως εκατόν πενήντα (150) ημερομίσθια ανά έτος, καθώς και οι αμοιβές μελών αγροτικών ή/και γυναικείων συνεταιρισμών, που απασχολούνται περιστασιακά και υπάγονται στην ασφάλιση ΕΦΚΑ (πρώην ΟΓΑ).
Κατ' εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 4172/ 2013 και για το φορολογικό έτος 2018 τα φυσικά πρόσωπα με πρώτη δήλωση έναρξης δραστηριότητας από 1η Ιανουαρίου 2016 και μετά, κατά τα τρία (3) πρώτα έτη άσκησης της δραστηριότητάς τους, έχουν τη μείωση του φορολογικού συντελεστή του πρώτου κλιμακίου του άρθρου 15 κατά πενήντα τοις εκατό (50%) εφόσον αθροιστικά τα ακαθάριστα έσοδα από επιχειρηματική και αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα δεν υπερβαίνουν τις δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ.
Επιπλέον, η παράγραφος 2 του άρθρου 29 του ν. 4172/ 2013 έχει εφαρμογή για όποιον ασκεί ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει απαλλαγή ή όχι από την τήρηση βιβλίων με βάση τα Ε.Λ.Π. και την ένταξη του στα καθεστώτα του ΦΠΑ. Η εν λόγω μείωση εφαρμόζεται για το πρώτο έτος που δηλώνεται εισόδημα από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα μέσω Ε3 και για τα δύο (2) επόμενα έτη για τα οποία δηλώνεται εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα (ΠΟΛ.1205/2018 εγκύκλιος).
Το εισόδημα από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα λογίζεται ανεξάρτητα από τον τόπο και τον τρόπο (λιανικώς ή χονδρικώς) πώλησης των ιδίων παραγόμενων αγροτικών προϊόντων (Δ12 Α 1109216 ΕΞ2014/24.7.2014 έγγραφο) και κατ' εφαρμογή του άρθρου 116 του ν. 4316/2014, ο ορισμός της αγροτικής δραστηριότητας της περίπτωσης στ' της παρ. 2 του ν. 3874/2010 ισχύει και για λόγους φορολόγησης του κέρδους από τη διαχείριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως 100 KW (ΠΟΛ.1116/2015 εγκύκλιος).
Από 1.1.2017 η δραστηριότητα της οικοτεχνίας όπως ορίζεται στις διατάξεις του ν. 3874/2010 (άρθρο 2 περ. δ') και του ν. 4235/2014 (άρθρο 56 παρ. 2α), περιλαμβάνεται για φορολογικούς σκοπούς στην έννοια της αγροτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Όλες οι κατηγορίες των εισοδηματικών αγροτικών επιδοτήσεων/ενισχύσεων, κατά το μέρος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, συμπληρώνονται από τον φορολογούμενο στους κωδικούς 659-660 του εντύπου Ε1 (ΠΟΛ.1116/2015 εγκύκλιος).
Οι αγροτικές επιδοτήσεις που αφορούν στα έτη 2017 και προηγούμενα φορολογούνται σύμφωνα με τα ισχύοντα στο έτος που ανάγονται (ΠΟΛ. 1116/2015 εγκύκλιος). Δεν επιβάλλονται πρόστιμα και τόκοι για τις τροποποιητικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που υποβάλλονται από όσους λαμβάνουν αγροτικές επιδοτήσεις, εφόσον οι σχετικές βεβαιώσεις εκδόθηκαν καθυστερημένα από τον ΟΠΕΚΕΠΕ και εκ του λόγου αυτού δεν ήταν δυνατή η υποβολή εμπρόθεσμης δήλωσης για το εισόδημα αυτό. Οι δηλώσεις αυτές υποβάλλονται χειρόγραφα μέχρι το τέλος του φορολογικού έτους που εκδόθηκε η βεβαίωση και η καταβολή του φόρου γίνεται όπως και των λοιπών δηλώσεων με καταληκτική ημερομηνία υποβολής την 31η Δεκεμβρίου εκάστου φορολογικού έτους.

Υποπίνακας 4Γ2 (εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα)
Τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα φορολογούνται με την κλίμακα της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του ΚΦΕ, αφού προστεθούν σε τυχόν εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις. Για τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα δεν εφαρμόζονται οι μειώσεις του άρθρου 16 του ΚΦΕ.
Εάν δηλώνεται εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και από μισθωτή εργασία/συντάξεις, η προκαταβολή φόρου υπολογίζεται στον φόρο κλίμακας που προκύπτει μόνο από το εισόδημα της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η προκαταβολή φόρου υπολογίζεται χωριστά για την επιχειρηματική δραστηριότητα και χωριστά για την αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ υπολογίζεται προκαταβολή και όταν η προστιθέμενη διαφορά αντικειμενικών δαπανών εντάσσεται στην κατηγορία του εισοδήματος της επιχειρηματικής ή της αγροτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας.
α. Στον υποπίνακα 4Γ2 δηλώνονται τα ακαθάριστα έσοδα, καθαρά κέρδη/ ζημίες και οι παρακρατηθέντες - προκαταβλητέοι φόροι των εισοδημάτων από επιχειρηματική δραστηριότητα για τα φυσικά πρόσωπα με έναρξη δραστηριότητας είτε τηρούν βιβλία με βάση τα Ε.Λ.Π., είτε είναι απαλλασσόμενα από την ενημέρωση βιβλίων με βάση τα Ε.Λ.Π. (κωδ. 401-402,413-414,415-416,601-602,605-606). Η μη συμψηφιζόμενη ζημία μεταφέρεται από τον ίδιο τον φορολογούμενο στο επόμενο φορολογικό έτος, εφόσον στο τρέχον φορολογικό έτος δεν φορολογείται με προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων.
Περιλαμβάνονται και οι πρώην ελεύθεροι επαγγελματίες (πρώην Ζ' πηγή άρθρου 48 του ν. 2238/1994), οι οποίοι πλέον θεωρούνται ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά μη έχοντες την εμπορική ιδιότητα.
β. Περιλαμβάνονται τα εισοδήματα ημεδαπής (κωδ.401-402) και αλλοδαπής προέλευσης (κωδ. 411412).
γ. Όταν συμπληρώνονται εισοδήματα από συντάξεις (κωδ. 303-304, 321-322) και ο φορολογούμενος παράλληλα αποκτά και εισόδημα από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας για την οποία συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην περίπτωση στ' της παρ.2 του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, τότε το εισόδημα που αποκτά από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας φορολογείται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες (σχετ. το ΔΕΑΦ Α 1159118/24.11.2015 έγγραφο).
δ. Όταν αποκτάται εισόδημα από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, για την οποία συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην περίπτωση στ' της παραγράφου 2 του άρθρου 12 και παράλληλα αποκτάται και εισόδημα από παροχή σε είδος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ΚΦΕ, τότε το εισόδημα που προέρχεται από την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας εντάσσεται για τη φορολόγηση του στο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις.
ε. Γίνεται διάκριση του εισοδήματος που δηλώνεται από τους μη υπόχρεους σε υποβολή Ε3, δηλαδή φυσικά πρόσωπα χωρίς έναρξη στο Μητρώο (κωδ. 403-404), οι οποίοι είναι μη υπόχρεοι σε τήρηση βιβλίων κατά τις διατάξεις των Ε.Λ.Π., φορολογούνται εξ' ολοκλήρου επί των ακαθαρίστων εσόδων, καθόσον δεν αναγνωρίζονται δαπάνες. Στην περίπτωση αυτή υπάγονται και οι αυτοεκδότες, δηλαδή οι συγγραφείς που έχουν απαλλαγεί από την τήρηση βιβλίων και στοιχείων και συγγράφουν, τυπώνουν, εκδίδουν και προωθούν τα βιβλία τους, χωρίς να έχουν παραχωρήσει την εκμετάλλευση σε κάποιο εκδοτικό οίκο (ΔΕΑΦ Α 1118624 ΕΞ2016/25.7.2016 έγγραφο).
στ. Προβλέπονται ειδικοί κωδικοί για να αναγραφούν ακαθάριστα έσοδα από την απόκτηση εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα όταν ο καταβάλλων τις αμοιβές δεν αποστέλλει ηλεκτρονικά την πληροφορία για τον δικαιούχο του ανάλογου εισοδήματος (κωδ. 409,410), καθώς επίσης και ειδικοί κωδικοί για να αναγραφούν οι αντίστοιχοι παρακρατηθέντες φόροι (κωδ. 611-612).
ζ. Το καθαρό εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα ανεξάρτητα της τήρησης απλογραφικών/ διπλογραφικών βιβλίων προκύπτει με λογιστικό προσδιορισμό, με βάση τα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με τα κατάλληλα δικαιολογητικά και αποτυπώνονται στο έντυπο Ε3.
η. Για τις περιπτώσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 21 του ΚΦΕ συμπληρώνονται οι κωδ. 427-428.
θ. Τα απαλλασσόμενα εισοδήματα ή τα εισοδήματα που φορολογούνται με ειδικό τρόπο και προέρχονται από επιχειρηματική δραστηριότητα αναγράφονται στον Πίνακα 6 της δήλωσης στους κωδ. 659-660.
ι. Προστίθενται νέοι κωδικοί 607-608 «Φόρος που προσδιορίστηκε με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν.δ. 1146/1972» για να αναγραφεί διακεκριμένα ο αυτοτελής φόρος που προκύπτει βάσει των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 5 του ν.δ.1146/1972, όπως ισχύει, κατά την πώληση αυτοκινήτου που αποτελεί πάγιο στοιχείο επιχείρησης, όταν η πωλήτρια επιχείρηση επιθυμεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις να συμπεριλάβει το υπερτίμημα από την εν λόγω πώληση στα λοιπά της εισοδήματα, προκειμένου αυτό να φορολογηθεί με τις γενικές διατάξεις φορολογίας εισοδήματος.
Υποπίνακας 4Δ1 (εισόδημα από κεφάλαιο)
Στον υποπίνακα Δ1 δηλώνονται τα εισοδήματα της κατηγορίας εισοδήματος από κεφάλαιο που αποκτήθηκαν κατά το φορολογικό έτος 2018, ο φόρος που παρακρατήθηκε στην Ελλάδα στις περιπτώσεις που προβλεπόταν παρακράτηση, ο φόρος που παρακρατήθηκε στην αλλοδαπή εφόσον και η αλλοδαπή χώρα και η Ελλάδα είχαν δικαίωμα φορολόγησης.
Η συμπλήρωση των εισοδημάτων είναι υποχρεωτική, είτε αποκτήθηκαν στην Ελλάδα, είτε στην αλλοδαπή και ανεξάρτητα από το αν τα χρηματικά ποσά παρέμειναν στην αλλοδαπή. Με βάση τα ηλεκτρονικά αρχεία που αποστέλλονται στη Δ.ΗΛΕ.Δ (Α.1009/2019 απόφαση Διοικητή και ΠΟΛ.1033/2014 απόφαση Γ.Γ.Δ.Ε. όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις ΠΟΛ.1054/2015 και ΠΟΛ.1260/2015 αποφάσεις), για τα εισοδήματα ημεδαπής προέλευσης οι φορολογούμενοι ενημερώνονται μέσω πίνακα για τα ποσά των εισοδημάτων τους και των παρακρατηθέντων φόρων.
Στον υποπίνακα αυτό δηλώνονται τα κέρδη που διανέμουν οι εταιρίες όλων των νομικών μορφών που τηρούν διπλογραφικά βιβλία, περιλαμβανομένων και των προσωπικών εταιρειών.
Στους κωδικούς 291-292 αναγράφονται τα μερίσματα των εισηγμένων και μη εισηγμένων εταιρειών, τα κέρδη που διανέμουν νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που τηρούν διπλογραφικά βιβλία, οι προσωρινές απολήψεις εταίρων, καθώς και οι αμοιβές που καταβάλλονται με οποιαδήποτε μορφή στα μέλη ΔΣ, διαχειριστές και εργατοϋπαλληλικό προσωπικό από τα κέρδη του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, εφόσον είναι ημεδαπής προέλευσης.
Τα προμερίσματα ΑΕ, καθώς και οι προσωρινές απολήψεις ΕΠΕ και IKE, αναγράφονται μόνο αν αποτελούν εισόδημα του φορολογικού έτους 2018, δηλαδή έχουν καταβληθεί κατά το φορολογικό έτος 2017 αλλά εγκρίθηκαν από το αρμόδιο όργανο κατά το φορολογικό έτος 2018. Αυτά που καταβλήθηκαν μέσα στο φορολογικό έτος 2018, αλλά θα εγκριθούν κατά το 2019 δεν αναγράφονται, διότι θα αποτελέσουν εισόδημα του φορολογικού έτους 2019.
Οι προσωρινές απολήψεις των εταίρων προσωπικών εταιρειών με διπλογραφικά βιβλία, αναγράφονται εφόσον καταβλήθηκαν κατά το φορολογικό έτος 2018 (σχετ. ΠΟΛ.1223/2015 εγκύκλιος).
Στους ίδιους κωδικούς αναγράφονται και οι υπεραποδόσεις των μαθηματικών αποθεματικών από ατομικά ασφαλιστήρια συμβόλαια των ασφαλιστικών εταιρειών (σχετ. ΠΟΛ.1042/2015 εγκύκλιος). Στην περίπτωση λήξης ή πρόωρης εξαγοράς ατομικού συμβολαίου ασφάλισης ζωής, το μέρος που αναλογεί στην επιστροφή καταβεβλημένων ασφαλίστρων, αποτελεί επενδεδυμένο κεφάλαιο που επιστρέφεται και όχι εισόδημα και δεν καλύπτει τεκμήρια.
Στους κωδικούς 295-296 αναγράφονται τα μερίσματα και προμερίσματα των εισηγμένων και μη εισηγμένων μετοχών αλλοδαπής, οι υπεραποδόσεις των μαθηματικών αποθεματικών από ατομικά ασφαλιστήρια συμβόλαια ασφαλιστικών εταιρειών αλλοδαπής, οι διανομές κερδών προσωπικών εταιρειών με διπλογραφικά αλλοδαπής, οι προσωρινές απολήψεις αλλοδαπής, οι διανομές κερδών των καταπιστευμάτων και των εξωχώριων εταιρειών, η διανομή κερδών αμοιβαίων κεφαλαίων που είναι εγκατεστημένα σε τρίτες χώρες και οι αμοιβές που καταβάλλονται με οποιαδήποτε μορφή στα μέλη ΔΣ, διαχειριστές και εργατοϋπαλληλικό προσωπικό από τα κέρδη του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας αλλοδαπής προέλευσης. Αν έχει παρακρατηθεί στο εξωτερικό φόρος, εξετάζεται ποια χώρα προβλέπεται με βάση τις διμερείς συμβάσεις να φορολογήσει κι αν μπορούν και οι δύο χώρες να φορολογήσουν ή αν δεν υπάρχει σύμβαση με την χώρα προέλευσης του εισοδήματος, συμπληρώνεται ολόκληρο το ποσό του φόρου στους κωδικούς 683-684 και κατά την εκκαθάριση πιστώνεται ποσό κατά ανώτατο μέχρι και το ποσό του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην ημεδαπή. Στην περίπτωση που εκ παραδρομής έχει παρακρατηθεί φόρος για τα αλλοδαπά μερίσματα και στην ημεδαπή, ενώ δεν προβλέπεται (ΠΟΛ.1042/2015 εγκύκλιος), αυτός συμπληρώνεται στους κωδικούς 297-298. Αν δεν συμπληρωθεί κανένα ποσό παρακρατηθέντος φόρου, υπολογίζεται ο φόρος που αναλογεί και επιβάλλεται με την πράξη διοικητικού ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου που εκδίδεται κατά περίπτωση.
Προκειμένου να κριθεί αν το εισόδημα από μερίσματα ή λοιπά διανεμόμενα ποσά από νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα αποτελεί εισόδημα ημεδαπής ή αλλοδαπής προέλευσης, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των περιπτώσεων ι' και ια', κατά περίπτωση, της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ΚΦΕ.
Στους κωδικούς 667-668 και 669-670 του υποπίνακα αυτού δηλώνονται οι τόκοι που εισπράττονται ανάλογα με την προέλευσή τους (ημεδαπής ή αλλοδαπής) και επιλέγεται, κατά την ηλεκτρονική υποβολή, αν προέρχονται από τραπεζικές καταθέσεις ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία.
Στους κωδικούς 671-672 και 673-674, ανάλογα με την προέλευσή τους, δηλώνονται τα δικαιώματα, όταν δεν εισπράττονται στο πλαίσιο επιχειρηματικής δραστηριότητας. Όσον αφορά στα συγγραφικά δικαιώματα, αυτά αποτελούν εισόδημα αυτής της κατηγορίας όταν η εκμετάλλευση των βιβλίων έχει ανατεθεί σε εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι καταβάλλουν δικαιώματα σε συγγραφείς που δεν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα σχετική με την είσπραξη των δικαιωμάτων (σχετ. το ΔΕΑΦ Α 1118624/25.7.2016 έγγραφο).

Υποπίνακας 4Δ2 (Εισόδημα από ακίνητη περιουσία)
Στον υποπίνακα 4Δ2 δηλώνεται το ακαθάριστο εισόδημα σε χρήμα ή σε είδος που προκύπτει από την εκμίσθωση ή υπεκμίσθωση ή από ιδιοχρησιμοποίηση ή παραχώρηση χρήσης γαιών - γης και ακινήτων σε τρίτους, εγκαταστάσεων ή κατασκευών, χώρων τοποθέτησης διαφημιστικών επιγραφών καθώς επίσης και από εκμίσθωση, υπεκμίσθωση, ιδιοχρησιμοποίηση, δωρεάν παραχώρηση κοινοχρήστων χώρων που ανήκουν σε ιδιοκτήτες διηρημένων ιδιοκτησιών (κωδ. 131-132, 133-134) και από ανείσπρακτα εισοδήματα (κωδ. 125126). Τα ως άνω ποσά μεταφέρονται στους αντίστοιχους κωδικούς της δήλωσης Ε1 από τα συνολικά ποσά των στηλών του εντύπου Ε2, κατά κατηγορία ακινήτου. Επίσης, δηλώνεται το ακαθάριστο εισόδημα για το οποίο δεν βεβαιώνεται χαρτόσημο (κωδ. 741-742) καθώς και από αποζημίωση λόγω πρόωρης λύσης εμπορικής μίσθωσης καταβληθείσα από τον μισθωτή (κωδ. 121-122).
Τα ανείσπρακτα εισοδήματα από εκμίσθωση ακίνητης περιουσίας (παρ. 4 άρθρου 39 ν. 4172/2013) που δηλώθηκαν στα φορολογικά έτη 2015-2017 στους κωδικούς 125-126 και εισπράχθηκαν κατά το έτος 2018, δηλώνονται ανά κατηγορία ακινήτου και είδος μίσθωσης στο έντυπο Ε2 και τα επιμέρους ποσά μεταφέρονται κατά κατηγορία γαιών - γης ή ακινήτου στους αντίστοιχους κωδικούς της δήλωσης Ε1.
Για όσους ασκούν ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα δεν υπολογίζεται τεκμαρτό εισόδημα από ιδιοχρησιμοποίηση ή δωρεάν παραχώρηση προς ανιόντες, κατιόντες και συζύγους, αγροτικών εκτάσεων στις οποίες περιλαμβάνονται λιβάδια, καλλιεργήσιμες γαίες, βοσκήσιμες γαίες και κάθε είδους κατασκευές ή εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για την άσκηση της δραστηριότητας αυτής.
Το εισόδημα από ιδιοχρησιμοποίηση ή δωρεάν παραχώρηση τεκμαίρεται ότι συνίσταται στο τρία τοις εκατό (3%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου σύμφωνα με τις ισχύουσες τιμές κατά την 31/12/2018. Δεν αποφέρει εισόδημα η χρήση θέσης στάθμευσης ή αποθήκης σε άλλη οικοδομή, πλησίον αυτής που βρίσκεται η κύρια κατοικία.
Αναγνωρίζεται ποσοστό 5% επί του ακαθάριστου εισοδήματος ημεδαπής και αλλοδαπής προέλευσης ως δαπάνες επισκευής, συντήρησης, ανακαίνισης, ή άλλες πάγιες και λειτουργικές δαπάνες όσων ακινήτων αποφέρουν φορολογητέο εισόδημα, ανεξάρτητα από το είδος και τη χρήση αυτών. Οι δαπάνες γαιών για αντιπλημμυρικά έργα και έργα αποξήρανσης (κωδ. 159160), εκπίπτουν σε ποσοστό 10% επί του ακαθάριστου εισοδήματος από εκμίσθωση, υπεκμίσθωση, δωρεάν παραχώρηση και ιδιόχρηση γαιών. Για την απόδειξη του ποσού της αποζημίωσης που καταβάλλει, βάσει νόμου, ο εκμισθωτής στον μισθωτή (κωδ. 163-164) για τη λύση της μισθωτικής σχέσης ακινήτου, καθώς και του ποσού για τις δαπάνες για αντιπλημμυρικά έργα και έργα αποξήρανσης, τα δικαιολογητικά εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις των Ε.Λ.Π. όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.
Αναγράφεται στη δήλωση τεκμαρτό εισόδημα 3% της αντικειμενικής αξίας δωρεάν παραχωρούμενης κατοικίας μόνο όταν η επιφάνεια της υπερβαίνει τα διακόσια τετραγωνικά μέτρα (200 τμ) και υπολογίζεται μόνο για την υπερβάλλουσα επιφάνεια. Το τεκμαρτό εισόδημα από δωρεάν παραχώρηση κατοικίας μέχρι διακόσια τετραγωνικά μέτρα (200 τμ), ολόκληρης ή τμήματος αυτής, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία προς ανιόντες ή κατιόντες εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, το οποίο απαλλάσσεται από τον φόρο και την ειδική εισφορά αλληλεγγύης δεν αναγράφεται στη δήλωση. Δεν δύναται να δηλωθεί μέρος της κατοικίας ως δωρεάν παραχωρούμενο και το υπόλοιπο να δηλωθεί ως κενό.
Στην επιφάνεια των διακοσίων τετραγωνικών μέτρων προσμετρώνται εκτός από κύριους και οι βοηθητικοί χώροι (θέσεις στάθμευσης, αποθήκες, κ.λπ.), ακόμη κι αυτοί που βρίσκονται σε διαφορετική οικοδομή από αυτή που βρίσκεται η κύρια κατοικία, πλησίον αυτής και εφόσον δεν υπάρχουν στην οικοδομή της κύριας κατοικίας τέτοιοι χώροι.
Ομοίως, απαλλάσσεται από τον φόρο εισοδήματος και από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης και το τεκμαρτό εισόδημα που προκύπτει από τη δωρεάν παραχώρηση χρήσης ακινήτων στο Ελληνικό Δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, το οποίο επίσης δεν αναγράφεται στη δήλωση.

Υποπίνακας 4Ε (Εισόδημα από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου)
Στον υποπίνακα 4Ε δηλώνεται το εισόδημα που προκύπτει από μεταβιβάσεις τίτλων του άρθρου 42 του ΚΦΕ που πραγματοποιούνται από επαχθή αιτία. Οι μεταβιβάσεις από χαριστική αιτία δεν αποτελούν αντικείμενο του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Στον υποπίνακα αυτόν επίσης δεν συμπληρώνεται η υπεραξία από μεταβιβάσεις εισηγμένων μετοχών όταν ο μεταβιβάζων συμμετέχει στην εταιρία με ποσοστό συμμετοχής μικρότερο του 0,5% ή από μεταβιβάσεις τίτλων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά οι οποίοι έχουν αποκτηθεί πριν από την 1/1/2009. Τα εισοδήματα αυτά είναι αφορολόγητα και δηλώνονται στον Πίνακα 6.
Ως τιμή κτήσης για τίτλους που έχουν αποκτηθεί λόγω κληρονομικής διαδοχής ή μεταβίβασης με χαριστική αιτία, λαμβάνεται η αξία βάσει της οποίας υπολογίστηκε ο φόρος κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής ή χορηγήθηκε απαλλαγή από αυτόν (όπως προστέθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 115 ν. 4549/2018).
Όσον αφορά την υπεραξία από μεταβίβαση ακινήτων και δεδομένου ότι έχει ανασταλεί μέχρι τις 31/12/2018 η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 41 του ΚΦΕ, αυτή δεν αναγράφεται.
Κωδικοί 829-830: Συμπληρώνεται το κέρδος από την πώληση τίτλων του άρθρου 42 του ν. 4172/2013 (ΚΦΕ), όταν οι τίτλοι έχουν εκδοθεί από ημεδαπή επιχείρηση και η υπεραξία τους φορολογείται.
Κωδικοί 865-866: Συμπληρώνεται το κέρδος από την πώληση τίτλων του άρθρου 42 του ν. 4172/2013 (ΚΦΕ), όταν οι τίτλοι έχουν εκδοθεί από αλλοδαπή επιχείρηση και η υπεραξία τους φορολογείται.
Κωδικοί 871-872: Συμπληρώνεται η ζημία από την πώληση τίτλων του άρθρου 42 του ν. 4172/2013 (ΚΦΕ), η οποία δύναται να μεταφέρεται για πέντε (5) έτη προκειμένου να συμψηφιστεί με κέρδη από την ίδια αιτία. Ως ζημιά νοείται μόνο αυτή που προκύπτει αποκλειστικά από τίτλους που κατονομάζονται στην παρ. 1 του άρθρου 42 του ΚΦΕ και όχι από τους τίτλους των οποίων η υπεραξία από τη μεταβίβασή τους απαλλάσσεται της φορολογίας.
Προκειμένου να κριθεί αν το εισόδημα από τη μεταβίβαση τίτλων αποτελεί εισόδημα ημεδαπής ή αλλοδαπής προέλευσης, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της περίπτωσης θ' της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ΚΦΕ.

ΠΙΝΑΚΑΣ 5 (ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΤΗΣΙΑΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗΣ ΔΑΠΑΝΗΣ)

1. Αναγράφεται υποχρεωτικά ο ταχυδρομικός κώδικας (Τ.Κ.) της κύριας κατοικίας.

2. Σε περίπτωση που εξαρτώμενο μέλος, κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 11 του ΚΦΕ, μισθώνει κατοικία ή οποιουδήποτε τύπου και για οσοδήποτε χρόνο κατάλυμα, διαφορετική από αυτήν της κύριας κατοικίας της οικογένειας (φοιτητής που σπουδάζει σε διαφορετικό τόπο, τέκνο που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία, κ.λπ.) και εφόσον δεν έχει δική του υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 67 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (σχετ. ΠΟΛ.1067/2015 εγκύκλιος), η κατοικία αυτή δηλώνεται ως δευτερεύουσα από τον γονέα που είναι υπόχρεος να περιλάβει τα εισοδήματα του εξαρτώμενου μέλους του στη δική του δήλωση, προκειμένου να υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 31 του ΚΦΕ, ακόμη και στην περίπτωση που το μισθωτήριο συντάσσεται στο όνομα του τέκνου.
Σε περίπτωση διαμονής σε φοιτητική εστία πανεπιστημίου δεν προκύπτει τεκμαρτή δαπάνη διαβίωσης.
Ακολούθως, στον Πίνακα 6 αναγράφεται το καθαρό ποσό του ενοικίου που καταβάλλεται για την ενοικίαση κατοικίας ή άλλου καταλύματος, η οποία χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση των στεγαστικών αναγκών κάθε παιδιού που σπουδάζει σε σχολές ή σχολεία του εσωτερικού, εφόσον τα παιδιά αυτά αναγράφονται στον Πίνακα 8 της δήλωσης.

3. Η προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων, που τυχόν προκύπτει για φορολογούμενους που ήταν άνεργοι κατά το εκάστοτε εξεταζόμενο φορολογικό έτος, φορολογείται σύμφωνα με την κλίμακα της παραγράφου 1 του άρθρου 15 (κλίμακα των μισθωτών), ανεξαρτήτως της διάρκειας εντός του έτους της ανεργίας τους, με την προϋπόθεση ότι προσκομίζουν στη Φορολογική Διοίκηση βεβαίωση ανεργίας από τον ΟΑΕΔ ή τους λοιπούς αρμόδιους φορείς, που να αποδεικνύει ότι ήταν άνεργοι κατά το έτος για το οποίο φορολογούνται (ΠΟΛ.1109/2016 εγκύκλιος).

4. Η ισχύς των ηλεκτροκίνητων οχημάτων, η οποία μετράται αποκλειστικά με KW, για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 31 του ΚΦΕ, εξομοιώνεται με αυτή των επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης 1200 κ.ε. και η ετήσια αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης ανέρχεται στις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (4.000) ευρώ, ανεξαρτήτως ισχύος του οχήματος. Δεν επιβάλλεται στα αυτοκίνητα αυτά φόρος πολυτελούς διαβίωσης.

5. Όσον αφορά επιβατικά Ι.Χ. αυτοκίνητα με ημερομηνία πρώτης άδειας κυκλοφορίας στην Ελλάδα πριν τις 4.3.2004, τα οποία δεν βρίσκονται πλέον στην κατοχή των ιδιοκτητών τους, οι τελευταίοι, προκειμένου να μην επιβαρυνθούν με την ετήσια αντικειμενική δαπάνη του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, οφείλουν να προβούν σε διαγραφή αυτών από το Μητρώο Αδειών Κυκλοφορίας Οχημάτων του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 69 του ν. 4484/2017 (προσκόμιση υπεύθυνης δήλωσης καταστροφής, διάλυσης ή αχρήστευσης).

6. Δεν υπολογίζεται αντικειμενική δαπάνη αυτοκινήτων Ε.Ι.Χ. καθώς και σκαφών αναψυχής προκειμένου για αυτοκίνητα ή σκάφη αναψυχής που βρίσκονται στην κατοχή ή κυριότητα νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (άρθρο 31 ΚΦΕ).

7. Με βάση την περίπτωση ε' του άρθρου 33 του ν. 4172/2013, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί τεκμηρίου απόκτησης περιουσιακών στοιχείων όταν πρόκειται για αγορά παγίου εξοπλισμού επαγγελματικής χρήσης από πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα. Στην έννοια του επαγγελματικού εξοπλισμού δεν περιλαμβάνεται η αγορά ή ανέγερση ακινήτου καθώς και η απόκτηση Ι.Χ. επιβατικού αυτοκινήτου, για τα οποία ισχύει σε κάθε περίπτωση το τεκμήριο απόκτησης.
Οι καταβληθείσες δόσεις επιχειρηματικών δανείων που έχουν καταχωρηθεί στα λογιστικά αρχεία των ατομικών επιχειρήσεων και αφορούν σε δανειακές συμβάσεις που συνήψαν τα εν λόγω πρόσωπα για επιχειρηματικούς σκοπούς, δεν αποτελούν δαπάνη απόκτησης κατά τις διατάξεις του άρθρου 32 (περίπτωση στ' της παρ. 1 του άρθρου αυτού), οπότε δεν αναγράφονται στους κωδικούς 727-728 του εντύπου Ε1. Το ίδιο ισχύει και για τις δόσεις που καταβάλλονται από τα παραπάνω πρόσωπα στο πλαίσιο συμβάσεων που χαρακτηρίζονται από τα πιστωτικά ιδρύματα ως «δάνεια κεφαλαίου κίνησης» ή ως «σύμβαση πίστωσης δι' ανοιχτού λογαριασμού».

8. Το συνολικό ποσό όλων των αγορών χρεογράφων (μετοχών κλπ.) γενικά που πραγματοποιήθηκαν εντός του ίδιου φορολογικού έτους δηλώνεται στους κωδικούς 743-744 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Εκεί αναγράφονται και οι καταβολές που πραγματοποιούνται για τα ασφαλιστικά επενδυτικά συμβόλαια, κατά το μέρος που αποτελούν επενδυτικό προϊόν (άρθρο 32 περ. β' ΚΦΕ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 115 παρ. 7 ν. 4549/2018). Κατά τη λήξη των συμβολαίων αυτών ή την πρόωρη εξαγορά τους, δύναται να χρησιμοποιηθεί για κάλυψη τεκμηρίου, το μέρος του επιστραφέντος επενδεδυμένου κεφαλαίου που αναλογεί σε κεφάλαιο που καταβλήθηκε μετά την 1.1.2018 και συνεπώς να αναγραφεί στους κωδικούς 781-782 (όπου αναγράφονται ποσά που δεν αποτελούν εισόδημα αλλά καλύπτουν τεκμήρια), καθόσον μόνο ποσά που αποτελούσαν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, είχαν ληφθεί υπόψη κατά τον προσδιορισμό του εισοδήματος του έτους που καταβλήθηκαν και είχαν δηλωθεί ως τεκμήριο όταν καταβλήθηκαν, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη τεκμηρίων κατά την επιστροφή τους.

9. Στην περίπτωση δήλωσης αποβιώσαντος, η ελάχιστη ετήσια αντικειμενική δαπάνη, της περ. θ' της παρ. 1 του άρθρου 31του ν. 4172/2013, περιορίζεται σε δωδέκατα, βάσει του αριθμού των μηνών που ο φορολογούμενος ήταν εν ζωή.

10. Για τους κωδικούς 719 έως 728, οι οποίοι αφορούν σε δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, υπάρχει διάκριση αν πρόκειται για δαπάνη που πραγματοποιήθηκε στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή.

ΠΙΝΑΚΑΣ 6 (ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ)

α. Κωδικοί 655-656: Κατά την υποβολή των αρχικών δηλώσεων για τα εισοδήματα του φορολογικού έτους 2018, δεν συμπληρώνονται οι κωδικοί 655-656. Οι κωδικοί αυτοί συμπληρώνονται μόνο με υποβολή τροποποιητικής δήλωσης στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. εκκαθάρισης της αρχικής δήλωσης. Οι ανωτέρω κωδικοί είναι ανενεργοί και ενεργοποιούνται από την Δ.Ο.Υ. όταν ο φορολογούμενος υποβάλλει εμπρόθεσμα αίτηση (μέχρι 30 Σεπτεμβρίου) για μείωση προκαταβολής σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 70 του ν. 4172/2013, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των προηγούμενων διατάξεων.
Σε περίπτωση διακοπής εργασιών ατομικής επιχειρηματικής δραστηριότητας (συμπεριλαμβανομένης και της αγροτικής) κατά το φορολογικό έτος που αφορά η δήλωση και δεν έχει υποβληθεί εκ νέου έναρξη εργασιών μέχρι την υποβολή της δήλωσης (αρχικής ή τροποποιητικής), δεν απαιτείται η συμπλήρωση του παραπάνω κωδικού, διότι δεν βεβαιώνεται προκαταβολή φόρου καθόσον δεν υφίσταται εισόδημα στο διανυόμενο αυτό έτος (έτος υποβολής της δήλωσης).
Όταν ο φορολογούμενος προβεί σε διακοπή εργασιών ατομικής επιχειρηματικής ή και ατομικής αγροτικής δραστηριότητας κατά το φορολογικό έτος 2018 και συνεχίσει την επιχειρηματική του δραστηριότητα ως αγρότης ειδικού καθεστώτος, δεν βεβαιώνεται προκαταβολή μόνο για το εισόδημα της επιχειρηματικής του δραστηριότητας.
Όταν φυσικό πρόσωπο προβαίνει σε διακοπή των εργασιών της επιχειρηματικής του δραστηριότητας (συμπεριλαμβανομένης και της αγροτικής) εντός του φορολογικού έτους 2018 αλλά στο ίδιο φορολογικό έτος αποκτά και άλλα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα για τα οποία δεν απαιτείται έναρξη και συνεπώς και διακοπή εργασιών (π.χ. εισόδημα από τεκμήρια, εισοδήματα με τίτλους κτήσης, εισοδήματα αλλοδαπής προέλευσης) για τα εισοδήματα αυτά βεβαιώνεται προκαταβολή φόρου.
Δεν υπολογίζεται προκαταβολή για το εφάπαξ ποσό που εισπράττει ενήλικο τέκνο υπαλλήλου ΟΤΕ από τον λογαριασμό νεότητας, το οποίο φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
β. Κωδικοί 659-660 ή 619-620: Στους κωδικούς αυτούς, ανάλογα με το αν υπάρχει ηλεκτρονική πληροφόρηση, συμπληρώνονται τα εισοδήματα που απαλλάσσονται του φόρου ή φορολογούνται με ειδικό τρόπο και εμφανίζεται πίνακας στον οποίο αναλύονται ανάλογα με την προέλευσή τους:
- Εισόδημα φορολογικών κατοίκων αλλοδαπής που εργάζονται σε πρεσβείες, προξενεία, κ.λπ.
- Διατροφή συζύγου και τέκνων
- Συντάξεις αναπήρων πολέμου ή θυμάτων πολέμου ή αναπήρων που υπέστησαν βλάβη κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους
- Εξωϊδρυματικό επίδομα και κάθε συναφές ποσό που καταβάλλεται σε αναπήρους και το οποίο συγκεντρώνει τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του εισοδήματος όπως περιοδικότητα, μόνιμη πηγή προέλευσης
- Μισθοί, συντάξεις και πάγια αντιμισθία που χορηγούνται σε αναπήρους με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 80%
- Επιδόματα αναγνωρισμένων πολιτικών προσφύγων
- Ποσοστό 65% των επιδομάτων επικίνδυνης εργασίας και της από 11.10.2018 καταβαλλόμενης πτητικής αποζημίωσης στους πιλότους πολιτικής αεροπορίας και της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας
- Κέρδη από την διάθεση παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι 10 KW
- Κέρδη από πώληση προϊόντων για την παραγωγή των οποίων χρησιμοποιήθηκε ευρεσιτεχνία διεθνώς αναγνωρισμένη (άρθ. 71Α ν. 4172/2013)
- Τόκοι ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου ή έντοκων γραμματίων Ελληνικού Δημοσίου
- Κέρδη πώλησης εισηγμένων μετοχών με ποσοστό συμμετοχής μικρότερο του 0,5%
- Κέρδη μεταβίβασης εισηγμένων κινητών αξιών (απόκτηση πριν από 1.1.2009)
- Αφορολόγητα κέρδη από ημεδαπά ΕΕ/ΕΟΧ/ΕΖΕΖ αμοιβαία κεφάλαια
- Απαλλασσόμενα (ημεδαπά και εισαγόμενα αλλοδαπά) μερίσματα ναυτιλιακών εταιρειών
- Κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης
- Κέρδη μεταβίβασης τίτλων φορολογικού κατοίκου χώρας με την οποία υπάρχει Σ.Α.Δ.Φ. και είναι υπόχρεος για υποβολή δήλωσης από άλλη αιτία με βάση το άρθρο 67 του ΚΦΕ
- Ασφάλισμα ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων ημεδαπής προέλευσης
- Πράσινες και συνδεδεμένες αγροτικές ενισχύσεις μέχρι 12.000 ευρώ αθροιζόμενες
- Λοιπές εισοδηματικές αγροτικές ενισχύσεις
- Αγροτική επιδότηση πρόωρης συνταξιοδότησης
- Κέρδος από μεταβίβαση εταιρικών ομολόγων του ν. 3156/2003, καθώς και εταιρικά ομόλογα εταιρειών ΕΕ και ΕΟΧ/ΕΖΕΖ
- Κέρδος που προκύπτει κατά την ημερομηνία λήξης ομολόγων, μεταξύ της αξίας κτήσης και της ονομαστικής αξίας τους, όταν αυτά διακρατούνται μέχρι τη λήξη τους
- Ποσά που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθ. 166 του ν. 4001/2011, στο πλαίσιο της εγκατάστασης του αγωγού φυσικού αερίου (σχετ. το ΔΕΑΦ 1019566/5.2.2018 έγγραφο)
- Μερίσματα εισηγμένων σε χρηματιστήριο μετοχών που απαλλάσσονται του φόρου
- Αμοιβές που καταβάλλονται από την Παγκόσμια Ένωση Αναπήρων Καλλιτεχνών σε φορολογικούς κάτοικους Ελλάδος.
- Εφάπαξ χρηματικά ποσά που καταβάλλονται βάσει των διατάξεων των άρθ. 10-15 ν. 4575/2018 και φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 86 του ν. 4582/2018.
- Λοιπές περιπτώσεις
Στην υποπερίπτωση «επιδόματα αναγνωρισμένων πολιτικών προσφύγων» αναγράφονται, εφόσον υφίσταται υποχρέωση βάσει των σχετικών διατάξεων του ΚΦΕ, τα χρηματικά ποσά που δίνονται με τη μορφή μηνιαίου οικονομικού βοηθήματος για την κάλυψη βασικών αναγκών των πολιτών τρίτων χωρών που αιτούνται ή/ και λαμβάνουν διεθνή προστασία και εντάσσονται σε προγράμματα παροχής προσωρινής στέγασης ή/και οικονομικού βοηθήματος που πραγματοποιούνται από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθόσον αποτελούν εισόδημα απαλλασσόμενο του φόρου, βάσει των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 14 του ΚΦΕ. Αν υπάρχει για αυτά τα ποσά ηλεκτρονική πληροφόρηση από τους φορείς που τα καταβάλλουν, τότε εμφανίζονται στους κωδικούς 619-620.
γ. Κωδικοί 657-658 ή 617-618: ανάλογα με το αν υπάρχει ηλεκτρονική πληροφόρηση, συμπληρώνονται τα εισοδήματα που απαλλάσσονται του φόρου και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και εμφανίζεται πίνακας στον οποίο αναλύονται ανάλογα με την προέλευσή τους:
- Μισθοί, συντάξεις και πάγια αντιμισθία ολικά τυφλών ή κινητικά αναπήρων 80% και άνω
- Αποζημίωση λόγω διακοπής εργασιακής σχέσης
- Αμοιβές υπαλλήλων της Ε.Ε. (Διατάξεις Προνομίων - Ασυλιών της Ε.Ε.)
- Αμοιβές των εργαζόμενων στην Τράπεζα Εμπορίου και Ανάπτυξης του Εύξεινου Πόντου (Διατάξεις του άρθρου 52 της Ιδρυτικής Συμφωνίας της Τράπεζας)
- Αποδοχές που καταβάλλει ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) στους υπαλλήλους του (Διατάξεις της Σύμβασης για τα προνόμια και Ασυλίες των Ηνωμένων Εθνών.)
- Επίδομα παιδιού του άρθρου 214 του ν. 4512/2018
- Εκλογική αποζημίωση (παρ. 1.αρ. 108 π.δ. 26/2012)
- Μερίσματα των εταιρειών της παρ.5 του άρθρου 45 του ν. 4141/2013
- Επίδομα εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης ανέργων
- Μισθοί και εν γένει αποδοχές των υπάλληλων του NATO.
- Εισόδημα που με βάση τις ΣΑΔΦ απαλλάσσεται και από τον φόρο εισοδήματος και από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
- Αντιστάθμισμα Νησιωτικού Κόστους (Α.ΝΗ.ΚΟ., ν. 4551/2018)
Από τον παραπάνω πίνακα, τα ποσά που αφορούν στο επίδομα παιδιού δεν προσμετρώνται στο φορολογητέο εισόδημα κανενός μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 214 του ν. 4512/2018. Το ίδιο ισχύει και για το Αντιστάθμισμα Νησιωτικού Κόστους, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ν. 4551/2018.
δ. Κωδικοί 661-662: Αναγράφεται το επίδομα ανεργίας του ΟΑΕΔ, ΓΕΝΕ και ΕΤΑΠ-ΜΜΕ που εισπράχθηκε μέσα στο φορολογικό έτος 2018. Με βάση τις διατάξεις της περ. στ' της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 4172/2013, το επίδομα ανεργίας απαλλάσσεται από τον φόρο, εφόσον το άθροισμα των λοιπών εισοδημάτων του φορολογούμενου δεν υπερβαίνει ετησίως τις δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ. Εάν δηλώνεται επίδομα ανεργίας στους ανωτέρω κωδικούς και τα λοιπά εισοδήματα του φορολογουμένου (πραγματικό, τεκμαρτό, απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο) υπερβαίνουν τις δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ, τότε το ποσό του επιδόματος ανεργίας προστίθεται στο φορολογητέο εισόδημά του.
ε. Κωδικοί 431-432: Αναγράφονται τα συνολικά καθαρά κέρδη που αναλογούν στα φυσικά πρόσωπα - εταίρους προσωπικών εταιρειών που τηρούν απλογραφικά βιβλία, (O.E., Ε.Ε., κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, αστικές εταιρίες, κοινοπραξίες κλπ.), μετά την αφαίρεση του φόρου του νομικού προσώπου. Τα εισοδήματα αυτά φορολογούνται μόνο στο όνομα των νομικών προσώπων. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 4172/2013 εξαντλείται με τον φόρο του νομικού προσώπου η φορολογική υποχρέωση των εταίρων και περαιτέρω δεν πραγματοποιείται παρακράτηση φόρου στα κέρδη που διανέμονται.
στ. Κωδικοί 781-782: Συμπληρώνονται τα ποσά που δεν αποτελούν εισόδημα και εμφανίζεται ομοίως πίνακας για την ανάλυσή τους:
- Πώληση ακινήτου
- Εφάπαξ καταβαλλόμενη παροχή από ταμεία πρόνοιας και ασφαλιστικούς οργανισμούς του Δημοσίου και επαγγελματικά ταμεία που έχουν συσταθεί με νόμο
- Διάθεση λοιπών περιουσιακών στοιχείων
- Εισαγωγή συναλλάγματος από νυν ή πρώην κατοίκους αλλοδαπής
- Δάνεια
- Κληρονομιές
- Δωρεές ή γονικές παροχές χρηματικών ποσών (δωρεοδόχος)
- Κέρδη από λαχεία, ΠΡΟΠΟ, ΛΟΤΤΟ κλπ.
- Επίδομα αλλοδαπής (περίπτ. γ παρ. 1 αρθρ. 14 ΚΦΕ)
- Χρηματική αποζημίωση που καταβάλλεται με βάση τις διατάξεις της παρ. 1 άρθρου 168 του ν. 4001/2011 για την αποκατάσταση ζημιάς ή φθοράς που προκλήθηκε από την εγκατάσταση του αγωγού φυσικού αερίου (σχετ. το ΔΕΑΦ 1019566/5.2.2018 έγγραφο)
- Αποζημίωση για ηθική βλάβη
- Υποτροφίες που δεν φέρουν τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του εισοδήματος και της παρ. 6 του άρθρου 24 του ν. 4386/2016
- Επιστροφές καταβεβλημένων κεφαλαίων/ δανείων
- Κοινωνικό Μέρισμα
- Εισπραττόμενα από συζύγους χρηματικά ποσά, δυνάμει του άρθρου 1400 του Α.Κ., λόγω αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του γάμου (σχετ. το ΔΕΑΦ 1017570/1.2.2018 έγγραφο)
- Ποσό που προκύπτει από τον πλειστηριασμό κατοικιών, προκειμένου να καλυφθεί το τεκμήριο της ολοσχερούς τοκοχρεωλυτικής απόσβεσης του στεγαστικού δανείου (κωδικοί 727-728 του Πίνακα 5)
- Λοιπές περιπτώσεις (στις περιπτώσεις αυτές συγκαταλέγονται και ποσά που δεν έχουν τα εννοιολογικά γνωρίσματα του εισοδήματος ήτοι δεν υπάρχει περιοδικότητα και μόνιμη πηγή προέλευσης).
Επιστροφή καταβεβλημένων κεφαλαίων/ δανείων κλπ. μπορεί να συμπληρωθεί μόνο όταν το έτος που καταβλήθηκαν τα ποσά, υπάγονταν σε τεκμήριο. Συγκεκριμένα, μπορεί να δηλωθεί επιστροφή εταιρικού ή Μετοχικού Κεφαλαίου ή χρηματικού ποσού δανείου που επιστρέφεται από τον δανειολήπτη, μόνο εφόσον τα έτη που καταβλήθηκαν αυτά τα ποσά (ως καταβεβλημένο κεφάλαιο για αγορά επιχείρησης, σύσταση ή συμμετοχή σε αύξηση κεφαλαίου, για αγορά χρεογράφων, για χορήγηση δανείων προς οποιονδήποτε), αποτελούσαν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων και είχαν δηλωθεί ορθά και συνεπώς είχαν ληφθεί υπόψη κατά τον προσδιορισμό του εισοδήματος του έτους που καταβλήθηκαν. Σε αντίθετη περίπτωση, κάθε ποσό που καταβλήθηκε για την απόκτησή τους μειώνει τα ποσά αυτά και αναγράφεται μόνο η τυχόν διαφορά που προκύπτει. Στην περίπτωση πώλησης μετοχών εντός του εξεταζόμενου φορολογικού έτους, αναγράφεται το ποσό που αντιστοιχεί στην επιστροφή του επενδεδυμένου κεφαλαίου, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές αποκτήθηκαν από 1.1.2014 και μετά, ενώ το τυχόν κέρδος, το οποίο αποτελεί εισόδημα, αναγράφεται είτε στον υποπίνακα 4Ε (αν φορολογείται) είτε στον Πίνακα 6 (αν δεν φορολογείται) κατά περίπτωση.
Ομοίως, δύναται να περιληφθεί στους κωδικούς αυτούς και ποσό φόρου που τυχόν επιστράφηκε σε φορολογούμενο, ως αχρεωστήτως καταβληθέν, ενώ είχε δηλωθεί και συμπεριληφθεί στις δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του φορολογικού έτους που καταβλήθηκε.
ζ. Κωδικοί 783-784: Δηλώνεται μόνο το τυχόν υπόλοιπο αχρησιμοποίητο μέρος των ποσών που είχαν ενταχθεί στις διατάξεις των άρθρων 88 του ν. 3259/2004 και 18 του ν. 3842/2010, το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά το εξεταζόμενο έτος. Οι φορολογούμενοι που θα δηλώσουν ποσά στους κωδικούς αυτούς, δύνανται να οδηγηθούν στις Δ.Ο.Υ. για έλεγχο. Οι κωδικοί αυτοί χρησιμοποιούνται μόνο για κάλυψη δαπανών απόκτησης περιουσιακών στοιχείων.
η. Κωδικοί 787-788: Ανάλωση κεφαλαίου που ήδη φορολογήθηκε ή απαλλασσόταν από τον φόρο.
θ. Στους κωδικούς 429-430 «Λοιπά πληροφοριακά στοιχεία - χρηματικά ποσά που δεν μειώνουν την ετήσια δαπάνη», αναγράφονται χρηματικά ποσά τα οποία έχουν εισπραχθεί, αλλά με βάση τις ισχύουσες διατάξεις δεν καλύπτουν τεκμήρια. Υποχρεωτική αναγραφή γίνεται μόνο αν τα ποσά αυτά αποτελούν εισόδημα, ενώ δεν υπάγονται στην ειδική εισφορά αλληλεγγύης. Ποσά που δεν αποτελούν εισόδημα αναγράφονται προαιρετικά. Τα ποσά που αναγράφονται πρέπει να αποδεικνύονται με τα κατάλληλα δικαιολογητικά, κατά περίπτωση.
ι. Προστίθενται νέοι κωδικοί 435-436, στους οποίους συμπληρώνονται μερίσματα πλοιοκτητριών εταιρειών του ν. 27/1975 που δεν εισάγονται στην Ελλάδα, τα οποία καλύπτουν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων αποκτηθέντων στην αλλοδαπή.
ια. Για τη δήλωση της κατοικίας προσώπων που διαμένουν σε διαμερίσματα που έχουν εκμισθωθεί από υπεργολάβους της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ (π.χ ΜΚΟ, Δήμοι, κλπ.), δηλαδή πολιτών τρίτων χωρών που αιτούνται ή/και λαμβάνουν διεθνή προστασία και εντάσσονται σε προγράμματα παροχής προσωρινής στέγασης ή/και οικονομικού βοηθήματος που πραγματοποιούνται από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, συμπληρώνεται, εφόσον υφίσταται υποχρέωση βάσει των σχετικών διατάξεων του ΚΦΕ, η ένδειξη «φιλοξενία», καθώς και ο κωδικός 801 με τον ΑΦΜ του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας που έχει εκμισθώσει το εκάστοτε διαμέρισμα. Ευνόητο είναι ότι εν προκειμένω δεν τίθεται θέμα αποδοχής της φιλοξενίας από την πλευρά του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, καθόσον δεν υποχρεούνται σε υποβολή εντύπου Ε1. Στην περίπτωση που οι επωφελούμενοι των σχετικών προγραμμάτων φιλοξενούνται σε Ανοιχτή Δομή Προσωρινής Υποδοχής (containers), συμπληρώνουν στον Πίνακα 6 του εντύπου Ε1 την ένδειξη «σκηνίτης».
ιβ. Στις περιπτώσεις έγγαμων φορολογούμενων που έχουν γνωστοποιήσει την επιλογή τους για υποβολή χωριστής δήλωσης και ο ένας εκ των δύο συζύγων δεν έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας στην κύρια κατοικία, είτε είναι ιδιόκτητη, είτε δωρεάν παραχωρημένη, ούτε συμμετέχει ως μισθωτής στη μισθωμένη κύρια κατοικία, συμπληρώνει τον κωδικό 801 με τον ΑΦΜ του συζύγου και τον κωδικό 092 που αφορά στη φιλοξενία, επιλέγοντας, κατά την ηλεκτρονική υποβολή, την ένδειξη που έχει προστεθεί «συνοίκηση με σύζυγο.».

ΠΙΝΑΚΑΣ 7 (ΠΟΣΑ ΔΑΠΑΝΩΝ ΠΟΥ ΑΦΑΙΡΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ Η' ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΟΡΟ)

Στους κωδικούς 049-050 «Δαπάνη αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών», αναγράφονται τα χρηματικά ποσά που καταβλήθηκαν για τη διατήρηση της μείωσης φόρου σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν.4172/2013. Ο φορολογούμενος απαιτείται να έχει πραγματοποιήσει τις δαπάνες αυτές στην ημεδαπή ή σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ε.Ο.Χ. και να τις έχει εξοφλήσει με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, όπως ενδεικτικά κάρτες και μέσα πληρωμής με κάρτες (χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες, προπληρωμένες κάρτες-prepaid cards), μέσω λογαριασμού πληρωμών Παροχών Υπηρεσιών Πληρωμών του ν. 4537/2018 (μεταφορά πίστωσης, εντολές άμεσης χρέωσης, πάγιες εντολές, τραπεζικές ή ταχυδρομικές επιταγές), μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking), ηλεκτρονικού πορτοφολιού (e-wallet κλπ.), το ελάχιστο ποσό των οποίων προσδιορίζεται ως ποσοστό του φορολογητέου εισοδήματός του, σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:

Εισόδημα (σε ευρώ)

Ποσοστό ελάχιστης δαπάνης με ηλεκτρονική συναλλαγή και μέσα πληρωμής με κάρτα (προοδευτική εφαρμογή)

1-10.000

10%

10.000,01-30.000

15%

30.000,01 και άνω

20% και μέχρι 30.000 ευρώ


Οι δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών που λαμβάνονται υπόψη για τη διατήρηση της μείωσης του φόρου είναι αυτές που ορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 2 της ΠΟΛ.1005/2017 απόφασης του Διοικητή ΑΑΔΕ, όπως ισχύει. Διευκρινίσεις για την εφαρμογή των παραπάνω έχουν δοθεί με την ΠΟΛ.1062/2017 εγκύκλιο.
Οι παραπάνω κωδικοί δεν προσυμπληρώνονται από τη Φορολογική Διοίκηση, αλλά το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό αναγράφεται από τους φορολογούμενους. Προς διευκόλυνση του υπολογισμού αυτού, η Φορολογική Διοίκηση αναρτά την ηλεκτρονική πληροφόρηση που έχει στη διάθεσή της και οι φορολογούμενοι έχοντας οι ίδιοι το βάρος της απόδειξης, αναγράφουν αυτά που πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. Δαπάνες οι οποίες έχουν μεν εξοφληθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής αλλά δεν περιλαμβάνονται στην αναρτώμενη πληροφόρηση, συμπεριλαμβάνονται εφόσον πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις και αποδεικνύονται από τον φορολογούμενο με κάθε πρόσφορο μέσο.
Σε περίπτωση που κάποια από τα δικαιολογητικά που αφορούν δαπάνες διατήρησης μείωσης φόρου, έχουν κατατεθεί στον εργοδότη του φορολογούμενου ή στο ασφαλιστικό ταμείο/ ασφαλιστική εταιρία που είναι ασφαλισμένος, προκειμένου να αποζημιωθεί για την πραγματοποίηση αυτών των δαπανών, λαμβάνεται υπόψη μόνο το τυχόν μέρος της δαπάνης που επιβαρύνθηκε ο ίδιος ο φορολογούμενος. Ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων δαπανών αποτελούν οι φαρμακευτικές, οι δαπάνες για την αγορά ορθοπεδικών ειδών (νάρθηκες, κηδεμόνες, υποδήματα κ.λπ.), αναλώσιμων νοσηλευτικών υλικών, αναπηρικών βοηθητικών οργάνων (πατερίτσες, αναπηρικά αμαξίδια, στρώματα κατάκλισης κλπ.), ειδικών μηχανημάτων (νεφελοποιητές, συσκευές αναρρόφησης, φιάλες οξυγόνου κλπ.), οι δαπάνες για έξοδα μετακίνησης και διαμονής των ασφαλισμένων, οι δαπάνες για νοσήλια, οι δαπάνες για βρεφονηπιακούς σταθμούς κλπ., όταν δεν καλύπτονται στο σύνολό τους από εργοδότες, ασφαλιστικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες δύναται να χρησιμοποιηθούν από τους φορολογουμένους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αποτελούν δαπάνες που εκπίπτουν με βάση άλλη φορολογική διάταξη. Προκειμένου να ληφθούν αυτά τα ποσά υπόψη, απαιτείται βεβαίωση του εργοδότη ή του ασφαλιστικού ταμείου ή της ασφαλιστικής εταιρίας, η οποία εκδίδεται κατόπιν αίτησης του φορολογούμενου και από την οποία να προκύπτουν τα ακόλουθα:
α) Τα στοιχεία του προσώπου για το οποίο καταβλήθηκε η δαπάνη,
β) Το συνολικό ποσό της δαπάνης, για το οποίο υποβλήθηκαν δικαιολογητικά,
γ) Το ποσό της δαπάνης που καλύφθηκε από τον εργοδότη ή το ασφαλιστικό ταμείο ή την ασφαλιστική επιχείρηση και
δ) Το υπόλοιπο ποσό της δαπάνης με το οποίο επιβαρύνεται ο φορολογούμενος.
Στην περίπτωση που η βεβαίωση εκδοθεί κατά το επόμενο έτος από το έτος που κατεβλήθησαν οι δαπάνες, είτε υποβάλλεται τροποποιητική δήλωση βάσει του άρθρου 19 του ν.4174/2013 για το έτος που κατεβλήθησαν, είτε δηλώνονται για να εκπέσουν στο έτος χορήγησης της βεβαίωσης.
Μετά την κατάργηση του άρθρου 18 του ν. 4172/2013, οι ιατρικές δαπάνες δεν μειώνουν τον φόρο (ΠΟΛ.1112/2017 εγκύκλιος) αλλά οι εν λόγω δαπάνες δηλώνονται μαζί με τις λοιπές δαπάνες του φορολογούμενου στους κωδικούς 049-050 (ΠΟΛ.1100/2017 απόφαση Υφυπουργού Οικονομικών).
Οι φορολογούμενοι που απαλλάσσονται από την εξόφληση των δαπανών με ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής, οφείλουν να αναγράφουν στους κωδικούς αυτούς τις δαπάνες που εξόφλησαν με μετρητά, προκειμένου να έχουν τη μείωση του φόρου.
Στους κωδικούς059-060 όπου αναγράφονται οι δωρεές χρηματικών ποσών που προβλέπονται στο άρθρο 19 του ΚΦΕ, αναγράφονται και ποσά που έχουν καταβληθεί μέσω e-banking ή οποιουδήποτε άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμών, εφόσον αυτό αποδεικνύεται από την κίνηση του τραπεζικού λογαριασμού του καταβάλλοντα ή από οποιοδήποτε άλλο δικαιολογητικό εκδώσει το πιστωτικό ίδρυμα. Ομοίως, δύνανται να αναγράφονται και τα χρηματικά ποσά των δωρεών που έχουν καταβληθεί μέσω ΕΛΤΑ και κατατίθενται στα καταστήματα των Ελληνικών Ταχυδρομείων (ΕΛΤΑ) υπέρ φορέων της ΠΟΛ.1010/2014 απόφασης. Ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) επί των ανωτέρω δωρεών αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τον φόρο, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 4172/2013. Για την απόδειξη της καταβολής των εν λόγω δωρεών μέσω ΕΛΤΑ απαιτείται, αντί του γραμματίου είσπραξης του πιστωτικού ιδρύματος που αναφέρεται στην ΠΟΛ.1088/2015 απόφαση ΓΓΔΕ, αποδεικτικό κατάθεσης που εκδίδεται από τα ΕΛΤΑ στο οποίο θα πρέπει να αναγράφονται ο αριθμός του αποδεικτικού κατάθεσης (αριθμός συναλλαγής), το ποσό της δωρεάς, καθώς και η ημερομηνία κατάθεσης του εν λόγω ποσού.
Οι κωδικοί 075-076 καθίστανται ανενεργοί, δεδομένου ότι ο λογαριασμός της Τράπεζας της Ελλάδος στον οποίο καταβάλλονταν ποσά για την απόσβεση του δημόσιου χρέους καταργήθηκε μετά από την τελική εκκαθάρισή του, βάσει της αριθμ. 3684/8-3-2016 απόφασης του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων (ΑΔΑ: 06-0523).
Στους κωδικούς 663-664 αναπροσαρμόστηκε η περιγραφή, διότι οι διατάξεις των περιπτώσεων α ή β της παραγράφου 9 του άρθρου 73 του ν. 3842/2010 έχουν ενσωματωθεί στον ΚΦΕ, στο άρθρο 71Ε, με την παράγραφο 1 του άρθρου 116 του ν. 4549/2018. Οι κωδικοί θα παραμένουν ανενεργοί για το φορολογικό έτος 2018 (σχετ. η Α. 1007/17-01-2019 κοινή υπουργική απόφαση, ΦΕΚ 38 Β).
Στους κωδικούς 055-056 και 057-058 αναγράφονται τα ποσά δαπάνης για την ιδιωτική χρηματοδότηση πολιτικού κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων, καθώς και για την ιδιωτική χρηματοδότηση υποψηφίων ή αιρετών αντιπροσώπων της Βουλής των Ελλήνων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αντίστοιχα (άρθρο 8 ν. 3023/2002, όπως ισχύει). Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 19 του ν. 4172/2013 (η οποία προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 45 του ν. 4472/2017), ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) επί των ανωτέρω ποσών που χορηγούνται σε δικαιούχους χρηματοδότησης της περ. ε' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν.3023/2002, όπως ισχύει, εκπίπτει από τον φόρο, με την προϋπόθεση ότι τα ποσά αυτά υπερβαίνουν στη διάρκεια του φορολογικού έτους τα εκατό (100) ευρώ. Επιπλέον, το συνολικό ποσό των εν λόγω δαπανών δεν μπορεί να υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) του φορολογητέου εισοδήματος του χρηματοδότη και με την επιφύλαξη των παρ. 1, 2 και 5 του άρθρου 8 του ν. 3023/2002, όπως ισχύει.
Η ιδιωτική χρηματοδότηση πολιτικού κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων, από το ίδιο πρόσωπο/χρηματοδότη, κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ (μη συμπεριλαμβανομένων στον υπολογισμό του εν λόγω ορίου των ποσών της αποζημίωσης βουλευτών και ευρωβουλευτών και των συντάξεων βουλευτών και ευρωβουλευτών που διατίθενται στα κόμματα ή σε συνασπισμούς κομμάτων). Αντίστοιχα, η χρηματοδότηση υποψηφίου ή/και αιρετού αντιπροσώπου της Βουλής των Ελλήνων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από το ίδιο πρόσωπο/χρηματοδότη, κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ (άρθρο 8 ν.3023/2002, όπως ισχύει).
Κάθε ποσό χρηματοδότησης προς πολιτικά κόμματα ή συνασπισμούς κομμάτων, καθώς και προς υποψηφίους ή/και αιρετούς αντιπροσώπους της Βουλής των Ελλήνων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που υπερβαίνει τα 500 ευρώ, διενεργείται υποχρεωτικά μόνο μέσω των τραπεζικών λογαριασμών που τηρούνται από τους δικαιούχους χρηματοδότησης, με ονομαστική κατάθεση. Η χρηματοδότηση με ποσά μικρότερα των ανωτέρω μπορεί να πραγματοποιείται με οποιαδήποτε μέθοδο επιτρέπει τη σύνδεση του προσφερόμενου ποσού με κάποιο φυσικό πρόσωπο το οποίο να μπορεί να ταυτοποιηθεί. Σε περίπτωση χρηματοδότησης χωρίς τραπεζική κατάθεση στους προαναφερθέντες λογαριασμούς εκδίδεται υποχρεωτικά απόδειξη είσπραξης, στην οποία αναγράφεται το ονοματεπώνυμο και ο αριθμός φορολογικού Μητρώου ή ο αριθμός δελτίου ταυτότητας του καταθέτοντος προσώπου (άρθρα 7 και 7β ν. 3023/2002, όπως ισχύει).
Τα πρόσωπα που χρηματοδοτούν τους ως άνω δικαιούχους φυσικά πρόσωπα με ποσά άνω των 300 ευρώ ανεξαρτήτως τρόπου χρηματοδότησης, ελέγχονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 του ν. 4172/2013 και υποχρεούνται να συμπεριλάβουν το ποσό της χρηματοδότησης στον πίνακα 5.2 (κωδικοί 725-726) της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Για την ιδιωτική χρηματοδότηση εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων του ν.3023/2002, όπως ισχύουν, για τον έλεγχο των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και βουλευτών.

ΠΙΝΑΚΑΣ 8 (ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΩΝ ΜΕΛΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΝ)

Για τα εξαρτώμενα μέλη σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 11 του ΚΦΕ (άγαμα τέκνα, ανιόντες, ανήλικοι ορφανοί συγγενείς, αδέλφια με αναπηρία κλπ.) η αναγραφή του ΑΦΜ είναι υποχρεωτική για τα άνω των 18 ετών, καθώς και για τα εξαρτώμενα μέλη κάτω των 18, εφόσον τους έχει αποδοθεί ΑΦΜ κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης.
Στον πίνακα αυτό αναγράφεται το όνομα, το έτος γέννησης, η σχολή ή σχολείο, ο ΑΦΜ, ο ΑΜΚΑ. Οι φορολογούμενοι που δεν επιθυμούν να γνωστοποιήσουν τον ΑΜΚΑ των εξαρτώμενων μελών τους, υποβάλλουν τις δηλώσεις τους χειρόγραφα στη Δ.Ο.Υ. Επίσης συμπληρώνεται και το σχετικό πεδίο, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ότι πρόκειται για ανήλικα εξαρτώμενα τέκνα που είναι υπόχρεα σε υποβολή δήλωσης και υποχρεωτικά ο ΑΦΜ του ανήλικου που υποχρεούται να υποβάλει δήλωση.
Στην περίπτωση που οι έγγαμοι επιλέξουν να υποβάλλουν χωριστές δηλώσεις και προκειμένου να τύχουν και οι δύο της μείωσης του άρθρου 16 του ΚΦΕ, συμπληρώνουν και οι δύο τον Πίνακα αυτόν.

ΠΙΝΑΚΑΣ 10 (Αν προκύψει επιστρεφόμενο ποσό να κατατεθεί στον ακόλουθο λογαριασμό μου).

Στις κοινές δηλώσεις εγγάμων/ΜΣΣ επειδή διενεργείται ξεχωριστή βεβαίωση και επιστροφή του φόρου, συμπληρώνονται δύο (2) αριθμοί λογαριασμού ΙΒΑΝ από τον υπόχρεο και τη σύζυγο/ΜΣΣ, αντίστοιχα. Σε περίπτωση κοινού λογαριασμού μεταξύ των συζύγων/ ΜΣΣ, δύναται να συμπληρώνεται και από τους δύο ο ίδιος αριθμός ΙΒΑΝ.

Άρθρο 6
Δικαιολογητικά που συνυποβάλλονται ή φυλάσσονται για μελλοντικό έλεγχο


Στις περιπτώσεις που η δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων υποβάλλεται χειρόγραφα μέσω Δ.Ο.Υ., συνυποβάλλονται, κατά περίπτωση, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, σε ευκρινή φωτοαντίγραφα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α' του ν. 4250/2014, ενώ όταν οι δηλώσεις υποβάλλονται ηλεκτρονικά, τα ως άνω δικαιολογητικά φυλάσσονται από τον φορολογούμενο για μελλοντικό έλεγχο.

1. Τα έντυπα της αναλυτικής κατάστασης για τα μισθώματα ακίνητης περιουσίας (Ε2) και της κατάστασης οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα (Ε3) συνυποβάλλονται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, ανάλογα με την κατηγορία των δηλούμενων εισοδημάτων, αποτελούν αδιαίρετη ενότητα με αυτήν και πρέπει να συμπληρώνονται σε όλες τις ενδείξεις τους. Τα προαναφερθέντα ισχύουν και για το έντυπο δήλωσης κατοχής μηχανημάτων έργων (Ε16), το οποίο δεν συνυποβάλλεται αλλά φυλάσσεται από τον φορολογούμενο για μελλοντικό έλεγχο.

2. Η αναλυτική κατάσταση για τα μισθώματα ακινήτων (Ε2) και η κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα (Ε3), σε περίπτωση υποβολής της δήλωσης σε φυσική μορφή, μπορεί να υποβληθούν σε προεκτυπωμένα έντυπα από τους υπόχρεους που έχουν τη δυνατότητα προεκτύπωσής τους με μηχανογραφικά μέσα, τα οποία, όμως, πρέπει να πληρούν τις τεχνικές προδιαγραφές και να αναφέρουν τα στοιχεία που περιέχονται στα αντίστοιχα έντυπα.

3. Οι φορολογούμενοι που ασκούν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα, με τη δήλωση εισοδήματος υποβάλλουν, σε περίπτωση τήρησης διπλογραφικών βιβλίων, αντίγραφο ισολογισμού νόμιμα υπογραμμένο.

4. Για την εφαρμογή της παραγράφου 4 του άρθρου 11 του ν. 4172/2013 και προκειμένου να μην προστεθεί εισόδημα ανήλικου τέκνου στα εισοδήματα του γονέα που ενώ θεωρείται κατ' αρχήν υπόχρεος για την υποβολή της δήλωσης, έχει χάσει τη γονική μέριμνα, απαιτείται ευκρινές φωτοαντίγραφο της οικείας δικαστικής απόφασης, από το πρωτότυπο ή από ακριβές αντίγραφο αυτής, οπότε και προστίθεται στα εισοδήματα του άλλου γονέα.
Για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του ν. 4172/2013 και προκειμένου να μην λογιστεί ως αντικειμενική δαπάνη του γονέα με το μεγαλύτερο εισόδημα, ενώ έχει χάσει τη γονική μέριμνα, η αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει βάσει επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης του οποίου κύριος ή κάτοχος είναι ανήλικο τέκνο, απαιτείται ευκρινές φωτοαντίγραφο της οικείας δικαστικής απόφασης, από το πρωτότυπο ή από ακριβές αντίγραφο αυτής, από την οποία να προκύπτει ότι έχει χάσει τη γονική μέριμνα, οπότε και λογίζεται ως αντικειμενική δαπάνη του άλλου γονέα.

5. i) Για την απαλλαγή από τη φορολογία εισοδήματος των μισθών, συντάξεων και της πάγιας αντιμισθίας, καθώς και των εισοδημάτων των περιπτώσεων δ' και στ' της παραγράφου 2 του άρθρου 12 τα οποία εξομοιώνονται φορολογικά με μισθό (ΠΟΛ.1098/2016 και ΠΟΛ.1096/2017), τα οποία χορηγούνται σε πρόσωπα που παρουσιάζουν ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%), απαιτούνται καταρχήν οι γνωματεύσεις των οικείων υγειονομικών επιτροπών του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.), το οποίο συστήθηκε και λειτουργεί μετά την 1.9.2011, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3863/2010. Γίνονται δεκτές και οι ήδη εκδοθείσες γνωματεύσεις πριν την 1.9.2011 (ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του ΚΕ.Π.Α.) από τις υγειονομικές επιτροπές των Νομαρχιών, οι οποίες έχουν δοθεί για οποιαδήποτε χρήση και χρησιμοποιούνται εξίσου για την αναγνώριση της υπόψη φορολογικής απαλλαγής επ' αόριστον, αν πρόκειται για επ' αόριστον κρίση, ή αλλιώς μέχρι την ημερομηνία που λήγει η ισχύς τους, εφόσον είχαν εκδοθεί σύμφωνα με όσα ίσχυαν στο σχετικό φορολογικό πλαίσιο κατά τον χρόνο έκδοσής τους. Εναλλακτικά, ο φορολογούμενος για την πιστοποίηση της ύπαρξης αναπηρίας μπορεί να προσκομίσει και γνωματεύσεις των Ανωτάτων Υγειονομικών Επιτροπών του Στρατού (Α.Σ.Υ.Ε.), του Ναυτικού (Α.Ν.Υ.Ε.), της Αεροπορίας (Α.Α.Υ.Ε.), της Ελληνικής Αστυνομίας και του Πυροσβεστικού Σώματος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν.3 863/2010, οι εν λόγω Υγειονομικές Επιτροπές δεν έχουν καταργηθεί και εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και μετά την 1.9.2011.
Σε όλες τις ανωτέρω γνωματεύσεις, προκειμένου να γίνουν δεκτές, θα πρέπει να διαπιστώνεται και να βεβαιώνεται ρητά το ποσοστό της αναπηρίας του προσώπου που αφορούν, καθώς και το χρονικό διάστημα που προβλέπεται ότι θα διαρκέσει η εν λόγω αναπηρία, ενώ σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να είναι σε ισχύ το φορολογικό έτος για το οποίο ο ενδιαφερόμενος αιτείται την εφαρμογή των οικείων διατάξεων.
Σε κάθε περίπτωση που ο φορολογούμενος λαμβάνει σύνταξη από ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης, επειδή έχει αναπηρία σε ποσοστό τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%), αρκεί να προσκομίζει βεβαίωση του συνταξιοδοτικού φορέα ή απόφαση συνταξιοδότησης ή απόφαση παράτασης της σύνταξης, από την οποία να προκύπτει ότι, κατόπιν ιατρικής κρίσης από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή, συνταξιοδοτήθηκε με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%), ως και το χρονικό διάστημα που προβλέπεται ότι θα διαρκέσει η αναπηρία αυτή. Όταν η σύνταξη αναπηρίας καθίσταται αυτοδίκαια οριστική (παρατείνεται για χρόνο αόριστο), για τους ασφαλισμένους όλων των Φορέων, Κλάδων και Τομέων Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, δεν απαιτείται εκ νέου ιατρική εξέταση από αρμόδια Υγειονομική Επιτροπή και για την απαλλαγή της από τον φόρο εισοδήματος απαιτείται:
α) απόφαση μονιμοποίησης της αναπηρικής σύνταξης (ή παράτασης επ' αόριστο) από τον αρμόδιο συνταξιοδοτικό φορέα και
β) γνωμάτευση της υγειονομικής επιτροπής Αναπηρίας όλων των Φορέων, Κλάδων και Τομέων Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που τελούσε σε ισχύ κατά τη μονιμοποίηση της αναπηρικής σύνταξης, η οποία πιστοποιεί ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, είτε αυτή αφορά σε γνωμάτευση προ ΚΕ.Π.Α. Υγειονομικής Επιτροπής, είτε γνωμάτευση Υγειονομικής Επιτροπής ΚΕ.Π.Α. από 1/9/2011 και εξής (Γ23/312-30.12.2016 έγγραφο του Ι.Κ.Α.).
Εάν ο φορολογούμενος διαθέτει περισσότερες από μία γνωματεύσεις αναπηρίας, του ίδιου ή διαφορετικών φορέων και η μία εξ αυτών ή και οι δύο ισχύουν μέσα στο φορολογικό έτος 2018, πιστοποιώντας διαφορετικά ποσοστά αναπηρίας, τότε λαμβάνεται υπόψη η γνωμάτευση με το ευνοϊκότερο ποσοστό αναπηρίας. Στο επόμενο φορολογικό έτος θα λαμβάνεται υπόψη η τελευταία εκδοθείσα γνωμάτευση.
ii) Για τη μείωση του φόρου κατά διακόσια (200) ευρώ, απαιτούνται τα ακόλουθα δικαιολογητικά, από τα οποία πιστοποιείται η ιδιότητα του φορολογουμένου ή του εξαρτώμενου μέλους του που δικαιούται την εν λόγω μείωση:
α) Προκειμένου για πρόσωπα με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον εξήντα επτά τοις εκατό (67%), γνωμάτευση των οικείων υγειονομικών επιτροπών του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) ή της Ανωτάτης του Στρατού Υγειονομικής Επιτροπής (Α.Σ.Υ.Ε.).
Για την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας 67% γίνονται δεκτές, εκτός από τις γνωματεύσεις της Α.Σ.Υ.Ε. και οι γνωματεύσεις που εκδίδονται από τις υγειονομικές επιτροπές της Α.Ν.Υ.Ε., Α.Α.Υ.Ε., της Α.Υ.Ε. της Ελληνικής Αστυνομίας και της Α.Υ.Ε. του Πυροσβεστικού Σώματος, καθόσον ενώ καταργήθηκαν όλες οι Επιτροπές πιστοποίησης αναπηρίας που λειτουργούσαν στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, στις νομαρχίες και το Δημόσιο, οι Ανώτατες Υγειονομικές Επιτροπές, Στρατού (Α.Σ.Υ.Ε.), Ναυτικού (Α.Ν.Υ.Ε.), Αεροπορίας (Α.Α.Υ.Ε.), την Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή της Ελληνικής Αστυνομίας και την Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή του Πυροσβεστικού Σώματος, εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους, για την πιστοποίηση της αναπηρίας του φορολογουμένου.
Οι ήδη εκδοθείσες γνωματεύσεις πριν την 1.9.2011 (ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του ΚΕ.Π.Α.) από τις υγειονομικές επιτροπές των νομαρχιών μπορούν να χρησιμοποιούνται για την αναγνώριση της υπόψη φορολογικής ελάφρυνσης επ' αόριστον, αν πρόκειται για επ' αόριστον κρίση, ή αλλιώς μέχρι την ημερομηνία που λήγει η ισχύς τους.
Σε όλες τις ανωτέρω γνωματεύσεις, προκειμένου να γίνουν δεκτές, θα πρέπει να διαπιστώνεται και να βεβαιώνεται ρητά το ποσοστό της αναπηρίας του προσώπου που αφορούν, καθώς και το χρονικό διάστημα που προβλέπεται ότι θα διαρκέσει η εν λόγω αναπηρία, ενώ, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να είναι σε ισχύ το φορολογικό έτος για το οποίο ο ενδιαφερόμενος αιτείται την εφαρμογή των οικείων διατάξεων.
Για τη μείωση του φόρου κατά διακόσια (200) ευρώ δεν λαμβάνεται υπόψη επαγγελματική ή ασφαλιστική αναπηρία.
β) Προκειμένου για ανάπηρους αξιωματικούς ή οπλίτες, θύματα πολέμου, καθώς και για ανάπηρους ή θύματα εθνικής αντίστασης ή εμφυλίου πολέμου, απαιτείται σχετική βεβαίωση της αρμόδιας Υπηρεσίας του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
Ειδικά για τους ανάπηρους αξιωματικούς ή οπλίτες από πολεμική αιτία και τα θύματα πολέμου αρκούν τα ενημερωτικά σημειώματα πληρωμής της σύνταξής τους, στα οποία αναγράφεται ο αριθμός Μητρώου της σύνταξής τους, ο οποίος πρέπει να αρχίζει από 3 ή 4.
Για αξιωματικούς οι οποίοι υπέστησαν τραύμα ή νόσημα που επήλθε λόγω κακουχιών σε πολεμική περίοδο, απαιτείται βεβαίωση της αρμόδιας κρατικής υπηρεσίας που τους χορηγεί τις αποδοχές τους.
Τέλος, για τα θύματα τρομοκρατικών ενεργειών απαιτείται βεβαίωση από τον οικείο συνταξιοδοτικό φορέα ότι ο φορολογούμενος έχει αναγνωριστεί ως θύμα τρομοκρατικής ενέργειας και συνταξιοδοτείται για τον λόγο αυτό, βάσει του οικείου νομοθετικού πλαισίου, όπως ισχύει κάθε φορά.
iii) Σύμφωνα με το άρθρο 20 του ΚΦΕ, οι φορολογικοί κάτοικοι αλλοδαπής που αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα, δεν δικαιούνται τις μειώσεις φόρου των άρθρων 16, 17 και 19 του ΚΦΕ, εκτός κι αν διατηρούν τη φορολογική τους κατοικία σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. και
α) τουλάχιστον το ενενήντα τοις εκατό (90%) του παγκόσμιου εισοδήματός τους αποκτάται στην Ελλάδα ή
β) αποδεικνύουν ότι το φορολογητέο εισόδημά τους είναι τόσο χαμηλό ώστε θα δικαιούνταν της μείωσης του φόρου δυνάμει της φορολογικής νομοθεσίας του κράτους της κατοικίας τους.
Περαιτέρω, οι μισθοί, οι συντάξεις και η πάγια αντιμισθία που χορηγούνται σε ανάπηρους με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%) απαλλάσσονται από τον φόρο, σύμφωνα με την περιπτ. ε' της παρ. 2 του αρθρ. 14 του ΚΦΕ. Ελλείψει ρητής διάκρισης στον νόμο, αυτά τα εισοδήματα είναι απαλλασσόμενα του φόρου, ανεξάρτητα από το αν αποκτώνται από φορολογικό κάτοικο Ελλάδας ή αλλοδαπής, εφόσον προσκομίζονται τα οριζόμενα δικαιολογητικά.
Επιπλέον, οι φορολογικοί κάτοικοι αλλοδαπής που αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα και παρουσιάζουν βαριές κινητικές αναπηρίες σε ποσοστό από ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω ή είναι ολικώς τυφλοί, απαλλάσσονται από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης, για όλες τις κατηγορίες εισοδημάτων τους, εφόσον κατέχουν τα οριζόμενα δικαιολογητικά, καθόσον η παραγρ. 2 του άρθρου 43Α του ΚΦΕ δεν κάνει διάκριση μεταξύ των φορολογικών κατοίκων ημεδαπής και αλλοδαπής.
iv) Αναφορικά με τις εκδοθείσες γνωματεύσεις, ανεξαρτήτως ποσοστού, με διάρκεια αναπηρίας που δεν αφορά στο σύνολο των μηνών του φορολογικού έτους, δεδομένου ότι από τη φορολογική νομοθεσία δεν προβλέπεται ο επιμερισμός της φορολογικής ελάφρυνσης/ απαλλαγής στους μήνες της χρήσης, αυτές γίνονται αποδεκτές και ο φορολογούμενος τυγχάνει της προβλεπόμενης μείωσης φόρου ή απαλλαγής για ολόκληρη τη χρήση (ΔΕΑΦ Α 1118203 ΕΞ2016/29.7.2016 έγγραφο).

6. Προκειμένου να συμπληρωθούν χρηματικά ποσά που καταβάλλονται για πολιτιστικές χορηγίες του ν.3525/ 2007 στο Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού, τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, τα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται κάθε φορά, καθώς και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και τις αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες του άρθρου 741 Α.Κ., που επιδιώκουν σκοπούς πολιτιστικούς, απαιτούνται τα πιο κάτω δικαιολογητικά:
α) επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού με την οποία χαρακτηρίζεται η απαιτούμενη από το νόμο έγγραφη σύμβαση χορηγίας μεταξύ χορηγού και αποδέκτη της χορηγίας ως πολιτιστική,
β) σε περίπτωση χορηγίας χρηματικών ποσών απαιτούνται και τα πρωτότυπα αποδεικτικά καταβολής των ποσών της χορηγίας και
γ) σε περίπτωση χορηγίας σε είδος ή άυλα αγαθά ή υπηρεσίες, απαιτείται και φωτοαντίγραφο της κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού για την εκτίμηση της αξίας τους, καθώς και τα αποδεικτικά παράδοσης της χορηγίας από τον χορηγό και παραλαβής της από τον αποδέκτη αυτής.
Το συνολικό ποσό που αφαιρείται από το εισόδημα δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10% του συνολικού φορολογούμενου εισοδήματος. Τα ποσά των δωρεών γενικά, καθώς και των χορηγιών που συμπληρώνονται στους κωδικούς 061-062 δεν πρέπει να έχουν ληφθεί υπόψη για έκπτωση με βάση άλλη διάταξη νόμου.

7. Στην περίπτωση που αναγράφονται στους κωδικούς 781-782 του Πίνακα 6 της δήλωσης ποσά από διάθεση Ε.Ι.Χ. αυτοκινήτων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων (εκτός ακινήτων για τα οποία συντάσσεται συμβολαιογραφικό έγγραφο) μεταξύ ιδιωτών και συνεπώς δεν εκδίδονται τα παραστατικά που προβλέπονται από τα ΕΛΠ, απαιτείται ως αποδεικτικό στοιχείο για το τίμημα της πώλησης η προσκόμιση υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986 ή παραστατικό κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό.

8. Τα αλλοδαπά δημόσια έγραφα, όπως αυτά καθορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 1497/1984, προσκομίζονται κατά τα διεθνή νόμιμα (σφραγίδα apostille, προξενική θεώρηση, θεώρηση από το ελληνικό προξενείο, κατά τα οριζόμενα σε διεθνείς συνθήκες που έχουν κυρωθεί με νόμο από την Ελλάδα, κατά περίπτωση). Για τις υπηρεσίες και τα πρόσωπα που δικαιούνται να διενεργούν επίσημες μεταφράσεις ισχύουν τα αναφερόμενα στο αριθμ. 770/ΑΣ3333/11.6.2009 έγγραφο της Ε3 Διεύθυνσης Διοικητικών και Δικαστικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο είχε σταλεί, μεταξύ άλλων, με το αριθμ. 1063343/701/0006Δ/1-7-2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων και σε όλες τις Φορολογικές Υπηρεσίες, Κεντρικές, Ειδικές Αποκεντρωμένες και Περιφερειακές, με περαιτέρω οδηγίες για την ορθή εφαρμογή (σχετ. παρ. 4 της ΠΟΛ.1201/2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε.).

9. Προκειμένου να δηλωθεί εισόδημα αλλοδαπού προσωπικού των εγκατεστημένων στην Ελλάδα γραφείων σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967, φορολογικών κατοίκων εξωτερικού, το οποίο δεν προκύπτει στην Ελλάδα, απαιτείται ως δικαιολογητικό το παραστατικό εισαγωγής χρηματικών κεφαλαίων σε λογαριασμό Τράπεζας που εδρεύει στην Ελλάδα. Τα ποσά αυτά αναγράφονται στους κωδ. 781-782 του εντύπου Ε1.
Ως προς τα εισοδήματα του αλλοδαπού προσωπικού των εγκατεστημένων στην Ελλάδα γραφείων σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967, φορολογικών κατοίκων Ελλάδας, που δεν προκύπτουν στην Ελλάδα και βάσει της παρ.1 του άρθρου 3 του ν. 4172/2013 δεν υπόκεινται σε φορολογία, δηλώνονται στους κωδικούς 659-660 του εντύπου Ε1.

10. Κατά τα λοιπά, η δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων φορολογικού έτους 2018 συνοδεύεται, κατά περίπτωση, από τα δικαιολογητικά που ορίζονται στις ΠΟΛ.1088/2015, ΠΟΛ.1132/2015, ΠΟΛ.1041/2016, ΠΟΛ.1096/2016, ΠΟΛ.1034/2017 και ΠΟΛ.1068/2018 Αποφάσεις Γ.Γ.Δ.Ε. και Διοικητή Α.Α.Δ.Ε., όπως ισχύουν.

11. Εφόσον κάποια από τα δικαιολογητικά που ορίζονται με την παρούσα έχουν ήδη συνυποβληθεί με δηλώσεις προηγούμενων ετών στη Φορολογική Διοίκηση ή έχουν διαφυλαχθεί σε περίπτωση ηλεκτρονικής υποβολής ή υπάρχει διαθέσιμο ηλεκτρονικό αρχείο και δεν έχει επέλθει κάποια μεταβολή στα στοιχεία που αναγράφονται σ' αυτά, δεν απαιτείται η έκδοση νέων δικαιολογητικών. Αρκεί να υποβληθεί υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986, στην οποία θα αναγράφεται το φορολογικό έτος που αφορούσε το κάθε συγκεκριμένο δικαιολογητικό που τυχόν υποβλήθηκε, ότι δεν έχει επέλθει μεταβολή στα στοιχεία που αναγράφονται σ' αυτό και με την προϋπόθεση ότι, αν το συγκεκριμένο δικαιολογητικό είναι ορισμένης χρονικής ισχύος, καλύπτει και το φορολογικό έτος 2018.

Άρθρο 7

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 29 Ιανουαρίου 2019

Ο Διοικητής
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ



O browser δεν υποστηρίζει pdf viewεr. κατεβάστε την απόφαση από εδώ: Download PDF.

ΔΕΔ 4905/2018 Φορολογία σύνταξης ΤΣΜΕΔΕ φορολογικού κάτοικου Γερμανίας - Επιστροφή φόρου

$
0
0

Καλλιθέα 7.12.18
Αριθμός απόφασης: 4905
 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α1
Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19
Ταχ. Κώδικας : 176 71 - Καλλιθέα
Τηλέφωνο : 2131604534
Fax    :2131604567

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Έχοντας υπ' όψη:
1.    Τις διατάξεις :
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170).
β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β'/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)»
γ. Της 1064/12.4.2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων
2.    Την ΠΟΛ 1069/4-3-2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
3.    Την υπ' αριθμ. 1126366 ΕΞ 2016/30.8.16 (ΦΕΚ 2759 / τ. Β' / 1.9.16) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.
4.    Τη με ημερομηνία κατάθεσης 10.7.18 και αριθμό πρωτοκόλλου....... ενδικοφανή  προσφυγή του....... , ΑΦΜ.............., κατοίκου ............... κατά της με αριθμό ειδοποίησης ....../14.5.18 πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος οικ. έτους 2014 της
ΑΑΔΕ, και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.
5.    Την με αριθμό ειδοποίησης ...../14.5.18 πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος οικ. έτους 2014 της ΑΑΔΕ, της οποίας ζητείται η ακύρωση.
6.    Τις απόψεις της Δ.Ο.Υ. ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ.
7.    Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α1 όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.
Επί της με ημερομηνία κατάθεσης 10.7.18 και αριθμό πρωτοκόλλου ..... ενδικοφανούς προσφυγής του..... , η οποία κατατέθηκε στις 10.7.18 και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Με τη με αριθμό ειδοποίησης ......./14.5.18 πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος οικ. έτους 2014 της ΑΑΔΕ προέκυψε πιστωτικό ποσό φόρου ύψους 84,19 €, κατόπιν της υποβολής της από 9.5.18 και με αρ. πρωτ ..... τροποποιητικής δήλωσης
φορολογίας εισοδήματος του προσφεύγοντος οικ. έτους 2014. Με το εν λόγω αίτημα τροποποίησης ο προσφεύγων, φορολογικός κάτοικος.....  , αιτήθηκε την επιστροφή του παρακρατηθέντος φόρου στα ποσά που έλαβε από σύνταξη ΤΣΜΕΔΕ κατά το ως άνω έτος, ισχυριζόμενος ότι τα ποσά φορολογούνται μόνο στη Γερμανία (κατ' εφαρμογή της Σύμβασης Αποφυγής Διπλής Φορολογίας Ελλάδας-Γερμανίας, και λαμβάνοντας υπόψη την αρ. 1905/30.3.18 απόφαση της Υπηρεσίας μας), και ισχυριζόμενος ότι η εν λόγω αξίωση του για επιστροφή φόρου δεν έχει παραγραφεί. Σύμφωνα με το από 16.7.18 έγγραφο απόψεων της Δ.Ο.Υ Κατοίκων Εξωτερικού επί της παρούσας προσφυγής το εν λόγω αίτημα τροποποίησης έγινε δεκτό ως προς τη μη υπαγωγή σε φορολογία στην Ελλάδα της σύνταξης από το ΤΣΜΕΔΕ αλλά μόνο για τα ποσά σύνταξης μηνών Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου έτους 2013 (οικ. έτους 2014), ενώ κρίθηκε ότι η αξίωσή του για τα λοιπά ποσά είχε υποπέσει σε παραγραφή.

O προσφεύγων υπέβαλε την από 9.5.18 και με αρ. πρωτ.....υπό κρίση τροποποιητική δήλωση φορολογίας εισοδήματος του προσφεύγοντος οικ. έτους 2014, η οποία εκκαθαρίστηκε από τη Δ.Ο.Υ Κατοίκων Εξωτερικού και εκδόθηκε η με αριθμό ειδοποίησης
...../14.5.18 πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος οικ. έτους 2014 (όπως επίσης υποβλήθηκε και η αρ ...../2018 τροποποιητική δήλωση φορολογίας εισοδήματος του προσφεύγοντος φορ. έτους 2014, η οποία έγινε αποδεκτή από τη Δ.Ο.Υ Κατοίκων Εξωτερικού, εκδόθηκε η με αριθμό ειδοποίησης ...../14.5.18 πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φορ. έτους 2014 και επιστράφηκε ο φόρος).

Ο προσφεύγων με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά την ακύρωση της παραπάνω προσβαλλόμενης πράξης, και την επιστροφή ολόκληρου του ποσού φόρου εισοδήματος που του είχε παρακρατηθεί στα ποσά από σύνταξη ΤΣΜΕΔΕ οικ. έτους 2014, καθώς τα ποσά αυτά φορολογούνται μόνο στη Γερμανία, κατ' εφαρμογή της Σύμβασης Αποφυγής Διπλής Φορολογίας Ελλάδας-Γερμανίας και λαμβάνοντας υπόψη την αρ ...../30.3.18 απόφαση της Υπηρεσίας μας, και καθώς η εν λόγω αξίωση για επιστροφή φόρου δεν έχει παραγραφεί δεδομένου ότι η τριετής προθεσμία της παραγραφής ξεκίνησε με την αλλαγή της φορολογικής κατοικίας του προσφεύγοντος στη Γερμανία και τη μεταφορά του προσφεύγοντος στη Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού η οποία έλαβε χώρα εντός του έτους 2014.


Επειδή σύμφωνα με τη Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας Ελλάδας-Γερμανίας (ΑΝ 52/1967, ΦΕΚ Α 134/1967):
«Άρθρον II
(1)    Εις την παρούσαν συμφωνίαν, εκτός εάν άλλως το κείμενον ορίζη:
8.    O όρος «σύνταξις» σημαίνει περιοδικάς πληρωμάς, αίτινες γίνονται δια παρασχεθείσας υπηρεσίας ή ως αποζημίωσις δια προξενηθείσας βλάβας.
Άρθρον XII
(1) Πάσα σύνταξις και πάσα περιοδική παροχή (πλήν των αναφερομένων εις τας παραγράφους 2
και 3 συντάξεων και παροχών) κτώμεναι υπό κατοίκου ενός των Συμβαλλομένων Κρατών εκ πηγών εντός του ετέρου Συμβαλλόμενου Κράτους φορολογούνται μόνον εις το πρώτον μνημονευθέν Κράτος.
(2)    Συντάξεις και περιοδικαί παροχαί καταβαλλόμεναι υπό του Δημοσίου του Βασιλείου της Ελλάδος ή οιασδήποτε εν γένει πολιτικής υποδιαιρέσεως αυτού θα φορολογούνται μόνον εν τω Κράτει τούτω. ...»




Επειδή σύμφωνα με την ΠΟΛ.1128/2001 της Διεύθυνσης Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων του Υπουργείου Οικονομικών, με θέμα τη ‘Φορολογική μεταχείριση συντάξεων βάσει των διατάξεων της Σύμβασης Ελλάδος - Γερμανίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας του Εισοδήματος (Α.Ν.52/1967, ΦΕΚ 134Α'/4-8-67 (Σύμβασης)': «Μεταξύ Ελλάδας και Ο.Δ. Γερμανίας έχει υπογραφεί σύμβαση αποφυγής της διπλής φορολογίας εισοδήματος (Α.Ν.52/1967, ΦΕΚ 134/Α'/4.8.1967), οι σχετικές διατάξεις της οποίας έχουν εφαρμογή αναφορικά με τη φορολογική μεταχείριση των συντάξεων που λαμβάνει κάτοικος του ενός συμβαλλόμενου κράτους από πηγές του άλλου συμβαλλόμενου κράτους.
Συγκεκριμένα:
Με τις διατάξεις των παρ. (8) και (9) του άρθρου ΙΙ της σύμβασης, ορίζεται ότι:
Παράγραφος (8): "Ο όρος "σύνταξις" σημαίνει περιοδικάς πληρωμάς, αίτινες γίνονται δια παρασχεθείσας υπηρεσίας ή ως αποζημίωσις δια προξενηθείσας βλάβας".
Παράγραφος (9): "Ο όρος "περιοδική παροχή" σημαίνει καθωρισμένον ποσόν καταβλητέον περιοδικώς εις καθωρισμένα χρονικά διαστήματα ισοβίως ή κατά την διάρκειαν καθωρισμένου ή δυναμένου να εξακριβωθεί χρονικού διαστήματος".
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. (1), (2), (3), (4) και (5) του άρθρου ΧΙΙ της ίδιας σύμβασης, ορίζεται ότι:
Παράγραφος (1): Συντάξεις και περιοδικές παροχές, πλην των αναφερόμενων στις παρ. (2) και
(3)    , που αποκτώνται από κάτοικο ενός των συμβαλλόμενων κρατών και προέρχονται από πηγές εντός του άλλου συμβαλλόμενου κράτους, φορολογούνται μόνο στο κράτος κατοικίας του δικαιούχου της σύνταξης ή της περιοδικής παροχής.
Παράγραφος (2): Συντάξεις και περιοδικές παροχές που καταβάλλονται από το Δημόσιο της Ελλάδας ή από οποιαδήποτε πολιτική υποδιαίρεσή της, φορολογούνται μόνο στην Ελλάδα. Παράγραφος (3): Συντάξεις και περιοδικές παροχές που καταβάλλονται από το Δημόσιο της Ο.Δ. της Γερμανίας (Public Funds, Offentlichen Kassen of the F.R. of Germany) ή από τα κρατίδιά της ή τις πολιτικές υποδιαιρέσεις τους, φορολογούνται μόνο στη Γερμανία.
Παράγραφος (4): Συντάξεις και περιοδικές παροχές που καταβάλλονται από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Deutsche Bundesbank), τους Ομοσπονδιακούς Σιδηροδρόμους (Deutsche Bundesbahn) και την Ομοσπονδιακή Ταχυδρομική Υπηρεσία (Deutsche Bundespost), φορολογούνται μόνο στη Γερμανία. Συντάξεις και περιοδικές παροχές που καταβάλλονται από τους αντίστοιχους οργανισμούς της Ελλάδας, φορολογούνται μόνο στην Ελλάδα.
Παράγραφος (5): Συντάξεις, περιοδικές παροχές και άλλες επαναλαμβανόμενες ή μη αποζημιώσεις που καταβάλλονται από το ένα συμβαλλόμενο κράτος ή από ΝΠΔΔ αυτού του κράτους, ως αποζημίωση για τραυματισμό ή βλάβη προξενηθείσα λόγω εχθροπραξιών ή πολιτικού διωγμού, θα φορολογούνται μόνο στο εν λόγω κράτος.
Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτουν τα ακόλουθα:
--Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. (1) του άρθρου ΧΙΙ της σύμβασης, παραχωρείται στο κράτος κατοικίας του δικαιούχου της σύνταξης ή της περιοδικής παροχής το αποκλειστικό δικαίωμα φορολογίας του εισοδήματος αυτού, με εξαίρεση τα εισοδήματα που αναφέρονται στις παρ. (2), (3), (4) και (5) του ίδιου άρθρου, όπου το αποκλειστικό δικαίωμα φορολογίας έχει το κράτος της πηγής του εισοδήματος.
-- Από τις διατάξεις των παρ. (2) και (3) προκύπτει ότι το αποφασιστικό κριτήριο βάσει του οποίου θα κριθεί σε ποια διάταξη θα υπαχθεί σύνταξη ή περιοδική παροχή προερχόμενη από πηγές του ενός συμβαλλόμενου κράτους και καταβαλλόμενη σε κάτοικο του άλλου συμβαλλόμενου κράτους, είναι το νομικό καθεστώς του ασφαλιστικού φορέα που καταβάλλει τη σύνταξη ή την περιοδική παροχή, ανεξάρτητα όσον αφορά στη σύνταξη από τον τομέα προηγούμενης απασχόλησης (δημόσιο - ιδιωτικό).
Ειδικότερα στην περίπτωση της Ελλάδας, οι προαναφερόμενες διατάξεις της παρ. (2) του ίδιου ως άνω άρθρου καλύπτουν οποιαδήποτε σύνταξη ή περιοδική παροχή που καταβάλλεται από ταμεία τα οποία έχουν ιδρυθεί για να καταβάλουν τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, όπως είναι το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.
Ετσι, οποιαδήποτε σύνταξη ή περιοδική παροχή που καταβάλλεται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους σε κάτοικο Γερμανίας, ανεξάρτητα από τον τομέα προηγούμενης απασχόλησής του, φορολογείται μόνο στην Ελλάδα.
Αντίθετα, εάν σύνταξη ή περιοδική παροχή καταβάλλεται από άλλο ασφαλιστικό φορέα της Ελλάδας (π.χ. ΙΚΑ, ΝΑΤ), δεν υπόκειται στις διατάξεις της παρ. (2), αλλά στις διατάξεις της παρ. (1) του ίδιου άρθρου και φορολογείται μόνο στη Γερμανία    ».


Επειδή σύμφωνα με την ΠΟΛ.1128/2006, με θέμα τη ‘Φορολογική μεταχείριση των συντάξεων, παροχών και άλλων παρόμοιων αμοιβών, βάσει των αντίστοιχων διατάξεων των Συμβάσεων Αποφυγής Διπλής Φορολογίας (Σ.Α.Δ.Φ.) του Εισοδήματος':
«1. Γενικά
Όπως είναι γνωστό η χώρα μας διαθέτει ένα εκτεταμένο διεθνές συμβατικό πλαίσιο για την αποφυγή της διπλής φορολογίας του εισοδήματος και του κεφαλαίου, το οποίο αποτυπώνεται στα κείμενα των διμερών Συμβάσεων Αποφυγής της Διπλής Φορολογίας που έχουν συναφθεί με άλλα Κράτη.
Κάθε ΣΑΔΦ αποτελεί το προϊόν μιας διμερούς διαπραγματευτικής διαδικασίας, κατά την οποία λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ των άλλων, και στοιχεία της φορολογικής νομοθεσίας, του συνταξιοδοτικού συστήματος, της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής των Συμβαλλομένων Κρατών. Η ξεχωριστή αυτή διαδικασία έχει ως αποτέλεσμα να διαφοροποιείται, σε πολλές
περιπτώσεις, το περιεχόμενο ορισμένων διατάξεων, με τις οποίες καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για τη φορολογική μεταχείριση των συντάξεων, των παροχών και των παρόμοιων αμοιβών που λαμβάνουν κάτοικοι του ενός Κράτους από πηγές του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους.
II.    Πρότυπο Σύμβασης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ)
Η Ελλάδα, ως μέλος του ΟΟΣΑ, στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη Σ.Α.Δ.Φ με άλλα Κράτη μέλη ή μη μέλη του εν λόγω Οργανισμού, ακολουθεί το Πρότυπο Σύμβασής του, το οποίο αποτελείται από α) το κείμενο της ΣΑΔΦ και β) τα ερμηνευτικά σχόλια (Commentaries) που ερμηνεύουν και επεξηγούν τις διατάξεις των άρθρων του Προτύπου. Ειδικότερα, η φορολογική 4
μεταχείριση των συντάξεων και των παρόμοιων αμοιβών προσδιορίζεται στα άρθρα 18 και 19 του Προτύπου. Με τις διατάξεις των εν λόγω άρθρων καθορίζονται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη φορολόγηση των συντάξεων, είτε στο Κράτος Πηγής (δηλαδή στο Κράτος από το οποίο παρέχεται η σύνταξη), είτε στο Κράτος Κατοικίας του δικαιούχου, είτε σε ορισμένες περιπτώσεις και στα δυο Συμβαλλόμενα Κράτη.
Η σημασία του υποδείγματος του ΟΟΣΑ και των σχολίων που το συνοδεύουν, είναι σημαντική για την ερμηνεία μιας Σ.Α.Δ.Φ. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμη η αναφορά στα συγκεκριμένα άρθρα του κειμένου του Προτύπου ως, επίσης, και η ανάλυση όρων και εννοιών που απαντώνται στις Σ.Α.Δ.Φ., βάσει των ερμηνευτικών σχολίων του Προτύπου.
Όπως ορίζεται στο άρθρο 18 του ως άνω Προτύπου, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ.2 του άρθρου 19, συντάξεις (pensions) και άλλες παρόμοιες αμοιβές (similar remuneration) που καταβάλλονται σε κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους έναντι προηγούμενης εξαρτημένης απασχόλησης, φορολογούνται μόνο σε αυτό το Κράτος (το Κράτος Κατοικίας του δικαιούχου). Το άρθρο αυτό καλύπτει συντάξεις και άλλες παρόμοιες αμοιβές που καταβάλλονται έναντι προηγούμενης εξαρτημένης απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, συντάξεις που λαμβάνουν χήρες και ορφανά, καθώς και συντάξεις οι οποίες καταβάλλονται έναντι υπηρεσιών που παρασχέθηκαν σε ένα Κράτος ή πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19 (περί Κυβερνητικών Συντάξεων).
Με τον όρο «σύνταξη» νοείται η περιοδική πληρωμή, ενώ ο όρος «παρόμοιες αμοιβές» έχει ευρύτερη έννοια και μπορεί να περιλαμβάνει και μη-περιοδικές πληρωμές. Π.χ. την περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να επιλέξει, κατά τη συνταξιοδότησή του, την εφάπαξ καταβολή της σύνταξης, αντί της περιοδικής καταβολής της. Αντίθετα, δεν αποτελεί «παρόμοια αμοιβή» η επιστροφή συνταξιοδοτικών εισφορών μετά από προσωρινή εργασία. Επισημαίνεται ότι, το άρθρο 18 δεν καλύπτει συντάξεις που καταβάλλονται λόγω προηγούμενων ανεξάρτητων προσωπικών υπηρεσιών. Οι συντάξεις αυτές εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 21 του Προτύπου του ΟΟΣΑ, στο οποίο προσδιορίζεται η φορολογική μεταχείριση των εισοδημάτων που δεν αναφέρονται στα προηγούμενα άρθρα της Σύμβασης. Υπογραμμίζεται, ωστόσο, ότι σε ορισμένες προγενέστερες του Προτύπου Συμβάσεις, το άρθρο που αναφέρεται στη φορολογική μεταχείριση των συντάξεων διαφοροποιείται και καλύπτει και τις συντάξεις που καταβάλλονται έναντι προηγούμενων ανεξάρτητων προσωπικών υπηρεσιών. Βλ. π.χ. τις Συμβάσεις Ελλάδας-ΗΠΑ, Ελλάδας-Ην. Βασιλείου, Ελλάδας-Ο.Δ. Γερμανίας κ.λ.π. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις που τα Συμβαλλόμενα Κράτη επιθυμούσαν να διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 18, συμφώνησαν και συμπεριέλαβαν τον όρο «παροχές (annuities)». Ο όρος καλύπτει π.χ. ορισμένα ποσά που καταβάλλονται από ασφαλιστικές εταιρείες ζωής.
Σε άλλες περιπτώσεις, τα Συμβαλλόμενα Κράτη υιοθετώντας τα ερμηνευτικά σχόλια του Προτύπου του ΟΟΣΑ, συμφώνησαν και συμπεριέλαβαν διάταξη με την οποία προβλέπεται ότι, συντάξεις και άλλα χρηματικά ποσά (πληρωμές) που καταβάλλονται σύμφωνα με την κοινωνική ασφαλιστική νομοθεσία ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, μπορούν να φορολογούνται σε αυτό το Κράτος (το Κράτος Πηγής). Δίνεται, δηλαδή, το δικαίωμα και στο Κράτος Πηγής να φορολογήσει τις συντάξεις (π.χ. ΙΚΑ, ΟΓΑ, ΤΣΑ κλπ) και τα χρηματικά ποσά (π.χ. επιδόματα ανεργίας, ανικανότητας, ατυχημάτων εργασίας, ασθενείας, καθώς και άλλα παρόμοιας φύσης επιδόματα) 5
που καταβλήθηκαν σύμφωνα με την κοινωνική ασφαλιστική νομοθεσία του (π.χ. Σ.Α.Δ.Φ. Ελλάδας-Λουξεμβούργου).
Σε ορισμένες, ωστόσο, Συμβάσεις προβλέπεται ότι το δικαίωμα φορολόγησης ανήκει αποκλειστικά στο Κράτος Πηγής (π.χ. Σ.Α.Δ.Φ. Ελλάδας-Φινλανδίας). Επίσης, η εν λόγω διάταξη διαφοροποιείται σε κάποιες Συμβάσεις και καλύπτει μόνο συντάξεις (π.χ. Σ.Α.Δ.Φ. Ελλάδας - Αυστρίας), ενώ σε άλλες καλύπτει μόνο χρηματικά ποσά (πληρωμές) (π.χ. Σ.Α.Δ.Φ. Ελλάδας- Δανίας).
Περαιτέρω, οι διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 19 του Προτύπου Σύμβασης του ΟΟΣΑ, αναφέρονται στη φορολογική μεταχείριση των συντάξεων που σχετίζονται με Κυβερνητικές υπηρεσίες. Σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου, συντάξεις και άλλες παρόμοιες αμοιβές που καταβάλλονται από ένα Κράτος ή από πολιτικές υποδιαιρέσεις ή από τοπικές αρχές αυτού (π.χ. ομόσπονδα κράτη, περιφέρειες, επαρχίες, δημοτικά διαμερίσματα, δήμοι κ.λ.π.) ή από ταμεία που συστάθηκαν από αυτά, σε ένα φυσικό πρόσωπο για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν προς το Κράτος αυτό ή τις πολιτικές υποδιαιρέσεις ή τις τοπικές αρχές αυτού, φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό (το Κράτος Πηγής). Εντούτοις, οι ως άνω συντάξεις και παρόμοιες αμοιβές φορολογούνται μόνο στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος (το Κράτος Κατοικίας), αν το φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και υπήκοος του Κράτους αυτού. Επισημαίνεται ότι, σε ορισμένες Συμβάσεις, όπως π.χ. στη Σύμβαση Ελλάδας-Γαλλίας, δικαίωμα φορολόγησης της σύνταξης έχουν και τα δυο Συμβαλλόμενα Κράτη. Ωστόσο, η σύνταξη φορολογείται μόνο στο Κράτος Κατοικίας, αν το φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και υπήκοος του Κράτους αυτού, χωρίς όμως να είναι υπήκοος του άλλου Κράτους. Για παράδειγμα, η σύνταξη που λαμβάνει κάτοικος και υπήκοος Ελλάδας από το Κράτος της Γαλλίας, θα φορολογηθεί μόνο στην Ελλάδα. Εάν, όμως, ο εν λόγω κάτοικος έχει και την γαλλική υπηκοότητα, η σύνταξή του θα φορολογηθεί και στα δυο Κράτη.
Ακολούθως, με τις διατάξεις της παρ.3 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι, οι διατάξεις του άρθρου 18 εφαρμόζονται σε συντάξεις και άλλες παρόμοιες αμοιβές για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε σχέση με επιχειρηματική δραστηριότητα που διεξάγεται από το Κράτος ή την πολιτική υποδιαίρεση ή την τοπική αρχή αυτού. Πρόκειται για τις περιπτώσεις που το Κράτος παρέχει υπηρεσίες μέσω Οργανισμών, όπως π.χ. οι Κρατικοί Σιδηρόδρομοι, τα Ταχυδρομεία, τα Κρατικά Θέατρα κ.λ.π., όταν η δραστηριότητά τους δεν εντάσσεται στον πυρήνα των κρατικών λειτουργιών, αλλά αποσκοπεί στην επίτευξη κέρδους.
III.    Εφαρμογή-Διαδικασίες
Από όσα εκτίθενται παραπάνω προκύπτει ότι, είναι απαραίτητο να ανατρέχουμε σε κάθε
περίπτωση στο αντίστοιχο άρθρο της εκάστοτε Σύμβασης και να εξετάζουμε με προσοχή τους
όρους που αναφέρονται σε αυτή.
Επιπλέον, απαραίτητη προϋπόθεση για να αποφανθούμε σε ποια κατηγορία θα εντάξουμε μία σύνταξη, προκειμένου να τύχει της ανάλογης φορολογικής μεταχείρισης, σύμφωνα με την αντίστοιχη διάταξη της Σύμβασης, είναι η προσκόμιση στοιχείων σχετικά με i) το φορέα που καταβάλλει τη σύνταξη, ii) τον τομέα (δημόσιο ή ιδιωτικό) που εργάσθηκε ο συνταξιούχος και iii) το είδος της καταβαλλόμενης σύνταξης.
Α. Στην περίπτωση που κάτοικος Ελλάδας λαμβάνει σύνταξη από πηγές ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και από τις διατάξεις της οικείας Σύμβασης αναγνωρίζεται δικαίωμα φορολόγησης της εν λόγω σύνταξης:   
Β. Στην περίπτωση που κάτοικος Συμβαλλόμενου Κράτους λαμβάνει σύνταξη από πηγές Ελλάδας και από τις διατάξεις της οικείας Σύμβασης αναγνωρίζεται δικαίωμα φορολόγησης της εν λόγω σύνταξης:
i)    μόνο στην Ελλάδα ή και στην Ελλάδα, τότε θα πρέπει να υποβάλει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. για κατοίκους εξωτερικού δήλωση φορολογίας εισοδήματος, όπου θα συμπεριλάβει το εν λόγω εισόδημα.
ii)    μόνο στο Κράτος Κατοικίας, τότε για να μην παρακρατείται φόρος εισοδήματος από τη σύνταξή
του στην Ελλάδα, θα πρέπει ο δικαιούχος να υποβάλει στην αρχή κάθε έτους στο συνταξιοδοτικό του φορέα την «Αίτηση για την Εφαρμογή της Σύμβασης Αποφυγής της Διπλής Φορολογίας», δεόντως συμπληρωμένη και υπογεγραμμένη. Στην εν λόγω αίτηση είναι ενσωματωμένο και το «Πιστοποιητικό Φορολογικής Κατοικίας», το οποίο θα πρέπει να συμπληρωθεί, υπογραφεί και σφραγισθεί από την αρμόδια φορολογική αρχή της Κατοικίας του δικαιούχου. Το εν λόγω Πιστοποιητικό ισχύει μόνο για το ημερολογιακό έτος κτήσης του εισοδήματος. Στην περίπτωση που δεν υποβληθεί η ως άνω Αίτηση, θα πρέπει να εφαρμοσθούν οι διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας μας (Κ.Φ.Ε. ν.2238/94). Προκειμένου να επιστραφεί ο φόρος στο δικαιούχο του εισοδήματος, αυτός οφείλει να υποβάλλει στην Υπηρεσία μας την «Ετήσια Αίτηση Επιστροφής Φόρου Εισοδήματος-Annual Claim to Refund of Income Tax», δεόντως συμπληρωμένη και υπογεγραμμένη. Στην εν λόγω αίτηση είναι ενσωματωμένο και το (Πιστοποιητικό Φορολογικής Κατοικίας), το οποίο θα πρέπει να συμπληρωθεί, υπογραφεί και σφραγισθεί από την αρμόδια φορολογική αρχή του Κράτους Κατοικίας του    »


Στην ανωτέρω ΠΟΛ. επισυνάπτεται πίνακας με τις ισχύουσες διατάξεις φορολόγησης ποσών από συντάξεις για την περίπτωση κάθε χώρας, βάσει της εν ισχύ Σύμβασης Αποφυγής Διπλής Φορολογίας της Ελλάδας με το κάθε κράτος. Εν προκειμένω, για τη Γερμανία αναφέρει:
«....2) Φορολογική μεταχείριση συντάξεων που προέρχονται από πηγές Ελλάδας και
καταβάλλονται σε κάτοικο (resident) Γερμανίας.
Αρθρο ΧΙΙ
παρ.1: Συντάξεις και περιοδικές παροχές, πλην των αναφερομένων στην παρ.2, που
καταβάλλονται σε κάτοικο Γερμανίας, φορολογούνται μόνο στη Γερμανία (π.χ. συντάξεις που καταβάλλονται από το ΙΚΑ, το ΤΣΜΕΔΕ, τον ΟΓΑ, το ΤΕΒΕ κ.λ.π.).
παρ.2: Συντάξεις και περιοδικές παροχές που καταβάλλονται από το Δημόσιο της Ελλάδας ή από οποιαδήποτε πολιτική υποδιαίρεσή της, φορολογούνται μόνο στην Ελλάδα.
Ειδικότερα, η εν λόγω διάταξη περιλαμβάνει οποιαδήποτε σύνταξη ή περιοδική παροχή που καταβάλλεται από Ταμεία που έχουν ιδρυθεί για να καταβάλλουν τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, όπως είναι το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.
παρ.4: Συντάξεις και περιοδικές παροχές που καταβάλλονται από Οργανισμούς της Ελλάδας (όπως οι αντίστοιχοι Οργανισμοί της Γερμανίας που αναφέρονται παραπάνω), λόγω προηγούμενης απασχόλησης σε αυτούς τους Οργανισμούς, φορολογούνται μόνο στην Ελλάδα. Ενδεικτικά αναφέρεται η Τράπεζα της Ελλάδος.
παρ.5: Συντάξεις, περιοδικές παροχές και άλλες επαναλαμβανόμενες ή μη αποζημιώσεις που καταβάλλονται από το Κράτος της Ελλάδας ή από Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου του Κράτους αυτού, ως αποζημίωση για τραυματισμό ή βλάβη που προξενήθηκε λόγω εχθροπραξιών ή πολιτικού διωγμού, φορολογούνται μόνο στην Ελλάδα.
Αρθρο ΙΙ
παρ.8: Ο όρος «σύνταξη» σημαίνει περιοδικές πληρωμές που πραγματοποιούνται για παρασχεθείσες υπηρεσίες ή ως αποζημίωση για προξενηθείσες βλάβες.
παρ.9: Ο όρος «περιοδική παροχή» σημαίνει καθορισμένο ποσό που καταβάλλεται περιοδικά κατά καθορισμένα χρονικά διαστήματα ισοβίως ή κατά τη διάρκεια καθορισμένου ή δυναμένου να εξακριβωθεί χρονικού διαστήματος.»



Επειδή, με το άρθρο 72 παρ. 25 του ν. 4172/2013 ορίζεται ότι από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού παύουν να ισχύουν οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Κ.Φ.Ε. (ν. 2238/1994).

Επειδή, με το άρθρο 19 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013) ορίζεται ότι: «Αν ο φορολογούμενος διαπιστώσει, ότι η φορολογική δήλωση που υπέβαλε στη Φορολογική Διοίκηση περιέχει λάθος ή παράλειψη, υποχρεούται να υποβάλει τροποποιητική φορολογική δήλωση».

Επειδή, με βάση τις παραπάνω διατάξεις, οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, όταν διαπιστωθεί από τον φορολογούμενο ότι περιέχουν λάθη ή παραλείψεις, πρέπει από 1/1/2014 και μετά να τροποποιούνται με την υποβολή τροποποιητικής φορολογικής δήλωσης (σχετ. η εγκ. ΠΟΛ 1174/2014 της Γ.Γ.Δ.Ε.) .

Επειδή, με τις διατάξεις της παρ. 43 του άρθρου 72 του ν. 4174/2013, όπως προστέθηκε με την υποπαρ. Δ2 περ. 21 άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014, ορίζεται ότι: «Εφόσον με την υποβολή τροποποιητικής φορολογικής δήλωσης ή με αυτοτελές αίτημα ή καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο, που αφορά φορολογικό έτος, διαχειριστική περίοδο ή φορολογική υπόθεση, μέχρι την έναρξη ισχύος του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, προβάλλεται αξίωση επιστροφής φόρου, για τα σχετικά με την παραγραφή, εφαρμόζονται τα ισχύοντα μέχρι τον χρόνο έναρξης ισχύος του Κώδικα».

Επειδή με την ΠΟΛ.1172/14-11-2017 εγκύκλιο-διαταγή, του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. με θέμα "Διευκρινίσεις σχετικά με την προθεσμία υποβολής τροποποιητικών δηλώσεων του άρθρου 19 του ν.4174/2013 (Κ.Φ.Δ.) και την έναρξη της προθεσμίας για την παραγραφή της αξίωσης επιστροφής φόρου σε περίπτωση υποβολής τροποποιητικής δήλωσης'', διευκρινίζονται τα ακόλουθα:
«1. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ., ν.4174/2013, Α' 170), αν ο φορολογούμενος διαπιστώσει ότι η φορολογική δήλωση που υπέβαλε στη Φορολογική Διοίκηση περιέχει λάθος ή παράλειψη, υποχρεούται να υποβάλει τροποποιητική φορολογική δήλωση (παρ.1). Αν ο φορολογούμενος υποβάλει τροποποιητική φορολογική δήλωση εντός της προθεσμίας υποβολής της αρχικής φορολογικής δήλωσης, τότε και η τροποποιητική φορολογική δήλωση επέχει θέση αρχικής δήλωσης και θεωρείται ότι και οι δύο, αρχική και τροποποιητική έχουν υποβληθεί εμπρόθεσμα (παρ.2). Τροποποιητική φορολογική δήλωση υποβάλλεται οποτεδήποτε μέχρι την έκδοση εντολής ελέγχου από τη Φορολογική Διοίκηση ή μέχρι την παραγραφή του δικαιώματος της Φορολογικής Διοίκησης για έλεγχο της αρχικής δήλωσης με όλες τις συνέπειες περί εκπρόθεσμης δήλωσης (παρ.3).
2.    Οι προθεσμίες παραγραφής της προηγούμενης παραγράφου ορίζονται στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του Κ.Φ.Δ., σύμφωνα με τις οποίες η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εντός πέντε (5) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης.
3.    Στις διατάξεις του άρθρου 72 του Κ.Φ.Δ. ορίζεται, μεταξύ άλλων, στη μεν παράγραφο 11 ότι διατάξεις περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να κοινοποιεί φύλλα ελέγχου και πράξεις προσδιορισμού φόρου, τελών, εισφορών, προστίμων, προϊσχύουσες του άρθρου 36 του ίδιου Κώδικα, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή για τις χρήσεις, τις περιόδους, τις υποθέσεις και τις φορολογικές υποχρεώσεις τις οποίες αφορούν, στη δε παράγραφο 43 ότι, εφόσον με την υποβολή τροποποιητικής φορολογικής δήλωσης ή με αυτοτελές αίτημα ή καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο, που αφορά φορολογικό έτος, διαχειριστική περίοδο ή φορολογική υπόθεση, μέχρι την έναρξη ισχύος του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, προβάλλεται αξίωση επιστροφής φόρου, για τα σχετικά με την παραγραφή, εφαρμόζονται τα ισχύοντα μέχρι τον χρόνο έναρξης ισχύος του Κώδικα.
4.    Στο άρθρο 61 παρ.4 του ν.2238/1994 (Α'151), ο οποίος ίσχυε για εισοδήματα που αποκτώνται και για δαπάνες που πραγματοποιούνται έως και 31-12-2013, ορίζονται τα εξής: «Η δήλωση αποτελεί δεσμευτικό τίτλο για το φορολογούμενο. Μπορεί όμως, για λόγους συγγνωστής πλάνης, να την ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει [...] Ανάκληση δήλωσης με σκοπό την ανατροπή οριστικής και αμετάκλητης φορολογικής εγγραφής είναι ανεπίτρεπτη». Εξάλλου, το άρθρο 84 του ίδιου Κώδικα ορίζει στην παράγραφο 1 ότι «Η κοινοποίηση φύλλου ελέγχου [...] δεν μπορεί να γίνει μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης. Το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή του φόρου παραγράφεται μετά την πάροδο της πενταετίας» και στην παρ.7, όπως αυτή ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με την παράγραφο 15 του άρθρου 8 του ν.3842/2010 (Α' 58), ότι «Αν υποβληθεί ανακλητική δήλωση ή δήλωση με επιφύλαξη, η αξίωση για την επιστροφή του φόρου παραγράφεται μετά τρία (3) έτη από την ημέρα της με οποιονδήποτε τρόπο αποδοχής της» και όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παράγραφο 15 του άρθρου 8 του ν.3842/2010 (Α' 58), ότι «Αν υποβληθεί ανακλητική δήλωση ή δήλωση με επιφύλαξη, η αξίωση για την επιστροφή του φόρου παραγράφεται μετά τρία (3) έτη από την ημέρα της με οποιονδήποτε τρόπο αποδοχής της [...]. Ως προς τα λοιπά θέματα της παραγραφής εφαρμόζονται οι διατάξεις του δημοσίου λογιστικού (ν.2362/1995), όπως εκάστοτε ισχύουν». Τέλος, κατά το άρθρο 90 παρ.2 το ν.2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού [...]» (Α' 247), «Η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή αχρεωστήτως ή παρά το νόμο καταβληθέντος σ' αυτό χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά τρία έτη από της καταβολής [...]». 5. Σύμφωνα με την, παγιωθείσα πλέον, νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 3458/2001 επταμ., 4075/ 2012, ΣτΕ 425/2017 επταμ., ΣτΕ 845/2017 -7/2017, ΣτΕ 1751/2017 επταμ.), από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του Κ.Φ.Ε., η αξίωση του φορολογουμένου για επιστροφή φόρου εισοδήματος που έχει καταβάλλει βάσει δήλωσής του, προϋποθέτει την αντίστοιχη ανάκληση της δήλωσης. Η ανάκληση αυτή μπορεί να γίνει είτε εντός του οικονομικού έτους κατά το οποίο υποβλήθηκε η δήλωση είτε και μεταγενεστέρως μέχρις όμως του χρόνου εντός του οποίου ήταν δυνατή η βεβαίωση του φόρου από τη φορολογική αρχή, δηλαδή εντός του πενταετούς χρόνου παραγραφής της σχετικής φορολογικής αξίωσης του Δημοσίου, εκτός εάν οριστικοποιηθεί στο μεταξύ η φορολογική εγγραφή. Μόνον δε από την τυχόν αποδοχή της υποβληθείσης εντός της ως άνω πενταετίας ανάκλησης, είτε με πράξη της φορολογικής αρχής είτε με απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, κατόπιν προσφυγής του φορολογουμένου κατά της ρητής, ή σιωπηρής απορρίψεως της δηλώσεως ανακλήσεως, καθίσταται αχρεώστητος ο φόρος που καταβλήθηκε με βάση την δήλωση και αρχίζει η προβλεπόμενη από το άρθρο 84 παρ. 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος τριετής παραγραφή της αξίωσης επιστροφής του. Συνεπώς, σύμφωνα με τις ίδιες αποφάσεις του ΣτΕ, η προμνημονευθείσα διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 90 του ν.2362/1995, η οποία προϋποθέτει το αχρεώστητο της καταβολής χρηματικού ποσού στο Δημόσιο, δεν έχει πεδίο εφαρμογής ως προς το εντελώς διάφορο ζήτημα του χρόνου εντός του οποίου μπορεί να υποβληθεί ανάκληση δήλωσης φόρου εισοδήματος, από την αποδοχή της οποίας και μόνον καθίσταται αχρεώστητος ο φόρος, διότι το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Κ.Φ.Ε.
Επομένως, κατά τα γενόμενα δεκτά από το ΣτΕ, είναι διάφορο το ζήτημα της πενταετούς παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για τον καταλογισμό του φόρου, εντός της οποίας είναι δυνατή η υποβολή ανακλητικής δήλωσης, από το ζήτημα της τριετούς παραγραφής της αξίωσης για την επιστροφή του φόρου, η οποία προϋποθέτει την υποβολή ανακλητικής δήλωσης και αρχίζει από την αποδοχή της ανακλητικής δήλωσης.
6.    Οδηγίες για την υποβολή εκπρόθεσμων ανακλητικών (τροποποιητικών) δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος οικονομικών ετών 2013 και προηγούμενων δόθηκαν με την ΠΟΛ.1174/14.07.2014 εγκύκλιό μας. Ειδικότερα, διευκρινίστηκε ότι, ενόψει του άρθρου 72 παρ.25 του ν.4172/2013 (Α' 167), οι διατάξεις του άρθρου 61 του ν.2238/1994 περί ανακλητικών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος δεν εφαρμόζονται από την έναρξη της ισχύος του Κ.Φ.Δ. (1-1-2014) και ότι οι εκπρόθεσμες τροποποιητικές δηλώσεις παρελθόντων ετών (οικονομικών ετών 2013 και προηγούμενα) υποβάλλονται μέσα στην προθεσμία των διατάξεων του άρθρου 19 του Κ.Φ.Δ.
7.    Άλλωστε, με την ΠΟΛ.1114/22.07.2016, με την οποία έγινε αποδεκτή η υπ' αριθμ. 14/2016 γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ., κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η τροποποιητική δήλωση του άρθρου 19 του ν.4174/2013 (Κ.Φ.Δ.) περιλαμβάνει τόσο τη συμπληρωματική όσο και την ανακλητική δήλωση των άρθρων 62 παρ.1 και 61 παρ.4 του ν.2238/1994 και ότι η προθεσμία για την υποβολή της τροποποιητικής δήλωσης του άρθρου 19 του ν.4174/2013 εφαρμόζεται μόνο όταν αυτή λειτουργεί ως ανακλητική.
8.    Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, για τις τροποποιητικές δηλώσεις φόρου εισοδήματος που υποβάλλονται από 1-1-2014 και μετά, ανεξάρτητα εάν αφορούν χρήσεις πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του Κ.Φ.Δ., ισχύουν τα αναφερόμενα στην παράγραφο 3 της ΠΟΛ.1174/14-7-2014 εγκυκλίου μας ως προς την προθεσμία υποβολής αυτών, ήτοι πέντε έτη από τη λήξη του έτους εντός το οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής (αρχικής) δήλωσης. Από την με οποιονδήποτε τρόπο αποδοχή της ως άνω τροποποιητικής δήλωσης άρχεται η προβλεπόμενη προθεσμία παραγραφής της αξίωσης επιστροφής φόρου, η οποία, για εισοδήματα των χρήσεων μέχρι 31-12-2013, είναι τριετής (παρ. 7 άρθρου 84 ν. 2238/1994).9.    Από την έκδοση της παρούσας παύουν να ισχύουν τυχόν αντίθετες οδηγίες που έχουν δοθεί με προηγούμενες διαταγές και έγγραφα της Φορολογικής Διοίκησης (ενδεικτικά ΠΟΛ.1147/29-09-2016, ΠΟΛ.1161/01-11-2016, ΠΟΛ.1190/15-12-2016 και με αριθμ. πρωτ. ΔΕΑΦ Α 1053834 ΕΞ 2017/5.4.2017 διευκρινιστικό έγγραφο σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση αποδοχών δικαστικών λειτουργών και λειτουργών του Ν.Σ.Κ. και την εκκαθάριση των τροποποιητικών φορολογικών τους δηλώσεων, καθώς και το με αριθμ.πρωτ. Δ12Α 1000840 ΕΞ 2014/30.12.2014 διευκρινιστικό έγγραφο σχετικά με την εφαρμογή της ΠΟΛ.1234/27-10-2014), ως προς τα φορολογικά έτη για τα οποία δύνανται να υποβληθούν εκπρόθεσμες τροποποιητικές δηλώσεις, επισημαίνοντας ότι εκπρόθεσμες τροποποιητικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος υποβάλλονται μέσα σε πέντε έτη από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής (αρχικής) δήλωσης και η τριετής προθεσμία παραγραφής της αξίωσης επιστροφής του φόρου αρχίζει από την με οποιονδήποτε τρόπο αποδοχή τους.»


Επειδή, εν προκειμένω, ο προσφεύγων υπέβαλε την από 9.5.18 και με αρ. πρωτ..... υπό κρίση τροποποιητική δήλωση φορολογίας εισοδήματος του προσφεύγοντος οικ. έτους 2014, η οποία εκκαθαρίστηκε από τη Δ.Ο.Υ Κατοίκων Εξωτερικού και εκδόθηκε η με αριθμό ..... ειδοποίησης..... /14.5.18 πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος οικ. έτους 2014, ήτοι εκδόθηκε νέα πράξη, η οποία και προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή (όπως επίσης άλλωστε υποβλήθηκε και η αρ..... /2018 τροποποιητική δήλωση φορολογίας εισοδήματος του προσφεύγοντος φορ. έτους 2014, η οποία έγινε αποδεκτή και εκκαθαρίστηκε από τη Δ.Ο.Υ Κατοίκων Εξωτερικού, εκδόθηκε η με αριθμό ειδοποίησης...../14.5.18 πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φορ. έτους 2014 και επιστράφηκε ο φόρος).

Επειδή, σύμφωνα με τις ανωτέρω ισχύουσες διατάξεις, καθώς και με τη με αρ. 1905/30.3.18 απόφαση της Υπηρεσίας που είχε εκδοθεί επί της με αρ ...... /4.12.17 ενδικοφανούς προσφυγής του προσφεύγοντος το ποσό από σύνταξη του προσφεύγοντος από το ΤΣΜΕΔΕ, δεν φορολογείται στην Ελλάδα και φορολογείται μόνο στη Γερμανία.

Επειδή, σύμφωνα με τα ανωτέρω, για τις τροποποιητικές δηλώσεις φόρου εισοδήματος που υποβάλλονται από 1-1-2014 και μετά, ανεξάρτητα εάν αφορούν χρήσεις πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του Κ.Φ.Δ., ισχύουν τα αναφερόμενα στο άρθρο 19 του ΚΦΔ και στην παράγραφο 3 της ΠΟΛ.1174/14.7.2014 εγκυκλίου ως προς την προθεσμία υποβολής αυτών, ήτοι πέντε έτη από τη λήξη του έτους εντός το οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής (αρχικής) δήλωσης. Από την με οποιονδήποτε τρόπο αποδοχή της ως άνω τροποποιητικής δήλωσης άρχεται η προβλεπόμενη προθεσμία παραγραφής της αξίωσης επιστροφής φόρου, η οποία, για εισοδήματα των χρήσεων μέχρι 31-12-2013, είναι τριετής (παρ. 7 άρθρου 84 ν. 2238/1994).

Επειδή, η με αριθμό ειδοποίησης..... και με ημερομηνία έκδοσης 14.5.18 προσβαλλόμενη πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος οικ. έτους 2014 της ΑΑΔΕ εκδόθηκε βάσει της με αρ. πρωτ.....τροποποιητικής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος οικ. έτους 2014 που υποβλήθηκε στις 9.5.17, ήτοι εντός της πενταετούς προθεσμίας από τις 31.12.14, και έγινε σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδεκτή, και συνεπώς η τριετής προβλεπόμενη προθεσμία παραγραφής της αξίωσης επιστροφής φόρου άρχεται από την αποδοχή αυτής.
Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι η αξίωσή του για επιστροφή του παρακρατηθέντος φόρου σε ποσά από σύνταξη ΤΣΜΕΔΕ οικ. έτους 2014 δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή πρέπει να γίνει δεκτός, και το αίτημα του προσφεύγοντος περί επιστροφής του εν λόγω ποσού φόρου πρέπει να γίνει αποδεκτό.

Αποφασίζουμε

Την αποδοχή της με ημερομηνία κατάθεσης 10.7.18 και αριθμό πρωτοκόλλου .....ενδικοφανούς προσφυγής του..... , ΑΦΜ ....., και την επιστροφή από τον
Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. του ποσού φόρου εισοδήματος που του είχε παρακρατηθεί στα ποσά από σύνταξη ΤΣΜΕΔΕ οικ. έτους 2014 σύμφωνα με τα ανωτέρω.


Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση στον υπόχρεο.
Ακριβές Αντίγραφο    ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ
ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΟΥ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ Α1
Ο/Η Υπάλληλος του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης
Γ. Σταυρίδης
Σ η μ ε ί ω σ η : Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.

154/1/28.1.2019 Υιοθέτηση των κατευθυντήριων γραμμών της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EAT) για την ενιαία δημοσιοποίηση στοιχείων δυνάμει του άρθρου 473α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τις μεταβατικές ρυθμίσεις για τον μετριασμό των επιπτώσεων της εισαγωγής του Δ.Π.Χ.Α. 9 στα ίδια κεφάλαια (EBA/GL/2018/01)

$
0
0

Αριθμ. 154/1/28.1.2019

(ΦΕΚ Β' 303/07.02.2019)

Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Aφού έλαβε υπόψη:

α) τα άρθρα 2 και 55Α του καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Α’ 298/1927),

β) τις διατάξεις του ν. 4261/2014 «Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 107), όπως ισχύει, και ιδίως τα άρθρα 4 και 99 αυτού,

γ) τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176/1 27.6.2013), όπως έχει τροποποιηθεί ιδίως με τον κανονισμό (ΕΕ) 2395/2017 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση του Κανονισμού 575/2013 όσον αφορά το μεταβατικό καθεστώς για τον μετριασμό των επιπτώσεων από την εισαγωγή του ΔΧΠΑ 9 στα ίδια κεφάλαια και για τις επιπτώσεις της αντιμετώπισης μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων ορισμένων ανοιγμάτων του δημοσίου τομέα εκπεφρασμένων στο εθνικό νόμισμα οποιουδήποτε κράτους μέλους και ισχύει, και ιδίως τα άρθρα 6, 10, 13, 433, 473α, 493 και το όγδοο μέρος αυτού,
δ) τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην ΕΚΤ σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287/63 29.10.2013), και ιδίως τα άρθρα 4 παράγραφος 1 και 6 αυτού,

ε) τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010) και ιδίως τα άρθρα 4 και 16 αυτού,

στ) τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ L 243/1 11.9.2002),

ζ) τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/2067 της Επιτροπής, της 22ας Νοεμβρίου 2016, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΕΕ L 323/1 29.11.2016),

η) την πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής (ΠΕΕ) της Τράπεζας της Ελλάδος 110/31.01.2017 «Ουσιώδης, αποκλειστικός και εμπιστευτικός χαρακτήρας των πληροφοριών και συχνότητα δημοσιοποίησης βάσει του άρθρου 432 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 433 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013»,

θ) τις κατευθυντήριες γραμμές της EAT της 16ης Ιανουαρίου 2018, για την ενιαία δημοσιοποίηση στοιχείων δυνάμει του άρθρου 473α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τις μεταβατικές ρυθμίσεις για τον μετριασμό των επιπτώσεων της εισαγωγής του Δ.Π.Χ.Α. 9 στα ίδια κεφάλαια (EBA/GL/2018/01),

ι) το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκύπτει δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζει:

Να υιοθετήσει τις κατευθυντήριες γραμμές της EAT (EBA/GL/2018/01) σχετικά με την ενιαία δημοσιοποίηση στοιχείων δυνάμει του άρθρου 473α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (εφεξής «ο κανονισμός») όσον αφορά τις μεταβατικές ρυθμίσεις για τον μετριασμό των επιπτώσεων της εισαγωγής του Δ.Π.Χ.Α. 9 στα ίδια κεφάλαια.

Στην παρούσα πράξη προσδιορίζεται ο ενιαίος μορφότυπος δημοσιοποίησης στοιχείων (Υπόδειγμα 1 του Παραρτήματος), σύμφωνα με τον οποίο θα πρέπει να πραγματοποιούνται οι δημοσιοποιήσεις που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 473α του Κανονισμού.

Α. Πεδίο εφαρμογής

1. Οι διατάξεις της παρούσας πράξης εφαρμόζονται:

α) από τα πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται στην άμεση εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος (εφεξής ΤτΕ), καθώς και

β) από τα υποκαταστήματα στην Ελλάδα των πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε χώρα εκτός του Ε.Ο.Χ., τα οποία εμπίπτουν στην παράγραφο 1 του άρθρου 473α του Κανονισμού και τα οποία, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 9 του ίδιου άρθρου, επιλέγουν να εφαρμόσουν το άρθρο 473α του Κανονισμού και υπόκεινται στο σύνολο ή σε μέρος των απαιτήσεων δημοσιοποίησης στοιχείων που προσδιορίζονται στο όγδοο μέρος του Κανονισμού, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου που καθορίζεται στην παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου.

2. Τα πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 473α και τα οποία υπόκεινται μεν στο σύνολο ή σε μέρος των απαιτήσεων δημοσιοποίησης πληροφοριών που προσδιορίζονται στο όγδοο μέρος του Κανονισμού αλλά, δυνάμει του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 9 του άρθρου 473α, επιλέγουν να μην εφαρμόσουν τις μεταβατικές ρυθμίσεις που προσδιορίζονται στο ανωτέρω άρθρο, δημοσιοποιούν επεξηγηματικά σχόλια με τα οποία διευκρινίζουν ότι δεν εφαρμόζουν τις μεταβατικές ρυθμίσεις του Δ.Π.Χ.Α. 9 ή ανάλογων αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών, εξηγούν τυχόν μεταβολές της εν λόγω απόφασης με την πάροδο του χρόνου, καθώς και ότι στα ίδια κεφάλαια τους και στους δείκτες κεφαλαίου και μόχλευσης αντικατοπτρίζεται ήδη η πλήρης επίπτωση του Δ.Π.Χ.Α. 9 ή ανάλογων αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών.

Β. Ορισμοί

Εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά, οι όροι που χρησιμοποιούνται και ορίζονται στον κανονισμό έχουν την ίδια έννοια και στην παρούσα πράξη.
Ως «ανάλογες αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες» νοούνται τα μοντέλα αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών που είναι ίδια με εκείνα που χρησιμοποιούνται σε λογιστικά πρότυπα, τα οποία υιοθετούνται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002.

Γ. Σκοπός

Το Υπόδειγμα 1 αποσκοπεί στην παρουσίαση σύγκρισης των ιδίων κεφαλαίων, του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, του κεφαλαίου της κατηγορίας 1, των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού, του δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, του δείκτη κεφαλαίου της κατηγορίας 1, του συνολικού δείκτη κεφαλαίου και του δείκτη μόχλευσης των πιστωτικών ιδρυμάτων με και χωρίς την εφαρμογή των μεταβατικών ρυθμίσεων του Δ.Π.Χ.Α. 9 ή ανάλογων αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών. Για την συμπλήρωση του υποδείγματος 1 λαμβάνονται υπόψη μόνο οι μεταβατικές ρυθμίσεις που απορρέουν από την εφαρμογή του Δ.Π.Χ.Α. 9 και ανάλογων αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών.

Δ. Περιεχόμενο

Το Υπόδειγμα 1 περιλαμβάνει εποπτικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, δείκτες κεφαλαίου βάσει κινδύνου και δείκτη μόχλευσης σε σύγκριση με τα ίδια στοιχεία που θα υπολογίζονταν εάν δεν υπόκειντο στις μεταβατικές ρυθμίσεις του Δ.Π.Χ.Α. 9 ή ανάλογων αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών. Τα πιστωτικά ιδρύματα δημοσιοποιούν την αξία κάθε μέτρησης στο τέλος της περιόδου αναφοράς.

Ε. Μορφότυπος

Η χρήση σταθερού μορφότυπου για το ποσοτικό Υπόδειγμα 1 είναι υποχρεωτική για τα πιστωτικά ιδρύματα που εφαρμόζουν τις μεταβατικές ρυθμίσεις του Δ.Π.Χ.Α.

9. Για τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν εφαρμόζουν τις μεταβατικές ρυθμίσεις, προβλέπεται ευέλικτος μορφότυπος για τα επεξηγηματικά σχόλια.

ΣΤ. Συχνότητα

Τα πιστωτικά ιδρύματα δημοσιοποιούν τις εν λόγω πληροφορίες σε ετήσια βάση και αξιολογούν την ανάγκη συχνότερων δημοσιοποιήσεων στα πλαίσια των παραγράφων 3, 4 και 5 του κεφαλαίου ΣΤ΄ της ΠΕΕ 110/31.01.2017 για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με τα ίδια κεφάλαια, τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού και τον δείκτη μόχλευσης αντίστοιχα.

Ζ. Συνοδευτικό κείμενο

Τα πιστωτικά ιδρύματα που εφαρμόζουν τις μεταβατικές ρυθμίσεις παρέχουν ένα συνοδευτικό κείμενο του ποσοτικού Υποδείγματος 1 στο οποίο επεξηγούνται τα βασικά στοιχεία των μεταβατικών ρυθμίσεων που εφαρμόζουν. Δυνάμει του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 9 του άρθρου 473α του Κανονισμού, τα πιστωτικά ιδρύματα παραθέτουν, ειδικότερα, εξηγήσεις για όλες τις επιλογές τους όσον αφορά τις ευχέρειες που περιλαμβάνονται στην ίδια παράγραφο, μεταξύ των οποίων για το αν εφαρμόζουν ή όχι την παράγραφο 4 του άρθρου 473α, καθώς και σχετικά με τυχόν αλλαγές στην εφαρμογή των εν λόγω ευχερειών. Τα πιστωτικά ιδρύματα παραθέτουν επίσης εξηγήσεις όσον αφορά τις μεταβολές των εποπτικών δεικτών μέτρησης που περιλαμβάνονται στο Υπόδειγμα 1 λόγω της εφαρμογής των μεταβατικών ρυθμίσεων του Δ.Π.Χ.Α. 9 ή ανάλογων αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών, όταν οι μεταβολές αυτές είναι ουσιαστικής σημασίας.

Η. Λοιπές Διατάξεις

1. Η πρώτη δημοσιοποίηση δυνάμει της παρούσας διενεργείται εντός του έτους 2019 για τα στοιχεία της περιόδου από 01η Ιανουαρίου 2018 έως την 31η Δεκεμβρίου 2018.

2. Το παράρτημα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας.

3. Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της ΤτΕ να παρέχει οδηγίες και διευκρινίσεις για την εφαρμογή της παρούσας.

Η πράξη αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να αναρτηθεί στον ιστότοπο της ΤτΕ.

Ο Διοικητής
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ


ΑΠ 1081/2018 Δήλωση εργαζομένου ότι δεν διατηρεί άλλες αξιώσεις δεν υποδηλώνει αποδοχή της πρότασης του εργοδότη για την καταβολή μικρότερης της συμφωνηθείσας αποζημίωσης - Οικειοθελής αποχώρηση εργαζομένου ή συναινετική καταγγελία με μειωμένη αποζημίωση - Πότε χρειάζεται τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας

$
0
0

Περίληψη


Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 287, 185, 189, 192, 193, 195 και 164 του ΑΚ συνάγεται ότι επί καταρτισθείσας σύμβασης, με την οποία ο ένας των συμβαλλομένων υπόσχεται στον άλλον ορισμένη παροχή (ενταύθα χρηματική), όπως συμβαίνει στην περίπτωση κατάρτισης μεταξύ του εργοδότη και του μισθωτού συμφωνίας οικειοθελούς αποχώρησης του τελευταίου ή συναινετικής "καταγγελίας" από τον εργοδότη της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του μισθωτού με την παροχή στον τελευταίο οικονομικών προς τούτο κινήτρων από τον εργοδότη, η μείωση του ύψους της οφειλομένης κατά τη σύμβαση από τον εργοδότη προς τον μισθωτό οικονομικής παροχής προϋποθέτει κατάρτιση τροποποιητικής προς τούτο συμφωνίας μεταξύ των μερών, η οποία, όπως κάθε σύμβαση, συντελείται με την αποδοχή από το μισθωτό της περί τούτου πρότασης του εργοδότη.
Η αποδοχή της πρότασης μπορεί να γίνει είτε ρητά, δηλαδή με την περί τούτου σαφή και μη καταλείπουσα αμφιβολία περί της σημασίας της δήλωση βούλησης του λήπτη της πρότασης μισθωτού, είτε σιωπηρά, εφόσον από τη συμπεριφορά του λήπτη της πρότασης μισθωτού σε συνδυασμό προς τα αντικειμενικά δεδομένα και τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες εκδηλώνεται η συμπεριφορά αυτή, προκύπτει σαφώς και ανενδοιάστως η περί τούτου δικαιοπρακτική βούληση του μισθωτού.
Μόνη η σιωπή του λήπτη της πρότασης δεν αρκεί για την κατάφαση της κατά τα άνω αποδοχής.

Επίσης η δήλωση του μισθωτού κατά την αποχώρηση από την εργασία του προς τον εργοδότη του ότι εισέπραξε τη συμφωνηθείσα μεγαλύτερη της νομίμου αποζημίωση απόλυσης και ότι δεν διατηρεί άλλες αξιώσεις κατ’ αυτού, ως αφορώσα εργατική απαίτηση, ακόμη και εάν έγινε χωρίς επιφύλαξη, πολύ δε περισσότερο εάν ο μισθωτός επιφυλάχθηκε περαιτέρω αξιώσεων του, δεν υποδηλώνει αποδοχή της πρότασης του εργοδότη για την καταβολή μικρότερης της συμφωνηθείσας αποζημίωσης εξ αιτίας της αποχώρησης του μισθωτού, κατά τροποποίηση της αρχικής περί τούτου συμφωνίας
(σχετ. ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1418/2008, ΑΠ 1402/2006, ΑΠ 1089/2006, ΑΠ 811/2006, ΑΠ 232/2005 επί του συναφούς ζητήματος της παραίτησης του μισθωτού από εργατικές αξιώσεις του που υπερβαίνουν τα νόμιμα όρια της εργατικής νομοθεσίας).

Συνακόλουθα εάν δεν καταρτισθεί προς τούτο τροποποιητική της αρχικής σύμβαση, μεταβάλλουσα τους όρους της τελευταίας, ισχύουν, όπως είναι εύλογο, οι όροι της αρχικής συμφωνίας.
Περαιτέρω οι διατάξεις των άρθρων 195 και 196 του ΑΚ που αφορούν την τύχη της σύμβασης, αναφέρονται η μεν πρώτη στις περιπτώσεις της φανεράς ασυμφωνίας, εκφράζουσα τον κανόνα ότι για την κατάρτιση σύμβασης απαιτείται η πρόταση και η αποδοχή να καλύπτονται αμοιβαίως, δηλαδή να υπάρχει συμφωνία των μερών ως προς όλα τα σημεία της συμφωνίας, ουσιώδη και επουσιώδη, επί των οποίων κατά την επίγνωση των μερών έπρεπε να υπάρχει συμφωνία, άλλως η σύμβαση εν αμφιβολία δεν είναι καταρτισμένη, η δε δεύτερη στις περιπτώσεις λανθάνουσας ασυμφωνίας, όπου, ενώ υπάρχει ασυμφωνία ως προς κάποιον επουσιώδη όρο, τα μέρη ή το ένα εξ αυτών διατηρούν την εντύπωση ότι έχει καταρτισθεί συμφωνία, οπότε ισχύει το συμφωνηθέν, υπό την προϋπόθεση ότι συνάγεται από τις περιστάσεις ότι η σύμβαση θα καταρτιζόταν και χωρίς τα μέρη να συμφωνήσουν επί του μη συμφωνηθέντος ως άνω επουσιώδους όρου.
Εάν αντιθέτως στην τελευταία περίπτωση υπάρχει ασυμφωνία ως προς κάποιο ουσιώδη όρο, η σύμβαση δεν έχει καταρτισθεί (ΑΠ 1042/1982). Επομένως οι διατάξεις αυτές δεν ευρίσκουν έδαφος εφαρμογής, εάν δεν υφίσταται αμφιβολία ότι η σύμβαση, αρχική ή τροποποιητική αυτής, έχει καταρτισθεί και μάλιστα ανεξαρτήτως εάν έχει κενά ή αμφίβολα σημεία, που καλύπτονται δια της ερμηνείας αυτής κατά τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ ή, αντιστρόφως, ότι αυτή δεν έχει καταρτισθεί, λόγω ασυμφωνίας των μερών, κατά την περί τούτου δικαιοπρακτική τους βούληση (ΑΠ 1340/1977).

Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 343 εδ. α και 345 του ΑΚ σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 361, 287 και 330 του ΑΚ προκύπτει ότι εάν ο εργοδότης (οφειλέτης), παρά την συμφωνία, καταβάλει από υπαιτιότητά του [και στο πλαίσιο σχετικής μονομερούς απόφασης του οργάνου του επί νομικών προσώπων] μέρος μόνο της οφειλομένης χρηματικής παροχής στον μισθωτό (δανειστή) κατά την αποχώρηση του τελευταίου από την εργασία του ή την συναινετική καταγγελία αυτής, ο δικαιούχος μισθωτός μπορεί να αξιώσει το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας και οφειλομένης εισέτι σε αυτόν χρηματικής παροχής, με τους νόμιμους τόκους από την υπερημερία του εργοδότη και επί πλέον κάθε θετική ζημία που αυτός υπέστη από την καθυστέρηση.


'Αρειος πάγος 1081/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Β2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα - Εισηγητή, Λουκά Μόρφη και Γεώργιο Δημάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 13 Μαρτίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ..."" που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο - Σέργιο Σακαλή, που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Γ. Ν. του Δ., κατοίκου ..., και 2)Ι. Π. του Ν., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Βραχιώτη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/6/2011 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1632/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 2411/2016 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 16/1/2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 16.1.2017 και με αριθ. κατάθ. .../19.1.2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 2411/25.10.2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατόπιν άσκησης της από 2.6.2014 και με αριθ. κατάθ. .../2014 έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας κατά της εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με αριθ. 1632/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσία η ανωτέρω έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της προαναφερθείσας οριστικής απόφασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από 27.6.2011 και με αριθ. κατάθ. .../27.6.2011 αγωγή των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 287, 185, 189, 192, 193, 195 και 164 του ΑΚ συνάγεται ότι επί καταρτισθείσας σύμβασης, με την οποία ο ένας των συμβαλλομένων υπόσχεται στον άλλον ορισμένη παροχή (ενταύθα χρηματική), όπως συμβαίνει στην περίπτωση κατάρτισης μεταξύ του εργοδότη και του μισθωτού συμφωνίας οικειοθελούς αποχώρησης του τελευταίου ή συναινετικής "καταγγελίας" από τον εργοδότη της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του μισθωτού με την παροχή στον τελευταίο οικονομικών προς τούτο κινήτρων από τον εργοδότη, η μείωση του ύψους της οφειλομένης κατά τη σύμβαση από τον εργοδότη προς τον μισθωτό οικονομικής παροχής προϋποθέτει κατάρτιση τροποποιητικής προς τούτο συμφωνίας μεταξύ των μερών, η οποία, όπως κάθε σύμβαση, συντελείται με την αποδοχή από το μισθωτό της περί τούτου πρότασης του εργοδότη. Η αποδοχή της πρότασης μπορεί να γίνει είτε ρητά, δηλαδή με την περί τούτου σαφή και μη καταλείπουσα αμφιβολία περί της σημασίας της δήλωση βούλησης του λήπτη της πρότασης μισθωτού, είτε σιωπηρά, εφόσον από τη συμπεριφορά του λήπτη της πρότασης μισθωτού σε συνδυασμό προς τα αντικειμενικά δεδομένα και τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες εκδηλώνεται η συμπεριφορά αυτή, προκύπτει σαφώς και ανενδοιάστως η περί τούτου δικαιοπρακτική βούληση του μισθωτού. Μόνη η σιωπή του λήπτη της πρότασης δεν αρκεί για την κατάφαση της κατά τα άνω αποδοχής. Επίσης η δήλωση του μισθωτού κατά την αποχώρηση από την εργασία του προς τον εργοδότη του ότι εισέπραξε τη συμφωνηθείσα μεγαλύτερη της νομίμου αποζημίωση απόλυσης και ότι δεν διατηρεί άλλες αξιώσεις κατ’ αυτού, ως αφορώσα εργατική απαίτηση, ακόμη και εάν έγινε χωρίς επιφύλαξη, πολύ δε περισσότερο εάν ο μισθωτός επιφυλάχθηκε περαιτέρω αξιώσεων του, δεν υποδηλώνει αποδοχή της πρότασης του εργοδότη για την καταβολή μικρότερης της συμφωνηθείσας αποζημίωσης εξ αιτίας της αποχώρησης του μισθωτού, κατά τροποποίηση της αρχικής περί τούτου συμφωνίας (σχετ. ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1418/2008, ΑΠ 1402/2006, ΑΠ 1089/2006, ΑΠ 811/2006, ΑΠ 232/2005 επί του συναφούς ζητήματος της παραίτησης του μισθωτού από εργατικές αξιώσεις του που υπερβαίνουν τα νόμιμα όρια της εργατικής νομοθεσίας). Συνακόλουθα εάν δεν καταρτισθεί προς τούτο τροποποιητική της αρχικής σύμβαση, μεταβάλλουσα τους όρους της τελευταίας, ισχύουν, όπως είναι εύλογο, οι όροι της αρχικής συμφωνίας. Περαιτέρω οι διατάξεις των άρθρων 195 και 196 του ΑΚ που αφορούν την τύχη της σύμβασης, αναφέρονται η μεν πρώτη στις περιπτώσεις της φανεράς ασυμφωνίας, εκφράζουσα τον κανόνα ότι για την κατάρτιση σύμβασης απαιτείται η πρόταση και η αποδοχή να καλύπτονται αμοιβαίως, δηλαδή να υπάρχει συμφωνία των μερών ως προς όλα τα σημεία της συμφωνίας, ουσιώδη και επουσιώδη, επί των οποίων κατά την επίγνωση των μερών έπρεπε να υπάρχει συμφωνία, άλλως η σύμβαση εν αμφιβολία δεν είναι καταρτισμένη, η δε δεύτερη στις περιπτώσεις λανθάνουσας ασυμφωνίας, όπου, ενώ υπάρχει ασυμφωνία ως προς κάποιον επουσιώδη όρο, τα μέρη ή το ένα εξ αυτών διατηρούν την εντύπωση ότι έχει καταρτισθεί συμφωνία, οπότε ισχύει το συμφωνηθέν, υπό την προϋπόθεση ότι συνάγεται από τις περιστάσεις ότι η σύμβαση θα καταρτιζόταν και χωρίς τα μέρη να συμφωνήσουν επί του μη συμφωνηθέντος ως άνω επουσιώδους όρου. Εάν αντιθέτως στην τελευταία περίπτωση υπάρχει ασυμφωνία ως προς κάποιο ουσιώδη όρο, η σύμβαση δεν έχει καταρτισθεί (ΑΠ 1042/1982). Επομένως οι διατάξεις αυτές δεν ευρίσκουν έδαφος εφαρμογής, εάν δεν υφίσταται αμφιβολία ότι η σύμβαση, αρχική ή τροποποιητική αυτής, έχει καταρτισθεί και μάλιστα ανεξαρτήτως εάν έχει κενά ή αμφίβολα σημεία, που καλύπτονται δια της ερμηνείας αυτής κατά τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ ή, αντιστρόφως, ότι αυτή δεν έχει καταρτισθεί, λόγω ασυμφωνίας των μερών, κατά την περί τούτου δικαιοπρακτική τους βούληση (ΑΠ 1340/1977). Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 343 εδ. α και 345 του ΑΚ σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 361, 287 και 330 του ΑΚ προκύπτει ότι εάν ο εργοδότης (οφειλέτης), παρά την συμφωνία, καταβάλει από υπαιτιότητά του [και στο πλαίσιο σχετικής μονομερούς απόφασης του οργάνου του επί νομικών προσώπων] μέρος μόνο της οφειλομένης χρηματικής παροχής στον μισθωτό (δανειστή) κατά την αποχώρηση του τελευταίου από την εργασία του ή την συναινετική καταγγελία αυτής, ο δικαιούχος μισθωτός μπορεί να αξιώσει το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας και οφειλομένης εισέτι σε αυτόν χρηματικής παροχής, με τους νόμιμους τόκους από την υπερημερία του εργοδότη και επί πλέον κάθε θετική ζημία που αυτός υπέστη από την καθυστέρηση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006).

Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Περαιτέρω λόγος αναίρεσης που ερείδεται σε εσφαλμένη (ή αναληθή) προϋπόθεση, περίπτωση η οποία συντρέχει όταν με αυτόν υποστηρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά περιστατικά, ενώ από τον έλεγχο αυτής στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 561 παρ.2 του ΚΠολΔ προκύπτει το αντίθετο, απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις ή οσάκις υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικού λόγου πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
Με την προσβαλλομένη απόφαση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με αναφορά στα επί μέρους αποδεικτικά μέσα δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα: "Οι ενάγοντες [και ήδη αναιρεσίβλητοι] προσλήφθηκαν από την εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία [και ήδη αναιρεσείουσα] ο 1ος τον Μάιο του 1985 και ο 2ος το έτος 1979 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και εξελίχθηκαν βαθμολογικώς, μετά από διαδοχικές προαγωγές τους, ο μεν πρώτος στο βαθμό του Συντονιστή Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού Οργάνωσης και Διαχείρισης Έργων, ο δε δεύτερος στο βαθμό του Συντονιστή Διευθυντή Εξυπηρέτησης Ιδιωτών Πελατών. Στις 25 - 6 - 2009 ανακοινώθηκε από την εναγομένη το με αριθμό πρωτοκόλλου 31 "Πρόγραμμα Συναινετικών Καταγγελιών για ανώτερα στελέχη της εταιρείας που δεν υπάγονται στο από 25 - 11 - 2008 πρακτικό συμφωνίας με το Σύλλογο", που αφορούσε στο πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου των Διευθυντών και των συνδικαλιστών που εξομοιώνονται με Διευθυντές. Το εν λόγω πρόγραμμα κατατέθηκε και ενεκρίθη, τόσο από την Εκτελεστική Επιτροπή της 9 - 6 - 2009, όσο και από τη Γενική Συνέλευση της 29 - 6 - 2009. Προέβλεπε δε ρητώς ως κίνητρα για την πρόωρη αποχώρηση των ανωτέρω Διευθυντών, την καταβολή του 120% της αποζημίωσης απόλυσης του Ν. 2112/1920 και επί πλέον ένα αριθμό πρόσθετων μισθών που κλιμακώνονταν (από 10 έως 28) αναλόγως με το χρόνο συμπλήρωσης του ορίου αποχώρησης του κάθε στελέχους σύμφωνα με τον Εσωτερικό Κανονισμό Εργασίας. Σύμφωνα με τους όρους του προγράμματος οι αποχωρήσεις των πιο πάνω στελεχών της εναγομένης θα έπρεπε να ολοκληρωθούν το αργότερο μέχρι την 31 - 12 - 2010. Το συγκεκριμένο χρονικό σημείο αποχώρησης κάθε στελέχους εντός του παραπάνω χρονικού διαστήματος θα καθοριζόταν ατομικά μαζί του προκειμένου να υλοποιηθούν ομαλά οι αντικαταστάσεις των αποχωρούντων.

Περαιτέρω σύμφωνα με τους υπολογισμούς που είχε επεξεργασθεί η τότε Διοίκηση της εναγομένης, από τη συμμετοχή των συγκεκριμένων στελεχών στο Πρόγραμμα Συναινετικών Καταγγελιών θα προέκυπτε πολύ σημαντικό όφελος για την επιχείρηση, το οποίο καθιστούσε την καταρτισθείσα συμφωνία αμοιβαίως συμφέρουσα. Οι υπολογισμοί αυτοί είχαν περιληφθεί στον προϋπολογισμό της εταιρείας, ο οποίος είχε εγκριθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο και αποτελούσε μέρος του τριετούς επιχειρηματικού σχεδίου δράσεως (business plan) της εταιρείας. Κατόπιν τούτων άρχισε η διαδικασία υλοποίησης του συμφωνηθέντος προγράμματος. Για το λόγο αυτό άλλωστε η εναγομένη σχημάτισε πρόβλεψη για το πλήρες κόστος σε βάρος των οικονομικών αποτελεσμάτων της, ήδη στις πρώτες επίσημες δημοσιευμένες Οικονομικές Καταστάσεις της 30 - 9 - 2009 που ακολούθησαν την από 31 - 8 - 2009 έγκριση του Προγράμματος από την Εκτελεστική Επιτροπή, καθώς και σε όλες τις επόμενες, ήτοι αυτές της 31 - 12 - 2009 και 31 - 3 - 2010. Μάλιστα ο υπολογισμός των προβλέψεων αυτών γινόταν αναλυτικά και εξατομικευμένα για καθένα από τους συμμετέχοντες στο πρόγραμμα καταγγελιών, ενώ στις ανωτέρω δημοσιευθείσες Οικονομικές Καταστάσεις οριζόταν ρητώς ότι το ποσό αυτό επρόκειτο να καταβληθεί στους δικαιούχους μέχρι την 31 - 3 - 2010. Ως εκ τούτου η εναγομένη προϋπολόγισε και δημοσίευσε ήδη εντός του έτους 2009, το ακριβές ύψος των συμφωνημένων συναινετικών καταγγελιών προς τα ανωτέρω στελέχη της, ορίζοντας μάλιστα ως απώτερη ημερομηνία υλοποίησής τους την 31 - 3 - 2010. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι ενάγοντες υπέβαλαν εμπρόθεσμη αίτηση συμμετοχής στο προκηρυχθέν Πρόγραμμα Εθελουσίας Εξόδου, ο 1ος ενάγων στις 10 - 7 - 2009 και ο 2ος ενάγων στις 9 - 7 - 2009. Οι ως άνω αιτήσεις των εναγόντων, όπως και άλλων στελεχών της εναγομένης, ενεκρίθησαν και ονομαστικώς με την από 31 - 8 - 2009 απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της εναγομένης εταιρείας. Στην ως άνω απόφαση αναφερόταν, εκτός άλλων, ότι οι αποχωρήσεις των παραπάνω στελεχών θα πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι 31 - 12 - 2010 και ότι θα συζητηθεί στους επόμενους δύο μήνες, μεμονωμένα για κάθε στέλεχος η συγκεκριμένη ημερομηνία αποχώρησής του, ώστε να μπορεί να συνεχίζεται η ομαλή λειτουργία της εταιρείας. Έτσι στις 31 - 8 - 2009 με την εγκριτική απόφαση των αιτήσεων συμμετοχής, ολοκληρώθηκε η εκπόνηση του Προγράμματος Εθελουσίας Εξόδου με κίνητρα για τα ανώτερα στελέχη της εναγομένης και το εξομοιούμενο με ανώτερα στελέχη προσωπικό της. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα συμφωνία ο αναλυτικός προγραμματισμός της ακριβούς ημερομηνίας αποχώρησης του κάθε στελέχους μεμονωμένα θα καταρτιζόταν εντός των επόμενων δύο μηνών, δηλαδή από 1 - 9 - 2009 έως 1 - 11 - 2009. Ενώ όμως, όπως προαναφέρθηκε, εντός του ως άνω διμήνου θα έπρεπε να γίνει ο αναγκαίος προγραμματισμός αντικατάστασης των υπό αποχώρηση στελεχών, η διοίκηση της εναγομένης δεν προέβη σε αναζήτηση αντικαταστατών. Εν τούτοις, μετά την πάροδο του προϋπολογισθέντος διμήνου, το ως άνω πρόγραμμα ξεκίνησε να υλοποιείται σταδιακά και αποχώρησαν κατά χρονολογική σειρά οι κατωτέρω: Μ. Π., Διευθυντής Πληροφορικής την 27 - 11 - 2009, Φ. Δ., συνδικαλιστής εξομοιούμενος με Διευθυντή, την 30 - 11 - 2009, Κ. Α.. συνδικαλίστρια εξομοιούμενη με Διευθύντρια την 17 - 12 - 2009, Ν. Β. συνδικαλιστής εξομοιούμενος με Διευθυντή την 17 - 12 - 2009. Επίσης την 30 - 11 - 2009, σε εκτέλεση του συμφωνημένου Προγράμματος Εθελουσίας Εξόδου των στελεχών της εναγομένης, καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του Συντονιστή Διευθυντή Π. Δ.. Στη συνέχεια, στις 15 - 2 - 2010 αποχώρισε ο Κ. Μ., συνδικαλιστής εξομοιούμενος με Διευθυντή, στις 28 - 2 - 2010 καταγγέλθηκε η σύμβαση της, επίσης συμμετέχουσας στο πρόγραμμα ανωτέρων στελεχών, Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Τεχνικών Ασφαλίσεων Αστικής Ευθύνη και Μεταφορών - Πλοίων, Διευθύντριας Π. Ε., στελέχους της εταιρείας και στις 17 - 3 - 2010 η σύμβαση του Σ. Λ., Γενικού Διευθυντή της εναγομένης, ο οποίος συμμετείχε στο συγκεκριμένο πρόγραμμα συναινετικών καταγγελιών. Σε όλους τους ανωτέρω καταβλήθηκαν όλες οι παροχές, όπως είχαν συμφωνηθεί στο Πρόγραμμα Συναινετικών Καταγγελιών. Τον Μάρτιο του 2010 παραιτήθηκε ο μέχρι τότε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εναγομένης, στη θέση του οποίου τοποθετήθηκε ο Μ. Μ., ως Διευθύνων Σύμβουλος και ο Λ. Θ., ως Πρόεδρος. Περαιτέρω στις 23.4.2010 έλαβε χώρα έκτακτη Γενική Συνέλευση των Μετόχων της εναγομένης με μόνο θέμα την εθελούσια έξοδο των Διευθυντών των οποίων η σύμβαση δεν είχε καταγγελθεί βάσει του συμφωνηθέντος Προγράμματος Αποχώρησης εθελουσίας [ενν. εξόδου] και αποφασίσθηκε: α) να περιορισθεί η αποζημίωση του ν. 2112/1920 στο 100% αντί του 120% που προβλεπόταν στο συμφωνηθέν Πρόγραμμα Εθελουσίας [ενν. Εξόδου] και β) να περιορισθεί η πρόσθετη αποζημίωση στο 50% αυτής που ίσχυε προηγουμένως σύμφωνα με το συμφωνηθέν Πρόγραμμα Εθελουσίας Εξόδου των Διευθυντών της εναγομένης εταιρείας. Κατόπιν των ανωτέρω η εναγομένη την 30 - 12 - 2010 κατήγγειλε τη σύμβαση των εναγόντων και κατέβαλε στους ενάγοντες τα κάτωθι αναφερόμενα μειωμένα ποσά αποζημίωσης με βάση την από 23 - 4 - 2010 απόφαση της έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της. Σημειώνεται ότι οι ενάγοντες υπέγραψαν τα έγγραφα καταγγελίας με επιφύλαξη κάθε δικαιώματός τους. Από τα παραπάνω σαφώς προκύπτει ότι η εναγομένη με τις από 23 - 4 - 2010 αποφάσεις της Διοίκησης και της έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων και τις συνακόλουθες από 30 - 10 - 2010 [ενν. 30 - 12 - 2010] καταγγελίες των μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων εργασίας, τροποποίησε μονομερώς και αντισυμβατικά την καταρτισθείσα μεταξύ αυτής και των εναγόντων συμφωνία περί συναινετικής καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους, με την οποία είχε αναλάβει την υποχρέωση να τους καταβάλει αυξημένη αποζημίωση απολύσεως και τις προαναφερόμενες πρόσθετες παροχές (πρόσθετους μισθούς).
Ως εκ τούτου οφείλει να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το υπολειπόμενο μέχρι το ύψος της συμφωνίας τους ποσό, όπως αυτό αναλύεται κατωτέρω". Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού προέβη σε αναλυτικούς υπολογισμούς της αυξημένης αποζημίωσης και των προσθέτων παροχών (επί πλέον μισθοί) με βάση το από 25.6.2009 Πρόγραμμα Συναινετικών Καταγγελιών για κάθε ενάγοντα και των μειωμένων χρηματικών ποσών που έκαστος εξ αυτών έλαβε με βάση την από 23.4.2010 απόφαση της έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εναγομένης, έκρινε, όπως και η εκκαλουμένη απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που είχε δεχθεί ως ουσιαστικά βάσιμη την περί τούτου αγωγή των εναγόντων στο σύνολό της κατά το κεφάλαιο αυτό και είχε επιδικάσει σε αυτούς τις περί τούτου διαφορές, ότι η εναγομένη οφείλει στους ενάγοντες προς συμπλήρωση της αποζημίωσης αυτών με βάση τους όρους του ως άνω από 25.6.2009 Προγράμματος τα συνολικά χρηματικά ποσά των 158.631,90 ευρώ και των 159.446 ευρώ αντιστοίχως και συνακόλουθα απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον περί του αντιθέτου μοναδικό λόγο έφεσης περί κατάρτισης τροποποιητικής συμφωνίας ως προς το ύψος της οφειλομένης αποζημίωσης και την έφεση στο σύνολό της της εναγομένης [ήδη αναιρεσείουσας] ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας. Με τον πρώτο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 195 και 196 του ΑΚ, με το να δεχθεί εσφαλμένα ότι οι αναιρεσίβλητοι εισέπραξαν με επιφύλαξη την μειωμένη αποζημίωση και ότι έλαβε χώρα αντισυμβατικά μονομερής εκ μέρους της (αναιρεσείουσας) τροποποιητική της αρχικής σύμβασης συμφωνία ενώ μετά την κατάρτιση της αρχικής σύμβασης μεταξύ των μερών, διά της οποίας συμφωνήθηκε η αποχώρησή τους από την εναγομένη με την παροχή σε αυτούς των αναγραφομένων στο από 25.6.2009 Πρόγραμμα Εθελουσίας Εξόδου οικονομικών κινήτρων, έλαβε χώρα τροποποιητική συμφωνία αφορώσα μείωση του ύψους των πιο πάνω οικονομικών παροχών, με πρόταση της αναιρεσείουσας που έλαβε χώρα με την από 23.4.2010 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της και σιωπηρή αποδοχή αυτής εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων, συναγομένη από το ότι αυτοί δεν αντέδρασαν σε αυτήν μέχρι την καταγγελία στις 30.12.2010 των συμβάσεων αυτών και εισέπραξαν την μειωμένη αποζημίωση για την αποχώρησή τους με επιφύλαξη που αφορούσε το ύψος του ληφθέντος ποσού και όχι το κύρος της τροποποιητικής συμφωνίας, ενόψει του ότι δεν ήταν δυνατή η μονομερής τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας, και ότι χωρίς τη νέα συμφωνία των μερών ως προς το ύψος της οφειλομένης χρηματικής παροχής, που συνιστά ουσιώδη όρο αυτής, δεν θα ήταν εφικτή η συναινετική λύση της εργασιακής σχέσης των αναιρεσίβλητων με καταγγελία.
Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης και κατά συνέπεια απαράδεκτος. Και τούτο διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά την περί τούτου αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δεν δέχθηκε ότι μετά την κατάρτιση της αρχικής σύμβασης για τη λύση των εργασιακών συμβάσεων αυτών με συναινετική καταγγελία στο πλαίσιο του από 25.6.2009 Προγράμματος Εθελούσιας Εξόδου και των οικονομικών κινήτρων που τούτο προέβλεπε για όσους μετείχαν σε αυτό, στους οποίους περιλαμβάνονταν οι αναιρεσίβλητοι, συνήφθη τροποποιητική σύμβαση μεταξύ των μερών, αφορώσα συμφωνία για μείωση των παροχών αυτών, αλλά αντιθέτως έκρινε ότι με μονομερή απόφαση της η αναιρεσείουσα εταιρεία κατέβαλε στους αναιρεσίβλητους στις 30.12.2010 κατά την από αυτήν συναινετική καταγγελία των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αυτών μειωμένη αποζημίωση, σύμφωνα με τα όσα αποφάσισε η από 23.4.2010 Γενική Συνέλευση των μετόχων αυτής για εκείνους που δεν είχαν εισέτι αποχωρήσει από την εργασία τους, στους οποίους περιλαμβάνονταν οι αναιρεσίβλητοι, σε σχέση με τα όσα αρχικά είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των μερών. Αυτή είναι η έννοια της διαλαμβανομένης στην προσβαλλομένη απόφαση φράσης ότι η αναιρεσείουσα με τις από 23.4.2010 αποφάσεις των οργάνων της "τροποποίησε μονομερώς και αντισυμβατικά την καταρτισθείσα μεταξύ αυτής και των εναγόντων συμφωνία περί συναινετικής καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους, με την οποία είχε αναλάβει την υποχρέωση να τους καταβάλει αυξημένη αποζημίωση απολύσεως και τις προαναφερόμενες πρόσθετες παροχές (πρόσθετους μισθούς)" και όχι ότι η αναιρεσείουσα θα μπορούσε μονομερώς να προβεί σε τροποποίηση του σχετικού όρου, ως αβασίμως διαλαμβάνεται στο αναιρετήριο ότι εσφαλμένως κρίθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση.
Σε κάθε δε περίπτωση η έλλειψη αντίδρασης των αναιρεσιβλήτων στην από 23.4.2010 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της αναιρεσείουσας μέχρι τη λήξη στις 30.12.2010 της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης εργασίας και η από αυτούς είσπραξη με επιφύλαξη της μειωμένης αποζημίωσης που είχε αποφασίσει να καταβάλει η αναιρεσείουσα, δεν υποδηλώνει σιωπηρή εκ μέρους τους αποδοχή της κατά τα άνω πρότασης της αναιρεσείουσας για την καταβολή μικρότερης της συμφωνηθείσας αποζημίωσης, κατά τροποποίηση της αρχικής περί τούτου συμφωνίας, και επομένως ο ως άνω λόγος αναίρεσης κατά το μέρος αυτό είναι αβάσιμος. Κατά το μέρος δε που με αυτόν πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου ότι, πλην της αρχικής, δεν καταρτίσθηκε μεταξύ των μερών άλλη συμφωνία τροποποιητική της πρώτης, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος. Εφόσον δε κατά τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης δεν καταρτίσθηκε καμία συμφωνία τροποποιητική της αρχικής σύμβασης, δεν ευρίσκουν έδαφος εφαρμογής οι επικαλούμενες διατάξεις των άρθρων 195 και 196 του ΑΚ και ισχύουν οι όροι της αρχικής σύμβασης, της οποίας δεν αμφισβητείται η κατάρτιση. Με τον δεύτερο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες, καθότι δεν διευκρινίζεται σε αυτήν εάν, μετά την λήψη της από 23.4.2010 απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων αυτής με την οποία αποφασίσθηκε για οικονομικούς λόγους η μείωση των οικονομικών κινήτρων σε σχέση με τα όσα προέβλεπε το αρχικό από 25.6.2009 Πρόγραμμα Εθελουσίας Εξόδου, οι αναιρεσίβλητοι αντέδρασαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην απόφαση αυτή μέχρι την ημερομηνία λύσης της σύμβασης εργασίας τους στις 30.12.2010 ή εάν αντιθέτως ενέμειναν στην αρχική σύμβαση, προκειμένου να κριθεί εάν η σχετική πρόταση της αναιρεσείουσας έγινε σιωπηρά αποδεκτή από αυτούς, με συνέπεια την τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας ως προς το ύψος των οφειλομένων σε αυτούς παροχών. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι μόνη η επικαλουμένη έλλειψη αντίδρασης των αναιρεσιβλήτων στην πιο πάνω απόφαση της αναιρεσείουσας δεν αρκεί για την κατάφαση εκ μέρους των αναιρεσίβλητων σιωπηράς αποδοχής της πρότασης της αναιρεσείουσας για την καταβολή σε αυτούς μειωμένων οικονομικών παροχών κατά τη λύση της σύμβασης εργασίας των αναιρεσίβλητων με συναινετική καταγγελία και συνακόλουθα για την κατάρτιση της περί τούτου τροποποιητικής συμφωνίας. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αναίρεση. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσίβλητων, που παρέστησαν και κατέθεσαν προτάσεις, λόγω της ήττας αυτής (άρθ. 176, 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16.1.2017 και με αριθ. κατάθ. .../19.1.2017 αίτηση αναίρεσης της υπ’ αριθ. 2411/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Μαΐου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Ιουνίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

18010/2019 Παροχή διευκρινίσεων επί της εφαρμογής των διατάξεων της 51483/700/Φ.15/14.05.2018 (Β΄1692) κοινής υπουργικής απόφασης

$
0
0
Αθήνα, 12/2/2019
Αριθ. Πρωτ.: 18010 – 12/2/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ, ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΠΑΡΚΩΝ

Ταχ. Δ/νση: Πλατεία Κάνιγγος
Τ.Κ.: 10 200, Αθήνα
Τηλ: 2103893808

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΘΕΜΑ: Παροχή διευκρινίσεων επί της εφαρμογής των διατάξεων της 51483/700/Φ.15/14.05.2018 (Β΄1692) κοινής υπουργικής απόφασης


Επί των δικαιολογητικών για την έκδοση έγκρισης εγκατάστασης υπ’ αρ. 4-8, όπως αποτυπώνονται στο άρθρο 1 της 51483/700/Φ.15/2018 (Β΄1692) κοινής υπουργικής απόφασης, παρέχονται οι κάτωθι διευκρινίσεις:

1. Όταν τα φυσικά πρόσωπα της παρ. Α4 του άρθρου 1 της ανωτέρω κυα συνοδεύουν την αίτηση τους με δελτίο ελληνικής αστυνομικής ταυτότητας, υποχρεούνται να προσκομίσουν τα πιστοποιητικά των περ. 5 και 6 εκδοθέντα από την Ελλάδα. Επιπλέον προσκομίζουν τις υπεύθυνες δηλώσεις με βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής του υπογράφοντος από τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών ή άλλη αρμόδια δημόσια διοικητική αρχή της Ελλάδας.

2. α. Όταν τα φυσικά πρόσωπα της παρ. Α4 του άρθρου 1 της ανωτέρω κυα συνοδεύουν την αίτηση τους με διαβατήριο άλλης χώρας, τότε προσκομίζουν τα πιστοποιητικά των περ. 5 και 6 και ελλείψει αυτών, ισοδυνάμου εγγράφου που εκδίδεται από την αρμόδια δικαστική ή διοικητική αρχή της χώρας έκδοσης του διαβατηρίου (στο εξής «οικεία χώρα»).

β. Σε περίπτωση που στην οικεία χώρα δεν εκδίδονται τέτοια πιστοποιητικά, το οποίο αποδεικνύεται με σχετική υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου, τα πιστοποιητικά μπορεί να αντικαθίσταται με ένορκη βεβαίωση.

γ. Σε περίπτωση που στην οικεία χώρα δεν προβλέπεται ούτε ένορκη βεβαίωση, το οποίο αποδεικνύεται με σχετική υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου, τα πιστοποιητικά μπορεί να αντικαθίσταται από υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής, συμβολαιογράφου ή αρμόδιου επαγγελματικού ή εμπορικού οργανισμού της οικείας χώρας.

δ. Τα προσκομισθέντα έγγραφα των περ. α, β και γ επικυρώνονται από την ελληνική προξενική αρχή ή την ελληνική πρεσβεία στην οικεία χώρα.

Σημειώνεται ότι στην περίπτωση που η ένορκη βεβαίωση ή η υπεύθυνη δήλωση έχει συνταχθεί και υπογραφεί στην Ελλάδα δεν απαιτείται η ως άνω αναφερόμενη επικύρωση.

3. Όλα τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί σε γλώσσα άλλη της ελληνικής προσκομίζονται επίσημα μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα. Ειδικά στην περίπτωση μετάφρασης των υπεύθυνων δηλώσεων, θα πρέπει να δίδεται προσοχή ώστε το κείμενο όπως αποδίδεται στη μετάφραση να καλύπτει το λεκτικό των διατάξεων του νόμου και της κοινής υπουργικής απόφασης, προκειμένου να επιτελείται ο σκοπός της δήλωσης αυτής.

Επίσημη μετάφραση γίνεται από:
1. Πρεσβείες και Προξενεία
2. Μεταφραστική υπηρεσία Υπουργείου Εξωτερικών
3. Δικηγόρο που βεβαιώνει ότι πρόκειται για μετάφραση του συγκεκριμένου εγγράφου. Η βεβαίωση θα πρέπει να είναι επί του εγγράφου ή της μετάφρασης.
4. Πτυχιούχος του μεταφραστικού τμήματος του Ιονίου Πανεπιστημίου
5. Ορκωτούς Μεταφραστές του ΥΠΕΞ

Όλα τα ήδη προσκομισθέντα έγγραφα που πληρούν τα διαλαμβανόμενα στην παρούσα εγκύκλιο ή αποδεικνύεται με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ότι πληρούν τις προϋποθέσεις της ως άνω ΚΥΑ, γίνονται δεκτά και δεν αναζητούνται εκ νέου.




Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΠΙΤΣΙΟΡΛΑΣ

ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Ο προϊστάμενος του τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης, Οργάνωσης & Τεχνικών Υπηρεσιών Τομέα Ανάπτυξης
κ.α.α.
ΜΠΙΛΗ ΕΥΣΤΑΘΙΑ

Δ3(α)/7458/2019 Επικαιροποίηση Δελτίων Τιμών Φαρμάκων λόγω διοικητικών μεταβολών και αλλαγής Φ.Π.Α.

$
0
0

Αθήνα, 12 - 2 - 2019
Αριθμ. Πρωτ: Δ3(α)/ 7458

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΑΡΜΑΚΟΥ
ΤΜΗΜΑ ΦΑΡΜΑΚΟΥ

Ταχ. Δ/νση : Αριστοτέλους 17
Ταχ. Κώδικας : 104 33 Αθήνα
Τηλέφωνο : 2132161400 -1762-1850
FAX : 2132161913
e-mail : farmaka@moh.gov.gr

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΘΕΜΑ: «Επικαιροποίηση Δελτίων Τιμών Φαρμάκων λόγω Διοικητικών Μεταβολών και αλλαγής Φ.Π.Α.».


Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του ΝΔ 96/1973 (ΦΕΚ Α΄172/73) « Περί της εμπορίας εν γένει των φαρμακευτικών, διαιτητικών και καλλυντικών προϊόντων»
β. Του Ν.1316/1983 «Ίδρυση, Οργάνωση και αρμοδιότητες Ε.Ο.Φ.» (ΦΕΚ 3/Α/1983), όπως έχει ήδη τροποποιηθεί και ισχύει.
γ. Του Ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248/Α΄ 2000) « Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας», όπως ισχύει.
δ. Του Ν. 3846/2010 (ΦΕΚ 66/Α/2010) «Εγγυήσεις για την εργασιακή ασφάλεια και άλλες διατάξεις»
ε. Του Ν. 3918/2011 (ΦΕΚ 31/Α/2011) «Διαρθρωτικές αλλαγές στο σύστημα υγείας και άλλες διατάξεις.
στ. Του Ν. 4052/2012 (ΦΕΚ 41/Α/2012) « Νόμος αρμοδιότητας Υπουργείων Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για εφαρμογή του νόμου « Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης……. οικονομίας» και άλλες διατάξεις».
ζ. Του Ν.4334/2015 (ΦΕΚ80/Α/2015) « Επείγουσες ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση και σύναψη συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης ( Ε.Μ.Σ.)».
η. Του Ν.4320/2015 (ΦΕΚ29/Α/15) «Ρυθμίσεις για τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών Οργάνων και λοιπές διατάξεις».
θ. Του Ν.4270/2014 (ΦΕΚ 143/Α/14) όπως τροποποιήθηκε με το Ν.4337/2015 (ΦΕΚ 129/Α/15).
ι. Του άρθρου 90 του Π.Δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα» (ΦΕΚ Α' 98).
ια. Του Π.Δ/γματος 121/ 2017 (ΦΕΚ Α'148) «Οργανισμός του Υπουργείου Υγείας».
ιβ. Του Π.Δ/γματος 73/2015 (ΦΕΚ Β' 116/23-09-2015), «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
ιγ. Του ν. 2859/2000 (ΦΕΚ Α΄248), άρθρο 21 «Κύρωση Κώδικα Φ.Π.Α.» και της πράξης νομοθετικού περιεχομένου (ΦΕΚ Α΄ 221/31-12-2018) «Παράταση μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στα νησιά Λέρο, Λέσβο, Κω, Σάμο και Χίο και επέκταση εφαρμογής του μέτρου του «Μεταφορικού Ισοδύναμου του ν.4551/2018»».
ιδ. Του ν.4472/2017 (Α’ 74) «Συνταξιοδοτικές διατάξεις Δημοσίου και τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016, μέτρα εφαρμογής των δημοσιονομικών στόχων και μεταρρυθμίσεων, μέτρα κοινωνικής στήριξης και εργασιακές ρυθμίσεις, Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 και λοιπές διατάξεις.»
ιε. Του άρθρου 49 του ν. 4486/2017 (Α΄115) «Μεταρρύθμιση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, επείγουσες ρυθμίσεις αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας και άλλες διατάξεις Προμήθεια φαρμάκων από ιδιωτικές κλινικές».
ιστ. Του ν.4512/2018 (ΦΕΚ Α΄5), άρθρο 259, παρ. 3 «Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις».

2. Τη με αριθμ. Πρωτ. Γ5 (α) οικ. 90552/1.12.2016 (ΦΕΚ 3890/Β/16) Υπουργική Απόφαση «Διατάξεις τιμολόγησης Φαρμάκων», όπως ισχύει.

3. Τη με αριθμ. πρωτ. Δ3(α) 46627/15-6-2018 (ΦΕΚ Β΄ 2285) Υπουργική Απόφαση με θέμα «Καθορισμός ελάχιστων ποσοτήτων αποθεμάτων γενοσήμων φαρμάκων ανά θεραπευτική κατηγορία που οφείλουν να διαθέτουν τα φαρμακεία»

4. Τη με αριθμ. Πρωτ. Α1β/ΓΠοικ. 3899/19-1-2017 (ΦΕΚ94 Β΄/17) ΥΑ «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και του δικαιώματος υπογραφής εγγράφων ΄΄με εντολή Υπουργού΄΄ στο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας» όπως ισχύει.

5. Τη Δ3(α)/ 55659/2018 απόφαση του Υπουργού Υγείας με θέμα «Τροποποίηση της Δ3(α)44071/11-6-2018 απόφασης «Δελτίο τιμών φαρμάκων ανθρώπινης χρήσης, Μαΐου 2018»».

6. Τη Δ3(α)71917/12-10-2018 απόφαση του Υπουργού Υγείας με θέμα «Τροποποίηση της Δ3(α)/57260/6-8-2018 απόφασης «Δελτίο τιμών νέων φαρμάκων ανθρώπινης χρήσης 1ου τριμήνου 2018»».

7. Τη Δ3(α)84751/22.11.2018 απόφαση του Υπουργού Υγείας με θέμα «Τροποποίηση της Δ3(α)/71917/12-10-2018 απόφασης «Δελτίο τιμών νέων φαρμάκων ανθρώπινης χρήσης 2ου τριμήνου 2018»».

8. Τη Δ3(α)/70877/2018 απόφαση του Υπουργού Υγείας με θέμα «Συμπληρωματικό Δελτίο τιμών φαρμάκων ανθρώπινης χρήσης, κατόπιν αιτήματος μείωσης τιμής φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων».

9. Το με αρ. πρωτ. 9439/29-1-2018 (αρ. πρωτ. Υ.Υ. 7458/29-1-2018) έγγραφο του ΕΟΦ με το οποίο διαβιβάστηκαν στη Δ/νση Φαρμάκου του Υπουργείου Υγείας οι Διοικητικές Μεταβολές των Συνταγογραφούμενων φαρμακευτικών σκευασμάτων και οι μεταβολές στο Φ.Π.Α.

10. Το με αριθμ. Β2β/Γ.Π.οικ. 8760/4-2-2019, έγγραφο της Γεν Δ/νσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υ.Υ. σύμφωνα με το οποίο από το περιεχόμενο της προωθούμενης απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.

ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ

Άρθρο 1


Την έκδοση Επικαιροποιημένου Δελτίου Τιμών Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων λόγω Διοικητικών Μεταβολών και αλλαγής Φ.Π.Α., ως ο συνημμένος πίνακας. (οπτικός δίσκος - CD).

Άρθρο 2

Στις Χονδρικές και Νοσοκομειακές τιμές δεν περιλαμβάνεται Φόρος Προστιθέμενης Αξίας.

Στις Λιανικές τιμές έχει συμπεριληφθεί και ο αναλογών ΦΠΑ, ήτοι 6% ή 13% ή 24% ανά περίπτωση.

Άρθρο 3

Το παρόν Δελτίο αναρτάται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Υγείας.



Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΞΑΝΘΟΣ

Ε.2028/2019 Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 42 του ν. 4172/2013 κατά τη σύσταση ή μεταβίβαση του δικαιώματος επικαρπίας μετοχών, έναντι τιμήματος

$
0
0

Αθήνα, 11 Φεβρουαρίου 2019
Ε.2028/11-2-2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄

Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 10184 Αθήνα
Τηλέφωνο:210 3375317
Fax:210 3375001
E-Mail:d12.a@yo.syzefxis.gov.gr
Url: www.aade.gr

ΘΕΜΑ: Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 42 του ν. 4172/2013 κατά τη σύσταση ή μεταβίβαση του δικαιώματος επικαρπίας μετοχών, έναντι τιμήματος.

Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 42 του ν. 4172/2013 (ΚΦΕ), όπως ισχύουν, κάθε εισόδημα που προκύπτει από υπεραξία μεταβίβασης των ακόλουθων τίτλων, καθώς και μεταβίβασης ολόκληρης επιχείρησης, υπόκειται σε φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων:
α) μετοχές σε εταιρεία μη εισηγμένη σε χρηματιστηριακή αγορά,
β) μετοχές και άλλες κινητές αξίες εισηγμένες σε χρηματιστηριακή αγορά, εφόσον ο μεταβιβάζων συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας με ποσοστό τουλάχιστον μισό τοις εκατό (0,5%),
γ) μερίδια ή μερίδες σε προσωπικές εταιρείες,
δ) κρατικά ομόλογα και έντοκα γραμμάτια ή εταιρικά ομόλογα,
ε) παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα.
Ως μεταβίβαση σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο νοείται και η εισφορά των ανωτέρω τίτλων για την κάλυψη ή αύξηση κεφαλαίου εταιρείας.

Ειδικά για τίτλους που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά ή πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης, οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή, εφόσον οι τίτλοι αυτοί έχουν αποκτηθεί από την 1η Ιανουαρίου 2009 και εξής. Επίσης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 42 του ΚΦΕ, ως υπεραξία (υπαγόμενη στη φορολογία εισοδήματος) νοείται η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης που κατέβαλε ο φορολογούμενος και της τιμής πώλησης που εισέπραξε. Τυχόν δαπάνες που συνδέονται άμεσα με την αγορά ή την πώληση των τίτλων, συμπεριλαμβάνονται στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης.

2. Στις πιο πάνω διατάξεις εμπίπτει το εισόδημα που προκύπτει από μεταβιβάσεις τίτλων που πραγματοποιούνται από επαχθή αιτία, αφού οι μεταβιβάσεις από χαριστική αιτία δεν αποτελούν αντικείμενο του Κώδικα αυτού (ΠΟΛ.1068/2018 Απόφαση Διοικητή ΑΑΔΕ). Επαχθής αιτία νοείται η πώληση.

3. Η έννοια της πώλησης ορίζεται με το άρθρο 513 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο με τη σύμβαση της πώλησης ο πωλητής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος ή το δικαίωμα (στη συγκεκριμένη περίπτωση των τίτλων), που αποτελούν το αντικείμενο της πώλησης και να παραδώσει το πράγμα και ο αγοραστής έχει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα που συμφωνήθηκε.

4. Επίσης, με τις διατάξεις του άρθρου 1142 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι η προσωπική δουλεία της επικαρπίας συνίσταται στο εμπράγματο δικαίωμα του επικαρπωτή να χρησιμοποιεί και να καρπώνεται ξένο πράγμα, διατηρώντας όμως ακέραιη την ουσία του. Με τις διατάξεις δε, του πρώτου εδαφίου του άρθρου 1161 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι ο επικαρπωτής έχει υποχρέωση μετά τη λήξη της επικαρπίας να αποδώσει το πράγμα στον κύριο. Επιπλέον, στο άρθρο 1166 ΑΚ ορίζεται ότι «η επικαρπία εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά είναι αμεταβίβαστη. Η άσκησή της μπορεί να μεταβιβασθεί σε άλλον για χρόνο που δεν υπερβαίνει τη διάρκεια της επικαρπίας με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1164».

Από τις ως άνω διατάξεις του Αστικού Κώδικα, προκύπτει ότι κατά τη σύσταση ή τη μεταβίβαση (στην εξαιρετική περίπτωση που έχει συμφωνηθεί ότι η επικαρπία είναι μεταβιβάσιμη) της επικαρπίας ο κύριος του πράγματος δεν απολλύει την κυριότητα επ' αυτού αλλά στερείται μόνο τη χρήση και κάρπωσή του, ενώ ο επικαρπωτής δεν αποκτά την κυριότητα του πράγματος, αλλά απλώς και μόνο το δικαίωμα να το χρησιμοποιεί και να το καρπώνεται, έχοντας παράλληλα την υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα στον κύριο αυτού μετά τη λήξη της επικαρπίας.

5. Μετά από όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω και δεδομένου ότι κρίσιμο στοιχείο για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 42 του ΚΦΕ είναι να συντελείται μεταβίβαση, έναντι ανταλλάγματος, της κυριότητας των μεταβιβαζομένων τίτλων από τον πωλητή στον αγοραστή, συνάγεται ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή κατά τη σύσταση (ή μεταβίβαση) του δικαιώματος επικαρπίας μετοχών. Συνεπώς, το αντίτιμο που προκύπτει στη περίπτωση αυτή, δεν αποτελεί καταρχήν εισόδημα, δεν είναι αντικείμενο φόρου εισοδήματος και κατ΄ επέκταση δεν υπάγεται στην ειδική εισφορά αλληλεγγύης, εφόσον η μεταβίβαση πραγματοποιηθεί ως μεμονωμένο γεγονός. Ωστόσο, τα παραπάνω ισχύουν με την επιφύλαξη της τυχόν διαπίστωσης της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 21 του ΚΦΕ, οπότε και εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, σύμφωνα με τις οποίες ως «επιχειρηματική συναλλαγή» και συνεπώς υπαχθείσα στις εν λόγω διατάξεις, θεωρείται κάθε μεμονωμένη πράξη με την οποία πραγματοποιείται συναλλαγή ή και η συστηματική διενέργεια πράξεων στην οικονομική αγορά με σκοπό την επίτευξη κέρδους. Κάθε τρεις (3) ομοειδείς συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα εντός ενός εξαμήνου θεωρούνται συστηματική διενέργεια πράξεων.

6. Το αντίτιμο που εισπράττεται για τη σύσταση (ή τη μεταβίβαση) της επικαρπίας μετοχών με επαχθή αιτία δύναται να αναγράφεται στους κωδικούς 781-782 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων (έντυπο Ε1), για κάλυψη τεκμηρίων, εφόσον οι μετοχές αποκτήθηκαν μετά την 1.1.2014 και η αγορά τους είχε αποτελέσει δαπάνη απόκτησης περιουσιακών στοιχείων το φορολογικό έτος που αποκτήθηκαν, ενώ αν αποκτήθηκαν πριν από την 1.1.2014 αναγράφεται το ποσό του αντίτιμου που εισπράχθηκε, αφού προηγουμένως αφαιρεθεί η αξία κτήσης της μετοχής κατά το ποσοστό που αναλογεί στην αξία της συνιστώμενης επικαρπίας και κάθε άλλο ποσό που καταβλήθηκε για την απόκτησή της (παρ. 2 άρθρ. 34 ν. 4172/2013). Για τον προσδιορισμό του ποσοστού της αξίας κτήσης της μετοχής που αναλογεί στην αξία της συνιστώμενης επικαρπίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 15 του ν.2961/2001, ως εξής:

α. Αν πρόκειται για μεταβίβαση ισόβιας ή αόριστου χρόνου επικαρπίας, λαμβάνεται ως ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας, ανάλογα με την ηλικία του επικαρπωτή, το οποίο ορίζεται:
στα 8/10, αν ο επικαρπωτής δεν έχει υπερβεί το 20ό έτος της ηλικίας του,
στα 7/10, αν έχει υπερβεί το 20ό,
στα 6/10, αν έχει υπερβεί το 30ό,
στα 5/10, αν έχει υπερβεί το 40ό,
στα 4/10, αν έχει υπερβεί το 50ό,
στα 3/10, αν έχει υπερβεί το 60ό,
στα 2/10, αν έχει υπερβεί το 70ό και
στο 1/10, αν έχει υπερβεί το 80ό έτος της ηλικίας του.

β. Αν πρόκειται για μεταβίβαση επικαρπίας ορισμένου χρόνου, λαμβάνεται ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας ίσο με το 1/20 της αξίας αυτής για κάθε έτος διάρκειας. Το μέρος του έτους υπολογίζεται ως ακέραιο έτος. Η αξία της επικαρπίας αυτής δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 8/10 της αξίας της πλήρους κυριότητας.

Τέλος, δεδομένου ότι σε περίπτωση πώλησης περιουσιακών στοιχείων τα οποία έχουν περιέλθει στον φορολογούμενο από χαριστική αιτία ή αιτία θανάτου λαμβάνεται υπόψη (για την κάλυψη τεκμηρίων) ολόκληρο το τίμημα της πώλησης αφαιρούμενου του τυχόν επιβληθέντος φόρου (σχετ. η ΠΟΛ 1076/2015 εγκύκλιός μας), επισημαίνεται ότι, στην εξεταζόμενη περίπτωση αφαιρείται ο επιβληθείς φόρος που αναλογεί στην επικαρπία, σύμφωνα με τα παραπάνω ποσοστά.



Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΑΑΔΕ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ


1021643 ΕΞ 2019 Τροποποίηση της αριθ. Δ. ΟΡΓ. Β 1055699ΕΞ2018/11-4-2018 (ΑΔΑ: 7ΑΤ146ΜΠ3Ζ-ΨΘ2) απόφασης του Αναπληρωτή Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. «Ορισμός μελών του Ανώτερου Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Επιλογής Προϊσταμένων οργανικών μονάδων, επιπέδου Διεύθυνσης/ Υποδιεύθυνσης, των υπηρεσιών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)»

$
0
0

Αθήνα , 12 Φεβρουαρίου 2019
Αριθ. Πρωτ.: Δ.ΟΡΓ.Β.1021643ΕΞ2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ Β-ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ

Ταχ. Δ/νση: Λεωχάρους 2
Ταχ. Κώδικας: 10184 Αθήνα
Πληροφορίες: Φωτεινή Στάππα
Σπυριδούλα Καραγκούνη
Τηλέφωνο: 210-3311291
2132112950
Fax: 210-3230829
E-Mail: f.stappa@aade.gr
Url: www.aade.gr

ΘΕΜΑ: Τροποποίηση της αριθ. Δ. ΟΡΓ. Β 1055699ΕΞ2018/11-4-2018 (ΑΔΑ: 7ΑΤ146ΜΠ3Ζ-ΨΘ2) απόφασης του Αναπληρωτή Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. «Ορισμός μελών του Ανώτερου Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Επιλογής Προϊσταμένων οργανικών μονάδων, επιπέδου Διεύθυνσης/ Υποδιεύθυνσης, των υπηρεσιών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)»

ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) Του Κεφαλαίου Α' «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του Μέρους Πρώτου του ν. 4389/2016 (Α' 94) και ειδικότερα της υποπαραγράφου ε' της παρ. 4 και των παρ. 1 και 5 του άρθρου 14, των άρθρων 26, 1 και 7, της παρ. 1 του άρθρου 2 και των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 41 αυτού.
β) Της αριθ. ΔΔΑΔ Γ 1130900 ΕΞ 2016/8.9.2016 (Β'2922) απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών «Καθορισμός της διαδικασίας, των οργάνων και των κριτηρίων αξιολόγησης των υποψηφιοτήτων για την επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης, Διεύθυνσης και Τμήματος των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και των Υπευθύνων Αυτοτελών Γραφείων αυτής» και ειδικότερα του άρθρου 3, όπως τροποποιήθηκε με την αριθ. ΔΔΑΔ Γ 1173943 ΕΞ 2016/1.12.2016 (Β'3985) όμοια σε συνδυασμό με την υποπαράγραφο γ' της παρ. 3 και την υποπαράγραφο β' της παρ. 2 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016, καθώς και τις ΔΔΑΔ Γ 1063261 ΕΞ 2017/27.4.2017 (Β' 1509), ΔΔΑΔ Γ 1046609 ΕΞ 2018 (Β'1233) και ΔΔΑΔ Γ 1101476 ΕΞ 2018 (Β'2608 & 3070) αποφάσεις του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.).
γ) Των άρθρων 84 και 85 του ν. 3528/2007 (Α' 26) «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.», όπως ισχύουν, καθώς και του άρθρου 31 του ν. 4369/2016 (Α'33).
δ) του άρθρου 89 του π.δ. 284/1988 (Α' 128 & 165) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών» και του τρίτου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016,
ε) των άρθρων 13 έως 15 του ν. 2690/1999 (Α'45) «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις», όπως ισχύουν,
στ) Της αριθ. Δ. ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017 (Β' 968 και 1238) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει.
ζ) Του άρθρου 21 του ν. 4354/2015 (Α' 176) «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», όπως ισχύει.

2. Την αριθ. Δ.ΟΡΓ.Β. 1055699 ΕΞ 2018 (ΑΔΑ: 7ΑΤ146ΜΠ3Ζ-ΨΘ2) απόφαση του Αναπληρωτή Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. «Ορισμός μελών του Ανώτερου Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Επιλογής Προϊσταμένων οργανικών μονάδων, επιπέδου Διεύθυνσης / Υποδιεύθυνσης, των υπηρεσιών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)», όπως τροποποιήθηκε με τις αριθ. Δ. ΟΡΓ. Β 1089752 ΕΞ 2018 (ΑΔΑ: ΨΦΘΜ46ΜΠ3Ζ-ΗΛ0) και Δ.ΟΡΓ. Β 1103377 ΕΞ 2018 ΑΔΑ:ΨΧΩΦ46ΜΠ3Ζ-Λ4Γ) όμοιες.

3. Το από 29-1-2019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Προϊσταμένης του Τμήματος Γ'- Σταδιοδρομίας Ανθρώπινου Δυναμικού της Διεύθυνσης Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού (Γ.Δ.Η.Δ.Α.Δ.).

4. Την αριθ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 (Β' 130 και Β' 372) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υποπαραγράφου α' της παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016 (Α'94).

5. Την αριθ. 1 της 20-1-2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016 και την αριθ. 39/3/30-11-2017 (Υ.Ο.Δ.Δ. 689) απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε. «Ανανέωση της θητείας του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων».

6. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Προϋπολογισμού της Α.Α.Δ.Ε..

ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ

1. Τροποποιούμε την περ. 1 της υποπαραγράφου III της παραγράφου A της αριθ. Δ.ΟΡΓ.Β. 1055699 ΕΞ 2018 (ΑΔΑ: 7ΑΤ146ΜΠ3Ζ-ΨΘ2) απόφασής μας, περί ορισμού μελών του Ανώτερου Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Επιλογής Προϊσταμένων οργανικών μονάδων, επιπέδου Διεύθυνσης / Υποδιεύθυνσης, των υπηρεσιών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), όπως τροποποιήθηκε με τις αριθ. Δ. ΟΡΓ. Β 1089752 ΕΞ 2018 (ΑΔΑ: ΨΦΘΜ46ΜΠ3Ζ- ΗΛ0) και Δ.ΟΡΓ. Β 1103377 ΕΞ 2018 (ΑΔΑ:ΨΧΩΦ46ΜΠ3Ζ-Λ4Γ) όμοιες, αυξάνουμε τον αριθμό των μελών της γραμματείας του Συμβουλίου από οκτώ (8) σε δεκαπέντε (15) και διαμορφώνουμε την υποπαράγραφο αυτή, για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της θητείας του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου, ως εξής:

«A.III.1) Ως γραμματείς του Συμβουλίου ορίζονται οι κατωτέρω υπάλληλοι της Α.Α.Δ.Ε. κατηγορίας ΠΕ και ΔΕ, οι οποίοι θα ασκούν εκ περιτροπής καθήκοντα γραμματέων σε κάθε συνεδρίαση:

α) Αικατερίνη Βοζίκη του Γεωργίου, υπάλληλο με βαθμό Α', του κλάδου ΠΕ Εφοριακών, που υπηρετεί στη Διεύθυνση Εισπράξεων της Γ.Δ.Φ.Δ..
β) Ανθή Καραγιάννη του Χρήστου, υπάλληλο με βαθμό Α', του κλάδου ΠΕ Εφοριακών, που υπηρετεί στο Γραφείο Υποστήριξης του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού (Γ.Δ.Η.Δ.Α.Δ.).
γ) Κωνσταντίνα -Άννα Καρύδη του Γεωργίου, υπάλληλο με βαθμό Α', του κλάδου ΠΕ Χημικών, που υπηρετεί στη Διεύθυνση Σχεδιασμού και Υποστήριξης Εργαστηρίων της Γενικής Διεύθυνσης Γενικού Χημείου Κράτους (Γ.Δ.Γ.Χ.Κ.)
δ) Αναστασία Μέτσιου του Χαραλάμπους, υπάλληλο με βαθμό Α', του κλάδου ΠΕ Εφοριακών, που υπηρετεί στο Αυτοτελές Τμήμα Υποστήριξης και Ελέγχου της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών (Γ.Δ.Ο.Υ.).
ε) Ουρανία Ράπτη του Γεωργίου, υπάλληλο με βαθμό Α', του κλάδου ΠΕ Εφοριακών, που υπηρετεί στη Διεύθυνση Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού (Δ.Δ.Α.Δ.) της Γ.Δ.Η.Δ.Α.Δ..
στ) Φανή Σαμόλαδου του Γεωργίου, υπάλληλο με βαθμό Α', του κλάδου ΠΕ Τελωνειακών, που υπηρετεί στην Δ.Δ.Α.Δ. της Γ.Δ.Η.Δ.Α.Δ..
ζ) Ουρανία Σωτηροπούλου του Θεοδώρου, υπάλληλο με βαθμό Α', του κλάδου ΠΕ Τελωνειακών, που υπηρετεί στην Διεύθυνση Στρατηγικής Τελωνειακών Ελέγχων και Παραβάσεων (Δ.Σ.Τ.Ε.Π.) της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (Γ.Δ.Τ.& Ε.Φ.Κ.)
η) Ευθυμία Χρήστου του Χαραλάμπους, υπάλληλο με βαθμό Α', του κλάδου ΠΕ Εφοριακών, που υπηρετεί στη Διεύθυνση Ελέγχων (Δ.ΕΛ.) της Γ.Δ.Φ.Δ..
θ) Σοφία Διγώνη του Θεοδώρου, υπάλληλο με βαθμό Α', του κλάδου ΔΕ Εφοριακών, που υπηρετεί στο Γραφείο Υποστήριξης του Προϊσταμένου της Γ.Δ.Η.Δ.Α.Δ..
ι) Μαρία Γεμελιάρη του Δημητρίου, υπάλληλο με βαθμό Β' του κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, που υπηρετεί στο Γραφείο Υποστήριξης του Προϊσταμένου της Γ.Δ.Η.Δ.Α.Δ..
ια) Δήμητρα Ρούβαλη του Γεωργίου, υπάλληλο με βαθμό Β', του κλάδου ΠΕ Εφοριακών, που υπηρετεί στην Δ.Δ.Α.Δ. της Γ.Δ.Η.Δ.Α.Δ..
ιβ) Ειρήνη Μακρίνα του Ιωάννη, υπάλληλο με βαθμό Γ', του κλάδου ΠΕ Εφοριακών, που υπηρετεί στην Δ.Δ.Α.Δ. της Γ.Δ.Η.Δ.Α.Δ..
ιγ) Ρίτα-Αρετή Παπανικολάου του Βασιλείου, υπάλληλο με βαθμό Γ', του κλάδου ΠΕ Εφοριακών, που υπηρετεί στην Δ.Δ.Α.Δ. της Γ.Δ.Η.Δ.Α.Δ..
ιδ) Βασιλική Χάντζου του Αριστείδους, υπάλληλο με βαθμό Γ', του κλάδου ΠΕ Εφοριακών, που υπηρετεί στη Διεύθυνση Νομικής Υποστήριξης.

2) Ο γραμματέας ή οι γραμματείς, με τους τυχόν αναπληρωτές τους, ορίζονται σε κάθε συνεδρίαση από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου.

3) Για τις συνεδριάσεις του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου συντάσσεται πρακτικό που υπογράφεται από τον Πρόεδρο, τα μέλη και τον γραμματέα ή τους γραμματείς του Συμβουλίου το συντομότερο δυνατόν και πάντως όχι πέραν του εξαμήνου».

2. Κατά τα λοιπά, ισχύει η αριθ. Δ.ΟΡΓ.Β. 1055699 ΕΞ 2018 (ΑΔΑ: 7ΑΤ146ΜΠ3Ζ-ΨΘ2) απόφασή μας, όπως τροποποιήθηκε με τις αριθ. Δ. ΟΡΓ. Β 1089752 ΕΞ 2018 (ΑΔΑ: ΨΦΘΜ46ΜΠ3Ζ-ΗΛ0) και Δ.ΟΡΓ. Β 1103377 ΕΞ 2018 (ΑΔΑ:ΨΧΩΦ46ΜΠ3Ζ-Λ4Γ) όμοιες.



Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

ΔΕΔ 5131/2018 Μη αποδοχή ανωτέρας βίας για εκπρόθεσμη άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής

$
0
0

ΚΑΛΛΙΘΕΑ 24.12.2018
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 5131

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α2 ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ

Ταχ. Δ/νση: Αριστογείτονος 19
Ταχ. Κωδ.: 17671, Καλλιθέα
Τηλέφωνο: 213 1604 553
FAX: 213 1604 567

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Έχοντας υπ' όψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170), όπως ισχύει.
β. Της παρ. 3 του άρθρου 47 του ν. 4331/2015 (ΦΕΚ Α' 69).
γ. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.3.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β'/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)»
δ. Της ΠΟΛ.1064/12.4.2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ 1440 /τ. Β' /27.04.2017) «Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (Ειδική Διοικητική Διαδικασία - Ενδικοφανής προσφυγή), καθορισμός λεπτομερειών για τη λειτουργία της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), την εφαρμοστέα διαδικασία και τον τρόπο έκδοσης των αποφάσεων αυτής και ρύθμιση ζητημάτων καταβολής και αναστολής καταβολής του οφειλόμενου ποσού σε περίπτωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής».

2. Την ΠΟΛ.1069/4.3.2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

3. Την αριθμ. Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.8.2016 (ΦΕΚ 2759 / τ. Β' / 01.09.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.

4. Τη από 26.07.2018 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή του '  του , Α.Φ.Μ , κατοίκου , οδός, κατά της υπ' αριθμ /2018 Πράξης Επιβολής Προστίμου Επί Παραβάσεων Τήρησης Βιβλίων και Έκδοσης Στοιχείων, διαχειριστικής χρήσης 01.01 - 31.12.2008, του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΙΖ' ΑΘΗΝΩΝ, και τα προσκομιζόμενα με αυτή σχετικά έγγραφα.

5. Τον ως άνω οριστικό προσδιορισμό προστίμου, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΙΖ' ΑΘΗΝΩΝ, του οποίου ζητείται η ακύρωση, καθώς και τη σχετική έκθεση ελέγχου.

6. Τις απόψεις της ανωτέρω φορολογικής αρχής.

7. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α2, όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.

Επί της από 26.07.2018 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής του ' του , Α.Φ.Μ , η οποία κατατέθηκε εκπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Με την υπ' αριθ /2018 Πράξη Επιβολής Προστίμου Επί Παραβάσεων Τήρησης Βιβλίων και Έκδοσης Στοιχείων, διαχειριστικής χρήσης 01.01 - 31.12.2008, του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΙΖ' ΑΘΗΝΩΝ, επιβλήθηκε σε βάρος του προσφεύγοντα, πρόστιμο ύψους 4.280,00 €, λόγω λήψης α) δύο (2) εικονικών ως προς τη συναλλαγή φορολογικών στοιχείων, καθαρής αξίας 6.300,00 € πλέον φπα 1.197,00 €, από την επιχείρηση ' του " με Α.Φ.Μ , και β) ενός (1) εικονικού ως προς τη συναλλαγή φορολογικού στοιχείου, καθαρής αξίας 4.400,00 € πλέον φπα 836,00 €, από την επιχείρηση ' '' με Α.Φ.Μ , ήτοι συνολικής καθαρής αξίας 10.700,00 € πλέον φπα 2.033,00 και συνολικά 12.733,00, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 2§1, 12§1-9,11, 18§9 του Π.Δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.), που επισύρει τις κυρώσεις του άρθρου 5§10 του ν. 2523/1997, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει με το άρθρο 7§3 του ν. 4337/2015.

Ο προσφεύγων, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά την ακύρωση /τροποποίηση της παραπάνω Πράξης, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΙΖ' ΑΘΗΝΩΝ, προβάλλοντας τους παρακάτω λόγους:

1.έλλειψη υπαιτιότητας ως προς τη λήψη των εικονικών τιμολογίων

Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 63§1 του ν. 4174/2013 (Α' 170), ορίζεται ότι:

«Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης, οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης. Η αίτηση υποβάλλεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη ή παρέλειψε την έκδοσή της και πρέπει να αναφέρει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτημά του. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από τον υπόχρεο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν ή από τη συντέλεση της παράλειψης. Η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου»

Επειδή στο άρθρο 2 της ΠΟΛ.1064/12.4.2017 (ΦΕΚ 1440/τ. Β'/27.04.2017) Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι:

«1. Η ενδικοφανής προσφυγή ασκείται κατά πράξεων των φορολογικών αρχών, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών που αρχίζει από την κοινοποίηση της πράξεως ή τη συντέλεση της παράλειψης. Η εν λόγω προθεσμία αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου. Ειδικά για τους κατοίκους εξωτερικού η σχετική προθεσμία ορίζεται σε εξήντα (60) ημέρες (άρ. 63 παρ. 1 εδ. γ',δ',ε' Κ.Φ.Δ.).

Επειδή, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Ν. 4174/2013 σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 2 της ΠΟΛ.1064/12-04-2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ 1440/τ. Β'/27.04.2017), η ενδικοφανής προσφυγή ασκείται κατά πράξεων των φορολογικών αρχών, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών που αρχίζει από την κοινοποίηση της πράξης ή τη συντέλεση της παράλειψης (επί σιωπηρής αρνητικής απόρριψης).

Επειδή, το εμπρόθεσμο ή μη της άσκησης προσφυγής αποτελεί προϋπόθεση που αφορά στο νόμιμο της εισαγωγής της διαφοράς στο δικαστήριο, δηλαδή στο τύποις παραδεκτό αυτής, ενώ, περαιτέρω, συνιστά θέμα αναγόμενο στη δημόσια τάξη αυτεπάγγελτα και υποχρεωτικά εξεταζόμενο από το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου απευθύνεται αυτή (ΣτΕ 2200/1980, ΣτΕ 1067/1982, ΣτΕ 3275/1991) και δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής ένστασης από τον αντίδικο (Σ.τ.Ε. 415/1980). Μετά δε την πάροδο της, ex lege, τασσόμενης προθεσμίας, η οποία, ως δικονομική, είναι ανατρεπτική, η άσκηση της προσφυγής είναι απαράδεκτη. Κατά γενική, όμως, αρχή του δικαίου, αναστέλλεται η λήξη της προθεσμίας αυτής σε περίπτωση συνδρομής ανωτέρας βίας, εξαιτίας της οποίας καθίσταται αδύνατη η άσκηση της προσφυγής, η δε αναστολή αυτή διαρκεί καθ' όλο το χρονικό διάστημα που διαρκεί η ανωτέρα βία (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2097/1979 Ολομ., ΣτΕ 361/1992 Ολομ., ΣτΕ 2049/1992 ΣτΕ 210/1994). Κατά συνέπεια, εάν προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον προσφεύγοντα ότι συνέτρεξε λόγος ανωτέρας βίας, ο οποίος τον εμπόδισε να ασκήσει την προσφυγή του εμπρόθεσμα, συγχωρείται η εκπρόθεσμη άσκηση αυτής. Εξάλλου, ανωτέρα βία συνιστά κάθε γεγονός απρόβλεπτο, συντρέχον στο πρόσωπο είτε του διαδίκου είτε του πληρεξουσίου δικηγόρου του, το οποίο δεν μπορούσε να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης και το οποίο, στη συγκεκριμένη εκάστοτε περίπτωση, κατέστησε αδύνατη την άσκηση της προσφυγής εντός της ανωτέρω ανατρεπτικής προθεσμίας (πρβλ. ΣτΕ 2546/2008, 604/2004, 1609/2002). Ως ανωτέρα βία νοείται και η απρόβλεπτη και αιφνίδια ασθένεια του δικηγόρου που υπογράφει το δικόγραφο ως πληρεξούσιος του διαδίκου, εξ αιτίας της οποίας ο δικηγόρος δεν ήταν σε θέση να καταθέσει την προσφυγή ή να ειδοποιήσει εγκαίρως άλλο δικηγόρο ή τον εντολέα του, προκειμένου να καταθέσουν εμπροθέσμως την προσφυγή (πρβλ. ΣτΕ 297/2010, 3379/2005, 823- 6/2001).

Επειδή, εξάλλου, κατά γενική αρχή του δικαίου, ανωτέρα βία, συνεπαγόμενη την αναστολή των προβλεπομένων από το νόμο ανατρεπτικών προθεσμιών για όσο χρόνο αυτή διαρκεί, συνιστά κάθε γεγονός απρόβλεπτο, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με άκρα σύνεση και επιμέλεια, συνεπεία του οποίου ο ενδιαφερόμενος τελεί σε πραγματική αδυναμία να επιμεληθεί των υποθέσεών του είτε αυτοπροσώπως, είτε δια τρίτου προσώπου

Επειδή, ο προσφεύγων, ισχυρίζεται, ότι, "Υποβάλλω δε εκπρόθεσμα την παρούσα σήμερα, για λόγους ανωτέρας βίας, ήτοι λόγω λόγω τυχαίου, αναπότρεπτου και απρόβλεπτου γεγονότος που έλαβε χώρα στο πρόσωπό μου ο εξαιτίας του οποίου εμποδίστηκα στην εμπρόθεσμη άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής μου (πρβλ. Ολομ. ΣτΕ. και Ολομ. ΣτΕ. 1470/19901470/1990), καθόσον σήμερα κατάφερα να επιστρέψω στην Αθήνα.

Ειδικότερα, εμποδίστηκα στην εμπρόθεσμη άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής μου (όφειλα να την καταθέσω ενώπιόν σας έως τη Δευτέρα, 23 Ιουλίου, καθόσον η αρχικώς καταληκτική ημερομηνία της 21η Ιουλίου συνέπεσε ημέρα Σάββατο), λόγω σοβαρής κατάστασης της υγείας μου, αφού την Παρασκευή, 20 Ιουλίου βρισκόμουν στην Πάτρα για οικογενειακούς λόγους, καθόσον εκεί διαμένουν η εν διαστάσει σύζυγός μου με το ανήλικο τέκνο μας. Το βράδυ της Κυριακής όμως, μου παρουσιάστηκαν ξαφνικά συμπτώματα έντονου πόνου στη ουροδόχο κύστη κι εν γένει στη βουβωνική χώρα, με εφίδρωση και αιματουρία, με αποτέλεσμα να μετακινούμαι πάρα πολύ δύσκολα".

Επειδή, ο προσφεύγων, προς απόδειξη των ισχυρισμού του, επικαλείται και προσκομίζει τα εξής:

" νωρίς το πρωί της επομένης ημέρας, ήτοι τη Δευτέρα 23 Ιουλίου, επισκέφτηκα εσπευσμένα τα επείγοντα περιστατικά του ΠΕΔΥ , όπου ο γενικός παθολόγος, , με παρέπεμψε άμεσα προς πραγματοποίηση εξετάσεων, όπως προκύπτει κι εκ του με αρ σχετικού παραπεμπτικού (σχετικό 01, 01α). Κατόπιν τούτου, παρέμεινα κλινήρης έως και την Τετάρτη 25 Ιουλίου, οπόταν και μεταφέρθηκα στην Αθήνα κι επισκέφτηκα τα εξωτερικά ιατρεία του ΓΝΑ (σχετικό 02, 2α, 2β), όπου μου συνεστήθη κι η ανάλογη φαρμακευτική αγωγή (σχετικό 03), ενώ συγχρόνως ειδοποίησα τον πληρεξούσιο δικηγόρο μου, ο οποίος παραθέριζε, ώστε να επιστρέψει εσπευσμένα στην Αθήνα και να υποβάλλει την παρούσα ενώπιον σας.

Ως εκ των ανωτέρω προκύπτει, η παρακώλυσή μου να τηρήσω την προθεσμία των 30 ημερών προς υποβολή της παρούσας, δεν οφείλεται σε δικό μου πταίσμα, ή ελαφρά μου αμέλεια, αλλά στο προπεριγραφέν γεγονός, το οποίο δεν δύνατο να αποτραπεί".

Επειδή, από τα ανωτέρω προσκομιζόμενα δικαιολογητικά, προκύπτουν τα παρακάτω:

Το ως άνω παραπεμπτικό, παραπέμπει τον προσφεύγοντα για εξετάσεις, και δει α. καλλιέργεια ούρων, 2. γενική εξέταση ούρων και 3. test ευαισθησίας μικροβίων στα αντιβιοτικά, τα δε αποτελέσματα αυτών π.χ. η καλλιέργεια ούρων είναι ''αρνητική'', η βεβαίωση από το ΓΝΑ , αναφέρει '' ο ασθενής εξετάστηκε σήμερα {25.07.2018} στο λόγω πιθανής τα δε σχετικά 02α και 02β συνιστούν φαρμακευτική αγωγή αντίστοιχα.

Επειδή, τα ανωτέρω, όμως, τα οποία προβάλλονται με την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής δεν στοιχειοθετούν την έννοια της ανωτέρας βίας, δηλαδή γεγονότος εξαιρετικά απρόβλεπτου και αιφνίδιου, συνεπεία του οποίου ο προσφεύγων τελεί σε πραγματική αδυναμία να επιμεληθεί της υπόθεσής του είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω τρίτων προσώπων.

Τούτο δε διότι από τις ανωτέρω ιατρικές βεβαιώσεις, αυτές και μόνο (πρβλ. ΣτΕ 1023/2012, 4017/2011, 297/2010), ενόψει και του ότι αφ' ενός συνετάγησαν κατόπιν όχι μεταφοράς ή διακομιδής με ασθενοφόρο ή με τρίτο πρόσωπο αλλά αυτοπρόσωπης προσελεύσεως του ως άνω προσφεύγοντα στα προαναφερθέντα επείγοντα περιστατικά του ΠΕΔΥ [την 23.07.2018] και στα εξωτερικά ιατρεία του ΓΝΑ [την 25.07.2018](πρβλ. ΣτΕ 1327/2013, 1023/2012, 4017/2011) δεν δύναται να θεμελιωθεί η συναγωγή ασφαλούς συμπεράσματος περί του ότι συνέτρεξαν πράγματι λόγοι ανωτέρας βίας στο πρόσωπό του, δεδομένου ότι από τα βεβαιούμενα στις εν λόγω ιατρικές βεβαιώσεις δεν προκύπτει ούτε ότι ήταν πράγματι απολύτως αδύνατον_(πρβλ. ΣτΕ 169/2007, 423/2004) για τον ίδιο να ανεύρει άλλο άτομο, προκειμένου να καταθέσει την ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., ούτε βεβαιώνεται, ότι κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του, παρέμεινε κλινήρης ή κατάκοιτος, γεγονότα τα οποία ήταν ικανά να παρεμποδίσουν την τηλεφωνική επικοινωνία του με οποιονδήποτε ή με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του νωρίτερα της 25ης Ιουλίου (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2618/2009, 4017/2011 7μ., 1023/2012, 4871/2014, 2225/2015 - 2242/2016).

Πέραν των ανωτέρω, διαπιστώνεται, ότι, η ενδικοφανής προσφυγή υπογράφεται "ο προσφεύγων δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του φέρει δε την σφραγίδα ' ", καθώς και την υπογραφή του, με ημερομηνία "Αθήνα, 17-07-2018", ήτοι σε χρόνο προγενέστερο των ''γεγονότων'' που περιγράφει.

Τούτο δε, αποδεικνύει, ότι ο προσφεύγων αν είχε δείξει την δέουσα επιμέλεια, θα μπορούσε να είχε καταθέσει την ενδικοφανή προσφυγή εμπροθέσμως , καθόσον γνώριζε ότι η αρχικώς καταληκτική ημερομηνία υποβολής ήταν η 21.07.2018 ημέρα Σάββατο.

Συνεπώς, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντα πρέπει να απορριφθεί, γιατί δεν αποδεικνύεται η συνδρομή λόγου ανωτέρας βίας.

Επειδή, η προσβαλλόμενη Πράξη Επιβολής Προστίμου κοινοποιήθηκε νόμιμα, την 21.06.2018 και κατά συνέπεια η προβλεπόμενη από το νόμο τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής αρχίζει την 22.06.2018 και λήγει την 23.07.2018 ημέρα Σάββατο, οπότε η προθεσμία μεταφέρεται την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα, ήτοι την 23.07.2018 ημέρα Δευτέρα.

Επειδή, η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα την 26..07.2018, ήτοι μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της ως άνω πράξης, και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Αποφασίζουμε

την απόρριψη της με αριθ. πρωτ /26.07.2018 ενδικοφανούς προσφυγής του 'του , Α.Φ.Μ , ως απαραδέκτου υποβληθείσα.

Η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί από αρμόδιο όργανο με τη νόμιμη διαδικασία στον υπόχρεο.


ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΔ/ΝΣΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΑΚΟΣ

Ακριβές Αντίγραφο
Ο/Η Υπάλληλος του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης

Σ η μ ε ί ω σ η: Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.

ΑΠ 1303/2018 Καταγγελία σύμβασης εργασίας για λόγους αντεκδικήσεως. 'Αρνηση εργαζομένου να αποδεχθεί τη μονομερή εκ μέρους του εργοδότη βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας του

$
0
0

Αριθμός 1303/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Περίληψη
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 174, 180, 281, 288, 349, 350, 361, 648, 652, 656, 669 ΑΚ και 7 εδ. α ν. 2112/1920 προκύπτει ότι: Η καταγγελία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και γι’ αυτό δεν είναι απαραίτητο να δικαιολογείται από τον καταγγέλλοντα. Αποτελεί όμως ενάσκηση δικαιώματος και κατά συνέπειαν είναι απαγορευμένη όταν γίνεται καταχρηστικά, δηλαδή υπό περιστάσεις οι οποίες στοιχειοθετούν προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε, ο δε εργοδότης, αρνούμενος να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του εργαζομένου, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται στην καταβολή του μισθού προς αυτόν. Η καταγγελία είναι καταχρηστική και όταν γίνεται από λόγους αντεκδικήσεως ή εχθρότητας συνεπεία προηγούμενης συμπεριφοράς του εργαζόμενου, νόμιμης μεν αλλά μη αρεστής στον εργοδότη.
Αντίθετα η καταγγελία δεν θεωρείται καταχρηστική όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζομένου ή την παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων. Ως παράβαση όμως των συμβατικών υποχρεώσεων του εργαζομένου δεν μπορεί να νοηθεί το ότι αυτός αρνείται να αποδεχθεί τη μονομερή εκ μέρους του εργοδότη βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας του. Στην περίπτωση αυτή η καταγγελία που αληθώς γίνεται για το λόγο αυτό διατηρεί την καταχρηστικότητά της (ΑΠ 315/2014).



Β1’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Στυλιανή Γιαννούκου, Χαράλαμπο Μαχαίρα και Μαρία Νικολακέα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..." που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηρακλή Τσάγκα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) α) Ι. Μ. του Κ., χήρας Ι. Ρ. ατομικά και ως προσωρινής δικαστικής συμπαραστάτριας της θυγατέρας της Ρ.-Σ. Ρ. του Ι. και β) Μ.-Χ. Ρ. του Ι., κατοίκων ..., ως μόνων εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος αρχικά πρώτου αναιρεσιβλήτου Ι. Ρ., 2) Χ. Κ. του Α., κατοίκου ... και 3) Ι. Π. του Χ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αχιλλέα Κοτσώνα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-5-2012 αγωγή του ήδη αποβιώσαντος αρχικά πρώτου αναιρεσιβλήτου Ι. Ρ. και των ήδη δευτέρου και τρίτου αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λιβαδειάς.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 32/2013 του ίδιου δικαστηρίου και 17/2014 του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας (μεταβατικής έδρας Λιβαδειάς).
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 6-12-2014 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Νικολακέα ανέγνωσε την από 18-1-2016 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α, 287 και 291 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 παρ.1 του ίδιου κώδικα και στην αναιρετική δίκη, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται αν μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου διακοπής με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξεως. Η δίκη που διακόπηκε μπορεί να επαναληφθεί εκουσίως ρητώς με δήλωση των κληρονόμων του θανόντος στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως προς συζήτηση, ακόμα και ταυτόχρονα με τη δήλωση διακοπής, εφόσον παρίσταται ο αντίδικος, είτε με την επίδοση ιδιαιτέρου δικογράφου ή και με εξώδικη δήλωση αλλά και σιωπηρώς με την κοινοποίηση κλήσεως προς συζήτηση της υποθέσεως (Α.Π. 43/2014). Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται για συζήτηση η από 6-12-2014 αίτηση για αναίρεση της 17/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας (μεταβατικής έδρας Λιβαδειάς), η οποία στρέφεται κατά των Ι. Ρ., Χ. Κ. και Ι. Π.. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης νόμιμη μετά από αναβολή δικάσιμο αυτής (24-1-2017), δεν εμφανίσθηκε ο πρώτος αναιρεσίβλητος Ι. Ρ. αλλά οι Ι. Μ. του Κ. χήρα Ι. Ρ., ατομικά και ως προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια της θυγατέρας της Ρ.-Σ. Ρ. του Ι., καθώς και η Μ.-Χ. Ρ. του Ι., σύζυγος και θυγατέρες του αντίστοιχα, οι οποίες με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Β. Κ. που είχε καταχωρηθεί στα πρακτικά κατά τη δικάσιμο της 2-2-2016, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση για τις 24-5-2016 και από εκείνη για την πιο πάνω δικάσιμο (24-1-2017), είχαν γνωστοποιήσει στην αντίδικο αυτών αναιρεσείουσα τη βιαία διακοπή της δίκης για το λόγο ότι στις 21-1-2015, δηλαδή μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως που έλαβε χώρα στις 9-12-2014, απεβίωσε ο αρχικά πρώτος αναιρεσίβλητος, δήλωσαν δε ότι επαναλαμβάνουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη ως μόνες εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του. Εφόσον δε η ιδιότητα αυτών ως μόνων εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αρχικά πρώτου αναιρεσιβλήτου δεν αμφισβητείται αλλά αντίθετα αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από αυτές έγγραφα (απόσπασμα της ...-1-2015 ληξιαρχικής πράξεως θανάτου της Ληξιάρχου της ..., .../2015 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του ..., ...1-2017 πιστοποιητικό μη αποποιήσεως κληρονομίας της γραμματέως του Ειρηνοδικείου Λιβαδειάς, .../4-2-2015 και ...-2-2015 πιστοποιητικά μη δημοσιεύσεως διαθήκης των γραμματέων του Πρωτοδικείου Αθηνών και του Ειρηνοδικείου Λιβαδειάς αντίστοιχα) η βιαίως διακοπείσα δίκη νομίμως επαναλαμβάνεται και συνεχίζεται από αυτές. Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι στο έγγραφο της αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ. θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Ειδικά για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως για παραβίαση από το δικαστήριο της ουσίας κανόνων ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. α Κ.Πολ.Δ.) πρέπει να καθορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου. Αν δε το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση στην ουσία της πρέπει να εκτίθενται και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου (Ολ. Α.Π. 20/2005). Στην προκειμένη περίπτωση με το μόνο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια, για δε τη θεμελίωσή του παραθέτει τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως και αναφέρει τις φερόμενες ως παραβιασθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, ήτοι εκείνες των άρθρων 174, 281, 288 και 652 Α.Κ., όχι όμως και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή τους αλλά μόνο απαράδεκτες αιτιάσεις για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

Συνεπώς ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Σε κάθε περίπτωση, και αν ακόμα κρινόταν παραδεκτός ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, πρέπει να σημειωθούν τα εξής:

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 174, 180, 281, 288, 349, 350, 361, 648, 652, 656, 669 ΑΚ και 7 εδ. α ν. 2112/1920 προκύπτει ότι: Η καταγγελία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και γι’ αυτό δεν είναι απαραίτητο να δικαιολογείται από τον καταγγέλλοντα. Αποτελεί όμως ενάσκηση δικαιώματος και κατά συνέπειαν είναι απαγορευμένη όταν γίνεται καταχρηστικά, δηλαδή υπό περιστάσεις οι οποίες στοιχειοθετούν προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε, ο δε εργοδότης, αρνούμενος να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του εργαζομένου, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται στην καταβολή του μισθού προς αυτόν. Η καταγγελία είναι καταχρηστική και όταν γίνεται από λόγους αντεκδικήσεως ή εχθρότητας συνεπεία προηγούμενης συμπεριφοράς του εργαζόμενου, νόμιμης μεν αλλά μη αρεστής στον εργοδότη.
Αντίθετα η καταγγελία δεν θεωρείται καταχρηστική όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζομένου ή την παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων. Ως παράβαση όμως των συμβατικών υποχρεώσεων του εργαζομένου δεν μπορεί να νοηθεί το ότι αυτός αρνείται να αποδεχθεί τη μονομερή εκ μέρους του εργοδότη βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας του. Στην περίπτωση αυτή η καταγγελία που αληθώς γίνεται για το λόγο αυτό διατηρεί την καταχρηστικότητά της (Α.Π. 315/2014).

Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφασή του το εφετείο δέχθηκε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: "Οι ενάγοντες [ήδη αναιρεσίβλητοι] προσελήφθησαν ο πρώτος την 1-7-2008, ο δεύτερος την 30-6-2009 και ο τρίτος την 3-9-2007 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την εναγόμενη [ήδη αναιρεσείουσα] εταιρεία, η οποία διατηρεί εργοστάσιο παραγωγής πλαστικών, βυτίων, δεξαμενών κ.λπ. στο 5 χιλ. Π.Ε.Ο. Λιβαδειάς - Θηβών, προκειμένου να εργασθούν ως οδηγοί φορτηγού, με ωράριο οκτώ ώρες ημερησίως, με πενθήμερη εργασία, έναντι μηνιαίων αποδοχών το έτος 2012 ο πρώτος 1.167 ευρώ (βασικός μισθός + επίδομα γάμου + επίδομα 2 τέκνων), ο δεύτερος 1.118,95 ευρώ (βασικός μισθός + επίδομα γάμου + επίδομα 1 τέκνου) και ο τρίτος 1.264,9 ευρώ (βασικός μισθός + επίδομα γάμου + επίδομα 2 τέκνων + επίδομα πολυετίας). Στις 30 Μαΐου 2011 ο πρώτος και ο δεύτερος αυτών προσέφυγαν στην Επιθεώρηση Εργασίας, όπου και δήλωσαν τα ακόλουθα: "...υπάρχει έντονη φημολογία και από υπαλλήλους γραφείων ότι επίκειται απόλυσή τους, την οποία απόλυση ή απειλή απόλυσης θεωρούν ως άσκηση ψυχολογικής βίας προκειμένου να αποδεχθούν βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους, μείωση μισθού και ωραρίου και να μην διεκδικήσουν νόμιμες αποδοχές, υπερωρίες, νυχτερινά, εργασία Σαββάτου...". Η εναγομένη δήλωσε επ’ αυτού ότι "...δεν έχει προβεί σε καμία καταγγελία της σύμβασης εργασίας με τους εργαζόμενους και συνεχίζεται κανονικά η εργασιακή τους σχέση...". Στις 9 Φεβρουαρίου 2012 ο πρώτος και ο τρίτος των εναγόντων κατέθεσαν ενόρκως ενώπιον του συμβολαιογράφου Λιβαδειάς Κ. Κ., στην... .../9-2-2012 ένορκη βεβαίωσή τους, σε δικαστική αντιδικία που υπήρχε μεταξύ της τελευταίας και του εργαζομένου της και συναδέλφου τους Φ. Μ., ο οποίος είχε ασκήσει εναντίον της εναγομένης την από 2 Σεπτεμβρίου 2011 αγωγή του, ότι τόσο οι ίδιοι όσο και ο Φ. Μ. εξοφλούνταν κανονικά για τις αποδοχές και τις υπερωρίες τους. Συγκεκριμένα στην εν λόγω ένορκη βεβαίωσή τους ανέφεραν τα ακόλουθα: "...ικανοποιημένοι από τις συνθήκες εργασίας, ...εξοφλούνται για τις νόμιμες αποδοχές τους, ...και για τις υπερωρίες... ο Φ. Μ. αμειβόταν κι αυτός κανονικά... χωρίς ποτέ να έχει διαμαρτυρηθεί..., η εταιρεία ήταν συνεπής σε ό,τι είχαμε συμφωνήσει...". Όπως αποδεικνύεται όμως... η παραπάνω ένορκη βεβαίωση έγινε από τους πρώτο και τρίτο των εναγόντων κατόπιν πιέσεων της εναγόμενης και με το φόβο της απολύσεώς τους από αυτήν... Στη συνέχεια όμως και συγκεκριμένα στις 23 Φεβρουαρίου 2012 οι πρώτος και τρίτος των εναγόντων για λόγους συνειδήσεως μετέβαλαν γνώμη και απέστειλαν στην εναγομένη την από 23 Φεβρουαρίου 2012 εξώδικη δήλωση- πρόσκλησή τους, η οποία επιδόθηκε στην τελευταία την επόμενη μέρα, με την οποία της ζητούσαν να μη χρησιμοποιήσει την ως άνω ένορκη βεβαίωση, δηλώνοντας παραλλήλως ότι όλα όσα κατέθεσαν και περιέχονταν σ’ αυτήν εις βάρος του συναδέλφου τους και αντιδίκου της ήταν ψευδή. Κατόπιν αυτών μετά την πάροδο ελαχίστων ημερών, στις 28 Φεβρουαρίου 2012, η εναγομένη επέδωσε στους ενάγοντες την από 22 Φεβρουαρίου 2012 εξώδικη πρόσκλησή της, με την οποία τους καλούσε να αποδεχθούν πρότασή της για εκ περιτροπής εργασία δύο ημερών την εβδομάδα ο καθένας, επικαλούμενη προβλήματα στο εμπορικό της τμήμα εξαιτίας της ραγδαίας πτώσεως των πωλήσεων από την οικονομική κρίση, ενώ τους επεσήμανε ότι διαφορετικά θα ήταν υποχρεωμένη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας τους.

Οι ενάγοντες την επομένη ημέρα της απάντησαν εγγράφως ότι αρνούνται την πρότασή της. Αυθημερόν η εναγομένη κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας τους, τις οποίες οι εναγόμενοι παρέλαβαν με επιφύλαξη. Σύμφωνα με τα παραπάνω η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας των εναγόντων από την εναγομένη έγινε μόνο από λόγους εμπάθειας και εκδικητικότητας της τελευταίας, λόγω της προηγηθείσας ως άνω μη αρεστής σ’ αυτήν συμπεριφοράς των εναγόντων, η οποία απέβλεπε αποκλειστικώς και μόνο στην προστασία με νόμιμο τρόπο των δικαιωμάτων τους και στην υποστήριξη των δικαιωμάτων του συναδέλφου τους. Η τελευταία ισχυρίζεται ότι προέβη στην απόλυση των εναγόντων λόγω της μεγάλης πτώσεως των πωλήσεων και συνακολούθως της μειώσεως των δρομολογίων των φορτηγών της, αφού αυτοί δεν αποδέχθηκαν την πρόταση της για εκ περιτροπής εργασία.

Ο ισχυρισμός της όμως αυτός δεν αποδεικνύεται ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν. Και τούτο διότι αυτή, πλέον του ότι δεν αποδείχθηκε ότι ακολούθησε όλη τη νόμιμη και απαιτούμενη διαδικασία για την ενημέρωση των εργαζομένων της για εκ περιτροπής εργασία αυτών... δεν αποδείχθηκε ότι κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο πρότεινε εκ περιτροπής εργασία και στους άλλους δύο οδηγούς που απασχολούσε από το έτος 2010 Κ. Κ. και Ν. Κ.... Εκτός αυτών λίγους μήνες πριν την απόλυση των εναγόντων η εναγομένη δεν έκανε λόγο στην Επιθεώρηση Εργασίας για οποιουδήποτε είδους προβλήματα και δήλωνε ότι η εργασιακή σχέση με τους ενάγοντες θα συνεχισθεί κανονικά.

Όπως ήδη προαναφέρθηκε η εναγόμενη ουδόλως ακολούθησε την προβλεπόμενη διαδικασία για την πρόταση στους εργαζομένους της εκ περιτροπής εργασίας τους αλλά αυτή αυθαιρέτως το πρότεινε στους ενάγοντες και μόλις αυτοί αρνήθηκαν άνευ ετέρου προέβη στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας τους. Αποδεικνύεται κατόπιν αυτών ότι η καταγγελία αυτή έγινε αποκλειστικώς και μόνο λόγω της προαναφερθείσας αναλυτικώς συμπεριφοράς των εναγόντων, η οποία δεν ήταν αρεστή στην εναγομένη και δεν στηριζόταν σε νομίμους λόγους.

Ως εκ τούτου η εν λόγω καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του σχετικού δικαιώματος της εναγομένης και συνεπώς είναι καταχρηστική κατ’ άρθρον 281 του Α.Κ. και άκυρη σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 Α.Κ. Ενόψει αυτού η εναγόμενη πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στους ενάγοντες τις οφειλόμενες για την αιτία αυτή αποδοχές υπερημερίας, δεδομένου ότι μεταξύ των διαδίκων υφίστατο έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η οποία δεν λύθηκε με νόμιμο τρόπο και η εναγομένη αρνήθηκε να αποδεχθεί εφεξής τις πραγματικές και προσήκουσες υπηρεσίες των εναγόντων, περιερχόμενη έτσι σε κατάσταση υπερημερίας εργοδότη, έχοντας περαιτέρω την υποχρέωση να καταβάλλει στους τελευταίους τις αποδοχές τις οποίες εκείνοι θα ελάμβαναν σύμφωνα με την εργασιακή σύμβαση και το νόμο εάν δεν μεσολαβούσε η άρνηση της εναγομένης να αποδεχθεί τις υπηρεσίες τους. Ως εκ τούτου οι ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν για το χρονικό διάστημα από 29-2-2012 έως 29-11-2012 ο πρώτος συνολικό ποσό 10.503 ευρώ, ο τρίτος [προδήλως εννοείται: ο δεύτερος] συνολικό ποσό 10.071 ευρώ και ο τρίτος συνολικό ποσό 11.385 ευρώ. Τέλος ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο τρίτος των εναγόντων αμέσως μετά τη απόλυσή του από αυτήν απασχολήθηκε από άλλον εργοδότη, είναι απορριπτέος ως αόριστος καθόσον δεν αναφέρεται ποιος είναι ο εργοδότης αυτός".


Με βάση αυτές τις παραδοχές το εφετείο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση της εναγομένης κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, είχε αναγνωρισθεί η ακυρότητα της εκ μέρους της εναγομένης από 29-2-2012 καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων, είχε υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες τους και να τους καταβάλει τα ποσά των 10.503, 10.071 και 11.385 ευρώ αντίστοιχα με το νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες σ’ αυτήν διακρίσεις. Έτσι που έκρινε το εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 174, 281, 288 και 652 Α.Κ. αφού με βάση τα δεκτά γενόμενα από αυτό ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά η εκ μέρους της εναγομένης καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων ήταν καταχρηστική και συνακόλουθα άκυρη διότι έγινε από λόγους αντεκδικήσεως εξαιτίας νόμιμης μεν, μη αρεστής όμως σ’ αυτήν (την εναγομένη) συμπεριφοράς τους και συγκεκριμένα διότι: α) οι πρώτος και δεύτερος προσέφυγαν στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας παραπονούμενοι για άσκηση "ψυχολογικής βίας" εκ μέρους της εναγομένης με την κυκλοφορία φημών για απολύσεις εργαζομένων της, β) οι πρώτος και τρίτος επέδωσαν στην εναγομένη εξώδικη δήλωση με την οποία ανακαλούσαν ως αναληθή ένορκη βεβαίωση που είχαν δώσει υπό το φόβο της απολύσεώς τους σε βάρος άλλου συναδέλφου τους, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σε δίκη μεταξύ της εναγομένης και του συναδέλφου τους εκείνου και γ) και οι τρεις αρνήθηκαν να συναινέσουν στη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων των συμβάσεων εργασίας τους, την οποία αυτή επιχείρησε να τους επιβάλει μετά τις προαναφερθείσες με τα στοιχεία α και β νόμιμες ενέργειές τους. Επομένως, και αν ακόμα ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως κρινόταν παραδεκτός, θα ήταν απορριπτέος ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η υπό κρίση αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6-12-2014 αίτηση για αναίρεση της 17/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας (μεταβατικής έδρας Λιβαδειάς).
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Μαΐου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 23 Ιουλίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.1049/2019 Παράταση καταβολής βεβαιωμένων οφειλών για την αντιμετώπιση των έκτακτων αναγκών που προέκυψαν από την εκδήλωση σεισμού την 26.10.2018 στην Περιφερειακή Ενότητα Ζακύνθου της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων.

$
0
0

Αριθμ. Α. 1049

Παράταση καταβολής βεβαιωμένων οφειλών για την αντιμετώπιση των έκτακτων αναγκών που προέκυψαν από την εκδήλωση σεισμού την 26.10.2018 στην Περιφερειακή Ενότητα Ζακύνθου της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων.

Τεύχος Β’ 382/12.02.2019

Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 1284/1982 (114Α΄), όπως ισχύει, με τις οποίες εξουσιοδοτείται ο Υπουργός Οικονομικών να παρατείνει, με αποφάσεις του που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σε εξαιρετικές περιπτώσεις τις προθεσμίες καταβολής των βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο και Τρίτους που εισπράττονται από τις Δ.Ο.Υ.
2. Την απόφαση Υπουργού Οικονομικών ΠΟΛ.1203/30-10-2018 (4869Β΄/31.10.2018).
3. Τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (90 Α΄ - Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύουν.
4. Τις διατάξεις του ν. 4174/2013 (170Α΄ - Κ.Φ.Δ.), όπως ισχύουν.
5. Το π.δ. 142/2017 (181Α΄) «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών».
6. Την αριθμ. Δ.ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017 (968Β΄) απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)», όπως ισχύει.
7. Το π.δ. 125/2016 (210Α΄) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
8. Την αριθμ. ΥΠΟΙΚ 0010218 ΕΞ 2016 (3696Β΄) απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Οικονομικών Αικατερίνη Παπανάτσιου».
9. Τις διατάξεις του ν. 4389/2016 (94Α΄) «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις», ιδίως το άρθρο 41.
10. Την αριθμ. 8054/27.10.2018 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας, με την οποία κηρύχθηκε σε κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης Πολιτικής Προστασίας έως και 28.01.2019 η Π.Ε. Ζακύνθου της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων.
11. Την αριθμ. 478/21.01.2019 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας (ΑΔΑ: 6ΨΠΡ46ΜΚ6Π- Ψ5Γ), με την οποία παρατάθηκε η κήρυξη σε κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης Πολιτικής Προστασίας της Π.Ε. Ζακύνθου της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων για τρεις (3) μήνες, ήτοι έως και 29 Απριλίου 2019.
12. Το γεγονός ότι εν λόγω σεισμική δόνηση είχε ως αποτέλεσμα να απορρυθμιστεί η κοινωνική και οικονομική ζωή στην ανωτέρω περιοχή.
13. Το γεγονός ότι από την απόφαση αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:

Παρατείνεται έως και την 30η Απριλίου του 2019 η προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 1 της Απόφασης Υπουργού Οικονομικών ΠΟΛ 1203/2018.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 5 Φεβρουαρίου 2019
Η Υφυπουργός
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ

Εγκύκλιος ΕΦΚΑ 6/2019 Εξαίρεση των μη μισθωτών ασφαλισμένων του ΕΦΚΑ από την καταβολή εισφορών κλάδου υγείας, κατά τη διάρκεια της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας

$
0
0

Αθήνα, 13/2/2019
Αρ.πρωτ.: Δ.ΑΣΦ./116/182830

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ



ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
Δ/ΝΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Ταχ. Δ/νση: Σατωβριάνδου 18
10432 Αθήνα
Πληροφορίες: Β. Ρεσίτη
Τηλέφωνο: 210 - 5285580
fax:210 - 5229840
e-mail:tm.asfalisis@efka.gov.gr

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ: 6

ΘΕΜΑ: "Εξαίρεση των μη μισθωτών ασφαλισμένων του ΕΦΚΑ από την καταβολή εισφορών κλάδου υγείας, κατά τη διάρκεια της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας"


Σχετ.: 1) οι διατάξεις των άρθρων 22 & 23 του ν.4529/2018 (Α'56)
2) Το αρ. πρωτ. Φ. 40021/οικ. 18530/1001/2018 έγγραφο της Δ/νσης Ειδικότερων Θεμάτων Ασφάλισης & Παροχών της Γ.Γ.Κ.Α. (ΑΔΑ: 6ΗΕ3465Θ1Ω-ΔΤΞ)
3) η αρ. 5/2019 εγκύκλιος ΕΦΚΑ

Με τις ως άνω σχετικές διατάξεις, προσδιορίστηκαν οι προϋποθέσεις υπαγωγής στην ασφάλιση για υγειονομική περίθαλψη και οι προϋποθέσεις χορήγησης ασφαλιστικής ικανότητας των ενταχθέντων στον Ε.Φ.Κ.Α. κλάδων, τομέων και λογαριασμών υγείας.

Με την ως άνω εγκύκλιο ΕΦΚΑ (5/2019), δόθηκαν οδηγίες για τις προϋποθέσεις, τη διαδικασία και τις ενέργειες των Υπηρεσιών ΕΦΚΑ για την εξαίρεση ασφαλισμένων από την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών κλάδου υγείας ΕΦΚΑ, λόγω παράλληλης ασφάλισης σε φορείς εκτός ΕΦΚΑ.

Πέραν των ανωτέρω, σύμφωνα με τις κοινοποιούμενες διατάξεις της παρ.4, δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 23, του ν.4529/2018, προβλέπεται ότι οι μη μισθωτοί, οι οποίοι εκπληρώνουν την υποχρεωτική στρατιωτική τους θητεία, εξαιρούνται από την καταβολή εισφοράς υπέρ υγειονομικής περίθαλψης του Ε.Φ.Κ.Α. για όλο το χρονικό διάστημα της θητείας τους.

Για την ενιαία εφαρμογή και διαχείριση των ως άνω περιπτώσεων εξαίρεσης, παρέχονται οι πιο κάτω οδηγίες:

ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

Ως έναρξη ισχύος της διάταξης, ορίζεται η 1/3/2018, (άρθρ.23 παρ.8 δευτ.εδάφιο).

Αιτήσεις που έχουν υποβληθεί μετά την ημερομηνία αυτή, αντιμετωπίζονται σύμφωνα με την νέα διάταξη.

Για αιτήσεις που έχουν υποβληθεί από 1/1/2017 έως 28/2/2018, θα ακολουθήσουν νεώτερες οδηγίες.

Τέλος, αιτήσεις που έχουν υποβληθεί πριν την 31/12/2016 και έχουν κριθεί ή εκκρεμούν, αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τις προϋφιστάμενες γενικές ή ειδικές διατάξεις.

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

Για την άσκηση του δικαιώματος εξαίρεσης λόγω στράτευσης, θα πρέπει να συντρέχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
- Υποβολή σχετικού αιτήματος
- Ενεργή ασφάλιση στον ΕΦΚΑ με ιδιότητα Μη Μισθωτού, για όλο το χρονικό διάστημα στρατιωτικής θητείας ή μέρος αυτής.
- Αποδεδειγμένη περίοδος στρατιωτικής θητείας.

ΕΝΑΡΞΗ-ΛΗΞΗ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ

Η έναρξη εξαίρεσης ανατρέχει την 1η του μήνα της στράτευσης ενώ η λήξη, την τελευταία
ημερολογιακή ημέρα του μήνα λήξης της θητείας.

ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ-ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

- Για την άσκηση του δικαιώματος υποβάλλεται σχετικό αίτημα στην αρμόδια Υπηρεσία ΕΦΚΑ. Το αίτημα υποβάλλεται κατά την έναρξη της στρατιωτικής θητείας και όχι αργότερα από την ημερομηνία λήξης της.
- Το αίτημα συνοδεύεται από βεβαίωση της Στρατολογικής Υπηρεσίας, από την οποία προκύπτουν γενικά στοιχεία στράτευσης του ασφαλισμένου και, οπωσδήποτε, η χρονική διάρκεια της θητείας.
- Ελέγχεται ο ενεργός ασφαλιστικός δεσμός με ιδιότητα Μη Μισθωτού.
- Εκδίδεται απόφαση εξαίρεσης κλάδου υγείας
- Η περίοδος εξαίρεσης απεικονίζεται στο Μηχανογραφικό Σύστημα "Ασφάλιση-Έσοδα", σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν δοθεί με το αρ.πρωτ.ΔΙΕΙΣΦΜΜ/91/156557/6-2-2019 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Εισφορών.

Επισημαίνεται ότι, σε περίπτωση αναστολής της θητείας, ή τροποποίησης του αρχικού διαστήματος διάρκειας στρατιωτικής θητείας οι ασφαλισμένοι θα πρέπει απαραίτητα να προσκομίζουν σχετική βεβαίωση, ή Πιστοποιητικό Τύπου Α΄, προκειμένου να οριστικοποιηθεί ορθά το χρονικό διαστήματος της εξαίρεσης.

Με την ευθύνη των Προϊσταμένων Διευθύνσεων και Τμημάτων, να ενημερωθεί το προσωπικό της αρμοδιότητάς σας.




Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ
ΛΑΜΠΡΟΣ ΣΕΜΠΟΣ
 
Ακριβές Αντίγραφο
Η ΠΡ/ΝΗ ΑΥΤ/ΛΟΥΣ ΤΜ/ΤΟΣ ΔΙΟΙΚ.ΜΕΡΙΜΝΑΣ
ΕΛΕΝΗ ΤΣΙΟΥΤΣΙΑ

Viewing all 7448 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>