Αθήνα, 3 Μαρτίου 2019
Αρ. Πρωτ.: Ο ΔΕΑΦ Α 1050096 ΕΞ2019/3-3-2019
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ – ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΛΑΒΕΙ Α.Δ.Α.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛ. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α’
Ταχ. Δ/νση : Καρ.Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας : 10184 Αθήνα
Τηλέφωνο : 210 3375314-316
Fax : 210 3375001
E-Mail : d12.a@yo.syzefxis.gov.gr
Url : www.aade.gr
ΘΕΜΑ: Επιστροφή παρακρατηθέντος φόρου στις περιπτώσεις όπου εκ παραδρομής έγινε παρακράτηση φόρου 20% σε οικονομικές επιβραβεύσεις προς αθλητές / προπονητές που σημείωσαν εξαιρετικές αγωνιστικές διακρίσεις
Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
1. Όπως έχει διευκρινιστεί με την ΠΟΛ.1094/2015 εγκύκλιο, ως χρηματικά βραβεία που δεν εμπίπτουν στο εννοιολογικό πεδίο καμίας κατηγορίας εισοδήματος του ν. 4172/2013 νοούνται τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται σε φυσικά πρόσωπα ως χρηματικοί έπαινοι ή χρηματικά έπαθλα από το Δημόσιο ή άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς (π.χ. Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ., οργανισμούς, ιδρύματα, κοινωφελείς περιουσίες του ν. 4182/2013, ιδιωτικές επιχειρήσεις κλπ), για την ηθική και υλική αμοιβή τους καθώς και την αναγνώριση και επιδοκιμασία των ατομικών ικανοτήτων ή επιδόσεων ή αρετών τους.
Τα χρηματικά βραβεία για να εξαιρεθούν από το φόρο εισοδήματος δεν πρέπει να αποτελούν κέρδος ή ωφέλεια για τους δικαιούχους από προσφερόμενη εργασία, αλλά απλώς να συμβολίζουν την αναγνώριση της προσπάθειας των βραβευόμενων προσώπων και να συμπληρώνουν την τιμητική διάκριση που τους απονέμεται.
2. Κατ΄ εφαρμογή των 545419/48726/9065/5363/20.12.2017 και 545449/48728/9066/5364/20.12.2017 αποφάσεων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, κατά το έτος 2017 καταβλήθηκαν από τη Δ/νση Οικονομικής Υποστήριξης Τομέα Αθλητισμού του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, οικονομικές επιβραβεύσεις σε αθλητές / προπονητές που σημείωσαν εξαιρετικές αγωνιστικές διακρίσεις κατά τα έτη 2014-2015.
3. Τα ποσά αυτά δεν εμπίπτουν στο εννοιολογικό πεδίο καμίας κατηγορίας εισοδήματος και συνεπώς, κατά την καταβολή τους δεν υπάρχει υποχρέωση παρακράτησης φόρου σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος.
4. Ωστόσο, για τις ανωτέρω καταβολές, η Δ/νση Οικονομικής Υποστήριξης Τομέα Αθλητισμού προέβη κατά το έτος 2017 στην έκδοση χρηματικών ενταλμάτων στους δικαιούχους (αθλητές / προπονητές) για τα έτη 2014 και 2015, στα οποία εκ παραδρομής διενέργησε παρακράτηση φόρου 20% εκδίδοντας αντίστοιχες για τον σκοπό αυτό βεβαιώσεις.
5. Λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, οι δικαιούχοι αθλητές/προπονητές, σε περίπτωση που δεν έχει γίνει συμψηφισμός του παραπάνω παρακρατηθέντος φόρου στην ατομική τους δήλωση φορολογίας εισοδήματος, θα πρέπει να υποβάλλουν αίτηση προς επιστροφή του συγκεκριμένου ποσού στην οποία θα αναφέρεται και ο λογαριασμός στον οποίο θα πιστωθεί το σχετικό ποσό σε περίπτωση που δεν έχουν συμψηφισθεί με τυχόν οφειλές τους.
Για τον σκοπό αυτό οι δικαιούχοι θα προσκομίζουν ταυτόχρονα και τη σχετική βεβαίωση για τον παρακρατηθέντα φόρο που τους έχει χορηγηθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, καθώς και έγγραφο της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Αθλητισμού και Πολιτισμού με το οποίο θα δηλώνεται ότι το ποσό του παρακρατηθέντος φόρου πρέπει να τους καταβληθεί και τούτο διότι το Α.Φ.ΕΚ. στις συγκεκριμένες περιπτώσεις θα εκδίδεται στο όνομα της υπηρεσίας αυτής, δεδομένου ότι αυτή έχει αποδώσει τον παρακρατηθέντα φόρο στο Δημόσιο και επομένως σε βάρος της έχει γίνει η βεβαίωση για ολόκληρο το καταβληθέν ποσό.
Ο Γ. Δ/ΝΤΗΣ Φ.Δ.
ΕΥΘ. ΣΑΪΤΗΣ
Ο ΔΕΑΦ Α 1050096 ΕΞ 2019 Επιστροφή παρακρατηθέντος φόρου στις περιπτώσεις όπου εκ παραδρομής έγινε παρακράτηση φόρου 20% σε οικονομικές επιβραβεύσεις προς αθλητές / προπονητές που σημείωσαν εξαιρετικές αγωνιστικές διακρίσεις
67/430334/2019 Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 55 του Ν. 4509/2017 στους απασχολούμενους συνταξιούχους του ΕΦΚΑ που αμείβονται με Παραστατικά Παρεχόμενων Υπηρεσιών (τίτλο κτήσης - πρώην απόδειξη επαγγελματικής δαπάνης)
Αρ. Πρωτ.: Δ.ΑΣΦ./67/430334
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
Ταχ. Δ/νση: Σατωβριάνδου 18
104 32 Αθήνα
Πληροφορίες: Παναγιώτα Προκόπη
Τηλέφωνο: 210 5285577
fax: 210 5229840
e-mail: d.asfalisis@efka.gov.gr
ΓΕΝΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ
ΣΧΕΤ: Η αριθ. 14/2019 Εγκύκλιος του ΕΦΚΑ.
Με αφορμή ερωτήματα που περιήλθαν στην Υπηρεσία μας για το αν έχουν εφαρμογή οι οδηγίες της αριθ. 14/2019 εγκυκλίου του ΕΦΚΑ στους συνταξιούχους του Φορέα που για την απασχόλησή τους αμείβονται με τίτλο κτήσης, σας γνωρίζουμε τα εξής:
Με τις διατάξεις του άρθρου 55 του Ν. 4509/2017, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με τις διατάξεις του άρθρου 21 του Ν. 4578/2018, και τις διατάξεις της Υπουργικής Απόφασης Δ.15/Γ'/67695/1825/28-12-2018, ρυθμίζονται θέματα ασφάλισης των αμειβόμενων με Παραστατικά Παρεχόμενων Υπηρεσιών (τίτλο κτήσης – πρώην απόδειξη επαγγελματικής δαπάνης), και ειδικότερα η υπαγωγή στην ασφάλιση, οι ασφαλιστικές εισφορές, η διαδικασία παρακράτησης και απόδοσής τους στον ΕΦΚΑ, καθώς και ο τρόπος υπολογισμού του χρόνου ασφάλισης.
Αναλυτικές οδηγίες για την ενιαία εφαρμογή των διατάξεων αυτών παρασχέθηκαν με την σχετική εγκύκλιο του ΕΦΚΑ.
Με το παρόν διευκρινίζεται συμπληρωματικά ότι στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων εντάσσονται και οι συνταξιούχοι για τους οποίους νομίμως εκδίδεται τίτλος κτήσης.
Του παρόντος να λάβει γνώση με ευθύνη των Προϊστάμενων των Διευθύνσεων το προσωπικό της αρμοδιότητάς τους.
O ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΙΑΠΑΚΗΣ
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
κ.α.α.
ΑΙΜΙΛΙΑ ΓΚΙΟΥΖΕΛΙΑΝ
100/10431/2019 Διευκρινίσεις σχετικά με τη χορήγηση αδειών και την εφαρμογή μειωμένου ωραρίου
Αριθμ. Πρωτ.: ΔΙΔΑΔ/Φ.69 /100/10431
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΤΜΗΜΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ
Ταχ. Δ/ νση : Βασ. Σοφίας 15
Τ.Κ. 106 74 Αθήνα
Τηλέφωνο : 213 131337, 3336, 3340, 3378
Email: hrm@ydmed.gov.gr
ΘΕΜΑ: Διευκρινήσεις σχετικά με τη χορήγηση αδειών και την εφαρμογή μειωμένου ωραρίου
Σε συνέχεια ερωτημάτων υπηρεσιών, αιτημάτων υπαλλήλων και συλλογικών φορέων, αλλά και παρεμβάσεων του Συνηγόρου του Πολίτη για θέματα εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν στη χορήγηση αδειών και στην εφαρμογή του μειωμένου ωραρίου και με σκοπό την κατά το δυνατόν ομοιόμορφη εφαρμογή των σχετικών ρυθμίσεων από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Διοικητικού/Προσωπικού, σας γνωρίζουμε τα εξής:
1. Χορήγηση τρίμηνης άδειας ανατροφής τέκνου με πλήρεις αποδοχές στην περίπτωση γέννησης τρίτου (3ου) τέκνου και άνω
Σύμφωνα με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 53 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 26 του ν.4305/2014, «Διάστημα τριών (3) μηνών της άδειας άνευ αποδοχών για ανατροφή τέκνου χορηγείται με πλήρεις αποδοχές στην περίπτωση γέννησης τρίτου (3ου) τέκνου και άνω».
Λαμβάνοντας υπόψη σχετική παρέμβαση του Συνηγόρου του Πολίτη (σχετικό το αριθ. 240779/13470/2018/26.3.2018 έγγραφο του Συνηγόρου του Πολίτη) αλλά και το γεγονός ότι στην ως άνω διάταξη δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη ότι το τρίμηνο λόγω γέννησης τρίτου (3ου) παιδιού και άνω χορηγείται άπαξ στη σταδιοδρομία του υπαλλήλου (μόνο για το τρίτο τέκνο), όπως είχε διευκρινιστεί με την αριθ. ΔΙΔΑΔ/Φ.51/590/οικ. 14346/29.5.2008 εγκύκλιο της Υπηρεσίας μας, διευκρινίζεται εκ νέου ότι στην περίπτωση γέννησης τρίτου (3ου) τέκνου και άνω, η τρίμηνη άδεια με αποδοχές χορηγείται αυτοτελώς για κάθε τέκνο ξεχωριστά (δηλαδή τρείς μήνες για το τρίτο παιδί, τρείς μήνες για το τέταρτο παιδί κλπ.) και όχι άπαξ. Κατόπιν τούτου ανακαλείται η αριθ. ΔΙΔΑΔ/Φ.51/590/οικ. 14346/29.5.2008 εγκύκλιος της Υπηρεσίας μας κατά το μέρος που με την παρούσα εγκύκλιο δίνονται νέες οδηγίες για την εφαρμογή της διάταξης του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 53 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007), όπως ισχύει.
2. Χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών για ανατροφή τέκνου - 4 μήνες πραγματική δημόσια υπηρεσία
Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 51 του Υ.Κ., όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 37 του ν. 3986/2011, επιτρέπεται η χορήγηση στους υπαλλήλους άδειας άνευ αποδοχών συνολικής διάρκειας έως πέντε (5) έτη, ύστερα από αίτησή τους και γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου, για σοβαρούς ιδιωτικούς λόγους. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 53 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007), η ανωτέρω άδεια άνευ αποδοχών χορηγείται υποχρεωτικά, χωρίς γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου, όταν πρόκειται για ανατροφή παιδιού ηλικίας έως και έξι (6) ετών.
Ακόμη, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 50 του ν. 4075/2012, με τον οποίον ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία 2010/18/ΕΕ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται και στο δημόσιο τομέα, η γονική άδεια ανατροφής, που είναι άνευ αποδοχών, χορηγείται εγγράφως για περίοδο τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών.
Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 52 του ως άνω νόμου ο χρόνος απουσίας των εργαζομένων από την εργασία τους λόγω γονικής άδειας του άρθρου 50 του ως άνω νόμου, λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τον υπολογισμό των αποδοχών τους, τη χορήγηση της ετήσιας κανονικής άδειας απουσίας και του επιδόματος αδείας, την επαγγελματική εξέλιξη, καθώς και για τον υπολογισμό της αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσής τους. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 54 του ως άνω νόμου «1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη που ρυθμίζει δυσμενέστερα τα θέματα του παρόντος... 2.
Δεν θίγονται με τον παρόντα νόμο ειδικές διατάξεις ... που ρυθμίζουν ευνοϊκότερα θέματα γονικής άδειας ανατροφής παιδιών».
Επισημαίνεται ότι σκοπός του ν. 4075/2012 ήταν η ενσωμάτωση διατάξεων της Οδηγίας 2010/18/ΕΕ, σχετικά με την εφαρμογή της αναθεωρημένης συμφωνίας πλαισίου για τη γονική άδεια, ως προς τις ελάχιστες απαιτήσεις της, προκειμένου να συμπληρωθεί και να επικαιροποιηθεί η ισχύουσα νομοθεσία για τα θέματα της εναρμόνισης της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, στα σημεία που αυτή υπολείπεται των απαιτήσεων της Οδηγίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, σε ό, τι αφορά την αναγνώριση του χρόνου της αδείας άνευ αποδοχών για την ανατροφή τέκνου ως πραγματικής υπηρεσίας, επαναλαμβάνεται η πάγια άποψη της Υπηρεσίας μας ότι ο χρόνος απουσίας των υπαλλήλων από την εργασία τους λόγω γονικής άδειας αναγνωρίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας μόνο ως προς τους τέσσερις μήνες, ήτοι την προβλεπόμενη ελάχιστη διάρκεια της γονικής άδειας άνευ αποδοχών, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 50 του ν. 4075/2012.
Σε ο, τι αφορά τη διάρκεια της ως άνω αδείας, με τις διατάξεις του άρθρου 50 του ν. 4075/2012 προσδιορίζεται η ελάχιστη διάρκεια γονικής άδειας άνευ αποδοχών (τέσσερις μήνες), την οποία πρέπει να προβλέπει η εθνική νομοθεσία. Εφαρμοστέα, ως προς τη διάρκεια της άδειας άνευ αποδοχών, τυγχάνει η ισχύουσα ευνοϊκότερη διάταξη του Υπαλληλικού Κώδικα, η οποία ορίζει σε πέντε έτη τη μέγιστη διάρκεια της άδειας άνευ αποδοχών, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που λαμβάνεται για την ανατροφή τέκνου, χωρίς να προσδιορίζει την ελάχιστη διάρκεια της αιτούμενης από τον υπάλληλο αδείας.
3. Χορήγηση ειδικής άδειας και μειωμένου ωραρίου λόγω αναπηρίας - Αυτοτελές δικαίωμα
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50 παρ. 2 και 3 του Υ.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 149 του ν.4483/2017: «2. Υπάλληλοι που πάσχουν ή έχουν σύζυγο ή τέκνο που πάσχει από νόσημα το οποίο απαιτεί τακτικές μεταγγίσεις αίματος ή χρήζει περιοδικής νοσηλείας δικαιούνται ειδική άδεια με αποδοχές έως είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες το χρόνο. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθορίζονται τα νοσήματα του προηγούμενου εδαφίου. 3. Η άδεια της προηγούμενης παραγράφου χορηγείται και σε υπαλλήλους που έχουν τέκνα που πάσχουν από βαριά νοητική στέρηση ή σύνδρομο Down, καθώς επίσης και σε υπαλλήλους με τέκνα που πάσχουν από Διάχυτη Αναπτυξιακή Διαταραχή (Δ.Α.Δ.) εφόσον αυτά είναι ανήλικα ή είναι ενήλικα αλλά δεν εργάζονται.». Επιπλέον δε με την αριθ. ΔΙΔΑΔ/Φ.51/538/12254/ΐ4.5.2007 εγκύκλιο της Υπηρεσίας μας σχετικά με την εφαρμογή της ως άνω διάταξης διευκρινίστηκε ότι σε περίπτωση που και οι δύο γονείς είναι δικαιούχοι της εν λόγω άδειας τότε αυτή χορηγείται στον ένα εξ αυτών με κοινή τους δήλωση στις υπηρεσίες τους.
Επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 16 του ν. 2527/1997, όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 8 του άρθρου 30 του ν. 3731/2008 και το άρθρο 27 του ν. 4305/2014: «4. Η μείωση του ωραρίου εργασίας κατά μία (1) ώρα την ημέρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του π.δ. 193/1988 (Α' 84), προκειμένου για τακτικούς υπαλλήλους και υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., που έχουν παιδιά με πνευματική, ψυχική ή σωματική αναπηρία σε ποσοστό 67% και άνω ή παιδιά έως 15 ετών που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη ινσουλινοεξαρτώμενο ή τύπου 1 με ποσοστό αναπηρίας 50% και άνω ή σύζυγο με αναπηρία 80% και άνω τον οποίο συντηρεί, γίνεται χωρίς ανάλογη περικοπή των αποδοχών τους. Το ποσοστό αναπηρίας βεβαιούται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις ισχύουσες διατάξεις. 5. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο μείωση του ωραρίου ισχύει και για τους τυφλούς ή παραπληγικούς-τετραπληγικούς, τους νεφροπαθείς τελικού σταδίου, καθώς και τους έχοντες αναπηρία 67% και άνω υπαλλήλους του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. Ειδικώς για τους τυφλούς τηλεφωνητές η μείωση του ωραρίου εργασίας ορίζεται σε δύο (2) ώρες την ημέρα».
Σύμφωνα δε με την αριθ. ΔΙΑΔΠ/Φ.Β.3/14395/2-6-2009 εγκύκλιο της Υπηρεσίας μας α) όταν ο
υπάλληλος-γονιός και το παιδί αυτού έχουν αναπηρία 67% και άνω, ο υπάλληλος δεν δικαιούται σωρευτικά τη διευκόλυνση της ως άνω διάταξης και β) σε περίπτωση που και οι δύο γονείς είναι δημόσιοι υπάλληλοι τη διευκόλυνση δικαιούται μόνο ο ένας γονέας.
Η Υπηρεσία μας λαμβάνοντας υπόψη τα αιτήματα των δικαιούχων υπαλλήλων, αλλά και το γεγονός ότι από τις εν λόγω διατάξεις δεν προκύπτει ρητά περιορισμός για σωρευτική χορήγηση της άδειας ή του μειωμένου ωραρίου διευκρινίζεται εκ νέου ότι η ειδική άδεια με αποδοχές έως είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες το χρόνο των παρ. 2 και 3 του άρθρου 50 του Υ.Κ., καθώς και η μείωση του ωραρίου εργασίας κατά μία (1) ώρα την ημέρα σύμφωνα με τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 16 του ν. 2527/1997, όπως ισχύουν, αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα του γονέα - υπαλλήλου για κάθε μέλος της οικογένειας που πληροί τις προϋποθέσεις των σχετικών διατάξεων.
Κατόπιν των ανωτέρω, ανακαλούνται οι αριθ. ΔΙΔΑΔ/Φ.51/538/12254/14.5.2007 και ΔΙΑΔΠ/Φ.Β.3/14395/02.06.2009 εγκύκλιοι της Υπηρεσίας μας, κατά το μέρος που με την παρούσα εγκύκλιο δίνονται νέες οδηγίες για την εφαρμογή των συγκεκριμένων διατάξεων.
4. Χορήγηση μειωμένου ωραρίου σε υπαλλήλους γονείς ενήλικων τέκνων με αναπηρία
Σε συνέχεια της αριθ. ΔΙΔΑΔ/Φ.69/92/οικ.24248/21.07.2017 διευκρινιστικής εγκυκλίου της Υπηρεσίας μας (ΑΔΑ: Ψ6ΦΨ465ΧΘΨ-Ν4Μ), αναφορικά με την χορήγηση μειωμένου ωραρίου σε υπαλλήλους γονείς τέκνων με αναπηρία και κατόπιν σχετικής παρέμβασης του Συνηγόρου του Πολίτη (σχετικό το αριθ. 243497/38439/2018/5-9-2018 έγγραφο του Συνηγόρου του Πολίτη), σας γνωρίζουμε τα εξής:
Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 16 του ν. 2527/1997, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27 του ν. 4305/2014: «4. Η μείωση του ωραρίου εργασίας κατά μία (1) ώρα την ημέρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του π.δ. 193/1988 Α 84), προκειμένου για τακτικούς υπαλλήλους και υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., που έχουν παιδιά με πνευματική, ψυχική ή σωματική αναπηρία σε ποσοστό 67% και άνω ή παιδιά έως 15 ετών που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη ινσουλινοεξαρτώμενο ή τύπου 1 με ποσοστό αναπηρίας 50% και άνω ή σύζυγο με αναπηρία 80% και άνω τον οποίο συντηρεί, γίνεται χωρίς ανάλογη περικοπή των αποδοχών τους. Το ποσοστό αναπηρίας βεβαιούται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις ισχύουσες διατάξεις...».
Ειδικότερα, το δικαίωμα χορήγησης μειωμένου ωραρίου δυνάμει των ως άνω διατάξεων αφορά:
α) υπαλλήλους που έχουν τέκνα με πνευματική, ψυχική ή σωματική αναπηρία σε ποσοστό 67% και άνω,
β) υπαλλήλους που έχουν τέκνα ηλικίας έως 15 ετών που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη ινσουλινοεξαρτώμενο ή τύπου 1 με ποσοστό αναπηρίας 50% και άνω.
Επισημαίνεται ότι από τις προαναφερόμενες διατάξεις και τις προϋποθέσεις που τίθενται σε αυτές δεν προκύπτει σαφής περιορισμός του δικαιώματος, ο οποίος να σχετίζεται με την ηλικία του τέκνου, με εξαίρεση την ως άνω β' περίπτωση, ούτε με το αν το τέκνο συνοικεί με τον υπάλληλο γονέα, εργάζεται ή αυτοσυντηρείται, είναι φοιτητής, ή έχει δική του οικογένεια. Συνεπώς, ελλείψει σαφούς νομοθετικού ερείσματος για περαιτέρω περιορισμούς του ως άνω δικαιώματος, πέραν των ρητώς προβλεπόμενων, και ιδίως λόγω της ρητής αναφοράς σε ηλικιακό περιορισμό στην περ. β', η χορήγηση της διευκόλυνσης του μειωμένου ωραρίου είναι δυνατή, εφόσον το τέκνο πληροί τις προϋποθέσεις της παρ. 4 του άρθρου 16 του ν. 2527/1997, όπως ισχύουν, ανεξαρτήτως αν αυτό εργάζεται ή αυτοσυντηρείται ή είναι φοιτητής ή έχει δική του οικογένεια και με μόνο ηλικιακό περιορισμό την περίπτωση β' που αφορά στα τέκνα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη ινσουλινοεξαρτώμενο ή τύπου 1 με ποσοστό αναπηρίας 50% και άνω. Κατόπιν των ανωτέρω, ανακαλείται η αριθ. ΔΙΑΔΠ/Φ.Β.3/14395/02.06.2009 προηγούμενη εγκύκλιος της Υπηρεσίας μας, κατά το μέρος που με την παρούσα εγκύκλιο δίνονται νέες οδηγίες για την εφαρμογή των συγκεκριμένων διατάξεων.
Οι αποδέκτες της παρούσας εγκυκλίου παρακαλούνται να την κοινοποιήσουν, με κάθε πρόσφορο τρόπο, στους υπαλλήλους και σε όλους τους φορείς που υπάγονται ή εποπτεύονται από αυτούς.
Η παρούσα εγκύκλιος έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης, www.minadmin.gov.gr, στη διαδρομή «Διοικητική Ανασυγκρότηση - Ανθρώπινο Δυναμικό - Διευκολύνσεις Μητρότητας και Ανατροφής Τέκνου».
Η ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Μαρία Ελίζα Ξενογιαννακοπούλου
Ε.2053/2019 Κοινοποίηση της αρ. πρωτ. Α. 1072/22-2-2019 (ΦΕΚ 750 Β') Απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. με θέμα « Καθορισμός των προϋποθέσεων, των δικαιολογητικών και της διαδικασίας επιστροφής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης του πετρελαίου εσωτερικής καύσης (DIESEL) κίνησης, το οποίο χρησιμοποιείται από τις βιομηχανικές, βιοτεχνικές, ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και τα δημόσια και ιδιωτικά νοσηλευτικά και προνοιακά ιδρύματα, καθώς και του τρόπου ελέγχου της νόμιμης χρησιμοποίησης αυτού»
Αθήνα, 1 Απριλίου 2019
Αριθ. Πρωτ.:Ε.2053
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ Ε.Φ.Κ. Α.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΦΟΡΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΚΑΙ ΦΠΑ
ΤΜΗΜΑ Α' - Φορολογίας Ενεργειακών Προϊόντων, Γενικού Καθεστώτος Ε.Φ.Κ. και
Διοικητικής Συνεργασίας
Β. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ
ΤΜΗΜΑ Δ' - Υποστήριξης Ε.Φ.Κ. και Ταμειακής Διαχείρισης
Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 101 84
Πληροφορίες: Σ. Κουλούρης
Αικ. Κούκουνα
Μ. Σύλλα,
Β. Τσουμπρης
Τηλέφωνα: 210-6987421
210-6987410
210-4802445/431
Fax: 210-6987408
E-Mail: finexcis@otenet.gr
Url: www.aade.gr
ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση της αρ. πρωτ. Α. 1072/22-2-2019 (ΦΕΚ 750 Β') Απόφασης
Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. με θέμα « Καθορισμός των προϋποθέσεων, των δικαιολογητικών και
της διαδικασίας επιστροφής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης του πετρελαίου
εσωτερικής καύσης (DIESEL) κίνησης, το οποίο χρησιμοποιείται από τις
βιομηχανικές, βιοτεχνικές, ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και τα δημόσια και
ιδιωτικά νοσηλευτικά και προνοιακά ιδρύματα, καθώς και του τρόπου ελέγχου της
νόμιμης χρησιμοποίησης αυτού»
Κοινοποιούμε την με αρ. πρωτ. Α.1072/22-02-2019 Απόφαση Διοικητή Α.Α.Δ.Ε., όπως
δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ αριθμ. 750 Τεύχος Β, με αριθμό ΑΔΑ: ΩΕΑ346ΜΠ3Ζ-4ΘΨ και
ισχύει από 05-03-2019, προς ενημέρωση και εφαρμογή.
Με την κοινοποιούμενη Απόφαση καθορίζονται οι προϋποθέσεις, τα δικαιολογητικά
και η διαδικασία επιστροφής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης ( Ε.Φ.Κ.) του
πετρελαίου εσωτερικής καύσης (DIESEL) κίνησης, το οποίο χρησιμοποιείται από τις
βιομηχανικές, βιοτεχνικές, ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και τα δημόσια και
ιδιωτικά νοσηλευτικά και προνοιακά ιδρύματα καθώς και ο τρόπος ελέγχου της
νόμιμης χρησιμοποίησής του από τους ανωτέρω δικαιούχους.
Σημειώνεται ότι το ποσό επιστροφής του Ε.Φ.Κ. ορίζεται σε 125 ευρώ ανά
χιλιόλιτρο κατ' εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 78 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ
Α'265) «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας».
Ειδικότερα, ανά άρθρο παρέχονται οι ακόλουθες οδηγίες εφαρμογής:
Ως προς το Άρθρο 1
Με τις διατάξεις του άρθρου 1 καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής για την επιστροφή
του Ε.Φ.Κ. του πετρελαίου εσωτερικής καύσης (DIESEL) κίνησης το οποίο
χρησιμοποιείται:
α) από τις βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις στους κινητήρες σταθερής
θέσης, στα μηχανήματα και μηχανολογικό εξοπλισμό τους και στα οχήματα που
σύμφωνα με τον προορισμό τους χρησιμοποιούνται εκτός δημοσίων οδών ή δεν έχουν
λάβει άδεια κύριας χρήσης στις δημόσιες οδούς,
β) από τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, τα δημόσια και ιδιωτικά νοσηλευτικά και
προνοιακά ιδρύματα για τις ανάγκες λειτουργίας τους.
Επιπλέον, καθορίζεται η διαδικασία ελέγχου της νόμιμης χρήσης του πετρελαίου
εσωτερικής καύσης (DIESEL) κίνησης από τους δικαιούχους επιστροφής του Ε.Φ.Κ.
Ως προς το Άρθρο 2
Με τις διατάξεις του άρθρου 2 καθορίζονται οι υποχρεώσεις των δικαιούχων
επιστροφής Ε.Φ.Κ. του πετρελαίου εσωτερικής καύσης (DIESEL) κίνησης. Ειδικότερα:
Οι δικαιούχοι επιστροφής Ε.Φ.Κ. υποχρεούνται να συντάσσουν καταστάσεις με τα
παραστατικά αγοράς του πετρελαίου κίνησης που προμηθεύτηκαν εντός των οριζομένων
προθεσμιών (εξάμηνου ή έτους), για τα οποία υπάρχουν οι αντίστοιχες εγγραφές στα
τηρούμενα λογιστικά βιβλία τους. Για το σκοπό αυτό έχουν ενσωματωθεί στην
κοινοποιούμενη απόφαση τα υποδείγματα των Παραρτημάτων ΙΙα και ΙΙβ ανάλογα με
την κατηγορία του δικαιούχου.
Οι ανωτέρω καταστάσεις συντάσσονται υποχρεωτικά ηλεκτρονικά υπό μορφή
υπολογιστικού φύλλου και υποβάλλονται ηλεκτρονικά με τα υπόλοιπα δικαιολογητικά
που προβλέπονται στο άρθρο 4 της κοινοποιούμενης απόφασης.
Ως προς το Άρθρο 3
Με τις διατάξεις της παραγράφου 1, του άρθρου 3 της κοινοποιούμενης απόφασης
δίνεται η δυνατότητα σε όλες τις κατηγορίες δικαιούχων να υποβάλουν ηλεκτρονικά
αίτηση επιστροφής Ε.Φ.Κ., είτε ανά εξάμηνο είτε σε ετήσια βάση, για το πετρέλαιο
κίνησης που προμηθεύτηκαν, εντός του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος . Η
προθεσμία υποβολής της αίτησης ορίζεται σε δύο (02) μήνες από την λήξη του
εξαμήνου (ήτοι: από 01.07 έως 31.08) ή του έτους (ήτοι: 01.01 έως 28.02) για τις
ποσότητες του πετρελαίου κίνησης που παρελήφθησαν από την επιχείρηση/ίδρυμα.
Η αίτηση υποβάλλεται ηλεκτρονικά από τον δικαιούχο στο ICISnet, μέσω του
υποσυστήματος «ΕΙΔΙΚΟΙ ΦΟΡΟΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ» από το μενού «Επιστροφές Ε.Φ.Κ.-
Υποβολή Αίτησης Επιστροφής Ε.Φ.Κ.» στο αρμόδιο «Τελωνείο Υποβολής Αίτησης και
Επιστροφής Ε.Φ.Κ.», σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 της κοινοποιούμενης
απόφασης . Οδηγίες για την υποβολή της αίτησης επιστροφής ΕΦΚ από τον δικαιούχο
παρέχονται στον σύνδεσμο:
https://portal.gsis.gr/portal/page/portal/ICISnet/info/userManuals?articleid=10615277
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2, υποβάλλεται από τη δικαιούχο
επιχείρηση/ίδρυμα μία αίτηση επιστροφής Ε.Φ.Κ., ανεξάρτητα από την ύπαρξη
υποκαταστημάτων ή λοιπών εγκαταστάσεων. Εφόσον η επιχείρηση/ίδρυμα έχει
υποκαταστήματα ή εγκαταστάσεις πέραν της έδρας της, τα σχετικά δικαιολογητικά
συνυποβάλλονται στην ίδια αίτηση, ταξινομημένα ανά υποκατάστημα ή εγκατάσταση.
Τέλος, εάν η λογιστική διαχείριση της επιχείρησης/ιδρύματος τηρείται σε
διαφορετικό τόπο από την έδρα της, τότε στο πεδίο «Παρατηρήσεις» της
ηλεκτρονικής αίτησης πρέπει να αναγράφονται τα στοιχεία της διεύθυνσης όπου
τηρείται η λογιστική της διαχείριση.
Ως προς το Άρθρο 4
Με τις διατάξεις της παραγράφου 1, του άρθρου 4 καθορίζονται τα στοιχεία της
αίτησης καθώς και τα συνυποβαλλόμενα δικαιολογητικά. Ο δικαιούχος υποβάλλει
ηλεκτρονικά τα απαιτούμενα δικαιολογητικά μέσα από το μενού Ενέργειες «Αίτηση με
Συνημμένα Αρχεία από Οικονομικό Φορέα - Δημιουργία Συνυποβαλλόμενων Αρχείων»,
όπου στο πεδίο «Επιχειρηματικό κλειδί» αναγράφεται το MRN της Αίτησης Επιστροφής
Ε.Φ.Κ..
Στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου προβλέπονται τα δικαιολογητικά τα οποία
είναι κοινά για όλες τις κατηγορίες των δικαιούχων ενώ στις παραγράφους 3, 4, 5
και 6 του άρθρου 4 καθορίζονται τα επιπλέον δικαιολογητικά που υποβάλλονται ανά
κατηγορία δικαιούχου.
Τα ως άνω δικαιολογητικά αφορούν:
1) Στην υποβολή των νομιμοποιητικών εγγράφων της αιτούσας επιχείρησης/ιδρύματος,
για τη συγκεκριμένη αίτηση και την καταβολή του ποσού της επιστροφής
(περιπτώσεις α, β, γ, δ και η της παραγράφου 2).
2) Στον λογιστικό έλεγχο της παραληφθείσας ποσότητας πετρελαίου για την οποία
ζητείται η επιστροφή του Ε.Φ.Κ. (περιπτώσεις ε, στ και ζ της παραγράφου 2).
3) Στον έλεγχο της νόμιμης χρησιμοποίησης του πετρελαίου κίνησης για κάθε
κατηγορία δικαιούχου (παράγραφοι 3, 4, 5 και 6). Σημειώνεται ότι η βεβαίωση του
αρμόδιου μηχανικού (των περιπτώσεων 3γ, 4β, 5γ και 6γ) πρέπει να ανταποκρίνεται
στα οριζόμενα από το νόμο επαγγελματικά δικαιώματα και να ανανεώνεται σε κάθε
περίπτωση μεταβολής των στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αυτή.
Στην παράγραφο 7 του ιδίου ως άνω άρθρου ορίζεται ότι, το Τελωνείο Υποβολής
Αίτησης και Επιστροφής ΕΦΚ, προκειμένου να προβεί στην αποδοχή ή την απόρριψη
της αίτησης επιστροφής του Ε.Φ.Κ. από τη δικαιούχο επιχείρηση/ίδρυμα ελέγχει:
- την υποβολή της αίτησης στο αρμόδιο Τελωνείο Υποβολής Αίτησης και Επιστροφής
Ε.Φ.Κ.,
- την υπαγωγή ή όχι της επιχείρησης/ιδρύματος στους δικαιούχους επιστροφής
Ε.Φ.Κ.,
- την εμπρόθεσμη υποβολή αυτής σύμφωνα με τις ταχθείσες προθεσμίες του άρθρου 3,
- την πληρότητα και την επάρκεια της αίτησης και των συνυποβαλλομένων
δικαιολογητικών
Στην περίπτωση που η αίτηση επιστροφής Ε.Φ.Κ. γίνει αποδεκτή από την αρμόδια
Τελωνειακή Αρχή, οριστικοποιείται (κατάσταση «Οριστικοποιημένη») και
δημιουργείται αυτόματα μια Απόφαση επιστροφής Ε.Φ.Κ (σε κατάσταση
«Καταχωρημένη») με προ συμπληρωμένα τα πεδία που αφορούν την αίτηση, όπως είχαν
συμπληρωθεί από τον αιτούντα επιστροφής Ε.Φ.Κ. κατά την υποβολή της αίτησής του.
Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης από το Τελωνείο, η αίτηση περιέρχεται σε
κατάσταση «Μη Αποδεκτή» συμπληρωμένη με τους λόγους απόρριψης από το Τελωνείο
για την ενημέρωση του αιτούντα.
Το χρονικό διάστημα εντός του οποίου μπορεί να γίνει αποδεκτή η αίτηση ή να
απορριφθεί ορίζεται σε δύο (2) μήνες από την ημερομηνία υποβολής αυτής.
Ως προς το Άρθρο 5
Με τις διατάξεις της παραγράφου 1, του άρθρου 5 ορίζονται ως αρμόδια Τελωνεία
για την υποβολή των αιτήσεων από τους δικαιούχους τα «Τελωνεία Υποβολής Αίτησης
και Επιστροφής ΕΦΚ» κατ' εφαρμογή των διατάξεων της αριθμ. Δ ΟΡΓ.Α
1036960/10.03.2017 (ΦΕΚ Β'968) Απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. όπως ισχύει, τα οποία
έχουν την αρμοδιότητα πραγματοποίησης επιστροφών Ε.Φ.Κ. Οι δικαιούχοι επιστροφής
υποβάλλουν αίτηση στα εν λόγω Τελωνεία με κριτήριο την έδρα τους σύμφωνα με το
Παράρτημα Ι της κοινοποιούμενης απόφασης.
Στο ως άνω Παράρτημα αναφέρεται το αρμόδιο Τελωνείο για κάθε Νομό/Περιφερειακή
Ενότητα της χώρας ενώ για την Αττική ορίζονται πέντε (5) Τελωνεία βάσει της
διοικητικής διαίρεσης της Περιφέρειας Αττικής ώστε να επιμερίζεται το διοικητικό
κόστος αυτής της διαδικασίας.
α/α | Τελωνείο Υποβολής Αίτησης και Επιστροφής Ε.Φ.Κ | Περιφερειακή Ενότητα - Δήμοι αρμοδιότητας του Τελωνείου: |
1 | Τελωνείο Αθηνών |
Βορείου Τομέα Αθηνών: Δήμος Αγίας Παρασκευής · Δήμος Αμαρουσίου · Δήμος Βριλησσίων · Δήμος Ηρακλείου · Δήμος Κηφισιάς · Δήμος Λυκόβρυσης-Πεύκης · Δήμος Μεταμορφώσεως · Δήμος Νέας Ιωνίας · Δήμος Παπάγου-Χολαργού · Δήμος Πεντέλης · Δήμος Φιλοθέης-Ψυχικού · Δήμος Χαλανδρίου Κεντρικού Τομέα Αθηνών: Δήμος Αθηναίων · Δήμος Βύρωνος · Δήμος Γαλατσίου · Δήμος Δάφνης-Υμηττού · Δήμος Ζωγράφου · Δήμος Ηλιούπολης · Δήμος Καισαριανής · Δήμος Φιλαδελφείας-Χαλκηδόνας |
2 | Α' Τελωνείο Πειραιά |
Νοτίου Τομέα Αθηνών: Δήμος Αγίου Δημητρίου · Δήμος Αλίμου · Δήμος Γλυφάδας · Δήμος Ελληνικού-Αργυρούπολης · Δήμος Καλλιθέας · Δήμος Μοσχάτου-Ταύρου · Δήμος Νέας Σμύρνης · Δήμος Παλαιού Φαλήρου |
Πειραιώς: Δήμος Πειραιώς · Δήμος Νίκαιας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη · Δήμος Κορυδαλλού · Δήμος Κερατσινίου-Δραπετσώνας · Δήμος Περάματος
Νήσων Αττικής: |
||
3 | Δ' Τ.Ε.Σ. Πειραιά |
Δυτικού Τομέα Αθηνών: Δήμος Αγίας Βαρβάρας · Δήμος Αγίων Αναργύρων-Καματερού · Δήμος Αιγάλεω · Δήμος Ιλίου · Δήμος Περιστερίου · Δήμος Πετρούπολης · Δήμος Χαϊδαρίου |
4 | Τελωνείο Ελευσίνας |
Δυτικής Αττικής: Δήμος Ασπροπύργου · Δήμος Ελευσίνας · Δήμος Μάνδρας- Ειδυλλίας · Δήμος Μεγαρέων · Δήμος Φυλής |
5 | Τελωνείο Λαυρίου |
Ανατολικής Αττικής: Δήμος Αχαρνών · Δήμος Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης · Δήμος Διονύσου · Δήμος Κρωπίας · Δήμος Λαυρεωτικής · Δήμος Μαραθώνος · Δήμος Μαρκοπούλου Μεσογαίας · Δήμος Παιανίας · Δήμος Παλλήνης · Δήμος Ραφήνας-Πικερμίου · Δήμος Σαρωνικού · Δήμος Σπάτων-Αρτέμιδος · Δήμος Ωρωπού |
Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 ορίζονται ως αρμόδια Τελωνεία Ελέγχου, για το
λογιστικό και φυσικό έλεγχο των δικαιούχων, τα Τελωνεία στη χωρική αρμοδιότητα
των οποίων βρίσκεται η έδρα της επιχείρησης/ιδρύ ματος.
Σε περίπτωση κατά την οποία υφίστανται παραγωγικές μονάδες ή υποκαταστήματα,
καθώς και στην περίπτωση που ο τόπος τήρησης της λογιστικής διαχείρισης της
επιχείρησης/ιδρύματος, βρίσκονται στη χωρική αρμοδιότητα άλλου τελωνείου, πέραν
αυτού της έδρας της επιχείρησης/ιδρύματος, τότε ο έλεγχος αυτών των μονάδων ή
υποκαταστημάτων θα διενεργείται από το χωρικά αρμόδιο Τελωνείο, σύμφωνα με τα
προβλεπόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 6, της κοινοποιούμενης
απόφασης.
Ως προς το Άρθρο 6
Με τις διατάξεις του άρθρου 6 ορίζονται οι έλεγχοι που πραγματοποιούνται μετά
την αποδοχή της αίτησης προκειμένου να εκδοθεί Απόφαση επιστροφής Ε.Φ.Κ.
Ειδικότερα:
Με την παράγραφο 1 του άρθρου 6, το Τελωνείο Υποβολής Αίτησης και Επιστροφής
Ε.Φ.Κ. για την έκδοση Απόφασης επιστροφής ελέγχει σε συνεργασία με τα Τελωνεία
Ελέγχου, στις περιπτώσεις που απαιτείται, κατ' ελάχιστον στο 50% των δικαιούχων
ανά έτος, ενώ οι υπόλοιποι δικαιούχοι ελέγχονται εντός του επόμενου της
επιστροφής έτους για το σύνολο των ποσοτήτων του πετρελαίου κίνησης που έχουν
προμηθευτεί από τον προηγούμενο έλεγχο. Το προαναφερθέν ποσοστό δεν είναι σε
καμία περίπτωση περιοριστικό.
Παράδειγμα: εάν μια επιχείρηση/ίδρυμα ελεγχθεί για το α' εξάμηνο του έτους 2019
μπορεί να μην ελεγχθεί το έτος 2020 βάσει του ποσοστού 50% που ορίζεται από την
απόφαση, ωστόσο το έτος 2021 θα ελεγχθεί και για το β' εξάμηνο του έτους 2019
και για το 2020.
Ευνόητο είναι ότι σε περίπτωση που προκύψουν στοιχεία αναφορικά με την νόμιμη
χρησιμοποίηση του πετρελαίου κίνησης σε δικαιούχο επιχείρηση/ίδρυμα, δύναται να
διενεργούνται έκτακτοι έλεγχοι από τις αρμόδιες Τελωνειακές Αρχές, πέραν του
τακτικού ελέγχου που προβλέπεται ανωτέρω.
Στο πλαίσιο των ανωτέρω ελέγχων το Τελωνείο Ελέγχου προβαίνει σε λογιστικό και
φυσικό έλεγχο της επιχείρησης/ιδρύματος αξιοποιώντας τα συνυποβαλλόμενα της
αίτησης δικαιολογητικά, καθώς και κάθε στοιχείο που κρίνει απαραίτητο,
προκειμένου να διαπιστώσει την νόμιμη χρησιμοποίηση του πετρελαίου κίνησης για
το οποίο ζητείται η επιστροφή του Ε.Φ.Κ.
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν ταυτίζονται το Τελωνείο Υποβολής Αίτησης
και Επιστροφής Ε.Φ.Κ. με το Τελωνείο Ελέγχου, το Τελωνείο Υποβολής Αίτησης και
Επιστροφής Ε.Φ.Κ. αποστέλλει ηλεκτρονικά το σχετικό αρχείο στο αρμόδιο Τελωνείο
Ελέγχου προκειμένου να ελεγχθεί η νόμιμη χρησιμοποίηση του πετρελαίου κίνησης
για το οποίο ζητείται η επιστροφή του Ε.Φ.Κ. Με την ολοκλήρωση του ελέγχου
συντάσσεται η σχετική Έκθεση Ελέγχου και αποστέλλεται εντός της τιθέμενης
προθεσμίας των τριών (3) μηνών.
Τέλος, στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 6 προβλέπεται ότι, σε
περίπτωση όπου από τον έλεγχο απαιτούνται επιπλέον στοιχεία, αυτά πρέπει να
συνυποβάλλονται ηλεκτρονικά στην αίτηση επιστροφής από την ελεγχόμενη επιχείρηση
εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία ειδοποίησης της δικαιούχου
επιχείρησης/ιδρύματος από το αρμόδιο τελωνείο. Στην περίπτωση που τα απαιτούμενα
στοιχεία δεν υποβληθούν από τον αιτούντα εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας το
τελωνείο προβαίνει στην ακύρωση της απόφασης επιστροφής (όπου η απόφαση είναι σε
κατάσταση «Καταχωρημένη») καταγράφοντας τους λόγους της ακύρωσής της. Ο αιτών
ενημερώνεται αυτόματα με ηλεκτρονικό μήνυμα για τους λόγους ακύρωσης της υπό
έκδοσης απόφασης επιστροφής.
Για τις αιτήσεις οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στο ποσοστό του 50% ελέγχου των
δικαιούχων, το Τελωνείο Υποβολής Αίτησης και Επιστροφής Ε.Φ.Κ., ελέγχει όλα τα
συνυποβαλλόμενα της αίτησης δικαιολογητικά και εφόσον διαπιστώνει την πληρότητα
και επάρκεια αυτών, προβαίνει στην έκδοση Απόφασης επιστροφής σύμφωνα με τα
οριζόμενα στο άρθρο 7 της κοινοποιούμενης απόφασης.
Ως προς το Άρθρο 7
Με τις διατάξεις του άρθρου 7 καθορίζεται η διαδικασία έκδοσης Απόφασης
επιστροφής Ε.Φ.Κ. και καταβολής του ποσού της επιστροφής Ε.Φ.Κ. μέσω πίστωσης
του τραπεζικού λογαριασμού του δικαιούχου στον αριθμό ΙΒΑΝ που έχει δηλωθεί,
σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση (η), της παραγράφου 2, του άρθρου 4 της
κοινοποιούμενης απόφασης.
α) Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν τελωνειακές, φορολογικές ή/και ασφαλιστικές
οφειλές, το αρμόδιο Τελωνείο υποβολής της Αίτησης και Επιστροφής Ε.Φ.Κ προβαίνει
στην έκδοση της Απόφασης επιστροφής Ε.Φ.Κ. για την καταβολή με πίστωση του
τραπεζικού λογαριασμού του δικαιούχου, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται
στην αριθμ. ΔΤΔ Δ 5030364 ΕΞ 30-12-2014 Απόφαση ΓΓΔΕ: «Κεντρικός Διαχειριστής
και Ηλεκτρονικές Εισπράξεις και Επιστροφές Τελωνείων». Στην Απόφαση επιστροφής
αποτυπώνονται, πέραν των στοιχείων της αίτησης, το συνολικό ποσό επιστροφής προς
τον δικαιούχο.
β) Στην περίπτωση που υπάρχουν τελωνειακές, φορολογικές ή/και ασφαλιστικές
οφειλές του δικαιούχου επιστροφής Ε.Φ.Κ. προσώπου, διενεργείται συμψηφισμός του
συνολικού ποσού επιστροφής με τις τυχόν οφειλές.
Σε αυτή την περίπτωση το αρμόδιο Τελωνείο προβαίνει στην συμπλήρωση στην Απόφαση
επιστροφής Ε.Φ.Κ. αναλυτικά των ποσών συμψηφισμού ανά δημόσιο φορέα και στην
έκδοσή της («Οριστικοποίηση» της Απόφασης), σύμφωνα με την διαδικασία που
περιγράφεται στην ανωτέρω περίπτωση (α), συμπληρώνοντας επιπλέον των
απαιτούμενων στοιχείων και το/τα ποσό/ά συμψηφισμού. Το τελικό ποσό επιστροφής
προς το δικαιούχο πρόσωπο προκύπτει με την μείωση του συνολικού ποσού επιστροφής
που έχει εγκριθεί από το Τελωνείο μετά την ολοκλήρωση των ελέγχων και την
απομείωσή του με τα ποσά των συμψηφισμών που προκύπτουν.
γ) Σε κάθε περίπτωση, πριν την έκδοση της Απόφασης επιστροφής ΕΦΚ (κατάσταση:
«Οριστικοποίηση»), το αρμόδιο Τελωνείο προβαίνει στην εκτύπωση της υπό έκδοση
Απόφασης επιστροφής ΕΦΚ προκειμένου να υπογραφεί από τον Προϊστάμενο του
αρμόδιου Τελωνείου Υποβολής και Επιστροφής ΕΦΚ.
δ) Με την οριστικοποίηση της Απόφασης επιστροφής το Τελωνείο την κοινοποιεί στον
δικαιούχο, με κάθε πρόσφορο μέσο, ενώ δημιουργούνται αυτόματα στο υποσύστημα
«Λογιστικής και Ταμειακής Διαχείρισης», τόσα Λογιστικά Σημειώματα Επιστροφής,
όσοι είναι και οι δικαιούχοι στην εν λόγω Απόφαση, προκειμένου να
πραγματοποιηθούν οι ηλεκτρονικές πληρωμές στον δικαιούχο ή/και στον/στους
φορέα/φορείς συμψηφισμού.
Αυτές οι πληρωμές γίνονται με παρόμοιο τρόπο και σύμφωνα με όσα προβλέπονται για
τις επιστροφές αχρεωστήτως εισπραχθέντων στην παραπάνω αναφερόμενη αριθμ. ΔΤΔ Δ 5030364 ΕΞ 30-12-2014 Απόφαση ΓΓΔΕ: «Κεντρικός Διαχειριστής και Ηλεκτρονικές
Εισπράξεις και Επιστροφές Τελωνείων» και τις εφαρμοστικές εγκυκλίους.
Ειδικότερα, πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στον προβλεπόμενο χρονικό
περιορισμό ώστε να μην αποστέλλονται εντολές πληρωμής πέντε εργάσιμες ημέρες
πριν το τέλος του κάθε μήνα, όπως προβλέπεται στην ΔΤΔ Δ 1179432 ΕΞ 2016/6.12.2016 «Διαδικασία ηλεκτρονικής έκδοσης και αποστολής εντολών μεταφοράς προς
την Τ.τ.Ε. για την επιστροφή των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών με πίστωση των
λογαριασμών των δικαιούχων σε Πιστωτικά Ιδρύματα - Παροχή Οδηγιών».
Ο δικαιούχος επιστροφής ενημερώνεται αυτόματα από το σύστημα με μηνύματα για το
ποσό επιστροφής που δικαιούται, όπως και για τα ποσά που θα αποδοθούν σε φορείς,
με τη διαδικασία του συμψηφισμού, στην περίπτωση οφειλών του σε Τελωνεία, Δ.Ο.Υ.
και Ασφαλιστικούς Οργανισμούς.
Επίσης , μόλις ολοκληρωθεί επιτυχώς η πληρωμή όλων των εντολών πληρωμής που
έχουν δημιουργηθεί από μία Απόφαση επιστροφής Ε.Φ.Κ., ο δικαιούχος ενημερώνεται
και για την ολοκλήρωση όλων των πληρωμών.
Στις περιπτώσεις που έχει υποβληθεί ηλεκτρονική αίτηση Επιστροφής Ε.Φ.Κ. από τον
αιτούντα - δικαιούχο και το αρμόδιο τελωνείο μετά την ολοκλήρωση των ελέγχων
αποφανθεί ότι πρέπει να προβεί σε ακύρωση της υπό έκδοση Απόφασης επιστροφής, ο
αιτών ενημερώνεται αυτόματα με ηλεκτρονικό μήνυμα για τους λόγους ακύρωσης της
υπό έκδοση Απόφασης.
Ως προς το Άρθρο 8
Με τις διατάξεις του άρθρου 8 καθορίζονται οι διαδικασίες διεκπεραίωσης των
χειρόγραφων αιτήσεων επιστροφής Ε.Φ.Κ. που αφορούν το έτος 2018 ή και
προηγούμενα έτη, οι οποίες είτε δεν έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχός τους είτε έχει
ολοκληρωθεί ο έλεγχός τους και δεν έχουν εκδοθεί οι σχετικές Αποφάσεις
επιστροφής από τα αρμόδια Τελωνεία έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος της
κοινοποιούμενης απόφασης.
Ειδικότερα, με την περίπτωση (β), της παραγράφου 2, και προκειμένου για την
ταχύτερη καταβολή των επιστροφών Ε.Φ.Κ., ορίζεται ότι για τις αιτήσεις
επιστροφής οι οποίες έχουν ελεγχθεί και έχουν αποσταλεί στα Τελωνεία Επιστροφής,
όπως αυτά ορίζονταν στις καταργούμενες Α.Υ.Ο.Ο., οι σχετικές Αποφάσεις
επιστροφής Ε.Φ.Κ. εκδίδονται από τα ως άνω Τελωνεία ανεξάρτητα εάν οι δικαιούχοι
ανήκουν στην αρμοδιότητα άλλου Τελωνείου Υποβολής Αίτησης και Επιστροφής Ε.Φ.Κ.
σύμφωνα με τα οριζόμενα στην κοινοποιούμενη απόφαση.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις το αρμόδιο τελωνείο καταχωρεί, πέραν των στοιχείων της
αίτησης του δικαιούχου, τον αριθμό και την ημερομηνία πρωτοκόλλου της
χειρόγραφης αίτησης καθώς και τον αριθμό ΙΒΑΝ του τραπεζικού λογαριασμού του
δικαιούχου, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ηλεκτρονική πληρωμή του ποσού της
επιστροφής.
Τέλος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση (γ) της παραγράφου 2 οι αιτήσεις
επιστροφής Ε.Φ.Κ. για τις οποίες δεν έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχός τους από τα
Τελωνεία Ελέγχου, όπως αυτά ορίζονταν στις καταργούμενες Α.Υ.Ο.Ο., εφόσον αυτά
είναι και αρμόδια Τελωνεία Υποβολής Αίτησης και Επιστροφής Ε.Φ.Κ., μετά την
ολοκλήρωση του ελέγχου εκδίδουν τη σχετική Απόφαση επιστροφής σύμφωνα και με τα
οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο. Σε αντίθετη περίπτωση (δηλαδή όταν δεν
είναι και Τελωνείο Υποβολής Αίτησης και Επιστροφής Ε.Φ.Κ.) το Τελωνείο Ελέγχου
μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου, αποστέλλει μέσω ταχυδρομείου, την αίτηση και τα
συνημμένα σε αυτήν δικαιολογητικά στο αρμόδιο Τελωνείο Υποβολής Αίτησης και
Επιστροφής Ε.Φ.Κ. προκειμένου για την έκδοση Απόφασης επιστροφής Ε.Φ.Κ..
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
Α.1107/2019 Καθορισμός των κρατών που έχουν προνομιακό φορολογικό καθεστώς με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 65 του ν. 4172/2013 για το φορολογικό έτος 2018.
Τεύχος Β’ 1125/04.04.2019
Καθορισμός των κρατών που έχουν προνομιακό φορολογικό καθεστώς με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 65 του ν. 4172/2013 για το φορολογικό έτος 2018.
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
α) Τις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 65 του ν. 4172/2013 (ΦΕΚ Α΄ 167).
β) Το π.δ. 125/2016 (ΦΕΚ A’210/5-11-2016) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών». γ) Την απόφαση με αριθμό ΥΠΟΙΚ 0010218 ΕΞ 2016, (ΦΕΚ 3696 Β΄/15-11-2016) «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην
Υφυπουργό Οικονομικών Αικατερίνη Παπανάτσιου». δ) Την πράξη 1/20-1-2016 του Υπουργικού Συμβου-
λίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών (ΦΕΚ ΥΟΔΔ 18/20-1-16) σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.
ε) Την απόφαση Δ6Α 1015213 ΕΞ2013/28.01.2013
(ΦΕΚ Β΄ 130 και Β΄ 372) «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στο Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών».
στ) Το π.δ. 111/2014 (ΦΕΚ Α΄ 178/2014 και ΦΕΚ Α΄/25 2015) «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
ζ) Το υπ΄ αριθμ. 46676/18.09.2017 εμπιστευτικό έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών κατά το οποίο η συμπερίληψη γίνεται αποκλειστικά για σκοπούς εφαρμογής του ν. 4172/2013 και δεν θίγει την επίσημη θέση της Ελληνικής Δημοκρατίας για το νομικό καθεστώς του Κοσσόβου.
η) Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:
1. |
Άγιος Ευστάθιος |
St Eustatius |
2. |
Αλβανία |
Albania |
3. |
Ανδόρα |
Andorra |
4. |
Ανγκουίλα |
Anguilla |
5. |
Βανουάτου |
Vanuatu |
6. |
Βερμούδες |
Bermuda |
7. |
Βοσνία - Ερζεγοβίνη |
Bosnia-Herzegovina |
8. |
Βουλγαρία |
Bulgaria |
9. |
Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι |
British Virgin Islands |
10. |
Γιβραλτάρ |
Gibraltar |
11. |
Γκέρνσεϋ |
Guernsey |
12. |
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα |
United Arab Emirates |
13. |
Ιορδανία |
Hashemite Kingdom of Jordan |
14. |
Ιρλανδία |
Ireland |
15. |
Κατάρ |
Qatar |
16. |
Κόσσοβο |
Kosovo |
17. |
Κύπρος |
Cyprus |
18. |
Λίχνενσταϊν |
Liechtenstein |
19. |
Μακάο |
Macau |
20. |
Μαλδίβες |
Republic of Maldives |
21. |
Μαυροβούνιο |
Montenegro |
22. |
Μολδαβία |
Republic of Moldova |
23. |
Μονακό |
Monaco |
24. |
Μονσεράτ |
Montserrat |
25. |
Μπαχάμες |
the Bahamas |
26. |
Μπαχρέϊν |
Bahrain |
27. |
Μπελίζ |
Belize |
28. |
Μποναίρ |
Bonaire |
29. |
Ναουρού |
Nauru |
30. |
Νήσοι Κέϋμαν |
Cayman Islands |
31. |
Νήσοι Μάρσαλ |
Marshall Islands |
32. |
Νήσοι Τέρκς και Κάϊκος |
Turks and Caicos |
33. |
Νήσος του Μάν |
Isle of Man |
34. |
Ουγγαρία |
Hungary |
35. |
Ουζμπεκιστάν |
Uzbekistan |
36. |
Ομάν |
Oman |
37. |
Παραγουάη |
Paraguay |
38. |
ΠΓΔΜ |
FYROM |
39. |
Σαουδική Αραβία |
Saudi Arabia |
40. |
Σεϋχέλλες |
Seychelles |
41. |
Σρι - Λάνκα |
Sri Lanka |
42. |
Τζέρσεϋ |
Jersey |
Αθήνα, 20 Μαρτίου 2019
Οι Υπουργοί
Υφυπουργός
Οικονομικών Οικονομικών
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ
ΑΠ 1391/2018 Διάκριση υπαλλήλου - εργάτη, μισθωτός που απασχολείται με την επισκευή ή συντήρηση μηχανών αυτοκινήτων, πιστοποιητικό εργασίας, δήλη ημέρα καταβολής μισθού και αποζημιώσεων
Περίληψη
Με τη διάταξη του άρθρ. 10 του Ν. 3514/1928, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το από 8/13.12.1928 Π.Δ/μα, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρ. 7 του Ν. 4558/1930 και αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 1 του Ν.Δ/τος 2655/1953, ορίζεται ότι: "Ιδιωτικός υπάλληλος κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου θεωρείται παν πρόσωπο κατά κύριον επάγγελμα ασχολούμενον επ` αντιμισθία, ανεξαρτήτως τρόπου πληρωμής, εις υπηρεσίαν ιδιωτικού καταστήματος, γραφείου ή εν γένει επιχειρήσεως ή οιασδήποτε εργασίας και παρέχον εργασίαν αποκλειστικώς ή κατά κύριον χαρακτήρα μη σωματικήν. Δεν θεωρούνται ιδιωτικοί υπάλληλοι οι υπηρέται πάσης κατηγορίας, καθώς και πάν εν γένει πρόσωπον, το οποίον χρησιμοποιείται εν τη παραγωγή αμέσως ως βιομηχανικός, βιοτεχνικός, μεταλλευτικός ή γεωργικός εργάτης ή ως βοηθός ή μαθητευόμενος των εν λόγω κατηγοριών ή παρέχει υπηρετικάς εν γένει υπηρεσίας".
Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και όχι από τον περιεχόμενο στη σύμβαση εργασίας χαρακτηρισμό αυτού ή από τον τρόπο της αμοιβής του. Εργασία δε εργάτη θεωρείται εκείνη που προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την καταβολή σωματικής ενέργειας, ενώ, όταν η εργασία είναι προϊόν πνευματικής καταβολής, τότε και εφόσον ο εργαζόμενος έχει την κατάρτιση και εμπειρία που απαιτείται γι` αυτήν και την εκτελεί με υπευθυνότητα, θεωρείται εργασία υπαλλήλου και εκείνοι που την ασκούν ανήκουν στην κατηγορία των ιδιωτικών υπαλλήλων.
Συνεπώς, για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου, απαιτείται εξειδικευμένη εμπειρία, θεωρητική μόρφωση και ιδίως ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού (ΟλΑΠ 295/1969, ΑΠ 1114/2017, ΑΠ 1405/2014, ΑΠ 90/2009, ΑΠ 2054/2006, ΑΠ 637/2005).
Ειδικότερα, ο μισθωτός που απασχολείται με την επισκευή ή συντήρηση μηχανών αυτοκινήτων ή μηχανοκίνητων οχημάτων χαρακτηρίζεται ως υπάλληλος, όταν συνεισφέρει την εξειδιασμένη εμπειρία και θεωρητική του μόρφωση και αναπτύσσει πρωτοβουλία, αναλαμβάνοντας υπεύθυνα την εργασία του, γιατί με την ανάπτυξη αυτών των ικανοτήτων υπερτερεί το πνευματικό στοιχείο σε σύγκριση με το σωματικό (Α.Π 1114/2017, ΑΠ 335/1989, Α.Π 1445/1982).
Εξ άλλου, με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του Ν. 1575/1985 (ΦΕΚ Α 207) ορίζεται ότι για την επίβλεψη και εκτέλεση της συντήρησης και επισκευής αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών και μοτοποδηλάτων απαιτείται άδεια άσκησης επαγγέλματος, για τη χορήγηση της οποίας απαιτείται ο υποψήφιος να έχει ολοκληρώσει την προβλεπομένη στο άρθρο 3 του νόμου αυτού ειδική προς τούτο εκπαίδευση και να έχει εργασθεί με την αντίστοιχη ειδικότητα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που ορίζεται από το νόμο σε συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων, ενώ μεταξύ των ειδικοτήτων για τις οποίες χορηγείται η ανωτέρω άδεια περιλαμβάνεται, ως ειδική κατηγορία, και εκείνη του τεχνίτη τροχών (άρθ. 2 παρ. 2 στοιχ. ιβ του Ν. 1575/1985).
Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 678 του ΑΚ ορίζεται ότι "Κατά τη λήξη της σύμβασης ο εργαζόμενος μπορεί να απαιτήσει από τον εργοδότη πιστοποιητικό για το είδος και τη διάρκεια της εργασίας του. Μόνο αν το ζητήσει ο εργαζόμενος βεβαιώνεται και η ποιότητα της εργασίας του και η διαγωγή του". Και ναι μεν κατά τη γραμματική διατύπωση της σχετικής διάταξης η σχετική αξίωση του εργαζομένου γεννάται κατά τη λήξη της εργασιακής σύμβασης, πλην όμως μπορεί να αξιωθεί κατά την καλή πίστη, σύμφωνα με τα άρθρα 200 και 288 του ΑΚ, η χορήγηση του ανωτέρω πιστοποιητικού και σε προγενέστερο χρόνο, στο πλαίσιο της υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, όταν ο εργαζόμενος επικαλείται αντίστοιχο προς τούτο εύλογο συμφέρον.
Με τη διάταξη του άρθρου 655 του ΑΚ., ορίζεται ότι: "Αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη".
Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του ΑΚ και 1 της με αριθ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας "περί προστασίας του ημερομισθίου", που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, μισθός είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Άρα, μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων, αποτελούν και οι αμοιβές, που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα της παροχής υπερεργασίας, νόμιμης υπερωριακής εργασίας και επιτρεπόμενης απασχόλησής του σε ημέρα αργίας, αφού οι αμοιβές αυτές συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα από την παροχή εργασίας του μισθωτού.
Επομένως, και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 του ΑΚ κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα καταβολής, εις τρόπον ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ. 1 του ΑΚ και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδαφ. α` του ΑΚ.
Εξ άλλου, ασχέτως του άρθρου 655 του ΑΚ, για τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του ν.1082/1980, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, του Ν.4504/1961 και 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966)) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής, ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες (ΑΠ 750/2010, ΑΠ 845/2005, ΑΠ 233/2004).
Αντίθετα δεν αποτελούν μισθό ούτε εν ευρεία έννοια οι αποζημιώσεις και οι προσαυξήσεις (αστικές ποινές) που υποχρεούται να καταβάλλει ο εργοδότης στο μισθωτό για παράνομη εργασία, ήτοι για παράνομη υπερωριακή απασχόληση, απασχόληση παρά το νόμο τις Κυριακές ή για μη παροχή της κατά νόμο ετήσιας άδειας από υπαιτιότητα του εργοδότη, αφού αυτές δεν αποτελούν νόμιμο αντάλλαγμα για νομίμως παρασχεθείσα εργασία. Για τα χρέη αυτά, που δεν απορρέουν από τη νόμιμη παροχή εργασίας, δεν ορίζεται από νόμο δήλη ημέρα πληρωμής τους και οι τόκοι γι' αυτά αρχίζουν να τρέχουν από την επίδοση της αγωγής ή από την τυχόν προηγηθείσα όχληση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 346 και 340 του ΑΚ (ΑΠ 233/2004).
Περαιτέρω, σε αντίθεση με το προηγούμενο καθεστώς της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 435/1976, που προέβλεπε ότι επί παροχής παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, ο μισθωτός δικαιούται από την πρώτη ώρα, πέραν των απαιτήσεών του από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και πρόσθετη αποζημίωση ίση προς το 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου, έχοντας επομένως δύο αξιώσεις, μία εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού επί της οποίας ήταν εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 911 αρ.2 του ΑΚ για τη γένεση της τοκοδοσίας (ΑΠ 840/2004) και μία ως αστική ποινή για την οποία τόκοι οφείλονταν από την επίδοση, με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000 μεταβλήθηκε από 1 Απριλίου 2000 το ανωτέρω νομοθετικό καθεστώς και ορίσθηκε στην παρ. 5 αυτού, για την περίπτωση της παροχής από το μισθωτό μη νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης, ότι ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλομένου ωρομισθίου για κάθε ώρα μη νόμιμης υπερωρίας [ήτοι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 150%].
Η διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 2874/2000 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005 με χρόνο έναρξης της ισχύος της από 1 Οκτωβρίου 2005 και ορίσθηκε στις παραγράφους 4 και 5 αυτής ότι: "Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο (άρθρο 3 του ν.δ. 515/1970) διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ` εξαίρεση υπερωρία. (Παρ. 4). Για κάθε ώρα κατ` εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% (Παρ. 5)". Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 2874/2000, όπως ισχύει και μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005, που εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση ως εκ του κρίσιμου χρόνου (1.9.2007 - 5.2.2012), σαφώς συνάγεται ότι η αξίωση αμοιβής του μισθωτού από την εκ μέρους του παροχή κατ' εξαίρεση (παράνομης) υπερωρίας στηρίζεται ευθέως στο νόμο και όχι πλέον και στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις.
Δηλαδή, από 1 Απριλίου 2000, μετά την έναρξη της ισχύος του άρθρου 4 του ανωτέρω νόμου 2874/2000, ο εργαζόμενος για την παράνομη (κατ' εξαίρεση) υπερωριακή απασχόλησή του δεν έχει πλέον δύο διακριτές αξιώσεις, όπως όριζε το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 435/1976, αλλά μία, για την θεμελίωση της οποίας μάλιστα δεν απαιτείται η επίκληση των προϋποθέσεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 314/2017, ΑΠ 206/2009, 196/2008). Κατά συνέπεια για τις αξιώσεις του αυτές που δεν απορρέουν από νόμιμη παροχή εργασίας, οι τόκοι αρχίζουν να τρέχουν από την επίδοση της αγωγής (άρθ. 346 του ΑΚ), εκτός εάν προηγουμένως εχώρησε σχετική όχληση προς τον εργοδότη κατά το άρθρο 340 του ΑΚ.
Αριθμός 1391/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του
Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα - Εισηγητή, Σοφία
Τζουμερκιώτη και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 29 Μαΐου 2018, με την
παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής
υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ι. Β. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε
από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευτύχιο - Δημήτριο Καλαμίδα, που
κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: ... του I. (K. Μ. του Η.),
κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του
Χρυσούλα Μυλωνά, η οποία ανακάλεσε την από 18/5/2018 δήλωσή του κατ'
άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/11/2012 αγωγή του ήδη
αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3380/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 4282/2017
του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης
ζητεί ο αναιρεσείων με την από 8/11/2017 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση
της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του
αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του
αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου
του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 8.11.2017 και με αριθ. κατάθεσης 797/9.11.2017 αίτηση
αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την
ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ' αριθ. 4282/12.9.2017
απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση
έγιναν α) κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από 31.12.2015 και
με αριθ. κατάθ. 8331/31.12.2015 έφεση του ενάγοντος και ήδη
αναιρεσίβλητου και β) κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από
6.3.2015 και με αριθ. κατάθ. 1566/11.3.2015 αντίθετη έφεση του
εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, εξαφανίσθηκε η υπ' αριθ.
3380/17.12.2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε
δεχθεί κατά ένα μέρος την από 23.11. 2012 και υπ' αριθ. κατάθ.
187414/5481/26.11.2012 αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, και
δικάζοντας την άνω αγωγή έγινε αυτή δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσία για
μεγαλύτερο συνολικά ποσό από την παροχή εργασίας του τελευταίου για το
χρονικό διάστημα από 1.9.2007 έως 5.2.2012 σε σχέση με το πρωτοδίκως
επιδικασθέν, ενώ απορρίφθηκε αυτή κατ' ουσία για το διάστημα από
1.1.2007 έως 31.8.2007, για το οποίο είχαν επιδικασθεί διαφορές με την
πρωτόδικη απόφαση. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα
(άρθ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 και 144 ΚΠολΔ). Είναι
συνεπώς παραδεκτή και (άρθ. 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί
περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων αναίρεσης
(άρθ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Με τη διάταξη του άρθρ. 10 του Ν.
3514/1928, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το από 8/13.12.1928 Π.Δ/μα, όπως
το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρ. 7 του Ν.
4558/1930 και αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 1 του Ν.Δ/τος 2655/1953,
ορίζεται ότι: "Ιδιωτικός υπάλληλος κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου
θεωρείται παν πρόσωπο κατά κύριον επάγγελμα ασχολούμενον επ` αντιμισθία,
ανεξαρτήτως τρόπου πληρωμής, εις υπηρεσίαν ιδιωτικού καταστήματος,
γραφείου ή εν γένει επιχειρήσεως ή οιασδήποτε εργασίας και παρέχον
εργασίαν αποκλειστικώς ή κατά κύριον χαρακτήρα μη σωματικήν. Δεν
θεωρούνται ιδιωτικοί υπάλληλοι οι υπηρέται πάσης κατηγορίας, καθώς και
πάν εν γένει πρόσωπον, το οποίον χρησιμοποιείται εν τη παραγωγή αμέσως
ως βιομηχανικός, βιοτεχνικός, μεταλλευτικός ή γεωργικός εργάτης ή ως
βοηθός ή μαθητευόμενος των εν λόγω κατηγοριών ή παρέχει υπηρετικάς εν
γένει υπηρεσίας". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η διάκριση του
μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται από το είδος της παρεχόμενης
εργασίας και όχι από τον περιεχόμενο στη σύμβαση εργασίας χαρακτηρισμό
αυτού ή από τον τρόπο της αμοιβής του. Εργασία δε εργάτη θεωρείται
εκείνη που προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την καταβολή
σωματικής ενέργειας, ενώ, όταν η εργασία είναι προϊόν πνευματικής
καταβολής, τότε και εφόσον ο εργαζόμενος έχει την κατάρτιση και εμπειρία
που απαιτείται γι` αυτήν και την εκτελεί με υπευθυνότητα, θεωρείται
εργασία υπαλλήλου και εκείνοι που την ασκούν ανήκουν στην κατηγορία των
ιδιωτικών υπαλλήλων.
Συνεπώς, για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου, απαιτείται
εξειδικευμένη εμπειρία, θεωρητική μόρφωση και ιδίως ανάπτυξη
πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι
μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας το
πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού (ΟλΑΠ 295/1969, ΑΠ
1114/2017, ΑΠ 1405/2014, ΑΠ 90/2009, ΑΠ 2054/2006, ΑΠ 637/2005).
Ειδικότερα, ο μισθωτός που απασχολείται με την επισκευή ή συντήρηση
μηχανών αυτοκινήτων ή μηχανοκίνητων οχημάτων χαρακτηρίζεται ως
υπάλληλος, όταν συνεισφέρει την εξειδιασμένη εμπειρία και θεωρητική του
μόρφωση και αναπτύσσει πρωτοβουλία, αναλαμβάνοντας υπεύθυνα την εργασία
του, γιατί με την ανάπτυξη αυτών των ικανοτήτων υπερτερεί το πνευματικό
στοιχείο σε σύγκριση με το σωματικό (Α.Π 1114/2017, ΑΠ 335/1989, Α.Π
1445/1982). Εξ άλλου, με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του Ν. 1575/1985
(ΦΕΚ Α 207) ορίζεται ότι για την επίβλεψη και εκτέλεση της συντήρησης
και επισκευής αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών και μοτοποδηλάτων απαιτείται
άδεια άσκησης επαγγέλματος, για τη χορήγηση της οποίας απαιτείται ο
υποψήφιος να έχει ολοκληρώσει την προβλεπομένη στο άρθρο 3 του νόμου
αυτού ειδική προς τούτο εκπαίδευση και να έχει εργασθεί με την
αντίστοιχη ειδικότητα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που ορίζεται από
το νόμο σε συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων, ενώ μεταξύ των ειδικοτήτων
για τις οποίες χορηγείται η ανωτέρω άδεια περιλαμβάνεται, ως ειδική
κατηγορία, και εκείνη του τεχνίτη τροχών (άρθ. 2 παρ. 2 στοιχ. ιβ του Ν.
1575/1985). Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 678 του ΑΚ ορίζεται ότι
"Κατά τη λήξη της σύμβασης ο εργαζόμενος μπορεί να απαιτήσει από τον
εργοδότη πιστοποιητικό για το είδος και τη διάρκεια της εργασίας του.
Μόνο αν το ζητήσει ο εργαζόμενος βεβαιώνεται και η ποιότητα της εργασίας
του και η διαγωγή του". Και ναι μεν κατά τη γραμματική διατύπωση της
σχετικής διάταξης η σχετική αξίωση του εργαζομένου γεννάται κατά τη λήξη
της εργασιακής σύμβασης, πλην όμως μπορεί να αξιωθεί κατά την καλή
πίστη, σύμφωνα με τα άρθρα 200 και 288 του ΑΚ, η χορήγηση του ανωτέρω
πιστοποιητικού και σε προγενέστερο χρόνο, στο πλαίσιο της υποχρέωσης
πρόνοιας του εργοδότη, όταν ο εργαζόμενος επικαλείται αντίστοιχο προς
τούτο εύλογο συμφέρον. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του
ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως
αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή
ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης.
Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93
παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση
πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο
προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα
πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά
περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν
όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου
κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που
απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν
μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα ανεπάρκεια
αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα
περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη
συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε,
είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις
στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον
το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και
πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Αντίστοιχα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η
απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και
στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για
ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή
κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και
αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την
υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό
συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό
χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο
της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα
ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται
πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να
μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση
και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την
αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν
συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν
αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και
όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του
δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν
παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα
και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία", ώστε στο πλαίσιο της
διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή
για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος
αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το
δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα
αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013, ΑΠ
1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995).
Στην προκειμένη περίπτωση, το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφαση του δέχθηκε, μετά
από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους
αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα
ακόλουθα: "Ο ενάγων - εφεσίβλητος - εκκαλών [και ήδη αναιρεσίβλητος]
προσλήφθηκε στις 28.06.2005 από τον εναγόμενο - εκκαλούντα - εφεσίβλητο
[και ήδη αναιρεσείοντα], ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση εμπορίας
ελαστικών και ορυκτελαίων (βουλκανιζατέρ) στη ...), με σύμβαση
εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί ως βοηθός
τεχνίτη τροχών αυτοκινήτων. Ο ενάγων ήδη από τις αρχές του έτους 2005
απασχολούνταν στην επιχείρηση του εναγομένου δοκιμαστικά, για την
απόκτηση εμπειρίας, ως βοηθός τεχνίτη τροχών αυτοκινήτου, ενώ μετά το
πέρας της φοίτησής του στο ... στις 21.06.2005, προσκόμισε στον
εναγόμενο το πτυχίο ειδικότητας μηχανών και συστημάτων αυτοκινήτου του
τομέα μηχανολογικού, που έλαβε από το ... και συνέχισε να εργάζεται ως
βοηθός τεχνίτης τροχών αυτοκινήτων, με βάση την ως άνω από 28.06.2005
ατομική σύμβαση εργασίας, με καθεστώς μερικής απασχόλησης, επί πενθήμερο
εβδομαδιαίως (από Δευτέρα έως και Παρασκευή) και με ημερήσιο ωράριο
τετραώρου από 09.00 έως και 13.00 (βλ. ...) μέχρι 31.8.2007, όπως ορθά
έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την εργασία του ενάγοντος,
υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης [...]. Η εργασία του ενάγοντος
συνίστατο στην αρχή στην αφαίρεση, την επιδιόρθωση και τοποθέτηση των
ελαστικών στα οχήματα, ενώ με την πάροδο του χρόνου, και τουλάχιστον από
1.9.2007, ο ενάγων ενόψει και της εμπειρίας που είχε αποκτήσει,
προέβαινε και σε αλλαγή λιπαντικών και φρένων στα οχήματα, καθώς επίσης
και σε ζυγοστάθμιση και ευθυγράμμιση των ελαστικών, χρησιμοποιώντας τα
ειδικά ηλεκτρονικά μηχανήματα που διέθετε η επιχείρηση του εναγομένου.
Επίσης, ο ενάγων ανέπτυσσε προσωπική πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της
εργασίας του και ο εναγόμενος τον εμπιστευόταν, όπως συνάγεται και από
το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια απουσίας του τελευταίου η επιχείρηση
συνέχιζε να λειτουργεί με υπεύθυνο τεχνίτη τροχών τον ενάγοντα και από
το ότι ο ενάγων προέβαινε και σε επισκευή ή αντικατάσταση τροχών σε
οχήματα, εκτός των εγκαταστάσεων της επιχείρησης του εναγομένου,
μεταβαίνοντας με ειδικά εξοπλισμένο για το σκοπό αυτό όχημα, το οποίο
διέθετε η επιχείρηση του εναγομένου. Άλλωστε το γεγονός ότι ο εναγόμενος
διέθετε ήδη από το 1995 άδεια άσκησης επαγγέλματος τεχνίτη τροχών και
λειτουργούσε συντονιστικά στη λειτουργία της επιχείρησής του,
κατανέμοντας την εργασία στο προσωπικό που απασχολούσε και επιβλέποντας
αυτό, δεν σημαίνει ότι ο ενάγων δεν απασχολούνταν ως τεχνίτης τροχών. Με
βάση τα παραπάνω περιστατικά αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν
τουλάχιστον από 1.9.2007 ως τεχνίτης τροχών, έσφαλε δε το πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο που έκρινε ότι ο ενάγων εργάσθηκε καθ' όλο το επίδικο χρονικό
διάστημα της απασχόλησής του στον εναγόμενο ως βοηθός τεχνίτη τροχών,
υποχρέωσε δε τον εναγόμενο να χορηγήσει στον ενάγοντα σχετικό
πιστοποιητικό εργασίας, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων - εκκαλών με
τους πρώτο και τέταρτο λόγους της έφεσης, που εκτιμώνται ενιαία. [...].
Επίσης, ο ενάγων ζήτησε από τον εναγόμενο να του χορηγήσει πιστοποιητικό
εργασίας, από το οποίο να προκύπτει η διάρκεια απασχόλησής του στην
επιχείρηση αυτού με καθήκοντα τεχνίτη τροχών αυτοκινήτου, καθόσον το
πιστοποιητικό αυτό ήταν απαραίτητο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.
1575/1985, για την απόκτηση της άδειας άσκησης επαγγέλματος. Ο
εναγόμενος, προφασιζόμενος διάφορους λόγους, απέφυγε να του χορηγήσει το
πιστοποιητικό, με αποτέλεσμα ο ενάγων αφενός να προσφύγει στις
20.2.2012 στην Επιθεώρηση Εργασίας ( Ά.) και να ζητήσει μεταξύ άλλων να
επιμεληθούν για τη χορήγηση του πιστοποιητικού εργασίας του με βάση την
παραπάνω ειδικότητά του, αφετέρου να αποστείλει στον εναγόμενο την από
7.3.2012 εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία (βλ. 3150ε/12.3.2012 έκθεση
επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δ. Π.), στην
οποία επισύναψε υπόδειγμα του πιστοποιητικού εργασίας, που όφειλε ο
εναγόμενος να χορηγήσει, αιτούμενος, μεταξύ άλλων, να το συμπληρώσει και
να το προσκομίσει υπογεγραμμένο...". Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο, αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου
Δικαστηρίου, με την οποία είχε υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απειλή
χρηματικής ποινής, να χορηγήσει στον ενάγοντα πιστοποιητικό εργασίας,
στο οποίο να αναφέρονται τα στοιχεία του ενάγοντος και το ότι εργάζεται
από τις 28.6.2005 στην επιχείρηση του εναγομένου, ως βοηθός τεχνίτης
οχημάτων, φορτηγών, αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών (βουλκανιζατέρ),
υποχρέωσε τον εναγόμενο, με απειλή χρηματικής ποινής, να χορηγήσει στον
ενάγοντα πιστοποιητικό εργασίας, στο οποίο να αναφέρεται το χρονικό
διάστημα εργασίας του τελευταίου στην επιχείρηση (βουλκανιζατέρ) του
εναγομένου και η εργασία αυτού ως τεχνίτη τροχών [ενν. από 1.9.2007],
στον τομέα επισκευής τροχών φορτηγών, αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών.
Με τον δεύτερο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο
αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την
πλημμέλεια της ανεπαρκούς αιτιολογίας αναφορικά με την ιδιότητα του
αναιρεσίβλητου ως ιδιωτικού υπαλλήλου, την οποία εμμέσως δέχθηκε με την
παραδοχή ότι ο τελευταίος απασχολήθηκε στην επιχείρηση του
αναιρεσείοντος από 1.9.2007 με την ειδικότητα του τεχνίτη τροχών, διότι
στην προσβαλλομένη απόφαση δεν διαλαμβάνεται ότι για την εργασία αυτή
απαιτείτο εξειδιασμένη εμπειρία, θεωρητική κατάρτιση και ανάληψη
ευθύνης, ούτε αναφέρεται ρητά ότι κατά την εργασία του αναιρεσίβλητου το
πνευματικό στοιχείο υπερτερούσε του σωματικού. Ο λόγος αυτός είναι
αβάσιμος, καθότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος
είχε την αναγκαία θεωρητική μόρφωση με την απόκτηση από το ... στις
21.06.2005 πτυχίου ειδικότητας μηχανών και συστημάτων αυτοκινήτου στον
τομέα του μηχανολογικού (το οποίο προσκόμισε στον αναιρεσείοντα εργοδότη
του) και ότι είχε αποκτήσει εμπειρία, απασχολούμενος στο συνεργείο του
αναιρεσείοντος ως βοηθός τεχνίτης τροχών ήδη από τις αρχές του έτους
2005, με συνέπεια με την πάροδο του χρόνου και τουλάχιστον από 1.9.2007
να προβαίνει, στο πλαίσιο της απασχόλησής του, στις διαλαμβανόμενες στην
προσβαλλομένη απόφαση επί μέρους εργασίες ως τεχνίτης τροχών,
αναπτύσσοντας προσωπική πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση αυτών,
διενεργώντας τις εργασίες αυτές και κατά την απουσία του αναιρεσείοντος,
ως υπεύθυνος τεχνίτης του συνεργείου και προβαίνοντας σε επισκευή ή
αντικατάσταση τροχών σε οχήματα, εκτός των εγκαταστάσεων του συνεργείου,
με ειδικά προς τούτο εξοπλισμένο όχημα που διέθετε η επιχείρηση.
Επομένως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε εμμέσως, πλην σαφώς, ότι
κατά την παροχή της εργασίας του από τον αναιρεσίβλητο ως τεχνίτη τροχών
στο συνεργείο του αναιρεσείοντος απαιτείτο εξειδιασμένη εμπειρία,
θεωρητική κατάρτιση και ανάληψη ευθύνης, την οποία ο αναιρεσίβλητος
πράγματι επιδείκνυε, δεν ήταν δε αναγκαία για την πληρότητα της
αιτιολογίας η ρητή αναφορά ότι κατά την παροχή της εργασίας του
αναιρεσίβλητου υπερτερούσε το πνευματικό στοιχείο του σωματικού, διότι
τούτο σαφώς προκύπτει από τις κατά τα άνω παραδοχές της προσβαλλομένης
απόφασης.
Συνεπώς ο λόγος αυτός πρέπει ν' απορριφθεί.
Από τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι με
την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο
δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους
προσθέτους λόγους, προκύπτει ότι η εξουσία του Εφετείου περιορίζεται
στην έρευνα των κεφαλαίων της πρωτόδικης απόφασης που προσβλήθηκαν με
την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Εξάλλου, επιδίκαση πλέον του
αιτηθέντος υπάρχει και ιδρύεται σχετικός λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 9
του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, εάν το Εφετείο εξαφανίσει την απόφαση ως προς
μη εκκληθέν κεφάλαιο (ΑΠ 1415/2007, ΑΠ 983/2009). Στην προκειμένη
περίπτωση με τον τρίτο αληθώς από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ
(και όχι από τον αριθμό 8) λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην
προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο
για παροχή υπερεργασίας και κατ' εξαίρεση υπερωρίας τα χρηματικά ποσά
των 7.145 και 11.150,50 ευρώ αντιστοίχως, έναντι των μικροτέρων ποσών
των 6.209,95 και 9.104, 32 ευρώ αντιστοίχως που του είχαν επιδικασθεί
για την ίδια αιτία με την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου
Δικαστηρίου, παρόλο που στο σχετικό τρίτο λόγο της έφεσης του
αναιρεσείοντος (τότε ενάγοντος - εκκαλούντος) δεν υπήρχε παράπονο ως
προς το ύψος των επιδικασθέντων ποσών.
Όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, τα οποία
παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την έρευνα του σχετικού
αναιρετικού λόγου (άρθ. 561 παρ.2 του ΚΠολΔ), με την από 23.11.2012 και
με αριθμό κατάθεσης 187414/5481/2012 αγωγή ο ενάγων και ήδη
αναιρεσίβλητος, επικαλούμενος ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2007
έως 5.2.2012 απασχολήθηκε στο συνεργείο του εναγομένου και ήδη
αναιρεσείοντος επί πενθήμερο εβδομαδιαίως (από Δευτέρα έως Παρασκευή)
από ώρα 07.30 π.μ. έως 17.30 μ.μ. ήτοι επί δεκάωρο ημερησίως,
πραγματοποιώντας έτσι πέντε ώρες υπερεργασίας και πέντε ώρες κατ'
εξαίρεση (παράνομης) υπερωρίας εβδομαδιαίως και ότι οι μεικτές μηνιαίες
αποδοχές αυτού είχαν διαμορφωθεί κατά τα έτη 2007, 2008, 2009, 2010,
2011 και 2012 στα ποσά των (1.392), (1382), (1372), (1343), (1.389) και
(1.447) ευρώ αντίστοιχα (καθαρές αποδοχές 1.080 ευρώ μηνιαίως, πλέον
ασφαλιστικών εισφορών ΙΚΑ και παρακρατουμένου φόρου μισθωτών υπηρεσιών),
ζήτησε με βάση τους διαλαμβανόμενους στην αγωγή αναλυτικούς
υπολογισμούς την επιδίκαση σε αυτόν του συνολικού ποσού των 10.940,45
ευρώ ως αμοιβή για παροχή υπερεργασίας και του συνολικού ποσού των
19.057,93 ευρώ ως αποζημίωση για παροχή κατ' εξαίρεση (παράνομης)
υπερωρίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη με αριθμό
3.380/2013 απόφασή του δέχθηκε μεν ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος
απασχολήθηκε καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα επί δέκα ώρες ημερησίως
από Δευτέρα έως Παρασκευή, πραγματοποιώντας έτσι πέντε ώρες υπερεργασίας
και πέντε ώρες κατ' εξαίρεση (παράνομης) υπερωρίας εβδομαδιαίως (όπως
ιστορείτο στην αγωγή), πλην όμως δέχθηκε ότι οι νόμιμες μικτές μηνιαίες
αποδοχές του ενάγοντος κατά τη διάρκεια της άνω απασχόλησής του είχαν
διαμορφωθεί από 1.1.2007 έως 30.4.2007 σε 349,50 ευρώ, από 1.5.2007 έως
30.8.2007 σε 367,38 ευρώ [λόγω της μειωμένης τετράωρης απασχόλησης], από
1.9.2007 έως 31.12.2007 σε 734,75 ευρώ, από 1.1.2008 έως 31.8.2008 σε
760 ευρώ, από 1.9.2008 έως 30.4.2009 σε 811,75 ευρώ, από 1.5.2009 έως
30.6.2011 σε 856,25 ευρώ και από 1.7.2011 έως 5.2.2012 σε 870 ευρώ. Με
βάση τις κατά τα άνω μικρότερες μικτές μηνιαίες αποδοχές σε σχέση με τα
εκτιθέμενα στην αγωγή, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προέβη στους επί μέρους
υπολογισμούς των αξιώσεων του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου και
επιδίκασε σε αυτόν τα χρηματικά ποσά των 6.209,95 ευρώ για παροχή
υπερεργασίας και 9.104, 32 ευρώ για παροχή κατ' εξαίρεση υπερωρίας από
αυτόν. Κατά της ως άνω απόφασης ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος άσκησε
την από 31.12.2015 και με αριθμό κατάθ. 8331/2015 έφεσή του, με τον
τρίτο λόγο της οποίας παραπονέθηκε για το ύψος των μικτών μηνιαίων
αποδοχών που τέθηκαν ως βάση με την εκκαλουμένη πρωτόδικη απόφαση κατά
τον υπολογισμό των αξιώσεων αυτού από την παροχή υπερεργασίας και κατ'
εξαίρεση υπερωρίας, αιτούμενος τον υπολογισμό αυτών με βάση τις
υψηλότερες αποδοχές που διελάμβανε στην ιστορική βάση της αγωγής του.
Κατά συνέπεια με το λόγο αυτό έπληττε την πρωτόδικη απόφαση και για το
ύψος των επιδικασθέντων ποσών, αφού το ύψος αυτών συνδέεται άρρηκτα με
το ύψος των μικτών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, ως βάση του
υπολογισμού των σχετικών αξιώσεων αυτού. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο,
αφού κατά παραδοχή σχετικού (πρώτου) λόγου της από 6.3.2015 και με αριθ.
κατάθ. 1566/2015 αντίθετης έφεσης του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος
απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή κατά τα εν λόγω κεφάλαια για
το διάστημα από 1.1.2007 έως 31.8.2007, κατά το οποίο ο ενάγων
απασχολήθηκε υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης (επί τετράωρο ημερησίως),
μη πραγματοποιώντας έτσι υπερεργασιακή και υπερωριακή εργασία, στη
συνέχεια έκρινε, όπως και το πρωτοβάθμιο, ότι ο ενάγων και ήδη
αναιρεσίβλητος απασχολήθηκε ως τεχνίτης τροχών στο συνεργείο του
εναγομένου κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2007 έως 5.2.2012 επί δέκα
ώρες ημερησίως από Δευτέρα έως Παρασκευή, πραγματοποιώντας έτσι πέντε
ώρες υπερεργασίας και πέντε ώρες κατ' εξαίρεση (παράνομης) υπερωρίας
εβδομαδιαίως (όπως ιστορούσε στην αγωγή) και, κατά μερική παραδοχή του
ως άνω τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, ότι οι μικτές μηνιαίες
αποδοχές του ενάγοντος είχαν διαμορφωθεί από 1.9.2007 έως 31.12.2007 σε
825 ευρώ, από 1.1.2008 έως 30.6.2008 σε 850 ευρώ, από 1.7.2008 έως
31.12.2008 σε 875 ευρώ, από 1.1.2009 έως 30.6.2009 σε 900 ευρώ, από
1.7.2009 έως 31.12.2009 σε 922,50 ευρώ και από 1.1.2010 και για τον
εφεξής χρόνο σε 942 ευρώ, ήτοι σε ποσά μεγαλύτερα από εκείνα που είχε
δεχθεί η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Με βάση τις
κατά τα άνω μεγαλύτερες μικτές μηνιαίες αποδοχές σε σχέση με εκείνες που
είχε δεχθεί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο
προέβη στους επί μέρους υπολογισμούς των αξιώσεων του ενάγοντος και ήδη
αναιρεσίβλητου για το διάστημα από 1.9.2007 έως 5.2.2012 και, αφού
εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τα εν λόγω
κεφάλαια, επιδίκασε στον ενάγοντα τα χρηματικά ποσά των 7.145 ευρώ για
παροχή υπερεργασίας και 11.150,50 ευρώ για παροχή κατ' εξαίρεση
υπερωρίας από αυτόν. Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο
δεν υπερέβη τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης του
ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος και δεν προέβη στην εξαφάνιση της
εκκαλουμένης απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ως προς μη εκκληθέν
κεφάλαιο. Επομένως, ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της αίτησης
αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ του ΚΠολΔ αναίρεση
επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που
οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου από τις διατάξεις των
άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το
δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των
πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης,
υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα
επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (ΟλΑΠ 23/2008). Δεν
επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης
ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν
αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει
μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του
μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει
με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ' είδος αναφορά στα αποδεικτικά
μέσα, καθίσταται αδιαστίκτως βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα
αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας,
χωρίς κανένα να παραληφθεί (ΟλΑΠ 8/2016, ΟλΑΠ 42/2002). Για την
βασιμότητα του λόγου αυτού αρκεί και η ύπαρξη μόνο αμφιβολιών για τη
λήψη υπόψη ή την συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των με
επίκληση προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία αυτό έπρεπε να
λάβει υπόψη του (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1107/2015, ΑΠ 38/2014, ΑΠ 322/2011).
Τέτοια αποδεικτικά μέσα, η μη λήψη υπόψη των οποίων από το δικαστήριο
της ουσίας ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο συνιστούν τα έγγραφα και
οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου που συνιστούν
ίδιο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τους μάρτυρες και τα
λοιπά έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, με τους τέταρτο και πέμπτο από
τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης, ο
αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση τις πλημμέλειες ότι: α)
παρά την σχετική μνεία αυτών στο σκεπτικό της δεν καθίσταται
αδιαστίκτως βέβαιο ότι η προσβαλλομένη απόφαση έλαβε υπόψη της τις με
αριθμό ... ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Α. Θ., Γ. Κ. και Σ. Τ.
ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που αυτός είχε επικαλεσθεί και
προσκομίσει κατά την δευτεροβάθμια δίκη, αναφορικά με τον ισχυρισμό
αυτού ότι από τις αρχές Σεπτεμβρίου 2009 είχε συμφωνηθεί μεταξύ των
διαδίκων ότι θα συμψηφίζονταν προς τις καταβαλλόμενες ανώτερες των
νομίμων αποδοχές του αναιρεσίβλητου, που προέβλεπε η εθνική γενική
συλλογική σύμβαση εργασίας, οι τυχόν αξιώσεις του από την παροχή
υπερεργασίας, ενόψει μάλιστα του ότι με την προσβαλλομένη απόφαση του το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο, παρά τις περί του αντιθέτου αναφορές των ως
άνω μαρτύρων στις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις των, αρκέσθηκε στο να
δεχθεί ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε η κατάρτιση της
εν λόγω επικαλουμένης συμφωνίας (τέταρτος λόγος αναίρεσης) και β) δεν
έλαβε υπόψη του τους προσκομισθέντες με επίκληση κατά την δευτεροβάθμια
δίκη με αριθ. 15666/15.11.2010 και 17451/17.11.2008 πίνακες εργασίας
προσωπικού, που είχαν κατατεθεί από τον αναιρεσείοντα στην Επιθεώρηση
Εργασίας, από τους οποίους προέκυπτε ότι ο αναιρεσίβλητος κατά το
διάστημα από το Νοέμβριο του 2010 έως το Νοέμβριο του 2011 και από το
Νοέμβριο του 2008 έως το Νοέμβριο του 2009 λάμβανε δύο ημέρες ανάπαυσης
την εβδομάδα (Κυριακή και Δευτέρα) και κατά συνέπεια δεν εδικαιούτο
περαιτέρω αμοιβής για εργασία κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας
(Σάββατα), που του επιδικάσθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση (πέμπτος
λόγος αναίρεσης). Από τη βεβαίωση όμως που περιέχεται στην προσβαλλομένη
απόφαση (φύλλο 6ο αυτής) ότι λήφθηκαν υπόψη (μεταξύ των διαλαμβανομένων
λοιπών αποδεικτικών στοιχείων) οι με αριθμούς 8882, 8883 και
8884/25.10.2013 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών και τα
έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι σε
συνδυασμό με το πλήρες και χωρίς αντιφάσεις και κενά περιεχόμενο της
προσβαλλομένης απόφασης, στην οποία ρητώς επίσης διαλαμβάνεται (με
αφορμή την απασχόληση του ενάγοντος τα Σάββατα) ότι οι πανομοιότυπες
ένορκες βεβαιώσεις των ως άνω μαρτύρων Α. Θ., Γ. Κ. και Σ. Τ. δεν
αναιρούν την περί του αντιθέτου κρίση του Δικαστηρίου με βάση τα
αναγραφόμενα στην προσβαλλομένη απόφαση αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία
(δεχθέν επομένως ότι αυτές δεν κρίνονται πειστικές), δεν καταλείπεται
καμιά αμφιβολία ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του και
συνεκτίμησε τις πιο πάνω ένορκες βεβαιώσεις και τα ως άνω έγγραφα,
προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι, αφενός μεν δεν
αποδείχθηκε η κατάρτιση ειδικής συμφωνίας μεταξύ των μερών ότι στις
υπέρτερες των νομίμων, βάσει της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης
εργασίας, αποδοχές που καταβάλλονταν στον αναιρεσίβλητο θα
καταλογίζονταν (συμψηφίζονταν) τυχόν αξιώσεις αυτού από την παροχή
υπερεργασιακής απασχόλησης (τοιαύτη συμφωνία περί καταλογισμού αξιώσεων
από παρασχεθείσα νόμιμη ή παράνομη υπερωριακή απασχόληση ήταν ούτως ή
άλλως άκυρη κατά το άρθρο 8 παρ.4 του Ν.Δ/τος 4020/1959), αφετέρου δε
ότι ο αναιρεσίβλητος απασχολήθηκε στο συνεργείο του αναιρεσείοντος κατά
το διάστημα από 1.9.2007 έως 5.2.2012 επί έξι ημέρες εβδομαδιαίως (πλην
των ειδικώς αναγραφομένων στην προσβαλλομένη απόφαση Σαββάτων),
δικαιούμενος προς τούτο αμοιβής, ύψους 5.268,78 ευρώ συνολικά, που του
επιδικάσθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση. Επομένως οι περί του
αντιθέτου τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν ως
αβάσιμοι. Με τη διάταξη του άρθρου 655 του ΑΚ., ορίζεται ότι: "Αν δεν
υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την
παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά
τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε
κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που
αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη". Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης,
σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του ΑΚ και 1 της με αριθ. 95
Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας "περί προστασίας του ημερομισθίου", που
κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, μισθός είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει
ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την
παρεχόμενη εργασία του. Άρα, μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων,
αποτελούν και οι αμοιβές, που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως
αντάλλαγμα της παροχής υπερεργασίας, νόμιμης υπερωριακής εργασίας και
επιτρεπόμενης απασχόλησής του σε ημέρα αργίας, αφού οι αμοιβές αυτές
συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα από την παροχή εργασίας του μισθωτού.
Επομένως, και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 του ΑΚ
κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα καταβολής, εις τρόπον ώστε με μόνη την πάροδο
αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ. 1 του
ΑΚ και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά
το άρθρο 345 εδαφ. α` του ΑΚ. Εξ άλλου, ασχέτως του άρθρου 655 του ΑΚ,
για τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το
επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που
εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του Ν.1082/1980, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945,
του Ν.4504/1961 και 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966)) επακριβώς καθορισμένη
ημέρα καταβολής, ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να
επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες (ΑΠ 750/2010, ΑΠ 845/2005, ΑΠ 233/2004).
Αντίθετα δεν αποτελούν μισθό ούτε εν ευρεία έννοια οι αποζημιώσεις και
οι προσαυξήσεις (αστικές ποινές) που υποχρεούται να καταβάλλει ο
εργοδότης στο μισθωτό για παράνομη εργασία, ήτοι για παράνομη υπερωριακή
απασχόληση, απασχόληση παρά το νόμο τις Κυριακές ή για μη παροχή της
κατά νόμο ετήσιας άδειας από υπαιτιότητα του εργοδότη, αφού αυτές δεν
αποτελούν νόμιμο αντάλλαγμα για νομίμως παρασχεθείσα εργασία. Για τα
χρέη αυτά, που δεν απορρέουν από τη νόμιμη παροχή εργασίας, δεν ορίζεται
από νόμο δήλη ημέρα πληρωμής τους και οι τόκοι γι' αυτά αρχίζουν να
τρέχουν από την επίδοση της αγωγής ή από την τυχόν προηγηθείσα όχληση,
σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 346 και 340 του ΑΚ (ΑΠ 233/2004).
Περαιτέρω, σε αντίθεση με το προηγούμενο καθεστώς της διάταξης του
άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 435/1976, που προέβλεπε ότι επί παροχής παράνομης
υπερωριακής απασχόλησης, ο μισθωτός δικαιούται από την πρώτη ώρα, πέραν
των απαιτήσεών του από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και πρόσθετη
αποζημίωση ίση προς το 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου, έχοντας
επομένως δύο αξιώσεις, μία εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού επί της
οποίας ήταν εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 911 αρ.2 του ΑΚ για τη
γένεση της τοκοδοσίας (ΑΠ 840/2004) και μία ως αστική ποινή για την
οποία τόκοι οφείλονταν από την επίδοση, με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000
μεταβλήθηκε από 1 Απριλίου 2000 το ανωτέρω νομοθετικό καθεστώς και
ορίσθηκε στην παρ. 5 αυτού, για την περίπτωση της παροχής από το μισθωτό
μη νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης, ότι ο μισθωτός δικαιούται
αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλομένου ωρομισθίου για κάθε ώρα μη
νόμιμης υπερωρίας [ήτοι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά
150%]. Η διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 2874/2000 αντικαταστάθηκε με το
άρθρο 1 του Ν. 3385/2005 με χρόνο έναρξης της ισχύος της από 1 Οκτωβρίου
2005 και ορίσθηκε στις παραγράφους 4 και 5 αυτής ότι: "Κάθε ώρα
υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι
προβλεπόμενες από το νόμο (άρθρο 3 του ν.δ. 515/1970) διατυπώσεις και
διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ` εξαίρεση υπερωρία.
(Παρ. 4). Για κάθε ώρα κατ` εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται
αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%
(Παρ. 5)". Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 2874/2000,
όπως ισχύει και μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 του Ν.
3385/2005, που εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση ως εκ του κρίσιμου
χρόνου (1.9.2007 - 5.2.2012), σαφώς συνάγεται ότι η αξίωση αμοιβής του
μισθωτού από την εκ μέρους του παροχή κατ' εξαίρεση (παράνομης)
υπερωρίας στηρίζεται ευθέως στο νόμο και όχι πλέον και στις περί
αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Δηλαδή, από 1 Απριλίου 2000, μετά
την έναρξη της ισχύος του άρθρου 4 του ανωτέρω νόμου 2874/2000, ο
εργαζόμενος για την παράνομη (κατ' εξαίρεση) υπερωριακή απασχόλησή του
δεν έχει πλέον δύο διακριτές αξιώσεις, όπως όριζε το άρθρο 1 παρ. 2 του
Ν. 435/1976, αλλά μία, για την θεμελίωση της οποίας μάλιστα δεν
απαιτείται η επίκληση των προϋποθέσεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ
314/2017, ΑΠ 206/2009, 196/2008). Κατά συνέπεια για τις αξιώσεις του
αυτές που δεν απορρέουν από νόμιμη παροχή εργασίας, οι τόκοι αρχίζουν να
τρέχουν από την επίδοση της αγωγής (άρθ. 346 του ΑΚ), εκτός εάν
προηγουμένως εχώρησε σχετική όχληση προς τον εργοδότη κατά το άρθρο 340
του ΑΚ. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ
αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού
δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των
δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο,
εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν
εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή
του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς
και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής
ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας
προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή
εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής
περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του
διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω
λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά
την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών
(ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω
δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή,
αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά
παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε
ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (ΑΠ 58/2015).
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλομένη απόφαση του το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων
είναι υποχρεωμένος να καταβάλει νόμιμους τόκους από την πρώτη ημέρα του
επομένου μήνα από εκείνον που αφορά η κάθε επί μέρους μηνιαία αξίωση για
υπερεργασία, κατ' εξαίρεση υπερωρία και εργασία κατά την ημέρα του
Σαββάτου μετά την 15.7.2010 και από την επίδοση της αγωγής για εργασία
κατά την ημέρα του Σαββάτου που παρασχέθηκε μέχρι τις 14.7.2010. Με την
κρίση του αυτή, κατά το μέρος που περιέλαβε και τις αξιώσεις του
αναιρεσίβλητου από την παροχή από αυτόν κατ' εξαίρεση (παράνομης)
υπερωρίας ως προς το χρόνο έναρξης της τοκογονίας αυτών, το
δευτεροβάθμιο Δικαστήριο υπέπεσε στην από τον αριθμό 1 του άρθρου 559
του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, εφόσον δεν εφάρμοσε τη διάταξη του
άρθρου 346 του ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 4 παρ.5 του Ν.
2874/2000, όπως το άρθρο 4 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.
3385/2005 που ήταν εφαρμοστέες στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά εκείνες
των άρθρων 655, 341 παρ.1 και 345 του ΑΚ, που δεν ήταν εφαρμοστέες, αφού
οι ως άνω αξιώσεις του αναιρεσίβλητου προς αποζημίωση από την παροχή
κατ' εξαίρεση υπερωρίας δεν αποτελούσαν αντάλλαγμα για νομίμως
παρασχεθείσα από αυτόν εργασία. Επομένως κατά παραδοχή ως βασίμου του
από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτου λόγου αναίρεσης, πρέπει
να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση και ειδικά μόνο κατά το
κεφάλαιο των τόκων επί των αξιώσεων του αναιρεσίβλητου από την από αυτόν
παροχή κατ' εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης, απορριπτομένης της
αίτησης αναίρεσης κατά τα λοιπά, και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το
μέρος αυτό, η οποία χρήζει περαιτέρω διευκρίνησης, προς περαιτέρω
εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλο
δικαστή (άρθ. 580 παρ.3 του ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο
αναιρεσίβλητος στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του
αναιρεσείοντος, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, λόγω της εν μέρει
νίκης και ήττας αυτού (άρθρ. 178 παρ.1, 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος την με αριθ.
4282/12.9.2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και απορρίπτει την
από 8.11.2017 και με αριθ. κατάθ. 797/2017 αίτηση αναίρεσης κατά τα
λοιπά.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος προς περαιτέρω εκδίκαση
στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον
αναιρεσίβλητο στη μερική πληρωμή των δικαστικών εξόδων του
αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Ιουλίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1038871 ΕΞ 2019 Τροποποίηση της αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1115805ΕΞ2017/31-7-2017 (Β' 2743) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, περί μεταβίβασης αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότησης υπογραφής quot;Με εντολή Διοικητήquot; σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης, όπως ισχύει
Αθήνα, 13 Μαρτίου 2019
ΑΡΙΘ. ΠΡΩΤ.: Δ. ΟΡΓ. Α 1038871 ΕΞ2019/13-3-2019
(ΦΕΚ Β' 1124/04-04-2019)
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ (Γ.Δ.Η.Δ.Α.Δ.)
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ (Δ.ΟΡΓ.)
ΤΜΗΜΑ Α'-ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
Ταχ. Δ/νση: Λεωχάρους 2
Ταχ. Κώδικας: 10184 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Σοφία Σωμαρακάκη
Τηλέφωνο: 213-2112912,
Fax: 210-3230829
E-mail: s.somarakaki@aade.gr
Url: www.aade.gr
ΘΕΜΑ: «Τροποποίηση της αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1115805ΕΞ2017/31-7-2017 (Β' 2743) απόφασης
του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, περί μεταβίβασης
αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότησης υπογραφής "Με εντολή Διοικητή" σε όργανα της
Φορολογικής Διοίκησης, όπως ισχύει»
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1.- Τις διατάξεις:
α) του Κεφαλαίου Α' «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του ν. 4389/2016
(Α' 94) και ειδικότερα των υποπαραγράφων β' και γ' της παραγράφου 6, των
παραγράφων 1 και 5, καθώς και της περίπτωσης ββ' της υποπαραγράφου θ' της
παραγράφου 4 του άρθρου 14, των άρθρων 2, 7, 37 και των παραγράφων 2, 3, 4 και 5
του άρθρου 41 αυτού.
β) του ν. 4174/2013 (Α' 170) «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις», όπως
τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει και ειδικότερα του άρθρου 4 αυτού.
γ) του ν.δ. 356/1974 (Α' 90) «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων», όπως
ισχύει και ειδικότερα της παρ. 1 του άρθρου 2 αυτού, σε συνδυασμό με τις παρ. 8
και 9 του άρθρου 8 του ν. 4224/2013 (Α' 288) «Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης
Ιδιωτικού Χρέους Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο Αξιοποίησης Περιουσίας του Δημοσίου
και άλλες επείγουσες διατάξεις».
δ) του άρθρου 39 του ν. 1914/1990 (Α' 178) «Εκσυγχρονισμός και ανάπτυξη του
δημοσίου τομέα και της κεφαλαιαγοράς, φορολογικές ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις».
ε) του άρθρου 81 του ν. 1892/1990 (Α' 101) «Για τον εκσυγχρονισμό και την
Ανάπτυξη και άλλες διατάξεις».
2. - Την αριθ. Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10-03-2017 (Β' 968 και 1238) απόφαση
του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης
Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει.
3. - Την αριθ. Δ. ΟΡΓ. Α 1115805 ΕΞ 2017/31-07-2017 (Β' 2743) απόφαση του Διοικητή
της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότηση
υπογραφής "Με εντολή Διοικητή" σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης.», όπως
τροποποιήθηκε με τις αριθ. Δ. ΟΡΓ. Α 1191978 ΕΞ 2017/22-12-2017 (Β' 4750), Δ.ΟΡΓ.Α 1004403 ΕΞ 2018/10-1-2018 (Β'119), Δ. ΟΡΓ. Α 1009670 ΕΞ 2018/19-1-2018
(Β'183), Δ. ΟΡΓ. Α 1125477 ΕΞ 2018/22-08-2018 (Β' 3718) και Δ.ΟΡΓ.Α 1160682 ΕΞ 2018/29-10-2018 (Β'4970) όμοιες.
4. - Την αριθ. Δ6Α 1015213 ΕΞ2013/28-1-2013 (Β' 130 και Β' 372) απόφαση του
Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων
στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου
Οικονομικών», όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει, σε συνδυασμό με τις
διατάξεις της υποπαραγράφου α' της παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.
5. - Την αριθ. 1 της 20-1-2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή
και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του
Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της
παραγράφου 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016 και την αριθ. 39/3/30-112017 (Υ.Ο.Δ.Δ.
689) απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε. «Ανανέωση της θητείας του
Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων».
6. - Το αριθ. ΔΙ.Π.Α.Ε.Ε. 1009948ΕΞ2019/23-01-2019 έγγραφο του Προϊσταμένου της
Διεύθυνσης Προγραμματισμού και Αξιολόγησης Ελέγχων και Ερευνών (ΔΙ.Π.Α.Ε.Ε.) της
Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.).
7. - Τα κατωτέρω μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας:
α) από 15-01-2019 του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Ελέγχων και τα από 16-01 και
14-02-2019 του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης (Γ.Δ.Φ.Δ.)
της Α.Α.Δ.Ε..
β) από 17-01 και 13-02-2019 του Προϊσταμένου της Γ.Δ.Φ.Δ..
8. - Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της απόφασης αυτής, δεν προκαλείται
δαπάνη σε βάρος του Προϋπολογισμού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
Αποφασίζουμε:
I.- Τροποποιούμε τις κατωτέρω περιπτώσεις του Πίνακα του άρθρου 1 της αριθ. Δ. ΟΡΓ. Α 1115805 ΕΞ 2017/31-7- 2017 (Β' 2743) απόφασης, με θέμα «Μεταβίβαση
αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότηση υπογραφής "Με Εντολή Διοικητή" σε όργανα της
Φορολογικής Διοίκησης», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ως εξής:
1) Προσθέτουμε
στη στήλη 5 της περίπτωσης 12 «Την έκδοση εντολής ελέγχου» νέα υποπερίπτωση Α.9,
η οποία έπεται της υποπερίπτωσης Α.8, ως εξής :
«9) Εξαιρετικά, ο Προϊστάμενος της Ελεγκτικής Υπηρεσίας που είχε εκδώσει την
προηγούμενη εντολή ελέγχου, για εντολή ελέγχου που εκδίδεται σε συνέχεια αυτής
στις περιπτώσεις:
α) αλλαγής του οριζόμενου ή των οριζόμενων για τη διενέργεια του συγκεκριμένου
φορολογικού ελέγχου υπαλλήλου ή υπαλλήλων,
β) προσθήκης είδους φορολογίας για τη συγκεκριμένη φορολογική περίοδο/χρήση της
προηγούμενης εντολής,
γ) επέκτασης του ελεγχόμενου διαστήματος σε προγενέστερες φορολογικές περιόδους/
χρήσεις για τα είδη φορολογίας της εντολής.»
2) Αντικαθιστούμε τα αναγραφόμενα στη στήλη 2 της περίπτωσης 19, ως εξής :
«Την υπογραφή και την κοινοποίηση στον φορολογούμενο της έγγραφης ειδοποίησης
για τη διενέργεια επιτόπιου φορολογικού ελέγχου».
3) Προσθέτουμε νέα περίπτωση 22A, η οποία έπεται της περίπτωσης 22, ως εξής:
-ΣΤΗΛΗ 1- α/α | -ΣΤΗΛΗ 2- Αρμοδιότητες και πράξεις ή έγγραφα προς υπογραφή |
-ΣΤΗΛΗ 3- Μεταβίβαση αρμοδιότητας ή Εξουσιοδότηση υπογραφής |
-ΣΤΗΛΗ 4- Διατάξεις από τις οποίες προβλέπονται οι αρμοδιότητες ή οι πράξεις ή τα άλλα έγγραφα | -ΣΤΗΛΗ 5- Όργανα στα οποία μεταβιβάζεται η αρμοδιότητα ή τα οποία εξουσιοδοτούνται να υπογράφουν πράξεις ή άλλα έγγραφα «Με εντολή Διοικητή». | -ΣΤΗΛΗ 6- Δυνατότητα περαιτέρω εξουσιοδότησης από όργανα της στήλης 5 |
«22A. | Τα διαβιβαστικά έγγραφα των πληροφοριακών δελτίων της ΔΙ.Π.Α.Ε.Ε. προς τις Υ.Ε.Δ.Δ.Ε. ή άλλες υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων ή σε άλλους φορείς, κατά περίπτωση. | Εξουσιοδότηση υπογραφής |
-Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας(Κ.Δ.Δ.) και -Κώδικας Επικοινωνίας Δημοσίων Υπαλλήλων(Κ.Ε.Δ.Υ.). |
Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Προγραμματισμού και Αξιολόγησης Ελέγχων και Ερευνών (ΔΙ.Π.Α.Ε.Ε.). | ------- » |
4) Η περίπτωση 39 αντικαθίσταται ως ακολούθως και οι περιπτώσεις 39Α και 39Β
καταργούνται:
«39. | Θεώρηση καταστάσεων οφειλών των οποίων έχει συντελεστεί η παραγραφή. | Μεταβίβαση αρμοδιότητας |
-Ν. 4174/2013 (Α'170), άρθρο 40, παρ.3 και άρθρο 51 -Ν.4223/2013 (Α'287), άρθ. 50 -Ν.4270/2014 (Α'143), άρθρα 122, 126, παρ. 6 και 136 έως 139 -Ν.2362/1995 (Α' 247), άρθρα 65, 86 έως 89 και 103, -Ν.Δ.321/1969 (Α'205), άρθρα 87 έως 90 -Ν.4072/2012 (Α'86), άρθ.312, -Ν.4346/2015 (Α'152), άρθ.2 -Π.Δ. 16/1989 (Α' 6), άρθ.96, καθώς και τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, περί αναστολής, διακοπής ή παράτασης της παραγραφής. |
Κατά περίπτωση, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. ή του Ελεγκτικού Κέντρου που είναι αρμόδιος για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής. | ------- » |
II. - Η παρούσα απόφαση ισχύει πέντε (5) ημέρες από της δημοσιεύσεώς της στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
III. - Κατά τα λοιπά ισχύει η αριθ. Δ. ΟΡΓ. Α 1115805 ΕΞ 2017/31-7-2017 (Β' 2743)
απόφαση, όπως τροποποιήθηκε με τις αριθ. Δ. ΟΡΓ. Α 1191978 ΕΞ 2017/22-12-2017
(Β' 4750), Δ.ΟΡΓ.Α 1004403 ΕΞ 2018/10-1-2018 (Β' 119), Δ. ΟΡΓ. Α 1009670 ΕΞ 2018/19-1-2018 (Β' 183), Δ. ΟΡΓ. Α 1125477 ΕΞ 2018/22-08-2018 (Β' 3718) και
Δ.ΟΡΓ.Α 1160682 ΕΞ 2018/29-10-2018 (Β'4970) όμοιες.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ
Ε.2054/2019 Παρέχονται οδηγίες για τη φορολογική μεταχείριση από πλευράς Φ.Π.Α. των συναλλαγών με το Η.Β. σε περίπτωση αποχώρησης από την Ε.Ε. χωρίς συμφωνία
Αθήνα, 04.04.2019
Αριθ. Πρωτ.: Ε.2054
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
I. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ και ΕΦΚ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΚ και Φ.Π.Α.
ΤΜΗΜΑ E' - Φ.Π.Α. ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ-ΕΞΑΓΩΓΩΝ
II. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
1. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α' - Φ.Π.Α.
ΤΜΗΜΑ Γ' - ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ Φ.Π.Α. ΣΕ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΕΣ ΕΝΤΟΣ και ΕΚΤΟΣ Ε.Ε.
2. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΛΕΓΧΩΝ
ΤΜΗΜΑ Ε' - ΜΗΤΡΩΟΥ και ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΦΟΡ/ΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΣΤ - ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΟΥ Φ.Π.Α.
Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας: 10184 Αθήνα
E-Mail: vat-customs@2001.syzefxis.gov.gr.
dfpa.a1@1992.syzefxis.gov.gr, d.eleg@aade.gr
Url: www.aade.gr
Θέμα: «Παρέχονται οδηγίες για τη φορολογική μεταχείριση από πλευράς Φ.Π.Α. των συναλλαγών με το Η.Β. σε περίπτωση αποχώρησης από την Ε.Ε. χωρίς συμφωνία»
Το Ηνωμένο Βασίλειο (Η.Β.) αναμένεται να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Brexit) και συνεκδοχικά από την τελωνειακή ένωση, χωρίς μέχρι στιγμής να είναι σαφείς οι όροι, υπό τους οποίους θα συμβεί αυτό. Η εν λόγω αποχώρηση, βέβαια, δεν σημαίνει αυτόματα, ότι το Η.Β. θα αποχωρήσει χωρίς συμφωνία (no-deal Brexit). Ωστόσο σε περίπτωση που η αποχώρηση του Η.Β. από την Ε.Ε. πραγματοποιηθεί χωρίς συμφωνία και χωρίς μεταβατική περίοδο, τότε η αποχώρησή του θα έχει άμεσες επιπτώσεις σε οικονομικούς φορείς που συναλλάσσονται με επιχειρήσεις στο Η.Β. αλλά και σε ιδιώτες που αγοράζουν αγαθά από το Η.Β. ή τα μεταφέρουν από ή προς αυτό.
Για τους ανωτέρω λόγους κρίνεται πολύ σημαντική η έγκαιρη προετοιμασία όλων, για το ενδεχόμενο αποχώρησης του Η.Β. χωρίς συμφωνία, η οποία -αν επέλθει- θα έχει συνέπειες αμέσως από την επομένη της ημερομηνίας αποχώρησης του Η.Β. από την Ε.Ε (ώρα 00:00h CET - 23:00 ώρα Η.Β. ή 01:00 ώρα Ελλάδας) 1.
Αρχικά λοιπόν επισημαίνεται ότι ο γενικός κανόνας ως προς τη φορολογική μεταχείριση από πλευράς Φ.Π.Α. της παράδοσης αγαθών και της παροχής υπηρεσιών πραγματοποιούμενων μεταξύ του Η.Β. και της Ελλάδας σε περίπτωση αποχώρησης του Η.Β. χωρίς συμφωνία (no-deal Brexit) αποτυπώνεται ως εξής:
Από την επομένη της ημερομηνίας αποχώρησης του Η.Β. από την Ε.Ε. οι ενωσιακές και εθνικές διατάξεις που εφαρμόζονται για τις διασυνοριακές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε., δεν θα εφαρμόζονται πλέον μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. και του Η.Β., καθώς το τελευταίο θα αποτελεί τρίτη χώρα.
Με άλλα λόγια λοιπόν, για σκοπούς Φ.Π.Α., οι παραδόσεις και μετακινήσεις αγαθών καθώς και οι παροχές υπηρεσιών που διενεργούνται μεταξύ Η.Β. και Ευρωπαϊκής Ένωσης θα παύσουν να αντιμετωπίζονται ως ενδοενωσιακές συναλλαγές. Ειδικότερα οι παραδόσεις αγαθών μεταξύ του Η.Β. και της Ελλάδας, θα υπόκεινται ως εισαγωγές ή εξαγωγές στις διατάξεις της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ της 28ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όπως έχουν ενσωματωθεί στο εθνικό μας δίκαιο με τον Κώδικα Φ.Π.Α. (κυρ. ν. 2859/2000). Τα αγαθά θα εισέρχονται ή θα εξέρχονται στο ή από το φορολογικό (από πλευράς Φ.Π.Α.) έδαφος της Ε.Ε., θα τίθενται υπό τελωνειακή επιτήρηση και μπορεί να υπόκεινται και σε τελωνειακούς ελέγχους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Καν. (Ε.Ε.) 952/2013 της 9ης Οκτωβρίου 2013 για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα.
Εξυπακούεται ότι μετά την ημερομηνία αποχώρησης άνευ συμφωνίας οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν θα είναι σε θέση να επιβεβαιώνουν την εγκυρότητα των βρετανικών Α.Φ.Μ./Φ.Π.Α. μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων πληροφορικής (VIES καιVIES on-the-Web), καθώς το Η.Β. δεν θα είναι πλέον συνδεδεμένο με τα συστήματα πληροφορικής της Ε.Ε. και των 27 κρατών μελών της.
Ειδικότερα, κατά την εισαγωγή των αγαθών θα εφαρμόζονται για τη βεβαίωση και είσπραξη του αναλογούντος φόρου οι προβλεπόμενες τελωνειακές διατυπώσεις.
Στην εισαγωγή αγαθών η φορολογητέα αξία διαμορφώνεται:
α) από τη δασμολογητέα αξία των εισαγόμενων αγαθών, όπως αυτή προσδιορίζεται από τις ισχύουσες ενωσιακές διατάξεις,
β) από τους δασμούς, φόρους, τέλη, εισφορές και δικαιώματα που οφείλονται εκτός του εσωτερικού της χώρας, καθώς και όσα εισπράττονται κατά την εισαγωγή υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, εκτός από τον Φ.Π.Α,
γ) από τα παρεπόμενα έξοδα της εισαγωγής αγαθών, όπως τα έξοδα προμήθειας, μεσιτείας, τόκων, συσκευασίας, φόρτωσης, εκφόρτωσης, ασφάλισης και μεταφοράς μέχρι του πρώτου τόπου του προορισμού τους στο εσωτερικό της χώρας, εφόσον και κατά το μέρος που δεν έχουν συμπεριληφθεί στη δασμολογητέα αξία.
Ως πρώτος τόπος προορισμού νοείται ο τόπος, ο οποίος αναγράφεται στη φορτωτική ή σε οποιοδήποτε έγγραφο, με το οποίο εισάγονται τα αγαθά στη χώρα. Αν δεν υπάρχει τέτοια ένδειξη, ως πρώτος τόπος προορισμού θεωρείται ο τόπος της πρώτης εκφόρτωσης των αγαθών στο εσωτερικό της χώρας. δ) από τα αναφερόμενα στην προηγούμενη περίπτωση γ) έξοδα, τα οποία πραγματοποιούνται, για τυχόν μεταφορά των αγαθών από τον πρώτο τόπο προορισμού σε άλλο τόπο στο εσωτερικό της χώρας ή στο εσωτερικό άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας, ο οποίος είναι γνωστός κατά το χρόνο τελωνισμού τους και τη θέση τους σε ανάλωση (άρθ. 20 του Κώδικα Φ.Π.Α.).
Κατά την εξαγωγή ενωσιακών αγαθών προς το Η.Β., θα είναι πλέον υποχρεωτική η τήρηση τελωνειακής διαδικασίας και διατυπώσεων και η προσκόμιση των αγαθών στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές. Σε περίπτωση που το τελωνείο εξαγωγής διαφέρει από το τελωνείο εξόδου το τελευταίο θα επιτηρήσει και θα βεβαιώσει τη φυσική έξοδο των αγαθών από το τελωνειακό έδαφος της Ε.Ε. Οι παραδόσεις αγαθών που εξάγονται εκτός της Ε.Ε. από τον πωλητή ή από άλλο πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του πωλητή απαλλάσσονται κατ' αρχήν από τον φόρο.
Α. Αγαθά
1. Αντιμετώπιση από πλευράς Φ.Π.Α. των πωλήσεων αγαθών από το Η.Β. προς την Ε.Ε. μετά την -χωρίς συμφωνία- αποχώρηση του Η.Β. από την Ε.Ε.
α) Σε περίπτωση αγαθών, των οποίων η μεταφορά ή αποστολή ξεκινά μετά την αποχώρηση του Η.Β. από πωλητές εγκατεστημένους στο Η.Β. προς την Ε.Ε., τότε είναι σαφές ότι αυτή η πράξη θα αντιμετωπισθεί από πλευράς Φ.Π.Α. ως εισαγωγή στην Ε.Ε. από τρίτη χώρα, καθώς τα αγαθά πλέον θα εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ε.Ε. Σημειώνεται ότι η εισαγωγή αποτελεί πράξη αντικειμενικά φορολογητέα, φορολογείται δηλαδή ανεξαρτήτως της ιδιότητας του εισαγωγέα, χωρίς να εξετάζεται αν ο εισαγωγέας είναι υποκείμενος στο φόρο ή όχι, ή αν αυτός ενεργεί κατά την εισαγωγή μέσα στα πλαίσια άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητάς του.
β) Σε περίπτωση αγαθών, των οποίων η μεταφορά ή αποστολή ξεκινά από το Η.Β. πριν την αποχώρηση του Η.Β. αλλά φθάνουν στα τελωνειακά σύνορα της Ε.Ε. μετά την αποχώρηση του Η.Β., τότε η πράξη αυτή θα αντιμετωπισθεί από πλευράς Φ.Π.Α. ως εισαγωγή στην Ε.Ε. από τρίτη χώρα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρ. 10 και 17 του Κώδικα Φ.Π.Α., καθώς η εισαγωγή αγαθών πραγματοποιείται στην Ε.Ε., εφόσον τα αγαθά βρίσκονται στο εσωτερικό της χώρας κατά τον χρόνο της εισόδου τους στο εσωτερικό της Ε.Ε..
Όμοια φορολογική μεταχείριση πρέπει να επιφυλάσσεται, προς τον σκοπό αποφυγής τυχόν φαινομένων διπλής φορολόγησης των αγαθών (τόσο ως ενδοενωσιακή συναλλαγή όσο και ως εισαγωγή) και στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες τα αγαθά διακινούνται σύμφωνα με κάποιον διεθνή εμπορικό όρο (π.χ. ex works), βάσει του οποίου θεωρείται ότι έχει μεταβιβασθεί στον αγοραστή το δικαίωμα να διαθέτει ως κύριος τα αγαθά ήδη από τη χρονική στιγμή της αναχώρησης της αποστολής ή της μεταφοράς τους, οπότε και το Η.Β. ήταν ακόμη κράτος μέλος της Ε.Ε..
Παράδειγμα
Υποκείμενος σε Φ.Π.Α. με εγκατάσταση στο Η.Β. παραδίδει αγαθά σε υποκείμενο στον φόρο πρόσωπο με εγκατάσταση στην Ελλάδα. Η μεταφορά ξεκινά πριν την ημερομηνία αποχώρησης αλλά τα αγαθά φθάνουν στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. μετά την ημερομηνία αποχώρησης.
Σύμφωνα με τον όρο κατά τον οποίο διακινήθηκαν τα εν λόγω αγαθά ("Ex works"), η μεταβίβαση του δικαιώματος κυριότητας έχει πραγματοποιηθεί κατά την έναρξη της μεταφοράς (ήτοι κατά την ημερομηνία αναχώρησης από το Η.Β.), οπότε και θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί φορολογικά ως ενδοενωσιακή συναλλαγή.
Ωστόσο, επειδή στοιχειοθετείται επίσης η πράξη της εισαγωγής, ως φορολογητέα πράξη, καθώς τα αγαθά εισέρχονται στο έδαφος της Ε.Ε. μετά την ημερομηνία αποχώρησης του Η.Β., η πράξη αντιμετωπίζεται και φορολογείται ως εισαγωγή, αποκλείοντας άλλη φορολόγηση ως ενδοενωσιακή συναλλαγή.
Εφόσον η συναλλαγή έχει, έως και την ημερομηνία αποχώρησης, συμπεριληφθεί ήδη ως ενδοκοινοτική απόκτηση σε δήλωση Φ.Π.Α. και ανακεφαλαιωτικό πίνακα ενδοκοινοτικών αποκτήσεων και τα αγαθά διέλθουν των συνόρων της Ε.Ε. και εν προκειμένω της Ελλάδος μετά την ημερομηνία αυτή, τότε για την αποφυγή της διπλής φορολόγησής της, θα πρέπει να συμπεριληφθεί με αρνητικό πρόσημο σε δήλωση Φ.Π.Α. και σε ανακεφαλαιωτικό πίνακα ενδοκοινοτικών αποκτήσεων που θα υποβληθούν για τη φορολογική περίοδο εντός της οποίας διενεργήθηκε τελικά η εισαγωγή των αγαθών αυτών. Ωστόσο, παρέλκει η συμπερίληψη της συναλλαγής αυτής σε δήλωση Φ.Π.Α. και ανακεφαλαιωτικό πίνακα ενδοκοινοτικών αποκτήσεων, στην περίπτωση που αυτή δεν έχει δηλωθεί έως και την ημερομηνία αποχώρησης.
Σημειώνεται ότι μετά την ημερομηνία αποχώρησης του Η.Β. από την Ε.Ε., δεν μπορεί να εφαρμόζεται η απλοποιημένη φορολογική διαδικασία των τριγωνικών συναλλαγών που προϋποθέτει ενδοενωσιακές συναλλαγές μεταξύ υποκειμένων εγκατεστημένων σε τρία διαφορετικά κράτη μέλη.
2. Αντιμετώπιση των πωλήσεων από απόσταση μετά την ημερομηνία αποχώρησης.
α) Στην περίπτωση των εξ αποστάσεως πωλήσεων, και ειδικότερα πώλησης και αποστολής ή μεταφοράς αγαθών από υποκείμενο στον φόρο, εγκατεστημένο στο έδαφος του Η.Β., προς μη υποκείμενο στον φόρο στην Ελλάδα (π.χ. ιδιώτη), των οποίων η αποστολή ή η μεταφορά αρχίζει πριν την αποχώρηση του Η.Β., αλλά τα αγαθά φθάνουν στα σύνορα της Ε.Ε. μετά την αποχώρηση του Η.Β., θα αντιμετωπίζονται ως πράξεις εισαγωγής στην Ε.Ε. και θα επιβαρύνονται με Φ.Π.Α..
Ενδέχεται να υπάρξουν περιπτώσεις που τα αγαθά θα φορολογηθούν ως εισαγωγή, εφόσον διέλθουν τα σύνορα της χώρας μετά την ημερομηνία αποχώρησης, αλλά να έχουν επίσης επιβαρυνθεί με Φ.Π.Α. ως πώληση από απόσταση στο Η.Β. (π.χ. λόγω του γεγονότος ότι ο Βρετανός δεν είχε ξεπεράσει το όριο των πωλήσεων από απόσταση στη χώρα μας, ήτοι το ποσό των 35. 000 ευρώ).
Προφανώς, θα πρέπει οι φορολογικές αρχές του Η.Β. να αντιμετωπίσουν αυτή τη συναλλαγή ως απαλλασσόμενη εξαγωγή, καθότι τα αγαθά απεστάλησαν τελικά σε «τρίτη χώρα», στην οποία φορολογήθηκαν ως εισαγωγή και, προκειμένου να μην επιβαρυνθεί δύο φορές με Φ.Π.Α. για την ίδια συναλλαγή (π.χ. ο Έλληνας ιδιώτης), θα πρέπει ο Βρετανός πωλητής να προβεί σε διόρθωση του τιμολογίου και να επιστρέψει τον Φ.Π.Α. στον Έλληνα αγοραστή.
Ειδικότερα, υπενθυμίζεται ότι απαλλάσσονται από τον Φ.Π.Α. κατά την εισαγωγή οι αποστολές εμπορευμάτων αξίας μικρότερης των 22 ευρώ (άρθρα 20-21 του ν.1684/87, όπως ισχύει).
Αναφορικά δε με τις αποστολές εμπορευμάτων μη εμπορικού χαρακτήρα από ιδιώτη σε ιδιώτη αξίας μέχρι 45 ευρώ, κι εφόσον οι αποστολές αυτές:
i) έχουν ευκαιριακό χαρακτήρα,
ii) περιέχουν αποκλειστικά εμπορεύματα τα οποία προορίζονται για προσωπική χρήση του παραλήπτη ή της οικογενείας του και για τα οποία, λόγω της φύσης ή της ποσότητά τους, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για εμπορεύματα χωρίς εμπορικό χαρακτήρα, και
iii) πραγματοποιούνται από τον αποστολέα προς τον παραλήπτη χωρίς οποιασδήποτε μορφής πληρωμή (δώρα),
θα απαλλάσσονται από Φ.Π.Α. σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις του ν. 1684/87, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 1402/1983, όπως ισχύουν.
β) Τυχόν πωλήσεις αγαθών από απόσταση από Έλληνα υποκείμενο στον φόρο, προς μη υποκείμενο στον φόρο στο Η.Β. (π.χ. ιδιώτη), των οποίων η αποστολή ή η μεταφορά αρχίζει πριν την αποχώρηση του Η.Β., αλλά τα αγαθά φθάνουν στα σύνορα του Η.Β. μετά την αποχώρηση, θα αντιμετωπίζονται προφανώς ως πράξεις εισαγωγής στο Η.Β. και θα επιβαρύνονται με Φ.Π.Α..
Ενδέχεται να υπάρξουν περιπτώσεις που τα αγαθά θα έχουν -πριν την ημερομηνία αποχώρησης- φορολογηθεί ως πώληση από απόσταση στην Ελλάδα (π.χ. λόγω του γεγονότος ότι ο Έλληνας δεν είχε ξεπεράσει το όριο των πωλήσεων από απόσταση στο Η.Β). Σε αυτές τις περιπτώσεις, λόγω του ότι τα αγαθά απεστάλησαν τελικά σε «τρίτη χώρα», στην οποία φορολογήθηκαν ως εισαγωγή, και για την αποφυγή της διπλής φορολόγησης, ο Έλληνας πωλητής θα πρέπει να προβεί σε διόρθωση του σχετικού παραστατικού και να επιστρέψει τον Φ.Π.Α. στον Βρετανό αγοραστή, εφόσον τίθενται στη διάθεσή του τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία ότι πράγματι τα αγαθά απεστάλησαν ή μεταφέρθηκαν στο Η.Β. (σχετικά παραστατικά από τις τελωνειακές αρχές του Η.Β. και τα σχετικά τραπεζικά έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται η επιστροφή του Φ.Π.Α. στον Βρετανό αγοραστή).
3. Αντιμετώπιση από πλευράς Φ.Π.Α. των πωλήσεων αγαθών από την Ε.Ε προς το Η.Β. μετά την -χωρίς συμφωνία- αποχώρηση του Η.Β. από την Ε.Ε.
i) Σε περίπτωση πώλησης αγαθών, από Έλληνες πωλητές προς το Η.Β., που λαμβάνει χώρα μετά την αποχώρηση του Η.Β., των οποίων αγαθών η μεταφορά ή αποστολή ξεκινά από την Ελλάδα μετά την ημερομηνία αποχώρησης, τότε η πράξη αυτή θα αντιμετωπισθεί από πλευράς Φ.Π.Α. ως απαλλασσόμενη εξαγωγή αγαθών προς τρίτη χώρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρ. 24 του Κώδικα Φ.Π.Α. και συνεπώς θα τηρηθούν οι ανάλογες τελωνειακές διατυπώσεις προς την αρμόδια τελωνειακή αρχή. Η τήρηση των διατυπώσεων εξαγωγής είναι υποχρεωτική και συνοδεύεται από την προσκόμιση των αγαθών στην αρμόδια τελωνειακή αρχή.
Οι παραδόσεις (πωλήσεις) αγαθών που εξάγονται από την Ελλάδα από τον πωλητή ή από άλλο πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του πωλητή, απαλλάσσονται από τον Φ.Π.Α., με τον όρο ότι ο πωλητής υποβάλλει ηλεκτρονικά διασάφηση εξαγωγής στην αρμόδια τελωνειακή αρχή κατά τα προβλεπόμενα στην τελωνειακή νομοθεσία και ότι διαθέτει:
α) τιμολόγιο πώλησης, το οποίο δηλώνεται επί της διασάφησης εξαγωγής,
β) αποδεικτικό εξόδου των αγαθών από το τελωνειακό έδαφος της Ε.Ε, όπως προκύπτει από το ηλεκτρονικό μήνυμα ΙΕ 599 «Γνωστοποίηση ολοκλήρωσης εξαγωγής» - «Export Notification» από το Icisnet ή οποιοδήποτε αποδεικτικό εξόδου ("export notification") εκδίδεται από τελωνειακή αρχή άλλου κράτους μέλους,
γ) τραπεζικό μέσο πληρωμής, από το οποίο προκύπτει η καταβολή του αντιτίμου της αξίας του τιμολογίου πώλησης.
ii) Σε περίπτωση έναρξης της μεταφοράς ή αποστολής των αγαθών από την Ελλάδα προς το Η.Β. πριν την αποχώρηση του Η.Β. αλλά άφιξης των αγαθών στα τελωνειακά σύνορα της Ε.Ε. μετά την αποχώρηση του Η.Β., τότε είναι απαραίτητο κατά τη χρονική αυτή στιγμή να υποβληθεί διασάφηση εξαγωγής, στην αρμόδια τελωνειακή αρχή, προκειμένου να εξέλθουν τα αγαθά από την Ε.Ε., καθώς η πράξη αυτή θα αντιμετωπισθεί από πλευράς Φ.Π.Α. ως εξαγωγή προς το Η.Β. (τρίτη χώρα).
Κατά τα λοιπά για την απαλλαγή από Φ.Π.Α. κατά την εξαγωγή αγαθών, ισχύουν τα διαλαμβανόμενα στην περ. i) ως άνω.
Παράδειγμα:
Υποκείμενος στο φόρο με εγκατάσταση στην Ελλάδα παραδίδει αγαθά σε υποκείμενο στο Η.Β. Η μεταφορά πραγματοποιείται οδικώς και αρχίζει πριν την ημερομηνία αποχώρησης αλλά τα αγαθά εγκαταλείπουν οριστικά το τελωνειακό έδαφος της Ε.Ε. στην Ολλανδία μετά την ημερομηνία αποχώρησης. Στην περίπτωση αυτή θα τηρηθούν οι τελωνειακές διατυπώσεις και ειδικότερα η διασάφηση εξαγωγής θα υποβληθεί στην αρμόδια τελωνειακή αρχή της Ολλανδίας.
iii) Σε περίπτωση έναρξης της μεταφοράς ή αποστολής των αγαθών από την Ελλάδα προς το Η.Β. πριν την αποχώρηση του Η.Β. κι εφόσον τα αγαθά εγκαταλείπουν το έδαφος της Ε.Ε. πριν την ημερομηνία αποχώρησης, αλλά φθάνουν στα σύνορα του Η.Β. μετά την ημερομηνία αποχώρησης, τότε είναι ευνόητο, ότι για τη συναλλαγή αυτή δεν μπορεί να απαιτηθεί η τήρηση τελωνειακών διατυπώσεων εξαγωγής, καθώς το Η.Β. δεν θα έχει απωλέσει την ιδιότητά του ως κράτους μέλους της Ε.Ε. κατά τη χρονική στιγμή της εξόδου των αγαθών από την Ε.Ε..
Στην ανωτέρω περίπτωση, η συναλλαγή θα αντιμετωπίζεται ως ενδοκοινοτική παράδοση στο Η.Β., και θα απαλλάσσεται από Φ.Π.Α..
Τα δε υποκείμενα στον φόρο πρόσωπα, πρέπει να είναι σε θέση να παρουσιάσουν τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία, ότι τα αγαθά πράγματι απεστάλησαν ή μεταφέρθηκαν στο Η.Β. (όπως έγγραφα μεταφοράς ή σχετικά παραστατικά από τις τελωνειακές αρχές του Η.Β.).
4. Αντιμετώπιση από πλευράς Φ.Π.Α. της παράδοσης αγαθών μετά από εγκατάσταση ή συναρμολόγηση, με ή χωρίς δοκιμή λειτουργίας, όταν η εγκατάσταση ή συναρμολόγηση λαμβάνει χώρα χρονικά μετά την ημερομηνία αποχώρησης του Η.Β..
α) Εφόσον η μεταφορά ή αποστολή των αγαθών έχει ολοκληρωθεί πριν την αποχώρηση του Η.Β. αλλά η εγκατάσταση ή η συναρμολόγηση ολοκληρώνεται μετά την αποχώρηση του Η.Β. από την Ε.Ε., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθ. 13 παρ. 2 του Κώδικα Φ.Π.Α., ως τόπος παράδοσης θεωρείται ο τόπος, όπου γίνεται η εγκατάσταση ή η συναρμολόγηση. Συνεπώς, θεωρείται ότι τα αγαθά παραδίδονται στο Η.Β. (εάν η εγκατάσταση ή η συναρμολόγηση πραγματοποιείται στο Η.Β.) ή στην Ελλάδα (εάν η εγκατάσταση ή η συναρμολόγηση πραγματοποιείται στην Ελλάδα).
β) Εφόσον η μεταφορά ή αποστολή των αγαθών πραγματοποιείται μετά την έξοδο του Η.Β., πρέπει να τηρηθούν διατυπώσεις εξαγωγής (εάν μεταφέρονται προς το Η.Β.) ή εισαγωγής (εάν μεταφέρονται προς την Ελλάδα), σύμφωνα με τον γενικό κανόνα, όπως αναφέρεται ανωτέρω.
5. Αντιμετώπιση από πλευράς Φ.Π.Α. της αποστολής αγαθών από το Η.Β. προς αποθήκευση ή μεταποίησή τους στη χώρα μας μετά την αποχώρηση του Η.Β. χωρίς συμφωνία.
Σε περίπτωση αποστολής αγαθών προς αποθήκευση ή μεταποίησή τους στη χώρα μας, προκειμένου να μη γεννάται υποχρέωση για καταβολή Φ.Π.Α., πρέπει τα αγαθά αυτά να υπάγονται σε ένα από τα ειδικά καθεστώτα (όπως ελεύθερη ζώνη, αποταμίευση, προσωρινή εισαγωγή, τελειοποίηση προς επανεξαγωγή), κατά την έννοια των διατάξεων του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, με την τήρηση των απαιτούμενων τελωνειακών διατυπώσεων. Στη συνέχεια κατά την έξοδο των αγαθών από τα καθεστώτα αυτά, ο Φ.Π.Α. καταβάλλεται ή απαλλάσσεται ανάλογα με τον προορισμό τους (επανεξαγωγή, θέση σε ανάλωση).
Β. Υπηρεσίες
Προκειμένου για παροχές υπηρεσιών, εφαρμόζονται οι κανόνες του τόπου παροχής υπηρεσιών του άρθρου 14 του Κώδικα Φ.Π.Α., όπως αυτοί ισχύουν, κατά τον χρόνο όπου ο φόρος καθίσταται απαιτητός. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι μετά την αποχώρηση του Η.Β. από την Ε.Ε. δεν υφίσταται υποχρέωση υποβολής ανακεφαλαιωτικού πίνακα από τις ελληνικές επιχειρήσεις για παροχή ή λήψη υπηρεσιών από το Η.Β.
Γ. Ορισμός φορολογικού αντιπροσώπου.
6. Υποχρέωση επιχείρησης εγκατεστημένης στο Η.Β. για ορισμό φορολογικού αντιπροσώπου προκειμένου να διενεργεί μετά την ημερομηνία αποχώρησης φορολογητέες στην Ελλάδα πράξεις.
Εφόσον ο εγκατεστημένος στο Η.Β. υποκείμενος στον φόρο πρόκειται να διενεργήσει φορολογητέες στην Ελλάδα πράξεις, για τις οποίες δεν θεωρείται ότι αποκτά μόνιμη εγκατάσταση στο εσωτερικό της χώρας, θα πρέπει να ορίσει φορολογικό αντιπρόσωπο, σύμφωνα με τη διαδικασία της με αριθ. ΑΥΟ ΠΟΛ 1281/1993.
Στην περίπτωση που για τη διενέργεια φορολογητέων πράξεων στην Ελλάδα είχε πριν την ημερομηνία αποχώρησης αποκτήσει Α.Φ.Μ. για σκοπούς Φ.Π.Α. χωρίς ορισμό φορολογικού αντιπροσώπου, μπορεί να συνεχίσει και μετά την ημερομηνία τις πράξεις αυτές στο εσωτερικό της χώρας, διατηρώντας τον ίδιο Α.Φ.Μ., εφόσον ορίσει φορολογικό αντιπρόσωπο σύμφωνα με τις αριθ. ΑΓΓΔΕ ΠΟΛ 1153/2016 και ΑΥΟ ΠΟΛ 1281/1993, όπως ισχύουν.
Σημειώνεται ότι ο φορολογικός αντιπρόσωπος είναι υπόχρεος για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων ως προς το Φ.Π.Α. και ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τον εντολέα του για την καταβολή του οφειλόμενου Φ.Π.Α..
Δ. Επιστροφές Φ.Π.Α. για επαγγελματικές δαπάνες ελληνικών ή βρετανικών επιχειρήσεων (υποκειμένων στο φόρο) σύμφωνα με την Οδηγία 2008/9/ΕΚ (εφαρμόζεται για κράτη μέλη) και σύμφωνα με την Οδηγία 86/560/EOK (εφαρμόζεται για τρίτες χώρες).
Σύμφωνα με τα άρθρα 170 και 171 της οδηγίας Φ.Π.Α. (2006/112/ΕΚ), οι υποκείμενοι στον φόρο που είναι εγκατεστημένοι σε ένα κράτος μέλος της Ε.Ε., μπορούν να ζητήσουν από το κράτος μέλος στο οποίο δεν είναι εγκατεστημένοι την επιστροφή Φ.Π.Α. για επαγγελματικές δαπάνες που καταβλήθηκε σε αυτό. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται ηλεκτρονικά σύμφωνα με όσα ορίζει η Οδηγία 2008/9/ΕΚ μέσω της ηλεκτρονικής πύλης του κράτους μέλους εγκατάστασης και εν συνεχεία διαβιβάζεται ηλεκτρονικά στο κράτος μέλος επιστροφής.
Σε περίπτωση αποχώρησης του Η.Β. χωρίς συμφωνία και χωρίς μεταβατική περίοδο, τότε θα διακοπεί η ηλεκτρονική διασύνδεση των κρατών μελών με το Η.Β. -εφόσον θα αποτελεί τρίτη χώρα- και δεν θα υπάρχει δυνατότητα ηλεκτρονικής υποβολής αίτησης επιστροφής σύμφωνα με την Οδηγία 2008/9/ΕΚ.
Επισημαίνεται ωστόσο, ότι στην περίπτωση που, λόγω σχετικής παράτασης που θα εγκριθεί από την Ε.Ε., μετατεθεί η ημερομηνία αποχώρησης του Η.Β. από την Ε.Ε. θα εξακολουθήσει να υπάρχει δυνατότητα ηλεκτρονικής υποβολής αίτησης επιστροφής μέσω του κράτους μέλους εγκατάστασης.
7. Υποβολή αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α. ελληνικών ή βρετανικών επιχειρήσεων για δαπάνες που πραγματοποίησαν από 1/1/2018 έως και 31/12/2018.
α) Για δαπάνες με καταβολή Φ.Π.Α. που έχουν διενεργηθεί από Έλληνες υποκείμενους έως και 31/12/2018 στο Η.Β., η ηλεκτρονική υποβολή της αίτησης επιστροφής προς το Η.Β. μπορεί να γίνει σύμφωνα με την Οδηγία 2008/9/ΕΚ, μέσω της εφαρμογής «VAT refund Portal» της ΑΑΔΕ μέχρι και την ημερομηνία αποχώρησης. Ωστόσο, συστήνεται στις ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν πραγματοποιήσει δαπάνες (με καταβολή Φ.Π.Α.) στο Η.Β. από 1/1/2018 έως και 31/12/2018 να υποβάλλουν εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος τις ηλεκτρονικές αιτήσεις τους (αρχικές ή τροποποιητικές) μέσω της εφαρμογής «VAT refund Portal» της ΑΑΔΕ (https://www.aade.gr/epicheireseis/phorologikes-yperesies/phpa/aitese- epistrophes-phpa-pros-chores-tes-ee) ώστε να υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος (εντός 15 ημερών) που προβλέπει ο Καν. 904/2010 για την ηλεκτρονική διαβίβαση αυτών από την Ελλάδα προς το Η.Β..
Σημειώνεται ότι στην περίπτωση που δεν διαβιβαστεί κάποια ηλεκτρονική αίτηση επιστροφής μέχρι και την ημερομηνία αποχώρησης, θα ακολουθήσει σχετική ενημέρωση των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας στο email που έχουν καταχωρήσει στην αίτησή τους. Οι εν λόγω επιχειρήσεις θα πρέπει τότε να υποβάλλουν τις αιτήσεις τους απευθείας στο Η.Β. σύμφωνα με τη διαδικασία που εφαρμόζει το τελευταίο για τις τρίτες χώρες.
β) Αντίστοιχα, οι βρετανικές επιχειρήσεις για επαγγελματικές δαπάνες που έχουν πραγματοποιήσει έως και 31/12/2018 στην Ελλάδα, πρέπει να υποβάλλουν την ηλεκτρονική τους αίτηση προς την Ελλάδα σύμφωνα με την Οδηγία 2008/9/ΕΚ, μέσω της ηλεκτρονικής πύλης του Η.Β. έγκαιρα και πριν την ημερομηνία αποχώρησης, ώστε να υπάρχει ο απαιτούμενος χρόνος (εντός 15 ημερών) να διαβιβαστούν στο κράτος μέλος επιστροφής (Ελλάδα).
Όπως προαναφέρθηκε, στην περίπτωση αποχώρησης του Η.Β. χωρίς συμφωνία, από την επομένη της ημερομηνίας αυτής δεν θα έχει εφαρμογή η Οδηγία 2008/9/ΕΚ για το Η.Β. και δεν θα υπάρχει δυνατότητα ηλεκτρονικής υποβολής αίτησης επιστροφής Φ.Π.Α. από και προς το Η.Β. Για ενδεχόμενη υποβολή αλλαγών/διορθώσεων μετά την επομένη της ημερομηνίας αποχώρησης για αρχική αίτηση που είχε υποβληθεί από ελληνική επιχείρηση ηλεκτρονικά, η τελευταία θα πρέπει να απευθυνθεί στην αρμόδια φορολογική αρχή του Η.Β.. Ομοίως, για ενδεχόμενη υποβολή αλλαγών/διορθώσεων μετά την ημερομηνία αποχώρησης του Η.Β. για αρχική αίτηση που έχει υποβάλλει βρετανική επιχείρηση ηλεκτρονικά προς την Ελλάδα, η τελευταία θα πρέπει να απευθυνθεί στην αρμόδια φορολογική αρχή της Ελλάδος (Δ/νση Εφαρμογής Έμμεσης Φορολογίας, Τμ. Γ': Επιστροφών Φ.Π.Α. σε επιχειρήσεις με εγκατάσταση εντός και εκτός Ε.Ε., email: vatrefunds@aade.gr).
8. Υποβολή αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α. από βρετανικές επιχειρήσεις για δαπάνες που έχουν πραγματοποιήσει από 1/1/2019 έως και την ημερομηνία αποχώρησης ή πριν την 1/1/2019, για τις οποίες δεν υποβλήθηκε ή/και δεν διαβιβάστηκε ηλεκτρονική αίτηση επιστροφής.
Για δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί πριν την 1/1/2019 ή για το διάστημα από 1/1/2019 μέχρι και την ημερομηνία αποχώρησης όπου συμπληρώνεται πλήρης χρονική περίοδος που σύμφωνα με την Οδηγία 2008/9/ΕΚ δύναται να ασκηθεί αξίωση επιστροφής και δεν έχει υποβληθεί σχετική αίτηση ή έχει υποβληθεί ηλεκτρονικά αλλά δεν έχει διαβιβαστεί από το Η.Β στην χώρα μας, μετά την ημερομηνία αποχώρησης, εφαρμόζεται η 13η οδηγία 86/560/ΕΟΚ, δηλαδή υποβολή αρχικής αίτησης απευθείας στο κράτος επιστροφής.
9. Υποβολή αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α. ελληνικών ή βρετανικών επιχειρήσεων για δαπάνες που θα πραγματοποιηθούν μετά την ημερομηνία αποχώρησης του Η.Β..
α) Οι ελληνικές επιχειρήσεις για δαπάνες που θα πραγματοποιήσουν στο Η.Β. από την επομένη της ημερομηνίας αποχώρησης του Η.Β., θα πρέπει να υποβάλουν αίτηση επιστροφής Φ.Π.Α. σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζει το Ηνωμένο Βασίλειο για επιστροφής Φ.Π.Α. σε τρίτες χώρες. β) Οι βρετανικές επιχειρήσεις για δαπάνες που θα πραγματοποιήσουν στην Ελλάδα από την επομένη της ημερομηνίας αποχώρησης του Η.Β., θα πρέπει να υποβάλουν αίτηση επιστροφής Φ.Π.Α. σύμφωνα με τη διαδικασία της 13ης Οδηγίας Φ.Π.Α., όπως εφαρμόζεται από την Ελλάδα για επιστροφή Φ.Π.Α. σε τρίτες χώρες.
Τονίζεται δε ότι μετά την ημερομηνία αποχώρησης του Η.Β οποιαδήποτε. .πλ.ηρ.ο.φρρ_ία_απαιτείτα.ι. όσον αφορά στις εκκρεμείς αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α., η αρμόδια φορολογική αρχή του κράτους επιστροφής θα απευθύνεται .απευθείας .στον. αιτούντα ή .στον. .εκπρόσωπο που δηλώνεται .στην. α.ίτησή.τρy.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, τίθεται επιπλέον υπόψη, ότι παρέχονται περαιτέρω πληροφορίες για θέματα που αφορούν στην αποχώρηση του Η.Β. από την Ε.Ε. στη σχετική ιστοσελίδα της Α.Α.Δ.Ε. (https://www.aade.gr/menoy/brexit ).
Τυχόν δε ειδικότερα ερωτήματα μπορούν να υποβάλλονται ηλεκτρονικά μέσα από την επιλογή στην κεντρική ιστοσελίδα της Α.Α.Δ.Ε. (https://www.aade.gr): «Ο λογαριασμός μου/My TAXISnet» (για εγγεγραμμένους χρήστες) ή μέσω της σχετικής φόρμας υποβολής αιτήματος στην εξής ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www1.gsis.gr/inquiry/newInquiry.htm (για μη εγγεγραμμένους χρήστες).
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ Α.Α.Δ.Ε
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ
_______________
1 Η παρούσα εγκύκλιος αποσκοπεί στην αποσαφήνιση θεμάτων από πλευράς Φ.Π.Α. σε περίπτωση εξόδου του Η.Β. χωρίς συμφωνία αποχώρησης, αλλά σε κάθε περίπτωση τελεί υπό την επιφύλαξη διαφορετικής ερμηνευτικής προσέγγισης των ειδικότερων θεμάτων από πλευράς της Επιτροπής Φ.Π.Α. (VAT Committee) καθώς επίσης της έκδοσης από την τελευταία των οριστικών κατευθυντηρίων οδηγιών για θέματα Φ.Π.Α..
Ε.2054/2019 Παρέχονται οδηγίες για τη φορολογική μεταχείριση από πλευράς Φ.Π.Α. των συναλλαγών με το Η.Β. σε περίπτωση αποχώρησης από την Ε.Ε. χωρίς συμφωνία
Αθήνα, 04.04.2019
Αριθ. Πρωτ.: Ε.2054/4-4-2019
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ - ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΛΑΒΕΙ Α.Δ.Α
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
I. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΚ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΚ ΚΑΙ Φ.Π.Α.
ΤΜΗΜΑ E΄ - Φ.Π.Α. ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ-ΕΞΑΓΩΓΩΝ
II. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
1. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄ - Φ.Π.Α.
ΤΜΗΜΑ Γ΄ - ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ Φ.Π.Α. ΣΕ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΕΣ ΕΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΟΣ Ε.Ε.
2. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΛΕΓΧΩΝ
ΤΜΗΜΑ Ε΄ - ΜΗΤΡΩΟΥ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΦΟΡ/ΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄- ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΟΥ Φ.Π.Α.
Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας : 10184 Αθήνα
E-Mail :vat-customs@2001.syzefxis.gov.gr,
dfpa.a1@1992.syzefxis.gov.gr,
d.eleg@aade.gr
Url : www.aade.gr
ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
Ε 2054/2019
Θέμα: «Παρέχονται οδηγίες για τη φορολογική μεταχείριση από πλευράς Φ.Π.Α. των συναλλαγών με το Η.Β. σε περίπτωση αποχώρησης από την Ε.Ε. χωρίς συμφωνία»
Το Ηνωμένο Βασίλειο (Η.Β.) αναμένεται να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή
Ένωση (Brexit) και συνεκδοχικά από την τελωνειακή ένωση, χωρίς μέχρι
στιγμής να είναι σαφείς οι όροι, υπό τους οποίους θα συμβεί αυτό.
Η
εν λόγω αποχώρηση, βέβαια, δεν σημαίνει αυτόματα, ότι το Η.Β. θα
αποχωρήσει χωρίς συμφωνία (no-deal Brexit). Ωστόσο σε περίπτωση που η
αποχώρηση του Η.Β. από την Ε.Ε. πραγματοποιηθεί χωρίς συμφωνία και χωρίς
μεταβατική περίοδο, τότε η αποχώρησή του θα έχει άμεσες επιπτώσεις σε
οικονομικούς φορείς που συναλλάσσονται με επιχειρήσεις στο Η.Β. αλλά και
σε ιδιώτες που αγοράζουν αγαθά από το Η.Β. ή τα μεταφέρουν από ή προς
αυτό.
Για τους ανωτέρω λόγους κρίνεται πολύ σημαντική η έγκαιρη
προετοιμασία όλων, για το ενδεχόμενο αποχώρησης του Η.Β. χωρίς συμφωνία,
η οποία -αν επέλθει- θα έχει συνέπειες αμέσως από την επομένη της
ημερομηνίας αποχώρησης του Η.Β. από την Ε.Ε (ώρα 00:00h CET - 23:00 ώρα
Η.Β. ή 01:00 ώρα Ελλάδας)1.
Αρχικά λοιπόν επισημαίνεται ότι ο γενικός
κανόνας ως προς τη φορολογική μεταχείριση από πλευράς Φ.Π.Α. της
παράδοσης αγαθών και της παροχής υπηρεσιών πραγματοποιούμενων μεταξύ του
Η.Β. και της Ελλάδας σε περίπτωση αποχώρησης του Η.Β. χωρίς συμφωνία
(no-deal Brexit) αποτυπώνεται ως εξής:
Από την επομένη της
ημερομηνίας αποχώρησης του Η.Β. από την Ε.Ε. οι ενωσιακές και εθνικές
διατάξεις που εφαρμόζονται για τις διασυνοριακές συναλλαγές μεταξύ των
κρατών μελών της Ε.Ε., δεν θα εφαρμόζονται πλέον μεταξύ των κρατών μελών
της Ε.Ε. και του Η.Β., καθώς το τελευταίο θα αποτελεί τρίτη χώρα.
Με
άλλα λόγια λοιπόν, για σκοπούς Φ.Π.Α., οι παραδόσεις και μετακινήσεις
αγαθών καθώς και οι παροχές υπηρεσιών που διενεργούνται μεταξύ Η.Β. και
Ευρωπαϊκής Ένωσης θα παύσουν να αντιμετωπίζονται ως ενδοενωσιακές
συναλλαγές. Ειδικότερα οι παραδόσεις αγαθών μεταξύ του Η.Β. και της
Ελλάδας, θα υπόκεινται ως εισαγωγές ή εξαγωγές στις διατάξεις της
Οδηγίας 2006/112/ΕΚ
της 28ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης
αξίας, όπως έχουν ενσωματωθεί στο εθνικό μας δίκαιο με τον Κώδικα
Φ.Π.Α. (κυρ. ν. 2859/2000).
Τα αγαθά θα εισέρχονται ή θα εξέρχονται στο ή από το φορολογικό (από
πλευράς Φ.Π.Α.) έδαφος της Ε.Ε., θα τίθενται υπό τελωνειακή επιτήρηση
και μπορεί να υπόκεινται και σε τελωνειακούς ελέγχους, σύμφωνα με τις
διατάξεις του Καν. (Ε.Ε.) 952/2013 της 9ης Οκτωβρίου 2013 για τη θέσπιση
του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα.
Εξυπακούεται ότι μετά την
ημερομηνία αποχώρησης άνευ συμφωνίας οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν θα
είναι σε θέση να επιβεβαιώνουν την εγκυρότητα των βρετανικών
Α.Φ.Μ./Φ.Π.Α. μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων πληροφορικής (VIES
&VIES on-the-Web), καθώς το Η.Β. δεν θα είναι πλέον συνδεδεμένο με
τα συστήματα πληροφορικής της Ε.Ε. και των 27 κρατών μελών της.
Ειδικότερα,
κατά την εισαγωγή των αγαθών θα εφαρμόζονται για τη βεβαίωση και
είσπραξη του αναλογούντος φόρου οι προβλεπόμενες τελωνειακές
διατυπώσεις.
Στην εισαγωγή αγαθών η φορολογητέα αξία διαμορφώνεται:
α) από τη δασμολογητέα αξία των εισαγόμενων αγαθών, όπως αυτή προσδιορίζεται από τις ισχύουσες ενωσιακές διατάξεις,
β)
από τους δασμούς, φόρους, τέλη, εισφορές και δικαιώματα που οφείλονται
εκτός του εσωτερικού της χώρας, καθώς και όσα εισπράττονται κατά την
εισαγωγή υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, εκτός από τον Φ.Π.Α,
γ) από
τα παρεπόμενα έξοδα της εισαγωγής αγαθών, όπως τα έξοδα προμήθειας,
μεσιτείας, τόκων, συσκευασίας, φόρτωσης, εκφόρτωσης, ασφάλισης και
μεταφοράς μέχρι του πρώτου τόπου του προορισμού τους στο εσωτερικό της
χώρας, εφόσον και κατά το μέρος που δεν έχουν συμπεριληφθεί στη
δασμολογητέα αξία.
Ως πρώτος τόπος προορισμού νοείται ο τόπος, ο
οποίος αναγράφεται στη φορτωτική ή σε οποιοδήποτε έγγραφο, με το οποίο
εισάγονται τα αγαθά στη χώρα. Αν δεν υπάρχει τέτοια ένδειξη, ως πρώτος
τόπος προορισμού θεωρείται ο τόπος της πρώτης εκφόρτωσης των αγαθών στο
εσωτερικό της χώρας.
δ) από τα αναφερόμενα στην προηγούμενη περίπτωση γ)
έξοδα, τα οποία πραγματοποιούνται, για τυχόν μεταφορά των αγαθών από
τον πρώτο τόπο προορισμού σε άλλο τόπο στο εσωτερικό της χώρας ή στο
εσωτερικό άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας, ο οποίος είναι γνωστός
κατά το χρόνο τελωνισμού τους και τη θέση τους σε ανάλωση (άρθ. 20 του
Κώδικα Φ.Π.Α.).
Κατά την εξαγωγή ενωσιακών αγαθών προς το Η.Β.,
θα είναι πλέον υποχρεωτική η τήρηση τελωνειακής διαδικασίας και
διατυπώσεων και η προσκόμιση των αγαθών στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές.
Σε περίπτωση που το τελωνείο εξαγωγής διαφέρει από το τελωνείο εξόδου
το τελευταίο θα επιτηρήσει και θα βεβαιώσει τη φυσική έξοδο των αγαθών
από το τελωνειακό έδαφος της Ε.Ε. Οι παραδόσεις αγαθών που εξάγονται
εκτός της Ε.Ε. από τον πωλητή ή από άλλο πρόσωπο που ενεργεί για
λογαριασμό του πωλητή απαλλάσσονται κατ' αρχήν από τον φόρο.
Α. Αγαθά
1.
Αντιμετώπιση από πλευράς Φ.Π.Α. των πωλήσεων αγαθών από το Η.Β. προς
την Ε.Ε. μετά την -χωρίς συμφωνία- αποχώρηση του Η.Β. από την Ε.Ε.
α) Σε περίπτωση αγαθών, των οποίων η μεταφορά ή αποστολή ξεκινά μετά την αποχώρηση του Η.Β. από πωλητές
εγκατεστημένους στο Η.Β. προς την Ε.Ε., τότε είναι σαφές ότι αυτή η
πράξη θα αντιμετωπισθεί από πλευράς Φ.Π.Α. ως εισαγωγή στην Ε.Ε. από
τρίτη χώρα, καθώς τα αγαθά πλέον θα εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος
της Ε.Ε. Σημειώνεται ότι η εισαγωγή αποτελεί πράξη αντικειμενικά
φορολογητέα, φορολογείται δηλαδή ανεξαρτήτως της ιδιότητας του
εισαγωγέα, χωρίς να εξετάζεται αν ο εισαγωγέας είναι υποκείμενος στο
φόρο ή όχι, ή αν αυτός ενεργεί κατά την εισαγωγή μέσα στα πλαίσια
άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητάς του.
β) Σε περίπτωση
αγαθών, των οποίων η μεταφορά ή αποστολή ξεκινά από το Η.Β. πριν την
αποχώρηση του Η.Β. αλλά φθάνουν στα τελωνειακά σύνορα της Ε.Ε. μετά την
αποχώρηση του Η.Β., τότε η πράξη αυτή θα αντιμετωπισθεί από πλευράς
Φ.Π.Α. ως εισαγωγή στην Ε.Ε. από τρίτη χώρα, σύμφωνα με τις διατάξεις
των άρ. 10 και 17 του Κώδικα Φ.Π.Α., καθώς η εισαγωγή αγαθών
πραγματοποιείται στην Ε.Ε., εφόσον τα αγαθά βρίσκονται στο εσωτερικό της
χώρας κατά τον χρόνο της εισόδου τους στο εσωτερικό της Ε.Ε..
Όμοια
φορολογική μεταχείριση πρέπει να επιφυλάσσεται, προς τον σκοπό αποφυγής
τυχόν φαινομένων διπλής φορολόγησης των αγαθών (τόσο ως ενδοενωσιακή
συναλλαγή όσο και ως εισαγωγή) και στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις
οποίες τα αγαθά διακινούνται σύμφωνα με κάποιον διεθνή εμπορικό όρο
(π.χ. ex works), βάσει του οποίου θεωρείται ότι έχει μεταβιβασθεί στον
αγοραστή το δικαίωμα να διαθέτει ως κύριος τα αγαθά ήδη από τη χρονική
στιγμή της αναχώρησης της αποστολής ή της μεταφοράς τους, οπότε και το
Η.Β. ήταν ακόμη κράτος μέλος της Ε.Ε..
Παράδειγμα
Υποκείμενος
σε Φ.Π.Α. με εγκατάσταση στο Η.Β. παραδίδει αγαθά σε υποκείμενο στον
φόρο πρόσωπο με εγκατάσταση στην Ελλάδα. Η μεταφορά ξεκινά πριν την
ημερομηνία αποχώρησης αλλά τα αγαθά φθάνουν στα εξωτερικά σύνορα της
Ε.Ε. μετά την ημερομηνία αποχώρησης. Σύμφωνα με τον όρο κατά τον οποίο
διακινήθηκαν τα εν λόγω αγαθά ("Ex works"), η μεταβίβαση του δικαιώματος
κυριότητας έχει πραγματοποιηθεί κατά την έναρξη της μεταφοράς (ήτοι
κατά την ημερομηνία αναχώρησης από το Η.Β.), οπότε και θα μπορούσε να
αντιμετωπισθεί φορολογικά ως ενδοενωσιακή συναλλαγή.
Ωστόσο, επειδή
στοιχειοθετείται επίσης η πράξη της εισαγωγής, ως φορολογητέα πράξη,
καθώς τα αγαθά εισέρχονται στο έδαφος της Ε.Ε. μετά την ημερομηνία
αποχώρησης του Η.Β., η πράξη αντιμετωπίζεται και φορολογείται ως
εισαγωγή, αποκλείοντας άλλη φορολόγηση ως ενδοενωσιακή συναλλαγή.
Εφόσον
η συναλλαγή έχει, έως και την ημερομηνία αποχώρησης, συμπεριληφθεί ήδη
ως ενδοκοινοτική απόκτηση σε δήλωση Φ.Π.Α. και ανακεφαλαιωτικό πίνακα
ενδοκοινοτικών αποκτήσεων και τα αγαθά διέλθουν των συνόρων της Ε.Ε. και
εν προκειμένω της Ελλάδος μετά την ημερομηνία αυτή, τότε για την
αποφυγή της διπλής φορολόγησής της, θα πρέπει να συμπεριληφθεί με
αρνητικό πρόσημο σε δήλωση Φ.Π.Α. και σε ανακεφαλαιωτικό πίνακα
ενδοκοινοτικών αποκτήσεων που θα υποβληθούν για τη φορολογική περίοδο
εντός της οποίας διενεργήθηκε τελικά η εισαγωγή των αγαθών αυτών.
Ωστόσο, παρέλκει η συμπερίληψη της συναλλαγής αυτής σε δήλωση Φ.Π.Α. και
ανακεφαλαιωτικό πίνακα ενδοκοινοτικών αποκτήσεων, στην περίπτωση που
αυτή δεν έχει δηλωθεί έως και την ημερομηνία αποχώρησης.
Σημειώνεται
ότι μετά την ημερομηνία αποχώρησης του Η.Β. από την Ε.Ε., δεν μπορεί να
εφαρμόζεται η απλοποιημένη φορολογική διαδικασία των τριγωνικών
συναλλαγών που προϋποθέτει ενδοενωσιακές συναλλαγές μεταξύ υποκειμένων
εγκατεστημένων σε τρία διαφορετικά κράτη μέλη.
2. Αντιμετώπιση των πωλήσεων από απόσταση μετά την ημερομηνία αποχώρησης.
α)
Στην περίπτωση των εξ αποστάσεως πωλήσεων, και ειδικότερα πώλησης και
αποστολής ή μεταφοράς αγαθών από υποκείμενο στον φόρο, εγκατεστημένο στο
έδαφος του Η.Β., προς μη υποκείμενο στον φόρο στην Ελλάδα (π.χ.
ιδιώτη), των οποίων η αποστολή ή η μεταφορά αρχίζει πριν την αποχώρηση
του Η.Β., αλλά τα αγαθά φθάνουν στα σύνορα της Ε.Ε. μετά την αποχώρηση
του Η.Β., θα αντιμετωπίζονται ως πράξεις εισαγωγής στην Ε.Ε. και θα
επιβαρύνονται με Φ.Π.Α..
Ενδέχεται να υπάρξουν περιπτώσεις που τα
αγαθά θα φορολογηθούν ως εισαγωγή, εφόσον διέλθουν τα σύνορα της χώρας
μετά την ημερομηνία αποχώρησης, αλλά να έχουν επίσης επιβαρυνθεί με
Φ.Π.Α. ως πώληση από απόσταση στο Η.Β. (π.χ. λόγω του γεγονότος ότι ο
Βρετανός δεν είχε ξεπεράσει το όριο των πωλήσεων από απόσταση στη χώρα
μας, ήτοι το ποσό των 35.000 ευρώ).
Προφανώς, θα πρέπει οι
φορολογικές αρχές του Η.Β. να αντιμετωπίσουν αυτή τη συναλλαγή ως
απαλλασσόμενη εξαγωγή, καθότι τα αγαθά απεστάλησαν τελικά σε «τρίτη
χώρα», στην οποία φορολογήθηκαν ως εισαγωγή και, προκειμένου να μην
επιβαρυνθεί δύο φορές με Φ.Π.Α. για την ίδια συναλλαγή (π.χ. ο Έλληνας
ιδιώτης), θα πρέπει ο Βρετανός πωλητής να προβεί σε διόρθωση του
τιμολογίου και να επιστρέψει τον Φ.Π.Α. στον Έλληνα αγοραστή.
Ειδικότερα,
υπενθυμίζεται ότι απαλλάσσονται από τον Φ.Π.Α. κατά την εισαγωγή οι
αποστολές εμπορευμάτων αξίας μικρότερης των 22 ευρώ (άρθρα 20-21 του
ν.1684/87, όπως ισχύει).
Αναφορικά δε με τις αποστολές εμπορευμάτων
μη εμπορικού χαρακτήρα από ιδιώτη σε ιδιώτη αξίας μέχρι 45 ευρώ, κι
εφόσον οι αποστολές αυτές:
i) έχουν ευκαιριακό χαρακτήρα,
ii)
περιέχουν αποκλειστικά εμπορεύματα τα οποία προορίζονται για προσωπική
χρήση του παραλήπτη ή της οικογενείας του και για τα οποία, λόγω της
φύσης ή της ποσότητά τους, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για
εμπορεύματα χωρίς εμπορικό χαρακτήρα, και
iii) πραγματοποιούνται από τον αποστολέα προς τον παραλήπτη χωρίς οποιασδήποτε μορφής πληρωμή (δώρα),
θα
απαλλάσσονται από Φ.Π.Α. σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στις
διατάξεις του ν. 1684/87, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 1402/1983, όπως ισχύουν.
β)
Τυχόν πωλήσεις αγαθών από απόσταση από Έλληνα υποκείμενο στον φόρο,
προς μη υποκείμενο στον φόρο στο Η.Β. (π.χ. ιδιώτη), των οποίων η
αποστολή ή η μεταφορά αρχίζει πριν την αποχώρηση του Η.Β., αλλά τα αγαθά
φθάνουν στα σύνορα του Η.Β. μετά την αποχώρηση, θα αντιμετωπίζονται
προφανώς ως πράξεις εισαγωγής στο Η.Β. και θα επιβαρύνονται με Φ.Π.Α..
Ενδέχεται
να υπάρξουν περιπτώσεις που τα αγαθά θα έχουν -πριν την ημερομηνία
αποχώρησης- φορολογηθεί ως πώληση από απόσταση στην Ελλάδα (π.χ. λόγω
του γεγονότος ότι ο Έλληνας δεν είχε ξεπεράσει το όριο των πωλήσεων από
απόσταση στο Η.Β). Σε αυτές τις περιπτώσεις, λόγω του ότι τα αγαθά
απεστάλησαν τελικά σε «τρίτη χώρα», στην οποία φορολογήθηκαν ως
εισαγωγή, και για την αποφυγή της διπλής φορολόγησης, ο Έλληνας πωλητής
θα πρέπει να προβεί σε διόρθωση του σχετικού παραστατικού και να
επιστρέψει τον Φ.Π.Α. στον Βρετανό αγοραστή, εφόσον τίθενται στη διάθεσή
του τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία ότι πράγματι τα αγαθά
απεστάλησαν ή μεταφέρθηκαν στο Η.Β. (σχετικά παραστατικά από τις
τελωνειακές αρχές του Η.Β. και τα σχετικά τραπεζικά έγγραφα από τα οποία
αποδεικνύεται η επιστροφή του Φ.Π.Α. στον Βρετανό αγοραστή).
3.
Αντιμετώπιση από πλευράς Φ.Π.Α. των πωλήσεων αγαθών από την Ε.Ε προς το
Η.Β. μετά την -χωρίς συμφωνία- αποχώρηση του Η.Β. από την Ε.Ε.
i)
Σε περίπτωση πώλησης αγαθών, από Έλληνες πωλητές προς το Η.Β., που
λαμβάνει χώρα μετά την αποχώρηση του Η.Β., των οποίων αγαθών η μεταφορά ή
αποστολή ξεκινά από την Ελλάδα μετά την ημερομηνία αποχώρησης, τότε η
πράξη αυτή θα αντιμετωπισθεί από πλευράς Φ.Π.Α. ως απαλλασσόμενη εξαγωγή
αγαθών προς τρίτη χώρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρ. 24 του Κώδικα
Φ.Π.Α. και συνεπώς θα τηρηθούν οι ανάλογες τελωνειακές διατυπώσεις προς
την αρμόδια τελωνειακή αρχή. Η τήρηση των διατυπώσεων εξαγωγής είναι
υποχρεωτική και συνοδεύεται από την προσκόμιση των αγαθών στην αρμόδια
τελωνειακή αρχή.
Οι παραδόσεις (πωλήσεις) αγαθών που εξάγονται από
την Ελλάδα από τον πωλητή ή από άλλο πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό
του πωλητή, απαλλάσσονται από τον Φ.Π.Α., με τον όρο ότι ο πωλητής
υποβάλλει ηλεκτρονικά διασάφηση εξαγωγής στην αρμόδια τελωνειακή αρχή
κατά τα προβλεπόμενα στην τελωνειακή νομοθεσία και ότι διαθέτει:
α) τιμολόγιο πώλησης, το οποίο δηλώνεται επί της διασάφησης εξαγωγής,
β)
αποδεικτικό εξόδου των αγαθών από το τελωνειακό έδαφος της Ε.Ε, όπως
προκύπτει από το ηλεκτρονικό μήνυμα ΙΕ 599 «Γνωστοποίηση ολοκλήρωσης
εξαγωγής» - «Export Notification» από το Icisnet ή οποιοδήποτε
αποδεικτικό εξόδου ("export notification") εκδίδεται από τελωνειακή αρχή
άλλου κράτους μέλους,
γ) τραπεζικό μέσο πληρωμής, από το οποίο προκύπτει η καταβολή του αντιτίμου της αξίας του τιμολογίου πώλησης.
ii)
Σε περίπτωση έναρξης της μεταφοράς ή αποστολής των αγαθών από την
Ελλάδα προς το Η.Β. πριν την αποχώρηση του Η.Β. αλλά άφιξης των αγαθών
στα τελωνειακά σύνορα της Ε.Ε. μετά την αποχώρηση του Η.Β., τότε είναι
απαραίτητο κατά τη χρονική αυτή στιγμή να υποβληθεί διασάφηση εξαγωγής,
στην αρμόδια τελωνειακή αρχή, προκειμένου να εξέλθουν τα αγαθά από την
Ε.Ε., καθώς η πράξη αυτή θα αντιμετωπισθεί από πλευράς Φ.Π.Α. ως εξαγωγή
προς το Η.Β. (τρίτη χώρα).
Κατά τα λοιπά για την απαλλαγή από Φ.Π.Α. κατά την εξαγωγή αγαθών, ισχύουν τα διαλαμβανόμενα στην περ. i) ως άνω.
Παράδειγμα:
Υποκείμενος
στο φόρο με εγκατάσταση στην Ελλάδα παραδίδει αγαθά σε υποκείμενο στο
Η.Β. Η μεταφορά πραγματοποιείται οδικώς και αρχίζει πριν την ημερομηνία
αποχώρησης αλλά τα αγαθά εγκαταλείπουν οριστικά το τελωνειακό έδαφος της
Ε.Ε. στην Ολλανδία μετά την ημερομηνία αποχώρησης. Στην περίπτωση αυτή
θα τηρηθούν οι τελωνειακές διατυπώσεις και ειδικότερα η διασάφηση
εξαγωγής θα υποβληθεί στην αρμόδια τελωνειακή αρχή της Ολλανδίας.
iii)
Σε περίπτωση έναρξης της μεταφοράς ή αποστολής των αγαθών από την
Ελλάδα προς το Η.Β. πριν την αποχώρηση του Η.Β. κι εφόσον τα αγαθά
εγκαταλείπουν το έδαφος της Ε.Ε. πριν την ημερομηνία αποχώρησης, αλλά
φθάνουν στα σύνορα του Η.Β. μετά την ημερομηνία αποχώρησης, τότε είναι
ευνόητο, ότι για τη συναλλαγή αυτή δεν μπορεί να απαιτηθεί η τήρηση
τελωνειακών διατυπώσεων εξαγωγής, καθώς το Η.Β. δεν θα έχει απωλέσει την
ιδιότητά του ως κράτους μέλους της Ε.Ε. κατά τη χρονική στιγμή της
εξόδου των αγαθών από την Ε.Ε..
Στην ανωτέρω περίπτωση, η συναλλαγή θα αντιμετωπίζεται ως ενδοκοινοτική παράδοση στο Η.Β., και θα απαλλάσσεται από Φ.Π.Α..
Τα
δε υποκείμενα στον φόρο πρόσωπα, πρέπει να είναι σε θέση να
παρουσιάσουν τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία, ότι τα αγαθά πράγματι
απεστάλησαν ή μεταφέρθηκαν στο Η.Β. (όπως έγγραφα μεταφοράς ή σχετικά
παραστατικά από τις τελωνειακές αρχές του Η.Β.).
4.
Αντιμετώπιση από πλευράς Φ.Π.Α. της παράδοσης αγαθών μετά από
εγκατάσταση ή συναρμολόγηση, με ή χωρίς δοκιμή λειτουργίας, όταν η
εγκατάσταση ή συναρμολόγηση λαμβάνει χώρα χρονικά μετά την ημερομηνία
αποχώρησης του Η.Β..
α) Εφόσον η μεταφορά ή αποστολή των
αγαθών έχει ολοκληρωθεί πριν την αποχώρηση του Η.Β. αλλά η εγκατάσταση ή
η συναρμολόγηση ολοκληρώνεται μετά την αποχώρηση του Η.Β. από την Ε.Ε.,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθ. 13 παρ. 2 του Κώδικα Φ.Π.Α., ως τόπος
παράδοσης θεωρείται ο τόπος, όπου γίνεται η εγκατάσταση ή η
συναρμολόγηση. Συνεπώς, θεωρείται ότι τα αγαθά παραδίδονται στο Η.Β.
(εάν η εγκατάσταση ή η συναρμολόγηση πραγματοποιείται στο Η.Β.) ή στην
Ελλάδα (εάν η εγκατάσταση ή η συναρμολόγηση πραγματοποιείται στην
Ελλάδα).
β) Εφόσον η μεταφορά ή αποστολή των αγαθών πραγματοποιείται
μετά την έξοδο του Η.Β., πρέπει να τηρηθούν διατυπώσεις εξαγωγής (εάν
μεταφέρονται προς το Η.Β.) ή εισαγωγής (εάν μεταφέρονται προς την
Ελλάδα), σύμφωνα με τον γενικό κανόνα, όπως αναφέρεται ανωτέρω.
5.
Αντιμετώπιση από πλευράς Φ.Π.Α. της αποστολής αγαθών από το Η.Β. προς
αποθήκευση ή μεταποίησή τους στη χώρα μας μετά την αποχώρηση του Η.Β.
χωρίς συμφωνία.
Σε περίπτωση αποστολής αγαθών προς αποθήκευση
ή μεταποίησή τους στη χώρα μας, προκειμένου να μη γεννάται υποχρέωση
για καταβολή Φ.Π.Α., πρέπει τα αγαθά αυτά να υπάγονται σε ένα από τα
ειδικά καθεστώτα (όπως ελεύθερη ζώνη, αποταμίευση, προσωρινή εισαγωγή,
τελειοποίηση προς επανεξαγωγή), κατά την έννοια των διατάξεων του
ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, με την τήρηση των απαιτούμενων τελωνειακών
διατυπώσεων. Στη συνέχεια κατά την έξοδο των αγαθών από τα καθεστώτα
αυτά, ο Φ.Π.Α. καταβάλλεται ή απαλλάσσεται ανάλογα με τον προορισμό τους
(επανεξαγωγή, θέση σε ανάλωση).
Β. Υπηρεσίες
Προκειμένου
για παροχές υπηρεσιών, εφαρμόζονται οι κανόνες του τόπου παροχής
υπηρεσιών του άρθρου 14 του Κώδικα Φ.Π.Α., όπως αυτοί ισχύουν, κατά τον
χρόνο όπου ο φόρος καθίσταται απαιτητός. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι μετά
την αποχώρηση του Η.Β. από την Ε.Ε. δεν υφίσταται υποχρέωση υποβολής
ανακεφαλαιωτικού πίνακα από τις ελληνικές επιχειρήσεις για παροχή ή λήψη
υπηρεσιών από το Η.Β.
Γ. Ορισμός φορολογικού αντιπροσώπου.
6.
Υποχρέωση επιχείρησης εγκατεστημένης στο Η.Β. για ορισμό φορολογικού
αντιπροσώπου προκειμένου να διενεργεί μετά την ημερομηνία αποχώρησης
φορολογητέες στην Ελλάδα πράξεις.
Εφόσον ο εγκατεστημένος στο
Η.Β. υποκείμενος στον φόρο πρόκειται να διενεργήσει φορολογητέες στην
Ελλάδα πράξεις, για τις οποίες δεν θεωρείται ότι αποκτά μόνιμη
εγκατάσταση στο εσωτερικό της χώρας, θα πρέπει να ορίσει φορολογικό
αντιπρόσωπο, σύμφωνα με τη διαδικασία της με αριθ. ΑΥΟ ΠΟΛ.1281/1993.
Στην
περίπτωση που για τη διενέργεια φορολογητέων πράξεων στην Ελλάδα είχε
πριν την ημερομηνία αποχώρησης αποκτήσει Α.Φ.Μ. για σκοπούς Φ.Π.Α. χωρίς
ορισμό φορολογικού αντιπροσώπου, μπορεί να συνεχίσει και μετά την
ημερομηνία τις πράξεις αυτές στο εσωτερικό της χώρας, διατηρώντας τον
ίδιο Α.Φ.Μ., εφόσον ορίσει φορολογικό αντιπρόσωπο σύμφωνα με τις αριθ.
ΑΓΓΔΕ ΠΟΛ.1153/2016 και ΑΥΟ ΠΟΛ.1281/1993, όπως ισχύουν.
Σημειώνεται
ότι ο φορολογικός αντιπρόσωπος είναι υπόχρεος για την εκπλήρωση όλων
των υποχρεώσεων ως προς το Φ.Π.Α. και ευθύνεται αλληλεγγύως και εις
ολόκληρο με τον εντολέα του για την καταβολή του οφειλόμενου Φ.Π.Α..
Δ.
Επιστροφές Φ.Π.Α. για επαγγελματικές δαπάνες ελληνικών ή βρετανικών
επιχειρήσεων (υποκειμένων στο φόρο) σύμφωνα με την Οδηγία 2008/9/ΕΚ (εφαρμόζεται για κράτη μέλη) και σύμφωνα με την Οδηγία 86/560/EOK (εφαρμόζεται για τρίτες χώρες).
Σύμφωνα με τα άρθρα 170 και 171 της οδηγίας Φ.Π.Α. (2006/112/ΕΚ),
οι υποκείμενοι στον φόρο που είναι εγκατεστημένοι σε ένα κράτος μέλος
της Ε.Ε., μπορούν να ζητήσουν από το κράτος μέλος στο οποίο δεν είναι
εγκατεστημένοι την επιστροφή Φ.Π.Α. για επαγγελματικές δαπάνες που
καταβλήθηκε σε αυτό. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται ηλεκτρονικά σύμφωνα με
όσα ορίζει η Οδηγία 2008/9/ΕΚ
μέσω της ηλεκτρονικής πύλης του κράτους μέλους εγκατάστασης και εν
συνεχεία διαβιβάζεται ηλεκτρονικά στο κράτος μέλος επιστροφής.
Σε
περίπτωση αποχώρησης του Η.Β. χωρίς συμφωνία και χωρίς μεταβατική
περίοδο, τότε θα διακοπεί η ηλεκτρονική διασύνδεση των κρατών μελών με
το Η.Β. -εφόσον θα αποτελεί τρίτη χώρα- και δεν θα υπάρχει δυνατότητα
ηλεκτρονικής υποβολής αίτησης επιστροφής σύμφωνα με την Οδηγία 2008/9/ΕΚ.
Επισημαίνεται
ωστόσο, ότι στην περίπτωση που, λόγω σχετικής παράτασης που θα εγκριθεί
από την Ε.Ε., μετατεθεί η ημερομηνία αποχώρησης του Η.Β. από την Ε.Ε.
θα εξακολουθήσει να υπάρχει δυνατότητα ηλεκτρονικής υποβολής αίτησης
επιστροφής μέσω του κράτους μέλους εγκατάστασης.
7. Υποβολή
αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α. ελληνικών ή βρετανικών επιχειρήσεων για
δαπάνες που πραγματοποίησαν από 1/1/2018 έως και 31/12/2018.
α)
Για δαπάνες με καταβολή Φ.Π.Α. που έχουν διενεργηθεί από Έλληνες
υποκείμενους έως και 31/12/2018 στο Η.Β., η ηλεκτρονική υποβολή της
αίτησης επιστροφής προς το Η.Β. μπορεί να γίνει σύμφωνα με την Οδηγία 2008/9/ΕΚ,
μέσω της εφαρμογής «VAT refund Portal» της ΑΑΔΕ μέχρι και την
ημερομηνία αποχώρησης. Ωστόσο, συστήνεται στις ελληνικές επιχειρήσεις
που έχουν πραγματοποιήσει δαπάνες (με καταβολή Φ.Π.Α.) στο Η.Β. από
1/1/2018 έως και 31/12/2018 να υποβάλλουν εντός ευλόγου χρονικού
διαστήματος τις ηλεκτρονικές αιτήσεις τους (αρχικές ή τροποποιητικές)
μέσω της εφαρμογής «VAT refund Portal» της ΑΑΔΕ
(https://www.aade.gr/epicheireseis/phorologikes-yperesies/phpa/aitese-epistrophes-phpa-pros-chores-tes-ee)
ώστε να υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος (εντός 15 ημερών) που προβλέπει ο
Καν. 904/2010 για την ηλεκτρονική διαβίβαση αυτών από την Ελλάδα προς το
Η.Β..
Σημειώνεται ότι στην περίπτωση που δεν διαβιβαστεί κάποια
ηλεκτρονική αίτηση επιστροφής μέχρι και την ημερομηνία αποχώρησης, θα
ακολουθήσει σχετική ενημέρωση των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων μέσω
ηλεκτρονικής αλληλογραφίας στο email που έχουν καταχωρήσει στην αίτησή
τους. Οι εν λόγω επιχειρήσεις θα πρέπει τότε να υποβάλλουν τις αιτήσεις
τους απευθείας στο Η.Β. σύμφωνα με τη διαδικασία που εφαρμόζει το
τελευταίο για τις τρίτες χώρες.
β) Αντίστοιχα, οι βρετανικές
επιχειρήσεις για επαγγελματικές δαπάνες που έχουν πραγματοποιήσει έως
και 31/12/2018 στην Ελλάδα, πρέπει να υποβάλλουν την ηλεκτρονική τους
αίτηση προς την Ελλάδα σύμφωνα με την Οδηγία 2008/9/ΕΚ,
μέσω της ηλεκτρονικής πύλης του Η.Β. έγκαιρα και πριν την ημερομηνία
αποχώρησης, ώστε να υπάρχει ο απαιτούμενος χρόνος (εντός 15 ημερών) να
διαβιβαστούν στο κράτος μέλος επιστροφής (Ελλάδα).
Όπως
προαναφέρθηκε, στην περίπτωση αποχώρησης του Η.Β. χωρίς συμφωνία, από
την επομένη της ημερομηνίας αυτής δεν θα έχει εφαρμογή η Οδηγία 2008/9/ΕΚ
για το Η.Β. και δεν θα υπάρχει δυνατότητα ηλεκτρονικής υποβολής αίτησης
επιστροφής Φ.Π.Α. από και προς το Η.Β. Για ενδεχόμενη υποβολή
αλλαγών/διορθώσεων μετά την επομένη της ημερομηνίας αποχώρησης για
αρχική αίτηση που είχε υποβληθεί από ελληνική επιχείρηση ηλεκτρονικά, η
τελευταία θα πρέπει να απευθυνθεί στην αρμόδια φορολογική αρχή του Η.Β..
Ομοίως, για ενδεχόμενη υποβολή αλλαγών/διορθώσεων μετά την ημερομηνία
αποχώρησης του Η.Β. για αρχική αίτηση που έχει υποβάλλει βρετανική
επιχείρηση ηλεκτρονικά προς την Ελλάδα, η τελευταία θα πρέπει να
απευθυνθεί στην αρμόδια φορολογική αρχή της Ελλάδος (Δ/νση Εφαρμογής
Έμμεσης Φορολογίας, Τμ. Γ': Επιστροφών Φ.Π.Α. σε επιχειρήσεις με
εγκατάσταση εντός & εκτός Ε.Ε., email: vatrefunds@aade.gr).
8.
Υποβολή αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α. από βρετανικές επιχειρήσεις για
δαπάνες που έχουν πραγματοποιήσει από 1/1/2019 έως και την ημερομηνία
αποχώρησης ή πριν την 1/1/2019, για τις οποίες δεν υποβλήθηκε ή/και δεν
διαβιβάστηκε ηλεκτρονική αίτηση επιστροφής.
Για δαπάνες που
έχουν πραγματοποιηθεί πριν την 1/1/2019 ή για το διάστημα από 1/1/2019
μέχρι και την ημερομηνία αποχώρησης όπου συμπληρώνεται πλήρης χρονική
περίοδος που σύμφωνα με την Οδηγία 2008/9/ΕΚ
δύναται να ασκηθεί αξίωση επιστροφής και δεν έχει υποβληθεί σχετική
αίτηση ή έχει υποβληθεί ηλεκτρονικά αλλά δεν έχει διαβιβαστεί από το Η.Β
στην χώρα μας, μετά την ημερομηνία αποχώρησης, εφαρμόζεται η 13η οδηγία
86/560/ΕΟΚ, δηλαδή υποβολή αρχικής αίτησης απευθείας στο κράτος επιστροφής.
9.
Υποβολή αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α. ελληνικών ή βρετανικών επιχειρήσεων
για δαπάνες που θα πραγματοποιηθούν μετά την ημερομηνία αποχώρησης του
Η.Β..
α) Οι ελληνικές επιχειρήσεις για δαπάνες που θα
πραγματοποιήσουν στο Η.Β. από την επομένη της ημερομηνίας αποχώρησης του
Η.Β., θα πρέπει να υποβάλουν αίτηση επιστροφής Φ.Π.Α. σύμφωνα με τους
κανόνες που εφαρμόζει το Ηνωμένο Βασίλειο για επιστροφής Φ.Π.Α. σε
τρίτες χώρες.
β) Οι βρετανικές επιχειρήσεις για δαπάνες που θα
πραγματοποιήσουν στην Ελλάδα από την επομένη της ημερομηνίας αποχώρησης
του Η.Β., θα πρέπει να υποβάλουν αίτηση επιστροφής Φ.Π.Α. σύμφωνα με τη
διαδικασία της 13ης Οδηγίας Φ.Π.Α., όπως εφαρμόζεται από την Ελλάδα για
επιστροφή Φ.Π.Α. σε τρίτες χώρες.
Τονίζεται δε ότι μετά την
ημερομηνία αποχώρησης του Η.Β οποιαδήποτε πληροφορία απαιτείται όσον
αφορά στις εκκρεμείς αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α., η αρμόδια φορολογική
αρχή του κράτους επιστροφής θα απευθύνεται απευθείας στον αιτούντα ή
στον εκπρόσωπο που δηλώνεται στην αίτησή του.
Κατόπιν όλων των
ανωτέρω, τίθεται επιπλέον υπόψη, ότι παρέχονται περαιτέρω πληροφορίες
για θέματα που αφορούν στην αποχώρηση του Η.Β. από την Ε.Ε. στη σχετική
ιστοσελίδα της Α.Α.Δ.Ε. (https://www.aade.gr/menoy/brexit).
Τυχόν
δε ειδικότερα ερωτήματα μπορούν να υποβάλλονται ηλεκτρονικά μέσα από
την επιλογή στην κεντρική ιστοσελίδα της Α.Α.Δ.Ε. (https://www.aade.gr):
«Ο λογαριασμός μου/My TAXISnet» (για εγγεγραμμένους χρήστες) ή μέσω της
σχετικής φόρμας υποβολής αιτήματος στην εξής ηλεκτρονική διεύθυνση:
https://www1.gsis.gr/inquiry/newInquiry.htm (για μη εγγεγραμμένους
χρήστες).
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ Α.Α.Δ.Ε.
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ
1Η παρούσα εγκύκλιος
αποσκοπεί στην αποσαφήνιση θεμάτων από πλευράς Φ.Π.Α. σε περίπτωση
εξόδου του Η.Β. χωρίς συμφωνία αποχώρησης, αλλά σε κάθε περίπτωση τελεί
υπό την επιφύλαξη διαφορετικής ερμηνευτικής προσέγγισης των ειδικότερων
θεμάτων από πλευράς της Επιτροπής Φ.Π.Α. (VAT Committee) καθώς επίσης
της έκδοσης από την τελευταία των οριστικών κατευθυντηρίων οδηγιών για
θέματα Φ.Π.Α..
Άρθρα Η σύμβαση και τα μυστικά της
Ελισάβετ Ο.Παπαζαχαρίου
Δικηγόρος Αθηνών (παρ’Εφέταις)-Διαμεσολαβήτρια
Ανάπτυξη σε 17 σημεία: 1. Τα μέρη, 2. Υπογραφές, 3. Περιεχόμενο, 4. Προοίμιο, 5. Κυρίως σώμα της σύμβασης, 6. Boilerplate , 7. Διάρκεια και ανανέωση, 9. Οικονομικοί όροι, 10. Εγγυοδοτικές δηλώσεις, 11. Ευθύνη, 12. Ασφάλιση, 13. Εμπιστευτικότητα, 14. Προσωπικά δεδομένα, 15. Πνευματική και βιομηχανική ιδιοκτησία, 16. Εφαρμοστέο δίκαιο, 17. Διαδικασία επίλυσης διαφορών.
Σύμβαση είναι η πρώτη λέξη που άκουσα όταν μπήκα πρώτη ημέρα στη Νομική Αθηνάς από τον καθηγητή που παρέδιδε το μάθημα «Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου» και ακόμα θυμάμαι το πόσο σάστισα ακούγοντάς την. Πλέον σήμερα, μετά από 13 χρόνια δικηγορίας, συμβάσεις διαφόρων ειδών συντάσσω και μελετώ κατά εκατοντάδες στη δουλειά μου, για αυτό και έχω καταλήξει σε κάποιους θεμελιώδεις κανόνες για τη σύνταξη ή/και μελέτη τους.
1. Τα μέρη.
Σύμβαση ή ιδιωτικό συμφωνητικό είναι μία έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών, φυσικών ή νομικών προσώπων, άρα είναι είτε διμερής είτε πολυμερής. Αυτό σημαίνει ότι το πρώτο που κοιτάμε σε μία σύμβαση είναι τα μέρη, ήτοι να καταλάβουμε την ιδιότητα με την οποία συμβάλλονται τα μέρη και αν αυτή η ιδιότητα εκπληρώνει το σκοπό της σύμβασης και τις προϋποθέσεις του νόμου (π.χ. μπορεί σε μία σύμβαση μίσθωσης να συμβάλλεται ο ψιλός κύριος, μπορεί σε μία σύμβαση πώλησης μηχανήματος ο πωλητής να μην είναι κύριος του μηχανήματος, πότε μπορεί ένας ανήλικος να συνάψει σύμβαση κοκ).
Στη συνέχεια, πρέπει να ενταχθούν με ακρίβεια όλα τα στοιχεία των μερών. Ας μην ξεχνάμε ότι τα στοιχεία που θα ενταχθούν στη σύμβαση είναι αυτά που ενδεχομένως δοθούν στο λογιστήριο για την έκδοση ή έλεγχο των φορολογικών στοιχείων και την ενημέρωση των λογιστικών αρχείων. Ακόμα και αν το λογιστήριο δεν βασιστεί στα εν λόγω στοιχεία, θα πρέπει να υπάρχει συνοχή κυρίως σε περίπτωση αντιδικίας. Κατά συνέπεια, για το φυσικό πρόσωπο, όνομα, επώνυμο, όνομα πατρός, διεύθυνση, ΑΔΤ και ημερομηνία έκδοσης, ΑΦΜ και ΔΟΥ, για το νομικό πρόσωπο, επωνυμία, διεύθυνση έδρας ή γραφείων διοίκησης, ΑΦΜ και ΔΟΥ καθώς και το όνομα του εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου. Ιδίως ως προς τα νομικά πρόσωπα, ζητάμε νομιμοποίηση, ήτοι καταστατικό, πρακτικό εκπροσώπησης, αν υπογράφει άτομο που ορίζεται εντός αυτού ή πρακτικό ΔΣ ή εξουσιοδότηση (αν το πρακτικό εκπροσώπησης δίνει τη δυνατότητα σε τρίτους να δεσμεύουν την εταιρεία με την υπογραφή τους). Να σημειώσουμε ότι τώρα πλέον με τη δημοσιότητα των στοιχείων όλων των εμπορικών εταιρειών στο ΓΕΜΗ, έχει διευκολυνθεί ο έλεγχος της νομιμοποίησης μίας εταιρείας.
2. Υπογραφές.
Τα μέρη που αναφέρονται στην αρχή της σύμβασης θα πρέπει να υπογράψουν και στο τέλος αυτής. Σημαντικό: για να δεσμεύει μία σύμβαση ένα φυσικό πρόσωπο πρέπει να έχει υπογράψει ο ίδιος ή κατάλληλα εξουσιοδοτημένο από τον ίδιο πρόσωπο. Όταν λέμε κατάλληλα εξουσιοδοτημένο, θα πρέπει να έχει εμφανιστεί σε εμάς η κατάλληλη εξουσιοδότηση π.χ. συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο αν απαιτείται από τη φύση της σύμβασης ή εξουσιοδότηση με γνήσιο υπογραφής. Για να δεσμεύει μία σύμβαση ένα νομικό πρόσωπο, θα πρέπει να έχει υπογράψει ένα από τα άτομα στα οποία έχει χορηγηθεί σχετικό δικαίωμα υπογραφής είτε δυνάμει του πρακτικού εκπροσώπησης ή δυνάμει ειδικού πρακτικού του ΔΣ ή ειδικής εξουσιοδότησης. Να σημειώσω ότι από το 2013 για κάθε πράξη εκπροσώπησης ή διαχείρισης νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου αρκεί η υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου, το όνομα του και η περιγραφή της ιδιότητας του (δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη / χρήση εταιρικής σφραγίδας για την απόδειξη της εκπροσώπησης ή / και διαχείρισης των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου).
3. Περιεχόμενο.
Τι μπορεί να συμφωνηθεί με μία σύμβαση; Μια σύμβαση που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο (σε αυτό αναφερόμαστε καταρχάς εδώ) υπόκειται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, ήτοι τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν ό,τι θέλουν στα πλαίσια του νόμου, ήτοι όριο στην ελευθερία βούλησης των μερών αποτελούν οι αναγκαστικές δικαίου διατάξεις. Ο συντάκτης της σύμβασης κατά συνέπεια πρέπει να γνωρίζει τα όρια του νόμου έτσι ώστε η σύμβαση να μην καταστεί άκυρη ή να κριθεί ακυρώσιμη ή καταχρηστική.
Σημαντικό: η συμβολή δικηγόρων στη σύνταξη ή/και έλεγχο μίας σύμβασης για λογαριασμό κάθε συμβαλλομένου είναι σημαντική σε κάθε περίπτωση, ιδίως για την αποφυγή ή τουλάχιστον μείωσης της πιθανότητας επίκλησης σε μεταγενέστερο στάδιο εξ οποιουδήποτε μέρους καταχρηστικότητας ή απάτης ή απειρίας. Για αυτό, και προτείνω να αναγράφεται ρητά (βλ. κατωτέρω υπό boilerplate terms), αν υφίσταται.
4. Προοίμιο.
Η σύμβαση, όπως είπαμε, ξεκινάει με τα μέρη και συνεχίζει με το λεγόμενο «προοίμιο». Το προοίμιο είναι σημαντικό γιατί εδώ περιγράφεται συνοπτικά (σε 2-3 μικρές παραγράφους) η προϊστορία της σύμβασης, ήτοι γιατί τα μέρη επέλεξαν να υπογράψουν τη συγκεκριμένη σύμβαση, έχουν προηγηθεί διαπραγματεύσεις, διαγωνισμός, προσφορά κτλ και ποιες ανάγκες επιδιώκουν τα μέρη να καλύψουν με την εν λόγω σύμβαση. Στο προοίμιο είναι σημαντικό να εντάξουμε και συντομογραφίες των μερών ή και όρων που θεωρούμε ότι θα επαναλαμβάνονται εντός της σύμβασης (π.χ. ο κ. Γεώργιος Παπαδόπουλος εφεξής θα καλείται Πωλητής, το ακίνητο που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Χ και Ψ και έχει επιφάνεια τόσων τ.μ. εφεξής θα καλείται το Μίσθιο κ.ο.κ.). Προσοχή: να υπάρχει ομοιομορφία στις συντομογραφίες εντός ολόκληρου του κειμένου της σύμβασης.
5. Κυρίως σώμα της σύμβασης.
Στο κυρίως σώμα της σύμβασης, εντάσσουμε όλα τα στοιχεία της συμφωνίας των μερών, ενδεικτικά, αντικείμενο, διάρκεια, όροι ανανέωσης και λύσης (καταγγελία), οικονομικοί όροι, εγγυοδοτικές δηλώσεις, ευθύνες, όρους ασφάλισης, όρους εμπιστευτικότητας, όρους επεξεργασίας και προστασίας προσωπικών δεδομένων, όρους anti-bribery, όρους πνευματικής ιδιοκτησίας, εφαρμοστέο δίκαιο και διαδικασία επίλυσης διαφορών. Θα αναφερθούμε κατωτέρω (υπό 7 και 8) στη διάρκεια, ανανέωση και καταγγελία και στους υπόλοιπους όρους σε επόμενο άρθρο μας. Ως γενικότερη παρατήρηση, προσπαθούμε να είμαστε όσο το δυνατόν πιο αναλυτικοί, προσπαθώντας να προβλέψουμε (στο μέτρο του δυνατού) το πώς θα εκτελεστεί η σύμβαση και συνομιλώντας με τα μέρη ή και με άτομα που θα κληθούν να εκτελέσουν τη σύμβαση, ώστε να λάβουμε, με τους όρους που θα εντάξουμε στη σύμβαση, κατ’ ουσία προληπτικά μέτρα για την αποφυγή προβλημάτων κατά την εκτέλεση της σύμβασης. Αν πρόκειται για ανανέωση σύμβασης, σημαντικό είναι να λάβουμε υπόψιν την εμπειρία και τα τυχόν προβλήματα ή δυσκολίες που προέκυψαν από την εκτέλεση της προηγούμενης σύμβασης.
6. Boilerplate.
Στο τέλος της σύμβασης, είθισται να μπαίνουν κάποιοι standard όροι, οι οποίοι ενδεικτικά είναι οι ακόλουθοι :
- Η παρούσα αποτελεί την πλήρη συμφωνία και βούληση των μερών σχετικά με τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτών και υπερισχύει όλων των προηγουμένων προφορικών και εγγράφων συνεννοήσεων των μερών σχετικά με τα θέματα που περιλαμβάνονται σε αυτήν.
- Τα μέρη συμφωνούν και αποδέχονται ότι καθένας και όλοι οι όροι και οι διατάξεις της παρούσας είναι βασικοί και ουσιώδεις. Συνεπώς, κάθε μέρος αποδέχεται και διαβεβαιώνει τα άλλα ότι θα εκπληρώσει καλόπιστα όλες τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την παρούσα με αυστηρή προσήλωση σε καθένα και όλους τους όρους και τις διατάξεις της.
- Τα μέρη συμφωνούν να προβούν σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια και να υπογράψουν και εκτελέσουν οποιοδήποτε άλλο έγγραφο τυγχάνει αναγκαίο ή που τυχόν θα απαιτηθεί για την εκπλήρωση των σκοπών της παρούσας.
- (αν έχει υπάρξει συμβολή δικηγόρου για κάθε μέρος). Όλα τα μέρη αποδέχονται ότι τους παρασχέθηκε το δικαίωμα να αναζητήσουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές όσον αφορά τη φύση και τις συνέπειες όλων των διατάξεων και προβλέψεων της παρούσας, καθώς και ότι είτε ήδη έλαβαν τέτοιες νομικές συμβουλές, είτε είχαν τη δυνατότητα να το κάνουν.
Επιπλέον, όλα τα μέρη αποδέχονται ότι οι ρυθμίσεις καθώς και οι περιορισμοί της παρούσας είναι σε κάθε περίπτωση δίκαιοι και εύλογοι και ότι εκφράζουν τις προθέσεις τους.
- Κάθε τροποποίηση της παρούσας θα ισχύει μόνον αν είναι γραπτή και υπογράφεται από όλα τα συμβαλλόμενα στο παρόν μέρη ή τους εκάστοτε νόμιμους εκπροσώπους τους.
- Τυχόν ακυρότητα διατάξεως της παρούσας δεν συνεπάγεται ακυρότητα και των λοιπών διατάξεων, αλλά τα μέρη θα αντικαθιστούν τον τυχόν άκυρο με έγκυρο όρο, που διατυπώνουν στα πλαίσια της καλής πίστεως, ώστε να ανταποκρίνεται κατά το δυνατόν περισσότερο στο σκοπό που τα μέρη επεδίωκαν δια του άκυρου όρου.
7. Διάρκεια και ανανέωση.
Η διάρκεια μίας σύμβασης αποφασίζεται από τα μέρη, εκτός αν ο νόμος ορίζει υποχρεωτική διάρκεια (π.χ. τριετία στην αστική μίσθωση κτλ). Σημαντικό είναι ότι η σύμβαση μπορεί να έχει και αναδρομική ισχύ, να ανατρέχει δηλαδή σε χρονικό σημείο στο παρελθόν. Εδώ να σημειώσουμε ότι η ημερομηνία υπογραφής δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτει με την ημερομηνία έναρξης ισχύος τη σύμβασης. Στην ημερομηνία υπογραφής πρέπει να λάβουμε υπόψιν και τον περιορισμό του τριμήνου όσον αφορά την υποβολή της λίστας συμφωνητικών στην εφορία. Όσον αφορά την ανανέωση της σύμβασης (αν συμφωνηθεί ορισμένου χρόνου), εναπόκειται στα μέρη. Μπορεί η δυνατότητα να είναι δυνητική (σχετικές διαπραγματεύσεις κτλ) ή η ανανέωση να γίνεται αυτόματα. Στην αυτόματη ανανέωση θα πρέπει να καθοριστεί η περίοδος ανανέωσης και αν θα γίνεται κάθε φορά για μία ή δύο κτλ χρονικές περιόδους. Επίσης, η ανανέωση μπορεί να υπόκειται σε προϋποθέσεις ή να ορίζεται συγκεκριμένη περίοδος για διαπραγματεύσεις.
8. Καταγγελία.
Οι όροι καταγγελίας της σύμβασης εναπόκεινται στα μέρη (εκτός αν ορίζονται υποχρεωτικά εκ του νόμου). Είναι πολύ σημαντικό να μπουν στη σύμβαση όροι καταγγελίας. Συνήθως, στις ορισμένες χρόνου συμβάσεις ορίζεται ότι μπορούν να καταγγελθούν για σπουδαίο λόγο εξ οποιουδήποτε μέρους με έγγραφη ειδοποίηση προ συγκεκριμένου αριθμού ημερών ή μηνών. Σπουδαίο λόγο συνιστά συνήθως η αφερεγγυότητα του άλλου μέρους (π.χ. παύση πληρωμών, αίτηση πτώχευσης ή αναδιοργάνωσης) ή η παραβίαση των όρων της σύμβασης ή των εγγυοδοτικών του δηλώσεων. Να σημειώσουμε ότι όταν, σημαντικό στοιχείο της σύμβασης είναι η ταυτότητα του άλλου μέρους π.χ. η μετοχική σύνθεση του νομικού προσώπου-αντισυμβαλλομένου, μπορεί να τεθεί όρος καταγγελίας σε περίπτωση αλλαγής του κύριου μετόχου (change of control clause). Σημαντικό : να καθορίζεται το «έγγραφη», ήτοι φαξ, συστημένη επιστολή, επίδοση με δικαστικό επιμελητή κτλ. Επίσης στην καταγγελία, μπορεί να ορίζεται ότι σε περίπτωση που υπάρξει πρόωρη λύση χωρίς σπουδαίο λόγο, τότε θα καταπίπτει ποινική ρήτρα υπέρ του μη υπαίτιου συμβαλλομένου. Η ποινική ρήτρα συνήθως ορίζεται στην ωφέλεια που θα είχε αν η σύμβαση ίσχυε έως τη λήξη της (π.χ. μισθώματα που υπολείπονται έως τη λήξη της σύμβασης κοκ).
Ως γενική σημείωση, να πούμε ότι τα ανωτέρω ισχύουν κυρίως σε εμπορικές συμβάσεις και όχι σε συμβάσεις με τον καταναλωτή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, πρέπει να ληφθούν υπόψιν οι διατάξεις περί προστασίας καταναλωτή, οι οποίες, όπως είναι εύλογο, είναι προστατευτικές για το αδύναμο μέρος (καταναλωτής).
9. Οικονομικοί όροι
Οι οικονομικοί όροι αποτελούν σημαντικό όρο της σύμβασης. Συνίστανται στην περιγραφή του τρόπου με τον οποίο θα γίνει ή θα γίνεται (σε περίπτωση διαρκούς σύμβασης) η πληρωμή του τιμήματος των αγαθών ή υπηρεσιών π.χ. σε δόσεις, με πάγια καταβολή, με έμβασμα σε τραπεζικό λογαριασμό κτλ. Προσοχή θα πρέπει να δοθεί εδώ στην αναφορά σε νόμισμα όταν τα συμβαλλόμενα μέρη είναι εγκατεστημένα σε κράτη με διαφορετικό νόμισμα π.χ. ένας συμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος της Ευρωζώνης (Ευρώ) και ο άλλος συμβαλλόμενος σε κράτος με εθνικό νόμισμα (π.χ. Κροατία, Αγγλία).
Επίσης, σημαντικό εδώ είναι να προβλεφθούν τυχόν εγγυήσεις ή προκαταβολές π.χ. προκαταβολή για προκαταρκτικές εργασίες ή να προμήθεια πρώτων υλών, υποχρέωση έκδοσης εγγυητικής επιστολής τραπέζης (ιδίως σε διαρκείς συμβάσεις όταν η παράδοση των αγαθών προηγείται της πληρωμής ή σε κατασκευαστικές συμβάσεις).
Ιδανικά, η εγγυητική επιστολή τραπέζης θα πρέπει να αναφέρει ότι είναι σε πρώτη ζήτηση και θα πρέπει να καλύπτει οποιαδήποτε παράβαση υποχρέωσης εκ της σύμβασης (ήτοι όχι μόνο την πληρωμή των τιμολογίων). Η διάρκεια της εγγυητικής επιστολής θα πρέπει να συμπίπτει τουλάχιστον με τη διάρκεια της σύμβασης (καλύτερα με τη λήξη της περιόδου αποπληρωμής του τελευταίου τιμολογίου) και το ποσό της θα πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο πιστωτικό όριο του υπόχρεου (πελάτη).
10. Εγγυοδοτικές δηλώσεις
Οι εγγυοδοτικές δηλώσεις αποτελούν σημαντικό συμπλήρωμα του νομικού ελέγχου που πρέπει να κάνει κάθε επιμελές συμβαλλόμενο μέρος ως προς το άλλο πριν την υπογραφή της σύμβασης π.χ. αν το άλλο μέρος έχει συσταθεί σύμφωνα με το νόμο, αν έχει κάνει έναρξη εργασιών, να ζητήσει νομιμοποιητικά έγγραφα. Όπως καταλαβαίνετε, ο νομικός αυτός έλεγχος καλύπτει τα βασικά (άλλωστε, δεν θα εξαγοράσουμε την εταιρεία, απλά θα συνεργαστούμε μαζί της). Εδώ αναδεικνύεται η σημασία των εγγυοδοτικών δηλώσεων. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος καλείται να δηλώσει υπεύθυνα και εγγράφως στο άλλο ότι κάποια γεγονότα είναι αληθή π.χ.
- ότι έχουν ληφθεί όλες οι εσωτερικές εγκρίσεις για να προχωρήσει στη σύναψη της σύμβασης
- ότι έχουν ληφθεί όλες οι απαραίτητες άδειες σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης
Κάτι που δεν μπορεί να εγγυηθεί πριν τη σύναψη της σύμβασης ένα συμβαλλόμενο μέρος, μπορεί να αποτελέσει αναβλητική ή διαλυτική αίρεση π.χ. αν δεν μπορέσει να αποκτήσει άδεια υγειονομικού ενδιαφέροντος, η σύμβαση θα καταστεί άκυρη με αναδρομική ισχύ.
11. Ευθύνη
Το σημαντικό όταν καταρτίζουμε τη διάταξη της ευθύνης είναι να έχουμε στο μυαλό μας ποιά είναι η ευθύνη μας και έναντι ποίων π.χ. του κράτους, των καταναλωτών, τρίτων κτλ και στη συνέχεια ότι η ευθύνη πρέπει όσο το δυνατόν να μετακυλίεται/κατανέμεται με συμβατικές ρήτρες π.χ. ένας παραγωγός προϊόντων συνάπτει σύμβαση με τον προμηθευτή πρώτης ύλης. Ο παραγωγός πρέπει να επιρρίψει μέρος της ευθύνης που θα είχε έναντι του αγοραστή των προϊόντων (η ευθύνη απέναντι στον καταναλωτή είναι εκ του νόμου) σε περίπτωση ελαττωματικού προϊόντος αν το εν λόγω ελάττωμα οφείλεται στην πρώτη ύλη.
Σπουδαιότατο εδώ είναι η συμβατική ρήτρα περιορισμού της ευθύνης. Η ευθύνη μπορεί να περιοριστεί συμβατικά με απώτατο όριο το δόλο ή τη βαριά αμέλεια, κατά συνέπεια μπορεί να περιοριστεί σε ποσό, να αποκλείει ορισμένο είδος ζημίας π.χ. αποθετική-εδώ ζήτημα αποτελεί αν η εν λόγω ρήτρα μπορεί να περικλείσει και την αδικοπρακτική ευθύνη, κατά την άποψή μου όχι. Σημαντικό : μπορεί να αποκλειστεί και η ευθύνη για τις πράξεις ή παραλείψεις του προστηθέντος π.χ. εργολάβου πάλι στο βαθμό του δόλου ή της βαριάς αμέλειας.
Τέλος, σπουδαίο είναι να ορίζεται τι γίνεται σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή των λεγόμενων τυχηρών γεγονότων, ήτοι περιστατικών που δεν εντάσσονται στη σφαίρα ελέγχου του συμβαλλομένου. Προφανώς, πρόκειται για περίπτωση ανυπαίτιας αδυναμίας, κατά συνέπεια το μέρος που κωλύεται δεν ευθύνεται για τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Τα μέρη όμως μπορούν να ορίσουν στο πλαίσιο της συμβατικής τους ελευθερίας σε τι συνίσταται ανωτέρα βία/τυχηρό και ποια η διαδικασία γνωστοποίησης που πρέπει να ακολουθείται. Τα περιστατικά ανωτέρας βίας μπορούν να οριστούν περιοριστικά ή διά της εις άτοπον επαγωγής π.χ. περιστατικό ανωτέρας βίας δεν θα θεωρείται η απεργία των μέσων μαζικής μεταφοράς. Επίσης, η διαδικασία γνωστοποίησης στο άλλο μέρος πρέπει να καθορίζεται ότι θα είναι έγγραφη και άμεση π.χ. εντός 24 ωρών από την επέλευση του περιστατικού, να περιγράφει πώς το περιστατικό ανωτέρας βίας το εμποδίζει από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του και να περιέχει και μία εκτίμηση πόσο θα διαρκέσει αυτό.
12. Ασφάλιση
Η υποχρέωση ασφάλισης του αντισυμβαλλομένου έχει σχέση με την ευθύνη του, χωρίς το ένα να επηρεάζει απαραίτητα το άλλο π.χ. η ευθύνη μπορεί να είναι απεριόριστη, αλλά η υποχρέωση ασφάλισης να έχει συγκεκριμένο ανώτατο όριο το οποίο διαπραγματεύονται τα μέρη και συνήθως καθορίζεται από το ανώτατο όριο ζημίας που θα προκαλούσε η παραβίαση μίας υποχρέωσης εκ της σύμβασης. Ιδίως η ασφάλιση αστικής ευθύνης είναι σημαντικότατη γιατί παρέχει τα εχέγγυα ότι δεν θα ζημιωθούμε αν ο αντισυμβαλλόμενος είναι αφερέγγυος π.χ. ο αντισυμβαλλόμενος μας παρέχει υπηρεσίες κατασκευαστικές και λόγω υπαιτιότητάς του προκαλεί ζημία στο κτίριό μας. Θα πρέπει αυτή τη ζημία να την καλύψει ο αντισυμβαλλόμενος και αν είναι ασφαλισμένος για αστική ευθύνη έναντι τρίτων με ικανοποιητική κάλυψη, τότε η ασφαλιστική του εταιρεία θα καλύψει τη ζημία.
Σημαντικό να επισημανθεί ότι η ασφάλιση αστικής ευθύνης καλύπτει όλες τις υποχρεώσεις του αντισυμβαλλομένου, κατά συνέπεια, αν δεν ορίζεται ρητά ότι η κάλυψη είναι αποκλειστική (για το συγκεκριμένο έργο, σύμβαση κτλ), υπάρχει η πιθανότητα το όριο να έχει εξαντληθεί όταν επέλθει η ζημία που μας αφορά π.χ. ασφαλιστική κάλυψη αστικής ευθύνης κατασκευαστή 100.000 ευρώ ανά γεγονός και ετησίως. Αν εντός του έτους η εν λόγω κάλυψη χρησιμοποιηθεί για άλλες ζημίες, ενδεχομένως να μην υπάρχει περιθώριο κάλυψης όταν επέλθει η ζημία που μας αφορά.
13. Εμπιστευτικότητα
Η ρήτρα εμπιστευτικότητας έχει ιδιαίτερη σημασία στις περιπτώσεις που η εμπιστευτικότητα δεν προβλέπεται εκ του νόμου π.χ. σε σύμβαση με δικηγόρο προφανώς δεν χρειάζεται ρήτρα εμπιστευτικότητας αλλά σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, θα πρέπει να προβλέπεται ρητά, ειδικά όταν παρέχονται εμπιστευτικές πληροφορίες ή εμπορικά μυστικά από το ένα μέρος στο άλλο. Προσοχή στο να ορίζεται τι είναι εμπιστευτική πληροφορία, από πότε ισχύει η υποχρέωση (μπορεί να χρειάζεται να καλύπτει και το προσυμβατικό στάδιο), έως πότε θα ισχύει (ιδανικά, επ’ αόριστον). Βέβαια, η παραβίαση της ρήτρας εμπιστευτικότητας είναι αρκετά δύσκολο να αποδειχθεί, οπότε δεν υπάρχει ιδιαίτερη νομολογία για το θέμα τουλάχιστον στην Ελλάδα.
14. Προσωπικά δεδομένα
Πάρα πολλά έχουν γραφτεί το τελευταίο διάστημα για τα προσωπικά δεδομένα λόγω της ισχύος του νέου ευρωπαϊκού κανονισμού περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων (GDPR),οπότε δεν θα επεκταθώ πολύ. Σημαντικό σε αυτό το πλαίσιο είναι να γνωρίζουμε α) τι είδους προσωπικά δεδομένα επεξεργάζονται από τον αντισυμβαλλόμενο και β) υπό ποια ιδιότητα τα επεξεργάζεται ήτοι υπεύθυνος επεξεργασίας ή εκτελών την επεξεργασία. Αν ο αντισυμβαλλόμενος είναι εκτελών την επεξεργασία, συγκεκριμένες ρήτρες πρέπει να ενταχθούν στη σύμβαση ή σε ξεχωριστή σύμβαση σύμφωνα με αυτά που ορίζει ο Κανονισμός.
15. Πνευματική και βιομηχανική ιδιοκτησία
Σημαντικότατη διάταξη όταν η συνεργασία ενέχει τη χρήση εμπορικών σημάτων και τη χρήση ή δημιουργία πνευματικών έργων π.χ. σύμβαση παροχής διαφημιστικών υπηρεσιών, σύμβαση παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, σύμβαση εργασίας. Αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, στον εργοδότη/εντολέα μεταβιβάζονται εκείνες μόνο οι εξουσίες από το περιουσιακό δικαίωμα που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση του σκοπού της σύμβασης και το έργο παραμένει ιδιοκτησία του δημιουργού.
16. Εφαρμοστέο δίκαιο
Το εφαρμοστέο δίκαιο θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ορίζεται, ιδίως σε διασυνοριακές συμβάσεις, ήτοι σύμβαση μεταξύ μερών που είναι εγκατεστημένα σε διαφορετική χώρα, γιατί σε αυτήν περίπτωση είναι καλό να προσυμφωνείται ποιο θα είναι το εφαρμοστέο δίκαιο και να μην αφήνεται να καθοριστεί από τους κανόνες του ευρωπαϊκού ή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Προφανώς, για μία ελληνική εταιρεία, αυτό που είναι προς όφελός της είναι να είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο. Προσοχή σε ασυνάφειες μεταξύ εφαρμοστέου δικαίου και αρμοδίων δικαστηρίων. Φανταστείτε ελληνικά δικαστήρια να πρέπει να κρίνουν μία υπόθεση σύμφωνα με το δίκαιο της Ιταλίας!
17. Διαδικασία επίλυσης διαφορών
Σημαντικό είναι να υπάρχει ρήτρα για τη διαδικασία επίλυσης των διαφορών που τυχόν προκύψουν από τη σύμβαση. Ενδείκνυται ως πρώτο βήμα, ιδίως στις εμπορικές συμβάσεις, η προσπάθεια εξωδικαστικής επίλυσης μέσω διαμεσολάβησης. Η διαμεσολάβηση είναι η μέθοδος επίλυσης διαφορών κατά την οποία ένας κατάλληλα εκπαιδευμένος διαμεσολαβητής, ουδέτερος προς τα δύο μέρη, τα βοηθάει να διαπραγματευτούν και να καταλήξουν σε μια κοινά αποδεκτή λύση. Είναι μία ταχεία, εμπιστευτική και σχετικά οικονομική λύση επίλυσης των διαφορών, η οποία έχει γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο και μάλιστα με πρόσφατο ελληνικό νόμο, κατέστη υποχρεωτική σε κάποια είδη διαφορών (πριν την προσφυγή στα δικαστήρια). Στη σχετική ρήτρα μπορεί να ορίζεται (χωρίς να είναι υποχρεωτικό) σύμφωνα με τον Κανονισμό ποιου οργανισμού θα διεξαχθεί καθώς και η διάρκεια. Σε διασυνοριακές διαφορές, προτιμώνται διεθνείς οργανισμοί, π.χ. Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ICC), σε εθνικές διαφορές, προτιμώνται ελληνικοί οργανισμοί π.χ. Ελληνικό Κέντρο Διαμεσολάβησης & Διαιτησίας, ΕΒΕΑ, Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο κτλ. Ενδεικτικά: «Οποιαδήποτε διαφορά ανακύψει σχετικά με τη συμφωνία αυτή επιλύεται με διαμεσολάβηση (πριν την προσφυγή στη διαιτησία ή τα δικαστήρια), σύμφωνα με τον Κανονισμό Διαμεσολάβησης του Ελληνικoύ Κέντρου Διαμεσολάβησης & Διαιτησίας (το Κέντρο).
Το αίτημα για διαμεσολάβηση κοινοποιείται από ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη γραπτά στο Κέντρο. Εφόσον το Κέντρο επιτύχει τη συμφωνία και του άλλου μέρους για διεξαγωγή της διαμεσολάβησης και για το όνομα του διαμεσολαβητή (που μπορεί να προταθεί από το Κέντρο, εφόσον τα μέρη δεν συμφωνήσουν σχετικά), η κύρια διαδικασία της διαμεσολάβησης θα αρχίσει το αργότερο εντός 15 ημερών από την ημερομηνία της υποβολής της διαφοράς στο Κέντρο και την αποδοχή διεξαγωγής διαμεσολάβησης και από τα δύο μέρη και θα διαρκέσει 1 ημέρα (8 ώρες)».
Ως προς το δεύτερο βήμα (αν τυχόν η διαμεσολάβηση δεν καταλήξει σε συμφωνία και υπογραφή πρακτικού διαμεσολάβησης), τα μέρη μπορεί να συμφωνήσουν ότι οι διαφορές θα υπόκεινται σε διαιτησία ή στα αρμόδια δικαστήρια. Η διαιτησία είναι ένας εξωδικαστικός τρόπος επιλύσεως διαφορών ο οποίος δίνει τη δυνατότητα στα μέρη να επιλέξουν το διαιτητή/τους διαιτητές (συνήθως δικηγόροι). Πρόκειται για μία αφενός ακριβή, αλλά αφετέρου αξιόπιστη και πιο γρήγορη διαδικασία (τουλάχιστον σε σχέση με τα ελληνικά δικαστήρια) και προτιμάται σε συμβάσεις μεγάλης αξίας.
Η ρήτρα διαιτησίας θα πρέπει να αναφέρεται τουλάχιστον στο σχετικό Κανονισμό σύμφωνα με τον οποίο θα διεξαχθεί, την έδρα καθώς και τη γλώσσα. Ενδεικτικά:
«Όλες οι διαφορές που προκύπτουν από ή σε σχέση με την παρούσα σύμβαση θα επιλύεται οριστικά σύμφωνα με τους Κανόνες Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου από έναν διαιτητή ο οποίος ορίζεται σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες. Η έδρα της διαιτησίας θα είναι η Αθήνα. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στη διαιτητική διαδικασία θα είναι τα ελληνικά».
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, θα πρέπει να ορίζονται αρμόδια τα δικαστήρια της χώρας όπου είναι πρακτικό και για τα δύο μέρη. Σημαντικό να ορίζεται όχι μόνο η χώρα αλλά και η πόλη π.χ. δικαστήρια των Αθηνών (όχι απλά ελληνικά δικαστήρια) γιατί αυτό ενέχει το ρίσκο αρμόδιο δικαστήριο κατά τόπον να κριθεί π.χ. της Αλεξανδρούπολης!
Φυσικά, σε όλα τα ανωτέρω (για να ευλογήσουμε και τα γένια μας!), καίρια είναι η συμβουλή και η συνεργασία με το νομικό σας σύμβουλο ή εξωτερικό δικηγόρο, για να αποφευχθούν τυχόν λάθη ή παρερμηνείες.
Υπόθεση C-275/18 Απαλλαγή των παραδόσεων αγαθών που αποστέλλονται ή μεταφέρονται εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης – Προϋπόθεση απαλλαγής που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο – Υπαγωγή αγαθών σε ορισμένο τελωνειακό καθεστώς – Απόδειξη υπαγωγής στο καθεστώς της εξαγωγής
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 28ης Μαρτίου 2019 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρο 131 και άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Απαλλαγή των παραδόσεων αγαθών που αποστέλλονται ή μεταφέρονται εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης – Προϋπόθεση απαλλαγής που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο – Υπαγωγή αγαθών σε ορισμένο τελωνειακό καθεστώς – Απόδειξη υπαγωγής στο καθεστώς της εξαγωγής»
Στην υπόθεση C-275/18,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Nejvyšší správní soud (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Τσεχική Δημοκρατία) με απόφαση της 28ης Μαρτίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Απριλίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης
Milan Vinš
κατά
Odvolací finanční ředitelství,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, J. Malenovský, C. G. Fernlund και L. S. Rossi, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: E. Sharpston
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Odvolací finanční ředitelství, εκπροσωπούμενη από τους T. Rozehnal και D. Jeroušek,
– η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, J. Vláčil και O. Serdula,
– η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Μ. Τασσοπούλου και A. Δημητρακοπούλου,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις L. Lozano Palacios, J. Jokubauskaitė και M. Salyková,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 H αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 131 και 146 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία ΦΠΑ).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του M. Vinš και της Odvolací finanční ředitelství (δευτεροβάθμιας διεύθυνσης φορολογίας, Τσεχική Δημοκρατία) σχετικά με την άρνηση των φορολογικών αρχών να απαλλάξουν από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) παραδόσεις αγαθών που απεστάλησαν εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία ΦΠΑ
3 Το άρθρο 14, παράγραφος 1, που περιέχεται στο κεφάλαιο 1 («Παραδόσεις αγαθών») του τίτλου IV («Φορολογητέες πράξεις») της οδηγίας ΦΠΑ, ορίζει τα εξής:
«Ως “παράδοση αγαθών” θεωρείται η μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ενσώματο αγαθό.»
4 Το άρθρο 131, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 1 («Γενικές διατάξεις») του τίτλου IX («Απαλλαγές») της οδηγίας ΦΠΑ, ορίζει τα εξής:
«Οι απαλλαγές που προβλέπονται στα κεφάλαια 2 έως 9 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων και με τις προϋποθέσεις που καθορίζουν τα κράτη μέλη για να διασφαλίζουν την ορθή και απλή εφαρμογή των εν λόγω απαλλαγών και να προλαμβάνουν κάθε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή ή κατάχρηση.»
5 Το άρθρο 146, παράγραφος 1, που περιέχεται στο κεφάλαιο 6 («Απαλλαγές κατά την εξαγωγή») του τίτλου IX της οδηγίας ΦΠΑ, προβλέπει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις ακόλουθες πράξεις:
α) τις παραδόσεις αγαθών, που αποστέλλονται ή μεταφέρονται από τον πωλητή ή για λογαριασμό του εκτός της Κοινότητας,
[...]».
6 Το άρθρο 273, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 7 («Διάφορες διατάξεις») του τίτλου XI («Υποχρεώσεις των υποκείμενων στον φόρο και ορισμένων προσώπων μη υποκείμενων στον φόρο») της οδηγίας ΦΠΑ, ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν και άλλες υποχρεώσεις που κρίνουν αναγκαίες για τη διασφάλιση της ορθής είσπραξης του ΦΠΑ και την αποφυγή της απάτης, με την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης των εσωτερικών πράξεων και των πράξεων που πραγματοποιούνται από υποκείμενους στον φόρο μεταξύ κρατών μελών και με την προϋπόθεση ότι οι υποχρεώσεις αυτές δεν οδηγούν, στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, σε διατυπώσεις που συνδέονται με τη διέλευση συνόρων.
[...]»
Ο τελωνειακός κώδικας
7 Κατά το άρθρο 4, σημεία 15 έως 17, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 648/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2005 (ΕΕ 2005, L 117, σ. 1, στο εξής: τελωνειακός κώδικας):
«Κατά την έννοια του παρόντος κώδικα, νοούνται ως:
[...]
15. Τελωνειακός προορισμός εμπορεύματος:
α) η υπαγωγή του εμπορεύματος σε τελωνειακό καθεστώς·
[...]
16. Τελωνειακό καθεστώς:
[...]
θ) η εξαγωγή·
17. Διασάφηση: πράξη με την οποία ένα πρόσωπο δηλώνει, με τους απαιτούμενους τύπους και διαδικασίες, τη βούλησή του να υπαγάγει ένα εμπόρευμα σε συγκεκριμένο τελωνειακό καθεστώς.»
8 Το άρθρο 59, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 1 («Υπαγωγή των εμπορευμάτων σε τελωνειακό καθεστώς») του κεφαλαίου 2 («Τελωνειακά καθεστώτα») του τίτλου IV («Τελωνειακοί προορισμοί») του τελωνειακού κώδικα, προβλέπει τα ακόλουθα:
«1. Κάθε εμπόρευμα που προορίζεται να υπαχθεί σε τελωνειακό καθεστώς πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διασάφησης για το τελωνειακό αυτό καθεστώς.
2. Τα κοινοτικά εμπορεύματα που αποτελούν αντικείμενο διασάφησης για το καθεστώς της εξαγωγής, της τελειοποίησης προς επανεισαγωγή, της διαμετακόμισης ή της τελωνειακής αποταμίευσης βρίσκονται υπό τελωνειακή επιτήρηση από τη στιγμή της αποδοχής της διασάφησης και έως τη στιγμή που εξέρχονται από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας ή καταστρέφονται ή μέχρις ότου ακυρωθεί η διασάφηση.»
9 Το άρθρο 61 του εν λόγω κώδικα ορίζει τα εξής:
«Η διασάφηση υποβάλλεται:
α) είτε γραπτώς
β) είτε με χρήση μηχανογραφικής μεθόδου, εφόσον η χρήση της προβλέπεται από τις διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία της επιτροπής ή εγκρίνεται από τις τελωνειακές αρχές
γ) είτε με προφορική δήλωση ή οποιαδήποτε άλλη πράξη με την οποία ο κάτοχος των εν λόγω εμπορευμάτων εκφράζει την επιθυμία του να υπαγάγει τα εμπορεύματα σε τελωνειακό καθεστώς, αν η δυνατότητα αυτή προβλέπεται από τις διατάξεις που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με τη διαδικασία της επιτροπής.»
10 Το άρθρο 161, παράγραφοι 1 και 2, του τελωνειακού κώδικα, που περιλαμβάνεται στο τμήμα 4 («Εξαγωγή») του ως άνω κεφαλαίου 2, ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Το καθεστώς εξαγωγής επιτρέπει την έξοδο κοινοτικού εμπορεύματος από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.
Η εξαγωγή συνεπάγεται την επιβολή των εξαγωγικών δασμών και την εφαρμογή των μέτρων εμπορικής πολιτικής και των λοιπών διατυπώσεων που προβλέπονται για την έξοδο αυτή.
2. [...] κάθε κοινοτικό εμπόρευμα που προορίζεται να εξαχθεί πρέπει να τεθεί υπό το καθεστώς εξαγωγής.»
Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2454/93
11 Το άρθρο 795, παράγραφος 1, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 2 («Οριστική εξαγωγή») του τίτλου IV («Διατάξεις εφαρμογής σχετικά με την εξαγωγή») του μέρους II («Τελωνειακοί Προορισμοί») του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92 (ΕΕ 1993, L 253, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1875/2006 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ 2006, L 360, σ. 64), προβλέπει τα ακόλουθα:
«Όταν εμπορεύματα εξέρχονται από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας χωρίς να έχουν αποτελέσει αντικείμενο διασάφησης εξαγωγής, αυτή πρέπει να κατατίθεται εκ των υστέρων από τον εξαγωγέα στο τελωνείο που είναι αρμόδιο για τον τόπο εγκατάστασής του.
[...]
Η αποδοχή της εν λόγω διασάφησης από τις τελωνειακές αρχές εξαρτάται από την παροχή εκ μέρους του εξαγωγέα ενός από τα ακόλουθα:
[...]
β) των επαρκών αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη φύση και την ποσότητα των εν λόγω εμπορευμάτων και τις περιστάσεις υπό τις οποίες εγκατέλειψαν το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.
[...]»
Το τσεχικό δίκαιο
12 Τιτλοφορούμενο «Φορολογικό έγγραφο εξαγωγής», το άρθρο 33a του νόμου 235/2004 για τον φόρο προστιθέμενης αξίας, ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:
«Ως φορολογικό έγγραφο εξαγωγής νοείται:
a) απόφαση του τελωνείου σχετικά με την εξαγωγή αγαθών σε τρίτη χώρα, με την οποία το τελωνείο βεβαιώνει την έξοδο των εν λόγω αγαθών από το έδαφος της Ένωσης [...]».
13 Το άρθρο 66 του εν λόγω νόμου έχει ως εξής:
«1. Ως εξαγωγή αγαθών νοείται, για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, η έξοδος των αγαθών από το έδαφος της Ένωσης με προορισμό τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι τα αγαθά έχουν υπαχθεί στο τελωνειακό καθεστώς της εξαγωγής, [...]
2. Απαλλάσσονται από τον φόρο οι παραδόσεις αγαθών που αποστέλλονται ή μεταφέρονται από το εθνικό έδαφος προς τρίτη χώρα:
a) από τον πωλητή ή για λογαριασμό του,
[...]
4. Σχετικά με την παράδοση αγαθών σε τρίτη χώρα, ως ημερομηνία της εκτέλεσης της συναλλαγής λογίζεται εκείνη της εξόδου των αγαθών από το έδαφος της Ένωσης, όπως αυτή βεβαιώθηκε από το τελωνείο. Η παράδοση των αγαθών προς τρίτη χώρα πρέπει να αποδεικνύεται από τον υποκείμενο στον φόρο με φορολογικό έγγραφο, σύμφωνα με το άρθρο 33a του παρόντος νόμου.
[...]
6. Στην περίπτωση που η έξοδος από το έδαφος της Ένωσης δεν βεβαιώνεται από το τελωνείο σε φορολογικό έγγραφο, ο υποκείμενος στον φόρο δύναται να αποδείξει την έξοδο των αγαθών με οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
14 Μεταξύ των ετών 2012 και 2014, ο Μ. Vinš απέστελλε κάθε μήνα ταχυδρομικώς 400 έως 500 αντικείμενα συλλεκτικής αξίας στρατιωτικού χαρακτήρα εκτός της Ένωσης. Για τα εν λόγω εμπορεύματα δεν υπέβαλε δήλωση ΦΠΑ, εκτιμώντας ότι οι επίμαχες παραδόσεις απαλλάσσονταν από τον ΦΠΑ διότι αφορούσαν αγαθά που προορίζονταν να εξαχθούν.
15 Με απόφαση της 27ης Αυγούστου 2015, η δευτεροβάθμια φορολογική διεύθυνση επιβεβαίωσε, κατ’ ουσίαν, τις πράξεις εκκαθάρισης που εξέδωσαν οι φορολογικές αρχές, οι οποίες επέβαλαν στον Μ. Vinš την καταβολή του σχετικού με τις παραδόσεις των επίμαχων εμπορευμάτων ΦΠΑ, με την αιτιολογία ότι δεν απέδειξε ότι τα εν λόγω εμπορεύματα έχουν υπαχθεί στο τελωνειακό καθεστώς της εξαγωγής, με συνέπεια οι εν λόγω παραδόσεις να μην μπορούν να τύχουν, σύμφωνα με το άρθρο 66, παράγραφος 1, του νόμου 235/2004, απαλλαγής κατά την εξαγωγή.
16 Η προσφυγή που άσκησε ο Μ. Vinš κατά της ως άνω απόφασης απορρίφθηκε από το Krajský soud v Hradci Králové (περιφερειακό δικαστήριο Hradec Králové, Τσεχική Δημοκρατία), διότι το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η απαίτηση υπαγωγής των αγαθών που προορίζονται να εξαχθούν στο τελωνειακό καθεστώς της εξαγωγής, ως προϋπόθεση του δικαιώματος απαλλαγής κατά την εξαγωγή, ήταν σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας, καθιστούσε δυνατή την άσκηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου της εξαγωγής και ήταν απολύτως σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης. Συναφώς, δεν επαρκούσε τα επίμαχα αγαθά να έχουν πράγματι παραδοθεί σε τρίτες χώρες.
17 Ο Μ. Vinš άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Ισχυρίστηκε, συναφώς, ότι, για την πλήρωση των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 66, παράγραφος 1, του νόμου 235/2004, καθοριστικής σημασίας είναι τα επίμαχα αγαθά να έχουν εξέλθει από το έδαφος της Ένωσης και, συνεπώς, να έχουν πράγματι παραδοθεί σε τρίτη χώρα. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί με βεβαίωση από το τελωνείο ή με άλλα αποδεικτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων που εκδίδονται από τις ταχυδρομικές υπηρεσίες. Ο Μ. Vinš παραπέμπει, συναφώς, στην απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, BDV Hungary Trading (C-563/12, EU:C:2013:854), από την οποία συνάγει ότι η ίδια η προϋπόθεση υπαγωγής των εν λόγω αγαθών σε τελωνειακό καθεστώς βαίνει πέραν όσων δύνανται να απαιτούν τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 131 της οδηγίας ΦΠΑ.
18 Η δευτεροβάθμια φορολογική διεύθυνση επανέλαβε το επιχείρημα ότι δεν πληρούνταν οι σωρευτικές προϋποθέσεις για την απαλλαγή της παράδοσης κατά την εξαγωγή στην υπόθεση της κύριας δίκης. Υποστηρίζει ότι ο εθνικός νομοθέτης εισήγαγε την προϋπόθεση της υπαγωγής των εν λόγω αγαθών σε τελωνειακό καθεστώς προκειμένου να αποφεύγεται η φοροδιαφυγή και ότι η προϋπόθεση αυτή είναι σύμφωνη με την οδηγία ΦΠΑ. Κατά τη δευτεροβάθμια φορολογική διεύθυνση, ο Μ. Vinš αρκέστηκε στην προβολή ισχυρισμών που δεν τεκμηριώνονται από κανένα αποδεικτικό μέσο.
19 Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι, ναι μεν τα κράτη μέλη μπορούν, κατά το άρθρο 131 της οδηγίας ΦΠΑ, να καθορίζουν στις εθνικές νομοθεσίες τους προϋποθέσεις για την εξασφάλιση της ορθής και απλής εφαρμογής των απαλλαγών που προβλέπονται στην οδηγία ΦΠΑ, όπως αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 146 της εν λόγω οδηγίας, καθώς και για την πρόληψη κάθε ενδεχόμενης φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής ή καταχρήσεως, πλην όμως, πράττοντας τούτο, οφείλουν να τηρούν τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Το ως άνω δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το εάν η τσεχική νομοθεσία τηρεί τις εν λόγω αρχές επιβάλλοντας στον υποκείμενο στον φόρο την υποχρέωση να αποδείξει την υπαγωγή των αγαθών που προορίζονται να εξαχθούν στο τελωνειακό καθεστώς της εξαγωγής, ιδίως όταν ο υποκείμενος στον φόρο μπορεί να αποδείξει ότι τα εν λόγω αγαθά έχουν πράγματι εξέλθει από το έδαφος της Ένωσης.
20 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Nejvyšší správní soud (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Τσεχική Δημοκρατία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Μπορεί το δικαίωμα απαλλαγής από τον φόρο προστιθέμενης αξίας κατά την εξαγωγή, υπό την έννοια του άρθρου 146 της οδηγίας [ΦΠΑ], να εξαρτάται από την προηγούμενη υπαγωγή των εν λόγω αγαθών σε ορισμένο τελωνειακό καθεστώς (όπως προβλέπει το άρθρο 66 του [νόμου 235/2004]);
2) Μπορεί η ως άνω εθνική νομοθετική ρύθμιση να δικαιολογηθεί, βάσει του άρθρου 131 της οδηγίας ΦΠΑ, ως προϋπόθεση για την πρόληψη της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής ή της καταχρήσεως;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
21 Με τα δύο ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΦΠΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 131, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνική νομοθετική διάταξη που εξαρτά την απαλλαγή από τον ΦΠΑ η οποία προβλέπεται για τα αγαθά που προορίζονται να εξαχθούν εκτός της Ένωσης από την προϋπόθεση της υπαγωγής των ως άνω αγαθών στο τελωνειακό καθεστώς της εξαγωγής.
22 Υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, δυνάμει του άρθρου 146, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΦΠΑ, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν από τον ΦΠΑ τις παραδόσεις αγαθών που αποστέλλονται ή μεταφέρονται από τον πωλητή ή για λογαριασμό του εκτός της Ένωσης. Η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας, κατά το οποίο ως «παράδοση αγαθών» θεωρείται η μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ενσώματο αγαθό (πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Pieńkowski, C‑307/16, EU:C:2018:124, σκέψη 24).
23 Η απαλλαγή αυτή αποσκοπεί στο να διασφαλίσει τη φορολόγηση των παραδόσεων των επίμαχων αγαθών στον τόπο του προορισμού τους, ήτοι στον τόπο κατανάλωσης των εξαγόμενων προϊόντων (πρβλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2018, Cartrans Spedition, C-495/17, EU:C:2018:887, σκέψη 34).
24 Από τις διατάξεις αυτές, ιδίως δε από τον όρο «αποστέλλονται» που χρησιμοποιείται στο εν λόγω άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, προκύπτει ότι η εξαγωγή αγαθού πραγματοποιείται και η απαλλαγή της παραδόσεως προς εξαγωγή εφαρμόζεται όταν το δικαίωμα διαθέσεως του αγαθού αυτού υπό την ιδιότητα του κυρίου έχει μεταβιβαστεί στον αποκτώντα, όταν ο πωλητής αποδεικνύει ότι το αγαθό αυτό έχει αποσταλεί ή μεταφερθεί εκτός Ένωσης και όταν, κατόπιν της αποστολής ή της μεταφοράς, το εν λόγω αγαθό έχει απομακρυνθεί υλικώς από το έδαφος της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Pieńkowski, C‑307/16, EU:C:2018:124, σκέψη 25).
25 Συναφώς, αφενός, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν αμφισβητείται στην υπόθεση της κύριας δίκης ότι τα επίμαχα αγαθά απεστάλησαν από τον Μ. Vinš, ταχυδρομικώς, εκτός του εδάφους της Ένωσης, δεδομένου μάλιστα ότι ο ίδιος δηλώνει ότι μπορεί να αποδείξει την πραγματική έξοδο των εν λόγω αγαθών από το έδαφος της Ένωσης μέσω εγγράφων που εκδίδονται από τις ταχυδρομικές υπηρεσίες.
26 Αφετέρου, το άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΦΠΑ δεν προβλέπει προϋπόθεση όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 66, παράγραφος 1, του νόμου 235/2004, σύμφωνα με την οποία το αγαθό που προορίζεται να εξαχθεί πρέπει να υπαχθεί στο τελωνειακό καθεστώς της εξαγωγής προκειμένου να τύχει της απαλλαγής κατά την εξαγωγή που προβλέπεται στην ως άνω διάταξη.
27 Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός μιας πράξης ως παράδοσης κατά την εξαγωγή βάσει του άρθρου 146, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΦΠΑ δεν μπορεί να εξαρτάται από την υπαγωγή των επίμαχων αγαθών στο τελωνειακό καθεστώς της εξαγωγής, υπαγωγή της οποίας η παράλειψη θα είχε ως συνέπεια να στερείται ο υποκείμενος στον φόρο την απαλλαγή κατά την εξαγωγή (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, BDV Hungary Trading, C-563/12, EU:C:2013:854, σκέψη 27).
28 Εντούτοις, δεύτερον, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 131 της οδηγίας ΦΠΑ, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες απαλλάσσουν από τον ΦΠΑ τις πράξεις εξαγωγής, προς εξασφάλιση της ορθής και απλής εφαρμογής των απαλλαγών που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία και προς αποτροπή τυχόν περιπτώσεων φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής και κατάχρησης. Κατά την άσκηση των εξουσιών τους, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις γενικές αρχές του δικαίου οι οποίες αποτελούν μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης και μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ιδίως η αρχή της αναλογικότητας (πρβλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2018, Cartrans Spedition, C-495/17, EU:C:2018:887, σκέψη 37).
29 Όσον αφορά την ως άνω αρχή, υπενθυμίζεται ότι εθνικό μέτρο βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την εξασφάλιση της ορθής είσπραξης του φόρου όταν εξαρτά, κατά το ουσιώδες μέρος, το δικαίωμα απαλλαγής από τον ΦΠΑ από την τήρηση τυπικών υποχρεώσεων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και, ιδίως, χωρίς να εξετάζεται το κατά πόσον πληρούνταν οι προϋποθέσεις αυτές. Πράγματι, οι πράξεις πρέπει να φορολογούνται λαμβανομένων υπόψη των αντικειμενικών χαρακτηριστικών τους (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2018, Cartrans Spedition, C-495/17, EU:C:2018:887, σκέψη 38).
30 Συναφώς, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας προϋπόθεση όπως αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 66, παράγραφος 1, του νόμου 235/2004, η οποία αποτελεί εμπόδιο στη χορήγηση απαλλαγής από τον ΦΠΑ για παράδοση αγαθών που δεν έχουν υπαχθεί στο τελωνειακό καθεστώς της εξαγωγής, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι τα αγαθά αυτά εξήχθησαν πράγματι σύμφωνα με τα κριτήρια που επισημαίνονται στη σκέψη 24 της παρούσας απόφασης ούτε ότι η εν λόγω παράδοση πληροί, επομένως, βάσει των αντικειμενικών χαρακτηριστικών της, τις προϋποθέσεις απαλλαγής που προβλέπονται στο άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΦΠΑ.
31 Πράγματι, η θέσπιση μιας τέτοιας προϋπόθεσης θα ισοδυναμούσε με εξάρτηση του δικαιώματος απαλλαγής από την τήρηση τυπικών υποχρεώσεων, κατά την έννοια της σκέψης 29 της παρούσας απόφασης, χωρίς να εξετάζεται το ζήτημα κατά πόσον πληρούνται πράγματι οι ουσιαστικές απαιτήσεις που θέτει το δίκαιο της Ένωσης. Το γεγονός και μόνον ότι ένας εξαγωγέας δεν υπήγαγε τα επίμαχα αγαθά στο τελωνειακό καθεστώς της εξαγωγής δεν συνεπάγεται ότι η εξαγωγή δεν έλαβε πράγματι χώρα (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2018, Cartrans Spedition, C-495/17, EU:C:2018:887, σκέψη 50).
32 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, υφίστανται μόνο δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες η μη τήρηση τυπικής απαίτησης μπορεί να συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος απαλλαγής από τον ΦΠΑ (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2018, Cartrans Spedition, C-495/17, EU:C:2018:887, σκέψη 40).
33 Αφενός, δεν μπορεί να γίνεται επίκληση της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας με σκοπό την απαλλαγή από τον ΦΠΑ από υποκείμενο στον φόρο που εκ προθέσεως μετέσχε σε φοροδιαφυγή η οποία υπονομεύει τη λειτουργία του κοινού συστήματος ΦΠΑ. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης το να απαιτείται από τον επιχειρηματία να ενεργεί καλόπιστα και να λαμβάνει κάθε μέτρο που μπορεί ευλόγως να απαιτηθεί από αυτόν προκειμένου να βεβαιωθεί ότι η πράξη στην οποία προέβη δεν έχει ως αποτέλεσμα τη συμμετοχή του σε φοροδιαφυγή. Σε περίπτωση που ο συγκεκριμένος υποκείμενος στον φόρο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η πράξη στην οποία προέβη αποτελούσε μέρος απάτης την οποία διέπραξε ο αποκτών και δεν έλαβε όλα τα μέτρα που μπορούσε ευλόγως να λάβει ώστε να την αποφύγει, δεν πρέπει να του αναγνωρισθεί το δικαίωμα απαλλαγής από τον ΦΠΑ (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2018, Cartrans Spedition, C-495/17, EU:C:2018:887, σκέψη 41).
34 Εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η εν προκειμένω επίμαχη άρνηση απαλλαγής βασίστηκε στη συνδρομή περίπτωσης φοροδιαφυγής.
35 Αφετέρου, η μη τήρηση τυπικής προϋπόθεσης μπορεί να καταλήξει σε άρνηση απαλλαγής από τον ΦΠΑ εάν έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζεται η μετά βεβαιότητας απόδειξη της τήρησης των ουσιαστικών προϋποθέσεων (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2018, Cartrans Spedition, C-495/17, EU:C:2018:887, σκέψη 42).
36 Στον βαθμό που, όπως υποστηρίχθηκε, κατ’ ουσίαν, από την Τσεχική Κυβέρνηση, η μη υπαγωγή των αγαθών που προορίζονται να εξαχθούν στο εν λόγω τελωνειακό καθεστώς θα μπορούσε συχνά να καθιστά δυσχερέστερη, ακόμη και αδύνατη, για τις φορολογικές αρχές, την εξακρίβωση της πραγματικής εξόδου των αγαθών αυτών από το έδαφος της Ένωσης, είναι, βεβαίως, αληθές ότι, σχετικά με τη μετά βεβαιότητας απόδειξη που αναφέρεται στη σκέψη 35 της παρούσας απόφασης, η πραγματοποίηση της εξόδου πρέπει να αποδεικνύεται κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις αρμόδιες φορολογικές αρχές δεδομένου ότι η εν λόγω απαίτηση άπτεται των ουσιαστικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση της απαλλαγής (πρβλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2018 Cartrans Spedition, C‑495/17, EU:C:2018:887, σκέψη 48).
37 Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη σκέψη 25 της παρούσας απόφασης, στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν προβλήθηκε ότι η μη υπαγωγή των επίμαχων αγαθών στο τελωνειακό καθεστώς της εξαγωγής εμπόδισε την απόδειξη της πλήρωσης των ουσιαστικών απαιτήσεων, εν προκειμένω της πραγματικής εξόδου των προϊόντων αυτών από το έδαφος της Ένωσης.
38 Συνεπώς, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, η μη τήρηση της τυπικής προϋπόθεσης της υπαγωγής των αγαθών που προορίζονται να εξαχθούν στο τελωνειακό καθεστώς της εξαγωγής δεν μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια του δικαιώματος του εξαγωγέα για απαλλαγή κατά την εξαγωγή, εφόσον αποδεικνύεται η πραγματική έξοδος των επίμαχων αγαθών από το έδαφος της Ένωσης.
39 Η εν λόγω διαπίστωση δεν ανατρέπεται από τον ισχυρισμό της Τσεχικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με τον οποίο ο εξαγωγέας όφειλε εν πάση περιπτώσει, δυνάμει, ιδίως, του άρθρου 59, παράγραφος 1, και του άρθρου 161, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα, να υπαγάγει τα επίμαχα αγαθά στο εν λόγω τελωνειακό καθεστώς μέσω σχετικής δήλωσης στο τελωνείο, κάτι το οποίο μπορούσε να πράξει, εφόσον χρειαζόταν, εκ των υστέρων, με συνέπεια η αρχική μη τήρηση της εν λόγω υποχρέωσης να μη συνεπάγεται την οριστική απώλεια του δικαιώματος απαλλαγής κατά την εξαγωγή. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 29 έως 31 της παρούσας απόφασης, μια τέτοια υπαγωγή, είτε λάβει χώρα πριν είτε μετά την εξαγωγή, αποτελεί τυπική υποχρέωση η οποία, επιπροσθέτως, δεν σχετίζεται με το κοινό σύστημα ΦΠΑ αλλά με το τελωνειακό καθεστώς. Κατά συνέπεια, η μη συμμόρφωση με την εν λόγω υποχρέωση δεν αποκλείει αφ’ εαυτής την πλήρωση των ουσιαστικών προϋποθέσεων που δικαιολογούν τη χορήγηση της απαλλαγής.
40 Κατόπιν των ανωτέρω, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα είναι ότι το άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΦΠΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 131, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνική νομοθετική διάταξη που εξαρτά την απαλλαγή από τον ΦΠΑ που προβλέπεται για αγαθά προοριζόμενα να εξαχθούν εκτός της Ένωσης από την προϋπόθεση τα εν λόγω αγαθά να έχουν υπαχθεί στο τελωνειακό καθεστώς της εξαγωγής, σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την απαλλαγή, ιδίως δε η απαίτηση περί πραγματικής εξόδου των επίμαχων αγαθών από το έδαφος της Ένωσης.
Επί των δικαστικών εξόδων
41 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 146, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 131, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνική νομοθετική διάταξη που εξαρτά την απαλλαγή από τον φόρο προστιθέμενης αξίας που προβλέπεται για αγαθά προοριζόμενα να εξαχθούν εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την προϋπόθεση τα εν λόγω αγαθά να έχουν υπαχθεί στο τελωνειακό καθεστώς της εξαγωγής, σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την απαλλαγή, ιδίως δε η απαίτηση περί πραγματικής εξόδου των επίμαχων αγαθών από το έδαφος της Ένωσης.
(υπογραφές)
ΑΠ 1435/2018 Ο εργοδότης, στα πλαίσια οικονομικής ή τεχνικής αναδιαρθρώσεως της επιχειρήσεώς του, μπορεί, στην περίπτωση που είναι αντικειμενικά δυνατή η συνέχιση της απασχολήσεως του εργαζομένου με διαφορετικούς (δυσμενέστερους) όρους εργασίας, που είναι, οπωσδήποτε, ηπιότερο από την απόλυση μέτρο, να προτείνει στον εργαζόμενο την τροποποίηση αυτή και μόνον όταν αυτός την απορρίψει, να προχωρήσει στην καταγγελία, η οποία τότε, αποτελούσα το έσχατο μέσο (ultima ratio), είναι έγκυρη.
Περίληψη
Η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της αορίστου χρόνου συμβάσεως
εργασίας (άρθρο 669 παρ. 2 του ΑΚ) απαγορεύεται να υπερβαίνει τα
τιθέμενα από το άρθρο 281 του ΑΚ αντικειμενικά όρια, σε αντίθετη δε
περίπτωση η καταγγελία είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (άρθρα
174, 180 ΑΚ), με συνέπεια ο εργοδότης να υποχρεούται να δέχεται - όπως
και πριν - τις υπηρεσίες του μισθωτού και, αν καταστεί υπερήμερος περί
την αποδοχή τους, να έχει υποχρέωση να καταβάλει τους μισθούς του,
σύμφωνα με τα άρθρα 648 και 656 του ΑΚ.
Ειδικώς, επί απολύσεων που
οφείλονται σε οικονομικοτεχνικούς λόγους, όπως, μεταξύ άλλων, είναι η
αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της επιχειρήσεως και η μείωση του προσωπικού
για οικονομικούς λόγους που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές
συνθήκες, τις οποίες αντιμετωπίζει η επιχείρηση, η απόφαση (επιλογή) του
εργοδότη να ανταπεξέλθει με τον τρόπο αυτό στην διαφαινόμενη οικονομική
κρίση της επιχειρήσεως δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια από πλευράς
σκοπιμότητας ή αναγκαιότητας. Η καταγγελία, όμως, της εργασιακής
συμβάσεως εργαζομένου στην επιχείρηση, που αποτελεί το έσχατο μέσο
αντιμετωπίσεως των προβλημάτων της, ελέγχεται από τα δικαστήρια από την
άποψη της καταχρηστικής ασκήσεως του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη,
δηλαδή αν η καταγγελία ήταν αναπόφευκτη ή θα ήταν δυνατή για τον
εργοδότη η επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της αναδιαρθρώσεως των
υπηρεσιών της επιχειρήσεώς του με τη λήψη άλλων ηπιότερων μέσων, όπως
απασχόληση του μισθωτού σε άλλη θέση ή μερική απασχόληση αυτού. Όπως
επίσης ελέγχεται δικαστικώς και ο τρόπος επιλογής του συγκεκριμένου
εργαζομένου ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να πραγματοποιείται
βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων του άρθρου 281 του ΑΚ.
Εξάλλου, από
τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 παρ.1, 653, 656, 349 έως
351, 361, 57, 200, 288 ΑΚ, 1, 3, 7, 8 του Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 του
Ν. 3198/1955, προκύπτει ότι στην ελεύθερη εκτίμηση του εργοδότη, με
βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, ανήκει η επιλογή των κατάλληλων μέσων
και τρόπων για την επιδίωξη του οικονομικού σκοπού της επιχειρήσεώς του
και συνακόλουθα η εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην
ορθολογικότερη οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών της επιχειρήσεώς
του, για την επίτευξη του οικονομικού της σκοπού, στα οποία (θέματα)
εμπίπτει και ο καθορισμός του τομέα απασχολήσεως του κάθε εργαζόμενου σ'
αυτήν και η κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας του.
Από
τις ίδιες, όμως, ως άνω διατάξεις συνάγεται (και) ότι συντρέχει βλαπτική
μεταβολή των όρων της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου,
όταν ο εργοδότης, χωρίς δικαίωμα από το νόμο ή τη σύμβαση ή κατά
κατάχρηση δικαιώματος, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, μεταβάλλει
μονομερώς τους όρους της συμβάσεως, με συνέπεια να επέρχεται άμεσα ή
έμμεσα ζημία στον εργαζόμενο, υλική ή ηθική .
Ειδικότερα, ο μονομερής
προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης, βάσει του
διευθυντικού του δικαιώματος, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του
δικαιώματός του αυτού, δηλαδή την ορθολογικότερη και αποτελεσματικότερη
οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως, διαφορετικά δεν υπάρχει χρήση
αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος.
Η μονομερής και βλαπτική
για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της εργασιακής του συμβάσεως από
τον εργοδότη δεν επιφέρει μεν καθ' εαυτή τη λύση της συμβάσεως εργασίας,
παρέχει, όμως, στον εργαζόμενο, που δεν αποδέχθηκε τη μεταβολή ρητά ή
σιωπηρά, το δικαίωμα είτε να θεωρήσει τη μεταβολή αυτή ως άτακτη
καταγγελία της συμβάσεως εκ μέρους του εργοδότη και να απαιτήσει την
πληρωμή της νόμιμης αποζημιώσεως, είτε να αξιώσει την τήρηση της
εργασιακής συμβάσεως και να εξακολουθήσει να παρέχει την εργασία του με
τους όρους που ίσχυαν πριν από τη μεταβολή και, αν ο εργοδότης δεν την
αποδεχθεί και γίνει έτσι υπερήμερος, να απαιτήσει από αυτόν την καταβολή
των αποδοχών του.
Ο εργοδότης, στα πλαίσια οικονομικής ή τεχνικής
αναδιαρθρώσεως της επιχειρήσεώς του, μπορεί, στην περίπτωση που είναι
αντικειμενικά δυνατή η συνέχιση της απασχολήσεως του εργαζομένου με
διαφορετικούς (δυσμενέστερους) όρους εργασίας, που είναι, οπωσδήποτε,
ηπιότερο από την απόλυση μέτρο, να προτείνει στον εργαζόμενο την
τροποποίηση αυτή και μόνον όταν αυτός την απορρίψει, να προχωρήσει στην
καταγγελία, η οποία τότε, αποτελούσα το έσχατο μέσο (ultima ratio),
είναι έγκυρη.
Διαφορετικά, η απευθείας προσφυγή στην καταγγελία, στο επαχθέστερο δηλαδή για τον εργαζόμενο μέτρο, παρά το γεγονός ότι είναι αντικειμενικά δυνατή η συνέχιση της απασχολήσεώς του με δυσμενέστερους όρους εργασίας, καθιστά την καταγγελία καταχρηστική (ΑΠ 595/2015, ΑΠ 1199/2002).
Αριθμός 1435/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του
Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη - Εισηγητή, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Σοφία
Τζουμερκιώτη και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 29 Μαΐου 2018, με την
παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής
υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Π. Κ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε
από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Κατσαντωνοπούλου, με δήλωση του
άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις. Του
αναιρεσιβλήτου: Κυνηγητικού Σωματείου με την επωνυμία "..." που εδρεύει
... και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο του Ανδρέα Βρόντο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του
Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/2/2013 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας.
Εκδόθηκε η 95/2016 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της
οποίας ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 13/12/2016 αίτησή του. Κατά τη
συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επί της από 12.02.2013 αγωγής του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος
εκδόθηκε η 95/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, με την
οποία αυτή έγινε εν μέρει δεκτή και ειδικότερα: α) αναγνωρίστηκε ότι το
εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο υποχρεούται να καταβάλει σ' αυτόν το
ποσό των 6.169,98 ευρώ, (2.394,32 ευρώ για την εργασία κατά τις ημέρες
του Σαββάτου + 3.775,66 ευρώ για διαφορά μεταξύ νόμιμης και
καταβληθείσας αποζημίωσης απόλυσης) με το νόμιμο τόκο από την επομένη
της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, γ) υποχρεώθηκε το
αναιρεσίβλητο να καταβάλει το ποσό των 17.517,70 ευρώ (14.911,49 ευρώ
για διαφορές μεταξύ νομίμου και καταβληθέντος μισθού + 2.606,21 ευρώ,
για διαφορές δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας) με το νόμιμο τόκο κατά
τις ειδικότερες διακρίσεις του διατακτικού της. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε
στο εναγόμενο κατά την 17.10.2016 και όπως συνομολογείται από τα
διάδικα μέρη το αναιρεσίβλητο Σωματείο άσκησε την από 24.10.2016 ( αριθ.
καταθ. 104/26.10.2016) έφεση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας με
την οποία ζήτησε την εξαφάνισή της κατά το μέρος που έγινε δεκτή η ως
άνω αγωγή . Ηδη, με την ένδικη από 13.12.2016 αναίρεση ο ενάγων
προσβάλλει τα κεφάλαια που δεν προσβλήθηκαν από το εναγόμενο σωματείο με
την ως άνω έφεση. Κατ' ακολουθία αυτών, με την ως άνω από 13.12.2016
αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η ως άνω 95/2016 απόφαση του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Καρδίτσας, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του ενάγοντος
ως προς τα αιτήματα: α) αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, β)
της υποχρέωσης αποδοχής των προσφερομένων υπηρεσιών, γ) της καταβολής
μισθών υπερημερίας και δ) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Η
αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564,
566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 Κ.Πολ.Δ, ΟλΑΠ
10/2018) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των
λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ).
Η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της αορίστου χρόνου συμβάσεως
εργασίας (άρθρο 669 παρ. 2 του ΑΚ) απαγορεύεται να υπερβαίνει τα
τιθέμενα από το άρθρο 281 του ΑΚ αντικειμενικά όρια, σε αντίθετη δε
περίπτωση η καταγγελία είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (άρθρα
174, 180 ΑΚ), με συνέπεια ο εργοδότης να υποχρεούται να δέχεται - όπως
και πριν - τις υπηρεσίες του μισθωτού και, αν καταστεί υπερήμερος περί
την αποδοχή τους, να έχει υποχρέωση να καταβάλει τους μισθούς του,
σύμφωνα με τα άρθρα 648 και 656 του ΑΚ. Ειδικώς, επί απολύσεων που
οφείλονται σε οικονομικοτεχνικούς λόγους, όπως, μεταξύ άλλων, είναι η
αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της επιχειρήσεως και η μείωση του προσωπικού
για οικονομικούς λόγους που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές
συνθήκες, τις οποίες αντιμετωπίζει η επιχείρηση, η απόφαση (επιλογή) του
εργοδότη να ανταπεξέλθει με τον τρόπο αυτό στην διαφαινόμενη οικονομική
κρίση της επιχειρήσεως δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια από πλευράς
σκοπιμότητας ή αναγκαιότητας. Η καταγγελία, όμως, της εργασιακής
συμβάσεως εργαζομένου στην επιχείρηση, που αποτελεί το έσχατο μέσο
αντιμετωπίσεως των προβλημάτων της, ελέγχεται από τα δικαστήρια από την
άποψη της καταχρηστικής ασκήσεως του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη,
δηλαδή αν η καταγγελία ήταν αναπόφευκτη ή θα ήταν δυνατή για τον
εργοδότη η επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της αναδιαρθρώσεως των
υπηρεσιών της επιχειρήσεώς του με τη λήψη άλλων ηπιότερων μέσων, όπως
απασχόληση του μισθωτού σε άλλη θέση ή μερική απασχόληση αυτού. Όπως
επίσης ελέγχεται δικαστικώς και ο τρόπος επιλογής του συγκεκριμένου
εργαζομένου ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να πραγματοποιείται
βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων του άρθρου 281 του ΑΚ. Εξάλλου, από
τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 παρ.1, 653, 656, 349 έως
351, 361, 57, 200, 288 ΑΚ, 1, 3, 7, 8 του Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 του
Ν. 3198/1955, προκύπτει ότι στην ελεύθερη εκτίμηση του εργοδότη, με
βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, ανήκει η επιλογή των κατάλληλων μέσων
και τρόπων για την επιδίωξη του οικονομικού σκοπού της επιχειρήσεώς του
και συνακόλουθα η εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην
ορθολογικότερη οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών της επιχειρήσεώς
του, για την επίτευξη του οικονομικού της σκοπού, στα οποία (θέματα)
εμπίπτει και ο καθορισμός του τομέα απασχολήσεως του κάθε εργαζόμενου σ'
αυτήν και η κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας του. Από
τις ίδιες, όμως, ως άνω διατάξεις συνάγεται (και) ότι συντρέχει βλαπτική
μεταβολή των όρων της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου,
όταν ο εργοδότης, χωρίς δικαίωμα από το νόμο ή τη σύμβαση ή κατά
κατάχρηση δικαιώματος, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, μεταβάλλει
μονομερώς τους όρους της συμβάσεως, με συνέπεια να επέρχεται άμεσα ή
έμμεσα ζημία στον εργαζόμενο, υλική ή ηθική . Ειδικότερα, ο μονομερής
προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης, βάσει του
διευθυντικού του δικαιώματος, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του
δικαιώματός του αυτού, δηλαδή την ορθολογικότερη και αποτελεσματικότερη
οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως, διαφορετικά δεν υπάρχει χρήση
αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος. Η μονομερής και βλαπτική
για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της εργασιακής του συμβάσεως από
τον εργοδότη δεν επιφέρει μεν καθ' εαυτή τη λύση της συμβάσεως εργασίας,
παρέχει, όμως, στον εργαζόμενο, που δεν αποδέχθηκε τη μεταβολή ρητά ή
σιωπηρά, το δικαίωμα είτε να θεωρήσει τη μεταβολή αυτή ως άτακτη
καταγγελία της συμβάσεως εκ μέρους του εργοδότη και να απαιτήσει την
πληρωμή της νόμιμης αποζημιώσεως, είτε να αξιώσει την τήρηση της
εργασιακής συμβάσεως και να εξακολουθήσει να παρέχει την εργασία του με
τους όρους που ίσχυαν πριν από τη μεταβολή και, αν ο εργοδότης δεν την
αποδεχθεί και γίνει έτσι υπερήμερος, να απαιτήσει από αυτόν την καταβολή
των αποδοχών του. Ο εργοδότης, στα πλαίσια οικονομικής ή τεχνικής
αναδιαρθρώσεως της επιχειρήσεώς του, μπορεί, στην περίπτωση που είναι
αντικειμενικά δυνατή η συνέχιση της απασχολήσεως του εργαζομένου με
διαφορετικούς (δυσμενέστερους) όρους εργασίας, που είναι, οπωσδήποτε,
ηπιότερο από την απόλυση μέτρο, να προτείνει στον εργαζόμενο την
τροποποίηση αυτή και μόνον όταν αυτός την απορρίψει, να προχωρήσει στην
καταγγελία, η οποία τότε, αποτελούσα το έσχατο μέσο (ultima ratio),
είναι έγκυρη. Διαφορετικά, η απευθείας προσφυγή στην καταγγελία, στο
επαχθέστερο δηλαδή για τον εργαζόμενο μέτρο, παρά το γεγονός ότι είναι
αντικειμενικά δυνατή η συνέχιση της απασχολήσεώς του με δυσμενέστερους
όρους εργασίας, καθιστά την καταγγελία καταχρηστική (ΑΠ 595/2015, ΑΠ
1199/2002).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 του
ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού
δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των
δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ
συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν
εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν
εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία,
είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Ο δε προβλεπόμενος
από την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για
έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως, ιδρύεται αν από τις πραγματικές
παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, οι οποίες συνιστούν την ελάσσονα
πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή
και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία
για την κρίση, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της
διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της, αν
δηλαδή γεννώνται αμφιβολίες για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου από το
δικαστήριο της ουσίας. Ο αναιρετικός αυτός λόγος αναφέρεται σε
πλημμέλειες, που σχετίζονται με την διατύπωση του αποδεικτικού
πορίσματος, με την παράθεση, δηλαδή, των περιστατικών που αποδείχθηκαν
και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των
αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση, συσχετισμό και
αξιολόγηση των αποδείξεων και στην αιτιολόγηση της εξαγωγής από αυτές
του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να διατυπώνεται σαφώς. (ΑΠ
595/2015).
Από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από
το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του
περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες
ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή
εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ.
19 και 20 ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος
λόγος αναιρέσεως, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν
συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις,
απορρίπτεται ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την ουσία της υποθέσεως που
δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 967/2015). Eξάλλου, κατά το άρθρο
559 αριθ. 20 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο
παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα
προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο. Κατά την
έννοια της διάταξης αυτής ως παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου
νοείται το διαγνωστικό σφάλμα (εσφαλμένη ανάγνωση) του δικαστηρίου
εξαιτίας του οποίου αποδόθηκε στο έγγραφο περιεχόμενο διαφορετικό από το
αληθινό και το οποίο ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως εφόσον
συνέβαλε αποκλειστικά ή κατά κύριον λόγο στη διαμόρφωση της κρίσης του
δικαστηρίου και έτσι αυτό κατέληξε σε πόρισμα επιζήμιο για τον
αναιρεσείοντα ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση
της δίκης (ΑΠ 196/2012, ΑΠ 13/2007, 305/2009 ΤΝΠ Νόμος).
Στη προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με την από 12.02.2013 αγωγή του
ισχυρίσθηκε ότι κατά την 07.11.1997 προσλήφθηκε από το εναγόμενο
σωματείο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να
εργαστεί με ειδικότητα του υπαλλήλου γραφείου - ειδικού γραμματέα. Ότι
συμφωνήθηκε να εργάζεται επί πέντε ημέρες την εβδομάδα και επί οκταώρου
ημερησίως. Ότι ενώ από την αρχή της πρόσληψής του φερόταν να έχει
προσληφθεί με την ειδικότητα του υπαλλήλου γραφείου - ειδικού γραμματέα,
στην πραγματικότητα του είχε ανατεθεί και η λογιστική επιμέλεια των
οικονομικών του εναγομένου, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην αγωγή.
Ότι παρά τα συμφωνηθέντα για πενθήμερη εργασία εβδομαδιαίως σε οκτάωρη
βάση ημερησίως, αυτός υποχρεώθηκε από το εναγόμενο να παρέχει τις
υπηρεσίες του επί 13 ώρες ημερησίως, αλλά και κάποιες από τις ημέρες του
Σαββάτου και δη επί οκτώ (8) ώρες. Ότι το εναγόμενο, μολονότι ο ενάγων
προσέφερε πέραν των διοικητικών και τις λογιστικές υπηρεσίες, κατέβαλε
σ' αυτόν τον μισθό που αντιστοιχούσε στο διοικητικό προσωπικό και όχι
στο λογιστικό-οικονομικό προσωπικό και ότι αντίστοιχα με βάση τον μισθό
του διοικητικού προσωπικού του κατέβαλε και τα δώρα εορτών και τα
επιδόματα αδείας. Ότι, το εναγόμενο δεν του κατέβαλε προσηκόντως τις
αποδοχές αδείας, όπως ειδικότερα αναφέρει στην αγωγή. Οτι περαιτέρω, από
την πρόσληψή του, ο ίδιος προσέφερε τις υπηρεσίες του προσηκόντως στο
εναγόμενο, μέχρι και την 22.11.2013, οπότε και το τελευταίο κοινοποίησε
στον ενάγοντα εγγράφως την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ,
επικαλούμενο μείωση των εσόδων του. Ότι η ως άνω καταγγελία της σύμβασης
εργασίας είναι άκυρη λόγω : α) της αντίθεσης της στο άρθρο 281 Α.Κ. ,
επειδή δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας και η καταγγελία της
σύμβασης μπορούσε να αποτραπεί με ηπιότερα μέτρα και με προβάδισμα στα
συμφέροντα του ενάγοντος, που ήταν πρόθυμος να διαπραγματευτεί για την
εξεύρεση της λύσης του ζητήματος, και β) της αντίθεσης στο άρθρο 38 παρ.
8 του ν. 1892/1990, αφού η καταγγελία έγινε για το λόγο ότι ο ενάγων
δεν δέχθηκε την πρόταση του εναγομένου σωματείου για μερική του
απασχόληση. Επικουρικώς δε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ήταν
άκυρη, επειδή δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, αλλά
ποσό κατώτερο αυτής, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή. Oτι, παρά τις
οχλήσεις του, το εναγόμενο δεν έχει καταβάλει στον ενάγοντα τις διαφορές
των δεδουλευμένων αποδοχών του, όπως ειδικότερα οι διαφορές αυτές
παρατίθενται αναλυτικά σ' αυτή (αγωγή). Ενόψει αυτών, ο ενάγων ζήτησε:
1) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και
να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες
υπηρεσίες του, με απειλή χρηματικής ποινής, ποσού 300 ευρώ, για κάθε
ημέρα μη συμμόρφωσής του 2) κατ' επιτρεπτό περιορισμό της αγωγής α) να
υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει το ποσό των 18.575,24 ευρώ για
τις διαφορές του μισθού του καθώς και για τις διαφορές των δώρων εορτών
και επιδομάτων αδείας από τον Ιανουάριο του 2009 έως και τις 22-11-2013
και β) να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο σωματείο υποχρεούται να
καταβάλει στον ενάγοντα: i) το ποσό των 4.092,83 ευρώ για την παροχή
εργασίας του, κατά τις ημέρες του Σαββάτου και δη κατά το χρονικό
διάστημα από 1-1-2009 μέχρι και 22-11-2013, ii) το ποσό των 5.948,82
ευρώ ως αποζημίωση για την μη χορήγηση όλων των ημερών αδείας , των ετών
2009 - 2012, iii) το ποσό των 13.851,60 ευρώ για την αμοιβή του από την
παροχή υπερεργασίας και υπερωριακής του εργασίας, κατά το χρονικό
διάστημα από 1-1-2009 μέχρι και 22-11-2013, iv) το ποσό των 23.269,42
ευρώ για μισθούς υπερημερίας, κατά το χρονικό διάστημα από την απόλυσή
του και μέχρι και την 31-12-2014 λόγω της επικαλούμενης ακυρότητας της
καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, v) το ποσό των 5.000 ευρώ ως
χρηματική του αποζημίωση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την
επικαλούμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου και vi)
επικουρικώς, και για την περίπτωση που ήθελε κριθεί έγκυρη η καταγγελία
της σύμβασης εργασίας, το ποσό των 3.775,66 ευρώ, ως διαφορά μεταξύ της
αποζημίωσης, λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας που του κατέβαλε το
εναγόμενο από αυτή που έπρεπε να του καταβληθεί. Επικουρικά, ο ενάγων
ζητεί το ως άνω συνολικό ποσό, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου
πλουτισμού, γιατί κατά το ποσό αυτό κατέστη πλουσιότερο το εναγόμενο σε
βάρος της περιουσίας του ενάγοντος χωρίς νόμιμη αιτία, αφού τα ανωτέρω
ποσά το εναγόμενο θα κατέβαλε σε οποιονδήποτε τρίτο απασχολούσε στη θέση
του με τις ίδιες συνθήκες και όρους με αυτόν. Επι της αγωγής αυτής ,
εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία , κατά τα αναφερόμενα
ειδικότερα σ' αυτή έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως προς τις αξιώσεις
αποδοχών και απορρίφθηκε η αγωγή ως προς τα αιτήματα: α) αναγνώρισης της
ακυρότητας της καταγγελίας, β) της υποχρεωσης αποδοχής των
προσφερομένων υπηρεσιών, γ) της καταβολής μισθων υπηρημερίας και δ)
χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. To Μονομελές Πρωτοδικείο
Καρδίτσας, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε
ανελέγκτως-μεταξύ των άλλων- τα ακόλουθα: "Το εναγόμενο σωματείο με την
επωνυμία "...", το οποίο έχει ως σκοπό, σύμφωνα με το άρθρο 1 του από
10-2- 1977 καταστατικού του, την οργάνωση των κυνηγών, την κυνηγητική
κατάρτιση και την προαγωγή αυτών προς απόκτηση της αναγκαίας πειθαρχίας
και συνείδησης για την εφαρμογή των διατάξεων της Θήρας, προσέλαβε στις
7-11- 1997 και δη μέσω προγράμματος επιχορήγησης εργοδοτών του ΟΑΕΔ, τον
ενάγοντα, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ( βλ.
τις υπ'αριθμ. 14/9-10-1997 και 18/13-11-1997 πράξεις του Διοικητικού
Συμβουλίου του εναγομένου περί πρόσληψης του ενάγοντος και δη με σύμβαση
αορίστου χρόνου που προσκομίζονται από τον ενάγοντα). Κατά τη συμφωνία,
ο ενάγων θα προσέφερε τις υπηρεσίες του στο εναγόμενο επί πενθημέρου
εβδομαδιαίως και επί οκταώρου - διακεκομμένου - ημερησίως, με την
..ειδικότητα του υπαλλήλου γραφείου - ειδικού γραμματέα, και με
αντικείμενο - μεταξύ άλλων- την τήρηση των πρακτικών, την λήψη των
αιτήσεων χορήγησης ή ανανέωσης άδειας Θήρας, της προετοιμασίας του
ελέγχου των αδειών, της τήρησης της αλληλογραφίας του εναγομένου.
Ωστόσο, αποδείχθηκε, ότι στην πράξη και τουλάχιστον κατά το επίδικο
χρονικό διάστημα, ήτοι από το έτος 2009 και μέχρι την απόλυσή του, ο
ενάγων ήταν επιφορτισμένος και με την διαχείριση των οικονομικών και
λογιστικών εργασιών του εναγομένου σωματείου. Ειδικότερα, πέραν των
διοικητικών του καθηκόντων, κατά τα ανωτέρω αναγραφόμενα, ήταν
επιφορτισμένος και με την είσπραξη και καταμέτρηση των εσόδων του
ταμείου, καθώς και με την πληρωμή των εξόδων του εναγομένου, με την
τήρηση των λογιστικών βιβλίων, με την σύνταξη του ετήσιου ισολογισμού,
αλλά και με την σύνταξη και την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων του
εναγομένου, ήτοι με αντικείμενο εργασιών που άπτεται
οικονομικών-λογιστικών καθηκόντων και όχι διοικητικών. Τα ανωτέρω -περί
άσκησης και λογιστικών καθηκόντων από τον ενάγοντα- αποδεικνύονται από
τα όσα ενόρκως κατέθεσε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου ο μάρτυρας του
ενάγοντος, ο οποίος είχε διατελέσει πρόεδρος του εναγομένου από το 2005
έως και το 2009, και από τα όσα ενόρκως βεβαιώνουν, στις υπ'αριθμ.
24124/2015 και 24125/2015 ένορκες βεβαιώσεις, ο Α. Π. και Χ. Μ., μέλη
του εναγομένου, κάνοντας λόγο περί λογιστικών δραστηριοτήτων του
ενάγοντος. Εξάλλου, και ο μάρτυρας του εναγομένου καταθέτοντας στο
ακροατήριο του Δικαστηρίου έκανε λόγο για σύνταξη του ισολογισμού από
τον ίδιο ( τον μάρτυρα) με την συνδρομή του ενάγοντος, χωρίς να
αναφερθεί σε οποιαδήποτε συμμετοχή του ταμία. Τα ανωτέρω, περί παροχής
και λογιστικών υπηρεσιών από τον ενάγοντα, ενισχύονται έτι περαιτέρω και
από τα ακόλουθα: α) από το ότι το ίδιο το εναγόμενο, στο υπ'αριθμ.
πρωτ. ...-9-2013 έγγραφό του, με το οποίο πρότεινε στον ενάγοντα την
σύναψη νέας ατομικής σύμβασης εργασίας μερικής απασχόλησης, κάνει λόγο
για χορήγηση στον ενάγοντα και ειδικού - επιπρόσθετου του βασικού
μισθού- μηνιαίου εισοδήματος για την λογιστική επιμέλεια των οικονομικών
του Συλλόγου, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο ενάγων απασχολούνταν και
με την διαχείριση των οικονομικών και λογιστικών εργασιών του
εναγομένου, β) από το ότι και στην γενική συνέλευση του εναγομένου, στις
6-11-2012, και κατά τη συζήτηση του θέματος που αφορούσε την
τροποποίηση των άρθρων του προϋπολογισμό του έτους 2012 για την αύξηση
της έκτακτης εισφοράς, στο ποσό των 15 ευρώ, υπήρξε παρέμβαση του
ενάγοντος, ο οποίος διευκρίνισε - εξήγησε, ότι η τροποποίηση δεν
αφορούσε το σύνολο του προϋπολογισμού, παρά μόνο τα άρθρα που
αναφέρονται στα φιλοθηραματικά έσοδα - έξοδα, παρέμβαση η οποία δεν είχε
λόγο να γίνει από τον ενάγοντα, αν ο τελευταίος δεν ήταν αυτός που
ασχολούταν με την κατάρτιση του προϋπολογισμού (βλ. την υπαριθμ.
180/6-11-2012 πράξη της Γενικής Συνέλευσης, που προσκομίζεται από το
εναγόμενο, καθίσταται όμως κοινό αποδεικτικό μέσο και λαμβάνεται υπόψη
για την απόδειξη ισχυρισμών και του αντιδίκου), γ) από το ότι, κατά τη
συνέλευση των μελών του Δ.Σ., στις 4-11-2013, κατά την οποία και τέθηκε
ως θέμα η συμπεριφορά του ενάγοντος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του
και τα προβλήματα που φέρεται να έχει δημιουργήσει, συζητήθηκαν και
καταχωρίσθηκαν αντιστοίχους στα πρακτικά που τηρήθηκαν τα ακόλουθα που
παρατίθενται αμέσως κατωτέρω και δη αυτολεξεί: "πρέπει η κατάσταση αυτή
να τερματιστεί και να μπει ένα τέλος στην δυσλειτουργία του Συλλόγου,
καθώς ο υπάλληλος που είναι επιφορτισμένος με την ενημέρωση για τις
λογιστικές υποχρεώσεις του Συλλόγου αδιαφορεί για την έγκαιρη
τακτοποίησή τους"
"Το Δ.Σ. μετά από συζήτηση αποφασίζει να εξουσιοδοτήσει τον πρόεδρο και
τον ταμία του Συλλόγου να αναζητήσουν λογιστή ή φοροτεχνικό για να
διεκπεραιώσει όλες τις απαραίτητες ενέργειες και διαδικασίες που
απαιτούνται για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας" . Τα ανωτέρω
καταδεικνύουν ότι ο ενάγων ήταν αυτός που στην πραγματικότητα
διαχειριζόταν τις λογιστικές υποχρεώσεις του εναγομένου και όχι ο
εκάστοτε ταμίας, ο οποίος μάλιστα "εξουσιοδοτείται" να αναζητήσει
λογιστή ή φοροτεχνικό για την διεκπεραίωση των διαδικασιών καταγγελίας
της σύμβασης εργασίας, γεγονός που επίσης καταδεικνύει όχι μόνο την μη
ενασχόληση του ταμία με τις λογιστικές - οικονομικές υποθέσεις του
εναγομένου, αλλά και την έλλειψη γνώσεων προς τούτο (βλ. την
προσκομιζόμενη, από το ίδιο το εναγόμενο, υπ' αριθμ. 11/ 4-11-2013 πράξη
της συνέλευσης). Ας σημειωθεί δε, ότι από τις εκθέσεις διοικητικού -
οικονομικού και διαχειριστικού ελέγχου των ετών 2009-2013, που
προσκομίζονται από τον ενάγοντα, συνάγεται ότι περιλαμβάνονται στα
βιβλία που τηρούταν από το εναγόμενο και αυτό της απογραφής περιουσίας,
του ταμείου, αλλά και ενταλμάτων και πληρωμών, απορριπτομένων των
ισχυρισμών του εναγομένου ότι δεν τηρούσε το εναγόμενο οικονομικά βιβλία
που να χρειάζονται συμπλήρωση σε καθημερινή βάση. Η ανωτέρω κρίση δεν
αναιρείται από τα όσα βεβαιώνουν ενόρκως οι μάρτυρες, Ν. Π. και Ν. Β.,
στην υπ'αριθμ 256/2015 ένορκη βεβαίωση, ούτε από τα προσκομιζόμενα
(λιγοστά σε αριθμό) δελτία ανάληψης της Συνεταιριστικής Τράπεζας
Καρδίτσας, και τα αποδεικτικά καταθέσεων εργοδοτικών εισφορών στην ΕΤΕ,
που υπογράφονται από τον ταμία και όχι από τον ενάγοντα, τα οποία και
δεν κρίνονται αρκετά για να αποδείξουν την καθημερινή και στην πράξη
ενασχόληση του ταμία με την οικονομική - λογιστική διαχείριση του
εναγομένου σωματείου. Ούτε εξάλλου μόνη η υπογραφή των ισολογισμών των
ετών 2009-2013 από τον εκάστοτε ταμία του εναγομένου, αποδεικνύει ότι ο
ταμίας ήταν αυτός που ασχολούνταν με την οικονομική διαχείριση του
εναγομένου, καθόσον μάλιστα και ο ίδιος ο μάρτυρας του εναγομένου
καταθέτοντας ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου έκανε λόγω για
κατάρτιση των ισολογισμών από τον ίδιο με την συνδρομή του ενάγοντα. Και
μπορεί μεν, καθ' ολη τη διάρκεια της παροχής εργασίας του ενάγοντος στο
εναγόμενο σωματείο, να υπήρχε ταυτόχρονα και ο εκάστοτε οριζόμενος
ταμίας, ωστόσο ο ρόλος του ταμία, ήταν απλός και τυπικός χωρίς καμία
ουσιαστική ενασχόληση με τις οικονομικές υποθέσεις του εναγομένου,
υπογράφοντας μόνο τα έγγραφα που άπτονταν οικονομικών ζητημάτων και που
έπρεπε (κατά το νόμο και το καταστατικό) να υπογραφούν από τον ταμία του
εναγομένου. Το ότι ο ταμίας δεν είχε ουσιαστική ενασχόληση με την
οικονομική - λογιστική διαχείριση των υποθέσεων του εναγομένου,
λαμβάνοντας μόνο σχετική ενημέρωση για την πορεία αυτών αποδεικνύεται
και από το γεγονός ότι ήταν απών σε καθημερινή βάση από τον εναγόμενο
σύλλογο, ως εξάλλου παραδέχθηκε καταθέτοντας στο ακροατήριο του
Δικαστηρίου τούτου και ο μάρτυρας του εναγομένου. Ας σημειωθεί δε, ότι ο
ταμίας του εναγομένου ήταν δημόσιος υπάλληλος μεταξύ των μελών του
εναγομένου, που τοποθετούνταν στη θέση του ταμία, κατόπιν απόφασης του
Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας και μετά από πρόταση της
εποπτεύουσας αρχής του εναγομένου σωματείου ήτοι του Δασαρχείου.
Ειδικότερα, δε και όσον αφορά το επίδικο χρονικό διάστημα, είχαν οριστεί
ως ταμίες τα ακόλουθα πρόσωπα: στις 21-4-2009, με απόφαση του Γενικού
Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας Κ. Κ., υπάλληλος της ΕΛ-ΑΣ, στις
27-4-2011 ο Δ. Φ., υπάλληλος της ΕΛ.ΑΣ και στις 29-4-2013, ο Η. Μ.
Σωφρονιστικός Υπάλληλος ( βλ. τις υπ'αριθμ. πρωτ. .../21-4-2009,
.../27-4- 2011 και .../...52/29-4-2013 αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα
Περιφέρειας Θεσσαλίας που προσκομίζει το εναγόμενο)........Από το έτος
2010 άρχισε να παρατηρείται μία πτώση στα έσοδα του εναγομένου σωματείου
και τούτο λόγω της σταδιακής μείωσης των αιτήσεων για την έκδοση νέων
αδειών Θήρας, που αποτελούσαν και το κυριότερο έσοδο του εναγομένου
σωματείου, όπως αποδεικνύεται από τον προσκομιζόμενο από το εναγόμενο
συνοπτικό πίνακα αδειών Θήρας ετών 2009-2013, από τα αντίγραφα των
φύλλων του βιβλίου ταμείου, περί των εσόδων και εξόδων ετών 2010-2014
και από τους προϋπολογισμούς των ετών 2009-2013. Συγκεκριμένα, τα έσοδα
του εναγομένου από τις συνδρομές των μελών, την έκτακτη εισφορά και από
τις συνδρομές των νέων μελών, ακολούθησαν φθίνουσα πορεία κατά τα έτη -
που ενδιαφέρουν εν προκειμένω - 2009-2013 και δη: α) κατά το οικονομικό
έτος 2009. στο ποσό των 40.325 ευρώ, 24.970 ευρώ και 172,50 ευρώ
αντιστοίχως, β) κατά το οικονομικό έτος 2010, στο ποσό των 34.188,16
ευρώ, 22.910 ευρώ, 112,50 ευρώ, γ) κατά το οικονομικό έτος 2011, στο
ποσό των 31.200,60 ευρώ, 20.940 ευρώ και 175 ευρώ, δ) κατά το οικονομικό
έτος 2012, στο ποσό των 27.475,60 ευρώ, 27.640 ευρώ και 132 ευρώ, και
ε) κατά το οικονομικό έτος 2013, στο ποσό των 26.447,50 ευρώ, 26.625
ευρώ και 93 ευρώ. Μάλιστα, ενόψει της μείωσης των εσόδων, αποφασίσθηκε
από την Γενική Συνέλευση του εναγομένου η επιβολή έκτακτης εισφοράς
αρχικά ποσού 10 ευρώ, η οποία συνεχίστηκε να επιβάλλεται και κατά τα έτη
2010-2013, έχοντας μάλιστα, το έτος 2012, αυξηθεί στο ποσό των 15 ευρώ
(βλ. τις υπ'αριθμ. 164/21-6-2009, 170/11-7-2010,
174/3-7-2011
και 180/6-11-2012 πράξεις της Γενικής Συνέλευσης, που προσκομίζονται από
το εναγόμενο περί επιβολής έκτακτης εισφοράς). Με τα δεδομένα λοιπόν
της μείωσης των εσόδων, και της εξ αιτίας αυτής προσπάθειας του Δ.Σ. του
εναγομένου για περιορισμό των εξόδων, ώστε να μπορεί να προχωρήσει στην
επίτευξη των σκοπών του, ως αυτοί ορίζονται από το καταστατικό του,
στην συνέλευση του εναγομένου σωματείου, από τον Μάιο του 2012, τέθηκε
ζήτημα περιορισμού και των αποδοχών του ενάγοντος ζήτημα που συζητήθηκε
εκ νέου και στην συνεδρίαση της 27ης-6-2012 ( βλ. τις υπ' αριθμ.
20/22-5-2012 και 22/27-6-2012 πράξεις της γενικής συνέλευσης) Στα
πλαίσια της έρευνας για τον τρόπο μείωσης των αποδοχών του ενάγοντος,
κοινοποιήθηκε στον τελευταίο το με αριθμ.πρωτ. ...-7-2012 έγγραφο (που
προσκομίζεται εκατέρωθεν), με το οποίο έγινε πρόταση στον ενάγοντα να
δεχθεί μείωση των αποδοχών του, από 1-7-2012 κατά 22% επί των
ακαθάριστων αποδοχών του, με περαιτέρω νέα διαπραγμάτευση από τον
Οκτώβριο του 2012 και σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, ενώ τέθηκε στον
ενάγοντα προθεσμία 3 ημερών να απαντήσει. Ο ενάγων, απάντησε στο υπ'
αριθμ. πρωτ. ...-7-2012 έγγραφο του εναγομένου, με το με αριθμό
κατάθεσης 97/7-8-2012 έγγραφο του, με το οποίο ζήτησε να του
γνωστοποιήσουν τον λόγο της οικονομικής δυσχέρειας του εναγομένου και
της εξ αυτής ανάγκης μείωσης των αποδοχών του και δη κατά 22%.
Αντιπρότεινε δε, με το ίδιο ως άνω έγγραφο να μειωθεί ο μισθός του μόνο
κατά 5% επί του βασικού του μισθού από το τέλος του Οκτωβρίου του έτους
2011 και πάντα υπό διαπραγμάτευση για την περαιτέρω πορεία. Ενόψει της
άρνησης του ενάγοντα στην πρώτη ως άνω πρόταση του εναγομένου, κατά τη
συνεδρίαση της 14^-6-2013, αποφασίσθηκε να προταθεί στον ενάγοντα η
σύναψη νέας σύμβασης τετράωρης απασχόλησης του, λόγω της μείωσης των
εσόδων, και τις ημέρες των αδειών να λειτουργεί το γραφείο του
εναγομένου με πρόσθετο προσωπικό (βλ. την προσκομιζόμενη από το
εναγόμενο υπαριθμ. 5/14-6-2013 πράξη του Δ.Σ. του εναγομένου). Σε
εκτέλεση της απόφασής του αυτής, το εναγόμενο, με το υπ' αριθμ. πρωτ.
...-9-2013 έγγραφό του, πρότεινε στον ενάγοντα, επικαλούμενο για ακόμα
μία φορά την μείωση των εσόδων του, την σύναψη νέας ατομικής σύμβασης
εργασίας επί οκταώρου από 1 Αυγούστου μέχρι 31 Οκτωβρίου και επί
τετραώρου για το διάστημα από τον Νοέμβριο μέχρι τον Ιούλιο καθώς επίσης
και την χορήγηση - επιπρόσθετου - ειδικού μηνιαίου εισοδήματος για την
λογιστική επιμέλεια των υποθέσεων, τάσσοντας στον ενάγοντα τριήμερη
προθεσμία για να απαντήσει. Ο ενάγων με το από 3-10-2013, έγγραφο του,
απάντησε στο ως άνω (αριθμ. πρωτ. ...2013) έγγραφο του εναγομένου περί
μερικής απασχόλησης, ζητώντας να του χορηγηθεί αντίγραφο της απόφασης
που λήφθηκε για την μερική απασχόλησή του, καθώς και το έντυπο της
σύμβασης εργασίας που επιθυμούσε το εναγόμενο να εφαρμοστεί με αναγραφή
-επί του εντύπου- και των μηνιαίων απολαβών του. Το εναγόμενο
κοινοποίησε στον ενάγοντα το έντυπο της νέας σύμβασης εργασίας, που όμως
αφορούσε αυτή τη φορά πλήρη απασχόληση με συνολικές αποδοχές 920,51
ευρώ, ορίζοντας για ακόμη μία φορά στον ενάγοντα προθεσμία απάντησης
(βλ. το υπαριθμ. πρωτ. ...-10- 2013 έγγραφο, που προσκομίζεται
εκατέρωθεν). Ο ενάγων, με το από 24-10- 2013 έγγραφό του (με αριθμό
πρωτ. κατάθεσης ...31-10-2013), επικαλούμενος την ανάγκη κάλυψης
βιοποριστικών του αναγκών, αντιπρότεινε μείωση των αποδοχών του, στο
ποσό των 1.150 ευρώ. Τελικά, το εναγόμενο και μετά από τις ως άνω
διαπραγματεύσεις, μετά από λήψη σχετικής απόφασης, κατήγγειλε τη σύμβαση
εργασίας,. στις 15-11-2013, καταγγελία που κοινοποιήθηκε στο- ένάγοντα,
στις 22-11-2013, ως προκύπτει από το σχετικό έντυπο της καταγγελίας που
προσκομίζεται εκατέρωθεν με περαιτέρω ορισμό καταβολής αποζημίωσης σε
έξι μηνιαίες δόσεις. Υπό τα αποδειχθέντα αυτά πραγματικά περιστατικά,
ήτοι: α) της επιβεβλημένης, από την μείωση των εσόδων του εναγομένου,
ανάγκης μείωσης και των εξόδων αυτού, μεταξύ αυτών και οι αποδοχές του
ενάγοντα, και β) της προηγούμενης εξάντλησης από το εναγόμενο των
διαθέσιμων και πρόσφορων ηπιότερων - της καταγγελία- λύσεων και μέσων
και δη των προτάσεων (δύο) για μείωση των αποδοχών και για μερική
απασχόληση, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση, ότι η καταγγελία ήταν
επιβεβλημένη από τα πράγματα, προς προστασία των καλώς εννοουμένων
συμφερόντων του εναγόμενου σωματείου και άρα δεν ήταν καταχρηστική,
καθόσον, δεν αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο ενήργησε δια του νομίμου
εκπροσώπου του από εμπάθεια, εκδικητικότητα, ή και ταπεινά εργοδοτικά
κίνητρα.....Ούτε επίσης αποδείχθηκε αντίθεση της καταγγελίας στην παρ.8
του άρθρου 38 του ν.1892/1990, δεδομένου ότι προηγήθηκαν της πρότασης
για μερική απασχόληση του ενάγοντος δύο προτάσεις για την μείωση των
αποδοχών του τελευταίου, χωρίς ωστόσο να γίνουν δεκτές από τον ενάγοντα.
Εξάλλου, θα πρέπει να τονιστεί, ότι οι ως άνω διαπραγματεύσεις για
μείωση των αποδοχών του ενάγοντος έγιναν χρονικά σε εποχή, κατά την
οποία, η χώρα είχε ήδη εισέλθει σε περίοδο οικονομικής κρίσης (γεγονός
που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη ως πασίγνωστο, κατ άρθρο 336 παρ.
1 του Κ.Πολ.Δ), με άμεσα επακόλουθα αυτά της μεγάλης μείωσης των
αποδοχών των μισθωτών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα και ήταν εύλογο να
ερευνηθεί και από το εναγόμενο η μείωση των αποδοχών του ενάγοντος,
λαμβανομένου υπόψη, ότι εν προκειμένω το εναγόμενο αποτελεί σωματείο που
δεν επιδιώκει - και δεν μπορεί άλλωστε εκ του νόμου - κερδοσκοπικό
σκοπό και όχι επιχείρηση που οι εταίροι αυτής αποκομίζουν οικονομικά
οφέλη, ώστε μία τέτοια πρόταση για μείωση των αποδοχών του ενάγοντος -
εργαζομένου να ακούγεται παράλογη ή έστω κινούμενη από ταπεινά
εργοδοτικά κίνητρα. Ο τελευταίος δε, έδειξε πρόθεση διαπραγμάτευσης μόνο
κατά το χρόνο που το εναγόμενο κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας και δη
την αυτή με την καταγγελία ημέρα - που είχε καταχωρηθεί ηλεκτρονικά στις
15-11-2013, κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα στις 22-11-2013- συντάσσοντας
και κοινοποιώντας στο εναγόμενο το φέρον ημεροχρονολογία 11-11-2013
έγγραφό του, το οποίο όμως κατατέθηκε στο εναγόμενο στις 15-11- 2013 (ως
προκύπτει από την σφραγίδα, περί της παραλαβής του εγγράφου, που έχει
τεθεί στο έγγραφο που προσκομίζεται από το εναγόμενο) με το οποίο και
διευκρίνιζε ότι η μη αποδοχή των προτάσεων του εναγομένου αφορούσε μόνο
την υπογραφή νέας σύμβασης εργασίας όχι και την εν γένει μείωση των
αποδοχών του, χωρίς όμως, για ακόμη μία φορά, ο ενάγων να θέτει
συγκεκριμένη αντιπρόταση. .....η πρόσληψη της νέας υπαλλήλου, Μ. Κ.,
έγινε από το εναγόμενο στις 27-11-2013 και όχι σε προγενέστερο της
απόλυσης του ενάγοντος χρόνου, ως ισχυρίζεται ο τελευταίος, ενώ επίσης η
ως άνω υπάλληλος απασχολείται στο εναγόμενο από την πρόσληψή της με
καθεστώς μερικής απασχόλησης και με αποδοχές που δεν ξεπερνούν τα 500
ευρώ, ως τα ανωτέρω αποδεικνύονται από το έντυπο (3) αναγγελίας
πρόσληψης της Μ. Κ., τα έντυπα των όρων των ατομικών συμβάσεων εργασίας
και τις μισθοδοτικές καταστάσεις, που προσκόμισε το εναγόμενο ...
Συνεπώς, ..η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ήταν έγκυρη και επομένως,
τα αιτήματα της κρινόμενης αγωγής, περί αναγνώρισης της ακυρότητας της
καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, αποδοχής από το εναγόμενο των
υπηρεσιών του ενάγοντος, καθώς και αναγνώρισης της υποχρέωσης του
εναγομένου να καταβάλει μισθούς υπερημερίας στον ενάγοντα, πρέπει να
απορριφθούν ως ουσία αβάσιμα. Τα ανωτέρω, περί του εγκύρου της
καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, αποδείχθηκαν πλήρως από τις
προσκομιζόμενες αποδείξεις, που είναι επαρκείς για να οδηγηθεί το
Δικαστήριο σε ασφαλή δικανική πεποίθηση, χωρίς να απαιτείται, όπως
αβάσιμα αιτείται το εναγόμενο, η διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης,
προκειμένου να εξεταστεί από ειδικούς, ο προσκομιζόμενος, από το
εναγόμενο, αποσπώμενος ψηφιακός δίσκος (USB) απορριπτομένου ως εκ τούτου
του σχετικού αιτήματος. ...Το εναγόμενο καθ ολη τη διάρκεια των
διαπραγματεύσεων με τον ενάγοντα επικαλέστηκε και ανέγραψε αντιστοίχως
στα έγγραφα που κοινοποίησε στον ενάγοντα, ως μοναδικό λόγο των
προσπαθειών για μείωση των αποδοχών του ενάγοντος, την μείωση των εσόδων
του ιδίου (εναγομένου), λόγος, που κατά τα ανωτέρω αναγραφόμενα,
υφίστατο και επέφερε εγκύρως την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του
ενάγοντος. Ουδέποτε έκανε - έγγραφη τουλάχιστον - αναφορά σε
επιπρόσθετους λόγους παράβασης και παραμέλησης των καθηκόντων του
ενάγοντος (επειδή παρείχε λογιστικές υπηρεσίες σε τρίτους, ή επειδή
πωλούσε, αντί μειωμένου τιμήματος, είδη κυνηγιού αλλά και μέλι).... Το
εναγόμενο κατέβαλε στον ενάγοντα - για το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι
από 1-1-2009 μέχρι και την καταγγελία της σύμβασης εργασίας - αποδοχές
υπολογίζοντας όμως αυτές με βάση τον μισθό του διοικητικού υπαλλήλου και
όχι του οικονομικού - λογιστικού προσωπικού και ειδικότερα, το
εναγόμενο κατέβαλε στον ενάγοντα, καθ' ολο το ως άνω χρονικό διάστημα,
το ποσό των 1.346,84 ευρώ. Ο ενάγων όμως, ενόψει του είχε και την
οικονομική - λογιστική διαχείριση του εναγομένου σωματείου, κατά τα
ανωτέρω ειδικότερα αναγραφόμενα, και δεδομένου ότι είχε γνωστοποιήσει
στο εναγόμενο της οικογενειακή και προσωπική του κατάσταση (ήτοι
έγγαμος, και σπουδές λογιστικής) δικαιούταν να λάβει τα ακόλουθα ποσά:
α) ........." Με τις άνω παραδοχές, το Εφετείο ορθά, ως προς την μη
καταχρηστικότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας καθώς και την μη
επιδίκαση μισθών υπερημερίας και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής
βλάβης υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που κατά την αναιρετικώς
ανέλεγκτη κρίση του δέχθηκε ως αποδειχθέντα, στις προαναφερόμενες
ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 174, 180, 281, 914, 932 ΑΚ τις
οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και κατέληξε στο αποδεικτικό του
πόρισμα διαλαμβάνοντας στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς
αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο.
Ειδικότερα, κατά τις άνω παραδοχές, ενόψει : α) της επιβεβλημένης, από
την μείωση των εσόδων του εναγόμενου σωματείου, ανάγκης μείωσης και των
εξόδων αυτού, μεταξύ αυτών και των αποδοχών του ενάγοντος, και β) της
προηγούμενης εξάντλησης από το εναγόμενο των διαθέσιμων και πρόσφορων
ηπιότερων της καταγγελίας λύσεων και μέσων και δη των προτάσεων (δύο)
για μείωση των αποδοχών και για μερική απασχόληση, η καταγγελία ήταν
επιβεβλημένη από τις υπάρχουσες πραγματικές συνθήκες, για την προστασία
των καλώς εννοουμένων συμφερόντων του εναγόμενου σωματείου και επομένως
δεν ήταν καταχρηστική, δεδομένου μάλιστα ότι το εναγόμενο δεν ενήργησε
δια του νομίμου εκπροσώπου του από εμπάθεια, εκδικητικότητα, ή και
ταπεινά εργοδοτικά κίνητρα, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη η χώρα είχε ήδη
εισέλθει σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αρ.
1 και 19 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Τέλος, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο της
ουσίας δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο του υπ' αριθμό 11 εγγράφου-
πρακτικού της Συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της 04.11.2013,
στηριχθέν αποκλειστικά σ' αυτό, αλλά δέχθηκε ότι δεν συντρέχει
καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας αλλά οικονομικοτεχνικοί
λόγοι που δικαιολογούσαν την καταγγελία, στηριζόμενο στην εκτίμηση του
συνόλου των αποδεικτικών μέσων, τα οποία αναφέρονται στην απόφαση.
Επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔ ( και όχι
από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ) είναι αβάσιμος. Σημειώνεται τέλος ότι ο
αναιρεσείων απαραδέκτως υπό την επίφαση της συνδρομής των ως άνω
αναιρετικών λόγων του άρθρου 559 αρ.19 και 20 ΚΠολΔ πλήττει την
ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων που δέχθηκε το δικαστήριο
της ουσίας Κατόπιν των όσων προαναφέρθηκαν, πρέπει απορριφθεί η αναίρεση
στο σύνολό της και να καταδικασθεί οι αναιρεσείων στη πληρωμή των
δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης (άρθρ.176, 183 ΚΠολΔ), όπως
ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13.12.2016 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθμ. 95/2016
απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, ειδικής διαδικασίας
εργατικών διαφορών Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του
αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε δυο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα κατά την 7 Ιουλίου 2018.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του κατά την 25 Σεπτεμβρίου 2018.
439031/2019 Κατάργηση Έντυπων βιβλιαρίων Υγείας
Αθήνα 05-04-2019
Αρ. Πρωτ. 439031
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΠΑΡΟΧΩΝ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ
Ταχ. Δ/νση: Αγ. Κωνσταντίνου 5
10431 Αθήνα
Πληρ.: Ξεξάκης Νικ.
Τηλέφωνο: 210 5228858
fax: 210 5243477
e-mail: gd.paroxon@efka.gov.gr
Θέμα: «Κατάργηση Έντυπων βιβλιαρίων Υγείας.»
Σχετ: 1. Το άρθρο 67 του Ν.4603/2019 (ΦΕΚ 48/Α/14-03-2019)
2. Το αρ. Πρωτ. ΔΒ3/Γ/504/01-04-2019 έγγραφο του ΕΟΠΥΥ
Σας ενημερώνουμε ότι με το άρθρο 67 του Ν.4603/2019 (ΦΕΚ 48/Α/14-03-2019) καταργούνται τα έντυπα βιβλιάρια υγείας των ασφαλισμένων, των συνταξιούχων και των μελών οικογενείας τους, όπως αναφέρεται στο ανωτέρω σχετικό έγγραφο του ΕΟΠΥΥ
«Η ταυτοποίηση των ασφαλισμένων κατά την εισαγωγή τους σε νοσηλευτικό ίδρυμα όπως κρατικό νοσοκομείο, ιδιωτική κλινική, ΚΑΑ, ΜΧΑ, θα πιστοποιείται με οποιοδήποτε νομιμοποιητικό έγγραφο (αστυνομική ταυτότητα, διαβατήριο κα).
Παρακαλείστε για την πιστή εφαρμογή των παραπάνω.
Κάθε σχετικό προηγούμενο έγγραφο παύει να ισχύει από το παρόν.
Η ΠΡ/ΝΗ ΓΕΝΙΚΗΣ Δ/ΝΣΗΣ ΠΑΡΟΧΩΝ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ
ΑΓΑΔΑΚΟΥ ΒΑΓΙΟΥΛΑ
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡ/ΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜ. ΔΙΟΙΚ. ΜΕΡΙΜΝΑΣ
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΕΛΕΝΗ
Ε.2055/2019 Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 130 του ν. 4604/2019 (ΦΕΚ Α΄ 50/26-3-2019) με τις οποίες τροποποιείται το πεδίο εφαρμογής της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ν. 4483/2017
Αθήνα, 4 Απριλίου 2019
Ε.2055/4-4-2019
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας : 10184, Αθήνα
Τηλέφωνο : 210 3614303, 3613274
Fax:210 3635077
E-mail:d16director.esoda@1989
.syzefxis.gov.gr
Url :www.aade.gr
Ε 2055/2019
ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 130 του ν. 4604/2019 (ΦΕΚ Α΄ 50/26-3-2019) με τις οποίες τροποποιείται το πεδίο εφαρμογής της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ν. 4483/2017
Σχετ: Η Ε.2022/2019 εγκύκλιος του Διοικητή ΑΑΔΕ
Σας κοινοποιούμε, προς ενημέρωσή σας, τις διατάξεις του άρθρου 130 του ν. 4604/2019 (ΦΕΚ Α΄ 50/26-3-2019), με τις οποίες προστίθενται και οι διαδημοτικές επιχειρήσεις του αρ. 280 του π.δ. 410/1995 στο πεδίο εφαρμογής της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ν. 4483/2017 (και επομένως και της περίπτωσης γ’ της ιδίας παραγράφου, η οποία ρυθμίζει μεταξύ άλλων την τύχη των οφειλών τους προς το Δημόσιο).
Η εν λόγω διάταξη ισχύει από την έναρξη ισχύος του ν. 4483/2017, δηλ. από 31.7.2017.
Ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
13107/283/2019 Προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας Στεγών Υποστηριζόμενης Διαβίωσης Ατόμων με Αναπηρίες
Αριθμ. Δ12/ΓΠοικ.13107/283/20-3-2019
(ΦΕΚ Β' 1160/08-04-2019)
ΟΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΕΣ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 2072/1992 «Ρύθμιση επαγγέλματος ειδικού τεχνικού προθετικών και ορθωτικών κατασκευών και λοιπών ειδών αποκατάστασης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 125/Α’/1992), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 του ν. 3329/2005 «Εθνικό Σύστημα Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ 81/Α’/2005).
2. Τις διατάξεις του ν. 2345/1995 «Οργανωμένες υπηρεσίες παροχής προστασίας από φορείς κοινωνικής πρόνοιας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 213/Α’/1995).
3. Τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 3863/2010 «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (ΦΕΚ 115/Α’/2010).
4. Τις διατάξεις του ν. 3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της αποκεντρωμένης Διοίκησης Πρόγραμμα Καλλικράτης» (ΦΕΚ 87/Α’/2010).
5. Τις διατάξεις του άρθρου 46 του ν. 3918/2011 «Διαρθρωτικές αλλαγές στο σύστημα Υγείας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 31/Α’/2011).
6. Τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 4074/2012 «Κύρωση της Σύμβασης για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες και του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες.» (ΦΕΚ 88/Α’/2012).
7. Τις διατάξεις του άρθρου 27 του ν. 4320/2015 «Ρυθμίσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών οργάνων και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ 29/Α’/2015).
8. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα», που κυρώθηκε με το πρώτο άρθρο π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (ΦΕΚ 98/Α’/2005).
9. Τις διατάξεις του π.δ. 189/2009 «Καθορισμός και ανακατανομή των αρμοδιοτήτων των Υπουργείων» (ΦΕΚ 221/Α’/2009).
10. Τις διατάξεις του π.δ. 73/2015 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (ΦΕΚ 116/Α’/2015).
11. Τις διατάξεις του π.δ. 142/2017 «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών» (ΦΕΚ 181/Α’/2017).
12. Τις διατάξεις του π.δ. 134/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης» (ΦΕΚ 168/Α’/2017).
13. Την κοινή υπουργική απόφαση Γ4α/Φ.201/1791/ 1998 «Προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας Στέγης Αυτόνομης Διαβίωσης Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες (ΦΕΚ 517/Β’/1998) και τη διορθωτική της «Διορθώσεις σφαλμάτων στην απόφαση: Προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας Στέγης Αυτόνομης Διαβίωσης Ατόμων με Ειδικές ανάγκες» (ΦΕΚ 579/Β’/1998).
14. Την Δ29α/Φ.ΘΕΣΜ./ΓΠ26275/1048/22-1-2014 κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Υγείας και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας «Ορισμός ειδικού νοσηλίου-τροφείου για τις Στέγες Υποστηριζόμενης Διαβίωσης Ατόμων με Αναπηρίες» (ΦΕΚ 172/Β’/2014).
15. Την Υ28/2015 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Αναπληρώτρια Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Θεανώ Φωτίου» (ΦΕΚ 2168/Β’/2015).
16. Την Υ29/08-10-2015 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Aναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών Γεώργιο Χουλιαράκη» (ΦΕΚ 2168/Β’/2015).
17. Την αριθμ. οικ.10294/877/6-3-2019 εισήγηση της προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
18. Το με αριθμ. 160 Φ.701.2/14.3.2019 έγγραφο του Αρχηγείου Πυροσβεστικού Σώματος.
19. Το γεγονός ότι από την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
αποφασίζουν:
Ορίζουν τις προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας Στεγών Υποστηριζόμενης Διαβίωσης για άτομα με Αναπηρία ως εξής:
Άρθρο 1
Σκοπός-Ορισμοί
Σκοπός της παρούσας απόφασης είναι ο καθορισμός του οργανωτικού πλαισίου για την ίδρυση και λειτουργία Στεγών Υποστηριζόμενης Διαβίωσης Ατόμων με αναπηρία, ηλικίας άνω των 18 ετών.
Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι ακόλουθοι όροι έχουν την έννοια που τους αποδίδονται αντίστοιχα ως εξής:
α. «Άτομα με αναπηρία»
Είναι τα άτομα με κάθε είδους κινητική, νοητική ή αισθητηριακή αναπηρία, εκ γενετής ή επίκτητη, ακολουθούμενη ή μη από δευτερογενείς παθήσεις και διαταραχές, τα οποία δεν μπορούν να διαβιώσουν αυτόνομα χωρίς κατάλληλη υποστήριξη.
β. «Στέγη Υποστηριζόμενης Διαβίωσης» (Σ.Υ.Δ.)
Είναι το σύνολο των χώρων που διατίθενται για την μόνιμη διαβίωση κατοικία των ατόμων με αναπηρία με οργανωμένη υποστήριξη από τον Φορέα, έτσι ώστε να διασφαλίζονται συνθήκες κατάλληλες για ύπνο, σωματική υγιεινή, καθαριότητα και αξιοπρεπή καθημερινή διαβίωση.
γ. «Ένοικοι»
Είναι τα άτομα με αναπηρία όπως περιγράφονται στο εδάφιο 1.α. του παρόντος, τα οποία κατοικούν σε Σ.Υ.Δ.
δ. «Φορείς» ίδρυσης και λειτουργίας Σ.Υ.Δ.
Είναι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα που ιδρύουν Σ.Υ.Δ. και παρέχουν οργανωμένα όλες τις απαραίτητες υπηρεσίες για την αξιοπρεπή διαβίωση ατόμων με αναπηρία. Δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως Φορείς, τα άτομα με αναπηρία, οι γονείς των ατόμων με αναπηρία ή οι δικαστικοί συμπαραστάτες αυτών που ενεργούν ως φυσικά πρόσωπα για τον εαυτό τους, τα τέκνα τους ή τα πρόσωπα που βρίσκονται υπό τη δικαστική συμπαράστασή τους.
ε. «Εποπτεύουσα Αρχή»
Είναι η Δ/νση Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας της Περιφέρειας εντός των διοικητικών ορίων της οποίας χωροθετείται η Σ.Υ.Δ. η οποία είναι αρμόδια και για τη χορήγηση της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας.
Άρθρο 2
Βασικές Αρχές, Σκοπός και Στόχοι
1. Η Υποστηριζόμενη Διαβίωση ενισχύει το θεμελιώδες δικαίωμα για ανεξάρτητη διαβίωση κάθε ατόμου με αναπηρία, μέσω αφενός της παροχής φροντίδας και υποστήριξης, με σεβασμό στα δικαιώματα, την αξιοπρέπεια, τις ανάγκες και τις επιθυμίες του και αφετέρου της διατήρησης και ανάπτυξης στο μέγιστο βαθμό των δεξιοτήτων και ικανοτήτων του, προκειμένου να διαβιεί με ασφάλεια, όσο το δυνατό πιο αυτόνομα και ενεργά στο κοινωνικό περιβάλλον, με στόχο τη κοινωνική του ένταξη συμπεριλαμβανόμενης της δυνατότητας πρόσβασης στην εκπαίδευση και την εργασία.
2. Η Υποστηριζόμενη Διαβίωση στοχεύει και συντελεί αποφασιστικά στην αποϊδρυματοποίηση των ατόμων με αναπηρία που φιλοξενούνται σε μονάδες κλειστής φροντίδας, στην περίπτωση που το οικογενειακό τους περιβάλλον αδυνατεί για οποιοδήποτε λόγο να υποστηρίξει τη διαβίωσή τους, καθώς και στην απόκτηση καλύτερης ποιότητας ζωής με περισσότερες ευκαιρίες και μεγαλύτερο έλεγχο των επιλογών τους από τα ίδια.
3. Η Υποστηριζόμενη Διαβίωση αντιμετωπίζει το ζήτημα της δια βίου διαβίωσης κατοικίας των ατόμων με αναπηρία. Η διαβίωση των ενοίκων στις Σ.Υ.Δ. δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί “κλειστή περίθαλψη” ή “νοσηλεία”.
Άρθρο 3
Διακρίσεις Σ.Υ.Δ.
1. Οι Σ.Υ.Δ. διακρίνονται βάσει του αριθμού των ατόμων με αναπηρία που διαμένουν σε αυτές, ως εξής:
α. Σ.Υ.Δ. 1-4 ατόμων με αναπηρία.
β. Σ.Υ.Δ. 5-9 ατόμων με αναπηρία.
2. Η σύνθεση των ενοίκων κάθε Σ.Υ.Δ. καθορίζεται από τη Διεπιστημονική Ομάδα του φορέα που την ιδρύει, βάσει επιστημονικών κριτηρίων και λαμβάνοντας υπόψη την προσωπικότητα, την κατάσταση της υγείας, τις δυνατότητες και τις ανάγκες εκάστου ατόμου με αναπηρία.
Άρθρο 4
Διαδικασία ένταξης και αποχώρησης ενοίκων
1. Στις Σ.Υ.Δ. γίνονται δεκτά άτομα με αναπηρία, εκ γενετής ή επίκτητη, ηλικίας 18 ετών και άνω, τα οποία δεν μπορούν να διαβιώσουν αυτόνομα χωρίς κατάλληλη υποστήριξη και πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις.
Στις Σ.Υ.Δ. δεν μπορούν να κατοικούν άτομα με ενεργά ψυχιατρικά προβλήματα ή άτομα με επιληπτικές κρίσεις που δεν υποστηρίζονται με φαρμακευτική αγωγή.
2. Οι υποψήφιοι ένοικοι γίνονται δεκτοί στις Σ.Υ.Δ. με την ακόλουθη διαδικασία:
α. Υποβολή αίτησης του ενδιαφερόμενου, από τον ίδιο ή τους γονείς του ή τον δικαστικό του συμπαραστάτη, προς τον εκάστοτε φορέα Σ.Υ.Δ., η οποία συνοδεύεται από:
• Φωτοτυπία με στοιχεία ταυτότητος/διαβατηρίου
• Ληξιαρχική Πράξη Γέννησης
• Πιστοποιητικό Οικογενειακής κατάστασης
• Πρόσφατη φωτογραφία
• Ιατρικό ιστορικό (γνωματεύσεις και πιστοποιητικά υγείας) που τεκμηριώνει την αδυναμία αυτόνομης διαβίωσης χωρίς κατάλληλη υποστήριξη.
• Γνωμάτευση Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας από Κ.Ε.Π.Α.
• Βεβαίωση Κοινωνικής Έρευνας, η οποία συντάσσεται από Κοινωνικό Λειτουργό δημόσιου νοσοκομείου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή μέλους του ΣΚΛΕ με άδεια άσκησης επαγγέλματος.
β. Έλεγχος των ως άνω τυπικών κριτηρίων από αρμόδιο υπάλληλο του φορέα.
γ. Παραπομπή του ενδιαφερόμενου για αξιολόγηση (ψυχιατρική εκτίμηση, ψυχολογική εκτίμηση, κοινωνικό ιστορικό) στη Διεπιστημονική Ομάδα του Φορέα με βάση τη σειρά προτεραιότητας των αιτήσεων και σύνταξη έκθεσης προς το Όργανο Διοίκησης του Φορέα για την ένταξη ή όχι του ατόμου στη Σ.Υ.Δ.
Ως βασικά κριτήρια αξιολόγησης θεωρούνται τα εξής:
- η προσωπικότητα του ενδιαφερόμενου ατόμου,
- οι δυνατότητες συμμετοχής του σε δραστηριότητες της κατοικίας και της Κοινότητας,
- η δυνατότητα προσαρμογής στις νέες συνθήκες διαβίωσης και συνύπαρξης με τους άλλους ενοίκους,
- η κατ’ αρχήν αποδοχή του νέου περιβάλλοντος διαβίωσης από το ίδιο το άτομο ή/και την οικογένειά του.
δ. Απόφαση του οργάνου της Διοίκησης του φορέα για την ένταξη και τους όρους διαμονής του ενοίκου στη Σ.Υ.Δ.
ε. Ανακοίνωση της έγκρισης στον υποψήφιο ένοικο ή τον γονέα ή δικαστικό συμπαραστάτη του, συνοδευόμενη με γραπτή ενημέρωση για τους όρους που διέπουν τη διαμονή του στη Σ.Υ.Δ., οι οποίοι δεσμεύουν αφενός τον ίδιο και αφετέρου τον φορέα ως προς την παροχή των δέουσων υπηρεσιών και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του ενοίκου.
στ. Ακολουθεί περίοδος προετοιμασίας και σταδιακής ένταξης (έως 6 μήνες) του ενοίκου στη Σ.Υ.Δ., κατά την οποία εφαρμόζεται ένα «στάδιο προετοιμασίας και αποδοχής του», μέσω οργανωμένων και συντονισμένων συνεργασιών και συναντήσεων με το προσωπικό και τους άλλους ενοίκους, με σκοπό την ομαλή ένταξη και προσαρμογή στο νέο περιβάλλον διαμονής. Κατά την περίοδο αυτή, ο ένοικος ενημερώνεται περαιτέρω και με απόλυτη σαφήνεια για το περιεχόμενο των όρων που διέπουν τη διαμονή του στη Σ.Υ.Δ., τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, τους κανόνες λειτουργίας, τις παρεχόμενες υπηρεσίες, καθώς και τις εγκαταστάσεις και τις ανέσεις οι οποίες θα του παρασχεθούν.
ζ. Με την ολοκλήρωση της περιόδου προετοιμασίας και σταδιακής ένταξης ακολουθεί η επαναξιολόγηση του υποψηφίου και τελική έγκριση ένταξης στη Σ.Υ.Δ.
η. Υπογραφή «Συμβολαίου». Με τον υποψήφιο ένοικο (ή τον γονέα ή τον δικαστικό συμπαραστάτη του), συνάπτεται συμφωνία ένταξης («συμβόλαιο») στη Σ.Υ.Δ., και διαβίωσής του σε αυτή. Στο «Συμβόλαιο» περιγράφονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του ενοίκου (π.χ. σε σχέση με θέματα που αφορούν τη λήψη φαρμάκων, τη συνεργασία με το προσωπικό, τις υποχρεώσεις ατομικής υγιεινής και εμφάνισης, τη συμμετοχή στην καθαριότητα των χώρων, τήρηση ωραρίου, τις διανυκτερεύσεις εκτός της Σ.Υ.Δ., τις άδειες, τη φιλοξενία άλλων ατόμων, το διατροφολόγιο, καθώς και τη χρήση οινοπνευματωδών ποτών ή/ και ουσιών στο χώρο της Σ.Υ.Δ.). Επίσης, με το «Συμβόλαιο» ο ένοικος δεσμεύεται να συμμετέχει στα προγράμματα και τις δραστηριότητες της δομής, τα οποία κρίνονται ως απαραίτητα για την εξέλιξή του και την ενδυνάμωση της ανεξαρτησίας του. Η ένταξη στις Σ.Υ.Δ. λαμβάνει χώρα μόνο κατόπιν της υπογραφής του σχετικού Συμβολαίου διαμονής και από τα δύο μέρη.
θ. Οι ένοικοι μπορούν να αποχωρήσουν από τη Σ.Υ.Δ., οικειοθελώς, όποτε οι ίδιοι ή οι γονείς ή οι δικαστικοί συμπαραστάτες τους θελήσουν και εφόσον υπογράψουν σχετική δήλωση οι ίδιοι, ή οι γονείς ή οι δικαστικοί τους συμπαραστάτες, και ρυθμίσουν τις τυχόν υφιστάμενες νομικές και οικονομικές εκκρεμότητες.
ι. Με αιτιολογημένη απόφαση του οργάνου της Διοίκησης του φορέα δύναται να διακοπεί η διαβίωση του ενοίκου στη Σ.Υ.Δ., εφόσον παραβιάζεται συστηματικά το Συμβόλαιο της παρ. η’ του παρόντος ή ο Κανονισμός Λειτουργίας της Σ.Υ.Δ. ή οποιαδήποτε από τις λοιπές υποχρεώσεις του ενοίκου προς το φορέα. Με την απόφαση αυτή χορηγείται εύλογος χρόνος στον ένοικο ή στους γονείς του ή στον δικαστικό του συμπαραστάτη, προκειμένου να αποχωρήσει από τη Σ.Υ.Δ.
Άρθρο 5
Υποχρεώσεις Φορέα
1. Ο Φορέας οφείλει να παρέχει στους ενοίκους όλες τις απαραίτητες υπηρεσίες υποστήριξης σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 2. Ειδικότερα οφείλει να εξασφαλίζει:
α. Υγιεινή, άνετη και ασφαλή διαμονή. Κάθε ένοικος έχει τον δικό του προσωπικό χώρο δωμάτιο, όπου μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να τοποθετήσει επίπλωση και διακοσμητικά στοιχεία της επιλογής του, με δική του δαπάνη. Είναι επιτρεπτή η συγκατοίκηση δύο ενοίκων σε ένα δωμάτιο μετά από πρόταση της Διεπιστημονικής Ομάδας εφόσον πρόκειται για ζευγάρι, συγγενείς ή άτομα του ίδιου φύλου, με τη συγκατάθεση των ίδιων ή των γονέων ή των δικαστικών συμπαραστατών τους.
β. Υγιεινή και ισορροπημένη διατροφή που παρασκευάζεται κατά προτίμηση στη Σ.Υ.Δ. με συμμετοχή των ενοίκων.
γ. Μέριμνα για την πρόσβαση των ενοίκων σε ιατρική φροντίδα και τυχόν απαιτούμενη φαρμακευτική αγωγή.
δ. Μέριμνα για την εισαγωγή σε νοσηλευτικό ίδρυμα εφόσον παραστεί ανάγκη.
ε. Μέριμνα για την ψυχαγωγία, τη διασκέδαση και τη συμμετοχή των ενοίκων σε κοινωνικές εκδηλώσεις ανάλογα με τις επιθυμίες τους.
στ. Μέριμνα για την δια βίου εκπαίδευση των ενοίκων και τη συμμετοχή τους σε προγράμματα και δράσεις βελτίωσης των μαθησιακών τους ικανοτήτων ανάλογα με δυνατότητες και τις επιθυμίες τους.
ζ. Μέριμνα για διαρκή φροντίδα αγωγής με σκοπό την αξιοποίηση, διατήρηση ή τυχόν εξέλιξη, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, των προσωπικών δεξιοτήτων και ικανοτήτων των ενοίκων, ώστε να επιτυγχάνεται ο βέλτιστος βαθμός αυτονομίας, ανάπτυξης της προσωπικότητας, της κοινωνικής συμμετοχής και ενίσχυσης των δυνατοτήτων τους προκειμένου να αποκτήσουν περισσότερες ευκαιρίες για την επίτευξη της κοινωνικής και εργασιακής τους ένταξης.
η. Προώθηση των ενοίκων που έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στην εργασία σε προγράμματα κατάρτισης και απασχόλησης και συνεχή συνεργασία με τους υπεύθυνους των προγραμμάτων αυτών, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται με τον πλέον βέλτιστο τρόπο η αξιοποίηση των δυνατοτήτων εργασιακής και κοινωνικής τους ένταξης.
θ. Μέριμνα, σε συνεργασία με τους εργοδότες κάθε ενοίκου, για την ασφαλή μετάβαση και επιστροφή από και προς τον χώρο εργασίας τους.
ι. Μέριμνα για την επικοινωνία των ενοίκων με την οικογένεια, το συγγενικό ή φιλικό τους περιβάλλον μέσω της παροχής κατάλληλου κατά περίπτωση υποστηρικτικού μηχανισμού.
ια. Πρόσβαση όλων των ενοίκων στις πληροφορίες που σχετίζονται με την λειτουργία, τους σκοπούς και τους στόχους της ΣΥΔ.
ιβ. Εφαρμογή από την διεπιστημονική ομάδα εγκεκριμένης διαδικασίας ενθάρρυνσης των ενοίκων για διατύπωση παραπόνων και στη συνέχεια καταγραφή και αξιολόγησή τους.
ιγ. Εξατομικευμένο πρόγραμμα προσαρμοσμένο στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ενοίκου, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ανάπτυξη και η βελτίωση της ζωής του, ανάλογα με τις επιθυμίες του.
ιδ. Την προστασία κάθε ενοίκου από κακοποίηση και αμέλεια. Εφαρμογή σαφώς καθορισμένων διαδικασιών, κατανοητών από όλο το προσωπικό, για την επίλυση των όποιων σχετικών αναφορών ή καταγγελιών. Οι διαδικασίες αυτές οφείλουν να δίνουν προτεραιότητα στην ασφάλεια των ενοίκων και να λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη έγκαιρης επίλυσης τέτοιων ζητημάτων.
ιε. Την καταγραφή, τήρηση και ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων των ενοίκων σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (GDPR).
2. Ο Φορέας οφείλει να παρέχει τις Υπηρεσίες Υποστήριξης σε συνεχή βάση.
3. Ο Φορέας υποχρεούται να ενημερώνει τις οικογένειες ή τους δικαστικούς συμπαραστάτες των ενοίκων αναφορικά με τη διαβίωσή τους στη Σ.Υ.Δ. και να επιζητά τη συνεργασία τους. Σε ενοίκους που έχουν νομική ικανότητα, η ενημέρωση προς τρίτους δύναται να γίνει κατόπιν της συναίνεσής τους.
4. Ο φορέας οφείλει να μεριμνά για τη συνεχή εκπαίδευση και κατάρτιση των εργαζομένων ώστε να προσαρμόζονται στις συνεχώς ευμετάβλητες ανάγκες των ενοίκων παρέχοντάς τους υψηλής ποιότητας υποστηρικτικές υπηρεσίες.
5. Ο Φορέας οφείλει να καταρτίσει σχέδιο διαφυγής και διάσωσης από τους χώρους κατοικίας και εργασίας, τόσο για τους ενοίκους όσο και για τους εργαζόμενους, το οποίο πρέπει να αναρτάται σε κατάλληλες θέσεις. Όλοι οι ένοικοι, ανεξαρτήτως του είδους της αναπηρίας τους, καθώς και οι εργαζόμενοι στη Σ.Υ.Δ., πρέπει να λαμβάνουν γνώση του σχεδίου και να εκπαιδεύονται σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Άρθρο 6
Οργανωτική Διάρθρωση του Φορέα/Προσωπικό Σ.Υ.Δ.
1. Η Οργανωτική Διάρθρωση του Φορέα που ιδρύει και λειτουργεί Σ.Υ.Δ. έχει ως εξής:
α. τακτική Διοίκηση του Φορέα (Διοικητικό Συμβούλιο, Συνέλευση των Εταίρων κλπ., ανάλογα με τη νομική μορφή του φορέα).
β. Υπεύθυνος Λειτουργίας ή Διευθυντής του φορέα στην περίπτωση που αυτός είναι ΝΠΙΔ.
γ. Προσωπικό Υποστήριξης.
δ. Διοικητικό Προσωπικό.
2. Υπεύθυνος Λειτουργίας/Διευθυντής
Ο Υπεύθυνος Λειτουργίας/Διευθυντής ασκεί την διοίκηση και έχει την ευθύνη της καλής λειτουργίας και του συντονισμού όλων των Σ.Υ.Δ. που υποστηρίζονται από τον Φορέα. Ορίζει το Προσωπικό Υποστήριξης που θα απασχολείται σε κάθε Σ.Υ.Δ. και ρυθμίζει τον χρόνο και τη φύση της απασχόλησής του. Ο Υπεύθυνος Λειτουργίας/ Διευθυντής, πέραν των διοικητικών καθηκόντων του, μπορεί να είναι και μέλος του Προσωπικού Υποστήριξης, εφόσον ο φορέας λειτουργεί κατ’ανώτατο τρεις (3) Σ.Υ.Δ. Ο Υπεύθυνος Λειτουργίας/Διευθυντής πρέπει να δια-
θέτει τα ακόλουθα προσόντα:
α. Να είναι κάτοχος τίτλου σπουδών ΑΕΙ ή ΑΤΕΙ ή ΤΕΙ των κλάδων των ανθρωπιστικών ή κοινωνικών επιστημών ή άλλων σπουδών κατάλληλων για τη θέση αυτή (ενδεικτικά: Πτυχίο Ψυχολογίας ΑΕΙ, Πτυχίο Κοινωνιολογίας ΑΕΙ, Πτυχίο Ιατρικής Σχολής ΑΕΙ, Πτυχίο Τμήματος Ειδικής Αγωγής ΑΕΙ, Πτυχίο Τμήματος Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής ΑΕΙ, Πτυχίο Τμήματος Διοίκησης Μονάδων Υγείας και Πρόνοιας ΑΤΕΙ, Πτυχίο Νοσηλευτικής ή Επισκεπτών Υγείας ΑΤΕΙ, Πτυχίο Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας ΤΕΙ ή άλλων συναφών κλάδων).
β. Να διαθέτει άδεια άσκησης επαγγέλματος, όπου αυτή είναι απαραίτητη.
γ. Οι άνδρες να έχουν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις ή να έχουν απαλλαγεί νόμιμα από αυτές.
δ. Να διαθέτει ικανότητα σε θέματα οργάνωσης και διοίκησης υπηρεσιών φροντίδας, ανάληψης ευθυνών, συντονισμού και καθοδήγησης των συνεργατών, ευχέρεια εποικοδομητικής επικοινωνίας με τους γονείς ή τους δικαστικούς συμπαραστάτες των ατόμων με αναπηρία, διαχείρισης έργου και ανθρώπινου δυναμικού.
ε. Η καλή γνώση μίας ξένης γλώσσας, κατά προτίμηση της αγγλικής, είναι επιθυμητή στ. να έχει γνώση χειρισμού Η/Υ.
3. Προσωπικό Υποστήριξης
Το προσωπικό υποστήριξης παρέχει άμεσα στους ενοίκους όλες τις υπηρεσίες υποστήριξης για τη διαβίωση τους στη Σ.Υ.Δ. και φροντίζει για την υλοποίηση των οριζόμενων στο άρθρο 5 υποχρεώσεων του Φορέα. Τα μέλη του Προσωπικού Υποστήριξης παρέχουν τις υπηρεσίες τους είτε εντός είτε εκτός των Σ.Υ.Δ., είτε σε πλήρη ή μερική απασχόληση είτε ως επαγγελματίες προσωπικής φροντίδας όπου δύνανται να διαμένουν στη
Σ.Υ.Δ. (οικόσιτα).
Τα μέλη του Προσωπικού Υποστήριξης επιλέγονται από τον Φορέα σε συνεργασία με τον Υπεύθυνο Λειτουργίας/Διευθυντή με τα ακόλουθα κριτήρια:
α. να είναι κάτοχοι τίτλου σπουδών ΑΕΙ ή ΑΤΕΙ ή ΤΕΙ ή ΙΕΚ ή ΤΕΕ ή άλλων εκπαιδευτικών οργανισμών σε τομείς που σχετίζονται με την αποστολή των Σ.Υ.Δ. (π.χ. κοινωνικοί λειτουργοί, νοσηλευτές, κοινωνικοί βοηθοί, επιμελητές φροντιστές ΑμεΑ κ.λπ.). Πρόσωπα που δεν έχουν την ανωτέρω εκπαίδευση, πλην όμως έχουν ασκήσει οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα η οποία σχετίζεται με την αποστολή των Σ.Υ.Δ., μπορούν να επιλέγονται ως μέλη του Προσωπικού Υποστήριξης.
β. Διαθέτουν άδεια άσκησης επαγγέλματος, όπου αυτή απαιτείται.
γ. Οι άνδρες να έχουν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις ή να έχουν απαλλαγεί νόμιμα από αυτές.
δ. Όλοι οι εργαζόμενοι οφείλουν να διαθέτουν έγκυρο πιστοποιητικό υγείας.
Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός, η θέση και η σχέση εργασίας του Προσωπικού Υποστήριξης εξειδικεύονται στον Κανονισμό Λειτουργίας της Σ.Υ.Δ., με βάση τις ακόλουθες ελάχιστες απαιτήσεις:
Κατηγορία Σ.Υ.Δ. Ελάχιστο Προσωπικό α. Σ.Υ.Δ. 14 ατόμων:
1 Συντονιστής (φροντιστής) πλήρους απασχόλησης 1 Φροντιστής μερικής απασχόλησης
1 Άτομο ειδικότητας σχετικής με τις ιδιαίτερες ανάγκες των ενοίκων (πλήρους απασχόλησης)
Το ως άνω ελάχιστο προσωπικό της κατηγορίας αυτής δύναται να καλύπτει τις ανάγκες περισσότερων από μία Σ.Υ.Δ. που λειτουργεί ο ίδιος φορέας εντός του ίδιου κτιρίου ή κτιριακού συγκροτήματος, προσαυξανόμενο κατά ένα φροντιστή πλήρους απασχόλησης ανά επιπλέον Σ.Υ.Δ.
β. ΣΥΔ 5-7 ατόμων:
1 Συντονιστής (πλήρους απασχόλησης) 2 Φροντιστές (πλήρους απασχόλησης)
1 Άτομο ειδικότητας σχετικής με τις ιδιαίτερες ανάγκες των ενοίκων (πλήρους απασχόλησης).
γ. ΣΥΔ 8-9 ατόμων:
1 Συντονιστής (πλήρους απασχόλησης) 2 Φροντιστές (πλήρους απασχόλησης) 1 Φροντιστής (μερικής απασχόλησης)
1 Άτομο ειδικότητας σχετικής με τις ιδιαίτερες ανάγκες των ενοίκων (πλήρους απασχόλησης)
Το ελάχιστο προσωπικό δύναται να αυξάνεται ανάλογα με τη βαρύτητα της αναπηρίας των ενοίκων της Σ.Υ.Δ., ύστερα από εισήγηση της Διεπιστημονικής Ομάδας του φορέα.
4. Διοικητικό Προσωπικό
Εάν ο αριθμός των Σ.Υ.Δ. που υποστηρίζονται από ένα Φορέα, απαιτεί την ύπαρξη ευρύτερης διοικητικής υποδομής (γραμματεία, λογιστήριο, τεχνικές υπηρεσίες κ.λπ.), η εν λόγω υποδομή σχεδιάζεται από τον Φορέα σε συνεργασία με τον Υπεύθυνο Λειτουργίας/Διευθυντή.
5. Στις περιπτώσεις που απαιτείται για την καλύτερη λειτουργία της Σ.Υ.Δ. συνεργασία με ειδικούς εξωτερικούς επιστήμονες (κλινικούς ψυχολόγους, ψυχιάτρους, κοινωνικούς λειτουργούς, εργοθεραπευτές, λογοθεραπευτές, φυσικοθεραπευτές κ.λπ.), ο Φορέας προβαίνει στην επιλογή τους σε συνεργασία με τον Υπεύθυνο Λειτουργίας/Διευθυντή.
6. Ο Υπεύθυνος Λειτουργίας/Διευθυντής, το Προσωπικό Υποστήριξης και το Διοικητικό Προσωπικό παρέχουν τις υπηρεσίες τους στον Φορέα με κάθε νόμιμο τρόπο (σύμβαση εργασίας πλήρους ή μερικής απασχόλησης, σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, σύμβαση έργου κ.λπ.).
7. Στον Φορέα που λειτουργεί τις Σ.Υ.Δ. συγκροτείται Διεπιστημονική Ομάδα με διαγνωστικό συμβουλευτικό ρόλο, η οποία αποτελείται τουλάχιστον από ένα ψυχολόγο και ένα κοινωνικό λειτουργό. Συντονιστής της Διεπιστημονικής Ομάδας είναι το πρόσωπο που ορίζει ο Υπεύθυνος Λειτουργίας/Διευθυντής του Φορέα, το οποίο δύναται να είναι και μέλος αυτής. Η Διεπιστημονική Ομάδα έχει την ευθύνη της εκτίμησης και της αξιολόγησης του ατόμου με αναπηρία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 της παρούσας.
Άρθρο 7
Κανονισμός Λειτουργίας
1. Ο Κανονισμός Λειτουργίας της Σ.Υ.Δ. περιλαμβάνει τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία της, τη συμβίωση των ενοίκων της, τα καθήκοντα, τις αρμοδιότητες και τις υποχρεώσεις του Προσωπικού Υποστήριξης, καθώς και τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Ο Κανονισμός λειτουργίας δύναται να στηρίζεται σε σχετικό πρότυπο, εφόσον συνταχθεί τέτοιο από το αρμόδιο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
2. Ο Κανονισμός Λειτουργίας της Σ.Υ.Δ. συντάσσεται, υπογράφεται και εγκρίνεται από την Διοίκηση του Φορέα και πρέπει κατ` ελάχιστον να περιέχει διατάξεις που καθορίζουν:
α. Τον αριθμό των ενοίκων που θα κατοικούν στη συγκεκριμένη Σ.Υ.Δ.
β. Το είδος της αναπηρίας των ενοίκων που θα κατοικούν στη συγκεκριμένη Σ.Υ.Δ.
γ. Τη διαδικασία ένταξης και αποχώρησης των ενοίκων.
δ. Τις θέσεις των μελών της Ομάδας Υποστήριξης, που απασχολούνται στη συγκεκριμένη Σ.Υ.Δ., τη φύση και συχνότητα των παρεχομένων Υπηρεσιών Υποστήριξης, καθώς και τον αριθμό των μελών της Ομάδας Υποστήριξης της Σ.Υ.Δ.
3. Ο Κανονισμός Λειτουργίας πρέπει να είναι καθολικά προσβάσιμος για τους ενοίκους της Σ.Υ.Δ. και να υπάρχει η σχετική προσαρμογή για τα άτομα που έχουν αισθητηριακή αναπηρία.
4. Ο Φορέας γνωστοποιεί στην Εποπτεύουσα Αρχή τον Κανονισμό Λειτουργίας κάθε Σ.Υ.Δ. πριν την έναρξη της λειτουργίας της, καθώς και κάθε τροποποίησή του.
Άρθρο 8
Άδεια ίδρυσης και λειτουργίας
1. Για την ίδρυση και λειτουργία μιας Σ.Υ.Δ. ακολουθείται η κάτωθι διαδικασία:
α. Ο ενδιαφερόμενος Φορέας υποβάλλει στη Διεύθυνση Πολιτικών Ατόμων με Αναπηρία της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικής Αλληλεγγύης του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Μελέτη Σκοπιμότητας για την ίδρυση της Σ.Υ.Δ., η οποία περιλαμβάνει ιδίως την περιγραφή της θέσης και του χώρου εγκατάστασής της, τον σκοπούμενο αριθμό ενοίκων και την εκτίμηση της λειτουργικότητάς τους, τα οφέλη και τις πιθανές δυσκολίες ως προς τη λειτουργία της Σ.Υ.Δ., καθώς και όποιο άλλο στοιχείο κρίνεται ως σημαντικό από το Φορέα. Στη Μελέτη συμπεριλαμβάνεται έκθεση βιωσιμότητας για την ίδρυση της Σ.Υ.Δ., που συνοδεύεται από αναλυτική εκτίμηση του κόστους λειτουργίας της και των πηγών κάλυψής τους. Η εν λόγω Διεύθυνση, αφού ελέγξει την υποβληθείσα Μελέτη, εκδίδει και χορηγεί στον Φορέα, Έγκριση Σκοπιμότητας για την ίδρυση της Σ.Υ.Δ.
β. Ο Φορέας αφού λάβει την ανωτέρω Έγκριση Σκοπιμότητας, υποβάλει αίτηση προς τη Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας της Περιφέρειας εντός των διοικητικών ορίων της οποίας χωροθετείται η Σ.Υ.Δ., η οποία συνοδεύεται από φάκελο με τα ακόλουθα δικαιολογητικά:
αα. Την Έγκριση Σκοπιμότητας της περ. α΄ της παρούσας.
ββ. Καταστατικό και ιδρυτική πράξη του Φορέα από το οποίο να προκύπτει η νόμιμη σύστασή του και οι σκοποί του περί της ίδρυσης και λειτουργίας Σ.Υ.Δ, εφόσον ο Φορέας είναι νομικό πρόσωπο.
γγ. Πιστοποιητικά ποινικού Μητρώου του Φορέα, εάν αυτός είναι φυσικό πρόσωπο, ή των μελών της τακτικής διοίκησής του εάν αυτός είναι νομικό πρόσωπο, καθώς και του Υπεύθυνου Λειτουργίας/Διευθυντή των Σ.Υ.Δ. από τα οποία να προκύπτει ότι τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν καταδικασθεί για ατιμωτικά αδικήματα.
δδ. Τίτλοι ιδιοκτησίας του οικήματος της Σ.Υ.Δ., από τον οποίο να προκύπτει ότι ο Φορέας έχει την ιδιοκτησία ή την επικαρπία ή την οίκηση της Σ.Υ.Δ., ή μισθωτήριο ή άλλο συμφωνητικό παραχώρησης χρήσης από το οποίο να προκύπτει ότι έχει παραχωρηθεί η χρήση του οικήματος στον Φορέα για λειτουργία Σ.Υ.Δ. και για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών (3) ετών.
εε. Κατόψεις του οικήματος της Σ.Υ.Δ. και τοπογραφικό διάγραμμα του οικοπέδου της.
στστ. Άδεια οικοδομής του οικήματος της Σ.Υ.Δ., εκτός εάν προκύπτει περίπτωση του άρθρου 23 παρ. 1 του ν. 1577/1985.
ζζ. Τον Κανονισμό Λειτουργίας της Σ.Υ.Δ.
ηη. Αρχιτεκτονικά Σχέδια θεωρημένα από λειτουργικής απόψεως από τις Τεχνικές Υπηρεσίες της οικείας Περιφέρειας.
θθ. Υπεύθυνη Δήλωση του ν. 1599/1986 (ΦΕΚ Α΄ 75) του φορέα διαχείρισης της ΣΥΔ ότι έχουν τοποθετηθεί-εγκατασταθεί και θα συντηρούνται τα μέτρα και μέσα πυροπροστασίας της παρ. 6 του Κεφαλαίου Ι του άρθρου 13.
2. Η Εποπτεύουσα Αρχή οφείλει να χορηγήσει την Άδεια εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, ελέγχοντας την τήρηση των διατάξεων της παρούσας απόφασης και του νομοθετικού πλαισίου, όπως εκάστοτε ισχύει.
3. Ο Φορέας οφείλει να ενημερώνει άμεσα την Εποπτεύουσα Αρχή για κάθε αλλαγή των στοιχείων του φακέλου, ιδίως σε σχέση με τροποποιήσεις ως προς:
- το καθεστώς της ιδιοκτησίας της Στέγης,
- τις εγκαταστάσεις της Στέγης,
- τη δυναμικότητα,
- το είδος της αναπηρίας των ενοίκων που θα κατοικούν στη συγκεκριμένη Σ.Υ.Δ.,
- τον κανονισμό λειτουργίας.
4. Σε περίπτωση που ο Φορέας προτίθεται να λειτουργήσει περισσότερες από μια Σ.Υ.Δ. οφείλει να υποβάλλει νέο φάκελο με τα προσδιοριζόμενα στο άρθρο 8.1 στοιχεία και να λάβει νέα Άδεια για κάθε νέα Σ.Υ.Δ.
5. Κάθε Εποπτεύουσα Αρχή τηρεί Μητρώο με τις διαθέτουσες άδειες ίδρυσης και λειτουργίας Σ.Υ.Δ. της περιοχής ευθύνης της. Στο Μητρώο αυτό καταγράφεται τουλάχιστον ο αριθμός των ενοίκων κάθε Σ.Υ.Δ., καθώς και ο φορέας ίδρυσης και λειτουργίας τους. Σε περίπτωση που ο φορέας έχει την καταστατική του έδρα σε διαφορετική Περιφέρεια από εκείνη που ιδρύει τη Σ.Υ.Δ., η Εποπτεύουσα αρχή ενημερώνει και την αντίστοιχη της έδρας του φορέα.
Άρθρο 9
Πόροι του Φορέα
1. Πόροι του Φορέα μπορεί να είναι:
α. Τακτικές ή έκτακτες επιχορηγήσεις ή επιδοτήσεις πάσης φύσης από το Δημόσιο, τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, τους Ο.Τ.Α. α` και β΄ βαθμού, ή την Εκκλησία. Το ύψος των επιχορηγήσεων ή επιδοτήσεων υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των Σ.Υ.Δ. που υποστηρίζει ο Φορέας, τον αριθμό των ενοίκων που κατοικούν σε αυτές, το επιστημονικό, διοικητικό και λοιπό προσωπικό που απασχολεί ο Φορέας και τη διάρκεια των Υπηρεσιών Υποστήριξης σε ημερήσια βάση για κάθε Σ.Υ.Δ. που υποστηρίζει ο Φορέας.
β. Τροφεία, παροχές ή βοηθήματα των Ταμείων Κοινωνικής Ασφάλισης και της Κοινωνικής Αλληλεγγύης των ενοίκων ή των γονέων τους.
γ. Πόροι των Κοινοτικών Διαρθρωτικών Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
δ. Δωρεές, χορηγίες ή εισφορές, τακτικές ή έκτακτες των ενοίκων, των γονέων, των νόμιμων εκπροσώπων των ενοίκων ή τρίτων.
ε. Πόροι Προγραμμάτων Διεθνών Οργανισμών (ΟΗΕ, Παγκόσμια Τράπεζα, Συμβούλιο της ευρώπης κ.α.).
στ. Προγράμματα και δράσεις του τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας.
ζ. Προγράμματα και δράσεις Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης.
2. Είναι δυνατή η εκχώρηση στον Φορέα, κατόπιν ειδικής προς τούτο εξουσιοδότησης από τον ένοικο ή τους γονείς του ή τον δικαστικό του συμπαραστάτη, μέρους, μέχρι 80% του προνοιακού επιδόματος καθώς και των εν γένει πάσης φύσης και οποιασδήποτε μορφής βοηθημάτων και παροχών, για συμμετοχή στη δαπάνη διαβίωσης που δικαιούται κάθε ένοικος για όσο χρόνο κατοικεί στη Σ.Υ.Δ. που υποστηρίζει ο εν λόγω Φορέας. Στην περίπτωση αυτή το εκχωρούμενο μέρος των άνω επιδομάτων και εν γένει βοηθημάτων και παροχών θα καταβάλλεται απ΄ ευθείας στον Φορέα.
Άρθρο 10
Οικονομική διαχείριση
1. Η οικονομική διαχείριση των Σ.Υ.Δ. είναι αποκλειστική ευθύνη του φορέα ίδρυσης και λειτουργίας και του Διοικητικού Συμβουλίου του και εγκρίνεται, παρακολουθείται και ελέγχεται όπως ορίζεται από το καταστατικό του κάθε φορέα και σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.
2. Την ευθύνη για τη φύλαξη και κίνηση των ατομικών βιβλιαρίων καταθέσεων των ενοίκων που είναι «ανίκανοι για δικαιοπραξία» δύναται να έχει ο Υπεύθυνος Λειτουργίας/Διευθυντής της Σ.Υ.Δ., κατόπιν ειδικής προς τούτο εξουσιοδότησης από τους γονείς ή τον δικαστικό συμπαραστάτη αυτών. Ο Υπεύθυνος Λειτουργίας/Διευθυντής δύναται να έχει επίσης στην ευθύνη του τη φύλαξη και κίνηση των ατομικών βιβλιαρίων καταθέσεων των ενοίκων που είναι ικανοί για δικαιοπραξία, κατόπιν ειδικής προς τούτο εξουσιοδότησης από αυτούς.
3. Τα χρήματα των καταθέσεων που προέρχονται από επιδόματα, προγράμματα, δωρεές κ.α. αξιοποιούνται κυρίως για τις προσωπικές ανάγκες του κάθε ενοίκου με την εξασφάλιση της έγγραφης σύμφωνης γνώμης του (ή του γονέα ή του δικαστικού συμπαραστάτη του) και ενημέρωση του Υπεύθυνου Λειτουργίας/Διευθυντή της Σ.Υ.Δ.
Άρθρο 11
Χωροθέτηση Σ.Υ.Δ.
1. Οι Σ.Υ.Δ. πρέπει να βρίσκονται εντός του αστικού ιστού, σε περιοχές γενικής ή αμιγούς κατοικίας, κοντά σε κοινωνικές εξυπηρετήσεις.
2. Στις περιοχές όπου δεν υφίσταται τοπικό χωρικό σχέδιο, οι Σ.Υ.Δ. πρέπει να βρίσκονται μέσα στον ιστό της πόλης ή του οικισμού. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορούν να βρίσκονται και στα όρια της πόλης ή του οικισμού αλλά πάντοτε σε επαφή με τον οικιστικό ιστό και μόνο εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:
α. διασφαλίζεται η διαρκής και τακτική επικοινωνία και σχέση των ενοίκων της Σ.Υ.Δ. με το υφιστάμενο περιβάλλον και τη δράση της τοπικής κοινότητας είτε με μέσα μαζικής μεταφοράς είτε με άλλο τρόπο και
β. εξυπηρετούνται πλήρως από τα δίκτυα υποδομών (ηλεκτρισμός, τηλεφωνία, ύδρευση-αποχέτευση) της πόλης ή του οικισμού.
3α. Ένας φορέας μπορεί να ιδρύει είτε μια Σ.Υ.Δ. 1-4 ατόμων είτε μια Σ.Υ.Δ. 5-9 ατόμων και σε αυτοτελή κατοικία.
3β. Ένας φορέας μπορεί να ιδρύει μέχρι 3 Σ.Υ.Δ. 1-4 ατόμων στο ίδιο κτίριο ή κτιριολογικό συγκρότημα εφόσον η κάθε μία διαθέτει ανεξάρτητη είσοδο.
3γ. Ένας φορέας μπορεί να ιδρύει μέχρι 2 Σ.Υ.Δ. 5-9 ατόμων σε ενιαίο κτιριολογικό συγκρότημα εφόσον διαθέτουν διακριτές εισόδους και υποδομές.
3δ. Ν.Π.Δ.Δ. στο πλαίσιο της αποϊδρυματοποίησης, καθώς και πιστοποιημένοι φορείς παροχής υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (Ν.Π.Ι.Δ.), δύνανται να ιδρύουν Σ.Υ.Δ. 14 ατόμων σε υφιστάμενα διαμερίσματα πολυκατοικιών (εκτός υπογείου και ημιυπόγειου ορόφου), υπό την προϋπόθεση ότι τα υπνοδωμάτια των ένοικων τους θα είναι είτε μονόκλινα εμβαδού 9 τ.μ. κατ’ ελάχιστον είτε δίκλινα εμβαδού 12 τ.μ. κατ’ ελάχιστον, χωρίς τις περιοριστικές προδιαγραφές των παρ. 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 14 της παρούσας. Πρόσθετα, στις περιπτώσεις αυτές:
(αα) όταν οι ένοικοι της Σ.Υ.Δ. είναι δύο, το συνολικό εμβαδό του διαμερίσματος πρέπει να ανέρχεται κατ’ ελάχιστον στα 60 τ.μ. με ένα W.C./λουτρό,
(ββ) όταν οι ένοικοι της Σ.Υ.Δ. είναι τρεις, το συνολικό εμβαδό του διαμερίσματος πρέπει να ανέρχεται κατ’ ελάχιστον στα 80 τ.μ. με ένα W.C./λουτρό,
(γγ) όταν οι ένοικοι της Σ.Υ.Δ. είναι τέσσερις, το συνολικό εμβαδό του διαμερίσματος πρέπει να ανέρχεται κατ’ ελάχιστον στα 110 τ.μ. με ένα W.C./λουτρό και ένα W.C.
4. Ένας φορέας μπορεί να λειτουργήσει συνδυαστικά τις παραπάνω διακρίσεις των Σ.Υ.Δ. σε ένα κτίριο ή κτιριολογικό συγκρότημα εντός ενιαίου οικοπέδου, υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι ο συνολικός αριθμός των ενοίκων των επιμέρους Σ.Υ.Δ. δεν υπερβαίνει τους 12 ανά κτίριο και τους 18 ανά κτιριολογικό συγκρότημα.
Άρθρο 12
Νομιμότητα Οικοδομών
Οι Σ.Υ.Δ. πρέπει να έχουν ανεγερθεί βάσει άδειας οικοδομής της αρμόδιας υπηρεσίας δόμησης ως «κατοικίες» ή να είναι νομίμως υφιστάμενα ή νομιμοποιηθέντα κτίρια, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ν. 4495/2017 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
Άρθρο 13
Γενικές Προδιαγραφές Κτιρίων
Ι. Γενικές προδιαγραφές Σ.Υ.Δ.
1. Θέρμανση Κλιματισμός
Όλοι οι χώροι των Σ.Υ.Δ. πρέπει να διαθέτουν εγκατάσταση θέρμανσης και κατά προτίμηση μέσω συστήματος που θα επιτρέπει την αυτόνομη λειτουργία της για τη Σ.Υ.Δ. Οι χώροι διημέρευσης και τραπεζαρίας είναι επιθυμητό να διαθέτουν και εγκατάσταση κλιματισμού με αυτόνομες τοπικές μονάδες διαιρούμενου τύπου.
2. Φυσικός Φωτισμός Αερισμός
Όλοι οι χώροι που θα χρησιμοποιούνται για τη διαμονή, ύπνο και φαγητό πρέπει να έχουν τουλάχιστον τις ελάχιστες διαστάσεις ύψους, όπως και το ελάχιστο εμβαδόν ανοιγμάτων για τον άμεσο φυσικό φωτισμό και φυσικό αερισμό των χώρων που καθορίζονται από τον Κτιριοδομικό Κανονισμό (άρθρο 11 παρ. 5 και 7 ν. 3046/304),δηλαδή:
- Ελάχιστο ύψος χώρων κύριας χρήσης: 2,65 μ.
- Ελάχιστο εμβαδόν ανοιγμάτων φωτισμού: 10% του εμβαδού του δαπέδου του χώρου συμπεριλαμβανόμενου και του εμβαδού του τυχόν υπάρχοντος ημιυπαίθριου χώρου, εξώστη ή προστεγάσματος άνωθεν των ανοιγμάτων.
- Ελάχιστο εμβαδόν ανοιγμάτων αερισμού: 5% του εμβαδού του δαπέδου του χώρου, συμπεριλαμβανόμενου και του εμβαδού της οροφής του τυχόν υπάρχοντος ημιυπαίθριου χώρου, εξώστη ή προστεγάσματος άνωθεν των ανοιγμάτων.
Οι χώροι υγιεινής που δεν έχουν φυσικό αερισμό πρέπει να διαθέτουν σύστημα μηχανικού εξαερισμού με παροχή αέρα τέτοια, ώστε να γίνονται 12 αλλαγές ανά ώρα του αέρα του χώρου.
3. Στηθαία Εξωστών
Τα στηθαία των εξωστών ή ημιυπαίθριων χώρων πρέπει να έχουν ελάχιστο ύψος 1,20 μ. από το τελειωμένο δάπεδο.
4. Πόρτες Παράθυρα
Κάθε πόρτα χώρου υγιεινής ή υπνοδωματίου πρέπει να μπορεί να ξεκλειδώνεται από την εξωτερική πλευρά σε περίπτωση ανάγκης.
Οι πόρτες των χώρων υγιεινής πρέπει να ανοίγουν προς τα έξω ή να είναι συρόμενες.
Στις πόρτες και στα παράθυρα να τοποθετούνται μάνταλα ασφαλείας και στροφείς (μεντεσέδες) εύχρηστοι και χωρίς αιχμηρά σημεία ή σημεία παγίδευσης του χεριού.
5. Ασφάλεια Εγκαταστάσεων
Τα θέματα ασφαλείας πρέπει να είναι αρκετά ενισχυμένα.
Κάθε ηλεκτρικός πίνακας πρέπει να διαθέτει αυτόματο διακόπτη διαρροής, ευαισθησίας 30mA, ο οποίος θα προστατεύει όλες τις γραμμές του.
Η εγκατάσταση παραγωγής και διανομής ζεστού νερού χρήσης πρέπει να διαθέτει διάταξη περιορισμού της θερμοκρασίας, κατάλληλα ρυθμισμένη ώστε να μην υπερβαίνει τους 40°C.
Στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται συσκευές παρασκευής φαγητού που λειτουργούν με αέριο (υγραέριο ή φυσικό αέριο), θα πρέπει να διαθέτουν αυτόματη βαλβίδα διακοπής της παροχής αερίου στην περίπτωση έλλειψης φλόγας.
Κάθε θερμαντήρας νερού, πρέπει να διαθέτει θερμοστάτη, κατάλληλα ρυθμισμένο, ώστε η θερμοκρασία του ζεστού νερού να μην υπερβαίνει τους 40°C. Για την εξασφάλιση ικανής ποσότητας ζεστού νερού, λόγω της χαμηλής θερμοκρασίας αποθήκευσής του, πρέπει να τοποθετείται θερμαντήρας αναλόγου μεγέθους.
6. Πυροπροστασία
α. Οι Σ.Υ.Δ. βάσει της χρήσης τους υπάγονται στην κατηγορία χρήσης κτιρίου Α Κατοικίες και εφαρμόζονται σε αυτές όλες οι διατάξεις περί πυροπροστασίας κτιρίων με χρήση «Κατοικίες».
β. Στις Σ.Υ.Δ. επιπροσθέτως των οριζομένων στο εδ. (α) επιβάλλεται:
• Ένας (1) φορητός πυροσβεστήρας ξηρής σκόνης ή βάσης νερού, κατασβεστικής ικανότητας τουλάχιστον 21Α-113Β-C, ανά 50 τ.μ. μικτής επιφάνειας. Οι πυροσβεστήρες θα τοποθετούνται σε εμφανή και με εύκολη πρόσβαση σημεία από το προσωπικό των ΣΥΔ.
Ανεξάρτητα από τους ανωτέρω υπολογισμούς, ο ελάχιστος αριθμός των ανωτέρω πυροσβεστήρων δεν θα είναι μικρότερος από δύο (2).
• Φωτιστικά Ασφαλείας σε κάθε δωμάτιο, σύμφωνα με το πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 1838
• Αυτόματο σύστημα πυρανίχνευσης που να καλύπτει όλους τους χώρους της ΣΥΔ, που ικανοποιεί τις απαιτήσεις του προτύπου ΕΛΟΤ ΕΝ 54 ισχύει και σύμφωνα με τις προδιαγραφές του κατασκευαστή.
• Οπτικές διατάξεις συναγερμού που να καλύπτουν όλους τους χώρους της ΣΥΔ, που ικανοποιούν τις απαιτήσεις του προτύπου ΕΛΟΤ ΕΝ 54-23 και σύμφωνα με τις προδιαγραφές του κατασκευαστή.
• Δυνατότητα αυτόματης ειδοποίησης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και του συντονιστή ή/και φροντιστή της ΣΥΔ.
• Ένας (1) φορητός πυροσβεστήρας κατηγορίας πυρκαγιάς F, στο χώρο της κουζίνας, ελάχιστης κατασβεστικής ικανότητας 25F.
• Ανιχνευτής διαρροής αερίων (υγραερίου ή φυσικού αερίου αντίστοιχα), ο οποίος θα πληροί τις απαιτήσεις σχετικών ευρωπαϊκών ή ισοδύναμων προτύπων, στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται συσκευές παρασκευής φαγητού που λειτουργούν με αέριο (υγραέριο ή φυσικό αέριο), ο οποίος και θα διακόπτει την παροχή αερίου.
7. Προσβασιμότητα Οριζόντια και κάθετη κυκλοφορία Στις περιπτώσεις Σ.Υ.Δ. ατόμων στις οποίες πρόκειται να διαμείνει έστω και ένα άτομο κινούμενο με αμαξίδιο, εφαρμόζονται οι αντίστοιχες προδιαγραφές που ισχύουν για τις Σ.Υ.Δ. ατόμων με κινητικές αναπηρίες και αναφέρονται παρακάτω.
II. Ειδικές προδιαγραφές Σ.Υ.Δ. για άτομα με κινητικές αναπηρίες
Προκειμένου περί Σ.Υ.Δ. όπου διαμένει έστω και ένα άτομο κινούμενο με αμαξίδιο, εφαρμόζονται επιπλέον οι παρακάτω προδιαγραφές:
1. Δάπεδα
Τα δάπεδα πρέπει να είναι αντιολισθητικά και να καθαρίζονται εύκολα.
2. Στηθαία Εξωστών
Όπως στις Σ.Υ.Δ. για άτομα με νοητική υστέρηση.
3. Πόρτες Παράθυρα
Εσωτερικές θύρες πλάτους από κάσα σε κάσα 0.90μ. και στις περιπτώσεις της παρ.3δ του άρθρου 11 πλάτους από κάσα σε κάσα 0,75μ., συρόμενων ή ανοιγόμενων, με χειρολαβές τοποθετημένες σε ύψος 0.90-1.20μ από το δάπεδο και με επαρκή χώρο εκατέρωθεν του θυρόφυλλου για ελιγμό του αμαξιδίου (ελεύθερος χώρος διαμέτρου 1.50μ).
Ειδικά για θύρες χώρων υγιεινής πρέπει να προβλέπονται πάντα θύρες ανοιγόμενες προς τα έξω ή συρόμενες. Στις πόρτες και στα παράθυρα να τοποθετούνται μάνταλα ασφαλείας και στροφείς (μεντεσέδες) εύχρηστοι και χωρίς αιχμηρά σημεία ή σημεία παγίδευσης του χεριού.
4. Προσβασιμότητα Οριζόντια και κάθετη κυκλοφορία Οι Σ.Υ.Δ. πρέπει να είναι προσβάσιμες ή να εξασφαλίζουν την προσβασιμότητα των ενοίκων που κινούνται με αμαξίδιο ή έχουν δυσκολία κίνησης. Ως δυνατότητα πρόσβασης ορίζεται τόσο η οριζόντια και κατακόρυφη προσπέλαση των κτιρίων από το δρόμο (είσοδοι, ανελκυστήρας), όσο και η ευκολία κίνησης και χρήσης των εσωτερικών χώρων των Σ.Υ.Δ. και ιδιαίτερα των χώρων υγιεινής.
Οι είσοδοι των κτιρίων Σ.Υ.Δ. και οι ανελκυστήρες πρέπει να επιτρέπουν την είσοδο και μετακίνηση ατόμων κινουμένων με αμαξίδια σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4067/2012 (ΦΕΚ 79 Α’), ενώ γενικά πρέπει να πληρούνται οι προδιαγραφές προσβασιμότητας που προβλέπονται στη κείμενη νομοθεσία, καθώς και οι σχετικοί κανονισμοί πυρασφάλειας με βάση τον ισχύοντα Κανονισμό Πυροπροστασίας Κτιρίων (π.δ.41/2018-ΦΕΚ80Α΄). Η κεντρική είσοδος των κτιρίων Σ.Υ.Δ., οι είσοδοι ανά όροφο και η είσοδος από τους υπόγειους χώρους στάθμευσης εφόσον προβλέπονται τέτοιοι στο κτίριο θα πρέπει να είναι προσβάσιμοι από άτομα με κινητικές αναπηρίες και ειδικότερα από χρήστες αμαξιδίων.
Όπου οι είσοδοι των κατοικιών είναι σε διαφορετικές στάθμες από τη στάθμη του πεζοδρομίου θα πρέπει να προβλέπεται ράμπα κλίσης 5% ή ανελκυστήρας ή -όπου αυτός δεν είναι υποχρεωτικός σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία θα πρέπει να προβλέπεται κοντά στην είσοδο και στο ίδιο με αυτήν επίπεδο χώρος ικανών διαστάσεων ώστε να φιλοξενήσει, εφόσον χρειαστεί, οποιοδήποτε μηχανικό μέσο κάλυψης της υψομετρικής διαφοράς ακόμη και ανελκυστήρα.
Οι είσοδοι, οι ράμπες, οι ανελκυστήρες και τα άλλα μέσα κάλυψης υψομετρικών διαφορών θα κατασκευάζονται σύμφωνα με τις Οδηγίες του ΥΠΕΚΑ: «Είσοδοι κτιρίων», «Ράμπες ατόμων και αμαξιδίων» και «Μηχανικά μέσα κάλυψης υψομετρικών διαφορών» αντίστοιχα.
Για την απρόσκοπτη κίνηση των ατόμων που χρησιμοποιούν αμαξίδια πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Διάδρομοι πλάτους 0,90-1.20μ. με εξασφαλισμένο σε όλο το μήκος τους ελάχιστο ελεύθερο από κάθε εμπόδιο ή έπιπλο πλάτος 0.90μ.
β) Αποφυγή ανισοσταθμιών στους χώρους της κατοικίας και κατωφλίων ύψους μεγαλύτερου των 2εκ.
γ) Τοποθέτηση διακοπτών, πριζών, κομβίων κλήσεως και γενικά μηχανισμών χειρισμού σε μια ζώνη 0.90-1.20μ. από το δάπεδο, πάντα στα ίδια σταθερά σημεία για όλες τις περιπτώσεις (π.χ. οι διακόπτες για το φως στα δεξιά των ανοιγμάτων και κοντά στην κάσα της πόρτας, κλπ), με όσο το δυνατόν πλατύτερη πλακέτα φωσφορίζουσα ή με φωτάκι.
Σημειώνεται ότι όπου είναι αδύνατη η εγκατάσταση ανελκυστήρα για άτομα με κινητικά προβλήματα, επιτρέπεται η εγκατάσταση αναβατορίου κλίμακας. Ελάχιστες διαστάσεις 0,80m X1,00m., προτιμώμενες 0,90 X 1,20m. Η πλατφόρμα μπορεί να διαθέτει και αναδιπλούμενο κάθισμα· σε αυτήν τη περίπτωση το πλάτος της πρέπει να αυξηθεί κατά το πάχος του καθίσματος. Πρέπει να υπάρχει σύστημα ασφαλούς συνέχισης της κίνησης σε περίπτωση διακοπής της παροχής ρεύματος. Η κίνηση ελέγχεται από χειριστήρια στο φερόμενο τμήμα και στην αρχή και τέλος της διαδρομής. Η ταχύτητα κίνησης πρέπει να είναι 0,05-0,1m/sec. Η ανυψωτική ικανότητα του συστήματος είναι 250Kg.
ΙΙΙ. Ειδικές προδιαγραφές Σ.Υ.Δ. για άτομα με αισθητηριακές αναπηρίες.
Σε Σ.Υ.Δ. όπου διαμένει έστω και ένα άτομο με αισθητηριακή αναπηρία όρασης, εκτός των γενικών προδιαγραφών, θα πρέπει να εφαρμόζονται τα ακόλουθα:
Η διακίνηση των ατόμων με προβλήματα όρασης διευκολύνεται από κατευθυντήριους οδηγούς στο δάπεδο διαφορετικής υφής και έντονης χρωματικής αντίθεσης από τα υπόλοιπα στοιχεία, ειδικούς χειρολισθήρες με αρχή και τέλος, πινακίδες με το σύστημα BRAILLE σε κατάλληλο ύψος τοποθετημένες, δάπεδα μη ηχοαπορροφητικά για να αναγνωρίζουν τους άλλους από τον βηματισμό τους, ευκρινή ηχητική σήμανση και χώρους που να μην δημιουργούν αντήχηση.
Οι χώροι στους οποίους κινούνται πρέπει να είναι ελεύθεροι εμποδίων και να μην κρύβουν παγίδες, όπως προεξέχοντα στοιχεία σε ύψος μικρότερο των 2.20μ. χωρίς προβολική επισήμανση στο δάπεδο, ALLER-RETOUR ή ανοιγόμενες πόρτες, εύθραυστα τζάμια κλπ. Τα κουμπιά των ανελκυστήρων πρέπει να φέρουν ανάγλυφη σήμανση.
Εφόσον στη Σ.Υ.Δ. διαμένουν άτομα με διαταραχές ακοής δεν απαιτούνται οι παραπάνω προδιαγραφές.
Εάν στη Σ.Υ.Δ. διαμένουν, εκτός των ατόμων με αισθητηριακές αναπηρίες, και άτομα με κινητικές αναπηρίες, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στο άρθρο 13 παρ. ΙΙ της παρούσης.
Άρθρο 14
Προδιαγραφές Χώρων
1. Γενικά
Όλοι οι οριζόμενοι χώροι αποσκοπούν στην άνετη, ασφαλή και ήρεμη διαμονή των ενοίκων στη Σ.Υ.Δ. Τα μεγέθη των επιφανειών των χώρων είναι τα ελάχιστα και επιτρέπεται οποιαδήποτε επιπλέον ανάπτυξη των χώρων, πάντα με κριτήριο τη διευκόλυνση των ενοίκων της Σ.Υ.Δ. Προκειμένου να εξυπηρετείται όσο το δυνατόν μεγαλύτερο φάσμα ενοίκων, σε Σ.Υ.Δ. που κατοικούν άτομα είτε με νοητική υστέρηση είτε με βαριές και πολλαπλές αναπηρίες είτε με διαφορετικού είδους αναπηρίες, θα ισχύουν οι μέγιστες κατά τις κτιριακές ανάγκες ελάχιστες προδιαγραφές επικουρούμενες με τις κατά περίπτωση
αναπηρίας ιδιαίτερες προδιαγραφές.
Σε Σ.Υ.Δ. που διαμένουν άτομα με προβλήματα όρασης, όλες οι επιφάνειες στο χώρο δεν πρέπει να αντανακλούν έντονα το φως, αλλά να είναι από «ματ» χρωματισμούς, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι αντανακλάσεις.
2. Καθιστικό και Τραπεζαρία
Το καθιστικό και η τραπεζαρία μπορεί να αποτελούν είτε ένα ενιαίο χώρο είτε δύο συνεχόμενους χώρους που θα επιτρέπουν και τις δύο λειτουργίες είτε δύο ανεξάρτητους χώρους που θα εξυπηρετούν το σύνολο των ενοίκων κάθε Σ.Υ.Δ.
Στην περίπτωση ενός ενιαίου ή δύο συνεχόμενων χώρων πρέπει να εξασφαλίζονται τουλάχιστον 4,50 μ2/ ένοικο.
Στην περίπτωση δύο ανεξαρτήτων χώρων πρέπει να εξασφαλίζονται για το καθιστικό τουλάχιστον 2,50 μ2/ένοικο και για την τραπεζαρία τουλάχιστον 2,00 μ2/ ένοικο.
Για τον υπολογισμό των ως άνω απαιτούμενων εμβαδών, ως αριθμός ενοίκων υπολογίζεται για μεν τις Σ.Υ.Δ. 14 ατόμων ο αριθμός των ενοίκων συν ένα (+1) άτομο επί πλέον, για δε τις Σ.Υ.Δ. 5-9 ατόμων ο αριθμός των ενοίκων συν δύο (+ 2) άτομα επί πλέον.
Σε κάθε περίπτωση, το εμβαδόν των ως άνω χώρων δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 12,00μ2 για τον ενιαίο χώρο και από 10,00 και 8,00μ2 για τους δύο χώρους καθιστικού και τραπεζαρίας αντίστοιχα.
Στις περιπτώσεις στις οποίες στη Σ.Υ.Δ. πρόκειται να διαμείνει έστω και ένα άτομο με κινητική δυσκολία, α) ο σχεδιασμός και η τοποθέτηση των επίπλων στο χώρο θα πρέπει να επιτρέπει την κίνηση και περιστροφή του αμαξιδίου, β) τα έπιπλα θα πρέπει να έχουν γωνίες στρογγυλεμένες και όσο το δυνατόν λιγότερες προεξοχές, γ) το ύψος των τραπεζιών πρέπει να είναι τέτοιο που να επιτρέπει την προσέγγιση αμαξιδίου, δηλαδή περίπου 70 εκ. από το δάπεδο.
Στις Σ.Υ.Δ. που προορίζονται για άτομα με αναπηρίες όρασης, τα έπιπλα που θα τοποθετηθούν πρέπει να είναι από υλικά ζεστά στην αφή (π.χ. ξύλο), να μην έχουν αιχμηρές απολήξεις, να μην προεξέχουν επικίνδυνα και να έχουν επιγραφές Βraille όπου είναι απαραίτητο.
3. Κουζίνα
Ο χώρος πρέπει να επιτρέπει την τοποθέτηση όλου του απαραίτητου εξοπλισμού και θα αποτελεί είτε ανεξάρτητο χώρο είτε εσοχή σε συνέχεια του καθιστικού ή της τραπεζαρίας.
Για έναν έως δύο ενοίκους απαιτείται εμβαδόν χώρου τουλάχιστον 6,00 μ2, για τρεις ενοίκους 8,00 μ2, για τέσσερις ενοίκους 9,00 μ2, για πέντε έως έξι ενοίκους 10,00 μ2 και για επτά έως και εννέα ενοίκους 12,00 μ2. Στα ως άνω ελάχιστα απαιτούμενα εμβαδά περιλαμβάνονται και τα ερμάρια.
Για τις περιπτώσεις στις οποίες στη Σ.Υ.Δ. πρόκειται να διαμείνει έστω και ένα άτομο κινούμενο με αναπηρικό αμαξίδιο, εκτός των παραπάνω απαιτήσεων, πρέπει:
α) κάτω από τους πάγκους να προβλέπονται υποδοχές σε 0.80μ. από το δάπεδο και για βάθος 0.60μ., ώστε να μπαίνουν κάτω από τον πάγκο και τα μπράτσα του αμαξιδίου, όταν χρειάζεται κατά μέτωπο προσέγγιση,
β) στις θέσεις των ερμαρίων και των ηλεκτρικών συσκευών να προβλέπονται άνετες κατά μήκος εσοχές για τα πόδια, ύψους 0.20μ. από το δάπεδο και βάθους 0.15μ.,
γ) όλες οι εξωτερικές σωληνώσεις να μονώνονται, ιδίως κάτω από το νεροχύτη, προς αποφυγήν εγκαυμάτων.
δ) στο κάτω τμήμα των ερμαρίων να προβλέπονται συρόμενα θυρόφυλλα, που δεν εμποδίζουν την κίνηση, καθώς και συρόμενα ράφια με οπές κυκλικές Φ14-20εκ. ή ελαφρά ελλειπτικές, για τη σταθερή τοποθέτηση σκευών, και περιστρεφόμενα ή συρόμενα ράφια-καλάθια,
ε) όλοι οι πάγκοι εργασίας να βρίσκονται στο ίδιο ύψος με τις εστίες μαγειρέματος για εύκολη μεταφορά των σκευών,
στ) τα ράφια να βρίσκονται σε ύψος μέχρι 1.40μ.
Στις περιπτώσεις στις οποίες στη Σ.Υ.Δ. πρόκειται να διαμείνει έστω και ένα άτομο με αναπηρίες όρασης, πρέπει να προβλέπονται συσκευές με διακόπτες με ενδείξεις ανάγλυφες και με έντονη χρωματική διαφορά.
4. Υπνοδωμάτια
Τα υπνοδωμάτια θα είναι μονόκλινα ή δίκλινα (για την περίπτωση συγκατοίκησης ζευγαριού με αναπηρία ή συγκατοίκησης συγγενών ή ενοίκων ίδιου φύλου με αναπηρία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 παρ. 1 εδ. α, της παρούσης).
Οι ελάχιστες διαστάσεις των υπνοδωματίων είναι:
α) Για τα άτομα με νοητικές ή αισθητηριακές αναπηρίες, ως ελάχιστες διαστάσεις των υπνοδωματίων ορίζονται:
Ελάχιστο Εμβαδόν (μ2) Ελάχιστο μήκος πλευρών (μ.μ.) Μονόκλινο 9,00μ2 2,80μ. Δίκλινο 12,00μ2 2,80μ.
Τα ως άνω μεγέθη (εμβαδά και διαστάσεις) είναι καθαρά και δεν περιλαμβάνουν τα εντοιχισμένα ερμάρια. Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν εντοιχισμένα ερμάρια, ο χώρος πρέπει να προσαυξάνεται ανάλογα.
Επιτρέπεται απόκλιση από το ελάχιστο μήκος πλευρών μέχρι και 5% εφόσον εξασφαλίζεται η άνετη διακίνηση των φιλοξενουμένων και ικανοποιητική διάταξη των επίπλων, σε σχέση με τα ερμάρια και τα κουφώματα. Τα υπνοδωμάτια θα πρέπει να διαθέτουν ερμάρια αριθμού αντίστοιχου των ενοίκων που διαμένουν σε αυτά.
Ειδικότερα το δωμάτιο ενοίκου με αυτισμό πρέπει να έχει επένδυση στους τοίχους, από το δάπεδο μέχρι ύψος 1,80m με ένα υλικό μαλακό πλαστικό πάχους τουλάχιστον 0,15m (τύπου αφρολέξ), το οποίο επενδύεται με μαλακό ύφασμα. Επίσης, με το ίδιο υλικό επενδύεται και το πίσω μέρος της πόρτας.
β) Για τα άτομα με σοβαρή εγκεφαλική παράλυση και τα άτομα με κινητικές αναπηρίες (χρήστες αμαξιδίου), ως ελάχιστες διαστάσεις των υπνοδωματίων ορίζονται:
Ελάχιστο Εμβαδόν (μ2) Ελάχιστο μήκος πλευρών (μ.μ.) Μονόκλινο 12,00μ2 3,20μ. Δίκλινο 16,00μ2 3,20μ.
Τα ως άνω μεγέθη (εμβαδά και διαστάσεις) είναι καθαρά και δεν περιλαμβάνουν τα εντοιχισμένα ερμάρια. Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν εντοιχισμένα ερμάρια, ο χώρος πρέπει να προσαυξάνεται ανάλογα.
Επιτρέπεται απόκλιση από το ελάχιστο μήκος πλευρών μέχρι και 5% εφόσον εξασφαλίζεται η άνετη διακίνηση των φιλοξενουμένων και ικανοποιητική διάταξη των επίπλων, σε σχέση με τα ερμάρια και τα κουφώματα. Τα υπνοδωμάτια θα πρέπει να διαθέτουν ερμάρια αριθμού αντίστοιχου των ενοίκων που διαμένουν σε αυτά.
Επίσης, πρέπει να εξασφαλίζεται ελεύθερος χώρος διαμέτρου 1.50μ., καθώς και διαδρόμου πλάτους 1.10μ. και στις τρείς πλευρές του κρεβατιού, ώστε ο χρήστης αμαξιδίου να μπορεί να προσεγγίσει και να στρώσει μόνος του το κρεβάτι του. Σε περίπτωση που σε μία από τις τρεις πλευρές το πλάτος είναι μόνο 80-90εκ., τότε οι άλλες δύο απαιτούν πλάτος 1.20μ. για να είναι δυνατή η κίνηση του αμαξιδίου (επισημαίνεται ότι το 1.10μ. επαρκεί για την παράλληλη προσέγγιση του κρεβατιού από αμαξίδιο, το 1.20μ. απαιτείται εάν ο χρήστης αμαξιδίου χρειάζεται και την βοήθεια άλλου προσώπου, ενώ στην περίπτωση κάθετης προσέγγισης του κρεβατιού απαιτούνται τουλάχιστον 1.40-1.50μ.).
5. Χώροι Υγιεινής
Ο αριθμός και το είδος των χώρων ποικίλουν ανάλογα με τον αριθμό των ενοίκων και καθορίζονται ως εξής:
- Για Σ.Υ.Δ. μέχρι 2 ενοίκων απαιτείται τουλάχιστον ένας χώρος υγιεινής (W.C./ντους ή W.C./λουτρό).
- Για Σ.Υ.Δ. 1-4 ενοίκων απαιτούνται τουλάχιστον δύο χώροι υγιεινής (W.C./ντους ή W.C./λουτρό).
- Για τις Σ.Υ.Δ. 5-9 ατόμων απαιτείται ένας (1) χώρος υγιεινής (W.C./ντους ή W.C./λουτρό) ανά δωμάτιο (μονόκλινο ή δίκλινο).
Τοποθετούνται επιπλέον χειρολαβές στην αρμόζουσα θέση στο νιπτήρα, τη λεκάνη και το ντους ή το λουτρό. Ανεξάρτητα από τον αριθμό των ενοίκων, η ύπαρξη W.C./ντους ΑμεΑ, ελάχιστου εμβαδού 5,00 μ2, είναι υποχρεωτική όταν τουλάχιστον ένας από τους ενοίκους της Σ.Υ.Δ. έχει κινητικά προβλήματα. Στην περίπτωση αυτή:
- Για Σ.Υ.Δ. μέχρι 2 ενοίκων ο απαιτούμενος χώρος υγιεινής θα πρέπει να είναι W.C./ντους ΑμεΑ, ελάχιστου εμβαδού 5,00 μ2.
- Για Σ.Υ.Δ. 1-4 ενοίκων, ο ένας από τους δύο χώρους υγιεινής να είναι W.C./ντους ΑμεΑ, ελάχιστου εμβαδού 5,00 μ2.
- Για τις Σ.Υ.Δ. 5-9 ατόμων, απαιτείται η ύπαρξη W.C./ ντους ΑμεΑ, ελάχιστου εμβαδού 5,00 μ2, στο δωμάτιο που προορίζεται για ένοικο χρήστη αμαξιδίου.
Οι προδιαγραφές των χώρων υγιεινής W.C./ντους ΑμεΑ έχουν ως εξής:
α) Όσον αφορά τον νιπτήρα, καθρέπτη, λεκάνη, σύστημα κλήσης βοήθειας τελειώματα δαπέδων και εγκατάστασης ντους, πρέπει:
- Ο νιπτήρας να απέχει 0.85μ. από το δάπεδο για το επάνω μέρος του και 0.70μ. για το κάτω, ενώ η αποχέτευση του νιπτήρα δεν θα ενοχλεί τα γόνατα του χρήστη αναπηρικού αμαξιδίου.
- Ο καθρέπτης να τοποθετείται πάνω από το νιπτήρα με ελαφριά κλίση, ενώ το κάτω μέρος του να βρίσκεται σε ύψος 1.00μ. από το δάπεδο και το επάνω 2.00μ.
- Η λεκάνη να τοποθετείται μπροστά και δίπλα από μια πλευρά της λεκάνης, ώστε να εξασφαλίζει αρκετό χώρο για μετωπική ή πλάγια προσέγγιση ατόμου σε αμαξίδιο. Το ύψος της λεκάνης πρέπει να είναι 0.45μ. για να διευκολύνεται η μετακίνηση του χρήστη από το αμαξίδιο στη λεκάνη, ενώ πρέπει να υπάρχει πλάτη ύψους τουλάχιστον 0.30μ. από την επιφάνεια του καλύμματος. Δίπλα στη λεκάνη πρέπει να αγκυρώνεται μη ολισθηρή σπαστή χειρολαβή μήκους περίπου 0.75μ. με το επάνω μέρος της σε ύψος 0.70μ. από το δάπεδο, ενώ η διάμετρος της πρέπει να είναι 30χιλ. 40 χιλ. (1½΄΄ περίπου).
- Οι διακόπτες φωτισμού πρέπει να έχουν πλακέτα με μεγάλη επιφάνεια και να τοποθετούνται σε ύψος 0.90μ. 1.20μ. από το δάπεδο.
- Σε όλους τους χώρους υγιεινής πρέπει να προβλέπονται κρεμάστρες σε δύο ύψη, στο 1.20μ. και 1.80μ. από το δάπεδο, σε κατάλληλες θέσεις του χώρου.
β) Όσον αφορά την περιοχή του ντους, αυτή διαμορφώνεται συνεπίπεδα με το υπόλοιπο δάπεδο είτε με τη χρήση κεραμικών πλακιδίων μικρών διαστάσεων (5x5 ή 10x10 εκ.) ώστε να είναι δυνατή η διαμόρφωση των απαραίτητων κλίσεων για την απορροή των υδάτων, είτε με την τοποθέτηση ειδικής χωνευτής ντουζιέρας. Γενικά απαγορεύεται η τοποθέτηση κλασσικής τυποποιημένης ή χτιστής ντουζιέρας και η κατασκευή οποιουδήποτε χτιστού περιζώματος για τον καθορισμό του χώρου, αφού εμποδίζεται έτσι η πρόσβαση ατόμων με δυσκολία στην κίνηση.
Σε περίπτωση ύπαρξης μπανιέρας, αυτή θα πρέπει να εξοπλιστεί με ειδικές χειρολαβές και ειδικό καθισματάκι. Στο ένα άκρο της πρέπει να κατασκευάζεται πεζούλι μόνιμο στο οποίο θα μεταφέρεται ο χρήστης αμαξιδίου, για να ολισθήσει σιγά-σιγά στην μπανιέρα στηριζόμενος στα χέρια του, ή αντίστροφα κατά την έξοδό του από αυτή. Το ύψος του πεζουλιού και της μπανιέρας πρέπει να είναι το ίδιο με αυτό του αναπηρικού καθίσματος (περίπου 0.50μ. από το δάπεδο).
Ο χώρος υγιεινής θα έχει δάπεδο αντιολισθητικό, θύρα ανοιγόμενη προς τα έξω ή συρόμενη και θα περιλαμβάνει τα είδη και τον αριθμό του εξοπλισμού (λεκάνη, νιπτήρα, χειρολαβές, καθρέπτη κ.λπ.), όπως αυτά ορίζονται από το άρθρο 4 της οικ. 52487/16-11-2001 απόφασης
«Ειδικές ρυθμίσεις για την εξυπηρέτηση ΑμεΑ σε υφιστάμενα κτίρια» (ΦΕΚ 18/Β’/2002). Επίσης, θα επιδιώκεται η κατά το δυνατόν εξασφάλιση των απαραίτητων διαστάσεων για τον ελιγμό των αμαξιδίων των ατόμων με κινητικές αναπηρίες.
6. Πρόσθετοι Χώροι
1. Στις Σ.Υ.Δ. 5-9 ατόμων πρέπει να υφίστανται επί πλέον και οι ακόλουθοι χώροι:
α. Γραφείο Προσωπικού Υποστήριξης ελάχιστου εμβαδού 10,0 μ2 για τις συναντήσεις του Προσωπικού Υποστήριξης, την επικοινωνία και τη συνεργασία με τους γονείς ή δικαστικούς συμπαραστάτες των ενοίκων.
β. Κοιτώνας Προσωπικού Υποστήριξης για την ανάπαυση και τυχόν διανυκτέρευση του Προσωπικού Υποστήριξης της Σ.Υ.Δ.
γ. Ένας χώρος υγιεινής (W.C./ντους ή W.C./λουτρό) ειδικά για το Προσωπικό Υποστήριξης.
2. Στις περιπτώσεις των παρ. 3β και 3γ του άρθρου 11 της παρούσας, οι πρόσθετοι χώροι Υποστήριξης των επιμέρους Σ.Υ.Δ. δύναται να είναι κοινοί εκτός του χώρου διανυκτέρευσης.
Άρθρο 15
Μεταβατικές και λοιπές Διατάξεις
1. Η Δ12/ΓΠ,οικ. 62866/1832/2018 από 30.11.2018 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Β’5582) καταργείται από την ημέρα δημοσίευσης της παρούσας.
2. Τυχόν εκκρεμούσες αιτήσεις για χορήγηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας, που κατατέθηκαν μετά τη δημοσίευση της κοινής υπουργικής απόφασης της παραγράφου 1, εξετάζονται με τις διατάξεις της παρούσας.
3. Υφιστάμενες στέγες Υποστηριζόμενης Διαβίωσης και Αυτόνομης Διαβίωσης που ήδη λειτουργούν με νόμιμη άδεια ίδρυσης και λειτουργίας συνεχίζουν να λειτουργούν με το προϋφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς και οφείλουν να προσαρμοστούν μόνον στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 4, 5 και 7 της παρούσας εντός δύο ετών από τη δημοσίευσή της.
Το ίδιο ισχύει και για τους Φορείς, οι οποίοι κατά τη δημοσίευση της παρούσας είτε έχουν προβεί στην ανέγερση εγκαταστάσεων για την κατασκευή των οποίων έχουν διατεθεί κοινοτικοί ή κρατικοί πόροι και δεν έχουν λάβει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας είτε έχουν λάβει αποδεδειγμένα προέγκριση από λειτουργικής άποψης για την λειτουργία Σ.Υ.Δ. βάσει του προϋφιστάμενου καθεστώτος ή άδεια οικοδομής για την κατασκευή της Σ.Υ.Δ. από την αρμόδια υπηρεσία δόμησης.
Άρθρο 16
Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 20 Μαρτίου 2019
Οι Αναπληρωτές Υπουργοί
Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
ΘΕΑΝΩ ΦΩΤΙΟΥ
Οικονομιικών
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ
ΔΕΔ Θ 464/2019 Υποβολή αρχείου συγκεντρωτικών καταστάσεων (ΜΥΦ) για διόρθωση αποκλίσεων εξόδων το οποίο συμπεριλαμβάνει και τα έσοδα
Θεσσαλονίκη 25/2/2019
Αριθμός απόφασης: 464
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΤΜΗΜΑ: Α7' - Επανεξέτασης
Ταχ. Δ/νση: Εγνατία 45
Ταχ. Κώδικας: 54630 - Θεσ/νικη
Τηλέφωνο: 2313-333245
ΦΑΞ: 2313-333258
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Έχοντας υπ' όψη:
1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α' 170).
β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή
της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β'/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής
Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)»
γ. Της ΠΟΛ 1064/2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων
(ΦΕΚ Β' 1440/27-4-2017).
2. Την ΠΟΛ 1069/04-03-2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του
Υπουργείου Οικονομικών.
3. Την Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ Β' 2759/1.9.2016) Απόφαση του
Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών «Παροχή εξουσιοδότησης υπογραφής».
4. Την από 26/10/2018 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή του ΑΦΜ ,
κατοίκου , ΤΚ , κατά της με αρ...../24-9-2018 Πράξης Επιβολής Προστίμου του
άρθρου 54 62 του Ν.4174/2013 του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ιωαννίνων και τα
προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.
5. Την ανωτέρω προσβαλλόμενη πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση.
6. Την από 20/11/2018 Έκθεση Απόψεων του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ιωαννίνων.
7. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του τμήματος Α7' - Επανεξέτασης της
Υπηρεσίας μας όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο απόφασης.
Επί της από 26/10/2018 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής του ΑΦΜ
, η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των
υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της
ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:
Με την με αρ /24-9-2018 Πράξη Επιβολής Προστίμου του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ.
Ιωαννίνων επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα πρόστιμο ποσού 400,00 €, διότι υπέβαλε
εκπρόθεσμα Συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών - προμηθευτών για τα Α', Β', Γ'
και Δ' τρίμηνα του φορολογικού έτους 2014, κατά παράβαση των διατάξεων του
άρθρου 14 παρ. 3 και 4 του Ν.4174/2013 που επισύρουν τις κυρώσεις άρθρου 54 παρ.
1 περ. α' παρ. 2 περ. α' του ν. 4174/2013.
Ο προσφεύγων, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά την ακύρωση της ως άνω
πράξης επιβολής προστίμου, ισχυριζόμενος ότι από τη διασταύρωση των υποβληθέντων
στοιχείων παρέστη η ανάγκη να υποβάλει τροποποιητική συγκεντρωτική κατάσταση
προμηθευτών και εκ παραδρομής κατά την υποβολή του αρχείου στο taxis υποβλήθηκε
και η συγκεντρωτική κατάσταση πελατών χωρίς να έχει καμία μεταβολή στοιχείων.
Επειδή, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 14 του Ν.4174/2013,
όπως προστέθηκαν με την παρ. 5 του άρθρου 42 του Ν.4223/2013 και ισχύουν από
31/12/2013 και μετά, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 59 του ίδιου νόμου, «3.
Κάθε φυσικό πρόσωπο με εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, κάθε νομικό
πρόσωπο και νομική οντότητα, καθώς και οι αγρότες που υπάγονται στο άρθρο 41 του
Κώδικα Φ.Π.Α. (Ν. 2859/2000), υποβάλλουν καταστάσεις φορολογικών στοιχείων,
προμηθευτών και πελατών, για τα εκδοθέντα και ληφθέντα φορολογικά στοιχεία
αποκλειστικά με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας στο διαδικτυακό τόπο
του Υπουργείου Οικονομικών, ανεξάρτητα από τον τρόπο έκδοσης αυτών
(μηχανογραφικά ή χειρόγραφα). Οι καταστάσεις του προηγούμενου εδαφίου αφορούν
φορολογικά στοιχεία που σχετίζονται αποκλειστικά με την επαγγελματική
εξυπηρέτηση, καθώς και την εκπλήρωση του σκοπού των προσώπων του προηγούμενου
εδαφίου. Για τις λιανικές συναλλαγές υποβάλλονται συγκεντρωτικά δεδομένα.
4. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα καθορίζονται ο χρόνος υποβολής των
καταστάσεων, ο τρόπος, η διαδικασία, η έκταση εφαρμογής, το ύψος της αξίας των
στοιχείων, ο τρόπος επιβεβαίωσης και κάθε άλλο θέμα σχετικά με την εφαρμογή της
προηγούμενης παραγράφου.»
Επειδή, στην ΠΟΛ 1022/2014 «Υποβολή καταστάσεων φορολογικών στοιχείων,
για διασταύρωση πληροφοριών.» ορίζεται:
«Άρθρο 1 Έκταση εφαρμογής
α) Κάθε φυσικό πρόσωπο με εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, κάθε νομικό
πρόσωπο και νομική οντότητα με εξαίρεση τις υποκείμενες στο ειδικό συνταγματικό
καθεστώς Ιερές Μονές του Αγίου Όρους, καθώς και οι αγρότες που υπάγονται στο
άρθρο 41 του Κώδικα Φ.Π.Α. (Ν. 2859/2000), υποβάλλει καταστάσεις φορολογικών
στοιχείων, πελατών και προμηθευτών, για τα εκδοθέντα και τα ληφθέντα φορολογικά
στοιχεία, αποκλειστικά με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας μέσω
διαδικτύου, στο διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Οικονομικών, ανεξάρτητα από τον
τρόπο έκδοσης αυτών (μηχανογραφικά ή χειρόγραφα).
β) Τις ίδιες υποχρεώσεις έχουν και οι μη εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της χώρας
υποκείμενοι στο φόρο, οι οποίοι διαθέτουν ΑΦΜ στο εσωτερικό της χώρας, για τις
αγορές ή πωλήσεις που πραγματοποιούν χρησιμοποιώντας τον ΑΦΜ αυτό, εφόσον στα
πρόσωπα αυτά ή σε όμιλο που ανήκουν, έχει χορηγηθεί άδεια για την πραγματοποίηση
εισαγωγών, με αναστολή καταβολής του οφειλόμενου Φ.Π.Α. κατά την εισαγωγή και
εφαρμογή του συστήματος αντιστροφής της υποχρέωσης για τις μεταγενέστερες
παραδόσεις των αγαθών στο εσωτερικό της χώρας, σύμφωνα με τις διατάξεις του
δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης η' της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του Κώδικα
Φ.Π.Α. (Ν. 2859/2000).
Άρθρο 4 Χρόνος υποβολής
1. Οι καταστάσεις των φορολογικών στοιχείων του άρθρου 1 της παρούσας,
υποβάλλονται υποχρεωτικά με ηλεκτρονικό τρόπο, ως εξής:
α) από τους εκδότες ετησίως, ανεξαρτήτως κατηγορίας των τηρούμενων βιβλίων τους
(απλογραφικά ή διπλογραφικά) ή της απαλλαγής τους από την τήρηση αυτών, καθώς
και της υποχρέωσης ή μη υποβολής περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. και το αργότερο
μέχρι το τέλος Μαρτίου του επόμενου έτους από το ημερολογιακό έτος που αφορούν,
β) από τους λήπτες, υπόχρεους υποβολής περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α., που τηρούν
είτε διπλογραφικά είτε απλογραφικά βιβλία, ετησίως και το αργότερο μέχρι το
τέλος Μαρτίου του επόμενου έτους από το ημερολογιακό έτος που αφορούν,
γ) από τους λήπτες, μη υπόχρεους υποβολής περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α., το δημόσιο
και τα Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και τους αγρότες, φυσικά πρόσωπα που εντάσσονται είτε στο
κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α., οι οποίοι όμως δεν ασκούν άλλη δραστηριότητα για την
οποία υποχρεούνται σε τήρηση βιβλίων, είτε στο ειδικό καθεστώς Φ.Π.Α., ετησίως
και το αργότερο μέχρι το τέλος Μαρτίου του επόμενου έτους από το ημερολογιακό
έτος που αφορούν
δ) από τους εκδότες και τους λήπτες φορολογικών στοιχείων (εκκαθαρίσεων) που η
έκδοσή τους προβλέπεται μετά την παρέλευση του πρώτου μήνα του επόμενου
ημερολογιακού έτους, με βάση σχετικές διατάξεις, υποβάλλονται το αργότερο μέχρι
το τέλος Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους, που αφορούν.
Ειδικά για το ημερολογιακό έτος 2014, οι καταστάσεις όλων των ανωτέρω
περιπτώσεων α', β', γ' και δ' υποβάλλονται μέχρι και 20/01/2016. ...
2. Ως ημερομηνία υποβολής, θεωρείται η ημερομηνία αποδοχής και επιτυχούς
καταχώρισης αυτών, στο σύστημα υποβολής καταστάσεων φορολογικών στοιχείων του
δικτυακού τόπου του Υπουργείου Οικονομικών.
3. Η υποβολή εκπρόθεσμης ή διορθωτικής κατάστασης, πραγματοποιείται υποχρεωτικά
με ηλεκτρονικό τρόπο. Στην περίπτωση υποβολής διορθωτικής κατάστασης, μπορεί να
καταχωρούνται μόνο οι εγγραφές του πίνακα που τροποποιούνται.
Άρθρο 5 Τρόπος υποβολής
Η υποβολή των καταστάσεων πραγματοποιείται με την αποστολή ηλεκτρονικού αρχείου,
ή την χρήση διαδικτυακής υπηρεσίας (web service) στο διαδικτυακό τόπο του
Υπουργείου Οικονομικών. Οι προδιαγραφές του αρχείου και ο τρόπος διαβίβασης,
αναρτώνται στον ανωτέρω διαδικτυακό τόπο.
Οι καταστάσεις υποβάλλονται είτε ενιαία για την έδρα και τις εγκαταστάσεις της
επιχείρησης είτε για την έδρα και κάθε εγκατάσταση ξεχωριστά.
Οι υπόχρεοι μπορούν, για τη δημιουργία του κατάλληλου αρχείου, να χρησιμοποιούν
την ειδική διαδικτυακή εφαρμογή, που παρέχεται από το Υπουργείο Οικονομικών.
Άρθρο 6 Διασταυρώσεις και Εκκαθάριση
Κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, τα υποβληθέντα στοιχεία των
καταστάσεων πελατών- προμηθευτών διασταυρώνονται από τη Γενική Γραμματεία
Δημοσίων Εσόδων και οι ασυμφωνίες και αποκλίσεις αναρτώνται στους «λογαριασμούς»
των υπόχρεων προσώπων, που τηρούνται στο διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου
Οικονομικών, ώστε να έχουν τη δυνατότητα προσαρμογής και περαιτέρω διόρθωσης
αυτών. Για τη διόρθωση των αποκλίσεων στα υποβληθέντα στοιχεία προμηθευτών,
μπορεί να υποβάλλεται τροποποιητική δήλωση μέχρι το τέλος του Μαρτίου του
επόμενου ημερολογιακού έτους που αφορούν. Δεν απαιτείται η διόρθωση των
αποκλίσεων, εφόσον η συνολική αξία αυτών, προ Φ.Π.Α. ανά αντισυμβαλλόμενο, δεν
ξεπερνά τα εκατό (100) ευρώ. Ειδικά για τη διόρθωση των αποκλίσεων στα
υποβληθέντα στοιχεία προμηθευτών για το ημερολογιακό έτος 2014, υποβάλλεται
τροποποιητική δήλωση μέχρι και 22/02/2016.» ( το τέταρτο εδάφιο του ως άνω
άρθρου συμπληρώθηκε με την ΠΟΛ1011/22-1-2016).
Επειδή, στην ΠΟΛ 1252/2015 ορίζεται: «α) Μη υποβολή, εκπρόθεσμη υποβολή,
ελλιπής υποβολή δηλώσεων από τις οποίες δεν προκύπτει υποχρέωση καταβολής φόρου
και δηλώσεων πληροφοριακού χαρακτήρα (παρ. 1 περ. α')
Για κάθε παράβαση μη υποβολής ή εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης, από την οποία δεν
προκύπτει υποχρέωση καταβολής φόρου (πιστωτικές και μηδενικές δηλώσεις), καθώς
και φορολογικής δήλωσης πληροφοριακού χαρακτήρα, η οποία αφορά φορολογικά έτη,
υποθέσεις και περιόδους από 1.1.2014 και μετά, επιβάλλεται πρόστιμο εκατό (100)
ευρώ (περ. α' της παρ. 1 σε συνδυασμό με την περ. α' της παρ. 2 του άρθρου 54).
Δηλώσεις πληροφοριακού χαρακτήρα είναι, μεταξύ άλλων, οι καταστάσεις
φορολογικών στοιχείων πελατών-προμηθευτών της παρ. 3 του άρθρου 14, οι
ανακεφαλαιωτικοί πίνακες ενδοκοινοτικών συναλλαγών, τα έντυπα προϋπολογιστικού
και απολογιστικού κόστους, οι γνωστοποιήσεις, οι δηλώσεις μητρώου (πλην της
δήλωσης εγγραφής στο φορολογικό μητρώο), η δήλωση πληροφοριακών στοιχείων
μίσθωσης κ.λπ
Δεν επιβάλλεται πρόστιμο σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης χωρίς να
υπάρχει αντίστοιχη φορολογική υποχρέωση (εκ παραδρομής).»
Επειδή, στην ΠΟΛ 1026/2018 ορίζεται : «111. ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ ΩΣ
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΗ ΥΠΟΒΟΛΗ ΔΗΛΩΣΕΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ (ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ, ΠΕΛΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΩΝ, ΔΗΛΩΣΕΙΣ Φ.Η.Μ.)
Αναφορικά με τις καταστάσεις φορολογικών στοιχείων πελατών προμηθευτών, που
αφορούν περιόδους από 1.1.2014 και μετά, σε συνέχεια της εγκυκλίου ΓΓΔΕ ΠΟΛ.
1252/2015 διευκρινίζεται ότι για οποιαδήποτε μεταβολή στις καταστάσεις αυτές,
που επέρχεται μετά την εκπνοή της προθεσμίας υποβολής τους, το πρόστιμο των 100
ευρώ, που προβλέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης α' της παραγράφου 2 του
άρθρου 54 του Ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.), επιβάλλεται για κάθε εκπρόθεσμη δήλωση,
ανεξάρτητα από το πλήθος των μεταβαλλόμενων στοιχείων.
Ακόμη, διευκρινίζεται, δεδομένου ότι η υποχρέωση υποβολής των υπόψη καταστάσεων,
που αφορούν περιόδους από 1.1.2014 και μετά είναι τριμηνιαία, ότι επιβάλλεται
ξεχωριστό πρόστιμο για κάθε εκπρόθεσμη υποβολή εκάστου τριμήνου, έστω και εάν
συμπίπτει η καταληκτική ημερομηνία εμπρόθεσμης υποβολής τους.»
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 54 του ν.4174/2013: «1. Για καθεμία από
τις παρακάτω παραβάσεις επιβάλλεται πρόστιμο στον φορολογούμενο ή οποιοδήποτε
πρόσωπο, εφόσον υπέχει αντίστοιχη υποχρέωση από τον Κώδικα ή τη φορολογική
νομοθεσία που αναφέρεται στο πεδίο εφαρμογής του:
α) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει εκπρόθεσμα ή υποβάλει ελλιπή δήλωση πληροφοριακού
χαρακτήρα ή φορολογική δήλωση από την οποία δεν προκύπτει φορολογική υποχρέωση
καταβολής φόρου, ...
2. Τα πρόστιμα για τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθορίζονται
ως εξής:...
α) εκατό (100) ευρώ, σε περίπτωση μη υποβολής ή εκπρόθεσμης υποβολής σχετικά με
την περίπτωση α' της παραγράφου 1 και, στις φορολογίες κεφαλαίου, για κάθε
παράβαση των περιπτώσεων α', β', γ', δ' στ' και ιγ' της παραγράφου 1,».
Επειδή, στην υπό κρίση περίπτωση, ο προσφεύγων υπέβαλε εμπρόθεσμα τις
συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών - προμηθευτών των Α', Β', Γ' και Δ' τριμήνων
του έτους 2014 με αριθμό καταχώρησης , , και αντίστοιχα. Στη συνέχεια, κατ'
εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 της ΠΟΛ 1022/2014, υπέβαλε στις 16/2/2016
τις με αριθμό καταχώρησης , , , και τροποποιητικές συγκεντρωτικές καταστάσεις
προμηθευτών, καθώς υπήρχαν αποκλίσεις στα υποβληθέντα στοιχεία προμηθευτών των
Α', Β', Γ' και Δ' τριμήνων του 2014. Παράλληλα όμως με τις ανωτέρω
τροποποιητικές, υπέβαλλε εκ νέου και τις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών των
ως άνω τριμήνων με αποτέλεσμα να εκδοθεί το προσβαλλόμενο πρόστιμο.
Η Υπηρεσία μας λαμβάνοντας υπόψη τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι εκ
παραδρομής υποβλήθηκαν οι τροποποιητικές συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών,
χωρίς να επέλθει καμία μεταβολή στα υποβληθέντα στοιχεία της αρχικής δήλωσης,
απέστειλε στη Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (Δ.ΗΛΕ.Δ.) της Α.Α.Δ.Ε. το με
αρ. πρωτ. Δ.Ε.Δ. ΥΠ.ΕΠ.Ν.Υ ΕΞ 21/12/2018 ΕΜΠ έγγραφο, προκειμένου να μας
γνωρίσει τυχόν υπάρχουσες διαφορές μεταξύ των τελικών εμπρόθεσμων υποβληθέντων
αρχείων των συγκεντρωτικών καταστάσεων πελατών του προσφεύγοντος των τριμήνων
Α', Β' Γ' και Δ' του 2014 και των αντίστοιχων εκπρόθεσμων υποβληθέντων αρχείων.
Η Δ.ΗΛΕ.Δ με το με αρ.πρωτ. ΔΗΛΕΔ Β ΕΞ 31/1/2019 ΕΜΠ έγγραφό της μας ενημέρωσε
ότι δεν υπήρξαν διαφορές προερχόμενες από τη σύγκριση των ανωτέρω αρχείων
πελατών.
Εκ των ανωτέρω είναι προφανές ότι οι ως άνω εκπρόθεσμες υποβληθείσες
τροποποιητικές συγκεντρωτικές καταστάσεις, που προκάλεσαν την έκδοση της
προσβαλλόμενης πράξης, αφορούν αποκλειστικά τη διόρθωση των αποκλίσεων στα
υποβληθέντα στοιχεία προμηθευτών του ημερολογιακού έτους 2014, οι οποίες, εφόσον
υποβλήθηκαν μέχρι την οριζόμενη στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 6 της ΠΟΛ.1022/07-01-2014, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1011/22-01-2016,
καταληκτική ημερομηνία της 22/2/2016, θεωρούνται ως εμπρόθεσμα υποβληθείσες.
Επειδή, με βάση τα ανωτέρω, είναι εμφανές ότι πρόκειται για εκ παραδρομής
ηλεκτρονική υποβολή εκπρόθεσμων συγκεντρωτικών καταστάσεων πελατών και ως εκ
τούτου, δεν είναι δυνατόν, υπό το φως των αρχών της χρηστής διοίκησης και της
νομιμότητας, η εκ παραδρομής υποβολή αυτών να επισύρει την επιβολή προστίμου,
καθώς δεν στοιχειοθετείται η διαδικαστική παράβαση του άρθρου 54 παρ. 1 και 2
του Ν.4174/2013 περί εκπρόθεσμης υποβολής.
Αποφασίζουμε
την αποδοχή της με ημερομηνία κατάθεσης 26/10/2018 και με αριθμό
πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής του ΑΦΜ και την ακύρωση της με
αρ...../24-9-2018 Πράξη Επιβολής Προστίμου του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ.
Ιωαννίνων.
Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα
απόφαση στον υπόχρεο.
Ακριβές Αντίγραφο
Η Υπάλληλος του Αυτοτελούς Γραφείου Διοικητικής Υποστήριξης
ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΚΑΤΣΙΟΥΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΑΠ 1412/2018 Υπερωρία οδηγών φορτηγού αυτοκινήτου - Συμφωνία για παροχή πρόσθετης διαρκούς φύσεως εργασίας μέσα στο ωράριο
Περίληψη
Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Β.Δ. της 28.1/4.2.1938 "περί κανονισμού ωρών εργασίας του προσωπικού φορτηγών αυτοκινήτων" (ΦΕΚ Α" 35) "τα φορτηγά αυτοκίνητα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες (Α' Β' Γ'), από τις οποίες, η κατηγορία Α' περιλαμβάνει τα μη εξυπηρετούντα ωρισμένον εργοδότην φορτηγά αυτοκίνητα (αγοραία), στη Β' κατηγορία υπάγονται τα φορτηγά των εταιρειών ηλεκτρισμού, ύδρευσης κ.λ.π. και στην κατηγορία Γ' τα φορτηγά των λοιπών ανωνύμων εταιρειών, βιομηχανικών εργοστασίων και επιχειρήσεων πάσης φύσεως". Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1 του πιο πάνω Β.Δ., η απασχόληση των οδηγών των φορτηγών αυτοκινήτων Γ' κατηγορίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 8 ώρες ημερησίως, παρά μόνο καθ" ό μέτρο κρίνεται αναγκαία για την πρόληψη διαταραχής στην κανονική διεξαγωγή της εργασίας, σε περίπτωση ατυχήματος, επικειμένου ή επελθόντος, επείγουσας εργασίας σε μηχανές, εργαλεία ή εγκαταστάσεις και ανωτέρας βίας, κατά δε το Β.Δ. 882/1961 και λόγω συσσωρεύσεως εργασίας ή προς αντιμετώπιση επείγουσας γενικά εργασίας επί δίωρο ημερησίως (πέραν δηλαδή του οκταώρου) και επί τρίμηνο ετησίως κατ' ανώτατο όριο.
Εξάλλου, από το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 435/1976 προκύπτει ότι η απασχόληση του μισθωτού κατά το μέρος που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου, που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διοικητική πράξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση, συνιστά, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 3 του ΝΔ. 515/1970 ή άλλη νόμιμη εξαίρεση, παράνομη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει τις απαιτήσεις που αναφέρονται σε αυτή. Περαιτέρω, με το άρθρο 13 της 12/1984 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 12430/84, ο χρόνος εργασίας των οδηγών αυτοκινήτων ορίσθηκε σε 40 ώρες κατά εβδομάδα και με το άρθρο 6 της 40/85 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε υποχρεωτική (από 29/11/1985) με την ΥΑ 19533/1985 (ΦΕΚ 179 Α') καθιερώθηκε η εβδομάδα των πέντε εργασίμων ημερών για τους οδηγούς όλων των φορτηγών αυτοκινήτων.
Με το άρθρο 6 της από 14.2.1984 εθνικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11770/20/2/1984 (ΦΕΚ Β'81) η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε σε 40 ώρες, για την αμοιβή δε της απασχολήσεως πέρα από το συμβατικό αυτό εβδομαδιαίο ωράριο και έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της υπερεργασίας, γίνεται παραπομπή στο άρθρο 9 της 1/1982 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1346/1983.
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι:
α) ως προς τη συνδρομή της υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά τις Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και συνεπώς ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25%), αν η απασχόληση του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το συμβατικό όριο των 40 ωρών,
β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του άνω ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26.2.1975 εθνικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας.
Η υπερωριακή εργασία που παρέχεται χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του ΝΔ 515/1970 αμείβεται με αποζημίωση βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού και με προσαύξηση 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου. Ειδικώς για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση 45 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ για τους εργαζομένους με το σύστημα των έξι ημερών την εβδομάδα ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών εβδομαδιαίως. Για τους ίδιους εργαζόμενους και ανάλογα με το σύστημα των πέντε ή έξι ημερών εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των 9 ή 8, αντίστοιχα, ωρών ημερησίως (ΑΠ 1561/2011).
Από 1/4/2000, μετά το ν. 2874/2000 η υπερεργασία καταργείται και η απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι 43 εβδομαδιαίως θεωρείται ως ιδιόρρυθμη υπερωρία, νόμιμη και επιτρεπτή, η οποία αμείβεται με το επιβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50 % (παρ. 2 και 4 του άρθρου 4). Υπερωρία συνιστά η απασχόληση πέραν των 43 ωρών εβδομαδιαίως, καθώς και η απασχόληση πέραν των 9 ωρών ημερησίως για τους μισθωτούς με πενθήμερο. Αν η υπερωρία είναι παράνομη, για κάθε ώρα τέτοιας απασχόλησης, ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλόμενου ωρομίσθιου (δηλαδή προσαύξηση 150% του ωρομίσθιου) σύμφωνα με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 1548/2011, ΑΠ 313/2010, ΑΠ 101/2008).
Κατά το άρθρο 1 του ν. 3385/2005, που αντικατέστησε το άρθρο 4 του ν. 2874/2000, "σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα).". 2. "Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα.
Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας".. 3 "Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως (νόμιμη υπερωριακή απασχόληση) είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%)". 4. "Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ' εξαίρεση υπερωρία". 5. "Για κάθε ώρα κατ' εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εκατό τοις εκατό (100%)" (ΑΠ 526/2014, ΑΠ 1602/2011).
Τα ως άνω ποσοστά προσαύξησης των 25% και 100%, καθορίσθηκαν, με το άρθρο 74 παρ. 10 του ν. 3863/2010 σε 20% και 80%, αντίστοιχα.
Η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή και το Σάββατο δεν αποτελεί υπερωριακή εργασία, αν δεν υπερβαίνει το ανώτατο νόμιμο όριο ημερήσιας απασχόλησης. Με τον Κανονισμό 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006, που εφαρμόζεται από 11 Απριλίου 2007, μεταξύ άλλων, και στις οδικές μεταφορές εμπορευμάτων που γίνονται αποκλειστικά εντός της Κοινότητας, όταν το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε ρυμουλκούμενου ή ημιρυμουλκούμενου, υπερβαίνει τους 3,5 τόνους, θεσπίσθηκαν κανόνες που διέπουν το χρόνο οδήγησης, τα διαλείμματα και τις περιόδους ανάπαυσης
Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κανονισμού ο ημερήσιος χρόνος οδήγησής δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 9 ώρες, μπορεί όμως να παρατείνεται σε 10 ώρες κατά ανώτατο όριο, όχι περισσότερες από δύο φορές στη διάρκεια της εβδομάδας, ο δε εβδομαδιαίος χρόνος οδήγησης δεν υπερβαίνει τις 56 ώρες και δεν έχει ως αποτέλεσμα την υπέρβαση του μέγιστου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, όπως καθορίζεται στην οδηγία 2002/15/ΕΚ.
Κατά την παράγραφο 5 του προοιμίου "τα μέτρα που προβλέπονται στον Κανονισμό αυτό για τις συνθήκες εργασίας δεν θα πρέπει να θίγουν το δικαίωμα εργοδοτών και εργαζομένων που θεσπίζουν, με συλλογικές διαπραγματεύσεις ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, διατάξεις ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους".
Απ όλα τα ανωτέρω συνάγεται περαιτέρω ότι ο οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου ανεξαρτήτως κατηγορίας αυτού εργάζεται υπερωριακά, όταν ο συνολικός χρόνος ημερήσιας απασχόλησης, υπερβαίνει κάθε εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας (εκτός Κυριακής και Σαββάτου) τις εννέα (9) ώρες και κάθε άλλη ημέρα της εβδομάδας (Σάββατο ή Κυριακή) τις οκτώ (8) ώρες.
Εξάλλου, για να έχει νομική πληρότητα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ, το δικόγραφο αγωγής οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου, που έχει ως αίτημα την καταβολή αμοιβής για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση, λόγω υπερβάσεως του χρόνου της συνολικής εργασίας, θα πρέπει να αναφέρεται η εργασιακή σχέση και οι όροι αυτής καθώς και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ' εκάστη ημέρα εργασίας (ΑΠ 1468/2012, 1548/2011, ΑΠ 184/2007).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και 659 ΑΚ, προκύπτει ότι, αν κατά την διάρκεια της συμβάσεως εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων η παροχή από τον εργαζόμενο, μέσα στο νόμιμο ωράριο, πρόσθετης διαρκούς φύσεως εργασίας, η οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, δεν είναι συναφής με την εργασία που συμφωνήθηκε αρχικά και η οποία (πρόσθετη) εργασία παρέχεται συνήθως με μισθό, ο εργοδότης, αν δεν έχει συμφωνηθεί ιδιαίτερος πρόσθετος μισθός, ούτε συμφωνήθηκε ότι δεν θα καταβάλλεται πρόσθετος μισθός, υποχρεούται να καταβάλει για την πρόσθετη αυτή εργασία τον ειθισμένο μισθό, δηλαδή τον μισθό που καταβάλλεται συνήθως σε άλλους μισθωτούς, που παρέχουν την ίδια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες.
Εξ άλλου από τις αυτές ως άνω διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1 του Ν. 1876/1990 και 2 επ. του Ν.Δ. 3765/1957, προκύπτει ότι γνήσια ετοιμότητα προς εργασία υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος βρίσκεται σε πλήρη δέσμευση του ελεύθερου χρόνου του, υπό την έννοια ότι κατά την διάρκεια του ωραρίου του δεν διαθέτει την παραμικρή δυνατότητα να αναπαύεται ή να χρησιμοποιεί την εργασιακή του δύναμη διαφορετικά, αλλά πρέπει να διατηρεί τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις σε εγρήγορση, ώστε να είναι σε θέση να παρέχει την εργασία του στον εργοδότη σε κάθε στιγμή που θα του ζητείται.
Σ' αυτή τη μορφή ετοιμότητας (γνήσια) θεωρείται ότι υπάρχει πλήρης απασχόληση, ανεξάρτητα από το εάν θα παρουσιασθούν περιπτώσεις για παροχή εργασίας, και έτσι η γνήσια ετοιμότητα εξομοιώνεται με κανονική παροχή εργασίας και εφαρμόζονται σ' αυτήν, εκτός αν έχει συμφωνηθεί το αντίθετο, όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και ειδικότερα για τα κατώτατα όρια αποδοχών, τα χρονικά όρια εργασίας, την αμοιβή και τις προσαυξήσεις για υπερεργασία, υπερωριακή απασχόληση και εργασία κατά τις Κυριακές, αργίες κ.λπ., για τον λόγο δε αυτόν στην πιο πάνω περίπτωση οφείλεται ο μισθός που συμφωνήθηκε και, αν δεν έχει συμφωνηθεί, οφείλεται ο ειθισμένος, σύμφωνα με το άρθρο 653 ΑΚ. Αντίθετα, στην περίπτωση παροχής εξαρτημένης εργασίας υπό την μορφή της απλής ετοιμότητας ή ετοιμότητας κλήσεως προς εργασία, στην οποία ο εργαζόμενος συμφωνεί να περιορίσει την προσωπική του ελευθερία, αναλαμβάνοντας μόνο την υποχρέωση να παραμείνει σε ορισμένο τόπο για ορισμένο χρόνο, χωρίς να έχει σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις, τις οποίες υποχρεούται να κινητοποιήσει μόνο αν υπάρξει ανάγκη, δεν εφαρμόζονται, εκτός αν έχει συμφωνηθεί ειδικά το αντίθετο, οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις για παροχή νυκτερινής ή υπερωριακής εργασίας ή εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες.
Για το λόγο αυτό, στην πιο πάνω περίπτωση οφείλεται μόνο ο μισθός που συμφωνήθηκε και, αν δεν έχει συμφωνηθεί, ο ειθισμένος μισθός, σύμφωνα με το άρθρο 653 ΑΚ. Τέλος, το ζήτημα του είδους της ετοιμότητας προς εργασία και ειδικότερα αν πρόκειται για γνήσια ή μη γνήσια (απλή) ετοιμότητα είναι θέμα απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην μία ή την άλλη περίπτωση. (Ολ ΑΠ 10/2009).
Κατά το άρθρο 655 του ΑΚ, επί συμβάσεως εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Εξ άλλου, μισθός κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του Α.Κ. και 1 της 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Άρα, μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων αποτελούν και οι αμοιβές, που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα υπερεργασίας του, νόμιμης υπερωριακής εργασίας του και επιτρεπόμενης απασχολήσεώς του σε ημέρα αργίας, αφού συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα εργασίας του μισθωτού.
Επομένως, και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 του ΑΚ κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα καταβολής, εις τρόπον ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ.1 του Α.Κ. και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδάφ. α' του ΑΚ. Εξ άλλου, ασχέτως του άρθρου 655 του ΑΚ, για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του ν.1082/1980, 4 παρ.1 του ΑΝ 539/1945, του ν.4504/1961 και 1 παρ.3 του ν.4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30 η Απριλίου και η λήξη το αργότερο του οικείου έτους αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες. Ειδικότερα, ο νόμος δεν διακρίνει μεταξύ μισθού υπό στενή και υπό ευρεία έννοια με περιορισμό της εφαρμογής των ως άνω κανόνων μόνο στον πρώτο, τα δε από το νόμο απαιτούμενα περαιτέρω περιστατικά για τον προσδιορισμό των ως άνω αξιώσεων του μισθωτού δεν ανάγονται στον καθορισμό της ημέρας καταβολής τους, που είναι επακριβώς βάσει των ορισμών του νόμου καθορισμένη, αλλά στη γένεση και στο ύψος των αξιώσεων αυτών, ήτοι σε περιστατικά πάντοτε ερευνητέα και μη αποκλείοντα την έννοια της δήλης ημέρας. Το εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως δεν αποτελεί προϋπόθεση της υπερημερίας του οφειλέτη. Απλώς το ανεκκαθάριστο της απαιτήσεως θα μπορούσε κατά περίπτωση να στηρίξει ένσταση καταλυτική κατά το άρθρο 342 του Α.Κ. της υπερημερίας του οφειλέτη για έλλειψη υπαιτιότητάς του, λόγω εύλογων αμφιβολιών του περί την ύπαρξη ή την έκταση του χρέους.
Τα ανωτέρω επιρρωνύονται και από το ότι ο νόμος (άρθρο 18 παρ.1 του Ν.1082/1980) επιβάλλει στον εργοδότη τη χορήγηση στο μισθωτό κατά την εξόφληση σημειώματος αναλυτικού των πάσης φύσεως αποδοχών του και όχι μόνο τον υπό στενή έννοια μισθού του (Ολ.ΑΠ 39/2002, 40/2002). Αντίθετα δεν αποτελούν μισθό ούτε εν ευρεία εννοία οι αποζημιώσεις κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και οι προσαυξήσεις (αστικές ποινές) που υποχρεούται να καταβάλει ο εργοδότης στο μισθό για παράνομη εργασία, ήτοι για παράνομη υπερωριακή εργασία, εργασία παρά το νόμο τις Κυριακές κατά τις οποίες δεν επιτρέπεται εργασία κατά τις ημέρες που ο μισθωτός δικαιούται εβδομαδιαίας ανάπαυσης λόγω νόμιμης εργασίας του κατά τις Κυριακές, κλπ. αφού αυτές δεν αποτελούν νόμιμο αντάλλαγμα για νομίμως παρασχεθείσα εργασία. Για τα χρέη αυτά, που δεν απορρέουν από τη νόμιμη παροχή εργασίας δεν ορίζεται από νόμο δήλη, ημέρα πληρωμής τους και οι τόκοι γι" αυτά αρχίζουν από την επίδοση της αγωγής ή την τυχόν προηγηθείσα όχληση.( ΑΠ 234/2006 και εξ αντιδιαστολής Ολ ΑΠ 39/2002).
Αριθμός 1412/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του
Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Γεώργιο Μιχολιά - Εισηγητή, Θεόδωρο
Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 16 Ιανουαρίου 2018, με την
παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής
υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", που
εδρεύει στο 1ο χιλιόμετρο εθνικής οδού ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η
οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Δαρά, με
δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις. Του
αναιρεσιβλήτου: Ν. Δ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από
τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Καντιάνη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/8/2013 αγωγή του ήδη
αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ορεστιάδας.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 16/2014 μη οριστική, 13/2015 οριστική του ίδιου
Δικαστηρίου και 178/2017 οριστική του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την
αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από
26/6/2017 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε
από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο
πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την
καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.- Με την κρινόμενη από 26-6-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η
178/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θράκης, που απέρριψε
την έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της
13/389/34//2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ορεστιάδας. Με την
τελευταία απόφαση, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών
διαφορών και με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η από 30-8-2013 αγωγή του
αναιρεσιβλήτου κατ' αυτής, Α) υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον
ενάγοντα: α) Το ποσό των 2.253,28 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που
κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό και δη από την 6η ημέρα εκάστου
μηνός κατά τον οποίο ο ενάγων παρείχε την κάθε επί μέρους εργασία του,
β) το συνολικό ποσό των 13.175,12 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που
κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό και δη από την πρώτη ημέρα του
επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίο παρασχέθηκε η κάθε επιμέρους
υπερεργασία και κατ' εξαίρεση υπερωριακή εργασία, και γ) το συνολικό
ποσό των 1.150,16 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους
κονδύλι κατέστη απαιτητό και δη από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα
εκείνου κατά τον οποίο παρασχέθηκε η κάθε επιμέρους νυκτερινή εργασία,
μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Β) αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της
εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα: α) Το συνολικό ποσό των 16.076,16
ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη
απαιτητό και δη από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον
οποίο παρασχέθηκε η κάθε επιμέρους υπερεργασία και κατ' εξαίρεση
υπερωριακή εργασία και β) συνολικό ποσό των 31.315,77 ευρώ με το νόμιμο
τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό και δη από την
πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίο παρασχέθηκε η κάθε
επιμέρους εργασία κατά τις Κυριακές και τις νύχτες αυτών και η κάθε
επιμέρους κατ' εξαίρεση υπερωριακή εργασία, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή
εξόφληση και Γ) κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή η απόφαση για το ποσό των
5.000 ευρώ της ως άνω καταψηφιστικής της διάταξης.
Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553,
556, 558, 564, 566§1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 ΚΠολΔ)
και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων
της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ).
2.- Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή πρέπει να περιέχει α) σαφή
έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, και
δικαιολογούν την άσκησή της, από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)
ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου
υπόκειται και η εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας του περιεχομένου
διαδικαστικών εγγράφων, στα οποία περιλαμβάνεται και η αγωγή, για την
οποία η εσφαλμένη, ως προς τη νομιμότητα και την εν γένει θεμελίωσή της,
κρίση ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ,
γιατί ανάγεται στη μη προσήκουσα εφαρμογή και ερμηνεία του κανόνα του
ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε. Η νομική δε αοριστία της αγωγής, η
συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του
εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ελέγχεται αυτεπάγγελτα από
το ουσιαστικό δικαστήριο, ελέγχεται αναιρετικά, ως παραβίαση από τον
αριθ. 1 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο αξίωσε περισσότερα
στοιχεία από εκείνα που ορίζει ο κανόνας δικαίου, για τη θεμελίωση του
αγωγικού δικαιώματος ή αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία ή
διάφορα από αυτά, ενώ η περαιτέρω ενδεχόμενη αοριστία του δικογράφου της
αγωγής, δηλαδή αυτή που ανάγεται στην ποσοτική ή ποιοτική αοριστία
αυτής, που συνεπάγεται την αοριστία του ίδιου του δικογράφου της αγωγής
και την εξαιτίας τούτου απόρριψη αυτής ως αόριστης, ελέγχεται ως
παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 του ΚΠολΔ.(Α.Π. 1972/2013).
Ειδικότερα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής υπάρχει, όταν δεν
εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, κατά νόμο, για τη
στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά
που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το
αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559
αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα, αν τυχόν το δικαστήριο έλαβε
υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα μη διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο και
ασκούντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ή δεν έλαβε υπόψη τέτοια
γεγονότα, αν και διαλαμβάνονταν στην αγωγή, τότε ιδρύεται ο
προβλεπόμενος από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου λόγος αναίρεσης, ενώ ο από
το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το
δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων, που είναι
αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη,
θεωρώντας, ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση
των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη.(ΑΠ 8/2017).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Β.Δ. της 28.1/4.2.1938 "περί
κανονισμού ωρών εργασίας του προσωπικού φορτηγών αυτοκινήτων" (ΦΕΚ Α"
35) "τα φορτηγά αυτοκίνητα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες (Α' Β' Γ'),
από τις οποίες, η κατηγορία Α' περιλαμβάνει τα μη εξυπηρετούντα
ωρισμένον εργοδότην φορτηγά αυτοκίνητα (αγοραία), στη Β' κατηγορία
υπάγονται τα φορτηγά των εταιρειών ηλεκτρισμού, ύδρευσης κ.λ.π. και στην
κατηγορία Γ' τα φορτηγά των λοιπών ανωνύμων εταιρειών, βιομηχανικών
εργοστασίων και επιχειρήσεων πάσης φύσεως". Κατά την παρ. 2 του ίδιου
άρθρου 1 του πιο πάνω Β.Δ., η απασχόληση των οδηγών των φορτηγών
αυτοκινήτων Γ' κατηγορίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 8 ώρες
ημερησίως, παρά μόνο καθ" ό μέτρο κρίνεται αναγκαία για την πρόληψη
διαταραχής στην κανονική διεξαγωγή της εργασίας, σε περίπτωση
ατυχήματος, επικειμένου ή επελθόντος, επείγουσας εργασίας σε μηχανές,
εργαλεία ή εγκαταστάσεις και ανωτέρας βίας, κατά δε το Β.Δ. 882/1961 και
λόγω συσσωρεύσεως εργασίας ή προς αντιμετώπιση επείγουσας γενικά
εργασίας επί δίωρο ημερησίως (πέραν δηλαδή του οκταώρου) και επί τρίμηνο
ετησίως κατ' ανώτατο όριο. Εξάλλου, από το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν.
435/1976 προκύπτει ότι η απασχόληση του μισθωτού κατά το μέρος που
υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του
χρόνου, που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διοικητική
πράξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση, συνιστά, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι
του άρθρου 3 του ΝΔ. 515/1970 ή άλλη νόμιμη εξαίρεση, παράνομη υπερωρία,
για την οποία ο μισθωτός έχει τις απαιτήσεις που αναφέρονται σε αυτή.
Περαιτέρω, με το άρθρο 13 της 12/1984 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που
κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 12430/84, ο χρόνος εργασίας των οδηγών
αυτοκινήτων ορίσθηκε σε 40 ώρες κατά εβδομάδα και με το άρθρο 6 της
40/85 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε υποχρεωτική (από
29/11/1985) με την ΥΑ 19533/1985 (ΦΕΚ 179 Α') καθιερώθηκε η εβδομάδα των
πέντε εργασίμων ημερών για τους οδηγούς όλων των φορτηγών αυτοκινήτων.
Με το άρθρο 6 της από 14.2.1984 εθνικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας,
που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την απόφαση του
Υπουργού Εργασίας 11770/20/2/1984 (ΦΕΚ Β'81) η εβδομαδιαία διάρκεια της
εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε σε 40 ώρες, για την αμοιβή δε της
απασχολήσεως πέρα από το συμβατικό αυτό εβδομαδιαίο ωράριο και έως τη
συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της
υπερεργασίας, γίνεται παραπομπή στο άρθρο 9 της 1/1982 αποφάσεως του
ΔΔΔΔ Αθηνών που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1346/1983. Από το
συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι: α) ως προς τη συνδρομή
της υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια κριτήριο αποτελεί όχι η
ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη
που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι
κατά τις Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, για τις οποίες υφίσταται
αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και συνεπώς ο απασχολούμενος υπό καθεστώς
πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία για την
οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25%), αν
η απασχόληση του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το συμβατικό όριο των
40 ωρών, β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία
αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του άνω Ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη
όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται
υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας
απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών υπό
τους όρους του άρθρου 6 της από 26.2.1975 εθνικής συλλογικής συμβάσεως
εργασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 133/1975), έστω και αν με
την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου
από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί
συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις ολιγότερες ώρες
εργασίας άλλης ημέρας. Η υπερωριακή εργασία που παρέχεται χωρίς την
τήρηση των προϋποθέσεων του ΝΔ 515/1970 αμείβεται με αποζημίωση βάσει
των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού και με προσαύξηση 100% του
καταβαλλόμενου ωρομισθίου. Ειδικώς για τους εργαζόμενους με το σύστημα
της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις
εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι
τη συμπλήρωση 45 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ για τους εργαζομένους με το
σύστημα των έξι ημερών την εβδομάδα ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις
εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη
συμπλήρωση των 48 ωρών εβδομαδιαίως. Για τους ίδιους εργαζόμενους και
ανάλογα με το σύστημα των πέντε ή έξι ημερών εβδομαδιαίας εργασίας, ως
υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των 9 ή 8, αντίστοιχα, ωρών
ημερησίως (ΑΠ 1561/2011). Από 1/4/2000, μετά το Ν. 2874/2000 η
υπερεργασία καταργείται και η απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι 43
εβδομαδιαίως θεωρείται ως ιδιόρρυθμη υπερωρία, νόμιμη και επιτρεπτή, η
οποία αμείβεται με το επιβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50 %
(παρ. 2 και 4 του άρθρου 4). Υπερωρία συνιστά η απασχόληση πέραν των 43
ωρών εβδομαδιαίως, καθώς και η απασχόληση πέραν των 9 ωρών ημερησίως για
τους μισθωτούς με πενθήμερο. Αν η υπερωρία είναι παράνομη, για κάθε ώρα
τέτοιας απασχόλησης, ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250%
του καταβαλλόμενου ωρομίσθιου (δηλαδή προσαύξηση 150% του ωρομίσθιου)
σύμφωνα με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 1548/2011, Α.Π. 313/2010,
Α.Π. 101/2008). Κατά το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005, που αντικατέστησε το
άρθρο 4 του Ν. 2874/2000, "σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται
συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο
εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα
κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας
(41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο
προσαυξημένο κατά είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και δεν συνυπολογίζονται
στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής
απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6)
εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο
υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η
ώρα).". 2. "Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση
του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή
απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και
διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι
(6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η
εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση
διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο
εργασίας".. 3 "Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε
ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών
ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά
σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120)
ωρών ετησίως (νόμιμη υπερωριακή απασχόληση) είναι το καταβαλλόμενο
ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%)". 4. "Κάθε ώρα
υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι
προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης,
χαρακτηρίζεται εφεξής κατ' εξαίρεση υπερωρία". 5. "Για κάθε ώρα κατ'
εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το
καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εκατό τοις εκατό (100%)" (ΑΠ
526/2014, ΑΠ 1602/2011). Τα ως άνω ποσοστά προσαύξησης των 25% και 100%,
καθορίσθηκαν, με το άρθρο 74 παρ. 10 του Ν. 3863/2010 σε 20% και 80%,
αντίστοιχα. Η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή και το Σάββατο δεν
αποτελεί υπερωριακή εργασία, αν δεν υπερβαίνει το ανώτατο νόμιμο όριο
ημερήσιας απασχόλησης. Με τον Κανονισμό 561/2006 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006, που εφαρμόζεται
από 11 Απριλίου 2007, μεταξύ άλλων, και στις οδικές μεταφορές
εμπορευμάτων που γίνονται αποκλειστικά εντός της Κοινότητας, όταν το
μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένου
οποιουδήποτε ρυμουλκούμενου ή ημιρυμουλκούμενου, υπερβαίνει τους 3,5
τόνους, θεσπίσθηκαν κανόνες που διέπουν το χρόνο οδήγησης, τα
διαλείμματα και τις περιόδους ανάπαυσης Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 και 2 του
ίδιου Κανονισμού ο ημερήσιος χρόνος οδήγησής δεν πρέπει να υπερβαίνει
τις 9 ώρες, μπορεί όμως να παρατείνεται σε 10 ώρες κατά ανώτατο όριο,
όχι περισσότερες από δύο φορές στη διάρκεια της εβδομάδας, ο δε
εβδομαδιαίος χρόνος οδήγησης δεν υπερβαίνει τις 56 ώρες και δεν έχει ως
αποτέλεσμα την υπέρβαση του μέγιστου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, όπως
καθορίζεται στην οδηγία 2002/15/ΕΚ. Κατά την παράγραφο 5 του προοιμίου
"τα μέτρα που προβλέπονται στον Κανονισμό αυτό για τις συνθήκες εργασίας
δεν θα πρέπει να θίγουν το δικαίωμα εργοδοτών και εργαζομένων που
θεσπίζουν, με συλλογικές διαπραγματεύσεις ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο,
διατάξεις ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους". Απ όλα τα ανωτέρω
συνάγεται περαιτέρω ότι ο οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου ανεξαρτήτως
κατηγορίας αυτού εργάζεται υπερωριακά, όταν ο συνολικός χρόνος ημερήσιας
απασχόλησης, υπερβαίνει κάθε εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας (εκτός
Κυριακής και Σαββάτου) τις εννέα (9) ώρες και κάθε άλλη ημέρα της
εβδομάδας (Σάββατο ή Κυριακή) τις οκτώ (8) ώρες. Εξάλλου, για να έχει
νομική πληρότητα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 εδ. α'
ΚΠολΔ, το δικόγραφο αγωγής οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου, που έχει ως
αίτημα την καταβολή αμοιβής για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση,
λόγω υπερβάσεως του χρόνου της συνολικής εργασίας, θα πρέπει να
αναφέρεται η εργασιακή σχέση και οι όροι αυτής καθώς και η διάρκεια της
εβδομαδιαίας και καθ' εκάστη ημέρα εργασίας (ΑΠ 1468/2012, 1548/2011, ΑΠ
184/2007).
Για να είναι ορισμένος ειδικότερα ο προβλεπόμενος από το αρ.
559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δ λόγος αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται στην
προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παρά το νόμο μη κήρυξης της
αγωγής απαράδεκτης ως αόριστης, πρέπει σύμφωνα και με τις διατάξεις των
αρ. 118 αριθ. 4 και 566 παρ. 1 να διαλαμβάνεται στο αναιρετήριο, εκτός
των άλλων, ποιο ακριβώς ήταν το περιεχόμενο της αγωγής. Εξάλλου,
στοιχεία της αγωγής για να είναι αυτή ορισμένη κατ' αρ. 216 παρ. 1α
Κ.Πολ.Δ, με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλα οφειλόμενα από
τον εργασιακή σύμβαση ποσά, όπως δώρα επιδόματα κλπ. είναι η σύμβαση (ή η
σχέση) εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και τα περιστατικά, από
τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του
εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα. (Α.Π.1413/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση, από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του δικογράφου της ένδικης αγωγής ο ενάγων, για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής του για πληρωμή αμοιβής για υπερεργασία, κατ' εξαίρεση υπερωρία, νυχτερινή εργασία, υπερωριακή απασχόληση και εργασία κατά τις Κυριακές, που προσέφερε στην εναγομένη από 1-1-2008 έως και την 11-11-2011, ισχυρίσθηκε ότι είναι κάτοχος επαγγελματικής άδειας οδήγησης Ε' κατηγορία και ότι προσλήφθηκε από τον εναγομένη στις 28-3-2005 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου (τρίμηνης διάρκειας), που κατά τη λήξη της μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, για να εργασθεί ως οδηγός των φορτηγών αυτοκινήτων της επί έξι ημέρες κάθε εβδομάδα και 40 ώρες εβδομαδιαίως, αντί του νομίμου μηνιαίου μισθού, όπως αυτός διαμορφωνόταν από τις εκάστοτε ισχύουσες ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας/διαιτητικές αποφάσεις των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων όλης της χώρας. Ότι κατά την πρόσληψή του γνωστοποίησε στην εναγομένη τα στοιχεία της προσωπικής και οικογενειακής του κατάστασης και την προϋπηρεσία των τεσσάρων (4) ετών και τριών (3) μηνών που είχε ως οδηγός φορτηγών αυτοκινήτων. Ότι από 1-1-2008 και μέχρι και την 11-11-2011, (οπότε απελύθη) εργάσθηκε στην εναγομένη με την ως άνω ιδιότητά του κατά τους ειδικότερα στο δικόγραφο της αγωγής όρους και χρονικά διαστήματα και ότι η εναγομένη υπολόγιζε και του κατέβαλε, ελλιπώς και κατά παράβαση του νόμου, μειωμένες τις νόμιμες αποδοχές του που εδικαιούτο, όπως αυτές ορίζονταν από τις παρατιθέμενες συλλογικές συμβάσεις, που είχαν εφαρμογή στην περίπτωσή του, για την απασχόλησή του πέραν του νομίμου εβδομαδιαίου και ημερήσιου ωραρίου (υπερεργασία και υπερωρία), όσο και το σύνολο της νόμιμης αμοιβής του για την νυχτερινή του εργασία και για την εργασία του κατά τις Κυριακές, καθορίζοντας ειδικότερα τις ώρες έναρξης και λήξης της εργασίας του όλο το ως άνω διάστημα. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε με βάση τις διατάξεις από τη σύμβαση εργασίας του, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιγήτου πλουτισμού α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (4.235,39 €) για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, το ποσό των δέκα τριών χιλιάδων εξακοσίων δέκα πέντε ευρώ και εβδομήντα λεπτών (13.615,39€) για αμοιβή υπεραπασχόλησης και το ποσό των (3.799,22€) για αμοιβή νυχτερινής εργασίας και β) να αναγνωριστεί ( κατόπιν μετατροπής των καταψηφιστικών αιτημάτων σε αναγνωριστικά) ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 16.855,44 ευρώ για αμοιβή υπεραπασχόλησης και το ποσό των 38.727, 50 ευρώ για αμοιβή εργασία τις ημέρες των Κυριακών με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε απαίτηση κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής.
Η αγωγή με το περιεχόμενο αυτό, είναι πλήρως ορισμένη και ως προς τα αιτήματά της για πληρωμή αμοιβής για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση,, αφού περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη διαδικαστική της πληρότητα στοιχεία και ειδικότερα αναφέρεται σ' αυτή η εργασιακή σχέση του ενάγοντος με την εναγομένη, οι ειδικότεροι όροι αυτής, η κατοχή από τον ενάγοντα επαγγελματικής άδειας ικανότητας οδήγησης Ε' κατηγορίας, η καθ' εκάστη ημέρα διάρκεια της εργασίας του ενάγοντος καθ' όλο το αιτούμενο χρονικό διάστημα και η διάρκεια της εβδομαδιαίας εργασίας του για κάθε εβδομάδα εργασίας σε όλη τη διάρκεια της ένδικης εργασιακής σχέσης καθώς και η διάρκεια εργασίας του κατά τις νύχτες και κατά τις Κυριακές.
Συνεπώς, ο σχετικός πρώτος λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται ότι, παρά το νόμο το Εφετείο δεν απέρριψε την αγωγή, ως προς το αίτημα της καταβολής αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντα, ως αόριστη, επειδή δεν αναφέρεται σε αυτή η ώρα έναρξης και λήξης της παρεχόμενης εργασίας του ενάγοντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και τη διάρκεια της ημερήσιας παρεχόμενης εργασίας του, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, αφού δεν εκτίθεται σε αυτόν το ακριβές περιεχόμενο της αγωγής, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
3.- Κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται
εάν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως εάν δεν έχει καθόλου
αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που
ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση δίκης. Από την τελευταία διάταξη
προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτήν λόγος ιδρύεται, όταν στην
ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου
πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή τα εκτιθέμενα δεν
καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του
εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που
απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν
μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία-ΟλΑΠ 1/1999 και 32/1996), όταν δηλ.
δεν προκύπτει από την απόφαση ποιά πραγματικά περιστατικά δέχθηκε αυτή,
ώστε σε συνδυασμό με το διατακτικό της να κριθεί περαιτέρω, αν στην
συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρμογή της
διάταξης που εφαρμόσθηκε (ΑΠ 1131/2007). Το κατά νόμο αναγκαίο
περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε
εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό
πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο
αποδεικτικό πόρισμά της και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ
1872/2008, ΑΠ 1987/2007).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και
659 ΑΚ, προκύπτει ότι, αν κατά την διάρκεια της συμβάσεως εργασίας
συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων η παροχή από τον εργαζόμενο, μέσα
στο νόμιμο ωράριο, πρόσθετης διαρκούς φύσεως εργασίας, η οποία, κατά τα
διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, δεν είναι συναφής με την
εργασία που συμφωνήθηκε αρχικά και η οποία (πρόσθετη) εργασία παρέχεται
συνήθως με μισθό, ο εργοδότης, αν δεν έχει συμφωνηθεί ιδιαίτερος
πρόσθετος μισθός, ούτε συμφωνήθηκε ότι δεν θα καταβάλλεται πρόσθετος
μισθός, υποχρεούται να καταβάλει για την πρόσθετη αυτή εργασία τον
ειθισμένο μισθό, δηλαδή τον μισθό που καταβάλλεται συνήθως σε άλλους
μισθωτούς, που παρέχουν την ίδια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Εξ
άλλου από τις αυτές ως άνω διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 σε
συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1 του Ν. 1876/1990 και 2 επ. του Ν.Δ.
3765/1957, προκύπτει ότι γνήσια ετοιμότητα προς εργασία υπάρχει, όταν ο
εργαζόμενος βρίσκεται σε πλήρη δέσμευση του ελεύθερου χρόνου του, υπό
την έννοια ότι κατά την διάρκεια του ωραρίου του δεν διαθέτει την
παραμικρή δυνατότητα να αναπαύεται ή να χρησιμοποιεί την εργασιακή του
δύναμη διαφορετικά, αλλά πρέπει να διατηρεί τις σωματικές και
πνευματικές του δυνάμεις σε εγρήγορση, ώστε να είναι σε θέση να παρέχει
την εργασία του στον εργοδότη σε κάθε στιγμή που θα του ζητείται. Σ'
αυτή τη μορφή ετοιμότητας (γνήσια) θεωρείται ότι υπάρχει πλήρης
απασχόληση, ανεξάρτητα από το εάν θα παρουσιασθούν περιπτώσεις για
παροχή εργασίας, και έτσι η γνήσια ετοιμότητα εξομοιώνεται με κανονική
παροχή εργασίας και εφαρμόζονται σ' αυτήν, εκτός αν έχει συμφωνηθεί το
αντίθετο, όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και ειδικότερα για
τα κατώτατα όρια αποδοχών, τα χρονικά όρια εργασίας, την αμοιβή και τις
προσαυξήσεις για υπερεργασία, υπερωριακή απασχόληση και εργασία κατά τις
Κυριακές, αργίες κ.λπ., για τον λόγο δε αυτόν στην πιο πάνω περίπτωση
οφείλεται ο μισθός που συμφωνήθηκε και, αν δεν έχει συμφωνηθεί,
οφείλεται ο ειθισμένος, σύμφωνα με το άρθρο 653 ΑΚ. Αντίθετα, στην
περίπτωση παροχής εξαρτημένης εργασίας υπό την μορφή της απλής
ετοιμότητας ή ετοιμότητας κλήσεως προς εργασία, στην οποία ο εργαζόμενος
συμφωνεί να περιορίσει την προσωπική του ελευθερία, αναλαμβάνοντας μόνο
την υποχρέωση να παραμείνει σε ορισμένο τόπο για ορισμένο χρόνο, χωρίς
να έχει σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις, τις
οποίες υποχρεούται να κινητοποιήσει μόνο αν υπάρξει ανάγκη, δεν
εφαρμόζονται, εκτός αν έχει συμφωνηθεί ειδικά το αντίθετο, οι διατάξεις
της εργατικής νομοθεσίας για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις
προσαυξήσεις για παροχή νυκτερινής ή υπερωριακής εργασίας ή εργασίας
κατά τις Κυριακές και αργίες. Για το λόγο αυτό, στην πιο πάνω περίπτωση
οφείλεται μόνο ο μισθός που συμφωνήθηκε και, αν δεν έχει συμφωνηθεί, ο
ειθισμένος μισθός, σύμφωνα με το άρθρο 653 ΑΚ. Τέλος, το ζήτημα του
είδους της ετοιμότητας προς εργασία και ειδικότερα αν πρόκειται για
γνήσια ή μη γνήσια (απλή) ετοιμότητα είναι θέμα απόδειξης των
πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην μία ή την άλλη
περίπτωση. (Ολ ΑΠ 10/2009).
Στην προκείμενη υπόθεση, το Μονομελές Εφετείο Θράκης, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, σε σχέση με το ζήτημα της φύσεως και των ωρών απασχολήσεως του αντιδίκου στην επιχείρηση της εναγομένης, δέχθηκε τα ακόλουθα (φύλλο 19ο) : "Συγκεκριμένα, ο ενάγων εκτελούσε κατά μέσο όρο τα έτη 2008, 2009 και 2010 δύο δρομολόγια προς την πόλη των Τρικάλων, δύο δρομολόγια προς την πόλη της Ξάνθης και ένα δρομολόγιο προς την πόλη της Θεσσαλονίκης τις δύο εβδομάδες εκάστου μηνός και ένα δρομολόγιο προς την πόλη των Τρικάλων, δύο δρομολόγια προς την πόλη της Ξάνθης και δύο δρομολόγια προς την πόλη της Θεσσαλονίκης τις άλλες δύο εβδομάδες εκάστου μηνός, ενώ το έτος 2011 εκτελούσε εβδομαδιαίως κατά μέσο όρο τρία δρομολόγια προς την πόλη των Τρικάλων και ένα δρομολόγιο προς την πόλη της Ξάνθης, απασχολούμενος και τις τέσσερις Κυριακές εκάστου μηνός, εκτελώντας τα έτη 2008, 2009 και 2010 τα δεύτερα δρομολόγια προς τις πόλεις των Τρικάλων και της Ξάνθης και το έτος 2011 το τρίτο δρομολόγιο προς την πόλη των Τρικάλων.Ήταν υποχρεωμένος να πραγματοποιεί κάθε ταξίδι σύμφωνα με τις υποδείξεις των νόμιμων εκπροσώπων της εναγομένης, να εκτελεί πιστά τα δρομολόγια ως προς τον χρόνο αναχώρησης από το Διδυμότειχο, τους τόπους και τους χρόνους στάθμευσης και την πορεία των οδηγούμενων από αυτόν ψυγείων φορτηγών αυτοκινήτων, την ημέρα επανόδου και τον χρόνο αναχώρησης, την ακρίβεια δε της πιστής, κατά τις εντολές, εκτέλεσης των δρομολογίων και της τήρησης των ως άνω όρων ήλεγχε η εναγομένη. Συγκεκριμένα, αναφορικά με την εκτέλεση του δρομολογίου προς την πόλη των Τρικάλων, ο ενάγων έπρεπε να βρίσκεται στις εγκαταστάσεις της εναγομένης περί ώρα 21.00. Μετά την πάροδο μίας τουλάχιστον ώρας που απαιτείτο για την προετοιμασία του ψυγείου φορτηγού αυτοκινήτου και την φόρτωση αυτού με τα προϊόντα της εναγομένης, ο ενάγων το παρελάμβανε έμφορτο και αναχωρούσε για τον προορισμό του. Έκανε μία στάση στις κεντρικές αποθήκες του σούπερ μάρκετ ... στην πόλη της …., όπου παρέδιδε τα παραγγελθέντα εμπορεύματα, διαρκούσης της διαδικασίας εκφόρτωσης περίπου μία ώρα, και συνέχιζε το δρομολόγιο προς την πόλη των Τρικάλων, όπου ανέμενε περίπου μία ώρα για την εκφόρτωση και παράδοση των προϊόντων της εναγομένης στις κεντρικές αποθήκες του σούπερ μάρκετ .... Κατόπιν, επέστρεφε στις εγκαταστάσεις της εναγομένης στο Διδυμότειχο περί ώρα 21.00 επόμενης ημέρας (αφού πραγματοποιούσε μία στάση στο υποκατάστημα της εναγομένης στο ... για την παραλαβή παλετών και προϊόντων επιστροφών), όπου άφηνε το ψυγείο φορτηγό αυτοκίνητο και απέδιδε λογαριασμό στους νόμιμους εκπροσώπους της εναγομένης. Περαιτέρω, αναφορικά με την εκτέλεση του δρομολογίου προς την πόλη της Ξάνθης, ο ενάγων μετέβαινε στις εγκαταστάσεις της εναγομένης κατόπιν τηλεφωνικής εντολής εκ μέρους των νόμιμων εκπροσώπων της περί ώρα 16.00, οπότε παραλάμβανε το ψυγείο φορτηγό αυτοκίνητο και αναχωρούσε για τον προορισμό του. Πραγματοποιούσε μία ενδιάμεση στάση στο υποκατάστημα της εναγομένης στην πόλη της Αλεξανδρούπολης, προκειμένου να αφήσει την καρότσα του οδηγούμενου από αυτόν οχήματος, και συνέχιζε το δρομολόγιο με τελικό προορισμό το υποκατάστημα της εναγομένης στην πόλη της Ξάνθης, όπου παρέδιδε τα προς διανομή προϊόντα της, διαρκούσης της διαδικασίας εκφόρτωσης περίπου δύο ώρες, επέστρεφε στις εγκαταστάσεις της εναγομένης στο Διδυμότειχο περί ώρα 01.00 τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας, αφού πραγματοποιούσε μία στάση στο υποκατάστημα της εναγομένης στην πόλη της Αλεξανδρούπολης για την παραλαβή της καρότσας του ψυγείου φορτηγού αυτοκινήτου με επιστροφές προϊόντων, όπου άφηνε το ψυγείο φορτηγό αυτοκίνητο και απέδιδε λογαριασμό στους νόμιμους εκπροσώπους της εναγομένης. Περαιτέρω, αναφορικά με την εκτέλεση του δρομολογίου προς την πόλη της Θεσσαλονίκης, ο ενάγων έπρεπε να βρίσκεται στις εγκαταστάσεις της εναγομένης περί ώρα 13.00, οπότε παρελάμβανε έμφορτο το ψυγείο φορτηγό αυτοκίνητο και αναχωρούσε για τον προορισμό του και δη το υποκατάστημα της εναγομένης στο ..., μετά την πάροδο περίπου δύο ωρών που απαιτούνταν για την εκφόρτωση του ψυγείου φορτηγού αυτοκινήτου αναφορικά με τα προς διανομή προϊόντα της εναγομένης και την φόρτωση αυτού με επιστροφές προϊόντων της, αναχωρούσε για τις εγκαταστάσεις της εναγομένης στο Διδυμότειχο, όπου επέστρεφε περί ώρα 02.00 τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας και παρέδιδε το ψυγείο φορτηγό αυτοκίνητο αποδίδοντας λογαριασμό στους νόμιμους εκπροσώπους της εναγομένης. Ο ενάγων μπορεί, βέβαια να μην συμμετείχε στη διαδικασία φόρτωσης και εκφόρτωσης των οδηγούμενων από αυτόν ψυγείων φορτηγών αυτοκινήτων, καθόσον οι αντίστοιχες εργασίες εκτελούνταν από άλλους εργαζόμενους της εναγομένης και δη αποθηκάριους και εργατοτεχνίτες, ωστόσο, στον χρόνο της πραγματικής του απασχόλησης πρέπει να υπολογιστούν και οι προμνησθέντες χρόνοι που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής απαιτούνταν για την φόρτωση και εκφόρτωση των οδηγούμενων από αυτόν ψυγείων φορτηγών αυτοκινήτων, οι οποίοι συνιστούν χρόνους αμειβόμενης εργασίας και όχι απλής ετοιμότητας προς εργασία, διότι αυτός και κατά τους προαναφερόμενους χρόνους όφειλε υποχρεωτικά να βρίσκεται στους αντίστοιχους τόπους διατηρώντας τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις σε ένταση για να προσφέρει τις υπηρεσίες του για την περίπτωση που ήθελε παραστεί ανάγκη, καθόσον δεν είχε τη δυνατότητα να αναπαύεται ή να χρησιμοποιεί την εργασιακή του δύναμη διαφορετικά, ευρισκόμενος κατά τη διάρκεια της αναμονής σε γνήσια ετοιμότητα εργασίας, διότι εκτός από τη δέσμευση της ελευθερίας του (ευρισκομένου εντός ή πλησίον των οδηγούμενων οχημάτων, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να απομακρυνθεί) υπήρχε και εγρήγορση των δυνάμεών του, πολύ περισσότερο αφού φόρτωση και εκφόρτωση χωρίς τη συμμετοχή του, δεν νοούνταν, επειδή θα έπρεπε να διενεργήσει ο ίδιος, όταν του ζητούνταν, τις απαραίτητες μετακινήσεις του οχήματος που οδηγούσε. Ήταν διάφορο, δηλαδή, εν προκειμένω, το εάν φόρτωναν οι αποθηκάριοι και αυτός απλώς ήταν παρών ή εάν συμμετείχε και αυτός στη φόρτωση, συνακόλουθα, οι αντίστοιχες ώρες θα πρέπει να συνυπολογιστούν στο ημερήσιο ωράριο του, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, ως προαναφέρθηκε, κατά συνέπεια, και ο προκείμενος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.". Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές, έκρινε ότι ο αναιρεσίβλητος, ενόψει του ως άνω ωραρίου του και του καταβαλλόμενου εκάστοτε μηνιαίου μισθού του, δικαιούται για την πέραν του ωραρίου του παρασχεθείσα εργασία, κατά το ως άνω επίδικο χρονικό διάστημα (2008,2009 και 2010), και ειδικότερα για απλή επιπλέον εργασία, υπερεργασία, κατ' εξαίρεση υπερωρία το ποσό των 16.076,16 ευρώ που του επιδίκασε.
Με την κρίση της αυτή η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν (των άρθρων 648, 649, 653 και 659 ΑΚ) καθόσον διέλαβε στην προσβαλλόμενη σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες, ως προς το έχον ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ζήτημα της συνδρομής ή όχι στη συγκεκριμένη περίπτωση γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία, με την εκτεθείσα στην αρχή της παρούσας έννοια. Και τούτο διότι προκύπτει σαφώς από τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης η επικληθείσα και γενόμενη δεκτή, πλήρης δέσμευση του χρόνου και των δυνάμεων του ενάγοντος, με αποκλεισμό της παραμικρής δυνατότητας αναπαύσεως ή χρησιμοποιήσεως κατά διαφορετικό τρόπο των εργασιακών του δυνάμεων ή τυχόν ο μερικός περιορισμός της ελευθερίας του (ώστε να είναι στη διάθεση της εργοδότριας), επιπλέον προκύπτει σαφώς για πιο συγκεκριμένο αντικείμενο απαιτείτο πλήρης δέσμευση, ώστε να πρέπει να βρίσκεται στον χώρο εργασίας μία ή 2 ώρες πριν την έναρξη του δρομολογίου του και να παρίσταται κατά την φόρτωση ή εκφόρτωση από άλλους εργαζόμενους, την οποία η προσβαλλόμενη δέχεται ότι αυτοί (τρίτοι) έκαναν κατά βάση κι όχι ο ενάγων, και εν τέλει έτσι να κριθεί ότι η απασχόληση αυτή είχε το χαρακτήρα παρεμφερούς και παρακολουθηματικής προς την κύρια απασχόλησή του ως οδηγού εργασίας, την οποία είχε υποχρέωση να προσφέρει στα πλαίσια γνήσιας ετοιμότητάς του προς εργασία.
Κατ' ακολουθίαν, η προσβαλλομένη απόφαση, δεν στερείται νόμιμης βάσης και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ., σχετικά με το ότι αυτή έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ότι ο ενάγων βρισκόταν σε ετοιμότητα εργασίας κατά το χρόνο φορτοεκφόρτωσης του φορτηγού της εναγομένης κατά την εκτέλεση των δρομολογίων που ως οδηγός του πραγματοποίησε το επίδικο διάστημα, ζήτημα το οποίο ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, είναι αβάσιμα.
Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του.
Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του ως άνω λόγου αναίρεσης πλήττεται η
προσβαλλόμενη απόφαση για το ίδιο ως άνω ζήτημα, με τον ισχυρισμό της
αναιρεσείουσας ότι το Εφετείο, προκειμένου να θεμελιώσει την παραδοχή
ότι τάχα ο ενάγων, κατά τη διαδικασία φορτοεκφόρτωσης του φορτηγού του
από τρίτους, βρισκόταν σε γνήσια ετοιμότητα εργασίας κι όχι σε απλή
ετοιμότητα εργασίας, διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες επί ζητήματος που
ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και συνεπώς η
προσβαλλομένη απόφαση στερείται νομίμου βάσεως κατ' άρθρο 559 παρ. 19
ΚΠολΔ., εκθέτοντας ειδικότερα προς θεμελίωση του ισχυρισμού του αυτού
ότι η προσβαλλόμενη δέχεται αρχικά (φύλλο 11°) για το ίδιο αποδεικτέο
ζήτημα τα ακόλουθα : "Τέλος, κατά το μέρος με το οποίο ο ενάγων αιτείται
την καταβολή αμοιβής για την πρόσθετη εργασία του ως φορτοεκφορτωτή,
αναφέρεται ο χρόνος που διαρκούσε η πρόσθετη αυτή εργασία μέσα στο
νόμιμο ωράριο της κύριας.". Και στη συνέχεια, όπως προαναφέρθηκε, (
φύλλο 20 της προσβαλλόμενης) δέχεται ότι: "Ο ενάγων μπορεί, βέβαια να
μην συμμετείχε στη διαδικασία φόρτωσης και εκφόρτωσης των οδηγούμενων
από αυτόν ψυγείων φορτηγών αυτοκινήτων, καθόσον οι αντίστοιχες εργασίες
εκτελούνταν από άλλους εργαζόμενους της εναγομένης και δη αποθηκάριους
και εργατοτεχνίτες, ωστόσο, στον χρόνο της πραγματικής του απασχόλησης
πρέπει να υπολογιστούν και οι προμνησθέντες χρόνοι που κατά τα διδάγματα
της κοινής πείρας και λογικής απαιτούνταν για την φόρτωση και εκφόρτωση
των οδηγούμενων από αυτόν ψυγείων φορτηγών αυτοκινήτων, οι οποίοι
συνιστούν χρόνους αμειβόμενης εργασίας και όχι απλής ετοιμότητας προς
εργασία, διότι αυτός και κατά τους προαναφερόμενους χρόνους όφειλε
υποχρεωτικά να βρίσκεται στους αντίστοιχους τόπους διατηρώντας τις
σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις σε ένταση για να προσφέρει τις
υπηρεσίες του για την περίπτωση που ήθελε παραστεί ανάγκη, καθόσον δεν
είχε τη δυνατότητα να αναπαύεται ή να χρησιμοποιεί την εργασιακή του
δύναμη διαφορετικά, ευρισκόμενος κατά τη διάρκεια της αναμονής σε γνήσια
ετοιμότητα εργασίας, διότι εκτός από τη δέσμευση της ελευθερίας του
(ευρισκομένου εντός ή πλησίον των οδηγούμενων οχημάτων, χωρίς να έχει τη
δυνατότητα να απομακρυνθεί) υπήρχε και εγρήγορση των δυνάμεών του, πολύ
περισσότερο αφού φόρτωση και εκφόρτωση χωρίς τη συμμετοχή του, δεν
νοούνταν, επειδή θα έπρεπε να διενεργήσει ο ίδιος, όταν του ζητούνταν,
τις απαραίτητες μετακινήσεις του οχήματος που οδηγούσε. Ήταν διάφορο,
δηλαδή, εν προκειμένω, το εάν φόρτωναν οι αποθηκάριοι και αυτός απλώς
ήταν παρών ή εάν συμμετείχε και αυτός στη φόρτωση, συνακόλουθα, οι
αντίστοιχες ώρες θα πρέπει να συνυπολογιστούν στο ημερήσιο ωράριο του,
κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, ως προαναφέρθηκε, κατά
συνέπεια, και ο προκείμενος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί ως
αβάσιμος.". Ακολούθως με βάση τις παραδοχές αυτές, έκρινε ότι ο
αναιρεσίβλητος, ενόψει του ως άνω ωραρίου του και του καταβαλλόμενου
εκάστοτε μηνιαίου μισθού του, δικαιούται για την πέραν του ωραρίου του
παρασχεθείσα εργασία, κατά το ως άνω επίδικο χρονικό διάστημα (2008,2009
και 2010), και ειδικότερα για απλή επιπλέον εργασία, υπερεργασία, κατ'
εξαίρεση υπερωρία το ποσό των 16.076,16 ευρώ που του επιδίκασε.
Με την κρίση της αυτή η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου
τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν (των άρθρων 648,
649, 653 και 659 ΑΚ) και δεν διέλαβε ασαφείς και αντιφατικές
αιτιολογίες, ως προς το έχον ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης
ζήτημα της συνδρομής ή όχι στη συγκεκριμένη περίπτωση γνήσιας
ετοιμότητας προς εργασία, με την εκτεθείσα στην αρχή της παρούσας
έννοια. Και τούτο διότι η αρχική κρίση της περί πρόσθετης εργασίας
φορτοεκφόρτωσης εκ μέρους του ενάγοντος ήδη αναιρεσιβλήτου, αφορά και
αναφέρεται στα διάφορα αιτήματα της αγωγής, τα οποία ορθώς κρίθηκαν
ορισμένα από την προσβαλλόμενη, ενώ με τη δεύτερη και τελευταία παραδοχή
της (της γνήσιας ετοιμότητας του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου για
εργασία) που περιέχεται στην Ελάσσονα πρότασή της (παραδοχές της από την
αποδεικτική διαδικασία) η προσβαλλόμενη δέχεται ότι αυτός μπορεί να μη
συμμετείχε κατά τη διαδικασία φορτοεκφόρτωσης των οδηγούμενων από τον
ίδιο φορτηγών αυτοκινήτων καθόσον οι αντίστοιχες εργασίες εκτελούνταν
από άλλους εργαζόμενους της εναγομένης ωστόσο βρισκόταν στην κατάσταση
της γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία, ενόσω άλλοι την εκτελούσαν, με
συνέπεια να μην περιέχονται στην προσβαλλόμενη ασαφείς και αντιφατικές
αιτιολογίες ως προς το έχον ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης
ζήτημα της συνδρομής ή όχι στη συγκεκριμένη περίπτωση γνήσιας
ετοιμότητας του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου προς εργασία.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω είναι και κατά το δεύτερο σκέλος του ο
δεύτερος λόγος αναίρεσης αβάσιμος κατ' ουσίαν και ως εκ τούτου πρέπει να
απορριφθεί στο σύνολο του.
4.- Κατά το άρθρο 655 του ΑΚ, επί συμβάσεως εργασίας, αν δεν υπάρχει
αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της
εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια
της συμβάσεως, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε
περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που
αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Εξ άλλου, μισθός κατά την έννοια της
ως άνω διατάξεως σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του Α.Κ. και 1
της 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955,
είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη
σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Άρα,
μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων αποτελούν και οι αμοιβές, που
οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα υπερεργασίας του, νόμιμης
υπερωριακής εργασίας του και επιτρεπόμενης απασχολήσεώς του σε ημέρα
αργίας, αφού συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα εργασίας του μισθωτού.
Επομένως, και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 του ΑΚ
κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα καταβολής, εις τρόπον ώστε με μόνη την πάροδο
αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ.1 του
Α.Κ. και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά
το άρθρο 345 εδάφ. α' του ΑΚ. Εξ άλλου, ασχέτως του άρθρου 655 του ΑΚ,
για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές
και το επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981,
που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του Ν.1082/1980, 4 παρ.1 του ΑΝ
539/1945, του Ν.4504/1961 και 1 παρ.3 του Ν.4547/1966) επακριβώς
καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30 η Απριλίου και η
λήξη το αργότερο του οικείου έτους αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο
της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες. Ειδικότερα, ο
νόμος δεν διακρίνει μεταξύ μισθού υπό στενή και υπό ευρεία έννοια με
περιορισμό της εφαρμογής των ως άνω κανόνων μόνο στον πρώτο, τα δε από
το νόμο απαιτούμενα περαιτέρω περιστατικά για τον προσδιορισμό των ως
άνω αξιώσεων του μισθωτού δεν ανάγονται στον καθορισμό της ημέρας
καταβολής τους, που είναι επακριβώς βάσει των ορισμών του νόμου
καθορισμένη, αλλά στη γένεση και στο ύψος των αξιώσεων αυτών, ήτοι σε
περιστατικά πάντοτε ερευνητέα και μη αποκλείοντα την έννοια της δήλης
ημέρας. Το εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως δεν αποτελεί προϋπόθεση της
υπερημερίας του οφειλέτη. Απλώς το ανεκκαθάριστο της απαιτήσεως θα
μπορούσε κατά περίπτωση να στηρίξει ένσταση καταλυτική κατά το άρθρο 342
του Α.Κ. της υπερημερίας του οφειλέτη για έλλειψη υπαιτιότητάς του,
λόγω εύλογων αμφιβολιών του περί την ύπαρξη ή την έκταση του χρέους. Τα
ανωτέρω επιρρωνύονται και από το ότι ο νόμος (άρθρο 18 παρ.1 του
Ν.1082/1980) επιβάλλει στον εργοδότη τη χορήγηση στο μισθωτό κατά την
εξόφληση σημειώματος αναλυτικού των πάσης φύσεως αποδοχών του και όχι
μόνο τον υπό στενή έννοια μισθού του (Ολ.ΑΠ 39/2002, 40/2002). Αντίθετα
δεν αποτελούν μισθό ούτε εν ευρεία εννοία οι αποζημιώσεις κατά τις
διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και οι προσαυξήσεις (αστικές
ποινές) που υποχρεούται να καταβάλει ο εργοδότης στο μισθό για παράνομη
εργασία, ήτοι για παράνομη υπερωριακή εργασία, εργασία παρά το νόμο τις
Κυριακές κατά τις οποίες δεν επιτρέπεται εργασία κατά τις ημέρες που ο
μισθωτός δικαιούται εβδομαδιαίας ανάπαυσης λόγω νόμιμης εργασίας του
κατά τις Κυριακές, κλπ. αφού αυτές δεν αποτελούν νόμιμο αντάλλαγμα για
νομίμως παρασχεθείσα εργασία. Για τα χρέη αυτά, που δεν απορρέουν από τη
νόμιμη παροχή εργασίας δεν ορίζεται από νόμο δήλη, ημέρα πληρωμής τους
και οι τόκοι γι" αυτά αρχίζουν από την επίδοση της αγωγής ή την τυχόν
προηγηθείσα όχληση.( ΑΠ 234/2006 και εξ αντιδιαστολής Ολ Α.Π 39/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση, το δικάσαν Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση του, όπως από αυτή προκύπτει, απορρίπτοντας την έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επικύρωσε την τελευταία τόσο ως προς τις καταψηφιστικές διατάξεις της, όσο και ως προς τις αναγνωριστικές διατάξεις της με τις οποίες αναγνώρισε ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη εργοδότρια οφείλει στον αναιρεσείοντα μισθωτό από σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, α) 16.076,16 ευρώ για κατ' εξαίρεση (παράνομη) υπερωριακή εργασία του το επίδικο διάστημα και από προσαύξηση αυτής ίση με τα 100% επί του καταβαλλομένου ωρομισθίου και ότι για την πληρωμή των σχετικών αξιώσεων οφείλονται τόκοι από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό και δη από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίο παρασχέθηκε η κάθε επιμέρους εργασία, και β) 31.315,77 ευρώ ως αμοιβή του για την εργασία του κατά τις Κυριακές και τις νύκτες αυτών και για κάθε επιμέρους κατ' εξαίρεση (παράνομη) υπερωριακή του εργασία που πραγματοποίησε κατ' αυτές το επίδικο χρονικό διάστημα και ότι για την πληρωμή των σχετικών αξιώσεων οφείλονται νόμιμοι τόκοι από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό και δη από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίο παρασχέθηκε η κάθε επιμέρους εργασία.
Με τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο παραβίασε τις στην αμέσως παραπάνω μείζονα πρόταση διατάξεις, όσον αφορά το χρόνο από τον οποίο οφείλονται τόκοι για τα ποσά που αναγνώρισε ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα, καθόσον οι σχετικές απαιτήσεις του ενάγοντος κατά της εναγομένης μεταξύ των οποίων και οι προσαυξήσεις (αστικές ποινές) που αναγνωρίστηκε ότι αυτή ως εργοδότρια υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα μισθωτό για παράνομη υπερωριακή εργασία και εργασία παρά το νόμο τις Κυριακές δεν αποτελούν νόμιμο αντάλλαγμα για νομίμως παρασχεθείσα εργασία, για δε τις σχετικές αξιώσεις του, οι οποίες δεν απορρέουν από τη νόμιμη παροχή εργασίας, δεν ορίζεται από το νόμο δήλη ημέρα πληρωμής τους και οι τόκοι για αυτές αρχίζουν από την επίδοση της αγωγής, ως ώφειλε να κρίνει η προσβαλλόμενη κατ' ορθή εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων σε συνδυασμό με το αίτημα της αγωγής. Επομένως, ο σχετικός τρίτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ περί παραβίασης των αναφερομένων στην προεκτεθείσα μείζονα πρόταση διατάξεων είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Μετά από αυτά πρέπει, κατά παραδοχή του ως άνω τρίτου λόγου αναίρεσης,
να αναιρεθεί εν μέρει η προοσβαλλόμενη και δή μόνο κατά το μέρος που
απέρριψε το σχετικό λόγο, της έφεσης της εναγομένης και ήδη
αναιρεσείουσας κατά της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ορεστιάδας
που αφορά την αναγνώριση καταβολής νόμιμων τόκων από τότε κάθε επιμέρους
κονδύλι κατέστη απαιτητό και δη από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα
εκείνου κατά τον οποίο παρασχέθηκε η κάθε επιμέρους εργασία για τις
αξιώσεις του ενάγοντα και ήδη αναιρεσιβλήτου που επιδικάσθηκαν σε αυτόν
αναγνωριστικά από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Κατ' ακολουθία, η υπόθεση πρέπει να κρατηθεί από τον Άρειο Πάγο κατά το
προαναφερθέν κεφάλαιο που αναιρείται η προσβαλλόμενη. Ενόψει δε του ότι η
υπόθεση δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση, πρέπει να κρατηθεί και να
δικασθεί από το παρόν δικαστήριο (άρθρο 580 παρ. 3 εδ. α ΚΠολΔ). Στη
συνέχεια πρέπει να γίνει δεκτή κατ' ουσίαν η από 5-10-2015 έφεση της
εναγομένης κατά της 13/389/34/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Ορεστιάδας (πρωτοβαθμίου δικαστηρίου) και δη κατά τον
τελευταίο λόγο της, να εξαφανισθεί εν μέρει η εκκαλουμένη κατά τη
σχετική της διάταξη που αναφέρεται μόνο στην αναγνώριση του χρόνου
έναρξης καταβολής νομίμων τόκων από την εναγομένη των κεφαλαίων που
επιδικάσθηκαν ( αναγνωρίστηκε ότι η εναγομένη ότι οφείλει να καταβάλει
τα αναφερόμενα σε αυτές ποσά) στον ενάγοντα με τις αναγνωριστικές
διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης καθώς και κατά τη διάταξή της με την
οποία καταδικάστηκε η εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου και,
αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί η αγωγή κατά το μέρος που
εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή αυτή εν μέρει με το
να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα τα
ποσά που και εκκαλούμενη απόφαση αναγνώρισε ότι η εναγομένη οφείλει να
καταβάλει στον ενάγοντα ήτοι: α) το συνολικό ποσό των δεκαέξι χιλιάδων
εβδομήντα έξι ευρώ και δεκαέξι λεπτών (76,80 + 2.678,40 + 16,00 + 460,08
+ 38,40 +1.915,20 + 1.329,60 + 2.394,00 + 272,96 + 491, 04 + 279,68 +
503,28 + 2.007,04 + 3.613,68 = 16.076,16 ευρώ) και β) το συνολικό ποσό
των τριάντα μία χιλιάδων τριακοσίων δεκαπέντε ευρώ και εβδομήντα επτά
λεπτών (46,08 + 204,60 + 3.162,00 + 35,20 + 543,02 + 638,72 + 146,08 +
2.260,32 + 21,00 + 182, 60 + 2.825,40 + 8,36 + 37,62 + 580,04 + 38,50 +
594,32 + 75,25 + 157,52 + 2.437,12 + 8,5 9 + 118,14 + 1827,84 + 26,55 +
142,45 + 2.196,74 + 38,52 + 183,15 + 2.541,33 + 138,25 + 532,80 +
9.567,36 = 31.315,77 ευρώ) και τα ως άνω υπό στοιχεία α και β ποσά με το
νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοση^ της αγωγής μέχρι την πλήρη
εξόφληση.
Περαιτέρω, η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων, που υποβλήθηκε από την
αναιρεσείουσα με τις προτάσεις της στο παρόν δικαστήριο, με την οποία
ζητεί να της επιστραφεί το ποσό των 54.000 ευρώ που αυτή κατέβαλε στον
αναιρεσίβλητο για το επιδικασθέν με την προσβαλλόμενη κεφάλαιο στον
αναιρεσίβλητο για να μην προβεί ο τελευταίος σε αναγκαστική εκτέλεσή
της, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθόσον δεν συντρέχει η
αναγκαία προς τούτο προϋπόθεση, που και κατά τη σχετική αίτησή της είναι
η αναίρεση της προσβαλλόμενης ως προς το επιδικασθέν με αυτή κεφάλαιο.
Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα της
αναιρεσείουσας της παρούσας δίκης, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της
τελευταίας (σάρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), , και να
συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων κατ' άρθρο 178 ΚΠολΔ τα δικαστικά έξοδα
που προκλήθηκαν από την άσκηση και την εκδίκαση της έφεσης λόγω της
μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διάδικου μέρους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την 178/2017 απόφαση του Εφετείου Θράκης και δη κατά το
μέρος που απέρριψε τον τελευταίο λόγο της έφεσης της εναγομένης -
εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, με τον οποίο αυτή παραπονέθηκε ότι η
εκκαλουμένη (υπ' αριθμ. 13/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Ορεστιάδος) αναγνώρισε ότι οφείλονται στον ενάγοντα και ήδη
αναιρεσίβλητο νόμιμοι τόκοι για τα αναφερόμενα στις αναγνωριστικές
διατάξεις της ποσά, με τις οποίες αναγνωρίστηκε ότι η εναγόμενη οφείλει
να καταβάλει στον ενάγοντα α) 16.076,16 ευρώ και β) 31.315,77 ευρώ από
τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό και δη από την πρώτη
ημέρα του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίο παρασχέθηκε η κάθε
επιμέρους εργασίας.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την υπόθεση κατά το μέρος αυτό.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ εν μέρει την 178/2017 απόφαση του Εφετείου Θράκης και δη κατά το μέρος που κατά την ως άνω διάταξη αναιρείται.
ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή κατά το ως άνω μέρος.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα τα
επιδικασθέντα με τις αναγνωριστικές διατάξεις της υπ' αριθ. 13/2015
απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ορεστιάδας ποσά α) των 16.076,16
ευρώ και β) των 31.315,77 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της
επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας της
παρούσης δίκης που κατέθεσε προτάσεις, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο
χιλιάδων (2.200) ευρώ και συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά
έξοδα που προκλήθηκαν από την άσκηση και την εκδίκαση της έφεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Απριλίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
39095/2019 Προσδιορισμός της αξίας μεταφορικών μέσων ως κριτηρίου επιλεξιμότητας του άρθρου 68 του ν. 4605/2019
Αριθμ. 39095
(ΦΕΚ B’ 1165/08.04.2019)
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) της παρ. 6 του άρθρου 82 του ν. 4605/2019 (Α΄ 52) «Εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2016 σχετικά με την προστασία της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί (εμπορικό απόρρητο) από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψή τους (EEL 157 της 15.6.2016) Μέτρα για την επιτάχυνση του έργου του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και άλλες διατάξεις.», σε συνδυασμό με την περίπτ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 68 του ίδιου νόμου,
β) της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167) «Φορολογία εισοδήματος, επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4046/2012, του ν. 4093/2012 και του ν. 4127/2013 και άλλες διατάξεις.» και ιδίως των περίπτ. γ, στ και ζ,
γ) του ν. 4364/2016 (Α΄ 13) «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθμ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθμ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθμ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.»,
δ) του Π.Δ. 237/1986 (Α΄ 110) «Κωδικοποίηση των διατάξεων του ν. 489/1976 (Α΄ 331/1976) «περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ’ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης», όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε από το ν. 1569/1985 (Α΄ 183/1985) και τα προεδρικά διατάγματα 1019/1981 (Α΄ 253/1981) και 118/1985 (Α΄ 35/1985).»,
ε) του άρθρου 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.Δ. 63/2005 (Α΄ 98),
στ) του Π.Δ. 73/2015 (Α΄ 116) «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών»,
ζ) του Π.Δ. 22/2018 (Α΄ 37) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτή Υπουργού και Υφυπουργών»,
η) του Π.Δ. 142/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (Α΄ 181),
θ) του Π.Δ. 147/2017 (Α΄ 192) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης».
2. Την ανάγκη καθορισμού του τρόπου προσδιορισμού της αξίας των μεταφορικών μέσων, που λαμβάνεται υπόψη για την αξιολόγηση του κριτηρίου επιλεξιμότητας της περίπτ. ε της παρ. 1 του άρθρου 68 του ν. 4605/2019.
3. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
αποφασίζουμε:
1. Καθορίζουμε τον τρόπο προσδιορισμού της αξίας των μεταφορικών μέσων της περίπτ. ε της παρ. 1 του άρθρου 68 του ν. 4605/2019, προκειμένου να αξιολογηθεί η πλήρωση ή μη του σχετικού κριτηρίου επιλεξιμότητας.
2. Ως αξία των αυτοκινήτων οχημάτων, κατά την έννοια της περίπτ. γ της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 4172/2013, λογίζεται η ακόλουθη:
α) Η ασφαλιστέα αξία του οχήματος που αναφέρεται σε εν ισχύ ασφαλιστική σύμβαση ή, ελλείψει τέτοιας, σε ασφαλιστική σύμβαση της τελευταίας τριετίας, πριν την υποβολή της αίτησης του άρθρου 72 του ν. 4605/2019.
β) Εάν δεν υφίσταται η ως άνω υπό α αξία, η τρέχουσα εμπορική αξία του οχήματος, η οποία υπολογίζεται, για τις ανάγκες της παρούσης, επί της αξίας πρώτης κυκλοφορίας του, απομειούμενη κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20 %) για το πρώτο έτος και δέκα τοις εκατό (10 %) κατ’ έτος, για τα επόμενα έτη, και μέχρι του ποσοστού του ογδόντα πέντε τοις εκατό (85 %).
3. Ως αξία σκαφών αναψυχής ιδιωτικής χρήσης, κατά την έννοια της περίπτ. στ της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 4172/2013, λογίζεται η ακόλουθη:
α) Η ασφαλιστέα αξία του σκάφους που αναφέρεται σε εν ισχύ ασφαλιστική σύμβαση ή, ελλείψει τέτοιας, σε ασφαλιστική σύμβαση της τελευταίας τριετίας, πριν την υποβολή της αίτησης του άρθρου 72 του ν. 4605/2019.
β) Εάν δεν υφίσταται η ως άνω υπό α αξία, η τρέχουσα εμπορική αξία του σκάφους, η οποία υπολογίζεται, για τις ανάγκες της παρούσης, επί της αξίας του έτους πρώτης νηολόγησης, απομειούμενη κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) αν έχει περάσει χρονικό διάστημα πάνω από πέντε (5) έτη και μέχρι δέκα (10) έτη και πενήντα τοις εκατό (50%) αν έχει περάσει χρονικό διάστημα πάνω από δέκα (10) έτη.
4. Ως αξία εναέριων μεταφορικών μέσων, κατά την έννοια της περίπτ. ζ της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 4172/ 2013, λογίζεται η ακόλουθη:
α) Η ασφαλιστέα αξία του μέσου που αναφέρεται σε εν ισχύ ασφαλιστική σύμβαση ή, ελλείψει τέτοιας, σε ασφαλιστική σύμβαση της τελευταίας τριετίας, πριν την υποβολή της αίτησης του άρθρου 72 του ν. 4605/2019.
β) Εάν δεν υφίσταται η ως άνω υπό α αξία, η τρέχουσα εμπορική αξία του μέσου, η οποία υπολογίζεται, για τις ανάγκες της παρούσης, επί της αξίας του έτους πρώτης νηολόγησης, απομειούμενη κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) αν έχει περάσει χρονικό διάστημα πάνω από πέντε (5) έτη και μέχρι δέκα (10) έτη και πενήντα τοις εκατό (50%) αν έχει περάσει χρονικό διάστημα πάνω από δέκα (10) έτη.
Η παρούσα απόφαση ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 5 Απριλίου 2019
Οι Υπουργοί
Οικονομίας και Ανάπτυξης
ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ
Οικονομικών
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
Εγκύκλιος ΕΦΚΑ 18/2019 Κατάργηση του μέτρου της Αναστολής της δυνατότητας υποβολής Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων (Α.Π.Δ.) μέσω διαδικτύου, λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών
Α.Π.: Δ.ΕΙΣΦ.Μ./159/446248
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Κ Ε Ν Τ Ρ Ι Κ Η Υ Π Η Ρ Ε Σ Ι Α
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
Ταχ. Διεύθυνση: Σατωβριάνδου 18
104 32 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Ε. Βλαχογιάννη
Ε. Σκαρτσάρη
Α. Κοσμέα
Αριθ. τηλ.: 210 52 85 518 - 615
210 52 85 642- 639-536
Fax: 210 52 36 558
E – mail: d.eisf.misth@efka.gov.gr
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΑΡ. : 18
ΘΕΜΑ: «Κατάργηση του μέτρου της Αναστολής της δυνατότητας υποβολής Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων (Α.Π.Δ.) μέσω διαδικτύου, λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών»
Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις του άρθρου 66 του N.4603/2019 (ΦΕΚ 48/τ.Α΄/14-03-2019), με τις οποίες ορίζεται ότι «Η παρ. 1 του άρθρου 17 του Ν. 3846/2010 (Α΄ 66), καταργείται» και σας παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες για την εφαρμογή τους.
1. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Οι κοινοποιούμενες διατάξεις εφαρμόζονται μόνο στις περιπτώσεις των εργοδοτών, των οποίων έχει ανασταλεί η δυνατότητα υποβολής Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων (Α.Π.Δ.) μέσω διαδικτύου, καθώς δεν κατέβαλαν τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές τους δεν είχαν υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης.
2. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΤΩΝ ΑΝΑΛΥΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΔΗΛΩΣΕΩΝ (Α.Π.Δ.)
Για την εφαρμογή των κοινοποιούμενων διατάξεων, η υποβολή των Α.Π.Δ. θα πρέπει να πραγματοποιηθεί από το Νόμιμο Εκπρόσωπο της επιχείρησης ή νομίμως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, με μαγνητικό ή ψηφιακό μέσο (δισκέτα ή CD), στην κατά τόπο αρμόδια Τοπική Υπηρεσία του Ε.Φ.Κ.Α., στην ασφαλιστική περιοχή της οποίας, υπάγεται η έδρα της επιχείρησης.
Προς απόδειξη της προσκόμισης των Α.Π.Δ., θα αποδίδεται στα ανωτέρω πρόσωπα, αριθμός πρωτοκόλλου με ημερομηνία παραλαβής.
Προκειμένου να υπάρχει ενιαία διαχείριση από τις Τοπικές Υπηρεσίες Ε.Φ.Κ.Α., ως προς τη διαδικασία παραλαβής και καταχώρησης, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της Τοπικής Υπηρεσίας του Ε.Φ.Κ.Α. θα πρέπει να αντλούν από το Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ τα κάτωθι στοιχεία απασχόλησης:
• Έντυπο Ε3 Αναγγελίες Πρόσληψης.
• Έντυπο Ε4 Πίνακες Προσωπικού Ετήσιου ή Συμπληρωματικού Ετήσιου Συμπληρωματικού Ωραρίου ή Τροποποιητικού Αποδοχών.
• Έντυπο Ε9 Σύμβαση Εργασίας Μερικής Απασχόλησης ή και εκ Περιτροπής Εργασίας.
• Έντυπο Ε7 Βεβαίωση Δήλωση Εργοδότη για συμβάσεις Ορισμένου Χρόνου ή Έργου.
• Έντυπο Ε5 Οικειοθελείς Αποχωρήσεις Μισθωτών.
• Έντυπο Ε6 Καταγγελίες Εργασιακών Συμβάσεων.
Επισημαίνεται ότι σε κάθε περίπτωση, που δεν είναι εφικτή η άντληση τους από το από το Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ, θα αναζητούνται εγγράφως από τον εργοδότη.
Επιπλέον, θα πρέπει να προσκομίζεται η οριστική δήλωση Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών (Φ.Μ.Υ.), των ετών για τα οποία υποβάλλονται Α.Π.Δ. και να ελέγχεται μέσω της Διασύνδεσης:
I. Αν το Α.Φ.Μ. της επιχείρησης είναι ενεργό κατά το χρόνο υποβολής των Α.Π.Δ.,
II. Αν έχει δηλωθεί παύση εργασιών της επιχείρησης και πότε.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την καταχώρηση των Α.Π.Δ., είναι η διαπίστωση του πραγματικού της απασχόλησης μέσω Επιτοπίου Ελέγχου, εφόσον απαιτείται και ο έλεγχος των προσκομισθέντων στοιχείων απασχόλησης, έτσι ώστε να αποφευχθούν οι περιπτώσεις της εικονικής ασφάλισης ή κενών διαστημάτων.
Τονίζεται ότι, οι αρμόδιοι υπάλληλοι των Τοπικών Υπηρεσιών του Ε.Φ.Κ.Α., θα πρέπει να εξετάζουν την υποβολή όλων των απαιτητών Α.Π.Δ., υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης απασχόλησης κατά το διάστημα αυτό.
Στην περίπτωση που διαπιστωθεί μη υποβολή, ενδιάμεσων περιόδων, των υποβληθεισών Α.Π.Δ., εφόσον απορρέει η υποχρέωση αυτή λόγω απασχόλησης, να προβαίνουν:
• Στην αναζήτησή τους από τον εργοδότη, κατόπιν προσκλήσεως με αποδεικτικό παραλαβής,
• Εφόσον ο εργοδότης δεν ανταποκριθεί, θα πρέπει να διενεργηθεί έκτακτος ουσιαστικός έλεγχος, για την αυτεπάγγελτη ασφαλιστική τακτοποίηση των εργαζομένων.
3. ΕΠΙΒΟΛΗ ΚΥΡΩΣΕΩΝ
Α. Η καταχώρηση των Α.Π.Δ. θα πραγματοποιείται χωρίς την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων (οίκοθεν ακύρωση των Π.Ε.Π.Ε.Ε. για εκπρόθεσμη υποβολή Α.Π.Δ.), για τις μισθολογικές περιόδους πριν την έναρξη ισχύος των κοινοποιούμενων διατάξεων, ήτοι για τις Α.Π.Δ. μισθολογικών περιόδων έως τον 02/2019, εφόσον υποβληθούν (πρωτοκολληθούν) έως τις 10/05/2019.
Β. Για τις Α.Π.Δ. που θα υποβάλλονται μετά την παρέλευση της ανωτέρω ημερομηνίας, θα επιβάλλονται οι προβλεπόμενες κυρώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. β΄ της {start}παρ. 1 του άρθρου 7{end} του Ν.2972/2001, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της από την παρ. 4 του αρθρ. 9 του Ν.3232/2004 (ΦΕΚ 48/τ. Α΄/12-2-2004) και του {start}άρθρου 19 παρ. 1{end} του Ν.4075/2012 (ΦΕΚ 89/τ. Α΄/11-4-2012), όπως ισχύουν.
4. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ Α.Π.Δ. ΜΕΣΩ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ
Μετά την καταχώρηση των Α.Π.Δ., σύμφωνα με τα ανωτέρω για την ενεργοποίηση της δυνατότητας υποβολής τους μέσω διαδικτύου, θα αποστέλλεται έγγραφο προς τη Δ/νση Εισφορών Μισθωτών - Τμήμα Διαχείρισης Εσόδων και Είσπραξης Εισφορών Μισθωτών του Ε.Φ.Κ.Α., μέσω τηλεομοιοτυπίας (fax 210-5236558), ως το συνημμένο υπόδειγμα.
Προς διευκόλυνσή σας παρατίθεται παράδειγμα ως προς τη συμπλήρωση του εντύπου ενεργοποίησης Α.Π.Δ. (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ).
Μέχρι την ενεργοποίηση, η υποβολή των Α.Π.Δ. θα εξακολουθεί να πραγματοποιείται με μαγνητικό ή ψηφιακό μέσο (δισκέτα ή CD), έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου της απασχόλησης, μήνα.
Εφόσον οι Α.Π.Δ. υποβληθούν εκπρόθεσμα, θα επιβάλλονται οι προβλεπόμενες κυρώσεις.
5. ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
Α. Οι οδηγίες των Γενικών Εγγράφων της Διοίκησης του τ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., περί της Αναστολής της δυνατότητας υποβολής Α.Π.Δ. εξακολουθούν να ισχύουν μόνο στις περιπτώσεις:
- Μη πραγματικής απασχόλησης (εικονική ασφάλιση). (Ε40/196/27-04-2010, Ε41/42/7-2-2011, Γ99/1/87/20-5-2011, Ε40/463/6.7.2011, Ε40/740/23.11.2011)
- Μακρόχρονης διακοπής απασχόλησης. (Γ99/1/13/16.1.2012)
Β. Στην περίπτωση που οι Α.Π.Δ. δεν υποβληθούν από το Νόμιμο Εκπρόσωπο της επιχείρησης αλλά από εξουσιοδοτημένο πρόσωπο (π.χ. λογιστή), η εξουσιοδότηση θα πρέπει να ελέγχεται ως προς:
-το λόγο για τον οποίο προσκομίζεται,
-την ημερομηνία θεώρησης του γνήσιου της υπογραφής,
-τα πλήρη στοιχεία (ονοματεπώνυμο, Α.Δ.Τ., Α.Φ.Μ.) καθώς και
-την ιδιότητα ή τη σχέση του εξουσιοδοτούμενου με την επιχείρηση.
Γ. Σε ότι αφορά τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου για την διαπίστωση του πραγματικού της απασχόλησης, τη διαχείριση των υποβληθεισών Καταγγελιών από τους εργαζόμενους σε βάρος των επιχειρήσεων των οποίων έχει ανασταλεί η δυνατότητα υποβολής Α.Π.Δ. μέσω διαδικτύου, που εκκρεμούν καθώς και των ήδη διεκπεραιωμένων Καταγγελιών, θα δοθούν σχετικές οδηγίες, από την Γενική Διεύθυνση Ελέγχων Ε.Φ.Κ.Α..
Παρακαλούμε για την πιστή εφαρμογή των ανωτέρω.
Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ Ε.Φ.Κ.Α.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΚΟΠΟΥΛΗΣ
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
ΕΛΕΝΗ ΤΣΙΟΥΤΣΙΑ
O browser δεν υποστηρίζει pdf viewεr. Κατεβάστε την απόφαση από εδώ: Download PDF.
39100/2019 Προσδιορισμός συνεισφοράς του Δημοσίου στο πλαίσιο του άρθρου 76 ν. 4605/2019 (Α’ 52) «Εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2016 σχετικά με την προστασία της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί (εμπορικό απόρρητο) από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψή τους (EEL 157 της 15.06.2016). Μέτρα για την επιτάχυνση του έργου του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και άλλες διατάξεις»
Αριθμ. 39100/5-4-2019
(ΦΕΚ Β' 1167/08-04-2019)
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ-ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Το άρθρο 82 παρ. 5 του ν. 4605/2019 (Α’ 52) «Εναρμόνιση της ελληνικής
νομοθεσίας με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και
του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2016 σχετικά με την προστασία της
τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν
αποκαλυφθεί (εμπορικό απόρρητο) από την παράνομη απόκτηση, χρήση και
αποκάλυψη τους (EEL 157 της 15.06.2016). Μέτρα για την επιτάχυνση του
έργου του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και άλλες διατάξεις».
2. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση
και τα κυβερνητικά όργανα», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ.
63/2005 (98 Α’).
3. Το π.δ. 73/2015 (Α’ 116) «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
4. Τις διατάξεις του π.δ. 125/2016 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (210 Α’).
5. Τις διατάξεις του π.δ. 22/2018 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτή Υπουργού και Υφυπουργών» (37 Α’).
6. Τις διατάξεις του π.δ. 88/2018 («Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (160 Α’).
7. Τις διατάξεις του π.δ. 142/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (181 Α’).
8. Το π.δ. 147/2017 (Α’ 192) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης».
9. Τις διατάξεις του π.δ. 134/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας,
Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης» (168 Α’) όπως
τροποποιήθηκε και ισχύει.
10. Την Υ28 (2168 Β’/9.10.2015) απόφαση
του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Αναπληρώτρια Υπουργό
Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου
και τις αριθμ. Υ70 (2441 Β΄/ 13.11.2015), Υ43 (1510 Β΄/03.05.2017) και
Υ24 (1546 Β΄/04.05.2018) τροποποιήσεις αυτής.
11. Την Υ29
(2168 Β΄/9.10.2015) απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον
Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών Γεώργιο Χουλιαράκη».
12. Την Οικ.
44549/Δ.912193/8.10.2015 απόφαση του Πρωθυπουργού και Υπουργού Εργασίας,
Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Ανάθεση αρμοδιοτήτων
στην Υφυπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης, Αναστάσιο Πετρόπουλο» (2169 Β’), όπως τροποποιήθηκε και
ισχύει.
13. Τις διατάξεις του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής
διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ)-δημόσιο
λογιστικό και άλλες διατάξεις» (143 Α’), όπως ισχύει.
14. Τις
διατάξεις του ν. 3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της
Αποκεντρωμένης Διοίκησης-Πρόγραμμα Καλλικράτης» (87 Α’), όπως ισχύει.
15. Τις διατάξεις των άρθρων 17 και 18 του ν. 3979/2011 (Α’ 138) «Για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και λοιπές διατάξεις».
16. Τις διατάξεις του ν. 4174/2013 «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις» (170 Α’), όπως ισχύει.
17. Τις διατάξεις του ν. 3607/2007 «Σύσταση και καταστατικό της
Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Κοινωνικής Ασφάλισης ΑΕ (Η.Δ.Ι.Κ.Α. ΑΕ) και
λοιπές ασφαλιστικές και οργανωτικές διατάξεις» (245 Α’), όπως ισχύει.
18. Τις διατάξεις του ν. 4520/2018 «Μετεξέλιξη του Οργανισμού Γεωργικών
Ασφαλίσεων σε Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
(ΟΠΕΚΑ) και λοιπές διατάξεις» (30 Α’).
19. Τις διατάξεις του άρθρου 11 ν. 4557/2018 (139 Α’) «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις».
20. Την ανάγκη καθορισμού της συνεισφοράς του Δημοσίου στο πλαίσιο του
άρθρου 9 Ν. «Πρόγραμμα επιδότησης αποπληρωμής στεγαστικών και
επιχειρηματικών δανείων με υποθήκη σε κύρια κατοικία», καθώς και των
ειδικότερων ζητημάτων αναφορικά με την απόδοση της συνεισφοράς αυτής.
21. Την αριθμ. 15316/3340/4.4.2019 ανάληψη υποχρέωσης με την οποία
δεσμεύεται το ποσό των εκατόν πενήντα εκατομμυρίων ευρώ (150.000.000
ευρώ) σε βάρος των πιστώσεων του λογαριασμού Λ.Α.Ε. 1033-2022310506899
του προϋπολογισμού εξόδων του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης
και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, οικονομικού έτους 2019.
22. Το γεγονός ότι από την παρούσα απόφαση προκαλείται δαπάνη ύψους 150.000.000 ευρώ για το έτος 2019,
αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
Συνεισφορά Δημοσίου
Το
Δημόσιο συνεισφέρει στις μηνιαίες καταβολές που έχουν προσδιοριστεί
κατ’ εφαρμογή του άρθρου 75 ν. 4605/2019 (Α’ 52) «Εναρμόνιση της
ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/943 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2016 σχετικά με την
προστασία της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν
έχουν αποκαλυφθεί (εμπορικό απόρρητο) από την παράνομη απόκτηση, χρήση
και αποκάλυψή τους (EEL 157 της 15.06.2016). Μέτρα για την επιτάχυνση
του έργου του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και άλλες διατάξεις»
και έχουν γίνει αποδεκτές από τον οφειλέτη στο πλαίσιο υπαγωγής του στο
νόμο αυτό, προκειμένου για την προστασία της κύριας κατοικίας του.
Άρθρο 2
Ορισμοί
Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1. «Οφειλέτης» ορίζεται το φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει κριθεί επιλέξιμος
και έχει αποδεχθεί πρόταση ρύθμισης για όλες τις για όλες τις οφειλές
που είναι επιδεκτικές ρύθμισης κατά τις παραγράφους 3 έως 6 του άρθρου
68 ν. 4605/2019 (Α’ 52).
2. «Πιστωτές» ορίζονται τα φυσικά ή
νομικά πρόσωπα, για τις απαιτήσεις των οποίων ο οφειλέτης έχει αποδεχθεί
πρόταση ρύθμισης στο πλαίσιο του ν. 4605/2019 (Α’ 52).
3. «Ετήσιο
διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα» νοείται το άθροισμα των εισοδημάτων
του αιτούντος, του συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών, μειωμένο κατά
τους αναλογούντες φόρους, την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α
του ν. 4172/2013 και το τέλος επιτηδεύματος του άρθρου 31 του ν.
3986/2011 (Α’152). Στο «οικογενειακό εισόδημα» συμπεριλαμβάνονται και τα
αφορολόγητα, καθώς και τα αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά.
4. «Μονοπρόσωπο νοικοκυριό»: κάθε ενήλικο άτομο που διαμένει μόνο του σε
κατοικία και δεν εμπίπτει στην κατηγορία ενηλίκων έως 25 ετών που
φοιτούν σε πανεπιστημιακές σχολές ή σχολεία ή ινστιτούτα επαγγελματικής
εκπαίδευσης ή κατάρτισης της ημεδαπής ή αλλοδαπής.
5. «Πολυπρόσωπο
νοικοκυριό»: όλα τα άτομα που διαμένουν κάτω από την ίδια στέγη. Στο
πολυπρόσωπο νοικοκυριό εντάσσονται οι σύζυγοι και τα εξαρτώμενα μέλη.
6. «Εξαρτώμενα Μέλη»: τα πρόσωπα που ορίζονται στο άρθρο 11 του ν.4172/2013 (Α’ 167).
7. «Ανήλικα μέλη»: τα μέλη του πολυπρόσωπου νοικοκυριού έως 18 ετών.
8. «Απροστάτευτα τέκνα»: τα ανήλικα μέλη του νοικοκυριού που είναι ορφανά
και από τους δύο γονείς ή που κανείς γονέας δεν μπορεί να ασκήσει τη
γονική τους μέριμνα, λόγω ασθενείας, αναπηρίας, κράτησης ή στρατιωτικής
θητείας και που η επιμέλεια τους έχει ανατεθεί με δικαστική απόφαση σε
μέλος του νοικοκυριού.
9. «Μονογονεϊκή οικογένεια»: ένας μόνος
γονέας (άγαμος, σε χηρεία ή διαζευγμένος, ή λόγω κράτησης του έτερου
γονέα σε σωφρονιστικό κατάστημα), ο οποίος ασκεί κατ’αποκλειστικότητα ή
μετά από σχετική ανάθεση με δικαστική απόφαση ή συμβολαιογραφική πράξη,
σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, την προσωρινή ή μόνιμη επιμέλεια ενός ή
περισσότερων ανήλικων τέκνων. Για τις ανάγκες του προγράμματος, το
νοικοκυριό θα πρέπει να απαρτίζεται αποκλειστικά από τα μέλη της
μονογονεϊκής οικογένειας, δηλαδή τον γονέα και ένα ή περισσότερα τέκνα,
εκ των οποίων τουλάχιστον ένα θα πρέπει να είναι ανήλικο.
10. «Συνεισφορά Δημοσίου» νοείται το ποσό που συνεισφέρει το Δημόσιο που
αντιστοιχεί σε τμήμα του ποσού της μηνιαίας δόσης, όπως αυτή ορίζεται
στην πρόταση ρύθμισης οφειλών που έχει αποδεχθεί ο οφειλέτης στο πλαίσιο
υπαγωγής του στο ν. 4605/2019.
11. «Μηνιαία δόση»: η μηνιαία δόση
της πρότασης ρύθμισης οφειλών που είναι επιδεκτικές ρύθμισης κατά τις
παραγράφους 3 έως 6 του άρθρου 68 ν. 4605/2019 (A’ 52) και έχει
αποδεχθεί ο οφειλέτης στο πλαίσιο υπαγωγής του στο νόμο αυτό.
12. «Ηλεκτρονική Πλατφόρμα Προστασίας Κύριας Κατοικίας» νοείται η πλατφόρμα
του άρθρου 71 ν. 4605/2019 (Α’ 52) που τηρείται αρμοδίως στην
ιστοσελίδα της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους
(Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.), www.keyd.gov.gr σύμφωνα με το άρθρο 71 του νόμου αυτού.
13. «Η.ΔΙ.Κ.Α. ΑΕ» νοείται η ανώνυμη εταιρία Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Κοινωνικής Ασφάλισης.
14. «Ηλεκτρονική Πλατφόρμα ΗΔΙΚΑ» νοείται η πλατφόρμα που θα αναπτύξει η
ΗΔΙΚΑ για την παρακολούθηση της Συνεισφοράς Δημοσίου.
Άρθρο 3
Ποσό Συνεισφοράς Δημοσίου-Διάρκεια χορήγησης
1. Η συνεισφορά του Δημοσίου που καταβάλλεται σε ειδικό δεσμευμένο και
ακατάσχετο λογαριασμό με δικαιούχο τον οφειλέτη, ορίζεται ως ακολούθως:
α. Για μονοπρόσωπο νοικοκυριό με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα:
αα)
από 0 € έως 3.125,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης για
επιχειρηματικά δάνεια και στο 50% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
ββ)
από 3.125,01 € έως 6.250,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης για
επιχειρηματικά δάνεια και στο 40% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
γγ)
από 6.250,01 € έως 9.375,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης για
επιχειρηματικά δάνεια και στο 30% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
δδ)
από 9.375,01 € έως 12.500,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 20% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
β. Για μονογονεϊκή οικογένεια με ένα εξαρτώμενο μέλος και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα:
αα)
από 0 € έως 4.375,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης για
επιχειρηματικά δάνεια και στο 50% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
ββ)
από 4.375,01 € έως 8.750,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης για
επιχειρηματικά δάνεια και στο 40% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
γγ)
από 8.750,01 € έως 13.125,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 30% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
δδ)
από 13.125,01 € έως 17.500,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 20% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
γ. Για μονογονεϊκή οικογένεια με δύο εξαρτώμενα μέλη και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα:
αα)
από 0 € έως 5.625,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης για
επιχειρηματικά δάνεια και στο 50% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
ββ)
από 5.625,01 € έως 11.250,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 40% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
γγ)
από 11.250,01 € έως 16.875,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 30% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
δδ)
από 16.875,01 € έως 22.500,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 20% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
δ.
Για μονογονεϊκή οικογένεια με τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα μέλη και με
ετήσιο οικογενειακό εισόδημα:
αα) από 0 € έως 6.875,00 €, ισούται με το
30% της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 50% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
ββ)
από 6.875,01 € έως 13.750,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 40% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
γγ)
από 13.750,01 € έως 20.625,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 30% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
δδ)
από 20.625,01 € έως 27.500,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 20% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
ε. Για πολυπρόσωπο νοικοκυριό χωρίς εξαρτώμενα μέλη και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα:
αα)
από 0 € έως 5.250,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης για
επιχειρηματικά δάνεια και στο 50% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
ββ)
από 5.250,01 € έως 10.500,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 40% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
γγ)
από 10.500,01 € έως 15.750 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης για
επιχειρηματικά δάνεια και στο 30% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
δδ)
από 15.750,01 € έως 21.000,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 20% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
στ. Για πολυπρόσωπο νοικοκυριό με ένα εξαρτώμενο μέλος και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα:
αα)
από 0 € έως 6.500,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης για
επιχειρηματικά δάνεια και στο 50% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
ββ)
από 6.500,01 € έως 13.000,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 40% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
γγ)
από 13.000,01 € έως 19.500,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 30% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
δδ)
από 19.500,01 € έως 26.000,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 20% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
ζ. Για πολυπρόσωπο νοικοκυριό με δύο εξαρτώμενα μέλη και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα:
αα)
από 0 € έως 7.750,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης για
επιχειρηματικά δάνεια και στο 50% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
ββ)
από 7.750,01 € έως 15.550,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 40% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
γγ)
από 15.550,01 € έως 23.250,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 30% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
δδ)
από 23.250,01 € έως 31.000,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 20% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
η.
Για πολυπρόσωπο νοικοκυριό με τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα μέλη και με
ετήσιο οικογενειακό εισόδημα:
αα) από 0 € έως 9.000,00 €, ισούται με το
30% της μηνιαίας δόσης για επιχειρηματικά δάνεια και στο 50% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
ββ)
από 9.000,01 € έως 18.000,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 40% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
γγ)
από 18.000,01 € έως 27.000,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 30% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
δδ)
από 27.000,01 € έως 36.000,00 €, ισούται με το 30% της μηνιαίας δόσης
για επιχειρηματικά δάνεια και στο 20% σε κάθε άλλη περίπτωση δανείου.
2. Η χορήγηση της Συνεισφοράς Δημοσίου πραγματοποιείται εφόσον ο Οφειλέτης πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α)
κρίθηκε επιλέξιμος για υπαγωγή στο 4605/2019 (Α’52).
β) αποδέχθηκε τη
συναινετική ρύθμιση που πρότειναν οι πιστωτές για όλες τις οφειλές που
είναι επιδεκτικές ρύθμισης κατά τις παραγράφους 2 έως 6 του άρθρου 69 ν.
4605/2019 (Α’52) και το συμφωνηθέν σχέδιο ρύθμισης είναι σύμφωνο με το
άρθρο 75 του νόμου αυτού ή επέτυχε τη δικαστική ρύθμιση των οφειλών του
σύμφωνα με το άρθρο 77 του ν. 4605/2019 (Α’ 52)
γ) η συναινετική ρύθμιση που αποδέχθηκε είναι σύμφωνη με το άρθρο 75 παρ. 1 του ν. 4605/2019 (Α’ 52).
δ) πληροί τα ανωτέρω αναφερόμενα εισοδηματικά κριτήρια.
3. Η διάρκεια της Συνεισφοράς Δημοσίου εκτείνεται σε όλη τη διάρκεια της
επιτευχθείσας ρύθμισης, εφόσον ο δικαιούχος εξακολουθεί να πληροί τις
προϋποθέσεις σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο αυτό.
Άρθρο 4
Διαδικασία καταβολής της Συνεισφοράς Δημοσίου
Η διαδικασία καταβολής Συνεισφοράς Δημοσίου αποτελείται από τα κάτωθι στάδια:
1. Υποβολή Αίτησης:
Α) Διαδικασία Συναινετικής Ρύθμισης μέσω της Ηλεκτρονικής Πλατφόρμας Προστασίας Κύριας Κατοικίας:
Η
αίτηση του άρθρου 72 ν. 4605/2019 (Α’ 52) επέχει θέση αίτησης και για
τη Συνεισφορά Δημοσίου. Με την υποβολή της αίτησης το Δημόσιο αποκτά
πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα και τα έγγραφα που ανταλλάσσονται μεταξύ του
Οφειλέτη και των Πιστωτών στο πλαίσιο της διαδικασίας. Με την πρόταση
ρύθμισης των Πιστωτών την οποία καλείται να αποδεχθεί ο Οφειλέτης,
ενημερώνεται μέσω της Ηλεκτρονικής Πλατφόρμας Προστασίας Κύριας
Κατοικίας για το ποσό της Συνεισφοράς Δημοσίου που δυνητικά του
αναλογεί, σύμφωνα με το δηλωθέν ετήσιο οικογενειακό εισόδημα που έχει
ανακτηθεί από τη βάση δεδομένων φορολογικής διοίκησης. Με την αποδοχή
της πρότασης ρύθμισης από τον οφειλέτη, η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης
Ιδιωτικού Χρέους εγκρίνει εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερολογιακών
ημερών το ποσό της Συνεισφοράς Δημοσίου, με βάση τα αναφερόμενα στοιχεία
στην αίτηση και προωθεί μέσω της Ηλεκτρονικής Πλατφόρμας Προστασίας
Κύριας Κατοικίας την εγκεκριμένη αίτηση στην Ηλεκτρονική Πλατφόρμα της
ΗΔΙΚΑ, η οποία τηρεί Μητρώο δικαιούχων Συνεισφοράς Δημοσίου. Κατόπιν, η
ΗΔΙΚΑ προβαίνει σε προώθηση της αίτησης στο όργανο πληρωμής της
παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου με ταυτόχρονη ενημέρωση των συστημάτων
αυτού προκειμένου να ξεκινήσουν οι καταβολές σύμφωνα με την παράγραφο
αυτή.
Β) Διαδικασία Δικαστικής Ρύθμισης:
Εάν λάβει χώρα ρύθμιση
των οφειλών του οφειλέτη μέσω δικαστικής απόφασης, σύμφωνα με τα
αναφερόμενα στο άρθρο 77 του ν. 4605/2019 (Α’52), ο οφειλέτης, πρέπει να
μεταφορτώσει τη δικαστική απόφαση, ανά πιστωτή και ανά ρυθμιζόμενη
οφειλή στην Ηλεκτρονική Πλατφόρμα Προστασίας Κύριας Κατοικίας, σύμφωνα
με την παράγραφο 10 του άρθρου 77 ν. 4605/2019 (Α’ 52) και να εισάγει σε
αυτήν τα στοιχεία της μηνιαίας δόσης που όρισε η δικαστική
απόφαση. Η αίτηση του οφειλέτη, στη βάση της οποίας εξεδόθη η δικαστική
απόφαση, επέχει θέση αίτησης και για τη Συνεισφορά Δημοσίου. Κατόπιν της
εισαγωγής των στοιχείων μηνιαίας δόσης που όρισε η απόφαση του
δικαστηρίου, καθώς και των λοιπών διαθέσιμων στοιχείων εισοδήματος, η
Ηλεκτρονική Πλατφόρμα Προστασίας Κύριας Κατοικίας υπολογίζει το ποσό
Συνεισφοράς Δημοσίου. Στη συνέχεια, η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης
Ιδιωτικού Χρέους εγκρίνει εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερολογιακών
ημερών το ποσό της Συνεισφοράς Δημοσίου, με βάση τα αναφερόμενα στοιχεία
στην αίτηση, και προωθεί μέσω της Ηλεκτρονικής Πλατφόρμας Προστασίας
Κύριας Κατοικίας την εγκεκριμένη αίτηση στην Ηλεκτρονική Πλατφόρμα της
ΗΔΙΚΑ, η οποία τηρεί Μητρώο δικαιούχων Συνεισφοράς Δημοσίου. Κατόπιν, η
ΗΔΙΚΑ προβαίνει σε προώθηση της αίτησης στο όργανο πληρωμής της
παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου με ταυτόχρονη ενημέρωση των συστημάτων
αυτού προκειμένου να ξεκινήσουν οι καταβολές σύμφωνα με την παράγραφο
αυτή. Σε περίπτωση που μεταξύ της αίτησης του οφειλέτη και της
μεταφόρτωσης της δικαστικής απόφασης ρύθμισης έχει μεσολαβήσει χρονικό
διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους, ο οφειλέτης θα πρέπει να ζητήσει από
την Ηλεκτρονική Πλατφόρμα Προστασίας Κύριας Κατοικίας την εκ νέου
ανάκτηση των δεδομένων αναφορικά με το διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα
από τη φορολογική διοίκηση.
Με την αποδοχή της πρότασης ρύθμισης ή τη
μεταφόρτωση της δικαστικής απόφασης και την έγκριση της Συνεισφοράς
Δημοσίου, δηλώνονται σε αυτή ένας ή περισσότεροι ειδικοί δεσμευμένοι και
ακατάσχετοι λογαριασμοί εξυπηρέτησης ανά ρυθμιζόμενη οφειλή (με τη
μορφή ΙΒΑΝ) που τηρούνται στους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις
ρυθμίστηκαν με την πρόταση ή τη δικαστική απόφαση ρύθμισης προκειμένου
για την καταβολή της Συνεισφοράς Δημοσίου, σύμφωνα με την παράγραφο 2
του παρόντος άρθρου.
2. Επεξεργασία της αίτησης και καταβολή της Συνεισφοράς Δημοσίου
Η
εγκριτική απόφαση της Συνεισφοράς Δημοσίου προωθείται ηλεκτρονικά στην
Ηλεκτρονική Πλατφόρμα της ΗΔΙΚΑ, η οποία τηρεί Μητρώο δικαιούχων
Συνεισφοράς Δημοσίου. Κατόπιν, η ΗΔΙΚΑ προβαίνει σε προώθηση της αίτησης
στην αρμόδια Οικονομική Διεύθυνση του Οργανισμού Προνοιακών Επιδομάτων
και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ) με ταυτόχρονη ενημέρωση των
συστημάτων αυτού, η οποία και προβαίνει αρμοδίως στην πληρωμή των ποσών
στους ορισθέντες λογαριασμούς με διακριτό κωδικό πίστωσης. Η Συνεισφορά
Δημοσίου καταβάλλεται στους δεσμευμένους και ακατάσχετους λογαριασμούς
εξυπηρέτησης των ρυθμιζόμενων οφειλών που περιλαμβάνονται στην πρόταση
ρύθμισης, και η οποία δεν κατάσχεται ούτε συμψηφίζεται. Η καταβολή της
Συνεισφοράς Δημοσίου γίνεται σε μηνιαία βάση, ήτοι θα πιστώνεται στον
ειδικό λογαριασμό του οφειλέτη από την 1η έως την 15η ημερολογιακή ημέρα
εκάστου μηνός, αρχής γεννώμενης τον επόμενο μήνα της έγκρισης από την
Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους. Καθυστέρηση του Δημοσίου
να καταβάλλει την εγκριθείσα συνεισφορά μπορεί να οδηγήσει σε έκπτωση
του αιτούντα κατά το άρθρο 80 του ν. 4605/2019 (Α’52),
μόνο εφόσον το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση υπερβαίνει
αθροιστικά την αξία εννέα μηνιαίων δόσεων συνεισφοράς και ο πιστωτής
έχει ενημερώσει τον Οφειλέτη ως προς την υπερημερία του Δημοσίου το
αργότερο έως τον έκτο μήνα υπερημερίας. Σε κάθε περίπτωση, και
προκειμένου για την παρακολούθηση των καταβολών, οι πιστωτές οφείλουν να
αποστέλλουν σε μηνιαία βάση στην Ηλεκτρονική Πλατφόρμα Προστασίας
Κύριας Κατοικίας κατάσταση δικαιούχων και καταβληθέντων ποσών, ώστε να
διαπιστώνονται οι καταβολές για τον προηγούμενο ημερολογιακό μήνα.
Άρθρο 5
Αναπροσαρμογή-Διακοπή Συνεισφοράς Δημοσίου
1. Οι προϋποθέσεις και το ποσό της συνεισφοράς του Δημοσίου
επανεξετάζονται αυτεπαγγέλτως στο τέλος κάθε οικονομικού έτους. Για το
λόγο αυτό, η Ηλεκτρονική Πλατφόρμα Προστασίας Κύριας Κατοικίας δύναται
να ανακτά από τη βάση δεδομένων φορολογικής διοίκησης τα ετησίως
δηλωθέντα στοιχεία οικογενειακής κατάστασης και εισοδημάτων του
οφειλέτη, καθ’όλη τη διάρκεια καταβολής της Συνεισφοράς Δημοσίου.
2. Σε περίπτωση μεταβολής των προϋποθέσεων για την καταβολή της
Συνεισφοράς Δημοσίου, ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να το δηλώσει στην
Ηλεκτρονική Πλατφόρμα Προστασίας Κύριας Κατοικίας.
Στην περίπτωση
αυτή, με τη διαδικασία τροποποίησης της εγκριτικής απόφασης, και
προώθησης αυτής σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 4, το ποσό
Συνεισφοράς Δημοσίου αναπροσαρμόζεται αναλόγως για το μέλλον.
3. Η συνεισφορά του Δημοσίου διακόπτεται, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Α)
Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η αίτηση έχει εγκριθεί εκ παραδρομής ή
τεχνικής αστοχίας, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρούσας
απόφασης,
Β) Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου, εφόσον αποτελεί μονοπρόσωπο νοικοκυριό,
Γ)
Σε περίπτωση κατά την οποία κατόπιν τριών διαδοχικών εντολών πίστωσης
δεν έχει καταστεί δυνατόν να πιστωθεί η Συνεισφορά Δημοσίου σε
τουλάχιστον ένα τραπεζικό λογαριασμό, με υπαιτιότητα του οφειλέτη.
Δ)
Σε περίπτωση που κατόπιν του ετήσιου επανελέγχου διαπιστωθεί ότι ο
οφειλέτης δεν πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης Συνεισφοράς Δημοσίου,
σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 3 της παρούσας απόφασης. Ε) Σε
περίπτωση που ο οφειλέτης καθυστερήσει την καταβολή του ποσού που
βαρύνει τον ίδιο, με αποτέλεσμα να θεμελιώνονται τα κατά το άρθρο 80 ν.
4605/2019 (Α’ 52) δικαιώματα του πιστωτή, ακόμα κι αν αυτά δεν ασκηθούν.
Αν ο δικαιούχος δεν καταβάλει εγκαίρως το ποσό που βαρύνει τον ίδιο, ο
θιγόμενος πιστωτής υποχρεούται να ενημερώσει την Ηλεκτρονική Πλατφόρμα
Προστασίας Κύριας Κατοικίας, το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από τη
θεμελίωση των δικαιωμάτων του άρθρου 80. Αν ο πιστωτής παραλείψει την
ενημέρωση του προηγούμενου εδαφίου και ασκηθούν από τον πιστωτή τα
δικαιώματα του άρθρου 80 ν. 4605/2019 (Α’ 52), τότε ο πιστωτής
υποχρεούται να επιστρέψει στο Δημόσιο με το νόμιμο τόκο της παρ. 1 του
άρθρου 53 του ν. 4174/2013 (Α’ 170) τα ποσά που αυτό κατέβαλε από το χρόνο κατά τον οποίο ο πιστωτής όφειλε να είχε ενημερώσει το Δημόσιο.
ΣΤ) Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων του Οφειλέτη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 7 της παρούσας απόφασης.
4. Η Συνεισφορά Δημοσίου δύναται να αναπροσαρμοστεί σε περίπτωση κατά την
οποία επήλθε μεταβολή των εισοδημάτων του οφειλέτη κατά τρόπο ώστε να
δικαιούται διαφορετική Συνεισφορά Δημοσίου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα
στο άρθρο 3. Σε περίπτωση που δικαιούται μεγαλύτερης Συνεισφοράς
Δημοσίου, μέχρι την αποδοχή της αίτησης για αναπροσαρμογή της
Συνεισφοράς Δημοσίου και την έκδοση νέας εγκριτικής απόφασης, ο
οφειλέτης οφείλει να συνεχίζει να καταβάλλει το ποσό που τον βαρύνει
σύμφωνα με την προηγούμενη απόφαση περί συνεισφοράς. Σε περίπτωση που
διαπιστωθεί ότι ελάμβανε μεγαλύτερο ποσό Συνεισφοράς Δημοσίου,
υπολογίζεται το επιπλέον ποσό και συμψηφίζεται με μελλοντικές καταβολές
Συνεισφοράς Δημοσίου, εκτός εάν δεν υφίστανται μελλοντικές καταβολές,
οπότε και επιστρέφεται ατόκως, ως αχρεωστήτως καταβληθέν.
5. Στις
περιπτώσεις διακοπής ή αναπροσαρμογής της Συνεισφοράς Δημοσίου, οι
έννομες συνέπειες εκκινούν με την κοινοποίηση της απόφασης ανάκλησης της
εγκριτικής απόφασης, ή με την τροποποίηση αυτής, στην περίπτωση της
αναπροσαρμογής προς την Ηλεκτρονική Πλατφόρμα της ΗΔΙΚΑ. Η ανωτέρω
απόφαση γνωστοποιείται εντός δεκαπέντε (15) ημερολογιακών ημερών στον
Οφειλέτη και τους Πιστωτές μέσω ηλεκτρονικού αρχείου το οποίο
αποστέλλεται μέσω της Ηλεκτρονικής Πλατφόρμας Προστασίας Κύριας
Κατοικίας στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις επικοινωνίας που έχουν δηλωθεί
κατά την αίτηση υπαγωγής στο ν. 4605/2019 (Α’ 52).
Άρθρο 6
Αχρεωστήτως καταβληθέντα Αναδρομικότητα πληρωμών
1. Υπό την επιφύλαξη αυστηρότερων ποινών, που προβλέπονται στην κείμενη
ποινική νομοθεσία, σε περίπτωση δήλωσης από τον αιτούντα ψευδών
στοιχείων ή απόκρυψης αληθινών στην αίτηση υπαγωγής στο ν. 4605/2019 (Α’
52), με σκοπό την υπαγωγή του σε αυτόν ενώ δεν συντρέχουν οι
προϋποθέσεις του άρθρου 1 αυτού, καθώς και τον προσπορισμό περιουσιακού
οφέλους από τη Συνεισφορά Δημοσίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου
22 του ν. 1599/1986 (75 Α’). Σε κάθε περίπτωση, μετά από αυτεπάγγελτη ή
κατόπιν αναφοράς έρευνα, τα σχετικά στοιχεία παραπέμπονται στον αρμόδιο
εισαγγελέα για την εξέταση των ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών των
υπευθύνων.
2. Τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά καταλογίζονται και
επιστρέφονται εντόκως, με επιτόκιο 5%. Για την ανάκτηση αχρεωστήτως
καταβληθέντων ποσών εφαρμόζονται όσα προβλέπονται στις παραγράφους 1, 2,
3, 4, 5 και 6 του άρθρου 45 του ν. 4520/2018 (30 Α’). Σε
περίπτωση μη επιστροφής τους αναζητούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του
Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.).
3. Εάν ο
οφειλέτης δεν έλαβε το ποσό της Συνεισφοράς Δημοσίου που του αναλογεί
εξαιτίας αμέλειας του οργάνου πληρωμής της παραγράφου 2 του άρθρου 4 της
παρούσας απόφασης, το ποσό καταβάλλεται αναδρομικά, μετά από σχετική
αίτηση θεραπείας του οφειλέτη προς το όργανο αυτό.
4. Εάν ο
δικαιούχος δεν έλαβε το ποσό της Συνεισφοράς Δημοσίου λόγω του ότι δεν
έχει καταστεί δυνατόν να πιστωθεί αυτή σε τουλάχιστον ένα τραπεζικό
λογαριασμό του δικαιούχου, με υπαιτιότητα του δικαιούχου και εφόσον η
εγκριτική απόφαση δεν έχει ανακληθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5
της παρούσης, το ποσό καταβάλλεται αναδρομικά, μετά την σχετική
τροποποίηση του τραπεζικού λογαριασμού και της εγκριτικής απόφασης.
Άρθρο 7
Υποχρεώσεις οφειλέτη
Για όσο χρόνο διαρκεί η Συνεισφορά Δημοσίου, ο Οφειλέτης, ο σύζυγος και τα εξαρτώμενα μέλη του έχουν τις ακόλουθες υποχρεώσεις:
α) Να υποβάλλει Δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος κάθε έτος.
β)
Να προβαίνει σε δήλωση στην Ηλεκτρονική Πλατφόρμα Προστασίας Κύριας
Κατοικίας, εφόσον επέλθει μεταβολή των στοιχείων που επηρεάζουν την
καταβολή Συνεισφοράς Δημοσίου.
γ) Να συναινεί στη χρησιμοποίηση των
δηλωθέντων στοιχείων ανώνυμα, αποκλειστικά και μόνο, για το σκοπό της
αξιολόγησης του προγράμματος.
δ) Να συναινεί στη διενέργεια
κοινωνικής έρευνας και σε κατ’ οίκον επισκέψεις από αρμόδιους
υπαλλήλους, αν απαιτηθεί, για επιτόπια επαλήθευση της σύνθεσης του
νοικοκυριού.
Άρθρο 8
Ενδικοφανείς προσφυγές
Κατά της
εγκριτικής ή απορριπτικής απόφασης της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης
Ιδιωτικού Χρέους, καθώς και των αποφάσεων ανάκλησης ή μεταρρύθμισης
αυτής επιτρέπεται η άσκηση αιτήσεως θεραπείας σύμφωνα με τα αναφερόμενα
στο άρθρο 24 του ν. 2690/1999 (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας),
προσκομίζοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία βάσει των οποίων ζητείται η
ανάκληση ή η μεταρρύθμιση της απόφασης.
Άρθρο 9
Αρμόδια όργανα και υπηρεσίες
Αρμόδιες υπηρεσίες για την υλοποίηση της Συνεισφοράς Δημοσίου είναι οι εξής:
1. Η Οικονομική Διεύθυνση του Οργανισμού Προνοιακών Επιδομάτων και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ), ως όργανο πληρωμών του άρθρου 4 παρ. 2, ο
οποίος επιχορηγείται για το σκοπό αυτό κάθε τρίμηνο από τον τακτικό
προϋπολογισμό του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
2. Η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών
Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών (Γ.Γ.Π.Σ.), στις υποδομές της
οποίας φιλοξενείται και λειτουργεί η Ηλεκτρονική Πλατφόρμα Προστασίας
Κύριας Κατοικίας
3. Η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού
χρέους, μέσω της ιστοσελίδας της οποίας παρέχεται πρόσβαση στην
Ηλεκτρονική Πλατφόρμα Προστασίας Κύριας Κατοικίας και η οποία εγκρίνει,
ανακαλεί ή μεταρρυθμίζει την απόφαση για τη χορήγηση Συνεισφοράς
Δημοσίου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 4 της παρούσας απόφασης.
4. Η ανώνυμη εταιρία Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Κοινωνικής Ασφάλισης, η
οποία τηρεί την Ηλεκτρονική Πλατφόρμα για την παρακολούθηση της
Συνεισφοράς Δημοσίου.
Όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς λαμβάνουν τα
απαιτούμενα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για τη διασφάλιση της
προστασίας των δεδομένων των υποκειμένων, σε όλες τις επεξεργασίες που
είναι απαραίτητες για τη διαδικασία ελέγχου των κριτηρίων χορήγησης της
Συνεισφοράς Δημοσίου και της πληρωμής αυτής.
Άρθρο 10
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα απόφαση ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 5 Απριλίου 2019
Οι Υπουργοί
Οικονομίας και Ανάπτυξης
ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ
Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΧΤΣΙΟΓΛΟΥ
Αναπληρώτρια Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
ΘΕΑΝΩ ΦΩΤΙΟΥ
Υφυπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Οικονομικών
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ